«Μετ’ εξοικονομήσεως…», του Η. Παπαδημητρακόπουλου
ΕΓΡΑΦΑ* την 22 (Σεπτεμβρίου 1874) ότι την 29 ή 30 να επισκεφθή το ταχυδρομείον δια να λάβη) επιστολήν μετ’ εξοικονομήσεως. Την 25 Σεπτεμβρίου τω έγραψα κλείσας και δεκάδραχμον.
Ο πατήρ
+ Σακελλίων Αδαμάντιος Εμμανουήλ
Αθήναι, 18 Αυγούστου 1889.
Σεβαστέ μου πάτερ,
[…]
Ευρίσκομαι χωρίς λεπτόν, διότι επλήρωσα τα χρέη μου και έκαμα ρούχα. Αλλά αν τυχόν έχετε ανάγκην από λεπτά, παρακαλώ τον κ. Αλέξ. Μωραϊτίδην, ον ασπάζομαι, να σας δώση πενήντα δραχμάς, και άμα έλθη εις Αθήνας τάχιστα, συν Θεώ, θα τω τας αποδώσω.
Ασπάζομαι την δεξιάν σας και της μητρός
ο υιός σας Αλέξανδρος
Εν Σκιάθω τη 19 Σεπτεμβρίου 1893.
Υιέ μου Αλέξανδρε,
Με τον Αλέξανδρον Μωραϊτίδην σου εστήλαμαι 3 φανέλας τώρα δε με τον εξάδελφόν μας Σ. Οικονόμου να λάβης τρία υποκάμησα της κόλας και τρία εσώβρακα, και αργότερα θα σου στήλομαι και άλλα πέντε τα τρία της κόλας και δύο νυχτικά και με υγίειαν να τα χαλάσης…
σε εύχομαι και μένω
η μήτηρ σου Αγγελική Αδαμαντίου Οικονόμου
Καίτοι με απωθούν, γενικά, οι επιστολές των επιφανών (η πόζα τους, η κατασκευή, η πεποιημένη υστεροφημία, οι γλυκανάλατες εκφράσεις, οι ευγενικές, γενικόλογες και κενές ρήσεις, η ψευτιά που κουβαλάνε), με συγκλονίζει η αλληλογραφία του Παπαδιαμάντη με τους γονείς του. Βλέπουμε εναργέστατα σ’ αυτήν μια δραματική συνιστώσα του παπαδιαμαντικού έργου, τη στέρηση. Όταν ό παπα-Αδαμάντιος εξοικονομεί ένα δεκάδραχμο και το «εγκλείει» στο γράμμα του προς τον Αλέξανδρο, ο Παπαδιαμάντης είναι ακόμη 23 ετών —αλλά όταν ο τελευταίος γράφει ότι «βρίσκομαι χωρίς λεπτόν» και να παρακαλέσουν τον Μωραϊτίδη για δανεικά, έχει ήδη πατήσει τα 38—, όταν, δε, η μάνα του του στέλνει από το νησί πουκάμισα, φανέλες και σώβρακα, ο Παπαδιαμάντης έχει καβατζάρει τα 42, και μάλλον περιφέρεται με το παλτό που του έστειλε από το Λονδίνο (αποφόρι του, πάντως) ο Αλέξανδρος Πάλλης. Το περίφημο εκείνο παλτό, αρκετά τριμμένο, που ο Παπαδιαμάντης προσάρμοζε επάνω του με παραμάνες…
Με ταξιδιώτες, συγγενείς, φίλους, ή τον τροφοδότη του πλοίου «Πανελλήνιον», ο παπάς στέλνει στον Αλέξανδρο ό,τι καταφέρνει και εξοικονομεί, τα σημειώνει δε με κάθε επιμέλεια. Χρήματα, «τσοράπια μάλλινα», «κυδώνια εντός κοφινίου», «δύο εσώβρακα άσπρα», «οκταπόδιον οκά 1.275», «36 αυγά βαμμένα», «ολίγα σύκα», «αστακοουρές», «δύο ζεύγη κάλτσες βαμβακερές», κ.ο.κ. Πίσω από όλη αυτή τη συνεχή φροντίδα, δεν είναι καθόλου δύσκολο να φαντασθούμε τη διαρκή αγωνία της παπαδιάς.
Και ο Παπαδιαμάντης; «Ο πάτερ Γεράσιμος μικρά μου έδωκε δια τον οκτώβριον (20 δρχ.), με εκράτησε δε καθ’ όλον τον μήνα έως 15 φοράς και συνεφάγομεν και τούτο οικονομία είναι», τους πληροφορεί. «Ομπρέλλαν δια τον Γεώργιον δεν δύναμαι να στείλω, διότι δεν μου έμειναν χρήματα, και εγώ δε αυτός έχω ανάγκην όμπρέλλας». «Το γραμμάτιόν μας του λαχείου των Αρχαιοτήτων δεν το εκερδήσαμεν». «Το βάζον της κινίνης, όπερ σας αποστέλλω, επλήρωσα δραχμ. 9». «Στείλατέ μοι τα έξοδα μου, και έρχομαι χωρίς άλλο».
Με τις (ελάχιστες) αγορές, που του παραγγέλνει ο παπα-Αδαμάντιος, δεν φαίνεται να τα πολυκαταφέρνει. Με το καλυμμαύχι, που ο παπάς του έγραψε να του αγοράσει (αφού έπεμψεν εξοικονόμησιν), τα πράγματα πήγαν καλά. Αλλά με τα παπούτσια… «Έλαβον και τα παπούτσια», γράφει στον Παπαδιαμάντη, «τα οποία μετεχειρίσθην εξ ανάγκης. Είναι δε σχήματος γυναικείου, στενά και αβαθή, και το πλείστον του επάνω μέρους του ποδός μου ασκέπαστον».
Η παντός είδους στέρηση τον συνόδευε δια βίου. Στα διηγήματά του συναντάμε πολλά από όσα λαχταράει — «εχίνους και στρείδια, αστακούς μαγειρευτούς με μάραθα», τα γλυκύτατα και συναρπαστικά «φουσκάκια» (τους λουκουμάδες), μέχρι όλα εκείνα που «δεν ήτο ειμαρμένον» να γευθεί: «τρεις γυναίκες γυμναί, ολόγυμναι», «το εύκολπον και γλαφυρόν στήθος της» κ.ο.κ. Το 1909, «γεροντοποιός» ήδη (ετών 58…), δύο χρόνια πριν πεθάνει, βρίσκεται στη Σκιάθο. Κάνει περιπάτους, κατά το σούρουπο και, μελαγχολικώς, εγκαταλείπεται στον γενέθλιο χώρο. Ξαφνικά, Μάιο μήνα, κάνει την εμφάνιση του στο νησί ο Ανδρέας Καρκαβίτσας, «με την Στρατολογικήν Επιτροπήν». Μπορούμε εύκολα να φανταστούμε τη δοκιμασία του Παπαδιαμάντη. Ο Καρκαβίτσας είναι μόνιμος υπίατρος, τότε, διαθέτουμε δε και φωτογραφία του με την επίσημη, μπλε στολή της εποχής. Συνοδευόμενος από τον νομάρχη, βγαίνουν στην αγορά και αναζητούν τον Παπαδιαμάντη. Ο Παπαδιαμάντης, φορώντας το αιώνιο πανωφόρι του, ακουμπά στον λιγδιασμένο παραστάτη ενός μαγαζιού. Τους βλέπει, και κρύβει το κεφάλι του. Μετά από αρκετή ώρα αποφασίζει να βγει. Βαδίζει προς τον Καρκαβίτσα και μόλις τον πλησιάσει αρχίζει και κλαίει… Χαιρετιούνται και υστέρα το βάζει στα πόδια, λέγοντας του: «Τι είμαι εγώ; Δεν έπρεπε και νά’ρθω να σε χαιρετήσω μάλιστα. Πώς νά’ρθω εγώ σε τέτοια συντροφιά;».
Παρέθεσα, με δάνεια στοιχεία,** όλα αυτά τα άκρως μελαγχολικά (σπαραξικάρδια, θα τα έλεγαν οι μεγαλόσχημοι βολεμένοι), γιατί πιστεύω ότι η είσοδος στον κόσμο του Παπαδιαμάντη απαιτεί και μια ψυχική προετοιμασία — κάποιο είδος νηστείας και προσευχής. Είναι ένας κόσμος που εκ προοιμίου αποκλείει κάθε μορφή αλαζονείας: ο αναγνώστης εισέρχεται χάριν ταπεινώσεως…
* Παπαδιαμάντης Α., Αλληλογραφία, Οδυσσέας, Αθήνα 1981.
** Βαλέτας Γ., Παπαδιαμάντης, Η ζωή -το έργο – η εποχή του, Σ. Δημητράκος, Αθήνα 1955.
Πηγή: www.myriobiblos.gr
Κάτω από ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΟ ΚΕΙΜΕΝΟ, ΠΑΠΑΔΗΜΗΤΡΑΚΟΠΟΥΛΟΣ Η. | 0 ΣχόλιαΕΚΔΗΛΩΣΗ ΓΙΑ ΤΟΝ ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗ, 9/5/2011, 11 π.μ., Θέατρο Αρσακείων Τοσιτσείων Σχολείων Εκάλης
Την Δευτέρα 9/5/2011 θα πραγματοποιηθεί εκδήλωση-αφιέρωμα με αφορμή τη συμπλήρωση 100 ετών από το θάνατο του μεγάλου Νεοέλληνα συγγραφέα Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη. Η εκδήλωση θα ξεκινήσει στις 11 π.μ. στο θέατρο των Αρσακείων Τοσιτσείων Σχολείων Εκάλης και την ευθύνη της διοργάνωσης έχει το Β’ Τοσίτσειο Αρσάκειο Γυμνάσιο Εκάλης. Κατά τη διάρκεια του αφιερώματος θα προβληθούν συνεντεύξεις πνευματικών ανθρώπων-μελετητών του Παπαδιαμάντη, θα διαβαστούν αποσπάσματα διηγημάτων του και θα ακουστούν μελοποιημένα ή μη ποιήματα του Οδυσσέα Ελύτη, καθώς η κεντρική ιδέα του αφιερώματος είναι η “μυστική” σύνδεση του νομπελίστα ποιητή μας με τον κυρ-Αλέξανδρο. Τέλος, θα ήταν παράλειψη να μην αναφέρουμε ότι η εκδήλωση προετοιμάστηκε και θα παρουσιαστεί από τα παιδιά της Γ’ τάξης του Β’ Τοσιτσείου Αρσακείου Γυμνασίου Εκάλης και τους καθηγητές τους.
Κάτω από ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΕΙΣ | 0 ΣχόλιαΦλώρα, ή Λάβρα;, του Η. Παπαδημητρακόπουλου
ΒΡΑΔΑΚΙ, και βρέθηκα στο εξωκκλήσι του νησιού. Μεσοκαλόκαιρο, και έβραζε ο τόπος. Ζέστη, και τουρίστες να ελλοχεύουν παντού. Πλην σε απόκρυφα υψωματάκια, σε ρεματιές και ξέφωτα, παραμονές αγνώστων εορτών, συρρέουν κατά κύματα οι γηγενείς. Φθάνουν μεταμορφωμένοι, περίπου ως ικέτες, έχοντας αποβάλει (κατά έναν ανεξήγητον τρόπο) την εμπορική τους λεοντή. Κουβαλούν τεράστιους άρτους, με σουσάμι και γλυκάνισο, πρόσφορα για τους παπάδες, κουτιά με παστέλι, γλυκά του ζαχαροπλαστείου τυλιγμένα σε αλουμινόχαρτο, τυρί της άρμης κομμένο με επιμέλεια σε τετράγωνα μικρά τεμάχια, ούζο και τσίπουρο. Μετά τη λειτουργία στέκονται κοντά στην έξοδο του ναού, και φωνάζουν ξαφνικά με επίσημο τόνο:
– Πάρτε να σχωρέσετε τον…
Ο καθείς τους δικούς του – τη μάνα του, τον πατέρα του, τα πνιγμένα αδέλφια. – Ελάτε να σχωρέσετε τη Φλώρα, ακούω δίπλα μου ένα χούφταλο.
Πλησίασα. Μου πρόσφερε παστέλι και ρακί.
– Θεός σχωρέστην τη Φλώρα, λέω. Τι σου ήταν, παππού;
– Τίποτα, μου λέει. Στη γειτονιά έμενε, μα δεν είχε κανέναν δικό της.
Τι άλλο μου απόμενε να κάνω; Κατέφυγα για πολλοστή φορά στο διήγημα του Παπαδιαμάντη Φλώρα ή Λάβρα. Έχω διαβάσει πολλές φορές αυτές τις τέσσερις σελίδες. Ο Παπαδιαμάντης, γεροντοποιός πια (κατά την έκφραση του Μητσάκη), κάνει περίπατο, κατά το σούρουπο, στη Μεγάλη Αμμουδιά, τέσσερα χρόνια πριν πεθάνει. Περίπατος παρά θίν’ αλός, λοιπόν, με τον οποίον ουσιαστικά αποχαιρετά τον τόπο. Με γαλήνια πίκρα θυμάται τα αντίστοιχα βραδινά, τότε που (εις το έαρ του βίου του) ερχόταν εδώ. Όλα, φυσικά, έχουν τώρα αλλάξει. Ανέρχεται ένα δρομίσκον, και χάνεται μέσα στο άλσος των σχοίνων και των μυρσινών. «Η πόλις δεν μας καλεί. Η ερημία δεν μας διώκει», λέει εις εαυτόν. Βλέπει, τότε, από ψηλά το νεκροταφείο του τόπου και μελαγχολεί. «Ω, κοιμητήριον», ψιθυρίζει.
Μέσα στην άκρα ερημία, βαθεία σκιά απλούται. Εξαίφνης, μέσα από ερείπιον αγροτικής οικίας, εξήλθε μία όψις γραίας. Μία από τις αμέτρητες γραίες του Παπαδιαμάντη, πάμπτωχη και παντέρημη. Ο διάλογος που ακολουθεί δεν υπερβαίνει τις δύο αράδες, και είναι από τους ωραιότερους και αρτιότερους του Παπαδιαμάντη:
– Βρίσκεσαι ακόμη, γριά Φλώρα; της είπα ως εν εκστάσει.
– Δεν με λένε πλέον Φλώρα, παιδάκι μου, απήντησε, με λένε Λάβρα.
Λάβρα; Λαύρα; Φλώρα, ή Λάβρα;
Μου είναι αδύνατον να φθάσω στο σημείο αυτό του διηγήματος χωρίς να συγκινηθώ μέχρι δακρύων.
Εξ άλλου αντιλαμβάνομαι, τώρα πια, πώς για να εισέλθουμε στον κόσμο του Παπαδιαμάντη, είναι ανάγκη να διαθέτουμε το απαραίτητο ένδυμα. Αυτός, που τριγυρνούσε ρακένδυτος, επιχείρησε (επί ματαίω, καθώς απέδειξαν με τα λόγια τους μερικοί επίσημοι γραμματικοί), να μας προειδοποιήσει:
Μερικοί λένε, πως το Άνθος του Γιαλού έγινεν ανθός, αφρός του κύματος. Κ’ η Σπίθα εκείνη, η φωτιά του πελάγου που είδες, Μάνο, είναι η ψυχή του βασιλόπουλου, που έλυωσε, σβήστηκε στα σίδερα της σκλαβιάς, και κανείς δεν την βλέπει πια, παρά μόνον όσοι ήσαν καθαροί τον παλαιόν καιρόν, και οι ελαφροΐσκιωτοι στα χρόνια μας.
Πηγή: Η. Παπαδημητρακόπουλος, “Επί Πτίλων Αύρας Νυκτερινής”, Πέντε κείμενα για τον Παπαδιαμάντη, Εκδόσεις Νεφέλη, Αθήναι 1992.
Κάτω από ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΟ ΚΕΙΜΕΝΟ, ΠΑΠΑΔΗΜΗΤΡΑΚΟΠΟΥΛΟΣ Η. | 0 ΣχόλιαΑπό τη Μετανάστιδα στη Φόνισσα, και από τη Φόνισσα στη Γυναίκα πλέουσα, του Βαγγέλη Αθανασόπουλου
Η πορεία, επίσης, ενός συγγραφέα έχει μια διπλή σημασία: πρώτα προσωπική (ως προς την ιδιαίτερη ποιητική του) και μετά ιστορική (ως προς τη γραμματολογική θέση του). Εχει, δηλαδή, σημασία κατ’ αρχήν σε ένα στενότερο προσωπικό επίπεδο, όπου η πορεία αντιστοιχεί στη διαδικασία διαμόρφωσης της προσωπικής ποιητικής του, αλλά και σε ένα ευρύτερο, ιστορικό – λογοτεχνικό επίπεδο, όπου η πορεία του αντιστοιχεί σε μια δύναμη που λιγότερο ή περισσότερο λειτούργησε στο πλαίσιο της διαμόρφωσης της ποιητικής μιας λογοτεχνικής σχολής ή ρεύματος, το οποίο φυσικά πάντα υπήρξε επειδή και εφόσον υπηρετούσε κοινωνικές ανάγκες της εποχής, οι οποίες ποτέ δεν ήταν απλώς αισθητικές -ακόμη και στην περίπτωση κατά την οποία, εξαιτίας του προγράμματος ενός λογοτεχνικού ρεύματος, οι ανάγκες αυτές παρουσιάζονταν ή εκδηλώνονταν ως αισθητικές.
Ενα κριτήριο για την εξέλιξη μιας ποιητικής
Στην περίπτωση, επομένως, και του Παπαδιαμάντη η ιχνηλάτηση της συγγραφικής πορείας αντιστοιχεί πρώτα στην εξιχνίαση της προσωπικής ποιητικής του και μετά στην εξακρίβωση της θέσης του μέσα στο ευρύτερο πλαίσιο της ποιητικής τού ρεαλισμού -μια θέση, βεβαίως, που είναι συνέπεια της προσωπικής ποιητικής του. Στη λογική μιας τέτοιας προσπάθειας έχει περιγραφεί μια πορεία που ξεκινά με το λογοτεχνικό είδος του μυθιστορήματος, όπου υπάρχουν ρομαντικά στοιχεία, για να περάσει στο λογοτεχνικό είδος του διηγήματος, όπου παρουσιάζεται μια εξέλιξη από το νατουραλισμό και την ηθογραφία προς το ρεαλισμό (κοινωνικό, ψυχολογικό, ποιητικό). Παράλληλα, ωστόσο, με τους τρόπους παρακολούθησης της πορείας του Παπαδιαμάντη, οι οποίοι έχουν εφαρμοστεί έως αυτή τη στιγμή και κινούνται μέσα στο παραπάνω πλαίσιο, είναι χρήσιμο να καταφύγουμε και σε τρόπους που συνεπάγονται μορφές κριτικής οι οποίες έχουν προκύψει από πιο σύγχρονες θεωρητικές τάσεις. Μία από αυτές τις τάσεις πιστεύω πως προσφέρεται για την εξέταση της αφηγηματικής εξέλιξης του Παπαδιαμάντη: πρόκειται για τις Σπουδές του Γένους ή του Πολιτισμικού Φύλου, μέσα στο πλαίσιο των οποίων έχει αναπτυχθεί και η έρευνα του γένους της αφηγηματικής φωνής.
Οταν αναφέρομαι στην αφηγηματική εξέλιξη δεν περιορίζω την έννοια στο μορφολογικό μέρος της αντίστοιχης εξέτασής της (το οποίο προκαλεί προσεγγίσεις που λίγο ώς πολύ είναι φορμαλιστικές), αλλά προσπαθώ να διακρίνω τον άξονα της εμπειρίας και της σκέψης, ο οποίος βρίσκεται πίσω από την αφήγηση και την κινητοποιεί. Μια τέτοια αντίληψη προϋποθέτει την πεποίθηση πως η αφήγηση αποτελεί τρόπο σκέψης και όχι μόνον έναν τρόπο έκφρασης αυτής της σκέψης. Με τον τρόπο αυτόν η εξακρίβωση της συγγραφικής πορείας του Παπαδιαμάντη, στη βάση του εντοπισμού των τροπών που πήρε μέσα στο έργο του η αφηγηματική φωνή, αποκαλύπτει εκ παραλλήλου τη διαδικασία ωρίμανσης της καλλιτεχνικής, της ηθικής και της κοινωνικής του συνείδησης. Αυτό γίνεται δυνατό επειδή μέσα από τη σταδιακή διαφοροποίηση της αφηγηματικής φωνής φανερώνονται οι διαφορετικές επιλογές του συγγραφέα απέναντι στο προβλήματα της τέχνης του, ενώ παράλληλα είναι αυτονόητο πως αυτές οι επιλογές δεν καθορίζονται μόνο από το βαθμό ωρίμανσης της καλλιτεχνικής του συνείδησης, αλλά και της ηθικής και κοινωνικής.
Σε γενικές γραμμές, η πορεία της αφηγηματικής φωνής στο έργο του Παπαδιαμάντη αντιστοιχεί στο πέρασμα από μια ανδρική αφηγηματική φωνή προς μια ανδρική φωνή που σε μια πρώτη φάση απλώς δεξιώνεται ή και ενσωματώνει τη γυναικεία φωνή, για να κλιμακωθεί σε μια ανδρική φωνή που αναδεικνύει τις ικανότητές της, όταν κάθε τόσο κατορθώνει όχι να υποδυθεί, αλλά να ταυτιστεί με τη γυναικεία φωνή.
Η ροπή της αφηγηματικής φωνής του Παπαδιαμάντη προς το γυναικείο γένος αποτελεί το βασικότερο από τα στοιχεία που επιτρέπουν να τον εντάξουμε ανάμεσα στους Ελληνες άνδρες συγγραφείς που υιοθετούν ή ενσωματώνουν τη γυναικεία γραφή. Με τον όρο γυναικεία γραφή δεν αναφέρομαι σε εκτιμήσεις της αφηγηματικής τέχνης του Παπαδιαμάντη, οι οποίες απορρέουν από μια ψυχαναλυτική κριτική: η γυναικεία γραφή δεν αποτελεί αναγκαστικά το υφολογικό ή αφηγηματολογικό ανάλογο της ομοφυλοφιλίας. Είναι, μάλιστα, δυνατό να συμβαίνει το ακριβώς αντίθετο: ένας άνδρας συγγραφέας να υιοθετεί τη γυναικεία γραφή ωθούμενος από μια ισχυρή επιθυμία για τη γυναίκα, μια επιθυμία που τον κάνει να θέλει να γνωρίσει βαθύτερα τα συναισθήματα, τη σκέψη, τις επιθυμίες της. Σε αυτή την περίπτωση, η γυναικεία γραφή ενός άνδρα συγγραφέα αποτελεί μια εκ των έσω πειραματική αναπαράσταση της γυναίκας, η οποία δεν θέλει να είναι αποτέλεσμα εξωτερικής παρατήρησης, αλλά ενσυναίσθησης.
Σε τι, όμως, συνίσταται αυτό που ονομάζουμε γυναικεία γραφή; Αυτό μπορούμε να το περιγράψουμε στη βάση των διαφορών της από την «ανδρική γραφή», που σαν όρος δεν υπάρχει -ίσως επειδή αποτελεί το μέχρι πρότινος αυτονόητο χαρακτήρα της γραφής γενικώς. Η ανδρική, λοιπόν, ρητορική είναι γραμμική και στην προσπάθεια της απόδειξης μιας ορισμένης θέσης μέσα σε ένα πλαίσιο ιεραρχικής οργάνωσης των εμπειριών, των καταστάσεων και των πραγμάτων, συνεπάγεται τη χρήση της επαγωγικής συλλογιστικής. Επιδιώκοντας την εντύπωση της αυθεντίας, τονίζει τη σημασία μιας αντικειμενικής απόστασης από τα πράγματα. Θέλοντας οπωσδήποτε να καταλήξει στη μία σωστή απάντηση, χρησιμοποιεί τη λογική και δεν αφήνει περιθώρια για αμφισβήτηση.
Η γυναικεία ρητορική διερευνά την πολλαπλότητα, τους ποικίλους εναλλακτικούς τρόπους με τους οποίους μπορούμε να φτάσουμε σε ένα τέλος. Παράλληλα, όμως, δεν θεωρείται απαραίτητο να καταλήξει κάποιος κάπου, επειδή η γυναικεία ρητορική ενθαρρύνει τη διερεύνηση των δυνατοτήτων, αλλά χωρίς την υποχρέωση της μίας σωστής λύσης. Με τον τρόπο αυτόν προσφέρεται ένα μεγάλο περιθώριο για ισχυροποίηση της προσωπικής εμπειρίας, η οποία αποστρέφεται τη γενίκευση, για να στραφεί προς το συγκεκριμένο χαρακτήρα της προσωπικής συγκίνησης.
Αυτές οι ιδιαιτερότητες της γυναικείας γραφής είναι δυνατό να αναδειχθούν καθαρότερα, όταν εντοπίζονται σε κείμενα ανδρών συγγραφέων, επειδή σε αυτούς η σχετική επιλογή παίρνει ξεχωριστή σημασία από το γεγονός πως δεν καθορίζεται από το φύλο. Η αναζήτηση της γυναικείας γραφής σε κείμενα ανδρών συγγραφέων έχει επιχειρηθεί από τις θεωρητικούς της γυναικείας γραφής. Η Cixous υποστηρίζει πως η ecriture feminine δεν αποτελεί έναν τρόπο γραφής των γυναικών, αλλά και των ανδρών συγγραφέων, όπως είναι ο Jean Genet και ο James Joyce . Τον πρώτο μάλιστα, με το έργο του Pompes Funebres, συγκαταλέγει ανάμεσα στους συνολικά τρεις, ασχέτως φύλου, Γάλλους συγγραφείς στον οποίων το έργο εγγράφεται το γυναικείο (οι άλλοι δύο είναι η Marguerite Duras και η Colette). Η αναφορά του Jean Genet θα κάνει κάποιους να υποψιαστούν το συσχετισμό γυναικείας γραφής και ομοφυλοφιλίας, αναγνωρίζοντας αρκετές αναλογίες ανάμεσα στο Γάλλο και στον Ελληνα Κώστα Ταχτσή, αλλά η παράλληλη παρουσία του James Joyce ελπίζω ότι βοηθά να αποφύγουμε την πλάνη αυτού του συσχετισμού.
Ανάλογη αναζήτηση έχει κάνει και η Kristeva, χρησιμοποιώντας ως σχετικό κριτήριο την έννοια του abject, που μπορούμε να αποδώσουμε ως ακείμενο ή αποκείμενο. Το ακείμενο είναι το διφορούμενο, το ασαφές, αυτό που βρίσκεται ανάμεσα, που αμφισβητεί τα διαχωριστικά όρια, είναι μια σύνθετη αντίσταση στην ενότητα. Για το λόγο αυτόν, εάν η ταυτότητα του υποκειμένου απορρέει από την ενότητα των αντικειμένων του, το ακείμενο αποτελεί την απειλή της μη-ενότητας, που αντιστέκεται στην ενσωμάτωση και αφομοίωση. Σε τελευταία ανάλυση, το ακείμενο ουσιαστικά είναι αυτό που διαταράσσει την ταυτότητα, το σύστημα, την τάξη.
Το ακείμενο, στο σεξουαλικό, το ηθικό και το θρησκευτικό επίπεδο, η Kristeva εντοπίζει στον Ντοστογιέφσκι και ιδιαίτερα στους Δαιμονισμένους, και στο σημείο αυτό αξίζει να υπενθυμίσουμε την επίδραση που άσκησε ο Ρώσος συγγραφέας στον Παπαδιαμάντη. Την πιο άμεση, όμως, εκδήλωση του ακειμένου στο επίπεδο του έρωτα, του σεξ και της επιθυμίας βρίσκει στον Προυστ, ενώ στον Τζόις αναγνωρίζει την ανακάλυψη του γυναικείου σώματος, του μητρικού σώματος, στη λιγότερο συμβολοποιημένη άποψή του.
Τα αρνητικά προτερήματα
Αν εξετάσουμε τα διηγήματα του Παπαδιαμάντη σύμφωνα με την τυπολογία και τα κριτήρια που αναφέρθηκαν προηγουμένως, τότε θα ανακαλύψουμε πολλά από τα στοιχεία που συνιστούν μια γυναικεία γραφή. Είναι, μάλιστα, εξαιρετικά χαρακτηριστικό το γεγονός πως τα σχετικά γνωρίσματα επισημάνθηκαν καθαρότερα από τους επικριτές του Παπαδιαμάντη. Λέγοντας «επικριτές», νομίζω πως στην περίπτωση του Σκιαθίτη πρέπει να δώσουμε μια συγκεκριμένη σημασία στη λέξη και να εννοήσουμε εκείνους που, διαφωνώντας αισθητικά ή ιδεολογικά με αυτόν, προσπάθησαν να δείξουν τη διαφωνία τους με μια ανάλογα αρνητική κριτική του έργου του. Με αυτό θέλω να εκφράσω την υποψία πως οι περισσότερες από τις αρνητικές αποτιμήσεις του έργου δεν ήταν αποτέλεσμα αντικειμενικής κριτικής, αλλά ιδεολογικής ή αισθητικής διαφωνίας.
Στον κατάλογο, λοιπόν, των αρνητικών γνωρισμάτων που επισημαίνονται από τους επικριτές, ξεχωρίζουν: (1) η απουσία σύνθεσης, που θεωρείται συνέπεια της νοσταλγίας και του ρεμβασμού, που υπονομεύουν την αυστηρή δομή κάθε έργου και (2) η συμπαθητική φαντασία, δηλαδή η φαντασία που δεν είναι καθαρά δημιουργική, που δεν πλάθει πρόσωπα και καταστάσεις, αλλά απλώς κατορθώνει να συμπάσχει με αυτά. Στα παραπάνω γνωρίσματα πρέπει να προσθέσουμε κι εκείνα που αποτέλεσαν για την κριτική αιτίες όχι μόνο αρνητικής, αλλά και θετικής αποτίμησης του έργου του, όπως η ποιητικότητα, η ροπή προς μια αφομοίωση του υποκειμένου από τη φύση και η σημασία των προσωπικών εμπειριών στη μυθοπλασία.
Η ποιητικότητα της πεζογραφίας αποτελεί γενικώς μια ευνοϊκή συνθήκη για την υιοθέτηση της γυναικείας γραφής, επειδή κατά την περίοδο του ρομαντισμού με την ποίηση εκδηλώθηκε για πρώτη φορά η επικράτηση του συναισθήματος σε βάρος της γνώσης, αλλά και η αντίστοιχη συνειδητοποίηση μιας ανάγκης εγκατάλειψης και αφομοίωσης από τη φύση, και όχι κυριάρχησης πάνω σε αυτήν μέσω της εξήγησης. Στην πεζογραφία η υιοθέτηση του γυναικείου λόγου εκδηλώνεται με τη στροφή προς την αυτοβιογραφία, που αποτελεί μια καινοτομία του ρομαντισμού. Η ιδέα να γράψει κάποιος τη ζωή του περιστέλλοντας την αξία του ορθολογικού ιδανικού της αντικειμενικής απόστασης, να αφηγηθεί τις προσωπικές εμπειρίες του και να διερευνήσει τα συναισθήματα που εμπλέκονται σε αυτές τις εμπειρίες, αποτελεί μια τάση που χαρακτηρίζει από κοινού το ρομαντισμό αλλά και τη γυναικεία γραφή. Η αποδοχή της σημασίας των προσωπικών εμπειριών είναι φανερή στα διηγήματα του Παπαδιαμάντη, δίνοντας μάλιστα τη δυνατότητα στους μελετητές του έργου του να ταυτίζουν με ακρίβεια τους μυθιστορηματικούς χαρακτήρες των διηγημάτων του με υπαρκτά πρόσωπα από το στενό οικογενειακό ή το ευρύτερο κοινωνικό περιβάλλον του.
Είναι, ωστόσο, άξιο παρατήρησης το γεγονός πως η υιοθέτηση του γυναικείου γένους από την αφηγηματική φωνή στα διηγήματα του Παπαδιαμάντη ακολουθεί μια πορεία αντίστροφη από εκείνη της ιστορικής διαδοχής των λογοτεχνικών ρευμάτων. Ενώ, λοιπόν, στην ιστορία της λογοτεχνίας του 19ου αιώνα ο ρομαντισμός (που ευνόησε την υιοθέτηση της γυναικείας γραφής) ακολουθήθηκε από το ρεαλισμό (που με την υποτιθέμενη αντικειμενικότητά του αποτελεί μια νέα υποχώρηση προς τον ανδρικό λόγο), στο έργο του Παπαδιαμάντη έχουμε μια αντίστροφη πορεία: στο πρώτο του μυθιστόρημα «Η Μετανάστις», που δημοσιεύτηκε το 1879-1880 και χαρακτηρίζεται από την παρουσία ρομαντικών στοιχείων, το γένος της αφηγηματικής φωνής είναι καθαρά ανδρικό, ενώ στα διηγήματα που συγκροτούν την ηθογραφική και ρεαλιστική συγγραφική περίοδό του, παρατηρείται ένας σταδιακός έλεγχος και μια περιστολή της ανδρικής φωνής. Αυτή η παρατήρηση είναι σημαντική, επειδή αποδεικνύει πως η υιοθέτηση του γυναικείου γένους της αφηγηματικής φωνής δεν υπήρξε για τον Σκιαθίτη αποτέλεσμα ευρωπαϊκής επίδρασης, αλλά φυσική συνέπεια της προοδευτικής ωρίμανσης της ιδεολογικής, ηθικής και καλλιτεχνικής του συνείδησης.
Από το ρομαντισμό στην ηθογραφία και από την ηθογραφία στο ρεαλισμό
Αυτή, λοιπόν, η διαδικασία ωρίμανσης της συνείδησης του Παπαδιαμάντη ή, αλλιώς, αυτή η σταδιακή διαφοροποίηση του γένους της αφηγηματικής φωνής του, αντανακλάται σε τρία έργα, τα οποία αντιπροσωπεύουν χαρακτηριστικές φάσεις αυτής της σύνθετης πορείας. Πρόκειται για το πρώτο του μυθιστόρημα «Η μετανάστις» (1879-1880), και για τα διηγήματα «Η φόνισσα» (1903) και «Γυνή πλέουσα» (1905). Σε αυτά πρωταγωνιστούν τρεις τύποι γυναικών που ενώ σε μια πρώτη εκτίμηση φαίνονται σαν εντελώς διαφορετικές, με μια προσεκτικότερη εξέταση αποδεικνύεται πως είναι δυνατό να αποτελούν ένα και μόνο γυναικείο πρόσωπο, το οποίο αλλάζει όχι ως προς τη γυναικεία φύση του, αλλά ως προς τη στάση του απέναντι στο κοινωνικό, δηλαδή το ανδρικό, περιβάλλον. Στο πρώτο έργο παρουσιάζεται μια ξεκάθαρη εικόνα της γυναίκας-θύματος, δηλαδή της τυπικής εικόνας της ιδανικής γυναίκας, η οποία κυριαρχούσε στα μέσα του 19ου αιώνα στην ευρωπαϊκή λογοτεχνία. Πρόκειται για τη γυναίκα που ζει σαν μια οικιακή μοναχή, με σκοπό της ζωής της να υπηρετεί έναν άνδρα -συνήθως πατέρα ή σύζυγο-, με μοναδική μοίρα της το γάμο ή το θάνατο. Αυτή ακριβώς είναι η μοίρα της πρωταγωνίστριας του μυθιστορήματος, η οποία πεθαίνει από μαρασμό, όταν την εγκαταλείπει ο αρραβωνιαστικός της, που πίστεψε στη συκοφαντία πως η Μαρίνα πριν από αυτόν είχε αγαπήσει κάποιον άλλον.
Η Φραγκογιαννού στη Φόνισσα ανατρέπει δυναμικά την παραπάνω ανδροκρατούμενη στερεότυπη εικόνα της γυναίκας: αφού κατορθώνει να επιβιώσει αναπτύσσοντας μια οικονομία της συμπεριφοράς, η οποία αποτελεί καρπό της επιτυχημένης προσαρμογής της στις απαιτήσεις της ανδροκρατούμενης κοινωνίας, ξαφνικά «ψηλώνει ο νους της» και επαναστατεί με έναν τρόπο που δεν αμφισβητεί απευθείας και προκλητικά τους ισχύοντες κανόνες, αλλά τους υπονομεύει καταλυτικά μέσα από μια κλιμάκωση εκείνης της αποτελεσματικής οικονομίας της συμπεριφοράς και της δράσης της: η Φραγκογιαννού δεν προσπαθεί να ανατρέψει τους κανόνες, αλλά να προσαρμοστεί σε αυτούς -με τη διαφορά πως δεν το κάνει υπάκουα, πειθήνια ή δουλικά.
Κάτι ανάλογο συμβαίνει και με την Καραβοκυρού στο διήγημα «Γυνή πλέουσα», η οποία αποτελεί μια τελική σύνοψη των πιθανών στάσεων της γυναίκας απέναντι στην κοινωνία των ανδρών. Η στάση της συνδυάζει την υπακοή τής Μαρίνας με τη βίαιη αντίδραση της Φραγκογιαννούς. Ο συνδυασμός, ωστόσο, αυτός παρουσιάζεται από τον Παπαδιαμάντη να πραγματοποιείται με έναν τρόπο θεατρικό, με μια επίφαση δραματικής συμπεριφοράς: η Καραβοκυρού απαλύνει τη λανθάνουσα δυσαρέσκεια από τη ζωή της πίνοντας κρασί και μεθώντας, ενώ παράλληλα κρύβει επιμελώς από τον άντρα της αυτή τη συνήθειά της. Και όταν ο τελευταίος το μαθαίνει και απειλεί πως θα την εγκαταλείψει, αυτή επιχειρεί μια αυτοκτονία που ουσιαστικά είναι εικονική. Με τον τρόπο αυτόν ο Παπαδιαμάντης, ύστερα από είκοσι έξι χρόνια, ανακαλεί τη λανθάνουσα, αλλά ουσιαστική αυτοκτονία της Μαρίνας μέσα από μια θεατρική συμπεριφορά που ειρωνεύεται καταλυτικά τα ανδρικά στερεότυπα.
Χαρακτηριστικό της ωρίμανσης της κοινωνικής συνείδησης του Παπαδιαμάντη είναι το γεγονός πως αυτή η εικονική αυτοκτονία στη θάλασσα έχει θετικό αποτέλεσμα: γυρνώντας η γυναίκα στο σπίτι, σκουπίζεται από το θαλασσινό νερό και ξαπλώνει δίπλα στον άντρα της, που κοιμάται δείχνοντας πως έχει ξεχάσει όσα συνέβησαν και χωρίς να έχει καταλάβει τίποτε από όσα, θεατρικά ή όχι, στο μεταξύ συνέβησαν. Αυτός ξυπνώντας ρωτά την καπετάνισσα με απορία γιατί δεν έχει κοιμηθεί ακόμη, αλλά και γιατί μυρίζει θάλασσα. Ο Παπαδιαμάντης γνωρίζει πλέον πολύ καλά πως αν η Καραβοκυρού αντιδρούσε όπως η Μαρίνα στη Μετανάστιδα, τότε αυτή θα βρισκόταν στο βυθό της θάλασσας και η οικογένειά της θα διαλυόταν. Με τον τρόπο αυτόν μας υποδεικνύει πως η πλέουσα γυνή είναι η γυναίκα που με ευκολία επιπλέει στον αφρό των ανδρικών πραγμάτων και πως αυτό είναι ανεκτό και νόμιμο.
Η πρωταγωνίστρια του διηγήματος «Γυνή πλέουσα», αφού στο μεταξύ έχει καταλυτικά παρεμβληθεί η Φρακογιαννού, σχολιάζει την πρωταγωνίστρια του μυθιστορήματος «Η μετανάστις», και δείχνει το δραματικό σαν μελοδραματικό. Ετσι, και η καπετάνισσα γλιτώνει τον πνιγμό και ο Παπαδιαμάντης, από ρομαντικός πρώτα και μετά ηθογράφος, γίνεται τελικά ρεαλιστής.
Πηγή: εφημ. Ελευθεροτυπία, 28/12/01
Κάτω από ΑΘΑΝΑΣΟΠΟΥΛΟΣ ΒΑΓΓΕΛΗΣ, ΑΡΘΡΟ, ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ, ΦΟΝΙΣΣΑ | 0 ΣχόλιαΦύση και άνθρωπος: λογοτεχνικές συντεταγμένες, του Παναγιώτη Σουλτάνη
Το 1926, δεκαπέντε χρόνια μετά τον θάνατο του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη -πέθανε την 3η Ιανουαρίου 1911 και απέθεσαν το σώμα του στα μνημούρια πάνω από το Κοχύλι- ένας άγνωστός του ομότεχνος, ο Χόρχε Λουίς Μπόρχες, που κι αυτός δεν είχε ακούσει ποτέ το όνομα Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, σε μια πόλη στην άλλη άκρη του κόσμου, στο Μπουένος Αϊρες, έγραφε:
«Το Μπουένος Αϊρες δεν είναι πια απλώς μια πόλη, μα μια χώρα, και πρέπει να βρει την ποίηση και τη μουσική και τη ζωγραφική και τη μεταφυσική που είναι αντάξια της μεγαλοσύνης του. Τούτη είναι η διάσταση της ελπίδας μου που όλους μας καλεί να γίνουμε θεοί και να εργαστούμε για την πραγμάτωσή της. […]
Τι ωραίο να ζει κανείς σε μια πόλη που την έχει σχολιάσει ένας μεγάλος στίχος! Το Μπουένος Αϊρες είναι θέαμα παντοτινό (τουλάχιστον για μένα) […] Ομως το Μπουένος Αϊρες, παρά τα εκατομμύρια των ατομικών πεπρωμένων που κουβαλάει, θα παραμείνει έρημο και χωρίς φωνή όσο δεν έρχεται να το κατοικήσει κάποιο σύμβολο. Η επαρχία έχει κατοικηθεί: εκεί βρίσκονται ο Σάντος Βέγα και ο γκάουτσο Κρους και ο Μαρτίν Φιέρο, εν δυνάμει θεοί. Η πόλη αναμένει ακόμη την ποιητικοποίησή της».
Στην απαρχή της λογοτεχνικής του πορείας, στο βιβλίο του Η διάσταση της ελπίδας μου (1926), ο Μπόρχες θέτει λοιπόν ως προγραμματικό στόχο του έργου του να προσφέρει στο Μπουένος Αϊρες «την ποίηση και τη μουσική και τη ζωγραφική και τη μεταφυσική» του, να «ποιητικοποιήσει» την πόλη του. Για να υπάρξει πραγματικά ένας χώρος, ένας τόπος, όχι ερήμην του ανθρώπου -εκεί πάντα υπάρχει-, μα στον χάρτη της ανθρώπινης γεωγραφίας, πρέπει ν’ αποκτήσει άυλα θεμέλια, πρέπει η γλώσσα του ποιητή και του συγγραφέα να χαράξει τις αόρατες συντεταγμένες του, να δώσει γλωσσική υπόσταση στα βιωματικά του πετρώματα. Με τη λογοτεχνικοποίησή του ο χώρος, ο τόπος, υπάρχει πια στους αιώνες των αιώνων, αναλλοίωτος, όσες αλλαγές κι αν μεσολαβήσουν, όσο κι αν μεταβληθεί η όψη του. Ο τόπος για να υπάρξει πρέπει να ποιητικοποιηθεί, να γίνει λογοτεχνία. Η Θεσσαλονίκη του Πεντζίκη, η Χαλκίδα του Σκαρίμπα, το Ρέθεμνο του Πρεβελάκη, η Αλεξάνδρεια του Λόρενς Ντάρελ, η Λισαβόνα του Πεσόα, το Δουβλίνο του Τζέιμς Τζόις και, βέβαια, το Μπουένος Αϊρες του Μπόρχες είναι λιγοστά από τα παραδείγματα αυτών των πόλεων, των τόπων, που απέκτησαν μέσα από την πένα των συγγραφέων μια νέα λογοτεχνική θεμελίωση αλλά και μια θέση στην ανθρώπινη γεωγραφία.
Διά του λόγου του Παπαδιαμάντη η Σκιάθος απέκτησε κι αυτή τις δικές της συντεταγμένες στην άυλη γεωγραφία που έχουν χαρτογραφήσει οι μεγάλοι συγγραφείς και ποιητές του κόσμου, πρόσφερε σ’ αυτό το νησί «την ποίηση και τη μουσική και τη ζωγραφική και τη μεταφυσική» του. Βέβαια, η Σκιάθος του Παπαδιαμάντη δεν ορίζεται μόνο με τοπιογραφικά χαρακτηριστικά· είναι μια σύνθετη «οντότητα», όπου η φύση, οι άνθρωποι, τα έργα των ανθρώπων αλλά και τα εξώκοσμα πνεύματα βρίσκονται διαρκώς σε μια σχέση αλληλοπεριχώρησης. Ο Παπαδιαμάντης δεν υπήρξε απλώς ένας εξωτερικός παρατηρητής που αποφάσισε να περιγράψει, με μια λειτουργία διαμεσολαβητική, σαν ένας τοπιογράφος ή σαν ένας συλλέκτης ξένων εμπειριών ή «λαογραφικού υλικού», μια εξωτερική ως προς αυτόν πραγματικότητα. Ο Παπαδιαμάντης μεγάλωσε σε έναν τόπο που οι άνθρωποί του έβλεπαν σε κάθε σπιθαμή του -πίσω από κάθε ριζιμιό βράχο, πίσω από κάθε βρύση, στις σκιές κάθε ρεματιάς, σε κάθε μικρή αμμουδιά, σε κάθε χάλασμα μέσα στο χωριό- μια μεταφυσική παρουσία, και μια άλλη ζωή. Για να κατανοήσει όμως κανείς αυτή τη διάσταση, και να νιώσει το βαθύ φορτίο που κουβαλάει ο παπαδιαμαντικός χώρος, πρέπει τις μεταφορές και τις προσωποποιήσεις της φύσης στον Παπαδιαμάντη να μην τις προσεγγίζει ως σχήματα λόγου, τα πνεύματα και τις απόκοσμες οντότητες που κατοικούν στη σκιαθίτικη φύση να μην τα δει ως «λαογραφικό υλικό», αλλά να τα κοιτάξει ως βιωμένες πραγματικότητες, βιωμένες μάλιστα και από τον ίδιο τον Παπαδιαμάντη.
Ο πανταχού παρών ανθρωπομορφισμός της φύσης, αλλά και ο «φυσιομορφισμός» του ανθρώπινου στοιχείου, στον παπαδιαμαντικό λόγο μπορούμε να πούμε ότι είναι τα μέσα με τα οποία ο Παπαδιαμάντης αποτυπώνει τη «σύνθετη οντότητα» της Σκιάθου. Στη Φόνισσα, η Φραγκογιαννού θυμάται τη μάνα της, που την κυνηγούσαν, γιατί ήταν μάγισσα και κακορίζικη:
«Αυτή ανεπήδησε τότε μέσ’ από τους θάμνους, κ’ έτρεξεν ως φοβισμένη τρυγών με το πτερύγισμα των λευκών πλατειών χειρίδων της. Δεν ήτο πλέον ελπίς να γλυτώση. Αλλοτε, την πρώτην φοράν ότε την είχον κυνηγήσει, είχε κατορθώσει να κρυφθή, κάτω εις το Πυργί, επειδή το μέρος εκείνο είχε πολλά μονοπάτια. Εδώ, στο Μεροβίλι, δεν υπήρχον δρομίσκοι και λαβύρινθοι, αλλά μόνον συστάδες δένδρων και λόχμαι απάτητοι. Η τότε νεαρά Δελχαρώ, η μήτηρ της Φραγκογιαννούς, επήδα ως δορκάς από θάμνου εις θάμνον, ανυπόδητος, επειδή προ πολλού είχε πετάξει τας εμβάδας της από τους πόδας, όπισθεν της, -την μίαν των οποίων είχεν αναλάβει ως λάφυρον ο εις εκ των διωκτών- και τ’ αγκάθια εχώνοντο εις τας πτέρνας της, της έσχιζον κ’ αιμάτωνον τους αστραγάλους και ταρσούς. Τότε, εν τη απελπισία, της ήλθε μια έμπνευσις.
Εκείθεν του λόγγου, εις το πλάγι του βουνού, ήτον εις και μόνος καλλιεργημένος ελαιών, καλούμενος ο Πεύκος του Μωραΐτη. […] Ο φημισμένος πεύκος ίστατο εις το μέσον των ελαιών, ως γίγας μεταξύ νάνων. Το χιλιετές δένδρον ήτον σκαφιδιασμένον κοντά εις την ρίζαν, κάτω, εις τον γιγαντιαίον κορμόν, τον οποίον δεν ημπορούσαν ν’ αγκαλιάσουν πέντε άνδρες. Οι βοσκοί και οι αλιείς τον είχαν σκαφιδιάσει, του είχαν σκάψει την καρδίαν, του είχαν κοιλάνει τα έγκατα, διά να λάβωσιν εκείθεν άφθονον δάδα. Και με την φοβεράν πληγήν εις τα ίνας, εις τα σπλάγχνα του, ο πεύκος επέζησεν άλλα τρία τέταρτα αιώνος, μέχρι του 1871. Κατά Ιούλιον του έτους εκείνου, μέγαν τοπικόν σεισμόν ησθάνθησαν οι κατοικούντες, εις απόστασιν μιλίων, κάτω εις την παραθαλασσίαν. Την νύκτα εκείνην κατέρρευσεν ο γίγας».
Η Δελχαρώ είναι η τρυγόνα, η δορκάδα που τρέχει να γλιτώσει, κι ο πεύκος είναι ο γίγαντας που του έχουν σκάψει την καρδιά και μέσα σ’ αυτή τη σκαμμένη καρδιά θα βρει καταφύγιο η κυνηγημένη δορκάδα. Το ζεύγος ανθρωπομορφισμού της φύσης και «φυσιομορφισμού» του ανθρώπινου στοιχείου ορίζει από τις πρώτες παραγράφους την ανθρωπογεωγραφία αυτού του κομβικού διηγήματος. Και είναι το ίδιο ζεύγος στο οποίο θεμελιώνεται το μεγαλύτερο μέρος του παπαδιαμαντικού έργου.
* Ο Παναγιώτης Σουλτάνης είναι φιλόλογος.
Πηγή: εφημ. Ελευθεροτυπία, 29/4/11
Κάτω από ΑΡΘΡΟ, ΑΦΙΕΡΩΜΑ, ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ, ΜΟΡΑΡΟΣ ΔΗΜΗΤΡΗΣ, ΣΟΥΛΤΑΝΗΣ ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ | 0 Σχόλια