ΜΟΡΑΡΟΣ ΔΗΜΗΤΡΗΣ


Ο ΖΩΓΡΑΦΟΣ ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΜΟΡΑΡΟΣ ΚΑΙ Ο ΣΚΙΑΘΙΤΗΣ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑΣ. Παπαδιαμάντης, ο σύγχρονός μας, του Γιώργου Βιδάλη.

15 Μάιος 2011

Ο παραλοϊσμένος από τον έρωτα μπαρμπα-Γιαννιός του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη ήταν η πρώτη πηγή έμπνευσης για τον εικαστικό Δημήτρη Μοράρο, μαθητή του Γιάννη Τσαρούχη, με δεκαπέντε ζωγραφιές στο διήγημα «Ερωτας στα χιόνια» (εκδόσεις «Μυγδονία», Θεσσαλονίκη, 2001).

Έργο του Δημήτρη Μοράρου

Με έργα δικά του, στις ίδιες εκδόσεις, ακολούθησε ο «Ξεπεσμένος δερβίσης». Τέλη του 2010 η συλλογή διηγημάτων του Παπαδιαμάντη «Να είχε ο έρωτας σαΐτες» πάλι με ζωγραφιές του (εκδόσεις «Μεταίχμιο»).

Ο Δήμος Σκιάθου, σε συνεργασία με τη «Μυγδονία», εξέδωσε φέτος ημερολόγιο αφιερωμένο στα 100 χρόνια από το θάνατο του Παπαδιαμάντη με αποσπάσματα διηγημάτων του και με ένα ζωγραφικό «άρωμα» από τον Δ. Μοράρο. Στον Βόλο, στο Κέντρο Τέχνης Τζιόρτζιο ντε Κίρικο, έγινε πρόσφατα έκθεση με πενήντα έργα του εμπνευσμένα από τον Σκιαθίτη.

Τι σας προσέλκυσε στον Παπαδιαμάντη ;

«Μ’ εντυπωσίαζε πάντα πώς ένας εργένης, κλεισμένος συνεχώς σ’ ένα γραφείο αθηναϊκής εφημερίδας, γράφει με τόση ζωντάνια και λεπτομέρεια για τη φύση, για ανθρώπινους τύπους, για γλέντια και πανηγύρια με τόση στοργή και συμπάθεια. Χαρακτήρες καθημερινής ζωής που δύσκολα θα τους ανεχόμασταν, μας τους προσφέρει προστατεύοντάς τους, ώστε να μας είναι σχεδόν συμπαθείς».

Σε ποια ιστορία του έχετε αδυναμία;

«Στη “Νοσταλγό”, όπου ξεπερνά το βάρος της απιστίας με μια χαριτωμένη ελαφρότητα και με βαθιά ανθρώπινη συγκατάβαση. Πραγματεύεται επίσης αυτό που σήμερα μας απασχολεί: την πατρίδα. Η νοσταλγία, η προσδοκία, η επιστροφή. Ισως θεωρούσε κι αυτός ότι η μόνη πατρίδα είναι η μνήμη».

Αγγίζει την εποχή μας ο Παπαδιαμάντης;

«Στο διήγημά του “Θέρος – έρως” περιγράφει μια νέα κοπέλα, προσωποποίηση της άνοιξης, αναδεικνύοντας τη θηλυκότητα, την αυταρέσκεια, το νάζι, την πονηριά της (“τα χείλη με την ψίθυρον φωνήν εφαίνοντο μορμυρίζοντα: φίλησέ με”). Το ντύσιμό της (“τόσον βραχύ και τόσον εντέχνως διπλωμένο, ώστε ήτο ως να μην το εφόρει”), τον τρόπο που τα φορά ή τα αφαιρεί για να πετύχει την πρόσκληση-πρόκληση του “έρωτα”. Δεν είναι σαν να περιγράφει σημερινή σκηνή; Αυτά τα κείμενα είναι κάτι σαν άμυνα στον βομβαρδισμό που δεχόμαστε -από φυλακής πρωίας μέχρι νυκτός- με ήχους και εικόνες από την τηλεόραση και τις διαφημίσεις.

Και κάτι, μ’ αφορμή τη λεγόμενη κρίση. Οταν ο Γαβριηλίδης τού είπε “θα σου δίνω 150 δρχ.», απάντησε “100 μου φτάνουν”! Ας σκεφτούμε την υπερκατανάλωση, τις υπερβολές, τις πλαστές ανάγκες τις οποίες μας δημιούργησαν και στις οποίες οι περισσότεροι υποκύψαμε».

Πηγή: www.enet.gr

Φύση και άνθρωπος: λογοτεχνικές συντεταγμένες, του Παναγιώτη Σουλτάνη

7 Μάιος 2011

Το 1926, δεκαπέντε χρόνια μετά τον θάνατο του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη -πέθανε την 3η Ιανουαρίου 1911 και απέθεσαν το σώμα του στα μνημούρια πάνω από το Κοχύλι- ένας άγνωστός του ομότεχνος, ο Χόρχε Λουίς Μπόρχες, που κι αυτός δεν είχε ακούσει ποτέ το όνομα Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, σε μια πόλη στην άλλη άκρη του κόσμου, στο Μπουένος Αϊρες, έγραφε:

Έργο του Δημήτρη Μοράρου εμπνευσμένο από το "Όνειρο στο κύμα"

«Το Μπουένος Αϊρες δεν είναι πια απλώς μια πόλη, μα μια χώρα, και πρέπει να βρει την ποίηση και τη μουσική και τη ζωγραφική και τη μεταφυσική που είναι αντάξια της μεγαλοσύνης του. Τούτη είναι η διάσταση της ελπίδας μου που όλους μας καλεί να γίνουμε θεοί και να εργαστούμε για την πραγμάτωσή της. […]

Τι ωραίο να ζει κανείς σε μια πόλη που την έχει σχολιάσει ένας μεγάλος στίχος! Το Μπουένος Αϊρες είναι θέαμα παντοτινό (τουλάχιστον για μένα) […] Ομως το Μπουένος Αϊρες, παρά τα εκατομμύρια των ατομικών πεπρωμένων που κουβαλάει, θα παραμείνει έρημο και χωρίς φωνή όσο δεν έρχεται να το κατοικήσει κάποιο σύμβολο. Η επαρχία έχει κατοικηθεί: εκεί βρίσκονται ο Σάντος Βέγα και ο γκάουτσο Κρους και ο Μαρτίν Φιέρο, εν δυνάμει θεοί. Η πόλη αναμένει ακόμη την ποιητικοποίησή της».

Στην απαρχή της λογοτεχνικής του πορείας, στο βιβλίο του Η διάσταση της ελπίδας μου (1926), ο Μπόρχες θέτει λοιπόν ως προγραμματικό στόχο του έργου του να προσφέρει στο Μπουένος Αϊρες «την ποίηση και τη μουσική και τη ζωγραφική και τη μεταφυσική» του, να «ποιητικοποιήσει» την πόλη του. Για να υπάρξει πραγματικά ένας χώρος, ένας τόπος, όχι ερήμην του ανθρώπου -εκεί πάντα υπάρχει-, μα στον χάρτη της ανθρώπινης γεωγραφίας, πρέπει ν’ αποκτήσει άυλα θεμέλια, πρέπει η γλώσσα του ποιητή και του συγγραφέα να χαράξει τις αόρατες συντεταγμένες του, να δώσει γλωσσική υπόσταση στα βιωματικά του πετρώματα. Με τη λογοτεχνικοποίησή του ο χώρος, ο τόπος, υπάρχει πια στους αιώνες των αιώνων, αναλλοίωτος, όσες αλλαγές κι αν μεσολαβήσουν, όσο κι αν μεταβληθεί η όψη του. Ο τόπος για να υπάρξει πρέπει να ποιητικοποιηθεί, να γίνει λογοτεχνία. Η Θεσσαλονίκη του Πεντζίκη, η Χαλκίδα του Σκαρίμπα, το Ρέθεμνο του Πρεβελάκη, η Αλεξάνδρεια του Λόρενς Ντάρελ, η Λισαβόνα του Πεσόα, το Δουβλίνο του Τζέιμς Τζόις και, βέβαια, το Μπουένος Αϊρες του Μπόρχες είναι λιγοστά από τα παραδείγματα αυτών των πόλεων, των τόπων, που απέκτησαν μέσα από την πένα των συγγραφέων μια νέα λογοτεχνική θεμελίωση αλλά και μια θέση στην ανθρώπινη γεωγραφία.

Διά του λόγου του Παπαδιαμάντη η Σκιάθος απέκτησε κι αυτή τις δικές της συντεταγμένες στην άυλη γεωγραφία που έχουν χαρτογραφήσει οι μεγάλοι συγγραφείς και ποιητές του κόσμου, πρόσφερε σ’ αυτό το νησί «την ποίηση και τη μουσική και τη ζωγραφική και τη μεταφυσική» του. Βέβαια, η Σκιάθος του Παπαδιαμάντη δεν ορίζεται μόνο με τοπιογραφικά χαρακτηριστικά· είναι μια σύνθετη «οντότητα», όπου η φύση, οι άνθρωποι, τα έργα των ανθρώπων αλλά και τα εξώκοσμα πνεύματα βρίσκονται διαρκώς σε μια σχέση αλληλοπεριχώρησης. Ο Παπαδιαμάντης δεν υπήρξε απλώς ένας εξωτερικός παρατηρητής που αποφάσισε να περιγράψει, με μια λειτουργία διαμεσολαβητική, σαν ένας τοπιογράφος ή σαν ένας συλλέκτης ξένων εμπειριών ή «λαογραφικού υλικού», μια εξωτερική ως προς αυτόν πραγματικότητα. Ο Παπαδιαμάντης μεγάλωσε σε έναν τόπο που οι άνθρωποί του έβλεπαν σε κάθε σπιθαμή του -πίσω από κάθε ριζιμιό βράχο, πίσω από κάθε βρύση, στις σκιές κάθε ρεματιάς, σε κάθε μικρή αμμουδιά, σε κάθε χάλασμα μέσα στο χωριό- μια μεταφυσική παρουσία, και μια άλλη ζωή. Για να κατανοήσει όμως κανείς αυτή τη διάσταση, και να νιώσει το βαθύ φορτίο που κουβαλάει ο παπαδιαμαντικός χώρος, πρέπει τις μεταφορές και τις προσωποποιήσεις της φύσης στον Παπαδιαμάντη να μην τις προσεγγίζει ως σχήματα λόγου, τα πνεύματα και τις απόκοσμες οντότητες που κατοικούν στη σκιαθίτικη φύση να μην τα δει ως «λαογραφικό υλικό», αλλά να τα κοιτάξει ως βιωμένες πραγματικότητες, βιωμένες μάλιστα και από τον ίδιο τον Παπαδιαμάντη.

Ο πανταχού παρών ανθρωπομορφισμός της φύσης, αλλά και ο «φυσιομορφισμός» του ανθρώπινου στοιχείου, στον παπαδιαμαντικό λόγο μπορούμε να πούμε ότι είναι τα μέσα με τα οποία ο Παπαδιαμάντης αποτυπώνει τη «σύνθετη οντότητα» της Σκιάθου. Στη Φόνισσα, η Φραγκογιαννού θυμάται τη μάνα της, που την κυνηγούσαν, γιατί ήταν μάγισσα και κακορίζικη:

«Αυτή ανεπήδησε τότε μέσ’ από τους θάμνους, κ’ έτρεξεν ως φοβισμένη τρυγών με το πτερύγισμα των λευκών πλατειών χειρίδων της. Δεν ήτο πλέον ελπίς να γλυτώση. Αλλοτε, την πρώτην φοράν ότε την είχον κυνηγήσει, είχε κατορθώσει να κρυφθή, κάτω εις το Πυργί, επειδή το μέρος εκείνο είχε πολλά μονοπάτια. Εδώ, στο Μεροβίλι, δεν υπήρχον δρομίσκοι και λαβύρινθοι, αλλά μόνον συστάδες δένδρων και λόχμαι απάτητοι. Η τότε νεαρά Δελχαρώ, η μήτηρ της Φραγκογιαννούς, επήδα ως δορκάς από θάμνου εις θάμνον, ανυπόδητος, επειδή προ πολλού είχε πετάξει τας εμβάδας της από τους πόδας, όπισθεν της, -την μίαν των οποίων είχεν αναλάβει ως λάφυρον ο εις εκ των διωκτών- και τ’ αγκάθια εχώνοντο εις τας πτέρνας της, της έσχιζον κ’ αιμάτωνον τους αστραγάλους και ταρσούς. Τότε, εν τη απελπισία, της ήλθε μια έμπνευσις.

Εκείθεν του λόγγου, εις το πλάγι του βουνού, ήτον εις και μόνος καλλιεργημένος ελαιών, καλούμενος ο Πεύκος του Μωραΐτη. […] Ο φημισμένος πεύκος ίστατο εις το μέσον των ελαιών, ως γίγας μεταξύ νάνων. Το χιλιετές δένδρον ήτον σκαφιδιασμένον κοντά εις την ρίζαν, κάτω, εις τον γιγαντιαίον κορμόν, τον οποίον δεν ημπορούσαν ν’ αγκαλιάσουν πέντε άνδρες. Οι βοσκοί και οι αλιείς τον είχαν σκαφιδιάσει, του είχαν σκάψει την καρδίαν, του είχαν κοιλάνει τα έγκατα, διά να λάβωσιν εκείθεν άφθονον δάδα. Και με την φοβεράν πληγήν εις τα ίνας, εις τα σπλάγχνα του, ο πεύκος επέζησεν άλλα τρία τέταρτα αιώνος, μέχρι του 1871. Κατά Ιούλιον του έτους εκείνου, μέγαν τοπικόν σεισμόν ησθάνθησαν οι κατοικούντες, εις απόστασιν μιλίων, κάτω εις την παραθαλασσίαν. Την νύκτα εκείνην κατέρρευσεν ο γίγας».

Η Δελχαρώ είναι η τρυγόνα, η δορκάδα που τρέχει να γλιτώσει, κι ο πεύκος είναι ο γίγαντας που του έχουν σκάψει την καρδιά και μέσα σ’ αυτή τη σκαμμένη καρδιά θα βρει καταφύγιο η κυνηγημένη δορκάδα. Το ζεύγος ανθρωπομορφισμού της φύσης και «φυσιομορφισμού» του ανθρώπινου στοιχείου ορίζει από τις πρώτες παραγράφους την ανθρωπογεωγραφία αυτού του κομβικού διηγήματος. Και είναι το ίδιο ζεύγος στο οποίο θεμελιώνεται το μεγαλύτερο μέρος του παπαδιαμαντικού έργου.

* Ο Παναγιώτης Σουλτάνης είναι φιλόλογος.

Πηγή: εφημ. Ελευθεροτυπία, 29/4/11

«Η αίγλη του φωτός» με τον χρωστήρα του Μοράρου, της Χρυσής Καρατσινίδου

4 Μάιος 2011

Ημερολόγιο 2011.

Αφιέρωμα για τα 100 χρόνια

από την κοίμηση του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη (1851-1911)

εκδόσεις Μυγδονία

Στο αφιέρωμα της εφημερίδας Η Καθημερινή για τον «γλύπτη του φωτός» Γεράσιμο Σκλάβο (24-1-1999) εγράφη πως ο μεγάλος έλληνας γλύπτης θεωρούσε πάντοτε ότι «πρέπει να τρέξεις, γιατί το φως είναι λίγο και θα τελειώσει».

Οσοι διαβάζουν πατερικά κείμενα και παράλληλα ασχολούνται με την εκκλησιαστική υμνογραφία γνωρίζουν ότι το φως καταυγάζει διαρκώς με τον έναν ή τον άλλο τρόπο τα έργα του Θεού. «Νυν πάντα πεπλήρωται φωτός» γράφει στον Κανόνα της Αναστάσεως ο Αγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός, ενώ ο Αγιος Ιωάννης της Κλίμακος προειδοποιεί: «Δεξάμενος φλόγα τρέχε· ου γαρ γινώσκεις πότε σβέννυται και εν σκοτία σε καταλείψει».

Αν και η σύσταση του Αγίου Ιωάννου της Κλίμακος επιδέχεται βαθύτερη ερμηνεία, εγώ θα σταθώ στην εικόνα του Παπαδιαμάντη, ο οποίος, σύμφωνα με μαρτυρία του Παύλου Νιρβάνα, έτρεχε πίσω από τον ήλιο, χωρίς να τον προφταίνει: «Αφισέ με! Πηγαίνω να προφθάσω τον Ηλιον, πριν δύση. Είναι ένας μήνας που έχω να τον ιδώ. Και ποτέ δεν τον προφθαίνω».

Κοιτάζοντας τις εξαίσιες εικόνες που κοσμούν το ημερολόγιο των εκδόσεων «Μυγδονία» για τα 100 χρόνια από την κοίμηση του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη, μου δημιουργείται η εντύπωση πως ο Δημήτρης Μοράρος κινείται στους αντίποδες του σκιαθίτη συγγραφέα. Ο βολιώτης ζωγράφος τρέχει να προφτάσει το φεγγάρι! Και τα καταφέρνει, εν τέλει, αφού οι εφτά από τους δώδεκα πίνακες του ημερολογίου είναι λουσμένοι στο φως του φεγγαριού… Συνεπώς, το φως που κυριαρχεί στους πίνακες που περιλαμβάνονται στο ημερολόγιο είναι ένα φως εσπερινό. Η Λιαλιώ, «ρεμβή και αλλόφρων», και η Μοσχούλα, «όνειρον επιπλέον εις το κύμα», συγχέονται ονειρωδώς εις το «φέγγος της σελήνης», με αποτέλεσμα η σεληνοφεγγής νυξ να αποπνέει «μυστηριώδες θέλγητρον».

Αν, παρά ταύτα, από το «φέγγος της σελήνης» μετακινηθούμε στη «χαραυγή» του διηγήματος «Θέρος-έρος» και στην προσωπογραφία της περικαλλούς Ματής, θα διακρίνουμε το εκτυφλωτικό φως που την περιβάλλει και «τα νεοδρεπή, δροσερά ωχρόλευκα κρίνα, με φλεβιζούσας αποχρώσεις λευκού ρόδου», που διαγράφονται «υπό την λεπτήν φανέλαν» της.

Ο Δημήτρης Μοράρος με την καλλιτεχνική του ευαισθησία και, κυρίως, την αγάπη του για τον Παπαδιαμάντη συλλαμβάνει τις λεπτές αποχρώσεις του λευκού στο παπαδιαμαντικό κείμενο και κινείται με μοναδική άνεση στην επικράτεια του φωτός. Αποτυπώνει χρωματικά στον πίνακά του «το λεπτόν λευκόν μανδήλιον περί τους κροτάφους» της Ματής, το «λευκόν μεσοφούστανον» και «την λευκήν βαμβακερήν φανέλαν». Ο Μοράρος μετέχει στο παπαδιαμαντικό λογοτεχνικό σύμπαν και ζωγραφίζει βιωματικά, αποκαλύπτοντας την πνευματική του σχέση με τον σκιαθίτη συγγραφέα, όπως εκμυστηρεύτηκε ο ίδιος σε ραδιοφωνική εκπομπή: «Ο Παπαδιαμάντης είναι σαν τον πνευματικό: σε καθοδηγεί». Γι’ αυτό και ο χρωστήρας του αισθητικοποιεί τις μορφές, προβάλλοντας ταυτόχρονα την οντολογία του κειμένου και τα απορρέοντα νοήματα.

Σπάνια η συνομιλία λόγου και εικόνας βρίσκει τόσο αρμονική συνύπαρξη, αποδεικνύοντας ότι δεν υπάρχουν στεγανά ανάμεσα στις διάφορες μορφές τέχνης. Αυτό συμβαίνει, επειδή και ο λόγος του Παπαδιαμάντη «ζωγραφεί μετ’ έρωτος την φύσιν» και τα πρόσωπα και θυμίζει αυτό που ο Αλέκος Φασιανός διέκρινε στον ομότεχνό του Νίκο Εγγονόπουλο: «Ηταν σημαίνουσα προσωπικότητα και στις δύο τέχνες, που βασικά γίνονταν μία».

Είναι γνωστό ότι το λογοτεχνικό έργο ζει και διασφαλίζει την ύπαρξή του χάρη στον αναγνώστη, που αναγεννά και πολλαπλασιάζει το νόημα ή τα νοήματά του στη διάρκεια του χρόνου. Στο παπαδιαμαντικό κείμενο, ιδιαίτερα, η λειτουργία αυτή είναι αμφίδρομη, καθώς ο αναγνώστης (ανα)ζωογονείται πνευματικά και αισθητικά, αντλώντας από την αστείρευτη πηγή των δωρημάτων του σκιαθίτη Γέροντα.

Πάντως, επειδή περί δωρημάτων ο λόγος, αυτό που πρέπει να υπογραμμισθεί είναι ότι οι αποδέκτες του ημερολογίου αξιώνονται διπλής δωρεάς, αφού κάτω από τους πίνακες που το κοσμούν υπάρχουν τα χωρία των διηγημάτων του Παπαδιαμάντη που ενέπνευσαν τον Μοράρο. Στον «σεληνοφεγγή» πίνακα του Ιουνίου, για παράδειγμα, εμπνευσμένο από τη Νοσταλγό, με τον Μαθιό στα κουπιά και τη Λιαλιώ «μετά φαιδράς χάριτος» στην πλώρη της βάρκας, «η θάλασσα φρικιά ηρέμα από την λεπτήν αύραν την εξακολουθούσαν να πνέη ως λείψανον του ανέμου, όστις την είχεν αυλακώσει από πρωίας». «Τι έκφραση μεγάλου ποιητή – Θεέ μου!», θα έλεγε σίγουρα (και) στην προκειμένη περίπτωση ο Οδυσσέας Ελύτης…

Η έκδοση του ημερολογίου πραγματοποιήθηκε με τη συμμετοχή του Δήμου Σκιάθου και τη χορηγία των ξενοδόχων του νησιού για λογαριασμό του Μουσείου Παπαδιαμάντη. Ο φίλεργος και φίλος του Παπαδιαμάντη Θανάσης Καγιάς συνεχίζει και με αυτή την άκρως επιμελημένη έκδοση μία συνεπή εκδοτική πορεία, η οποία περιλαμβάνει, μεταξύ άλλων, τον Ερωτα στα χιόνια και τον Ξεπεσμένο Δερβίση σε αυτοτελείς τόμους, με εικονογράφηση όπως πάντα του Δημήτρη Μοράρου.

* Η Χρυσή Καρατσινίδου είναι επίκουρη καθηγήτρια ΑΠΘ.

Πηγή: εφημ. Ελευθεροτυπία, 29/4/11

Αλλαγή μεγέθους γραμματοσειράς
Αντίθεση