Η διδασκαλία είναι μια ζωντανή διαδικασία που τη χαρακτηρίζουν ο αυθορμητισμός και οι σχέσεις εμπιστοσύνης ανάμεσα στους εμπλεκόμενους. Μέσα στην τάξη μαθητές και εκπαιδευτικοί διδάσκονται και διδάσκουν, εκφράζουν τις ιδέες τους, μαθαίνουν από τις αποτυχίες τους, αστειεύονται και γελούν με τα λάθη τους. Το σχολείο για μαθητές και εκπαιδευτικούς είναι το δεύτερο σπίτι τους, γιατί μέσα στη σχολική αίθουσα νιώθουν ασφάλεια, οικειότητα και άνεση να δείξουν τον πραγματικό εαυτό τους, γνωρίζοντας καλά πως οποιαδήποτε κριτική είναι καλοπροαίρετη και έχει σκοπό τη βελτίωσή τους σε θέματα επίδοσης και συμπεριφοράς.

Με την ενδεχόμενη, όμως, ζωντανή μετάδοση του μαθήματος, όλα αυτά θα αλλάξουν, ειδικά για τους μαθητές. Οι εκπαιδευτικοί, ως ενήλικες,  δε θα επηρεαστούν ιδιαίτερα. Θα κάνουν απλά το μάθημά τους, αποφεύγοντας, ίσως, να διατυπώσουν την προσωπική τους άποψη για κάποιο θέμα. Οι μαθητές, όμως, αν έχουν την αίσθηση ότι παρακολουθούνται από ανθρώπους που δε βλέπουν, δεν ακούν και δε γνωρίζουν, θα νιώσουν άγχος και ανασφάλεια. Έτσι δε θα τολμούν να πουν τη γνώμη τους, να κάνουν κάποια ερώτηση και γενικά να συμμετάσχουν στο μάθημα φοβούμενοι πως κάθε πιθανό λάθος τους θα γίνει αιτία για χλευασμό και διακωμώδηση από αγνώστους οι οποίοι  μάλιστα μπορεί να χρησιμοποιήσουν τα ψηφιακά δεδομένα αυτών των μεταδόσεων, οπτικά ή και ηχητικά, για να διαδώσουν και να διατηρήσουν μια άτυχη στιγμή  ενός ανθρώπου από τα μαθητικά του χρόνια μέχρι την ωριμότητά του. Ο ισχυρισμός ότι δεν επιτρέπεται η καταγραφή και αποθήκευση αυτών των μεταδόσεων ως τρόπος αποτροπής αυτών των κινδύνων, είναι τουλάχιστον αφελής για όσους έχουν έστω και ελάχιστη επαφή με τη σημερινή  ηλεκτρονική πραγματικότητα.

Όπως γίνεται κατανοητό, κάτι τέτοιο καταρχήν θα έχει ως αποτέλεσμα οι περισσότεροι μαθητές να μετατραπούν σε παθητικούς θεατές του μαθήματος χωρίς να συμμετέχουν οι ίδιοι στην εκπαιδευτική διαδικασία. Αλλά αυτό δεν είναι μάθημα, είναι διάλεξη και οι διαλέξεις προσφέρονται για ενήλικες επιστήμονες, οι οποίοι ενδιαφέρονται για ένα συγκεκριμένο θέμα και όχι για παιδιά και εφήβους που τώρα αναπτύσσουν την κριτική τους σκέψη, διαμορφώνουν την προσωπικότητά τους και δεν έχουν κατασταλάξει ακόμα στο τι τους ενδιαφέρει και τι όχι. Οι μαθητές σε αυτή την ηλικία περιμένουν από τους δασκάλους τους να τους πλησιάσουν, να τους κεντρίσουν το ενδιαφέρον κάνοντας ένα ζωντανό συμμετοχικό μάθημα και όχι να μιλούν μονότονα «βιδωμένοι» στην  έδρα, για να μπορεί να τους παίρνει η κάμερα και να τους βλέπουν οι απόντες από την τάξη μαθητές ή οποιοσδήποτε άλλος από το σπίτι. Αυτή η εικόνα της μετωπικής διδασκαλίας είναι βγαλμένη κατευθείαν από τις σχολικές αίθουσες των δεκαετιών του 1960 και 1970 και καμία σχέση δεν έχει με τις σύγχρονες παιδαγωγικές μεθόδους.

Στον αντίποδα κάποιοι άλλοι μαθητές θα υποδύονται ρόλους, θετικούς ή αρνητικούς, που θα νομίζουν ότι είναι αρεστοί στο εκάστοτε αθέατο κοινό τους. Το χειρότερο, όμως, είναι πως τα παιδιά θα συνηθίσουν από μικρή ηλικία στην ιδέα ότι είναι λογικό να περιορίζονται τα θεμελιώδη δημοκρατικά δικαιώματά τους, όπως η ελευθερία της έκφρασης και η προστασία της ιδιωτικής τους ζωής, στο όνομα κάποιας πανδημίας ή κάποιου άλλου έκτακτου γεγονότος.

Για αυτούς τους λόγους, επειδή πιστεύουμε ότι  με αυτές τις συνθήκες  χάνεται η αυθεντικότητα και η αξία της διδακτικής πράξης και ότι  η ζωντανή μετάδοση του μαθήματος αποτελεί τροχοπέδη στην εκπαιδευτική διαδικασία, ως σκεπτόμενοι άνθρωποι και εκπαιδευτικοί που θέλουμε να προστατεύσουμε τους μαθητές μας, είμαστε αντίθετοι με την εφαρμογή της συγκεκριμένης πρακτικής στο σχολείο μας.

Ο Σύλλογος Διδασκόντων του 2ου Γυμνασίου Κορίνθου