Στου Σκιαθίτη «τα ρόδιν’ ακρογιάλια», του Γιώργου Κιούση [Ρεπορτάζ που δημοσιεύθηκε στις 16/5/2011 στην εφημ. Ελευθεροτυπία για την εκδήλωσή μας]

16 Μάιος 2011

Σε δυο αράδες, από εκείνες τις χειρόγραφες σημειώσεις που παραδίδει τακτικά για τη «Λέξη» στον Θανάση Νιάρχο, ο ζωγράφος και ακαδημαϊκός μας Παναγιώτης Τέτσης σημειώνει: «Παπαδιαμάντης και Χαλεπάς δεν έχουν δρόμο προς τις ξένες χώρες, κλείνουν την καρδιά της Ελλάδας ως μοναχικές και μοναδικές αγνές ψυχές».

Σε αυτή τη σκιαθίτικη ψυχή, που μιλά για τον Θεό, για τον άνθρωπο και τη φύση, ήταν αφιερωμένη η εκδήλωση που πραγματοποίησε στο πλαίσιο του εφετινού εορταστικού «Ετους Παπαδιαμάντη» το Β’ Τοσίτσειο Αρσάκειο Γυμνάσιο Εκάλης.

Για τον ιδιόμορφο πεζογράφο που αφηγήθηκε την ιδιοσυστασία της ρωμαίικης ψυχής ο διευθυντής του σχολείου Ανδρέας Κουλάδης υπογράμμισε από τον «Λαμπριάτικο ψάλτη» (1893): «Ενόσω ζω και αναπνέω και σωφρονώ, δεν θα παύσω πάντοτε, ιδίως κατά τας πανεκλάμπρους ταύτας ημέρας, να υμνώ μετά λατρείας τον Χριστόν μου, να περιγράφω μετ’ έρωτος τη φύσιν και να ζωγραφώ μετά στοργής τα γνήσια ελληνικά ήθη».

Στο αφιέρωμα «Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης-Οδυσσέας Ελύτης: Το μυστικό νήμα» καταδεικνυόταν η σχέση του Παπαδιαμάντη -το 1911, όταν εκδημούσε ο ένας, γεννιόταν ο άλλος- με το νομπελίστα ποιητή μας. Να θυμηθούμε πως στη «Μαγεία του Παπαδιαμάντη», τονίζεται από τον Ελύτη η καθαρότητα, η λιτότητα, η ευγένεια, το ήθος της γραφής του, το φως της ψυχής του.

Εξαιρετική η δουλειά των φιλολόγων Γιάννη Βογιατζή και Μιχάλη Καπετανή, οι οποίοι συνέγραψαν τα κείμενα και είχαν τη γενική επιμέλεια, της μουσικού Θεοφανώς Ρέβελα, της καθηγήτριας καλλιτεχνικών Ζηνοβίας Κωτσοπούλου. Στην εκδήλωση παρουσιάστηκαν αποσπάσματα διηγημάτων του Παπαδιαμάντη, ποιήματα του Ελύτη (αναγνώσεις και μελοποιημένα) καθώς και συνεντεύξεις πνευματικών ανθρώπων και πανεπιστημιακών: της Ελένης Πολίτου-Μαρμαρινού, της Ρίτσας Φράγκου-Κικίλια, της Ερης Σταυροπούλου, του ποιητή Δημήτρη Κοσμόπουλου κ.ά. *

Πηγή: http://www.enet.gr/?i=news.el.article&id=275778

Ρωμιὲς στὴ Χώρα τοῦ Παπαδιαμάντη. Μικρὸ ἀφιέρωμα στὶς πρωταγωνίστριες τοῦ μεγάλου πεζογράφου, της Σοφίας Δ. Κανταράκη

15 Μάιος 2011

Εἶναι ἀδιαμφισβήτητο ὅτι στὸ ἐπίκεντρο τῆς παπαδιαμαντικῆς δημιουργίας ἐξέχουσα σημασία καταλαμβάνουν οἱ γυναῖκες, οἱ Ρωμιές, κατὰ τὸν Ζήσιμο Λορεντζᾶτο, οἱ ὁποῖες ἔχουν κατακτήσει τὸ δικό τους κοινωνικὸ ρόλο καὶ θέση στὴν τότε κοινωνία ποὺ ζοῦν, δημιουργώντας ἔτσι ἕναν κατάλογο μὲ μορφὲς καὶ χαρακτῆρες, ἴσως ἀρκετὰ διαχρονικὸ καὶ συνυφασμένο μὲ τοὺς σημερινοὺς τύπους γυναικῶν. Πῶς ἄραγε θὰ ἦταν ἡ πνευματική του δημιουργία χωρὶς τὴν παρουσία αὐτῶν τῶν ἡρωίδων; Ποιὰ ἦταν ἡ σχέση του μαζί τους;

Έργο του Γιώργου Μποζά

Γράφει ὁ Κώστας Βάρναλης στὸ «Αἰσθητικά, κριτικά, σολωμικά»: «Ὅταν τὶς νύχτες τοῦ χειμώνα στὴν τρώγλη του καὶ τὰ πρωινά του καλοκαιριοῦ κάτου ἀπὸ τὰ πεῦκα τῆς Δεξαμενῆς ἔδενε τὰ χέρια τοῦ ἀπάνου στὴν κοιλιὰ τοῦ κ᾿ ἔγερνε ….τὸ κεφάλι του στὸν ἀριστερό του τὸν ὦμο ὁ “κοσμοκαλόγερος” Παπαδιαμάντης κι ἀναπολοῦσε τὰ περασμένα τῆς “ἁμαρτωλῆς” ζωῆς του, τί μεγάλες τύψεις καὶ τί πόθοι ἐξιλασμοῦ ταράζανε τὸν ἐσωτερικό του κόσμο! Καὶ ποιὰ ἦταν τὰ “κρίματά του”! Κάποια Παρασκευὴ θὰ ἔφαγε ψάρι (“ἐπτωμοφάγησεν”, ὅπως θὰ ἔλεγε ὁ ἴδιος), κάποιο πρωὶ τοῦ Αὐγούστου θὰ μπῆκε μ᾿ ἄλλα παιδιὰ σὲ ξένο ἀμπέλι κι ἔκλεψε σταφύλια, ἢ ὅταν ἦταν δεκαοχτὼ χρονῶν, ὁ ὀφθαλμός του ἐσκανδαλίσθη κ᾿ ἡ καρδιά του φτεροκόπησε βλέποντας ἄξαφνα τὴ γειτονοπούλα μ᾿ ἀνασκουμπωμένα μανίκια καὶ γυμνὸ λαιμὸ νὰ κάνει μπουγάδα στὴν αὐλή.

Ἀλλὰ ἴσως νὰ εἶχε κάμει καὶ “ἀδικία” σὲ κάποια κοπέλα! Νά, ὅπως στὸ περιστατικὸ μὲ τὸ Μιλτιάδη Μαλακάση στὴ Δεξαμενή, ὅπου τὸν πλησίασε σκυθρωπὸς καὶ μαζεμένος ὁ κὺρ Ἀλέξανδρος. “Καλῶς τὸν κὺρ Ἀλέξανδρο”! Ὁ κὺρ Ἀλέξανδρος δὲν κάθισε, παρὰ εἶπε ὄρθιος: “Μίλτο, μπορεῖς νὰ μοῦ δανείσεις μία μαύρη γραβάτα;”. “Ευχαρίστως, ἀλλὰ τί τὴ θές;”. “Πέθανε ἡ τάδε…Τὴν εἶχα “ἀδικήσει”. Καὶ τώρα θέλω νὰ πενθήσω ”! Θὰ φαντάζεται κανεὶς τί μεγάλο “ἀδίκημα” τῆς εἶχε κάνει! Τουλάχιστο τὴν ἀπάτησε κι ὕστερα τὴν ἐγκατάλειψε…Κι ὅμως τὸ “ἀδίκημά” του ἤτανε πολὺ φοβερότερο- ἔτσι τὸ ἔνιωθε! Ὅταν ἤτανε δώδεκα χρονῶν στὴ Σκιάθο, τόνε πῆρε ἕνα Σαββατοκύριακο ὁ πατέρας του ὁ παπὰς καὶ μαζὶ μ᾿ ἄλλους πιστοὺς πήγανε στὸ ξωκλήσι τοῦ Ἅη- Γιάννη τοῦ Μαγκούφη, ὅπου θὰ περνούσανε τὴ νύχτα…Τὴ νύχτα κοιμηθήκανε σὲ χωριστὸ δωμάτιο οἱ θηλυκοὶ καὶ σὲ χωριστὸ οἱ ἀρσενικοί. Ἀλλ᾿ ἕνας συνομήλικος τοῦ Παπαδιαμάντη τὸν παρέσυρε στὸ «βάραθρο τῆς ἀκολασίας»! Τοῦ εἶπε νὰ πᾶνε κρυφὰ ἔξω ἀπὸ τὸ δωμάτιο τῶν γυναικῶν καὶ νὰ τὶς ἰδοῦνε ἀπὸ τὴ χαραμάδα. Ὁ Ἀλέξανδρος ὑπόκυψε στὸν πειρασμό. Ἀνέβηκε σὲ μία πέτρα, τέντωσε τὸ λαιμό του κ᾿ εἶδε τὴν κοπέλα νὰ …γδύνεται! Αὐτὸ ἦταν τὸ μεγάλο “ἀδίκημά” του, Ἂν τὴν ἔβλεπε γυμνή, χωρὶς νὰ θέλει, τὸ ἀδίκημα θὰ ἦταν μικρότερο. Ἀλλὰ τώρα πῆγ᾿ ἐπίτηδες. Καὶ “ἤδη ἐμοίχευσεν ἐν τῇ καρδίᾳ αὐτού”, γράφει ὁ Βάρναλης μὲ ἀγαθὴν “εἰρωνία” (Κ. Βάρναλης, Αἰσθητικά, κριτικά, σολωμικά, ἔκδ. Κέδρος).

Οἱ μορφὲς γυναικῶν ποὺ σκιαγραφεῖ ὁ Παπαδιαμάντης, μὴ φανταστεῖτε ὅτι διαφέρουν σὲ μεγάλο βαθμὸ ἀπὸ τὶς σημερινές. Πρόκειται γιὰ χῆρες, γραῖες, καλλίκομες, εὐσταλεῖς καὶ νεοδρεπεῖς νεάνιδες, νεαρὰ κορίτσια γεμάτα ὄρεξη γιὰ ζωή, πτωχὲς κόρες ἁπλοϊκές, παντρεμένες μὲ οἰκογενειακὰ ἄχθη, ὀρφανὲς ὅπως ἡ Σοφία καὶ ἡ Λουκρητία, ἡ Νταντὰ κ.ἄ. Στὸ διήγημα «Θέρος-ἔρος», προβαίνει σὲ μία ἀπὸ τὶς γλαφυρότερες περιγραφές του, ἀπαριθμώντας τὶς χάρες τῆς ἔφηβης Ματούλας: «Ὑπὸ τὴν λεπτὴν φανέλαν, ὅπου ἐφαίνοντο ἀνατέλλουσαι αἱ σάρκες της, θὰ ἔλεγε τὶς ὅτι εἶχεν ἀποταμιευμένα νεοδρεπῆ, δροσερὰ ὠχρόλευκα κρίνα, μὲ φλεβιζούσας ἀποχρώσεις λευκοῦ ρόδου. Ἡ κόμη ἐπέστρεφε τὸ μέτωπόν της ὡς ἐρυθραινόμενον νέφος μὴ ἐπαρκοῦν νὰ συστείλῃ τὴν αἴγλην τοῦ φωτὸς καὶ οἱ ὀφρύες της ὡς λευκὴ ὁμίχλη ἐπιπολάζουσα τὴν πρωίαν ἐπὶ τοῦ ἀνταυγάζοντος αἰγιαλοῦ».

Ἦτον πνοή, ἴνδαλμα ἀφάναστον, ὄνειρον ἐπιπλέον εἰς τὸ κύμα, ἦταν νηρηίς, νύμφη, σειρήν, πλέουσα, ὡς πλέει μαγική, ἡ ναῦς τῶν ὀνείρων…», περιγράφει τὴ Μοσχούλα στὸ «Ὄνειρο στὸ κύμα».

Ἰδιαίτερης μνείας, ἀπὸ τὴν ἄλλη πλευρά, ἀξίζει τὸ πλῆθος τῶν γραίων καὶ χηρευουσῶν ποὺ μὲ ἐπιτηδευμένη σκηνοθεσία ὁ Παπαδιαμάντης ἔχει ἐνσωματώσει στὴν σκιαθίτικη κοινωνία. Μέσῳ τῆς παπαδιαμαντικῆς εὐρηματικότητας αὐτὲς οἱ γραῖες, καὶ ὄχι μόνο, ἀντιπροσωπεύουν τὴ γυναικεία ἐπιδεξιότητα, χαρισματικότητα καὶ εὐελιξία στοὺς καθημερινοὺς γυναικείους χειρισμούς, ἀποκτώντας ἴσως ἐπάξια τὰ ἡνία μίας ὑπολανθάνουσας μητριαρχικῆς κοινωνίας, χρήζοντας ἑαυτοὺς ἡγήτορες φεμινιστικῶν κινημάτων.

Πέρα ὅμως ἀπὸ τὴν οἰκογενειακὴ κατάσταση, ἐνδιαφέρουσα εἶναι καὶ ἡ κοινωνικὴ ἰδιότητα ποὺ φέρει ἡ καθεμιά τους. Χαρακτηριστικὸ παράδειγμα ἡ Ἀποσῶστρα, μία γυναίκα ποὺ καταφέρνει νὰ ξεπεράσει τὸ βαρετὸ τῆς καθημερινότητας, ἀλλὰ καὶ τὸ βαρὺ πεπρωμένο τοῦ παρελθόντος της μὲ τὸ δηκτικό, ἀλλὰ καὶ λακωνικὸ σχολιασμὸ τῶν συντοπιτῶν της.

Οἱ γυναῖκες κυριαρχοῦν μὲ τὸ δικό τους περίεργο τρόπο, χωρὶς νὰ ἔχουν ὑποστεῖ κάποια ἰδιαίτερη μετατροπὴ ἀπὸ τὸ δημιουργό τους. Ἁπλά, ξεδιπλώνουν ὅλες τὶς πτυχὲς τὴ ζωή τους μέσα στὸ συνηθισμένο, καθημερινὸ γίγνεσθαι, βγάζουν τὰ ἐνδόμυχά τους μὲ τὶς περίεργες σκέψεις ποὺ κάνουν, ἀφήνοντας ἔτσι κάπου- κάπου μία γεύση οἰκειοθελοῦς ὑποδούλωσης καὶ ὑποταγῆς στὸν καθωσπρεπισμὸ καὶ τὴν κοινωνικὴ ἐπιταγὴ ποὺ τὶς κρατᾶ πάντα ἕνα βῆμα πίσω.

Ὁ Παπαδιαμάντης, ξεδιπλώνοντας αὐτὸ τὸ πολύπτυχο τῶν γυναικείων χαρακτήρων, ἐγκαινιάζει τὴ φιλογυναικεία λογοτεχνία μολονότι οἱ σχέσεις του μὲ τὶς γυναῖκες εἶναι ἰδιότυπες, περίπλοκες καὶ συχνὰ ἀντιφατικές: σχέσεις ἀγάπης, φόβου, συμπόνιας, ἀποστροφῆς καὶ κατανόησης, ἀνομολόγητου ἔρωτα καὶ ὁμολογουμένης ἀπόρριψης. Χαρακτηριστικὸ παράδειγμα τ᾿ Ἀστεράκι ποὺ καταφέρνει ἴσως νὰ ἀγγίξει τὶς ἰδιαίτερες χορδὲς τοῦ πεζογράφου, καὶ πάλι μέσα ἀπὸ τὸ ὄνειρο. Δὲ στιγματίζει τὴν ἁμαρτωλὴ γυνή, στηλιτεύει, ὅμως, τὴν ψευτομετάνισσα, καὶ στὸ πρόσωπό της στηλιτεύει εὐθαρσὼς τὴν ἄκρατη ὑποκρισία ποὺ ἐλλοχεύει στοὺς κόλπους τὴν θρησκευόντων. Στηλιτεύει τὸ ναρκισσισμὸ τῆς πίστης καὶ τὴ λανθάνουσα ὑπερηφάνεια, τὴν ἀλαζονεία κάποτε καὶ τὴν αὐτοπροβολή, μὰ πόσο εὔκολο εἶναι κανεὶς νὰ αὐτοθαυμάζεται καὶ νὰ αὐτοθωπεύει τὴν ἄκρατη συγκατάβαση.

* * *

Τὰ συναισθήματα καὶ οἱ ἀντιδράσεις ποὺ οἱ γυναῖκες προκαλοῦν στὸν Παπαδιαμάντη παραμένουν συνήθως κρυμμένα πίσω ἀπὸ μία μοναχικὴ καὶ προσηλωμένη θρησκευτικότητα, ἡ ὁποία δὲν πρόσφερε πολλὰ περιθώρια σ᾿ αὐτοὺς ποὺ θὰ ἐπιθυμοῦσαν, ἴσως, νὰ διερευνήσουν αὐτὸ τὸ κομμάτι τοῦ ἑαυτοῦ του, ἐνόσω ἀκόμα ζοῦσε. Ἀρκετοὶ τὸ ἐπιχείρησαν ἀργότερα, ἀρκέστηκαν, ὅμως, στὴν προσπάθεια ἀποκάλυψης μίας μόνο πτυχῆς τῆς στάσης τοῦ Παπαδιαμάντη ἀπέναντι στὶς γυναῖκες, τῆς ἐρωτικῆς, μὴ ὑποψιαζόμενοι, προφανῶς, τὴν εὐρύτητα καὶ τὸ βάθος αὐτῆς τῆς στάσης, μᾶς ἀναφέρει πολὺ πετυχημένα ἡ κ. Γκασούκα ποὺ ἐξειδικεύεται στὸ φυλετικὸ ζήτημα. Δὲν ἀρκεῖ ὅμως νὰ ἀναλύσουμε μόνο τὴ στάση τοῦ πεζογράφου στὸ ἐρωτικὸ θέμα, παραβλέποντας τὴ συμβολὴ ἀλλὰ καὶ τὸ δεσπόζοντα ρόλο τοῦ γυναικείου χαρακτήρα στὴν ὑπόλοιπη δημιουργία του.

Ἐπιστρέφοντας στὸν κοινωνικὸ ρόλο τῶν γυναικῶν, μία, πιστεύω, κατόρθωσε νὰ πάρει τὸν κύριο ἀλλὰ καὶ καίριο πρωταγωνιστικὸ ρόλο, ἡ Φόνισσα. Ἡ κοινωνικὴ διάσταση τῆς φόνισσας, ὡς μίας γυναίκας ποὺ λειτούργησε γιὰ πρώτη φορὰ αὐτοβούλως παίρνοντας τὸ νόμο στὰ χέρια της, ἴσως θὰ ἔπρεπε νὰ παραλληλιστεῖ μὲ μία ἄλλη ἡρωίδα, τὴ Χαρμολίνα, μία παραλλαγὴ τῆς φόνισσας ἀπαλλαγμένης ἀπὸ τὸ φονικό, ἀλλὰ συνοδευόμενης πάντα ἀπὸ τὴν ἀπόγνωση καὶ τὴν βασανισμένη αὐτοσυνειδησία.

Ἡ Χαρμολίνα εἶναι ἡ παθητικὴ πλευρά, ἡ ἠθογραφικὴ διάσταση τῆς Φόνισσας. Ἡ γυναίκα τῶν «συνήθων ἁμαρτημάτων», τῆς ἀνάγκης καὶ τῆς ὑπηρεσίας ποὺ λίγο θὰ ξεχώριζε ἀπὸ τὸ κοινὸ βόσκημα, ἂν δὲν ὑπῆρχε ὁ ἄλλος κόσμος, ἡ δικαίωση τῆς ὑπηρεσίας, ἐπίγεια προτύπωση τοῦ ὁποίου εἶναι τὸ μοναστήρι. Ὥστε δὲν εἶναι τυχαῖο, ἂν ὁ Παπαδιαμάντης δὲν χάνει ποτὲ τὴν εὐκαιρία νὰ τονίσει τὴ ριζικὴ ἀντίθεση μεταξὺ κοινότητας καὶ συμβατικῆς κοινωνίας, τῆς «μεγάλης κεντρικῆς γαστέρας» τῆς «ὦτα οὐκ ἐχούσης». Οὔτε εἶναι τυχαῖο ὅτι οἱ ἐκπρόσωποι τοῦ ἀνεξάρτητου Ἑλληνικοῦ βασιλείου ἀπεικονίζονται ὡς καρικατοῦρες ἀνθρώπων, ὡς ἀνέκφραστοι πλὴν ἀλύγιστοι φορεῖς διαταγῶν. Ἡ δῆθεν ἀτομικὴ ἐλευθερία τους δὲν γνωρίζει τὴν ἐσωτερικὴ σύγκρουση. Ἀντίθετα, οἱ ἄνθρωποι τῆς ἀποπνικτικῆς κοινότητας μποροῦν νὰ ἀντέξουν τὰ θανάσιμα ἁμαρτήματα τῆς Φραγκογιαννοῦς, ἐπειδὴ διέπονται ἀπὸ τὴν ἰδέα ὅτι ὁ ἄνθρωπος εἶναι αὐτὸ ποὺ εἶναι καὶ ὄχι αὐτὸ ποὺ γίνεται μὲ τὶς πράξεις του. Ἀλλὰ τὸ νὰ εἶσαι, ἔστω καὶ ἀσυνειδήτως, δὲν ἀπαιτεῖ λιγότερη ἐλευθερία ἀπὸ τὸ νὰ γίνεις.

Ὅσο ἀφορᾶ τὸ πρῶτο του μυθιστόρημα «Ἡ μετανάστις» (1879-1880), καὶ τὸ διήγημα «Γυνὴ πλέουσα» (1905) μαζὶ μὲ τὴν προαναφερθεῖσα «Φόνισσα» (1903) παρατηροῦμε τὰ ἑξῆς: Σὲ αὐτὰ πρωταγωνιστοῦν τρεῖς τύποι γυναικῶν ποὺ ἐνῶ σὲ μία πρώτη ἐκτίμηση φαίνονται σὰν ἐντελῶς διαφορετικές, μὲ μία προσεκτικότερη ἐξέταση ἀποδεικνύεται πὼς εἶναι δυνατὸ νὰ ἀποτελοῦν ἕνα καὶ μόνο γυναικεῖο πρόσωπο, τὸ ὁποῖο ἀλλάζει ὄχι ὡς πρὸς τὴ γυναικεία φύση του, ἀλλὰ ὡς πρὸς τὴ στάση του ἀπέναντι στὸ κοινωνικό, δηλαδὴ τὸ ἀνδρικό, περιβάλλον. Στὸ πρῶτο ἔργο παρουσιάζεται μία ξεκάθαρη εἰκόνα τῆς γυναίκας-θύματος, δηλαδὴ τῆς τυπικῆς εἰκόνας τῆς ἰδανικῆς γυναίκας, ἡ ὁποία κυριαρχοῦσε στὰ μέσα τοῦ 19ου αἰώνα στὴν εὐρωπαϊκὴ λογοτεχνία. Πρόκειται γιὰ τὴ γυναίκα ποὺ ζεῖ σὰν μία οἰκιακὴ μοναχή, μὲ σκοπὸ τῆς ζωῆς της νὰ ὑπηρετεῖ ἕναν ἄνδρα -συνήθως πατέρα ἢ σύζυγο-, μὲ μοναδικὴ μοίρα της τὸ γάμο ἢ τὸ θάνατο. Αὐτὴ ἀκριβῶς εἶναι ἡ μοίρα τῆς πρωταγωνίστριας τοῦ μυθιστορήματος, ἡ ὁποία πεθαίνει ἀπὸ μαρασμό, ὅταν τὴν ἐγκαταλείπει ὁ ἀρραβωνιαστικός της, ποὺ πίστεψε στὴ συκοφαντία πὼς ἡ Μαρίνα πρὶν ἀπὸ αὐτὸν εἶχε ἀγαπήσει κάποιον ἄλλον.

* * *

Ἡ Φραγκογιαννοῦ στὴ Φόνισσα ἀνατρέπει δυναμικὰ τὴν παραπάνω ἀνδροκρατούμενη στερεότυπη εἰκόνα τῆς γυναίκας: ἀφοῦ κατορθώνει νὰ ἐπιβιώσει ἀναπτύσσοντας μία οἰκονομία τῆς συμπεριφορᾶς, ἡ ὁποία ἀποτελεῖ καρπὸ τῆς ἐπιτυχημένης προσαρμογῆς της στὶς ἀπαιτήσεις τῆς ἀνδροκρατούμενης κοινωνίας, ξαφνικὰ «ψηλώνει ὁ νοῦς της» καὶ ἐπαναστατεῖ μὲ ἕναν τρόπο ποὺ δὲν ἀμφισβητεῖ ἀπευθείας καὶ προκλητικὰ τοὺς ἰσχύοντες κανόνες, ἀλλὰ τοὺς ὑπονομεύει καταλυτικὰ μέσα ἀπὸ μία κλιμάκωση ἐκείνης τῆς ἀποτελεσματικῆς οἰκονομίας τῆς συμπεριφορᾶς καὶ τῆς δράσης της: ἡ Φραγκογιαννοῦ δὲν προσπαθεῖ νὰ ἀνατρέψει τοὺς κανόνες, ἀλλὰ νὰ προσαρμοστεῖ σὲ αὐτοὺς -μὲ τὴ διαφορὰ πὼς δὲν τὸ κάνει ὑπάκουα, πειθήνια ἢ δουλικά.

Κάτι ἀνάλογο συμβαίνει καὶ μὲ τὴν Καραβοκυροῦ στὸ διήγημα «Γυνὴ πλέουσα», ἡ ὁποία ἀποτελεῖ μία τελικὴ σύνοψη τῶν πιθανῶν στάσεων τῆς γυναίκας ἀπέναντι στὴν κοινωνία τῶν ἀνδρῶν. Ἡ στάση τῆς συνδυάζει τὴν ὑπακοὴ τῆς Μαρίνας μὲ τὴ βίαιη ἀντίδραση τῆς Φραγκογιαννοῦς. Ὁ συνδυασμός, ὡστόσο, αὐτὸς παρουσιάζεται ἀπὸ τὸν Παπαδιαμάντη νὰ πραγματοποιεῖται μὲ ἕναν τρόπο θεατρικό, μὲ μία ἐπίφαση δραματικῆς συμπεριφορᾶς: ἡ Καραβοκυροῦ ἁπαλύνει τὴ λανθάνουσα δυσαρέσκεια ἀπὸ τὴ ζωή της πίνοντας κρασὶ καὶ μεθώντας, ἐνῶ παράλληλα κρύβει ἐπιμελῶς ἀπὸ τὸν ἄντρα της αὐτὴ τὴ συνήθειά της. Καὶ ὅταν ὁ τελευταῖος τὸ μαθαίνει καὶ ἀπειλεῖ πὼς θὰ τὴν ἐγκαταλείψει, αὐτὴ ἐπιχειρεῖ μία αὐτοκτονία ποὺ οὐσιαστικὰ εἶναι εἰκονική. Μὲ τὸν τρόπο αὐτὸν ὁ Παπαδιαμάντης, ὕστερα ἀπὸ εἴκοσι ἕξι χρόνια, ἀνακαλεῖ τὴ λανθάνουσα, ἀλλὰ οὐσιαστικὴ αὐτοκτονία τῆς Μαρίνας μέσα ἀπὸ μία θεατρικὴ συμπεριφορὰ ποὺ εἰρωνεύεται καταλυτικὰ τὰ ἀνδρικὰ στερεότυπα.

Πέρα ὅμως ἀπὸ τὴ φόνισσα, ὑπάρχουν καὶ οἱ Ἀχτίτσες, οἱ Συρραχίνες, οἱ Κουμπίνες καὶ πλεῖστες ἄλλες γυναῖκες ,ποὺ καταθέτουν τὴν ψυχὴ καὶ τὸ εἶναι τους στὴν ὑπηρεσία τῶν οἰκείων προσώπων τους, μὲ μόνη ἀνταμοιβὴ τὴν ἠθικὴ ἱκανοποίηση ἀλλὰ καὶ πρωτίστως τὴν πεποίθηση ὅτι ἔτσι εἶναι ἡ ζωὴ καὶ συνεπῶς ἡ μοίρα τους. Μία μοίρα ποὺ δὲν ἐπέλεξαν οἱ ἴδιες, μία ζωὴ στὴ ὁποία δὲν πρόλαβαν νὰ καταθέσουν τὰ ὄνειρά τους, δὲν ἄφησαν τὸ χρόνο νὰ γίνει σύμμαχός τους, παρὰ ἐχθρὸς σὲ μία ἀνδροκρατούμενη κοινωνία ποὺ πάντα συναινοῦσε στὸ ἀπόμακρο, ἐπιτακτικὸ καὶ ἀποπνικτικὸ γι᾿αὐτὲς μὴ ἀφήνοντας περιθώρια ἀντίδρασης.

Συνυφασμένο ἄμεσα μὲ τὸ θέμα τῶν γυναικῶν εἶναι τὸ θέμα τῆς προίκας τῶν κοριτσιῶν, ἕνα πραγματικὰ μεγάλο βάσανο γιὰ τοὺς γονεῖς. Ἀπὸ μία ἁπλὴ γονικὴ προσφορὰ μεταβάλλεται καὶ παρουσιάζεται στὸ ἔργο σὰν κοινωνικὸς θεσμὸς .Ὁ εὔκολος αὐτὸς τρόπος πλουτισμοῦ τῶν ἀντρῶν, λειτουργοῦσε ψυχαναγκαστικὰ ἕως καὶ ἐκβιαστικὰ στὶς οἰκογένειες τῶν κοριτσιῶν καὶ εἶχε ἄμεση ἐξάρτηση στὸ κατὰ πόσο εἶναι πιθανὸ νὰ παντρευτεῖ ἢ ὄχι μία γυναίκα (Ὤφειλεν ἕκαστος νὰ δώση καὶ μετρητὴν προίκα. Δισχιλίας, χιλίας, πεντακοσίας, ἀδιάφορον. Ἄλλως, ἂς εἶχε τὰς κόρας του νὰ τὰς καμαρώνῃ. Ἂς τὰς ἔβαζε στὸ ράφι. Ἂς τὰ ἔκλειε στὸ δουλάπι. Ἂς τὰς ἔστελνε στὸ Μουσεῖον.). Ἀπὸ τὴν στιγμὴ τῆς γεννήσεως ἑνὸς κοριτσιοῦ, οἱ γονεῖς ἔπρεπε νὰ λαμβάνουν σοβαρὰ ὑπόψη τους τὸν τρόπο ποὺ θὰ ἀποκτήσουν τὴν ἀπαραίτητη προίκα γιὰ τὸ παιδί τους. Ὑπὸ αὐτὴ τὴ μορφή, ἡ προίκα εἶχε καὶ μία ἄλλη κοινωνικὴ ἐπίπτωση: διέλυε καὶ ἀποσάθρωνε τὶς μικρὲς ἀγροτικὲς οἰκογένειες. Ἦταν ἑπομένως ἀνεπιθύμητη ἡ γέννηση θηλυκῶν ἀπὸ τοὺς φτωχοὺς γονεῖς (Τί δούλεψη νὰ κάμη κανεὶς στὴ φτώχεια!… Ἡ μεγαλύτερη καλωσύνη ποὺ μποροῦσε νὰ τοὺς κάμῃ θὰ ἦταν νὰ εἶχε κανεὶς στερφοβότανο νὰ τοὺς δώσῃ -Θέ μ᾿ σχώρεσέ με!-. Ἂς ἦτο καὶ παλληκαροβότανο).(archive.gr)

Ἔντονη ἡ ἀναφορὰ στὶς σεβάσμιες, πονεμένες γραῖες. Ὄντα μαγικά, ἀγέρωχα, μυστηριώδη, πλασμένα πάντα σὲ μία ἄκρατη θρησκευτικότητα, οὐραγὸ πολλὲς φορὲς τῶν πράξεών τους. «- Παιδιά μου, κορίτσια μου, ἀρχίζει νὰ ὁμιλῆ ἡ γριὰ-Συρραχίνα, παλαιὰ καπετάνισσα. μὲ τὸ ραβδάκι της καὶ μὲ τὸ καλαθάκι της στὸ χέρι, μὲ τὰ ὀγδόντα χρόνια στὴν πλάτη της, μπόρεσε κι ἀνέβη τὸν ἀνήφορον καὶ ἦλθε -διὰ νὰ καμαρώσῃ, ἴσως διὰ τελευταίαν φοράν, τὸ καράβι τοῦ γυιοῦ της ποὺ ἔφευγε. Ξέρετε τί μεγάλη χάρη ἔχει, καὶ πόσο καλὸ ἔκαμε στοὺς θαλασσινοὺς αὐτὸ τὸ ἐκκλησιδάκι τῆς Μεγαλόχαρης;

Τὸ παραπάνω εἶναι ἀπόσπασμα ἀπὸ τὸ Ἀγνάντεμα, τοῦ ὁποίου κυρίαρχο θέμα , πέρα ἀπὸ τοὺς ναυτικούς, εἶναι καὶ τὸ ἦθος τῶν γυναικῶν. Καπετάνισσα, καλοστεκούμενη ἡ Συρραχίνα καὶ μὲ πολλὰ χρόνια στὴ πλάτη της , θεωρεῖ καθῆκον της νὰ ἀποχαιρετήσει τὸ γιό της, μὲ ὅποιο τρόπο, κι ἂς ξεπεράσει τὰ ὅρια της, τὶς ἀντοχές της, γνωρίζει ὅμως ὅτι οἱ εὐχὲς στὴν Παναγία θὰ συνοδεύουν τὸ καράβι καὶ τὸ πλήρωμά του, ἑπομένως ἦταν ὑποχρέωσή της νὰ πάει. Εἶναι ἡ ἴδια ὑποχρέωση ποὺ αἰσθάνεται καὶ ἡ σημερινὴ μάνα γιὰ τὶς ἀντιξοότητες τῶν παιδιῶν της.

– Κυρίαρχος σὲ ὅλα ὁ ρόλος τῆς μάνας ποὺ θυσιάζεται, ποὺ ξενυχτάει , ποὺ ὑπηρετεῖ ἀδιαμαρτύρητα, καὶ τὰ παιδιὰ ἀλλὰ καὶ τὰ ἐγγόνια. Εἶναι ὁ ἴδιος ρόλος σὲ μία κοινωνία ποὺ ἄλλαξε σὲ ὅλα, ἀλλὰ ὄχι σὲ αὐτὸ .Καὶ ὁ Παπαδιαμάντης τὸ ἀφήνει νὰ ἐννοηθεῖ στὰ περισσότερα τῶν διηγημάτων του, τὰ ὁποία χρωματίζονται καὶ γίνονται ἔτσι διαχρονικά. Ἡ Ἀφροδὼ μὲ τὰ 8 κορίτσια καὶ ἕνα ἀγόρι ποὺ πέθανε, ἡ θειὰ ἡ Μορισώ, ἡ γνωστὴ ἀποσῶστρα, ποὺ μαλάκωνε τὸν πόνο της μὲ τὸ κουτσομπολιό.

– Μανάδες ποὺ δούλευαν σκληρὰ καὶ ὄχι μόνο στὸ σπίτι ἀλλὰ καὶ στὰ χωράφια, στὸ φοῦρνο ὅπως ἡ Σοφιὰ μὲ τὶς δύο θυγατέρες, ἡ Σειραϊνὼ ἡ μαία, χήρα τοῦ Καντούσου, ἡ γριὰ Καντούσαινα, χήρα ἐκ νεότητας μὲ δύο ἀγόρια. Ποιὸς μπορεῖ νὰ ξεχάσει τὴ χαροκαμένη πτωχὴ γραία Λούκαινα ποὺ εἶχε χάσει καὶ τὰ πέντε παιδιά της καὶ ἡ ζωή της ἦταν μόνο ἕνα πένθιμο βαθὺ μοιρολόι τὸ ὁποῖο ὅμως ἔμελλε νὰ ἔχει καὶ συνέχεια μὲ τὸ πνιγμὸ τῆς ἐγγόνας της, Ἀκριβούλας.

Στὴν “Τελευταία Βαπτιστικὴ” ἡ ἡρωΐδα, ἡ θεία Σοφούλα-Κωνσταντινιά, εἶναι μία γυναίκα ποὺ ἔχει ὅλα τὰ χαρακτηριστικά της ἀρχοντιᾶς. “Σεβασμία οἰκοδέσποινα ἑβδομηκονταετής, μὲ σύνεση, νοικοκυροσύνη καὶ μεγάλη καρδιά. Τόσο μεγάλη ὅσο νὰ χωράει κοντὰ στὰ παιδιά, τὰ ἐγγόνια καὶ τὰ δισέγγονά της καί…..σαράντα βαφτιστικούς! Σαραντοῦ ἦταν τὸ ἐπίθετο ποὺ τῆς ἀποδόθηκε ἀπὸ τὸ “Σαραντανονοῦ”. Ὁ ἀσυνήθιστα μεγάλος ἀριθμὸς τῶν βαπτιστικῶν δὲν ὀφειλόταν σὲ δική της ἐπιπολαιότητα καὶ ἄγνοια τῶν εὐθυνῶν της ἀπέναντί σε τόσα πολλὰ πνευματικὰ τέκνα, ἀλλὰ στὴν καλοσύνη της καὶ τὶς προλήψεις τοῦ βασανισμένου ἀπὸ τὴν βρεφικὴ θνησιμότητα λαοῦ τῶν ἐτῶν 184…. Ἀποδείχθηκε ὅτι εἶχε “καλὸ χέρι” καὶ ὅτι ὅσα παιδιὰ ἀναδεχόταν ζοῦσαν. Ἔτσι ὅλοι ἄρχισαν νὰ τὴν “πολιορκούν”. Ἡ καλοσυνάτη καὶ εὐσεβὴς γυναίκα “ὑπέφερε μετὰ χάριτος τὴν ἀγγαρείαν ταύτην”, ἡ ὁποία ἀπαιτοῦσε ἀπὸ αὐτὴν κάποιες οἰκονομικὲς θυσίες καὶ τὴν ὑπέρβαση τῆς γκρίνιας τοῦ κατὰ τὰ ἄλλα ἀγαθοῦ συζύγου της.

Ἡ Μαχούλα, ἡ γυναίκα ποὺ πρωταγωνιστεῖ στὸ διήγημα «Ἡ Φαρμακολύτρια» τοῦ Παπαδιαμάντη, ἔχει τέσσερις κόρες κι ἕνα γιό, τὸν ὁποῖο ἔχει πλανέψει μία μεγαλύτερή του γυναίκα. Τὸ γεγονὸς ὅτι ὁ γιός της, ποὺ εἶναι μόλις εἴκοσι χρονῶν, θέλει μὲ κάθε τρόπο νὰ παντρευτεῖ μία γυναίκα μεγαλύτερο ἀπὸ αὐτόν, τὴ στιγμὴ μάλιστα ποὺ οἱ ἀδερφές του εἶναι ἀκόμη ἀνύπαντρες, ἡ Μαχούλα δὲν μπορεῖ νὰ τὸ δεχτεῖ ὡς κάτι τὸ λογικό, γι᾿ αὐτὸ καὶ τὸ ἀποδίδει στὴ χρήση μαγείας.

Ὁ ἁπλὸς μύθος τῆς θείας Σκεύως, ποὺ τὸ μητρικό της φίλτρο τὴν ὠθεῖ νὰ μπεῖ Βαρδιάνος στὰ σπόρκα, φύλακας, δηλαδή, στὰ ἐπιχόλερα πλοῖα, ὁ Παπαδιαμάντης κινεῖ ἕναν ἀσυνήθιστα μεγάλο κύκλο προσώπων καὶ ἐπεισοδίων καὶ χωρὶς νὰ ἀπομακρυνθεῖ ἀπὸ τὸν κεντρικὸ μύθο, ἀναπλάθει ἕναν κόσμο ὁλόκληρο μὲ ἁδρὰ χρώματα, λιτὴ γραφικότητα καὶ ὀραματικὴ ἐνάργεια. Ἰδιαίτερα τὸν συγκινοῦν οἱ πονεμένες γυναῖκες, οἱ χτυπημένες ἀπὸ τὴ ζωὴ καὶ τὸν θάνατο, οἱ ὁποῖες ὅμως δὲν παύουν νὰ ἀγωνίζονται, νὰ παλεύουν γι᾿ αὐτοὺς ποὺ ἀγαποῦν, νὰ διεκδικοῦν τὸ μερίδιό τους στὴ ζωή, ἔστω κι ἂν κάποτε φαίνονται σκληρές, ἰδιόρρυθμες ἴσως καὶ γραφικές.

Μία τέτοια γυναίκα – ἡρωΐδα τοῦ διηγήματος – εἶναι ἡ θειὰ Μαριὼ ἡ Χρήσταινα – ἡ Ντελησυφέρω. Γυναίκα μὲ ἀγωνιστικό, σχεδὸν ἀντρικό, φρόνημα βλέπει τὴ ζωὴ σὰν ἕναν πόλεμο, τὸν ὁποῖο πρέπει νὰ κερδίσῃ πάση θυσία. Πολεμάει μέσα καὶ ἔξω ἀπὸ τὸ σπίτι της, ἄνδρας καὶ γυναίκα μαζί, μάνα καὶ πατέρας, πάππος καὶ μάμμη, ἀφοῦ οἱ τραγικὲς συγκυρίες τῆς ζωῆς της τὴν ἄφησαν πρῶτα χῆρα νὰ μεγαλώνη τὰ ὀρφανὰ παιδιά της καὶ ἀργότερα χαροκαμένη μάνα νὰ μεγαλώσῃ μέσα σὲ ἀντίξοες συνθῆκες τὰ ὀρφανὰ ἐγγόνια της. Πόλεμος νὰ ἐπιβληθῇ μέσα στὸ σπίτι της, πόλεμος γιὰ νὰ βρῇ τὸ δίκιο της στὴ γειτονιά, στὴν ἀγορά, στὰ δημόσια γραφεῖα. Πόλεμος ἀκόμα καὶ στὴν Ἐκκλησία… γιὰ τὸ στασίδι της, τὴ θέση της, “τὴν ἀράδα της”. Καμιὰ ἄλλη δὲν ἐπιτρέπεται νὰ τὸ καταλάβῃ. Εἶναι σχεδὸν ἰδιοκτησία της, τὴν ὁποία μὲ κάθε τρόπο πρέπει νὰ διαφυλάξῃ. Ἐξ οὐ καὶ τὸ παρεγκώμι “Ντελησυφέρω”, ποὺ τῆς κόλλησαν οἱ ἄλλες γυναῖκες. Ποιὰ τολμοῦσε νὰ τὰ βάλῃ μαζί της, γνωρίζοντας μάλιστα ὅτι εἶναι ἱκανὴ νὰ δείρῃ ἀκόμη καὶ ἄνδρες. ( 7)

Οἱ γυναῖκες τοῦ Παπαδιαμάντη ἐλάχιστα μαρτυρεῖται ὅτι φεύγουν ἀπὸ τὸ νησί. Ἡ θάλασσα φαίνεται ὅτι ἔχει θέλγητρα καὶ ἀποτελεῖ δρόμο διαφυγῆς μόνο γιὰ τοὺς ἄνδρες. Οἱ γυναῖκες τὴν βλέπουν ἀνταγωνιστικά, γιατὶ τοὺς κλέβει τοὺς ἄνδρες. Τὴν ὀνομάζουν ἄστατη ἐρωμένη, μάνα, μητριά, πεθερά, ἢ νύφη.(Κοκκώνα Θάλασσα, Α,213-4).

Μάλιστα μετὰ ἀπὸ τὴν ἀποδημία τῶν ἀνδρῶν, φαίνεται σὰν οἱ γυναῖκες νὰ κυριαρχοῦν στὸ νησί. Τὸ γεγονὸς ὅτι οἱ ἄνδρες λείπουν ὁλοχρονὶς ἀπὸ τὸ νησί, τὸ ὁποῖο ὅπως καὶ τὰ περισσότερα χαρακτηρίζεται ἀπὸ λειψανδρία, ἢ καὶ παντελῆ ἀνανδρία μερικὲς φορές, δίνει στὶς γυναῖκες μία αὐτονομία, διότι οὐσιαστικὰ αὐτὲς εἶναι ποὺ φέρνουν βόλτα τὸ σπιτικό, τὰ ὑποστατικά, τὰ παιδιά, τὰ ζῶα.

Μὲ τὸ μισεμὸ τῶν ἀνδρῶν, οἱ γυναῖκες μένουν μὲ ἕνα τρόπο ποὺ οὐσιαστικὰ ἀναπληρώνει τὴν ἔλλειψή τους. Ἐπωμίζονται ὅλα τὰ βάρη, ἀναλαμβάνουν πρωτοβουλίες καὶ ἀπολαμβάνουν κάποιο βαθμὸ ἐλευθερίας. Ἔτσι, ἐνῶ οἱ γυναῖκες εἶναι καταπιεσμένες λόγω τῶν κοινωνικῶν ἀντιλήψεων τῆς ἐποχῆς, ἐν τούτοις δὲν παρουσιάζουν τὴ μιζέρια τῶν καμπίσιων κοινωνιῶν, ὅπως αὐτὴ περιγράφεται στὰ διηγήματα π.χ. τοῦ Καρκαβίτσα, τὶς ὁποῖες περιφρονοῦσαν καὶ οἱ ἴδιοι οἱ Σκιαθίτες. (Β, 21) Σύμφωνα μὲ μαρτυρία τοῦ Τ. Ἄγρα, ὁ ὁποῖος ἐπικαλεῖται καὶ τὴ γνώμη τοῦ Βλαχογιάννη, ἡ θέση τῆς γυναίκας στὰ νησιὰ τοῦ Αἰγαίου ἦταν παράξενη, καθὼς ἐκεῖ βασίλευε ἕνα εἶδος πολίτευμα κοινωνικὸ-γυναικοκρατικὸ (Ἄγρας, 161, κείμ. καὶ σήμ.).(1)

Ἡ παρουσία τῶν γυναικῶν στὸ νησὶ εἶναι σύμβολο σταθερότητας, ἀκινησίας καὶ σιγουριᾶς, σὲ τέτοιο σημεῖο δὲ ἀποτελεῖ τὴν παράμετρο τῆς σταθερότητας, ὥστε σὲ κάποια διηγήματα αὐτὸ τὸ ρίζωμα τῶν γυναικῶν στὸ νησὶ παίρνει τὴ βαρύτητα συμβόλου.

Στὸ διήγημα «Ὑπὸ τὴν βασιλικὴν Δρῦν», τὸ δέντρο στὸ ὄνειρο τοῦ συγγραφέα μετατρέπεται σὲ γυναίκα καὶ ἡ ἔντονη παρουσία του στὸ ὄνειρο τοῦ συγγραφέα τὸν ὁδηγεῖ στὸ νὰ διατυπώσει τὴν ἄποψη ὅτι τὰ δέντρα ποὺ βλέπουμε εἶναι γυναῖκες. Στὸ Ἀγνάντεμα, ὁ βράχος ὀνομάζεται Φλανδρὼ καὶ εἶναι ἡ γυναίκα ποὺ μαρμάρωσε περιμένοντας τὸν ἄνδρα της νὰ γυρίσει ἀπὸ τὰ ξένα. Γυναίκα ἦταν καὶ ἕνας ἄλλος βράχος, ἡ Μαυρομαντηλοῦ, ποὺ μαρμάρωσε περιμένοντας. Ἡ Λουλούδω περιμένοντας ἔγινε ἕνα ἄνθος πάνω στὰ κύματα στὸ «Ἄνθος τοῦ Γιαλοῦ». Αὐτὲς εἶναι κάποιες μόνο ἐνδεικτικὲς περιπτώσεις, ποὺ ποιητικὰ καὶ συμβολικὰ συνθέτουν μία εἰκόνα, ποὺ σίγουρα ἀντκατοπτρίζει μία ἱστορικὴ πραγματικότητα.

Τόσο πολὺ ἡ γυναικεία παρουσία εἶναι δεμένη μὲ τὸ χῶρο, μὲ τὴν ἑστία, ὥστε ἀκόμη καὶ μικρότερης κλίμακας μετακινήσεις της εἶναι σπάνιες: Ἔτσι ἀκόμη καὶ κατὰ τὸ γάμο ὁ γαμπρὸς εἶναι αὐτὸς ποὺ μετακινεῖται στὸ σπίτι τῆς νύφης ἀφοῦ κατὰ κανόνα τὸ σπίτι ἦταν ὑποχρέωση, προίκα δηλαδή, τῆς νύφης.

Ὅσο δύσκολη καὶ ἂν εἶναι ἡ κατάσταση ποὺ διαμορφώνεται μὲ τὸν ξενιτεμὸ τῶν ἀνδρῶν, ὅσο κι ἂν ἐρημώνουν τὰ σπίτια, τὰ χωριά, οἱ ἀγκαλιὲς καὶ τὰ κρεβάτια τῶν γυναικῶν, ὅμως εἶναι κάτι ποὺ θεωρεῖται ἀποδεκτό, σχεδὸν φυσικό, ἀντιμετωπίσιμο. Ἀντίθετα, στὶς ἐλάχιστες περιπτώσεις ὅπου ἔχουμε μετακίνηση γυναίκας, διακρίνουμε σὲ ὅλο τὸ κλίμα τοῦ διηγήματος μία ἀπαξίωση. Κι ἀκόμη νὰ πλανᾶται κάποια ἀπροσδιόριστη ἀπειλή. Ὁ τρόπος μὲ τὸν ὁποῖο ἐξελίσσεται ἡ δράση σὲ αὐτὰ τὰ διηγήματα, ἢ καὶ ὁ τρόπος μὲ τὸν ὁποῖο ἐκφράζονται οἱ τύχες, ἰδιαίτερα τῶν ἡρωίδων, ἀπὸ τὴν ἀλληλουχία τῶν γεγονότων μαρτυρεῖ μία διασάλευση τῆς καθεστηκυίας τάξεως μὲ τραγικὲς συνέπειες γιὰ τὴ ζωὴ τῶν προσώπων.

Ὁ κόσμος αὐτὸς εἶναι οἰκεῖος καὶ κοντινὸς στὸν συγγραφέα καί, παρὰ τὴν πολυπλοκότητα, τὶς ἀντιφάσεις του ἢ τὴ σύγχυση ποὺ τοῦ προκαλεῖ, τὸν κάνει νὰ αἰσθάνεται ἀσφαλὴς καὶ πρόθυμα συνδιαλέγεται μαζί του. Ἡ ἀπόδοση αὐτοῦ του κόσμου στὰ γραπτά του ἀποτελεῖ ἀναμενόμενη κατάληξη, καθὼς ἔχει οὐσιαστικὰ στρέψει τὴν πλάτη στὸν κόσμο τῶν ἀνδρῶν, ἰδιαίτερα τῶν ἀνδρῶν τῆς πόλης, τῶν ὁποίων πολλὲς ἐνασχολήσεις καὶ ἀντιλήψεις ἀποδοκιμάζει ὡς ἐπικίνδυνες. Ἀσχολεῖται μαζί τους κυρίως γιὰ νὰ τὶς χλευάσει.

Νὰ ποῦ βρίσκεται ἡ ἀληθινὴ μαγεία τοῦ Παπαδιαμάντη. Δὲ ζητᾶ νὰ τεντώσει τὰ νεῦρα μας, νὰ σείσει πύργους καὶ νὰ ἐπικαλεστεῖ τέρατα. Οἱ νύχτες του, ἐλαφρὲς σὰν τὸ γιασεμί, ἀκόμη κι ὅταν περιέχουν τρικυμίες, πέφτουν ἐπάνω στὴν ψυχή μας σὰν μεγάλες πεταλοῦδες ποὺ ἀλλάζουν ὁλοένα θέση, ἀφήνοντας μία στιγμὴ νὰ δοῦμε στὰ διάκενα τὴ χρυσὴ παραλία ὅπου θὰ μπορούσαμε νὰ ‘χαμε περπατήσει χωρὶς βάρος, χωρὶς ἁμαρτία. Εἶναι ἐκεῖ ποὺ βρίσκεται τὸ μεγάλο μυστικό, αὐτὸ τὸ «θὰ μπορούσαμε» εἶναι ὁ οἴακας ποὺ δὲ γίνεται νὰ γυρίσει, μόνο μᾶς ἀφήνει μὲ τὸ χέρι μετέωρο ἀνάμεσα πίκρα καὶ γοητεία, προσδοκώμενο καὶ ἄφταστο.(Ἐλύτης) «Σὰ νά ‘χανε ποτὲ τελειωμὸ τὰ πάθια καὶ οἱ καημοὶ τοῦ κόσμου»…

Ἀλεξανδριανὲ μ᾿ ἀέρα

…….. Καὶ οἱ ναῦται ἀπεχαιρέτιζον τὲς γυναῖκες κράζοντας «καλὴ νύχτα!». Καὶ αἱ γυναῖκες ἀπήντων μακρόθεν «Καλὴ νύχτα! Καλὴ νύχτα σας! Καλὸ πράτιγο!». Καὶ ἡ κάθε μία εἰς τὸν ἄνδρα τῆς ἔλεγε: «Καλὴ νύχτα καλέ μου! νοικοκύρη μου! σταυραετέ μου!». Καὶ εἰς τὸν υἱόν της ἡ κάθε μία ἔλεγε: «Καλὴ νύκτα, καναρίνι μου!πουλί μου! ξεπεταρούδι μου!». Καὶ πολλάκις ἐπρόσθετον παρονομασίαν τινά, κατὰ τὸ ὄνομα ἑκάστου. Ἂν ὁ ἐκτελῶν τὴν κάθαρσιν ὠνομάζετο Γιαλής, ὡς ὁ σύζυγος τῆς θεία-Σκευῶς, τότε τὸ θωπευτικὸν ὄνομα ἦτο «Γιαλέινέ μου» […] Ἂν ἐκαλεῖτο Ἀλέξανδρος, ἡ προσηγορία ἦτο «Ἀλεξανδριανέ μ᾿ ἀέρα».

Βαρδιανὸς στὴ Σπόρκα

Ὁ Παπαδιαμάντης καὶ ὁ κατὰ Βακαλόπουλο “ἱερὸς μελωδὸς τῆς πραγματικότητας”, ὁ δημιουργὸς αὐτῶν τῶν τόσο δικῶν μας Ρωμιῶν ποὺ μὲ ἐνορχηστρωμένη μαεστρία σκιαγραφεῖ καὶ τοποθετεῖ στὴ χώρα του, τὴ Σκιάθο, μὲ βεβαιότητα μᾶς ὁδηγεῖ στὸν ὑπήνεμο λιμένα τῆς συναισθηματικῆς μας πλήρωσης, μὲ τὴν ὑπενθύμιση πὼς ἡ γαλήνη φωλιάζει δίπλα στὴν ἁπλότητα.

Βιβλιογραφία

1. (Ἀγγελικὴ Ταλιγκάρου-Ἡ Ἑλληνικὴ Μετανάστευση τοῦ τέλους τοῦ 19ου αἰ. μέσα ἀπὸ τὴν Ἑλληνικὴ Λογοτεχνία. Μία μελέτη περίπτωσης»).

2. Ἡ Αὐγούστα τῆς «ρομαντικῆς » Παπαδιαμαντικῆς δημιουργίας.-Μ.Γκασούκα.

3. Διδάσκοντας Παπαδιαμάντη. Τοῦ Στέλιου Παπαθανασίου

4. Ἀπὸ τὴ Μετανάστιδα στὴ Φόνισσα, καὶ ἀπὸ τὴ Φόνισσα στὴ Γυναίκα πλέουσα, Τοῦ Βαγγέλη Ἀθανασόπουλου.

5. Κ. Βάρναλης, Αἰσθητικά, κριτικά, σολωμικά, ἔκδ. Κέδρος.

6. Ἐκκλησιαστικὴ παρέμβαση- Μαρία Κουτούση -Σύψα

7. Ἀσλανίδης Ε.Γ.,«Τὸ μητρικὸ στοιχεῖο στὴ Φόνισσα τοῦ Παπαδιαμάντη», στὸ: Γ. Φαρίνου-Μαλαματάρη (ἐπιμ.), Εἰσαγωγὴ στὴν Πεζογραφία τοῦ Παπαδιαμάντη, ΠΕΚ, Ἡράκλειο 2005

8. Beaton R., Εἰσαγωγὴ στὴ Νεοελληνικὴ Λογοτεχνία, μτφρ. Ε. Ζούγρου καὶ Μ. Σπανάκη, Νεφέλη, Ἀθήνα 1996

9. Ὁ κόσμος τοῦ Παπαδιαμάντη. Ἀριστείδης Δάγλας

10. Ὀδυσσέα Ἐλύτη «Ἡ Μαγεία τοῦ Παπαδιαμάντη».

11. archive.gr

Η Σοφία Δ. Κανταράκη είναι Φιλολόγος του 3ου Γυμνασίου Βόλου

Πηγή: http://papadiamantis.org/index.php?option=com_content&view=article&id=76:2011-04-16-20-34-06&catid=49:articles&Itemid=56

Τά Χριστούγεννα τοῦ τεμπέλη (Ὁ διαχρονικός Παπαδιαμάντης), του Σαράντου Καργάκου

15 Μάιος 2011

Σέ δέκα περίπου ἡμέρες ἀπό σήμερα, καί συγκεκριμένα στίς 3 Ἰανουαρίου, συμπληρώνονται 100 χρόνια ἀπό τό θάνατο τοῦ Ἀλέξανδρου Παπαδιαμάντη (1851-1911), τοῦ συγγραφέα πού ἔχει συνδεθεῖ ὅσο κανείς ἄλλος μέ τίς πανέορτες καί πανέκλαμπρες ἡμέρες τοῦ Δωδεκαημέρου καί τοῦ ἑλληνικοῦ Πάσχα. Ἀσφαλῶς, καί ἡ πολιτεία καί ἡ ἐκκλησία κάτι θά κάνουν γιά νά τιμήσουν τήν μνήμη του. Ἐπίσης καί τά λογοτεχνικά σωματεῖα. Καί πάλι θά ξανακούσουμε «τά χθεσινά ἐκεῖνα» γιά τόν ἀναμφισβήτητο θρησκευτισμό του, τήν φυσιολατρία, τόν παγανισμό καί τόν ἐρωτισμό του.

Τόν ψάλτη τῆς χαμοζωῆς τόν κατέταξαν παλαιότεροι κριτικοί στούς ἠθογράφους. Δέν εἶδαν τή βαθειά κοινωνική διάσταση τοῦ ἔργου του. Κι ὅμως, ὅπως ἔδειξα μέ τά ἔργα μου «Ξαναδιαβάζοντας τήν Φόνισσα» (Gutenberg 1987) καί «Πολιτικός Παπαδιαμάντης» (Ἁρμός 2003), ὁ Σκιαθίτης συγγραφέας παραμένει, σέ οὐσιαστική καί ὄχι σέ ἐπιδερμική, διάσταση ὁ μεγαλύτερος κοινωνικός καί πολιτικός συγγραφέας τῶν γραμμάτων μας. Τό γεγονός ὅτι δέν σήκωσε καμμιά πολιτική παντιέρα, οὔτε κάν αὐτή τῆς Μεγάλης Ἰδέας, δέν τόν κάνει ἀπολιτικό. Ὅπως συχνά ἔχουμε γράψει, ὁ Παπαδιαμάντης μπορεῖ νά ἦταν ἀπολίτευτος, δέν ἦταν ὅμως ἀπολιτικός. Τό γεγονός ὅτι ἄσκησε ἀμείλικτη κριτική στήν τότε πολιτική, τόν καθιστᾶ ἀντιπολιτευτικό ἀλλά ὄχι ἀπολιτικό. Καί τό σημαντικό εἶναι πώς ὅ,τι ἔγραψε γιά τήν τότε πολιτική, ἰσχύει καί γιά τήν παροῦσα καί, ὅπως βλέπω, καί γιά τήν μέλλουσα. «Οἱ Χαλασοχώρηδες» εἶναι τό θλιβερό πεπρωμένο μας.

Ποιός σήμερα συνετός πολίτης μπορεῖ νά ἀμφισβητήσει τά ὅσα γράφει σ’ ἕνα μικρό κείμενό του ὁ Παπαδιαμάντης ὑπό τόν τίτλο «Οἰωνός», πού δημοσιεύθηκε στήν «Ἀκρόπολιν» τοῦ Βλ. Γαβριηλίδη τήν 1η Ἰανουαρίου 1896; Ἐκεῖ ὁ Παπαδιαμάντης μιλᾶ γιά ἐρείπια οἰκονομικά, στρατιωτικά, πολιτικά. Ποιός φταίει γι’ αὐτά; Ὁ τάχα ἀπόμακρος ἀπό τά πολιτικά συγγραφέας εἶναι ἀμείλικτα καταπελτικός: «Πταίουν οἱ πλάσαντες τά ἐρείπια. Καί τά ἐρείπια τά ἔπλασαν οἱ ἀνίκανοι κυβερνῆται τῆς Ἑλλάδος»!

Λόγος μέ ἀπόλυτη ἰσχύ καί γιά τή δική μας ἐποχή. Ἀλλά αὐτό πού –κατ’ ἐμέ– κάνει τόν Παπαδιαμάντη διαχρονικό εἶναι τοῦτο: περισσότερο σοβαρός εἶναι ὁ κοινωνικός ἐρειπιών, ἡ φιλοσοφία τῆς τεμπελιᾶς σ’ ἕναν κόσμο πού δέν διδάχθηκε ὅτι τό πρῶτο κεφάλαιο τῆς προκοπῆς εἶναι ἡ δουλειά· ὄχι ἡ κλεψιά καί ἡ τεμπελιά. Ἀπό τά 40 περίπου ἀθηναϊκά διηγήματα τό πιό ἐπίκαιρο εἶναι «Τά Χριστούγεννα τοῦ τεμπέλη», πού δημοσιεύθηκε κι αὐτό στήν «Ἀκρόπολιν» τό 1896.

Ὁ μαστρο-Παῦλος Πιστολέτος, διωγμένος ἀπό τήν οἰκογένειά του, ἐπειδή δέν προσεπόριζε τίποτε σ’ αὐτή, σάν κυνηγημένο σκυλί, περιφερόταν ἀπό ταβέρνα σέ ταβέρνα, ἀποζώντας ἀπό κάποια κεράσματα καί ἀναπτύσσοντας τήν θεωρία τῆς ραστώνης, «τό ντόλτσε φάρ νιέντε τῶν ἀδελφῶν Ἰταλῶν». Χωρίς νά ἔχει διαβάσει τήν «Φιλοσοφία τῆς Τεμπελιᾶς» τοῦ Πώλ Λαφάργκ ἔχει φιλοδοξίες κοινωνικοῦ ἀναμορφωτῆ:

«Ἄν εἰς αὐτόν ἀνετίθετο νά συντάξη τόν κανονισμόν τῆς ἑβδομάδος, θά ὥριζε τήν Κυριακήν διά σχόλην (=ἀργία), τήν Δευτέρα διά χουζούρι, τήν Τρίτη διά σουλάτσο, τήν Τετάρτην, Πέμπτην, Παρασκευήν δι’ ἐργασίαν καί τό Σάββατον διά ξεκούρασμα».

Τόν κανονισμό αὐτόν ἐφάρμοσαν στόν παρόντα καιρό τά πολιτικά μας κόμματα. Καί προκόψαμε! Καί ὅπως ὁ μαστρο-Παῦλος, πού ἔστειλε χριστουγεννιάτικα ξένο γαλόπουλο κι ἄλλα ἐδέσματα στήν οἰκογένειά του, γιά νά δείξει ὅτι νοιάζεται γι’ αὐτή, ὅμοια καί οἱ κυβερνῆτες μας, μέ τίς περίφημες ἐπιδοτήσεις, ἔκαναν τήν κηδεία τῆς ἑλληνικῆς οἰκονομίας μέ ξένα κόλλυβα. Καί τώρα, ὅπως ὁ μαστρο-Παῦλος, εἰσπράττουμε τή χλεύη τῶν πάντων. Ὁ ἀνεπρόκοπος πατέρας, μήν ξέροντας πώς ἡ ἀπάτη του εἶχε ἀποκαλυφθεῖ, κτύπησε βράδυ τῶν Χριστουγέννων τήν πόρτα τῆς οἰκίας του ἀλλ’ ἄκουσε μέσα ἀπό ἐκεῖ νά βγαίνει «βραχνός μορμορισμός» τοῦ τριετοῦς βλαστοῦ του:

– Τήν ὑγειά σου, μάτο-Πάλο, τεμπελόσκυλο, κακέ πατέλα. Τόνε φάαμε τόν λάλο (=γαλοπούλα). Νά πάλε κι ἐσύ πέντε, κι ἄλλα πέντε, δέκα!

Δηλαδή, ὅ,τι εἰσπράττουμε κι ἐμεῖς. Φεύγοντας κατισχυμένος ὁ μαστρο-Παῦλος, ἄκουσε τήν σπιτονοικοκυρά του νά τοῦ λέει σάν τήν κ. Μέρκελ:

– Τό καλό πού σοῦ θέλω! Δρόμο τώρα, καί μεθαύριο δουλειά, δουλειά!

Κι ὁ μαστρο-Παῦλος συγκατένευσε: «Δρόμο …δρόμο γιά δουλειά!».

Ἄραγε, τώρα πού ἡ φτώχεια μᾶς κοιτάζει κατάμουτρα, θά συμμορφωθοῦμε; Θά πάρουμε τό δρόμο τῆς δουλειᾶς ἤ θ’ ἀφήσουμε τό μάζεμα τῆς ἐλιᾶς στούς Μαροκινούς πού ἐσχάτως πλημμύρισαν τήν Λακωνία;

Πηγή: Εστία
Ημερομηνία: 24/12/2010

http://www.sarantoskargakos.gr

Ο ΖΩΓΡΑΦΟΣ ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΜΟΡΑΡΟΣ ΚΑΙ Ο ΣΚΙΑΘΙΤΗΣ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑΣ. Παπαδιαμάντης, ο σύγχρονός μας, του Γιώργου Βιδάλη.

15 Μάιος 2011

Ο παραλοϊσμένος από τον έρωτα μπαρμπα-Γιαννιός του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη ήταν η πρώτη πηγή έμπνευσης για τον εικαστικό Δημήτρη Μοράρο, μαθητή του Γιάννη Τσαρούχη, με δεκαπέντε ζωγραφιές στο διήγημα «Ερωτας στα χιόνια» (εκδόσεις «Μυγδονία», Θεσσαλονίκη, 2001).

Έργο του Δημήτρη Μοράρου

Με έργα δικά του, στις ίδιες εκδόσεις, ακολούθησε ο «Ξεπεσμένος δερβίσης». Τέλη του 2010 η συλλογή διηγημάτων του Παπαδιαμάντη «Να είχε ο έρωτας σαΐτες» πάλι με ζωγραφιές του (εκδόσεις «Μεταίχμιο»).

Ο Δήμος Σκιάθου, σε συνεργασία με τη «Μυγδονία», εξέδωσε φέτος ημερολόγιο αφιερωμένο στα 100 χρόνια από το θάνατο του Παπαδιαμάντη με αποσπάσματα διηγημάτων του και με ένα ζωγραφικό «άρωμα» από τον Δ. Μοράρο. Στον Βόλο, στο Κέντρο Τέχνης Τζιόρτζιο ντε Κίρικο, έγινε πρόσφατα έκθεση με πενήντα έργα του εμπνευσμένα από τον Σκιαθίτη.

Τι σας προσέλκυσε στον Παπαδιαμάντη ;

«Μ’ εντυπωσίαζε πάντα πώς ένας εργένης, κλεισμένος συνεχώς σ’ ένα γραφείο αθηναϊκής εφημερίδας, γράφει με τόση ζωντάνια και λεπτομέρεια για τη φύση, για ανθρώπινους τύπους, για γλέντια και πανηγύρια με τόση στοργή και συμπάθεια. Χαρακτήρες καθημερινής ζωής που δύσκολα θα τους ανεχόμασταν, μας τους προσφέρει προστατεύοντάς τους, ώστε να μας είναι σχεδόν συμπαθείς».

Σε ποια ιστορία του έχετε αδυναμία;

«Στη “Νοσταλγό”, όπου ξεπερνά το βάρος της απιστίας με μια χαριτωμένη ελαφρότητα και με βαθιά ανθρώπινη συγκατάβαση. Πραγματεύεται επίσης αυτό που σήμερα μας απασχολεί: την πατρίδα. Η νοσταλγία, η προσδοκία, η επιστροφή. Ισως θεωρούσε κι αυτός ότι η μόνη πατρίδα είναι η μνήμη».

Αγγίζει την εποχή μας ο Παπαδιαμάντης;

«Στο διήγημά του “Θέρος – έρως” περιγράφει μια νέα κοπέλα, προσωποποίηση της άνοιξης, αναδεικνύοντας τη θηλυκότητα, την αυταρέσκεια, το νάζι, την πονηριά της (“τα χείλη με την ψίθυρον φωνήν εφαίνοντο μορμυρίζοντα: φίλησέ με”). Το ντύσιμό της (“τόσον βραχύ και τόσον εντέχνως διπλωμένο, ώστε ήτο ως να μην το εφόρει”), τον τρόπο που τα φορά ή τα αφαιρεί για να πετύχει την πρόσκληση-πρόκληση του “έρωτα”. Δεν είναι σαν να περιγράφει σημερινή σκηνή; Αυτά τα κείμενα είναι κάτι σαν άμυνα στον βομβαρδισμό που δεχόμαστε -από φυλακής πρωίας μέχρι νυκτός- με ήχους και εικόνες από την τηλεόραση και τις διαφημίσεις.

Και κάτι, μ’ αφορμή τη λεγόμενη κρίση. Οταν ο Γαβριηλίδης τού είπε “θα σου δίνω 150 δρχ.», απάντησε “100 μου φτάνουν”! Ας σκεφτούμε την υπερκατανάλωση, τις υπερβολές, τις πλαστές ανάγκες τις οποίες μας δημιούργησαν και στις οποίες οι περισσότεροι υποκύψαμε».

Πηγή: www.enet.gr

Αρχιμανδρίτης Φιλόθεος Ζερβάκος, Οι αναμνήσεις μου από τον Παπαδιαμάντην και τον Μωραϊτίδην

14 Μάιος 2011

Τους εγνώρισα και τους δύο καλώς και συνεδέθην μετ’ αυτών διά του συνδέσμου της κατά Χριστόν αγάπης. Τους εγνώρισα κατά τα έτη 1905 – 1907, υπηρετών εις τας τάξεις του στρατού. Εγνώρισα πρώτον τον αείμνηστον Αλέξανδρον Παπαδιαμάντην, τον οποίον παρηκολούθουν τακτικώς ψάλλοντα εις τον δεξιόν χορόν κατά τας ολονυκτίας, αι οποίαι εγίνοντο εις το εκκλησάκι του προφήτου Ελισαιέ πλησίον του Παλαιού Στρατώνος. Κατόπιν εκεί εγνώρισα και τον Αλέξανδρον Μωραϊτίδην, όστις έψαλλε αριστερά. Έψαλον δε και οι δύο μετά πολλής συνέσεως, προσοχής, φόβου και κατανύξεως, αποφεύγοντες τας ατάκτους, τας θεατρικάς και θυμελικάς φωνάς. Έψαλλον καθώς το Πνεύμα το Άγιον διά του Προφητάνακτος Δαυΐδ εν ψαλμοίς διδάσκει λέγον «Ψάλλατε τω Θεώ ημών, ψάλλατε… καλώς ψάλλατε… ψάλλατε συνετώς (Ψαλμ. 32, 36) και καθώς ορίζουν οι θεσπέσιοι της Αγίας ημών Εκκλησίας Άγιοι Πατέρες. «Τους επί το ψάλλειν εν ταις Εκκλησίαις παραγενομένους βουλόμεθα, μήτε βοαίς ατάκτοις κεχρήσθαι και την φύσιν προς κραυγήν εκβιάζεσθαι, μήτε τι επιλέγειν των μη Εκκλησία αρμοδίων τε και οικείων, αλλά μετά πολλής προσοχής και κατανύξεως τας τοιαύτας ψαλμωδίας προσάγειν τω των κρυπτών εφόρω Θεώ· ευλαβείς γαρ έσεσθαι τους υιούς Ισραήλ (Λευϊτικόν ΙΕ’, 31) το ιερόν εδίδαξε λόγιον» (Κανών της ΣΤ’ Οικουμενικής Συνόδου).

Μέχρι σήμερον που έχουν παρέλθη 45 έτη, οσάκις αναπολήσω εις την μνήμην μου τον Παπαδιαμάντην και τον Μωραϊτίδην και τας κατανυκτικάς εκείνας αγρυπνίας και ιεράς μυσταγωγίας, τας οποίας ετέλουν οι αείμνηστοι π. Αντώνιος και ο απλούς και άκακος, ο πράος, ο ακέραιος και ταπεινός τη καρδία παπά-Νικόλαος ο Πλανάς, μοι φαίνεται ωσάν να ακούω την ιεράν εκείνην υμνωδίαν, η οποία ωμοίαζε ωσάν υμνωδία αγγελική και προσευχή κατανυκτική, η οποία εξαϋλώνει τρόπον τινά τον άνθρωπον, τον αναβιβάζει νοερώς εις τα ουράνια και τον πλησιάζει και τον ενώνει με τον Θεόν. Εάν κατ’ αυτόν τον τρόπον, τον σεμνόν, τον εύσχημον ετελούντο εις όλας τας εκκλησίας αι ιεραί ακολουθίαι και θείαι μυσταγωγίαι, μεγίστην ωφέλειαν θα ελάμβανον όλοι οι χριστιανοί. Δυστυχώς, τας περισσοτέρας εκκλησίας οι ψάλλοντες και ιερουργούντες με τας ατάκτους, τας ασήμους και ανοικείους φωνάς, τας κινήσεις χειρών, ποδών κ.λ. μελών τας μετέβαλον εις θέατρα και ουδεμία ωφέλεια ψυχική προσγίνεται, διότι η Βυζαντινή Εκκλησ. μουσική, η κατανυκτική και εύσχημος, η ψυχωφελής και σωτήριος εφυγαδεύθη και αντικατεστάθη εις τους περισσοτέρους ναούς διά της ευρωπαϊκής θεατρικής μουσικής, ήτις ευχαριστεί και τέρπει όχι την ψυχήν, αλλά την ακοήν, ουχί των ευλαβών χριστιανών, των ταπεινών και φοβουμένων τον Θεόν, αλλά των εν τοις θεάτροις και κινηματογράφοις φοιτώντων.

Η δε λεγομένη τετραφωνία, ψαλλομένη παρά ψαλτών ενίων ανευλαβών, εχόντων τα οπίσθιά των εστραμμένα προς τας αγίας εικόνας και το άγιον θυσιαστήριον, οίτινες εν θεάτροις και εν καπηλείοις τραγωδούσιν, έχοντες τελείαν άγνοιαν των ιερών κανόνων των περί υμνωδίας και ψάλλουν μόνον τω στόματι και ουχί τω νοΐ και τη καρδία, είναι μία τερατοφωνία, είναι τραγέλαφος. Δε θα λησμονήσω την ευλάβειαν και προσοχήν με την οποίαν έψαλλον οι αείμνηστοι διδάσκαλοι Μωραϊτίδης και Παπαδιαμάντης, με την σιγανήν και ταπεινήν φωνήν των. Συνεχίστε να διαβάζετε ›

Αναφορά στο χιούμορ του Παπαδιαμάντη, του Η. Παπαδημητρακόπουλου

13 Μάιος 2011

Τον διακρίνει φυσικότης και αφέλεια, την οποίαν εξαίρει αττικίζουσα χάρις, απλή μελαγχολία, της οποίας τα ελαφρά σύννεφα φωτίζει ο ήλιος φιλομειδούς ειρωνείας.

Δ. Κακλαμάνος, «Ομιλία», 1908
(Εφημερίς «Νέα Ζωή»)

ΕΙΘΙΣΤΑΙ ΝΑ ΛΕΓΕΤΑΙ ότι οι Έλληνες, ως λαός, στερούμεθα χιούμορ. Με τη μυστηριώδη δε, ικανότητα που διαθέτουμε, να εμφανίζουμε δηλαδή σετάκι τα πλέον ετερόκλητα και αναπόδεικτα πράγματα, καθιερώσαμε ως ορισμό του χιούμορ το αντίθετο της σοβαρότητος! Ο πανικός, που προκαλεί αυτή η καθεστηκυία άποψη, είναι τόσο μεγάλος, ώστε σπανίως διανοείται κάποιος, ο οποίος κήδεται της σοβαρότητός του, να αποτολμήσει κάποιο αστείο, ένα λογοπαίγνιο, ή ένα καλαμπούρι.

Και όμως το λογοπαίγνιο, το αστείο, το καλαμπούρι, η πλάκα, αποτελούν σχεδόν εθνικά χαρακτηριστικά μας… Τότε, πώς ερμηνεύεται αυτή η επίσημη στάση; Νομίζω ότι η λυδία λίθος κρύβεται ακριβώς υπό τις μοιραίες αυτές λέξεις: επίσημη, επίσημος, και σοβαρότης. Θα μπορούσε να λεχθεί, με ικανές φιλοδοξίες αφορισμού, ότι οι Έλληνες στερούνται χιούμορ άπαξ και καταστούν επίσημοι. Ολόκληρη η γραμματολογία μας αποδεικνύει ότι, σε κάθε εποχή, διαθέτουμε εξαίρετους χιουμορίστες! Στενεύοντας απελπιστικά το χρονικό και ειδολογικό πλαίσιο, βλέπουμε μια λαμπρή πλειάδα συγγραφέων (και εν γένει δημιουργών), να μας παραδίδουν εξαίρετα έργα, με βασικό στοιχείο το χιούμορ. Μεταξύ του Ροΐδη και του Σκαρίμπα, που συνήθως μνημονεύουμε, κινείται ένας ολόκληρος κόσμος: ο Μπάμπης Άννινος, ο Στάμ. Στάμ., ο Δημήτρης Ψαθάς, ο Μποστ., ο Μίνως Αργυράκης, ο Ανακρέων Καναβάκης, ο Νάσος Θεοφίλου, κ.ά.π. Τους περισσότερους τους αγνοούμε, απλώς γιατί δεν τολμούμε να τους γνωρίσουμε ως μη σοβαρούς (από τον κανόνα δεν γλίτωσε ούτε ό Σκαρίμπας — αντιθέτως μάλιστα!), απαιτείται δε και κάποια δόσις θάρρους, για να ποιήσουμε και απλή, έστω, μνεία ορισμένων…

Ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, στα διηγήματα του, κάνει συχνή και άγρια χρήση του χιούμορ — και θα δούμε γιατί. Και όμως, σε ολόκληρη την παπαδιαμαντική βιβλιογραφία βρίσκουμε ουσιαστικά ένα μόνο άρθρο με τίτλο «Το χιούμορ του Παπαδιαμάντη». Εγράφη το 1919 από τον Στέφανο Δάφνη, και δημοσιεύτηκε σε τρεις συνέχειες στο περιοδικό Βωμός.

Βρήκα κατόπιν εορτής, δηλαδή μετά τη δημοσίευση της πρώτης μορφής του παρόντος άρθρου στο περιοδικό Γιατί, το κείμενο εκείνο του Στέφανου Δάφνη στην Εθνική Βιβλιοθήκη: η έκδοση Βαλέτα παραπέμπει, λόγω τυπογραφικού προφανώς λάθους, στο τεύχος 81 του Βωμού. Τελικώς απεδείχθη ότι πρόκειται για το τεύχος 8.

Ο Στέφανος Δάφνης σημειώνει, εκεί, μεταξύ άλλων:

Το αβίαστο χιουμοριστικό πνεύμα του Παπαδιαμάντη φαίνεται περισσότερο στον διάλογο, που είναι στολισμένος πότε με μιαν αλαφριάν ειρωνία, πότε με κανέναν πλάγιο ξιφισμό, καμμιά φορά όμως με κάποια φράση που είναι τόσο πρόχειρες στη λαϊκή κουβέντα.

Προφανώς ο Στέφανος Δάφνης δεν λησμόνησε τη νησιωτική καταγωγή του Παπαδιαμάντη — εις την οποίαν και αποκλειστικώς απέδωσεν ό,τι απεκάλεσε «Εύθυμον πνεύμα» του τελευταίου.

Κανένα από τα αφηγηματικά στοιχεία του Παπαδιαμάντη δεν είναι απλό: το ίδιο συμβαίνει και με το χιούμορ, που παρουσιάζει εξαιρετικές διακυμάνσεις, ή και δυσκολίες. Άλλοτε είναι εύκολο, αβίαστο, προσιτό, καλοπροαίρετο —άλλοτε σκοτεινό, ερμητικό, συγκεκαλυμμένο, υπόγειο, σαρκαστικό. Πόσο αθώα, π.χ., είναι η φράση από την συγκινητική Σταχομαζώχτρα:

Τον Ιούνιον, κατ’ έτος, επεβιβάζετο εις πλοίον, έπλεεν υπερπόντιος, και διεπεραιούτο εις Εύβοιαν;

Ή, γιατί στον τραγικό Νεκρό ταξιδιώτη σκοντάφτουμε αίφνης στη φράση:

Διαπόντιος νεκρός, χωρίς ποτέ να γίνη υποβρύχιος;

Ολόκληρο το έργο του Παπαδιαμάντη βρίθει κυριολεκτικά από φράσεις και εκφράσεις, όπου το χιούμορ παίζει βασικό ρόλο όχι για τη δημιουργία κάποιου ύφους (ή, ενός «εύθυμου πνεύματος» απλώς), αλλά για την ουσιαστική λειτουργία του κειμένου. Δηλαδή, το χιούμορ αποτελεί περίοπτο αφηγηματικό στοιχείο στο έργο του Παπαδιαμάντη. Το χιούμορ, η ειρωνεία, ο σαρκασμός συνιστούν όπλα, με τα οποία ο Παπαδιαμάντης άσκησε την (οξύτατη) κοινωνική κριτική του – την πολιτική του κριτική.

Από την άποψη αυτή (και από την άποψη αυτή…) είναι χαρακτηριστικά πολλά διηγήματα του. Χάριν οικονομίας, θα περιοριστώ σε δύο μόνον:

Με τον καιρόν, όταν εμεγάλωσεν η κόρη —ήτο κομψή, χλωμή, και ονειρώδης— ανάγκη πάσα να την εμβάσουν εις τον κόσμον δια της μεγάλης θύρας. Της επήραν δασκάλαν στο πιάνο, στα γαλλικά. Κάτι έμαθεν η κόρη να τραγουδίζη και να βομβή, ακόμα και τον ‘Χορ-χορ-αγάν’. Τέλος έπρεπε να την υπανδρεύσουν, να της αγοράσουν δηλαδή σύζυγον. Ή ένα στρατιωτικόν από ιστορικήν οικογένειαν, ή ένα πολιτευόμενον με μέλλον. Εις τι θα εχρησίμευεν η προιξ, εάν δεν θα είχεν ο άνθρωπος να βαπτίζη όλα τα χωριατόπουλα, και να στεφανώνη όλα τα ανδρόγυνα, διά να κάμη κουμπάρους και κομματάρχας; Είναι γνωστόν ότι αι εκλογαί γίνονται με κουμπαριές κ’ ενίοτε με κουμπουριές.
( Μεγαλείων οψώνια’)

Πραγματικό ορυχείο αναλόγων παραθεμάτων είναι το διήγημα Οι Χαλασοχώρηδες — που δεν αποτελεί, εννοείται, παρά μια οξύτατη καταγγελία:

και διωρίζετο κατ’ εκλογήν ιδίως εις τας βουτυροφόρους επαρχίας…

ο βέβαιον είναι ότι, κατά τινα χύσιν παρασήμων…

εις τον επιτήδειον περί τον εξαρρενισμόν των θηλέων χασάπην…

ο κήρυξ επανέλαβε δια τον τύπον τρις, χύμα και με νυσταγμένην φωνήν…

Ο κατάλογος είναι ατελείωτος… Η Δασκαλομάννα, τα Φώτα –Ολόφωτα, Η Συντέκνισσα, το Άλλος τύπος, Η φωνή του Δράκου, το Δημαρχίνα νύφη, Ο Πεντάρφανος, Ο χορός εις του κ. Περιάνδρου, το Έρως-ήρως, το Χωρίς στεφάνι, Τ’ μπούφ’ του π’λί, Η Φαρμακολύτρια, Η Άκληρη, Η Μαούτα, Το κουκούλωμα, το Νεκράνθεμα εις την μνήμην των, Η Πεποικιλμένη, το Αποκριάτικη νυχτιά, το Βαρδιάνος στα σπόρκα κτλ. κτλ., μας αποκαλύπτουν ευχερέστατα (και εναργέστατα) μία ακόμη διάσταση της τέχνης (και της τεχνικής) του Παπαδιαμάντη. Γι’ αυτό με άφησε πλήρη αποριών η φράση του Παν. Μουλλά στο Α.Παπαδιαμάντης Αυτοβιογραφούμενος: «Η σκέψη του συγγραφέα μας, γεμάτη κοινούς τόπους, ελάχιστα μαρτυρεί τον άνθρωπο πού χρησιμοποιεί το δικό του μυαλό• τα ψυχρά του λογοπαίγνια δεν προδίδουν μια ιδιαίτερη αίσθηση του χιούμορ…».

Υποβοηθητικό στοιχείο, και πάντως συναφές προς το χιούμορ, αποτελούν και οι, συγκεκαλυμμένες συνήθως, βωμολοχίες του Παπαδιαμάντη. Πολλές φορές εκφέρονται ευθέως:

και κατόπιν επείραξε μίαν χήραν ‘απασσάλωτην’.
(Οι Χαλασοχώρηδες )

Όχι σπανίως, όμως, ο συγγραφέας προτιμάει έμμεσους τρόπους — και, συνήθως, καταφεύγει σε άσματα δημοτικά, ή και της εποχής:

Ασπροκολοβολούσα μου, και άσπρη σαν το γάλα, σένα σου πρέπει λεβεντιά, σου πρέπει και καβάλα.
(Άσπρη σαν το χιόνι)

Μνημονεύω, επίσης, την ένταξη στα παπαδιαμαντικά κείμενα αποσπασμάτων από τραγούδια. Τα παραθέματα αυτά επιφορτίζονται με ποικίλες λειτουργίες —από τις οποίες πιο συχνή είναι η υποστήριξη ενός συγκεκριμένου κλίματος, σε ένα δεδομένο διήγημα. Πολλές, όμως, φορές φαίνεται να εκφράζουν, εμμέσως, λαχτάρες του αφηγητή:

το νόστιμο σου το κορμί,
χήρα παπαδιά!
όπου το λαχταρίζω.

(Η χήρα παπαδιά)

Από το βιβλίο “Επί Πτίλων Αύρας Νυκτερινής”, Πέντε κείμενα για τον Παπαδιαμάντη, Εκδόσεις Νεφέλη, Αθήναι 1992.

Πηγή: www.myriobiblos.gr

Αλλαγή μεγέθους γραμματοσειράς
Αντίθεση