ΘΡΗΣΚΕΙΑ


ΤΟ ΜΕΛΟΣ ΤΗΣ ΜΕΓΑΛΗΣ ΕΒΔΟΜΑΔΟΣ ΚΑΤΑ ΤΟΝ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟ ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗ. ΤΟΥ ΠΑΝΑΓΙΩΤΗ ΑΝΔΡΙΟΠΟΥΛΟΥ.

18 Απρίλιος 2011

Πάμπολλες οι αναφορές και οι μελέτες για το έργο του Παπαδιαμάντη στην εποχή μας. Ειδικές εργασίες και μάλιστα τολμηρές, όπως χαρακτηρίζονται από διάφορους κριτικούς, απόπειρες ερμηνείες του έργου του, βλέπουν το φώς της δημοσιότητας συνεχώς. Και είναι γνωστό ότι υπάρχει και μία επιστημονική διχογνωμία για το ποιος τελικά Παπαδιαμάντης είναι ο αληθινός. Ο ορθόδοξος και κοσμοκαλόγερος ή ο σκοτεινός και ερωτικός νοσταλγός; Ο ταπεινός και ασίγαστος ψάλτης της Ορθοδοξίας ή ο “εωσφορικός”1 δημιουργός; Φυσικά, στο τεράστιο αυτό δίλημμα δεν θα δώσουμε απάντηση εμείς εδώ. Θα προσπαθήσουμε, όμως, να καταδείξουμε πως ο κυρ Αλέξανδρος δεν ήταν απλώς ένα πιστό μέλος της Εκκλησίας ή ένας πολύ καλός πρακτικός ψάλτης, που γνώριζε τα εκκλησιαστικά και λειτουργικά θέματα. Ο Παπαδιαμάντης ήταν γνώστης της Ορθόδοξης Θεολογίας όσο λίγοι στον καιρό του. Βίωνε την παράδοση της ρωμιοσύνης με απόλυτη ένταση γι’ αυτό και έγραψε, ουσιαστικά κατήγγειλε, τα προβλήματα στον κλήρο, την προτεσταντίζουσα δράση των θρησκευτικών οργανώσεων της εποχής του, την περιθωριοποίηση των λαϊκών, τους οποίους έβλεπε ως συλλειτουργός των ιερέων2. Ακόμη, αναδείχθηκε υπέρμαχος της Βυζαντινής λειτουργικής τέχνης, μουσικής και αγιογραφίας, πιστός τηρητής του τυπικού, λάτρης του μοναχισμού. Μόνος και φυσικά πρωτοπόρος στην εποχή του, αντιτάχθηκε στην μουσειοποίηση της λειτουργικής τέχνης3, περιέγραψε με σαφήνεια τις ολέθριες δυτικές επιδράσεις στον καθόλου εκκλησιαστικό βίο, προέβαλε το γνήσιο λειτουργικό ήθος. Πρέπει να υπογραμμιστεί το γεγονός ότι κανένας τότε δεν συμμερίστηκε την οδύνη του κυρ Αλέξανδρου, που εκπήγαζε από την βαθιά εκκλησιαστική του συνείδηση. Για τον Παπαδιαμάντη πρωτοτυπία στις λειτουργικές τέχνες, σημαίνει να μένει κανείς πιστός στους πρώτους τύπους της τέχνης αυτής. Η Εκκλησία για τον Παπαδιαμάντη “έχει έναν παραδεδεγμένο τύπον, ον ουδείς δύναται αποινεί να παραβή και ρητώς απαγορεύεται πάσα καινοτομία είτε εις την αρχιτεκτονικήν και γραφικήν και την λοιπήν των ναών διακόσμησιν, είτε εις την μουσικήν και των άλλην λατρείαν”.4

Και για να εστιάσουμε την μουσική προσωπικότητά του: Υπήρξε ψάλτης, τυπικάρης, υμνογράφος5 και παραϋμνογράφος – έγραφε δηλ. σατιρικά6 όπως οι Βυζαντινοί – και για την εποχή του μουσικολόγος, υπό την έννοια ότι προέβη σε καίριες παρατηρήσεις σχετικά με την εκκλησιαστική μουσική. Παρατηρήσεις, οι οποίες παραμένουν επίκαιρες και μάλλον διαχρονικές.
Ο Παπαδιαμάντης ήταν φορέας μιας σπουδαίας και ζωντανής, τότε, παραδόσεως: της Κολλυβαδικής ή καλύτερα φιλοκαλικής. Το μοναστήρι του Ευαγγελισμού στη Σκιάθο, όπου πήγαινε ο Παπαδιαμάντης, ήταν η ορατή αλλά και ζωντανή παρουσία που διασφάλιζε την αγιορείτικη λειτουργική παράδοση των Κολλυβάδων πατέρων7. Αυτήν την παράδοση μεταφύτευσε ο Παπαδιαμάντης στην Αθήνα! Στο ναϋδριο του Προφήτου Ελισσαίου, όπου τελούνταν τις μεγάλες γιορτές αγρυπνίες μέχρι πρωίας, σύμφωνα με τις τυπικές διατάξεις του Αγίου Όρους. Σε αυτές τις παννυχίδες έψαλλαν οι δύο Αλέξανδροι: Ο Παπαδιαμάντης και ο Μωραϊτίδης. Η μαρτυρία του μουσικολόγου και πρωτοψάλτου Κωνσταντίνου Ψάχου είναι ιδιαίτερα σημαντική: “αμφότεροι δεν ψάλλουσι προς επίδειξιν, αλλά ψάλλουσιν εκ συνειδήσεως δια να προσευχηθώσι και να επικοινωνήσωσι με το θείον, με πίστιν αληθή, η οποία κατέστη εγγενής του πνεύματός των. Ο Παπαδιαμάντης γνωρίζει από στήθους όλα τα κείμενα, όπως και την μουσικήν όλων των κανόνων (ενν. του όρθρου), εις τους οποίους προπάντων είναι αμίμητος. Είναι ειδήμων των τυπικών διατάξεων των αγρυπνιών και όλων εν γένει των ιερών ακολουθιών, ψάλλει δε με όλως ατομικόν του ιδίωμα τους πολυελέους των Αγρυπνιών πάσης εορτής…”.8 Το γεγονός ότι – όπως μαρτυρεί ο Κωνσταντίνος Ψάχος – ο Παπαδιαμάντης γνωρίζει πάρα πολύ καλά να ψάλει τους κανόνες και τους πολυελέους, αποδεικνύει την ευεργετική επίδραση της κολλυβαδικής παραδόσεως. Ας σημειωθεί ότι οι περισσότεροι από τους σημερινές ψάλτες αγνοούν το μέλος των κανόνων και των πολυελέων – κυρίως αυτών που ονομάζουμε “εκλογή” από το ψαλτήρι του Δαβίδ. “Εν τη εκτελέσει των μελών τούτων ο Παπαδιαμάντης ήτο αμίμητος”, αναφέρει ο Τσόκλης.9
Εννοείται ότι οι επιδράσεις από το αγιορείτικο τυπικό – εκτός από την φανέρωσή τους στην πράξη – καταφαίνονται και σε διηγήματα που έχουν ως σκηνικό τους όχι μόνο μοναστηριακούς χώρους, αλλά εκκλησίες και ξωκλήσια της Σκιάθου.
Σύμφωνα με τις μαρτυρίες του Παπαδιαμάντη, στο τέλος του 19ου αιώνα κυριαρχεί η φθορά του πατροπαράδοτου ήθους στην εκκλησιαστική μουσική, όχι μόνο λόγω της εισαγωγής της τετραφωνίας σε κεντρικούς ναούς των Αθηνών,10 αλλά και εξ αιτίας της άγνοιας, της αμβλύνσεως του ευλαβούς εκκλησιαστικού φρονήματος και της αδιαφορίας των υπευθύνων. Οι απόψεις του Παπαδιαμάντη για την εκκλησιαστική μουσική δεν είναι αποτέλεσμα κάποιας αισθητικής προτίμησης. Η εισαγωγή της ευρωπαϊκής μουσικής έχει σχέση με την εμφάνιση του πιετισμού και την εκκοσμίκευση της εκκλησιαστικής τέχνης. Οι επιχειρούμενοι νεωτερισμοί αλλοιώνουν το πνεύμα και την ουσία της παράδοσης διαστρέφουν το ορθόδοξο βίωμα. Για τον Παπαδιαμάντη η εκκλησιαστική μουσική και υμνογραφία, ο λόγος και το μέλος, ως αδιάσπαστη ενότητα διδάσκουν και θεολογούν μέσα από τη δική τους συμβολική αποτύπωση της εκκλησιαστικής αλήθειας.
Όλα τα παραπάνω μπορεί να εντοπίσει κανείς στα άρθρα του Παπαδιαμάντη για την Μεγάλη Εβδομάδα. Πρόκειται για έξι σειρές άρθρων, γραμμένες για αθηναϊκές εφημερίδες. Οι τέσσερεις σειρές δημοσιεύονται στα ΑΠΑΝΤΑ του Παπαδιαμάντη, που έχει επιμεληθεί ο γνωστός Φιλόλογος Νίκος Τριανταφυλλόπουλος. Φέρουν τους τίτλους: Η Εβδομάς των Αγίων Παθών (1877),11Η Αγία και Μεγάλη Εβδομάς (1881), 12 Η Μεγάλη Εβδομάς εν Αθήναις (1887),13 και με τον ίδιο τίτλο το 1892.14
Οι άλλες δύο σειρές εκδόθηκαν από τον φιλόλογο Φώτη Δημητρακόπουλο,15 καθηγητή του Πανεπιστημίου Αθηνών και δημοσιεύτηκαν: η πρώτη στην εφημερίδα Ακρόπολις τον Μάρτιο του 1893,16 η δεύτερη στην εφημερίδα Εφημερίς τον Απρίλιο του 1894.17 Ο Φ. Δημητρακόπουλος στον σχολιασμό των άρθρων αυτών παρατηρεί: “Οπωσδήποτε, είναι εύλογο να αναμένει κανείς ότι δεν είναι μόνο τα έτη 1892 και 1893 που η Ακρόπολις δημοσίευσε άρθρα του Παπαδιαμάντη για τη Μεγάλη Εβδομάδα, το θέμα χρειάζεται έρευνα”18και επισημαίνει πως τη Μεγάλη Εβδομάδα του 1900 δημοσιεύονται στην Εσπερινή ανυπόγραφα θρησκευτικά άρθρα που με ασφάλεια μπορούν να αποδοθούν στον Παπαδιαμάντη.19
Σε όλες αυτές τις σειρές των Μεγαλοβδομαδιάτικων άρθρων του ο Παπαδιαμάντης με συνοπτικό τρόπο αναφέρει το γεγονός που εορτάζει η Εκκλησία κάθε μέρα, επισημαίνει το βαθύτερο νόημά του, παραθέτει – πολλές φορές αυτούσια τροπάρια ή αγιογραφικά αναγνώσματα της ημέρας, δεν παραλείπει κάποιες ιστορικές αναφορές που θεωρεί απαραίτητες, και βέβαια προβαίνει σε σημαντικές παρατηρήσεις για την τυπική διάταξη, την μετρική των ύμνων και το ήθος του μέλους. Τέλος, καταγράφει συνήθειες – κυρίως αθηναϊκές – που επικρατούσαν στους ναούς κατά την τέλεση των ακολουθιών της Μεγάλης Εβδομάδος.
Ο λόγος του την Μεγάλη Δευτέρα, προτρεπτικός: “…. κατανυσσόμενοι και ενούντες την φωνήν της ψυχής μας εις τους λυρικούς της Εκκλησίας ύμνους τους κατακηλούντας ημάς διά της γλυκυτάτης βυζαντινής μούσης των, ας ενωτισθώμεν την μελαγχολική κ’ εμπνέουσα ακολουθίαν του Νυμφίου”.20 Ο Παπαδιαμάντης στέκεται ιδιαίτερα στο Τριώδιο της Μεγάλης Δευτέρας, “Τω την άβατον κυμαινομένην θάλασσαν”, δηλαδή στον κανόνα που έχει τρείς ωδές και είναι ποίημα του “υψιπέτου” – όπως τον χαρακτηρίζει – Κοσμά του Μελωδού. Τα τροπάρια του κανόνος τα θεωρεί “κατανυκτικότατα και τρυφερά, άτινα εν ήχω αρμόζοντι ψάλλονται”.21 Ο αρμόζων ήχος εδώ είναι ο δεύτερος. “Εν γένει, γράφει ο Παπαδιαμάντης, όλα τα τροπάρια είναι αμίμητου καλλονής και μελωδίας, και συνιστώμεν να προσέξωσιν οι φιλόχριστοι αναγνώστες όχι διά των εξωτερικών οφθαλμών αυτών, αλλά διά των ομμάτων της ψυχής εν καθαρώ συνειδότι”.22 Δηλαδή, αυτό όπου έχει μεγαλύτερη σημασία δεν είναι ο πιστός να προσεγγίζει τους ύμνους της Εκκλησίας διανοητικά, αλλά κυρίως βιωματικά. Δεν έχει σημασία αν ο ψάλτης έχει ορισμένες τυπικές ή τεχνικές γνώσεις, αλλά το αίσθημα που εκφράζει. Και το ήθος του μέλους εκπηγάζει από την ψυχή.
Την Μεγάλη Τρίτη στον Όρθρο ψάλλεται “το Διώδιον του θεσπεσίου ποιητού Κοσμά”, 23 το οποίο περιλαμβάνει βραχύτατα τροπάρια, αλλά περιεκτικά σε νοήματα υψηλά και διδακτικά. Εδώ ο Παπαδιαμάντης προβαίνει σε απίθανες παρατηρήσεις περί της αρχαίας Ελληνικής μετρικής και της σχέσεώς της με την εκκλησιαστική: “Καθώς η ρυθμοποιία του Πινδάρου και των άλλων χορικών της Δωρίου μούσης βαίνει κατά κώλον, ήτοι ημιστίχιον, και ουχί κατά στίχον, δεσπόζοντος μεν του μέλους, υπουργούντος δε του ρυθμού, ούτω και των ιερών ποιητών μας, αληθών εγκαλλωπισμάτων του μεσαιωνικού Ελληνισμού, η ρυθμοποιία βαίνει κατά κώλον, και ουχί κατά στίχον, διαφέρουσα μόνον της πινδαρικής κατά τούτο, ότι βάσις του ρυθμού είναι ο λογικός ήτοι γραμματικός τόνος, και όχι η απολεσθείσα ποσότης των μακρών και βραχέων. Και η λυρική δε ποίησις της Εκκλησίας είναι χορική, καθώς η της Δωρίου σχολής των αρχαίων, και οι ειρμοί και τα τροπάρια είναι αι στροφαί και αντιστροφαί, και η καταβασία ουδέν άλλο είναι ειμή η επωδός της πινδαρικής ποιήσεως. Γράφονται δε τα τροπάρια κατά συνήθειαν εν συνεχεία και ισότητι γραμμών…, της στίξεως γενομένης ουχί κατ’ έννοιαν, αλλά κατά ρυθμόν και μέλος”.24 Οι παρατηρήσεις αυτές φανερώνουν πόσο ο Παπαδιαμάντης γνώριζε καλά την αρχαία ελληνική ποίηση και θεωρούσε ότι συνέχειά της είναι η ποίηση της Εκκλησίας. Σ’ ένα άλλο κείμενό του που διερευνά την σχέση αρχαίας ελληνικής και βυζαντινής μουσικής, αποφαίνεται με κατηγορηματικότητα. Και, θα πρέπει να πούμε ότι και σύγχρονη μουσικολογική έρευνα τον δικαιώνει: “Η Βυζαντινή μουσική είναι τόσον Ελληνική όσον πρέπει να είναι. Ούτε ημείς την θέλομεν, ούτε την φανταζόμεθα, ως αυτήν την μουσικήν των αρχαίων Ελλήνων. Άλλ’ είναι η μόνη γνησία και η μόνη υπάρχουσα. Και δι’ ημάς, εάν δεν είναι η μουσική των Ελλήνων, είναι η μουσική των Αγγέλων”.25
Την Μεγάλη Τετάρτη στον όρθρο “ψάλλεται αργώς και μετά μέλους το πλήρες βαθείας ποιήσεως εκκλησιαστικής τροπάριον της Κασσιανής, το ευωδέστερον ίσως άνθος της Βυζαντίδος μούσης”, 26 σημειώνει ο Παπαδιαμάντης. Και εξηγεί ότι “μέλος ημείς εννοούμεν το Βυζαντινόν, διότι η ποίησις και ο ρυθμός αυτός του τροπαρίου… έχει τονισθεί υπό αρχαιοτάτου μουσικοσυνθέτου, συνδυάσαντος τον ρυθμόν των στίχων με του μέλους την αφελή χάριν. Δεν χωρεί λοιπόν εις ταύτα ουδείς νεωτερισμός, ουδεμία καινοτομία τετραφωνική ή πολυφωνία, ως την σήμερον αποπειρώνται τούτο καινοτόμοι τινές. Δεν είναι δυνατόν να τονίση τις σήμερον αυτό καλλίτερον ή ο ποιητής του τροπαρίου ο και μελοποιός τυγχάνων. Ώστε κατά τας ημέρας τουλάχιστον ταύτας άφετε την μονοφωνίαν της Βυζαντινής και μη μιγνύετε εν αυτή ξενισμούς, οίτινες δεν είναι άλλο παρά αυτόχρημα βεβήλωσις του αγνού θρησκευτικού βυζαντινού μέλους”.27 Ο Παπαδιαμάντης εδώ αναδεικνύεται υπέρμαχος της μονόφωνης εκκλησιαστικής μουσικής, καταδικάζοντας οποιαδήποτε απόπειρα καινοτομίας. Είναι αξιοσημείωτο ότι επειδή γνωρίζει την έλλειψη του αρχετύπου μέλους, δηλαδή του μέλους της Κασσιανής, σημειώνει: “προτιμάται και σχετικώς τελειοτέρα λογίζεται του αρχαιοτέρου τονίσαντος μουσικού η περισωζομένη σύνθεσις”.28 Κάτι που συμβαίνει εν πολλοίς και κατ’ αναλογίαν στις μέρες μας, καθώς επικράτησε να ψάλλεται η μουσική σύνθεσις του τροπαρίου από τον Πέτρο τον Πελοποννήσιο, Λαμπαδάριο της Μ.τ.Χ.Ε. περί τα μέσα 18ου αιώνα. Γι’ αυτό προβαίνει και σε δύο καίριες επισημάνσεις που αφορούν στους ψάλτες της εποχής του, και όχι μόνο… Σημειώνει ότι το “περιλάλητον ιδιόμελον Κασσιανής μοναχής… οι πολλοί των εν Αθήναις ψαλτών καλώς εν γένει φιλοτιμούνται να μέλπωσιν, ως και παν ό,τι από διφθέρας ψάλλουσιν. Τα ποιητικώτατα όμως και μελωδικότατα τριώδια του ιερού Κοσμά, δεν ηξίωσαν ποτέ να μελετήσωσιν, αταλαιπώρως έχοντες και ολιγώρως προς τα τοιαύτα”.29 Δηλαδή, μπορεί οι ψάλτες να αποδίδουν το περίτεχνο και μακροσκελές τροπάριο της Κασσιανής, αλλά αδυνατούν να ερμηνεύουν όμως πρέπει τους κανόνες της Μεγάλης Εβδομάδος, που είναι μέλη συλλαβικά. Ο απαράμιλλος γνώστης των κανόνων, ο κυρ Αλέξανδρος, ονειδίζει έτσι την ολιγωρία των ψαλτών σε σχέση με το λαμπρό αυτό ποιητικό είδος. Κι ακόμα διαπιστώνει με θλίψη ότι το τροπάριο της Κασσιανής “δυστυχώς δεν ψάλλεται παντού, ως δεί, κατανυκτικώς, αλλά φωναίς ατάκτοις!!”30 Προφανώς εδώ ο Παπαδιαμάντης μεταφέρει σε μία μόνο φράση τον 75ο κανόνα της Πενθέκτης εν Τρούλλω Οικουμενικής Συνόδου: “μήτε βοαίς ατάκτοις κεχρήσθαι και την φύσιν προς κραυγήν εκβιάζεσθαι … αλλά μετά πολλής προσοχής και κατανύξεως τα ψαλμωδίας προσάγειν τω των κρυπτών εφόρω Θεώ”.31
Στον όρθρο της Μεγάλης Πέμπτης ψάλλεται πλήρης κανόνας, ποίημα και αυτός του Αγίου Κοσμά του Μελωδού, επισκόπου Μαϊουμά. Ο Παπαδιαμάντης, ο οποίος ελκύεται ιδιαίτερα από το ποιητικό αυτό είδος, παραθέτει μία σύντομη ανάλυση του κανόνος. Όταν φτάνει στην έβδομη ωδή, παρατηρεί ότι “το πρώτον μετά τον ειρμόν τροπάριον ταύτης, “Νευστάζων κάραν Ιούδας, κακά προβλέπων”, ηρανίσθη ο μελωδός εκ του Ομηρικού στίχου της Οδυσσείας:
Νευστάζων κεφαλήν, δη γαρ κακόν όσσετο θυμώ.”32 Προφανώς, ο Παπαδιαμάντης έχει υπόψιν του την σχετική ερμηνεία του τροπαρίου από τον Άγιο Νικόδημο τον Αγιορείτη, ο οποίος στο Εορτοδρόμιόν του γράφει: “την αρχήν του τροπαρίου κλέπτει από το Σ, της Οδυσσείας˙ εκεί γάρ εισάγει ο Ποιητής τον Οδυσσέα, ότι επέστρεψεν εις τον οίκον του, ως ένας ξένος και πτωχός, και ότι ύβρισεν ένα από τους μνηστήρας της Γυναικός του Πηνελόπης Αμφίνομον ονομαζόμενον˙ ο δε Αμφίνομος εκείνος, θυμωθείς δια τας ύβρεις, ανεχώρησε νεύων την κεφαλήν του, και κακά μελετών κατά του Οδυσσέως”.33 Αυτά λοιπόν τα ομηρικά λόγια “Νευστάζων κεφαλήν˙ δη γάρ κακόν όσσετο θυμώ”, μεταφέρει ο μελωδός στον νέο Αμφίνομο, τον Ιούδα, ο οποίος “νευστάζων κάραν, κακά προβλέπων εκίνησεν, ευκαιρίαν ζητών παραδούναι τον Κριτών εις κατάκρισιν”.34 Το γεγονός ότι ο Παπαδιαμάντης γνωρίζει τον Άγιο Νικόδημο τον Αγιορείτη δεν είναι δυσεξήγητο, αφού ο Άγιος Νικόδημος υπήρξε ένας από τους πρωταγωνιστές της κολλυβαδικής, δηλ. φιλοκαλικής αναγεννήσεως, της οποίας μέτοχος υπήρξε από τα νεανικά του χρόνια ο Παπαδιαμάντης.
Στο τέλος του όρθρου της Μεγάλης Πέμπτης ψάλλεται το ιδιόμελον “Μυσταγωγών σου, Κύριε, τους μαθητάς…”, το οποίο, σημειώνει ο Παπαδιαμάντης, περιέχει “κάλλος τρυφερόν και ύψος αληθείας. Ο ήχος εις ον ψάλλεται το τροπάριον τούτον, όστις είναι ο πλάγιος του πρώτου, το καθιστά έτι τρυφερώτερον και μελωδικώτερον”.35 Σε άλλο άρθρο του για την Μ. Τετάρτη το χαρακτηρίζει “περιπαθές και κατανυκτικόν”.36
Την Μεγάλη Πέμπτη τελείται η θεία λειτουργία του Μ. Βασιλείου, η οποία διακρίνεται από την συνήθη του ιερού Χρυσοστόμου, λόγω του μήκους των ευχών, και γι’ αυτό ψάλλονται αργά ο επινίκιος ύμνος “Άγιος, Άγιος, Άγιος”, το “Αμήν”, το “Σε υμνούμεν” και το “Επί σοι χαίρει”. Ο Παπαδιαμάντης παρατηρεί ότι “τα αργά ταύτα μέλη, αρχαιότατα και σεμνότατα όντα, εμπνέουσι τοις ακροατοίς μέγαν σεβασμόν”.37 Πρέπει εδώ να σημειωθεί ότι εκτός από αυτά τα μέλη της Λειτουργίας του Μ. Βασιλείου, πολλά μέλη της Μεγάλης Εβδομάδος φέρουν στα μουσικά χειρόγραφα την ένδειξη “μέλος αρχαίον”. Και αυτό το μέλος μας πηγαίνει πολύ πίσω και μας συνδέει με ήχους κι εποχές βυζαντινές, ίσως και πρωτοχριστιανικές, καθώς πολλά στοιχεία της Αρχαίας Εκκλησίας διασώζονται μέχρι σήμερα στην Μεγάλη Εβδομάδα, όπως π.χ. τα αντίφωνα της Μεγάλης Παρασκευής.
Ο Παπαδιαμάντης περιγράφει με ένθεο ζήλο την μοναδικότητα της Ακολουθίας των Παθών: “Αλλά μετά προσοχής παρακολουθήσατε τους απαραμίλλους των μελωδών ύμνους ψαλλομένους εξόχως κατανυκτικά, οίτινες και ως ποίησις και ως μέλος θα παραμείνωσιν εσαεί αθάνατα μνημεία της Βυζαντίδος μούσης. Η της Μεγάλης Παρασκευής ακολουθία είνε η μόνη ήτις περιλαμβάνει τόσην ποικιλίαν τροπαρίων αρμονικώς και μετά σπανίας χάριτος εναλλασσομένων των οκτώ ήχων, οίτινες όλοι απόψε ψάλλουσιν εκθάμβως και επηρμένως υπέρ της Βυζαντινής μουσικής τον πειστικώτερον των ρητορικών λόγων. Τα λεγόμενα Αντίφωνα σεμνοπρεπή και κατανύττοντα, αναφερόμενα δε εις τα Πάθη του Σωτήρος καθιστώσι μελωδικωτάτην και λίαν επαγωγόν την ακολουθίαν ταύτην, δεξιώτατα ποικίλλοντα εις ρυθμούς και ήχους και μεταπίπτοντα εν μαγευτική αντιθέσει από του χρωματικού εις το διατονικόν.”38 Εξαισία και παθητικωτάτη η ακολουθία των Αγίων Παθών. Αυτή η ακολουθία είναι γνωστή στο λαό ως η ακολουθία που διαβάζονται “τα δώδεκα Ευαγγέλια”. Πως όμως διαβάζονται και αυτές και οι υπόλοιπες ευαγγελικές περικοπές της Μεγάλης Εβδομάδος;
Ο Παπαδιαμάντης είναι πεπεισμένος ότι ένας τρόπος υπάρχει. Αυτός της εμμελούς απαγγελίας. “Ο λογαοιδικός ούτος τρόπος της απαγγελίας, είναι αρχαιότατος εν τη Εκκλησία, και είναι γνησίως Ελληνικός, όπως φαίνεται και εις τα παλαιά δράματα… Ο τρόπος ούτος της απαγγελίας, δια της παρατάσεως όλων μεν των συλλαβών, αλλά μάλιστα της καταλήξεως εκάστης περιόδου ή εκάστου κώλου, σημαίνει και μιμείται το κήρυγμα, ήτοι την φωνήν του κήρυκος, και ανταποκρίνεται εις την εντολήν του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, “κηρύξατε το Ευαγγέλιον πάση τη κτίσει”. Εθίζεται δε ν’ απαγγέλληται ο Απόστολος μετά τινος ποικιλίας τόνων και φθόγγων, το δε Ευαγγέλιον απλούστερον και όλως απερίττως”.39 Ήδη από την εποχή του Παπαδιαμάντη εμφανίσθηκαν κάποιοι “καινοτόμοι” ιερείς, οι οποίοι “κατήργησαν αυθαιρέτως τον λογαοιδικόν τρόπον και απαγγέλλουσιν τας περικοπάς των θείων ρημάτων δι’ απλής αναγνώσεως”.40 Ο Παπαδιαμάντης εμφανίζεται απόλυτος: “Εις τους τοιούτους ιερείς πρέπει ν’ απαγορευθή αρμοδίως η καινοτομία αύτη”.41 Δυστυχώς στις μέρες μας τείνει να χαθεί η αρχαιοπρεπής εμμελής απαγγελία των αναγνωσμάτων και επικρατούν οι δύο ακραίες τάσεις: είτε η ξηρή ανάγνωση είτε η εξεζητημένη ψαλμώδησις των αναγνωσμάτων. Μορφές που παραμορφώνουν το κλίμα της Μ. Εβδομάδος και παραποιούν το ήθος των ακολουθιών.
“Ο Επιτάφιος Θρήνος – όρθρος του Μ. Σαββάτου – είναι ελεγειακή ούτως ειπείν εκκλησιαστική ποίησις – σημειώνει ο Παπαδιαμάντης – άπασα η ακολουθία περιπαθής λίαν και το εν τροπάριον συγκινητικώτερον του άλλου. Οποίον πάθος εις τα θρηνώδη εγκώμια, οποία λυρική δύναμις εν αυτοίς συγκινούσα μέχρι ενδομύχων τον άνθρωπον!”.42 Η ποίησις και η μελωδία τους είναι αμίμητη! Ο Παπαδιαμάντης ξεχωρίζει και πάλι τον κανόνα που είναι γνωστός από τις πιο πρώτες λέξεις του ειρμού: “Κύματι θαλάσσης”. Τον θεωρεί “κελάδημα ποιητικώτατον” 43 “εν των περικαλλεστάτων της Εκκλησίας μουσουργημάτων”.44Και επειδή ο κανόνας αυτός είναι ποίημα τριών υμνογράφων: της Κασσιανής, του Κοσμά Μαϊουμά και του Μάρκου επισκόπου Υδρούντος, ο Παπαδιαμάντης αφιερώνει μεγάλο μέρος ενός άρθρου του45 για να διερευνήσει την πατρότητα των ωδών. “Ο πένθιμος ήχος, ο πλ. β’, εις ον είναι τονισμένα τα τροπάρια ταύτα, καθιστώσιν αυτά θρηνώδη λίαν και περιπαθέστατα, ψαλλόμενα μάλιστα από καλόν ψάλτην”,46 επισημαίνει ο Παπαδιαμάντης, υπαινισσόμενος έτσι, και πάλι, την αδεξιότητα των ψαλτών σχετικά με την ερμηνεία των κανόνων.
Ο Παπαδιαμάντης χαρακτηρίζει τους ύμνους του Επιταφίου ως “παθητικά άσματα”. Ακριβώς διότι βιώνει τον λόγο του αγίου Ιγνατίου του Θεοφόρου: “ο εμός έρως εσταύρωται”. Και μαζί με τον άνθρωπο πάσχει και η κτίσις “εν Σταυρώ καθορώσα τον Κύριον”.47 Στο διήγημά του “Παιδική Πασχαλιά” ο κύρ Αλέξανδρος περιγράφει την συμμετοχή της φύσης με τους θεσπέσιους ήχους της κατά την περιφορά του Επιταφίου: “Και η αύρα πραεία εκίνει ηρέμα τους πυρσούς, χωρίς να τους σβήνη, και η άνοιξις έπεμπε τα εκλεκτότερα αρώματά της εις τον Παθόντα και Ταφέντα, ως να συνέψαλλε και αυτή “ω γλυκύ μου έαρ, γλυκύτατόν μου τέκνον!” και η θάλασσα φλοισβίζουσα και μορμύρουσα παρά τον αιγιαλόν επαναλάμβανε “οίμοι! γλυκύτατε Ιησού!”48
Οι ύμνοι της Μεγάλης Εβδομάδος όπως τους θέλει η Εκκλησία και τους περιγράφει ο Παπαδιαμάντης, είναι γλυκείς, χωρίς να διέπονται από οποιονδήποτε συναισθηματισμό. Είναι αβίαστοι ρυθμού και μέλους, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν απαιτούν την δέουσα προσοχή από τους ψάλτες για την καλύτερη δυνατή ερμηνεία. Είναι περιπαθείς, χωρίς βέβαια να εξάπτουν τα γήϊνα πάθη, αλλ’ αντιθέτως διεγείρουν προς πόθον του Πάθους του Χριστού. Είναι ποιητικότατοι, αλλά πάνω απ’ όλα είναι θεόπνευστοι.
Η αναφορά μας στο μέλος της Μ. Εβδομάδος κατά τον Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη προσπαθεί να αποκαλύψει το “κεκρυμμένον μέλος”. Όχι το αγοραίον, αυτό δηλαδή που περιφέρεται συνήθως στα τηλεοπτικά κανάλια και αποτελεί είδος προς κατανάλωσιν. Δυστυχώς, κατακλυζόμαστε τις ημέρες αυτές από τραγουδιστές και ψάλτες, οι οποίοι περιφέρουν στα ΜΜΕ μία άσαρκη, άηχη, μη έχουσα είδος ουδέ κάλλος μελωδία, η οποία ουδεμία σχέση έχει με το ήθος της Μ. Εβδομάδος. Έγινε πλέον της μόδας οι πιο γνωστές μεγαλοβδομαδικές μελωδίες να αποδίδονται με όργανα, παραδοσιακά και άλλα επιδιώκοντας να δώσουν μίαν άλλη διάσταση – όπως λένε – στην Βυζαντινή μουσική. Όμως η αυτή η μουσική από τη φύση της είναι λειτουργική και όχι μουσική ακροάματος. Διακονεί το μυστήριο του ένσαρκου Λόγου, επενδύοντας τον Θεολογικό λόγο, για να μπορεί το σώμα της Εκκλησίας να “πλέκει” στον Θεό Λόγο “εκ λόγων μελωδίαν”. Γι’ αυτό και δεν βρήκαν στην Ορθόδοξη λατρεία ποτέ θέση τα μουσικά όργανα. Στην Εκκλησία, “όργανο” γλυκύφθογγο του Αγίου Πνεύματος γίνεται το πιστός, με την καθαρή καρδιά του. “Αυτός ο άνθρωπος ψαλτήριον γενόμενος”, λέει ο Μέγας Αθανάσιος. Ο Παπαδιαμάντης σημειώνει σ’ ένα άρθρο του για το Μεγάλο Σάββατο: “Εις τινας ναούς των ημετέρων κοινοτήτων ανά την Ευρώπην, ακούω ότι και βιολία υπό γυναικών κρουόμενα ευρίσκουσι χώρον εις τας λειτουργίας … Αλλά η παραδεδεγμένη ερμηνεία πολλών χωρίων της Π. και της Κ.Δ. είναι αλληγορική, το δε “εν χορδαίς και οργάνω” ιδέ πως το ερμηνεύει η Εκκλησία: “Εν κυμβάλοις χείλεσιν αγνοίς, μουσική τε καρδίας φόρμιγγι, εν ευήχω σάλπιγγι υψηλής διάνοιας …”.49 Άρα πρέπει να μη χαθεί η λεπτή ισορροπία: Η γλυκύτητα της μουσικής να μην καταλήγει στον ερεθισμό των παθημάτων και τον μετεωρισμό, αλλά στην απαλλαγή από την ηδονή του συναισθήματος και στην αναζήτηση του θείου εκείνου άσματος, το οποίο “της γής απαλλάττει, και των του σώματος απολύει δεσμών και φιλοσοφείν ποιεί”.
Έχοντας εμπιστοσύνη στις πληροφορίες των αισθητηρίων οργάνων μας πολύ εύκολα οδηγούμαστε στην πλάνη και την οίηση, εφ’ όσον έχουμε τη σιγουριά ότι κατέχουμε την αλήθεια. Έτσι γινόμαστε “οιηματίες μουσικοί”, κατά την έκφραση του Παπαδιαμάντη.
Η μουσική είναι ελευθερία και καταφύγιο: όχι αυθαιρεσία και οίηση. Ο άνθρωπος που υψώνει το δικό του (τον δικό του πόνο, τη δική του χαρά, τη δική του αξία) καταστρέφοντας την ισορροπία με τους άλλους και με τον κόσμο, δεν εννοεί την βαθύτερη φωνή της μουσικής”.50 Και ο οιηματίας μουσικός για να προβάλλει το δικό του, επικαλείται και την παράδοση, με την οποία φυσικά ουδεμία σχέση έχει. “Σαν λείψει η αλήθεια, λέει ο Κόντογλου, η ψυχή πεθαίνει από την φωτιά, μ’ όλο που κάνει τον ζωντανό με ξιπασμένα καμώματα”.
Το μέλος των ύμνων της Μεγάλης Εβδομάδος δεν έχει σχέση με την περιρρέουσα μουσική ατμόσφαιρα. Τα αληθινά κριτήρια έχουν χαθεί, και ο κίνδυνος της πλάνης είναι κάθε φορά επί θύραις. Τα ακούσματα της Μεγάλης Εβδομάδος, όπως ξεπροβάλλουν γύρω μας, είναι θορυβώδη, σαν τις μηχανές και τα μεγάφωνα των ναών. Δεν έχουν τίποτα από τη χαρμολύπη που πρέπει να χαρακτηρίζει την Μεγάλη Εβδομάδα. Γι’ αυτό περνάνε και φεύγουν. Δεν μπορούν να μας αγγίξουν εσωτερικά. Όμως οι ύμνοι της Μεγάλης Εβδομάδος σαρκώνουν τη χαρμολύπη. Είναι πένθιμοι οι φαιδροί μαζί, γιατί το πένθος ταιριάζει στην ωραιότητα. Έτσι, στο Μυρολόγι της φώκιας, την ώρα που ο Παπαδιαμάντης περιγράφει ένα βασίλεμα του ήλιου σχεδόν δοξαστικό πάνω στα πάλλευκα μνήματα που λάμπουν, η γριά-Λούκαινα “με ψίθυρον φωνήν έμελπεν έν πένθιμον βαθύ μυρολόγι …”.51 Με δεδομένη, εδώ, την αρχική σημασία του ρήματος “μέλπω” που είναι τραγουδώ, υμνών με τραγούδι και χορό. Αυτό είναι το μέλος των ύμνων της Μεγάλης Εβδομάδας: μία απρόσμενη συμφωνία του θρήνου και του πένθους με την ελπίδα της Ανάστασης. “Τότε η μουσική καταλήγει σε μίαν εσωτερική αρμονία που δεν σκορπίζει τον άνθρωπο. Του δίνει τη δύναμη ν’ ανέβει πάλι στον επάνω κόσμο˙ υπομένει, αντέχει, σηκώνει το φορτίο του και περιμένει πορευόμενος. Η μουσική του είναι προανάκρουσμα της επερχόμενης αυγής, δε χάνεται στη νύχτα, αν και πρέπει να περάσει μέσα απ’ αυτή. Είναι η μουσική του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη, η λεπτή αύρα που από τα χείλη του ανεβαίνει την κλίμακα του “άνω βυθού”.52 Και αυτή η ανάβαση οδηγεί από την μουσική τελειότητα της αρμονίας του ηδύτατου μέλους, στην άφθογγο τελειότητα της αρμονίας των προσώπων, την οποία επιτυγχάνει η άρρητος μουσική της αγάπης.

ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ:
  1. βλ. Guy (Michel) Saunier, Εωσφόρος και Άβυσσος, Ο προσωπικός μύθος του Παπαδιαμάντη, Αθήνα 2001. Και επίσης τις ιδιαίτερες προσεγγίσεις στο έργο του Παπαδιαμάντη:
– Λάκης Προγκίδης, Η κατάκτηση του μυθιστορήματος, Από τον Παπαδιαμάντη στον Βοκκάκιο, Αθήνα 1998.
– Κωστή Παπαγιώργη, Αλέξανδρος Αδαμαντίου Εμμανουήλ, Αθήνα 1997.
  1. Για τα θέματα αυτά βλ. τα αντίστοιχα κεφάλαια στο: Ανέστη Γ. Κεσελόπουλου, Η λειτουργική παράδοση στον Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη, Θεσσαλονίκη 1994.
  2. βλ. την σχετική προβληματική στο: Δημ. Δ. Τριανταφυλόπουλλος, “Πελιδνός ο παράφρων τύραννος”, Αρχαιολογικά στον Παπαδιαμάντη, Αθήνα 1996.
  3. Ο Επιτάφιος και η Ανάστασις εις τα χωρία, Άπαντα, κριτική έκδοση Ν.Δ.Τριανταφυλλόπουλος, εκδ. Δόμος, τ. Ε’, Αθήνα 1998 (2), σ. 119-120.
  4. Άπαντα, τ. Ε’, σ. 43 – 62. Βλ. Και τα σχετικά κεφάλαια στο: Π.Β. Πάσχου, Παπαδιαμάντης, Μνήμη δικαίου μετ’ εγκωμίων, Αθήνα 1991. Τα υμνογραφικά του Παπαδιαμάντη έχει ηχογραφήσει στο σύνολό τους η Ελληνική Βυζαντινή Χορωδία υπό την διεύθυνση του Λυκούργου Αγγελόπουλου (δύο κασσέτες, έκδοση ΕΛΒΥΧ, 1993). Για την μουσική στον Παπαδιαμάντη βλ. Άγγελου Καλογερόπουλου, Ο θρους του δέρατος, Αθήνα 1993.
  5. Άπαντα, τ. Ε’, όπ. π., σ. 63 – 64.
  6. Κεσελόπουλος, όπ. π., σ. 180 κ.εξ.
  7. Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, Είκοσι κείμενα για τη ζωή και το έργο του, Αθήνα 1979, σ. 54.
  8. Αλ. Παπαδιαμάντης, Είκοσι κείμενα…, όπ. π.. σ. 61.
  9. Βλ. σχετικά, Γιάννης Φιλόπουλος, Εισαγωγή στην ελληνική πολυφωνική εκκλησιαστική μουσική, Αθήνα 1990.
  10. Άπαντα, τ. Ε’, όπ. π. σ. 67 – 78.
  11. όπ. π., σ. 82 – 93.
  12. όπ. π. 96 – 114.
  13. όπ. π. 170 – 183.
  14. Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης {Το λάβαρον}, ανέκδοτες παπαδιαμαντικές σελίδες από το Αρχείο Απόστολου Γ. Παπαδιαμάντη, έκδοση κειμένων, σχόλια και περιγραφή του Αρχείου Φώτης Δημητρακόπουλος, Αθήνα 1989.
  15. όπ. π., σ. 52 – 61.
  16. όπ. π., 102 – 105.
  17. όπ. π., σ. 90.
  18. όπ. π., σ. 91.
  19. όπ. π., σ. 52.
  20. Άπαντα, τ. Ε’, όπ. π., σ. 67.
  21. όπ. π., σ. 68.
  22. όπ. π., σ. 173.
  23. όπ. π., σ. 173.
  24. όπ. π., σ. 240.
  25. Αλ. Παπαδιαμάντης {Το λάβαρον}, όπ. π., σ. 55.
  26. όπ. π., σ. 56.
  27. Άπαντα, τ. Ε’, όπ.π. σ. 175.
  28. όπ. π., σ. 99.
  29. όπ. π. σ. 84.
  30. Τυπικόν της του Χριστού Μεγάλης Εκκλησίας (υπό Γεωργίου Βιολάκη), βλ. Ερμηνεία του κανόνος σ. ζ’ – ια’.
  31. Άπαντα, τ. Ε’, όπ. π., σ. 103.
  32. Νικοδήμου εν μοναχοίς ελαχίστου του Αγιορείτου, Εορτοδρόμιον, Εν Βενετία 1836, σ. 343.
  33. Τροπάριον ζ’ ωδής κανόνος Μ. Πέμπτης.
  34. Άπαντα, τ. Ε’, όπ. π., σ. 72.
  35. όπ. π., σ. 104.
  36. όπ. π., σ. 104.
  37. Αλ. Παπαδιαμάντη {Το λάβαρον}, όπ. π., σ. 59
  38. Άπαντα, τ. Ε’, σ. 238.
  39. όπ.π.
  40. όπ.π.
  41. όπ. π., σ. 75
  42. όπ. π.
  43. όπ. π. σ. 112.
  44. όπ.π., σ. 112 -114.
  45. όπ. π., σ. 75.
  46. Ιδιόμελον Ήδη βάπτεται κάλαμος, Και νυν… Αποστίχων της ακολουθίας των Παθών.
  47. Αλ. Παπαδιαμάντη, Παιδική Πασχαλιά, Αθήνα 1999, σ. 13-14.
  48. Άπαντα, τ. Ε’, .οπ.π., σ. 183.
  49. Άγγελου Καλογερόπουλου, Ο θρους του δέρατος, Αθήνα 1993, σ. 83.
  50. Άπαντα, τ. Δ’, σ. 297.
  51. Άγγελου Καλογερόπουλου, όπ.π., σ. 85.
    ΠΗΓΗ: Περιοδικό Βημόθυρο (τεύχ. 2-3, Άνοιξη – Καλοκαίρι 2010, σ. 259-265)

>Μοναχός Μωυσής Αγιορείτης, Αλέξανδρος

4 Απρίλιος 2011

>

Αφού ευχαριστήσω θερμά όσους είχαν την ευγένεια να καλέσουν την ταπεινότητά μου στον αποψινό εσπερινό επετειακής μνημοσύνης θα εισέλθω αμέσως στο θέμα μου, γιατί δεν θέλω να χασομερώ με μακρούς προλόγους. Συμπληρώνονται εφέτος 160 έτη από τη γέννηση και 100 από την κοίμηση του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη. Παρά τις τόσες δεκαετίες η μνήμη του μένει ζωντανή. Συνεχώς γράφουν γι’ αυτόν. Δε υπάρχει για άλλο λογοτέχνη μας τόσο πλούσια βιβλιογραφία. Εμείς θα προσπαθήσουμε στον λίγο χρόνο που έχουμε να δείξουμε τη θρησκευτικότητα, την ορθόδοξη πνευματικότητα του Αλ. Παπαδιαμάντη, η οποία σαφώς είναι πηγαία, ανυπόκριτη και θερμή.
Ο Παπαδιαμάντης σπούδασε φιλόλογος αλλά είναι θεολόγος, γιατί θεολόγος δεν είναι αυτός που έχει ανάλογο πτυχίο, αλλά αυτός που αληθινά προσεύχεται, κατά τον όσιο Νείλο τον Ασκητή. Θεολόγος ουσιαστικά είναι ο πιστός που ζει αυθεντική χριστιανική ζωή, ο φίλος του Θεού, ο κοινωνός του Θεού, ο άγιος, ο λυτρωμένος και σεσωσμένος. Μέσα στην Ορθοδοξία μας κανείς ποτέ δεν σώζεται ατομικά, αλλά περνώντας η ζωή του μέσα από των άλλων, συνδράμοντας με διάφορους τρόπους στη σωτηρία κι εκείνων. Ο Θεός του Παπαδιαμάντη είναι ο Δημιουργός του Σύμπαντος, ο πλάστης του ανθρώπου, ο Παντοδύναμος, ο προνοητής, ο φιλόστοργος πατέρας. Πιστεύει στο θέλημα του Θεού, στη θεία Πρόνοια, στη θεία Χάρη, στη θεία μισθαποδοσία και δικαιοκρισία.
Κατά τον Παπαδιαμάντη η σχέση του ανθρώπου με τον Θεό είναι να τον υπακούει, να τηρεί τις εντολές του, να τον διακονεί θυσιαστικά στο πρόσωπο του κάθε πλησίον. Οι σχέσεις του ανθρώπου διαταράσσονται διά της αμαρτίας. Το παπαδιαμαντικό έργο είναι γεμάτο από αμαρτωλούς. Μέσα από τα μυθιστορήματα και διηγήματά του περιδιαβαίνουν άσωτοι, άθεοι, βλάσφημοι, κλέφτες, φιλόδοξοι, τοκογλύφοι, λαίμαργοι, μέθυσοι, άδικοι, υποκριτές φθονεροί, ακόμη και ιερόσυλοι, αυτόχειρες και φονιάδες. Παρ’ όλ’ αυτά όλους αυτούς τους αμαρτωλούς ήρωές του τελικά τους συμπαθούμε. Στα πρόσωπά τους συναντούμε τα φιλάμαρτα πρόσωπά μας, αλλά και γιατί συνήθως μετανοούν για τις πράξεις τους. Ο Παπαδιαμάντης γνωρίζει το ευόλισμο της ανθρώπινης φύσεως, αλλά και τη θεραπεία στο θεραπευτήριο της εκκλησίας διά ειλικρινούς μετανοίας και εξομολογήσεως. Για τον Παπαδιαμάντη η Εκκλησία όπως γράφει είναι η “φιλόστοργη μητέρα και η πηγή πάσης παραμυθίας”.

Πιστεύει ακράδαντα ότι ο Νεοέλληνας δεν μπορεί εύκολα να μη πιστεύει. Μέσα στην Εκκλησία το έμφυτο θρησκευτικό αίσθημα και συναίσθημα δυναμώνει. Πρέπει να κάνει μεγάλο αγώνα ο Έλληνας για να μη πιστεύει καθόλου και σε τίποτε. Εν τούτοις την απομάκρυνση του κόσμου τη δικαιολογεί ως κλονισμό της αγάπης του στην ελληνορθόδοξη παράδοση, κάτι που συνέτεινε η απώλεια μέρους της αξιοπιστίας, λόγω σκανδάλων εκπροσώπων της Εκκλησίας. Για τον Παπαδιαμάντη παράδοση είναι όπως λέγει “ζην κατά τον θείον νόμον”. Τελικά ομολογεί: “Εγώ είμαι τέκνον γνήσιον της Ορθοδόξου Εκκλησίας, εκπροσωπουμένης υπό των επισκόπων της”. Σε άλλη περίπτωση βέβαια δεν δυσκολεύεται να τους κρίνει αυστηρά για διάφορες προκλήσεις τους.
Ο Παπαδιαμάντης δεν πιστεύει σ’ ένα ιδεολογικό ελληνοχριστιανικό νεφέλωμα. Η πίστη του είναι ακράδαντη στη μεγάλη ανάγκη που έχει ο ελληνισμός τον Χριστιανισμό. Θεωρεί κίνδυνο γα την ελληνική κοινωνία τον μιμητισμό, την ξενομανία, “το να χάσκη τις προς τα ξένα”, την είσοδο στην πατρίδα μας του δυτικού τρόπου ζωής. Έτσι παρατηρεί με βαθύ πόνο την αλλοίωση των ηθών, τη χαλάρωση της ορθοδόξου πίστεως του λαού, την παραχάραξη της πλούσιας και ωραίας ελληνικής γλώσσας. Δυστυχώς γράφει “κηρύττεται πλέον φανερά η αγραμματωσύνη, και το ανωφελές του ορθώς γράφειν ή ομιλείν”, ώστε “κατήντησε να γίνει όλη σχεδόν η γλώσσα νόθον και κίβδηλον κατασκεύασμα”. Ακολουθούν οι Έλληνες γράφει “τα της χριστιανικής λατρείας άνευ πίστεως και χρηστού συνειδότος”. Το άηθες, η ηθοφθορία, η ανηθικότητα, το μισάδελφο αρχίζουν να κυριαρχούν κι επικρατούν. Τι θα έλεγε για σήμερα, εκατό έτη μετά, ο θεσπέσιος Παπαδιαμάντης;
Λύση στο πρόβλημα κατά τον Παπαδιαμάντη είναι η εν μετανοία άμεση επιστροφή στην ανόθευτη και γνήσια εκκλησιαστική παράδοση. Συγκεκριμένα τονίζει: “Άμωνα περί πάτρης θα ήτο η ευσυνείδητος λειτουργία των θεσμών, η εθνική αγωγή, η χρηστή διοίκησις, η καταπολέμησις του ξένου υλισμού και του πιθηκισμού, του διαφθείραντος το φρόνημα κα εκφυλίσαντος σήμερον το έθνος, και η πρόληψις της χρεωκοπίας”. Οι λόγοι του, αγαπητοί μου, όπως αντιλαμβάνεσθε όλοι πολύ καλά έχουν μια σημαντική επικαιρότητα.
Όξυνση του προβλήματος θεωρεί και την απραξία της εκκλησιαστικής αρχής. Την Εκκλησία δεν τη θέλει ούτε εμπορευάμενη ούτε θεατριζόμενη. Η λύση κατ’ αυτόν είναι μόνο μία. Επιστροφή εν επιγνώσει στην αγιοτρόφο εμπειρία της Εκκλησίας και βίωσή της. Μέσα στην αγία, σώζουσα και ορθοτομούσα Εκκλησία ο άνθρωπος αναγεννάται, μεταμορφώνεται, οπλίζεται τα όπλα του φωτός και της χάριτος κατά της ποικίλης αμαρτίας και ξανασυναντά τον ζώντα Θεό του ελέους και των οικτιρμών. Στον άνθρωπο ανήκει η μεγάλη επιλογή. Στο πλούσιο έργο του οι πονεμένες μορφές του συνήθως φθάνουν στη λύτρωση διά της ακριβούς μετανοίας και ζουν τότε μια νέα ζωή. Όχι βέβαια πάντοτε. Ορισμένες χρησιμοποιώντας κακώς την ελευθερία τους παραμένουν στο σκοτάδι.
Ο σπουδαίος Σκιαθίτης πεζογράφος μας συχνά περιγράφει “μετ’ έρωτος” τη φύση, αλλά δεν είναι ένας φαντασμένος οικολόγος ή ένας ονειροπόλος φυσιολάτρης. Αναφερόμενος και περιγράφοντας περίτεχνα την ωραία φύση πορεύεται προς τον Δημιουργό της και τον μεγαλύνει για την πανσοφία του. Γράφει για κάποιους τέτοιους σ’ ένα του διήγημα. “Μικροί ακούσιοι ειδωλολάτραι, διασώζοντες κατόπιν τόσων αιώνων ασυνείδητον την λατρείαν της φύσεως”. Λυπάται πολύ βέβαια όταν καταστρέφεται το κάλλος του φυσικού περιβάλλοντος και γράφει με πόνο ψυχής: “το μιαρόν πνεύμα εισέβαλεν εις τα έργα του Θεού”. Μελετώντας το όλο έργο του παρατηρούμε πως όχι ήξερε να γράφει, να περιγράφει, να ηθογραφεί, να κρίνει και να προτείνει λύσεις, αλλά ο ίδιος είχε μια ακέραια στάση, επιλογή φιλόθεης ζωής, φιλάρετου βίου, έντιμης εργασίας, φιλότιμης αδολεσχίας, πορεία, στόχο, λόγο και αξία. Από νωρίς είχε συνειδητοποιήσει καλά τη ματαιότητα της εγκοσμιότητος, είχε αφοβία θανάτου, θερμή πίστη. Θέλησε να ζήσει απλά, λιτά, απόμερα, ήσυχα, γαλήνια και νηφάλια. Δεν ψήλωσε ο νους του, δεν υψηλοφρόνησε, στάθηκε πλάι στους ταπεινούς και καταφρονεμένους και τους πέρασε ωραία στο έργο του.
Το έργο του Παπαδιαμάντη διασώζει την αγνή λαϊκή ευσέβεια. Οι ιερείς του έργου του είναι απλοί, φτωχοί, ενίοτε και απλοϊκοί, αλλά βιώνουν υπαρξιακά, ακόμη και όταν δεν μπορούν να το εκφράσουν, το μυστήριο του ζώντος Θεού, τη γνήσια ορθόδοξη βιοτή και λειτουργική παράδοση. Με πλήρη συναίσθηση της αμαρτωλότητάς τους δεν παύουν να δέονται υπέρ ελέους, ζωής, ειρήνης και σωτηρίας των προβάτων του ποιμνίου τους, που τους εμπιστεύθηκε ο ίδιος ο Χριστός. Δεν επιχειρούν “λειτουργικές αναγεννήσεις” αρκούνται και τρέφονται με την υπάρχουσα γνήσια παράδοση, δοξολογώντας συνεχώς τον Ύψιστο κι επικαλούμενοι το άφατο έλεός του.
Ο Παπαδιαμάντης δήλωσε ομολογιακά, χαρακτηριστικά, απερίφραστα και αναντίρρητα: “Το επ’ εμοί, ενόσω ζω και αναπνέω και σωφρονώ, δεν θα παύσω πάντοτε… να υμνώ μετά λατρείας τον Χριστόν μου”. Τον πονά η αμαρτία, τον στενοχωρεί η βαβυλωνία της Αθήνας, τον κουράζει το κουτσομπολιό του νησιού του, με τους παρασυρμένους της αμαρτίας, αλλά δεν παύει ν’ αγωνίζεται, να ελπίζει, να εμπιστεύεται τον Θεό, να παρουσιάζει κάποιους ήρωές του ως αγίους. Η άτεκνη Σεραϊνώ στον “Γάμο του Καραχμέτη” ο απλός τσομπάνος στον “Φτωχό άγιο”, ο ένδοξος νεομάρτυς στο “Η χήρα του Νεομάρτυρος” και άλλοι.
Δεν πρέπει να λησμονάμε ότι ο Παπαδιαμάντης είναι υιός ευλαβούς ιερέως, ακολούθου του γνήσια αναγεννητικού, αγιορειτικού κινήματος των ιεροπρεπών Κολλυβάδων. Μεγαλώνει με τις θείες λειτουργίες, τα ιερά βιβλία, τις άγιες εικόνες, τις απαράβατες εκκλησιαστικές παραδόσεις, τα ωραία έθιμα, τα εξαίρετα ήθη. Μελετούσε τα μυροβόλα συναξάρια, τα πατερικά και νηπτικά κείμενα, την καταπληκτική φιλοκαλία, τις ασματικές ακολουθίες. Ήταν αναγνώστης και ψάλτης. Όλη αυτή η γνώση τον έκανε να πάει να μονάσει στο Άγιον Όρος. Πριν κλείσει όμως χρόνο εκεί στη σκήτη Ευαγγελισμού της Μονής Ξενοφώντος, επέστρεψε στον κόσμο, τρέφοντας πάντοτε μεγάλο σεβασμό για τον μοναχισμό και ιδιαίτερα τον αγιορείτικο.
Το εκκλησιαστικό του ήθος τον κάνει να μην είναι οργίλος και φανατικός κατά των αμαρτανώντων ηρώων του έργου του, αλλά και των συνανθρώπων του γενικά. Ελπίζει στη μετάνοια, πιστεύει στην αγάπη του Θεού, θεωρεί προτιμότερη την ελεημοσύνη από τη δικαιοσύνη. Αγαπά να προβάλλει τη μετάνοια, όχι ως ιεροκήρυκας επαγγελματίας, αλλά ως συμπάσχων αδελφός. Η συμπάθεια στον αδύναμο συνάνθρωπο είναι ίδιον του αληθινού χριστιανού, του ευαγγελικού ανθρώπου.
Ο Παπαδιαμάντης λοιπόν μεγάλωσε με βυζαντινές ψαλμωδίες, καθαρά κεριά και αγιορείτικα λιβάνια. Παρέμεινε προσηλωμένος στην Εκκλησία διά βίου. Πίστευε ακράδαντα στον Θεό, στις πρεσβείες των αγίων και της Παναγίας και τα θαύματά τους. Μια φορά, διηγείται ο καλός εξάδελφός του Α. Μωραϊτίδης, έγινε καλά από ισχυρό πονόδοντο ο Παπαδιαμάντης κι έγραψε ολόκληρη ακολουθία στον Άγιο Αντίπα, που προστατεύει όσους πονούν στα δόντια, για να τον ευχαριστήσει. Δεν ήταν ονειροπόλος του παρελθόντος, αλλά θαυμαστής της αλήθειας, που στήριξε γενεές γενεών και δημιούργησαν έξοχα έργα πολιτισμού και ορθότητα βίου εμπνευσμένη.
Ο Παπαδιαμάντης σαφώς δεν είναι άγιος με φωτοστέφανο. Είναι όμως ένας αγωνιστής. Δεν είναι μονόχνωτος, κακομοίρης, απομονωμένος, κομπλεξικός, μειονεκτικός και διχασμένος. Είναι ένας εκούσιος κοσμοκαλόγερος, ακτήμων, ελεήμων, πένης, απλός, λιτός, μόνος, σεμνός και ταπεινός. Δεν είναι φιλόσαρκος αλλά φυσιολογικώς πειραζόμενος άνθρωπος. Αγαπούσε το κρασάκι, αλλά δεν ήταν μέθυσος. Κάποτε ένας μοναχός πήγε να εξομολογηθεί σ’ ένα πνευματικό σε μια σκήτη του Αγίου Όρους. Τον βρήκε τον πνευματικό πιωμένο και κάπως ζαλισμένο. Σκανδαλίστηκε και είπε ως άδικα έκανε τον κόπο να έλθει να εξομολογηθεί σ’ ένα πνευματικό πότη. Τότε ο πνευματικός, προς μεγάλη του έκπληξη, του είπε: Ναι, τρεις φόρες ήλθες για εξομολόγηση αλλά την αμαρτία εκείνη δεν μου την είπες! Ας μη γινόμαστε τόσο γρήγορα τόσο αυστηροί κριτές και επιτιμητές των πάντων. Την αυστηρότητα καλύτερα ας κρατήσουμε για μας και την επιείκεια για τους άλλους.
Ο Π. Νιρβάνας τον ονομάζει “κοσμοκαλόγερο”, τον περιγράφει να βαδίζει σκυφτός με τα χέρια σταυρωμένα πίσω, να κάθεται σε απόμερα καφενεία, συντροφιά με απλούς ανθρώπους, φιλέρημος, ήταν κακοντυμένος, με ξεφτισμένες πάντα τις άκρες των μανικιών του και όταν του πρότειναν 150 δραχμές για ένα του έργο είπε πως του αρκούν οι 100. Έτσι τον παρουσιάζει ιδιότροπο, παράξενο και κοσμόφοβο. Ο μακαριστός λόγιος Γέροντας Θεόκλητος Διονυσιάτης στο βιβλίο του γι’ αυτόν έχει μια άλλη θέση, με την οποία εδώ και συμφωνούμε. Γράφει: “Εάν εμβαθύνουμε στον τρόπο της ζωή του, θα ανακαλύψουμε γνωρίσματα καλογερικής αγωγής και αρετής και τάσεις για υπέρβαση του κοινώς θεωρούμενου καλού. Τι είναι άλλωστε, η ατημέλητη εμφάνισή του, η τάση συνεχούς φυγής από τους πολλούς, η εκούσια πενία του και οι ασκητικές συνθήκες διαμονής του, παρ’ ότι είχε την οικονομική δυνατότητα για βελτίωσή τους -“μου φθάνουν οι εκατό δραχμές”-, οι αγρυπνίες και ψαλμωδίες του, το εκκλησιαστικό ήθος του, η ευαισθησία του σε θέματα εκκλησιαστικών παραδόσεων, οι ελεημοσύνες του από το ορατόν υστέρημά του, η ταπείνωσή του, η αγιότητά του και άλλες αρετές του, αν όχι αντανακλάσεις μοναχικού βίου;”. Ότι αποτελεί για τους Σλαύους ο πολύς Ντοστογιέφσκυ είναι, θα πρέπει να είναι, για τους Έλληνες ο Παπαδιαμάντης. Πρόκειται για προφήτη του Γένους. Γράφει: “Μη θρησκευτικά, προς Θεού!”.
Το ελληνικόν έθνος δεν είναι βυζαντινοί, εννοήσατε; Οι σημερινοί Έλληνες είναι κατ’ ευθείαν διάδοχοι των αρχαίων. Έπειτα, επολιτίσθησαν, επροώδευσαν και αυτοί. Συμβαδίζουν με τα άλλα έθνη… Άγγλος ή Γερμανός ή Γάλλος δύναται να είναι κοσμοπολίτης ή αναρχικός ή άθεος ή ο,τιδήποτε. Έκαμε το πατριωτικόν χρέος του, έκτισε μεγάλην πατρίδα. Τώρα είναι ελεύθερος να επαγγέλεται χάριν πολυτελείας την απιστίαν και την απαισιοδοξίαν. Αλλά Γρακύλος της σήμερον, όστις θέλει να κάμη δημοσία τον άθεον ή τον κοσμοπολίτην, ομοιάζει με νάνον ανορθούμενον επ’ άκρων ονύχων και τανυόμενον να φθάση εις το ύψος και να φανή και αυτός γίγας. Γι’ αυτό όπως γράφει “τα πλείστα των υπ’ εμού γραφέντων διηγημάτων… είναι μάλλον θρησκευτικά”. Ξέρει τι κάνει ο εμπνευσμένος Παπαδιαμάντης. Με το έργο του καταξιώνεται ως παιδαγωγός του ορθόδοξου ελληνισμού. Φθάνει με πόνο και ιερή αγανάκτηση να γράφει ευρισκόμενος στην Αθήνα: “Εδώ θεοποιείται φανερά ο Μαμμωνάς. Χιλιάκις καλύτερον θα ήτο εάν υπήρχεν ακόμη η αρχαία ποιητική ειδωλολατρία. Τώρα όμως η πράγματι επικρατούσα θρησκεία είναι ο πλέον ακάθαρτος και κτηνώδης υλισμός. Μόνον κατά πρόσχημα είναι η χριστιανοσύνη”! Τι θα έλεγε σήμερα;
Μίσησε τον πλούτο και αγάπησε την πενία. Από τα λίγα που είχε ποιούσε κρυφά και την ελεημοσύνη. Έγραφε αυτό που ζούσε.: “Πρέπει να μένη τις εν τη τάξει εν η ευρέθη απ’ αρχής, όσον ταπεινή, όσον πενιχρά και αν φαίνεται αύτη· αιρετωτέρα δε αείποτε η έντιμος ευτέλεια της αδόξου και κομώσης πολυτελείας και τρυφής”. Έζησε και πέθανε φτωχός, σεμνός και ταπεινός. Εκοιμήθη στο ωραίο νησί του πριν εκατό χρόνια κι ένα μήνα τα χαράματα της 3.1.1911, αφού μετάλαβε, ψάλλοντας και κλαίγοντας.
Σήμερα οι πολλοί λογοτέχνες μας, οι διανοούμενοι, οι δημοσιογράφοι περί πολλά τυρβάζουν. Αρκετοί ειρωνεύονται τον Παπαδιαμάντη και τον κακολογούν. Τους χαλάει τα σχέδια. Ο γραικυλισμός, ο αθεϊσμός, ο μηδενισμός, η διαφθορά, η φιλοχρηματία, η φιλοσαρκία και η φιλοδοξία επικρατούν και δεν θέλουν να ενοχλούνται από φωνές ισχυρές και αγνές ως του Παπαδιαμάντη, που ο βίος του και το έργο του τους ελέγχει.
Κοιμήσου κυρ Αλέξανδρε στην αγκαλιά του νησιού σου ήσυχα. Έκανες το χρέος σου ως Ορθόδοξος και ως Έλληνας. Η ζωή σου και το έργο σου φωτίζουν το σκοτάδι. Η Ελλάδα που τόσο πολύ αγάπησες, σκοτισμένη, παγιδευμένη, προδομένη, σαγηνευμένη σε ξένες σειρήνες, πάσχει. Φυλακισμένη στα πικρά αδιέξοδα του ατομισμού, του υλισμού και του αθεϊσμού μελαγχολεί και μαραζώνει. Μακάρι οι σελίδες των έργων σου και το παράδειγμα της ζωής σου να γίνουν παράθυρα ελευθερίας, για την επιστροφή σε μια ζωή χαριτωμένα απλή, γνήσια ταπεινή, αληθινά μετανοημένη, αληθινά χριστιανική.
Ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης ήταν πάντα προσηλωμένος στην Εκκλησία. Δεν τον κούραζε και δυσκόλευε ποτέ αυτή η σχέση. Ήταν ένας αληθινός χριστιανός. Ήταν ένας πιστός δούλος του Κυρίου. Ήταν αυτός που άκουσε από την αγία Αναστασία “Ύπαγε, ανίατε· ο πόνος θα είναι η ζωή σου…”. Μόνο ένας γνήσιος χριστιανός μετά από αυτό το απρόσμενο άκουσμα μπορεί να γράφει: “Ησθανόμην αγρίαν χαράν, διότι η Αγία δεν είχεν εισακούσει την δέησίν μου”. Ο Παπαδιαμάντης δεν είναι απλά ένας ρωμαντικός νοσταλγός μιας περασμένης ωραίας γραφικότητας που δεν υπάρχει, αλλά νοσταλγός μίας ουσιαστικής, αληθινής και καίριας χριστιανικής ζωής, την οποία αξίζει αγαπητοί μου, να βιώσουμε στο έπακρον. Σας ευχαριστώ πολύ για την προσέλευσή σας και την προσοχή σας.

Μοναχός Μωυσής Αγιορείτης

Πηγή: Αντίβαρο

Σημ. διαχειρ.: Ευχαριστούμε θερμά το συμμαθητή μας Θάνο Γκιργκινούδη για την εύρεση και την αποστολή του παραπάνω κειμένου.

Αλλαγή μεγέθους γραμματοσειράς
Αντίθεση