ΑΦΙΕΡΩΜΑ
Στου Σκιαθίτη «τα ρόδιν’ ακρογιάλια», του Γιώργου Κιούση [Ρεπορτάζ που δημοσιεύθηκε στις 16/5/2011 στην εφημ. Ελευθεροτυπία για την εκδήλωσή μας]
Σε δυο αράδες, από εκείνες τις χειρόγραφες σημειώσεις που παραδίδει τακτικά για τη «Λέξη» στον Θανάση Νιάρχο, ο ζωγράφος και ακαδημαϊκός μας Παναγιώτης Τέτσης σημειώνει: «Παπαδιαμάντης και Χαλεπάς δεν έχουν δρόμο προς τις ξένες χώρες, κλείνουν την καρδιά της Ελλάδας ως μοναχικές και μοναδικές αγνές ψυχές».
Σε αυτή τη σκιαθίτικη ψυχή, που μιλά για τον Θεό, για τον άνθρωπο και τη φύση, ήταν αφιερωμένη η εκδήλωση που πραγματοποίησε στο πλαίσιο του εφετινού εορταστικού «Ετους Παπαδιαμάντη» το Β’ Τοσίτσειο Αρσάκειο Γυμνάσιο Εκάλης.
Για τον ιδιόμορφο πεζογράφο που αφηγήθηκε την ιδιοσυστασία της ρωμαίικης ψυχής ο διευθυντής του σχολείου Ανδρέας Κουλάδης υπογράμμισε από τον «Λαμπριάτικο ψάλτη» (1893): «Ενόσω ζω και αναπνέω και σωφρονώ, δεν θα παύσω πάντοτε, ιδίως κατά τας πανεκλάμπρους ταύτας ημέρας, να υμνώ μετά λατρείας τον Χριστόν μου, να περιγράφω μετ’ έρωτος τη φύσιν και να ζωγραφώ μετά στοργής τα γνήσια ελληνικά ήθη».
Στο αφιέρωμα «Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης-Οδυσσέας Ελύτης: Το μυστικό νήμα» καταδεικνυόταν η σχέση του Παπαδιαμάντη -το 1911, όταν εκδημούσε ο ένας, γεννιόταν ο άλλος- με το νομπελίστα ποιητή μας. Να θυμηθούμε πως στη «Μαγεία του Παπαδιαμάντη», τονίζεται από τον Ελύτη η καθαρότητα, η λιτότητα, η ευγένεια, το ήθος της γραφής του, το φως της ψυχής του.
Εξαιρετική η δουλειά των φιλολόγων Γιάννη Βογιατζή και Μιχάλη Καπετανή, οι οποίοι συνέγραψαν τα κείμενα και είχαν τη γενική επιμέλεια, της μουσικού Θεοφανώς Ρέβελα, της καθηγήτριας καλλιτεχνικών Ζηνοβίας Κωτσοπούλου. Στην εκδήλωση παρουσιάστηκαν αποσπάσματα διηγημάτων του Παπαδιαμάντη, ποιήματα του Ελύτη (αναγνώσεις και μελοποιημένα) καθώς και συνεντεύξεις πνευματικών ανθρώπων και πανεπιστημιακών: της Ελένης Πολίτου-Μαρμαρινού, της Ρίτσας Φράγκου-Κικίλια, της Ερης Σταυροπούλου, του ποιητή Δημήτρη Κοσμόπουλου κ.ά. *
Πηγή: http://www.enet.gr/?i=news.el.article&id=275778
Κάτω από ΑΦΙΕΡΩΜΑ, Β' ΤΟΣΙΤΣΕΙΟ ΑΡΣΑΚΕΙΟ ΓΥΜΝΑΣΙΟ ΕΚΑΛΗΣ, ΕΚΔΗΛΩΣΕΙΣ, ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ, ΚΙΟΥΣΗΣ ΓΙΩΡΓΟΣ | 0 ΣχόλιαΦύση και άνθρωπος: λογοτεχνικές συντεταγμένες, του Παναγιώτη Σουλτάνη
Το 1926, δεκαπέντε χρόνια μετά τον θάνατο του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη -πέθανε την 3η Ιανουαρίου 1911 και απέθεσαν το σώμα του στα μνημούρια πάνω από το Κοχύλι- ένας άγνωστός του ομότεχνος, ο Χόρχε Λουίς Μπόρχες, που κι αυτός δεν είχε ακούσει ποτέ το όνομα Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, σε μια πόλη στην άλλη άκρη του κόσμου, στο Μπουένος Αϊρες, έγραφε:
«Το Μπουένος Αϊρες δεν είναι πια απλώς μια πόλη, μα μια χώρα, και πρέπει να βρει την ποίηση και τη μουσική και τη ζωγραφική και τη μεταφυσική που είναι αντάξια της μεγαλοσύνης του. Τούτη είναι η διάσταση της ελπίδας μου που όλους μας καλεί να γίνουμε θεοί και να εργαστούμε για την πραγμάτωσή της. […]
Τι ωραίο να ζει κανείς σε μια πόλη που την έχει σχολιάσει ένας μεγάλος στίχος! Το Μπουένος Αϊρες είναι θέαμα παντοτινό (τουλάχιστον για μένα) […] Ομως το Μπουένος Αϊρες, παρά τα εκατομμύρια των ατομικών πεπρωμένων που κουβαλάει, θα παραμείνει έρημο και χωρίς φωνή όσο δεν έρχεται να το κατοικήσει κάποιο σύμβολο. Η επαρχία έχει κατοικηθεί: εκεί βρίσκονται ο Σάντος Βέγα και ο γκάουτσο Κρους και ο Μαρτίν Φιέρο, εν δυνάμει θεοί. Η πόλη αναμένει ακόμη την ποιητικοποίησή της».
Στην απαρχή της λογοτεχνικής του πορείας, στο βιβλίο του Η διάσταση της ελπίδας μου (1926), ο Μπόρχες θέτει λοιπόν ως προγραμματικό στόχο του έργου του να προσφέρει στο Μπουένος Αϊρες «την ποίηση και τη μουσική και τη ζωγραφική και τη μεταφυσική» του, να «ποιητικοποιήσει» την πόλη του. Για να υπάρξει πραγματικά ένας χώρος, ένας τόπος, όχι ερήμην του ανθρώπου -εκεί πάντα υπάρχει-, μα στον χάρτη της ανθρώπινης γεωγραφίας, πρέπει ν’ αποκτήσει άυλα θεμέλια, πρέπει η γλώσσα του ποιητή και του συγγραφέα να χαράξει τις αόρατες συντεταγμένες του, να δώσει γλωσσική υπόσταση στα βιωματικά του πετρώματα. Με τη λογοτεχνικοποίησή του ο χώρος, ο τόπος, υπάρχει πια στους αιώνες των αιώνων, αναλλοίωτος, όσες αλλαγές κι αν μεσολαβήσουν, όσο κι αν μεταβληθεί η όψη του. Ο τόπος για να υπάρξει πρέπει να ποιητικοποιηθεί, να γίνει λογοτεχνία. Η Θεσσαλονίκη του Πεντζίκη, η Χαλκίδα του Σκαρίμπα, το Ρέθεμνο του Πρεβελάκη, η Αλεξάνδρεια του Λόρενς Ντάρελ, η Λισαβόνα του Πεσόα, το Δουβλίνο του Τζέιμς Τζόις και, βέβαια, το Μπουένος Αϊρες του Μπόρχες είναι λιγοστά από τα παραδείγματα αυτών των πόλεων, των τόπων, που απέκτησαν μέσα από την πένα των συγγραφέων μια νέα λογοτεχνική θεμελίωση αλλά και μια θέση στην ανθρώπινη γεωγραφία.
Διά του λόγου του Παπαδιαμάντη η Σκιάθος απέκτησε κι αυτή τις δικές της συντεταγμένες στην άυλη γεωγραφία που έχουν χαρτογραφήσει οι μεγάλοι συγγραφείς και ποιητές του κόσμου, πρόσφερε σ’ αυτό το νησί «την ποίηση και τη μουσική και τη ζωγραφική και τη μεταφυσική» του. Βέβαια, η Σκιάθος του Παπαδιαμάντη δεν ορίζεται μόνο με τοπιογραφικά χαρακτηριστικά· είναι μια σύνθετη «οντότητα», όπου η φύση, οι άνθρωποι, τα έργα των ανθρώπων αλλά και τα εξώκοσμα πνεύματα βρίσκονται διαρκώς σε μια σχέση αλληλοπεριχώρησης. Ο Παπαδιαμάντης δεν υπήρξε απλώς ένας εξωτερικός παρατηρητής που αποφάσισε να περιγράψει, με μια λειτουργία διαμεσολαβητική, σαν ένας τοπιογράφος ή σαν ένας συλλέκτης ξένων εμπειριών ή «λαογραφικού υλικού», μια εξωτερική ως προς αυτόν πραγματικότητα. Ο Παπαδιαμάντης μεγάλωσε σε έναν τόπο που οι άνθρωποί του έβλεπαν σε κάθε σπιθαμή του -πίσω από κάθε ριζιμιό βράχο, πίσω από κάθε βρύση, στις σκιές κάθε ρεματιάς, σε κάθε μικρή αμμουδιά, σε κάθε χάλασμα μέσα στο χωριό- μια μεταφυσική παρουσία, και μια άλλη ζωή. Για να κατανοήσει όμως κανείς αυτή τη διάσταση, και να νιώσει το βαθύ φορτίο που κουβαλάει ο παπαδιαμαντικός χώρος, πρέπει τις μεταφορές και τις προσωποποιήσεις της φύσης στον Παπαδιαμάντη να μην τις προσεγγίζει ως σχήματα λόγου, τα πνεύματα και τις απόκοσμες οντότητες που κατοικούν στη σκιαθίτικη φύση να μην τα δει ως «λαογραφικό υλικό», αλλά να τα κοιτάξει ως βιωμένες πραγματικότητες, βιωμένες μάλιστα και από τον ίδιο τον Παπαδιαμάντη.
Ο πανταχού παρών ανθρωπομορφισμός της φύσης, αλλά και ο «φυσιομορφισμός» του ανθρώπινου στοιχείου, στον παπαδιαμαντικό λόγο μπορούμε να πούμε ότι είναι τα μέσα με τα οποία ο Παπαδιαμάντης αποτυπώνει τη «σύνθετη οντότητα» της Σκιάθου. Στη Φόνισσα, η Φραγκογιαννού θυμάται τη μάνα της, που την κυνηγούσαν, γιατί ήταν μάγισσα και κακορίζικη:
«Αυτή ανεπήδησε τότε μέσ’ από τους θάμνους, κ’ έτρεξεν ως φοβισμένη τρυγών με το πτερύγισμα των λευκών πλατειών χειρίδων της. Δεν ήτο πλέον ελπίς να γλυτώση. Αλλοτε, την πρώτην φοράν ότε την είχον κυνηγήσει, είχε κατορθώσει να κρυφθή, κάτω εις το Πυργί, επειδή το μέρος εκείνο είχε πολλά μονοπάτια. Εδώ, στο Μεροβίλι, δεν υπήρχον δρομίσκοι και λαβύρινθοι, αλλά μόνον συστάδες δένδρων και λόχμαι απάτητοι. Η τότε νεαρά Δελχαρώ, η μήτηρ της Φραγκογιαννούς, επήδα ως δορκάς από θάμνου εις θάμνον, ανυπόδητος, επειδή προ πολλού είχε πετάξει τας εμβάδας της από τους πόδας, όπισθεν της, -την μίαν των οποίων είχεν αναλάβει ως λάφυρον ο εις εκ των διωκτών- και τ’ αγκάθια εχώνοντο εις τας πτέρνας της, της έσχιζον κ’ αιμάτωνον τους αστραγάλους και ταρσούς. Τότε, εν τη απελπισία, της ήλθε μια έμπνευσις.
Εκείθεν του λόγγου, εις το πλάγι του βουνού, ήτον εις και μόνος καλλιεργημένος ελαιών, καλούμενος ο Πεύκος του Μωραΐτη. […] Ο φημισμένος πεύκος ίστατο εις το μέσον των ελαιών, ως γίγας μεταξύ νάνων. Το χιλιετές δένδρον ήτον σκαφιδιασμένον κοντά εις την ρίζαν, κάτω, εις τον γιγαντιαίον κορμόν, τον οποίον δεν ημπορούσαν ν’ αγκαλιάσουν πέντε άνδρες. Οι βοσκοί και οι αλιείς τον είχαν σκαφιδιάσει, του είχαν σκάψει την καρδίαν, του είχαν κοιλάνει τα έγκατα, διά να λάβωσιν εκείθεν άφθονον δάδα. Και με την φοβεράν πληγήν εις τα ίνας, εις τα σπλάγχνα του, ο πεύκος επέζησεν άλλα τρία τέταρτα αιώνος, μέχρι του 1871. Κατά Ιούλιον του έτους εκείνου, μέγαν τοπικόν σεισμόν ησθάνθησαν οι κατοικούντες, εις απόστασιν μιλίων, κάτω εις την παραθαλασσίαν. Την νύκτα εκείνην κατέρρευσεν ο γίγας».
Η Δελχαρώ είναι η τρυγόνα, η δορκάδα που τρέχει να γλιτώσει, κι ο πεύκος είναι ο γίγαντας που του έχουν σκάψει την καρδιά και μέσα σ’ αυτή τη σκαμμένη καρδιά θα βρει καταφύγιο η κυνηγημένη δορκάδα. Το ζεύγος ανθρωπομορφισμού της φύσης και «φυσιομορφισμού» του ανθρώπινου στοιχείου ορίζει από τις πρώτες παραγράφους την ανθρωπογεωγραφία αυτού του κομβικού διηγήματος. Και είναι το ίδιο ζεύγος στο οποίο θεμελιώνεται το μεγαλύτερο μέρος του παπαδιαμαντικού έργου.
* Ο Παναγιώτης Σουλτάνης είναι φιλόλογος.
Πηγή: εφημ. Ελευθεροτυπία, 29/4/11
Κάτω από ΑΡΘΡΟ, ΑΦΙΕΡΩΜΑ, ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ, ΜΟΡΑΡΟΣ ΔΗΜΗΤΡΗΣ, ΣΟΥΛΤΑΝΗΣ ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ | 0 ΣχόλιαΠαπαδιαμάντης προσιτός στις νεότερες γενιές, της Καίτης Χιωτέλλη
Η ιδιαίτερη και μοναδική γραφή του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη κάνει διστακτικόν όποιον σκεφτεί να επέμβει με οποιονδήποτε τρόπο στα κείμενά του. Ακόμα κι αν είναι «μια μερική προαίρεση καλή», όπως η προσφορά ενός μέρους του έργου του με τρόπο προσιτό σε παιδιά και νέους, ακόμα κι αν ένα τέτοιο εγχείρημα το θεωρήσει κανείς ως «κάποιο χρέος που έχει να εκπληρώσει» απέναντι στις νεότερες γενιές, και πάλι δεν παύει να είναι τόλμημα.
Το καίριο ερώτημα είναι αν σε μια τέτοια προσπάθεια διασώζεται κάπως ο Παπαδιαμάντης. Οσοι τον γνωρίσαμε και τον αγαπήσαμε από τα παιδικά μας χρόνια μέσα από τα διηγήματά του, κρατάμε ακόμη αυτή τη μαγεία που ασκούσε πάνω μας η κάθε ιστορία του, δεμένη αξεδιάλυτα με τον τρόπο της γραφής του. Το ερώτημα, λοιπόν, (που τίθεται και γενικότερα για τη δυνατότητα μετάφρασης λογοτεχνικών και ιδιαίτερα ποιητικών κειμένων) παραμένει: μπορεί κανείς να παρέμβει σ’ αυτή την οργανική εκφραστική ενότητα, χωρίς να αλλοιώσει αναγκαστικά και την ελκτική και υποβλητική της δύναμη;
Από την άλλη μεριά, σε μια εποχή σαν τη δική μας, όπου η εύκολη πρόσβαση στην εικόνα, σε βάρος της δημιουργικής λειτουργίας της ανάγνωσης, κινδυνεύει να έχει ασύλληπτες συνέπειες στην πνευματική και διανοητική ανάπτυξη των νέων γενεών, και όπου η διαθέσιμη λογοτεχνία σπάνια προσφέρει ουσιαστική τροφή ή κάποιον επιτέλους προσανατολισμό μέσα σε μια γενικευμένη κατάσταση σύγχυσης, δεν είναι κρίμα τέτοια μεγάλα κεφάλαια των Γραμμάτων μας, όπως τα έργα του Παπαδιαμάντη, να μένουν άγνωστα, και επομένως ανενεργά, στη διαμόρφωση και στην καλλιέργεια των παιδιών και των νέων μας;
Το έργο όποιου καταπιάνεται με τη μετάφραση, ή τη μεταφορά σε απλούστερη γλώσσα, των παπαδιαμαντικών κειμένων θα πρέπει προφανώς να είναι το αποτέλεσμα μιας προσπάθειας συγκερασμού των δύο αυτών απαιτήσεων. Ο νεαρός αναγνώστης θα πρέπει να έχει μπροστά του κείμενα κατανοητά, καλογραμμένα, σε γλώσσα ρέουσα και ζωντανή και σε ύφος ελκυστικό και οδηγητικό του ενδιαφέροντός του προς την αναζήτηση και την ανακάλυψη του πρωτότυπου (κάτι που πολύ διευκολύνεται με την αντικριστή παράθεση των δύο κειμένων). Γιατί τα καινούρια αυτά κείμενα θα πρέπει να είναι όσο γίνεται πιο παπαδιαμαντικά, να κρατούν κάτι από το άρωμα των γραπτών του Παπαδιαμάντη, ν’ αφήνουν μια γεύση Παπαδιαμάντη.
Προκειμένου να επιτευχθεί κάτι τέτοιο, δεν θα αρκούσε βέβαια η εφαρμογή κάποιων γενικών μεταφραστικών αρχών, ιδιαίτερα για λογοτεχνικά και ποιητικά κείμενα. Η εξοικείωση με τον τρόπο γραφής του συγγραφέα, η αναγνώριση των αναφορών του, η ακριβής ερμηνεία ενός λεξιλογικού πλούτου χωρίς χρονικά όρια και προπάντων η διείσδυση στο πνεύμα του ίδιου του δημιουργού, που διαποτίζει απ’ άκρη σ’ άκρη το έργο του, θα ήταν μερικές από τις στοιχειώδεις προϋποθέσεις για την κατά το δυνατόν επαρκή έκβαση της συγκεκριμένης μεταφραστικής περιπέτειας.
Πιο πρακτικά, θα χρειαζόταν μια στενή παρακολούθηση του πρωτότυπου, αποδίδοντάς το κατά περίπτωση είτε χωρίς αλλαγές είτε με μόνο τις εντελώς απαραίτητες, επεξηγηματικές ή υπαγορευμένες από τις δομικές, μορφολογικές και άλλες απαιτήσεις της σύγχρονης γλώσσας. Θα έπρεπε να επισημαίνονται προσεκτικά τα σχήματα λόγου (εικόνες, προσωποποιήσεις, μεταφορές, παρομοιώσεις, συνωνυμίες, πλεονασμοί, λιτότητες, η ειρωνεία, το οξύμωρο σχήμα, το χιαστό και πολλά άλλα), και είτε να διατηρούνται, όπου γίνεται, αναλογικά είτε ν’ αποδίδονται κατά περίπτωση αντίστοιχα.
Χαρακτηριστικό στοιχείο στη γλώσσα του Παπαδιαμάντη όπως και της εποχής του είναι η χρήση μετοχών, που δεν γίνεται παρά ν’ αποδίδονται περιφραστικά στη σύγχρονη γλώσσα. Με την προϋπόθεση ότι θ’ αναγνωρίζεται ο ρόλος της κάθε μετοχής μέσα στην πρόταση, ώστε αυτός ν’ αναφαίνεται στην απόδοση, αν δηλαδή σημαίνει τον τρόπο, την αιτία, τον σκοπό ή μια κατάσταση, πράγμα καθόλου αυτονόητο στην πρώτη ματιά.
Περιφραστικά επίσης θα χρειαζόταν ν’ αποδίδονται και πολλοί χρόνοι ρημάτων, όπως ο παρατατικός, ο μέλλοντας, κάποτε και ο ενεστώτας, ενώ οι παθητικές διατυπώσεις σχεδόν κατά κανόνα θα ήταν καλό να μετατρέπονται σε ενεργητικές, με τη σχετική αναδόμηση της φράσης.
Ιδιαίτερη προσοχή θα έπρεπε να δίνεται στα διαλογικά μέρη των κειμένων, όπου καταγράφεται φωνητικά ο ιδιωματικός, λαϊκός ή λόγιος, προφορικός λόγος. Η απόδοση θα μπορούσε να γίνεται με γνώμονα την ανεμπόδιστη ανάγνωση και παράλληλα τη διατήρηση του ύφους της ομιλίας του κάθε προσώπου, ώστε η εικόνα του να μην αλλοιώνεται με λέξεις ή τύπους γραμματικούς που θα ηχούσαν παράταιρα στα χείλη του.
Οι λεξιλογικές δυσκολίες θα μπορούσαν ν’ αντιμετωπίζονται με τέτοιον τρόπο ώστε ν’ αναφαίνεται η ενότητα της γλώσσας μας μέσα από τα στάδια της εξέλιξής της. Θα μπορούσε να γίνεται μια προσπάθεια να διατηρούνται, σε ορισμένες περιπτώσεις, αυτούσιες οι λέξεις του Παπαδιαμάντη, ακόμα κι αν μοιάζουν σαν παροπλισμένες στο εν χρήσει νεανικό λεξιλόγιο, φτάνει να βρίσκονται σ’ ένα λεξικό της νεοελληνικής. Οπου το πρωτότυπο κείμενο παραπέμπει στο γλωσσάρι, θα μπορούσε να δίνεται μια σύντομη επεξήγηση μέσα σε παρένθεση αμέσως μετά τη λέξη.
Το μακροπερίοδο της γραφής θα ήταν καλό ν’ αντιμετωπίζεται κατά περίπτωση. Να διατηρείται όπου θα ήταν δυνατόν να διατηρηθεί χωρίς να προκύπτουν προβλήματα στην κατανόηση ή να επιχειρείται μια επέμβαση, κατά το δυνατόν ανώδυνη.
Το πιο σημαντικό, βέβαια, στο οποίο θα έπρεπε να αποβλέπουν και όλα τα προηγούμενα, θα ήταν να διατηρείται στο ακέραιο το πνεύμα του συγγραφέα. Να μην εισχωρούν παρανοήσεις και παρερμηνείες ξένες προς τις προθέσεις του. Γιατί μέσα από τις περιγραφές ενός κόσμου που φεύγει, μέσα από το ζωντάνεμα γραφικών τύπων του νησιού του ή της Αθήνας, αναδύεται μια στάση ζωής, ένας τρόπος να βλέπει κανείς γεγονότα, ανθρώπους και καταστάσεις. Πώς βιώνεται, για παράδειγμα, η μετοχή στην ανθρώπινη κοινότητα, η συμπάθεια στις σχέσεις των ανθρώπων μεταξύ τους, με όλα τα ποικίλα δεινά τους στη ζωή και στην άβυσσο της ψυχής τους, πώς ασκείται η ελευθερία της επιλογής ανάμεσα στο αληθινό (το αυθεντικό, το γνήσιο) και το ψεύτικο (το κάλπικο). Μια στάση ζωής σμιλεμένη μέσα από αιώνες παράδοσης και πολιτισμού, στέρεη και πάντα πολύτιμη. Θησαυρός που μπορούν να τον ανακαλύψουν και οι καινούριες γενιές μέσα στις ιστορίες του μεγάλου συγγραφέα μας και να χαρούν την κριτική και ποιητική συνάμα σκέψη του, κάποτε εκπληκτικά επίκαιρη, το χιούμορ και την απαράμιλλη εκφραστική του τέχνη.
Τα παραπάνω είναι μια συντομευμένη συναγωγή εμπειριών, ύστερα από την ανταπόκριση στην πρωτοβουλία του εκδοτικού οίκου Αγκυρα να εκδώσει μερικά διηγήματα του Παπαδιαμάντη με τα πρωτότυπα κείμενα και τη μεταφορά τους σε απλούστερη γλώσσα για παιδιά και νέους, πέντε χριστουγεννιάτικα το 2001, και οχτώ άλλα, ποικίλου περιεχομένου, το 2002.
Κάτω από ΑΡΘΡΟ, ΑΦΙΕΡΩΜΑ, ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ, ΧΙΩΤΕΛΛΗ ΚΑΙΤΗ | 0 ΣχόλιαΟ Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης και η αναίρεση του γλωσσικού ιδεολογήματος, του Στέλιου Παπαθανασίου
Ιδεολόγημα πρώτον: «Ο Παπαδιαμάντης δεν έκαμε ποτέ στη γλώσσα το αποφασιστικό βήμα από την καθαρεύουσα προς τη δημοτική, όπως πολλοί άλλοι της γενιάς του (ο Καρκαβίτσας π.χ. ή ο Ξενόπουλος)».
Ο Λίνος Πολίτης που διετύπωσε την ως άνω θέση στη γνωστή εισαγωγή του για το αφήγημα Βαρδιάνος στα σπόρκα (εκδόσεις Γαλαξίας, Αθήνα, 1968) δεν έκαμε, δυστυχώς, τον κόπο να μας εξηγήσει, πρώτον, γιατί το βήμα αυτό θα ήταν αποφασιστικό και, δεύτερον, γιατί έπρεπε, σώνει και καλά, να γίνει αυτό το βήμα. Γιατί, με άλλα λόγια, θα έπρεπε, αντί ενός μοναδικού και ανεπανάληπτου Παπαδιαμάντη (παλαιόθεν και ώς τώρα), να έχουμε έναν ακόμα Καρκαβίτσα ή έναν ακόμα Ξενόπουλο;
Ιδεολόγημα δεύτερον: Ο Εμμανουήλ Κριαράς, με βάση το γεγονός ότι «η δημοτική επικράτησε […] και τον δρόμο τον είπαμε δρόμο και όχι πια οδό», διετύπωσε τις ακόλουθες σκέψεις: «Αν εξακολουθούμε κατά σύμβαση να λέμε οδός (Σταδίου) δεν έχει ιδιαίτερη σημασία – μολονότι κάποτε μπορούμε να πούμε: δρόμος (Σταδίου), δρόμος (Πανεπιστημίου)» («”Στάση” και “αντίσταση” στους γλωσσικούς αγώνες», Το Βήμα, 21-2-1999).
Κατά την προσωπική μου άποψη, έχει και παραέχει σημασία το ότι εξακολουθούμε να λέμε οδός (Σταδίου). Η ελληνική γλώσσα χρειάζεται και την οδό και τον δρόμο, διότι, εκτός από τον δρόμο, και η οδός είχε (και εξακολουθεί να έχει) «τη δική της ιστορία».
Το ερώτημα, ωστόσο, που τίθεται εν προκειμένω -εύλογο, όπως θέλω να πιστεύω- είναι το ακόλουθο: Γιατί οι δύο (σεβαστοί) καθηγητές υπερβαίνουν τα (γλωσσικά) εσκαμμένα, αν και την εποχή που διετύπωσαν τις προαναφερθείσες θέσεις εκοσμούντο από το λευκό φωτοστέφανο της ωριμότητας;
Οι απαντήσεις στο ερώτημα αυτό ποικίλλουν. Μια πρώτη απάντηση θα πρέπει να αναζητηθεί, κατά την ταπεινή μου γνώμη, στις ακόλουθες καθιερωμένες εκφράσεις: Πρώτον, «Αβυσσος η ψυχή του ανθρώπου» και, δεύτερον, «πρώτα βγαίνει η ψυχή και ύστερα το χούι».
Μια δεύτερη απάντηση υπάρχει στο λεξικό της σύγχρονης ελληνικής δημοτικής γλώσσας του Εμμανουήλ Κριαρά στο λήμμα ιδεολόγημα: «άποψη ή ιδέα που είναι επινόημα». Περί επινοήματος λοιπόν ο λόγος, το οποίο, κατά το ίδιο λεξικό, σημαίνει «αυτό που κάποιος σοφίζεται ή μηχανεύεται, τέχνασμα».
Ιδεολογήματα, επινοήματα, σοφίσματα, μηχανεύματα, τεχνάσματα: ιδού τα κόλπα που μετέρχονται κατά καιρούς οι πάσης φύσεως μανδαρίνοι και φωταδιστές, ώστε να κρατήσουν τον Παπαδιαμάντη και τη γλώσσα του μακριά από τις αίθουσες των τελευταίων τάξεων του Δημοτικού και των πρώτων του Γυμνασίου. Αλλά και όταν υπάρχει απλή μνεία του ονόματός του, αυτό γίνεται εκ του πονηρού. Αναφέρω ενδεικτικά ότι στο περιώνυμο ιστορικό πονημάτιον της Στ’ Δημοτικού, που (ορθώς) απεσύρθη και αναπαύεται ήδη στο χρονοντούλαπο της Ιστορίας, διαβάζουμε τα ακόλουθα: «Ανάμεσα στους λογοτέχνες του 19ου αιώνα ξεχωρίζουν ο Διονύσιος Σολωμός, ο Κωστής Παλαμάς, ο Γεώργιος Βιζυηνός, ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, η Ελισάβετ Μαρτινέγκου, η Καλλιρρόη Παρρέν». Ιδού ένας ασφαλής τρόπος, ώστε να οδηγηθούν τα παιδιά του Δημοτικού στην απώλεια της αίσθησης του μέτρου: δύο σουφραζέτες μετρίων λογοτεχνικών επιδόσεων δίπλα σε τέσσερις ακαθαίρετους πύργους της νεοελληνικής λογοτεχνίας!
Υπάρχει βεβαίως και μια τρίτη απάντηση, η οποία, διατυπωμένη από έναν μεγάλο ποιητή, συναρτάται άμεσα με την κοινωνιολογία της εκπαίδευσης και, ειδικότερα, με την άνωθεν συγκρότηση των σχολικών προγραμμάτων: «Οσο περισσότερο ένας κοινωνικός, πολιτικός, κομματικός ή κρατικός θεσμός διέπεται από μιαν αποκλειστική αντίληψη περί κοινωνικότητας και κοινωνικοποίησης τόσο περισσότερο αντιμετωπίζει τη λογοτεχνία [και τη γλώσσα της] ως ανταγωνιστική ή επικίνδυνη για τις δικές του επιδιώξεις» (Τίτος Πατρίκιος, «Ο μορφωτικός χαρακτήρας της λογοτεχνίας», Πόρφυρας, τ. 28, Απρίλιος 1985).
Δίδαξα στο παρελθόν κείμενα του Παπαδιαμάντη στην Στ’ Δημοτικού, στο Γυμνάσιο και στο Λύκειο πάντοτε εκ του πρωτοτύπου, δηλαδή «αν ανθηρώ έλληνι λόγω» (η εντός εισαγωγικών φράση είναι του Παπαδιαμάντη). Στην περίπτωση του Δημοτικού, φυσικά, και των πρώτων τάξεων του Γυμνασίου η διδασκαλία γινόταν καθ’ υπέρβασιν του διατεταγμένου προγράμματος, στο πλαίσιο μιας καλώς εννοούμενης παιδαγωγικής αυτονομίας.
Γνωρίζω, συνεπώς, από πρώτο χέρι ότι ο σκιαθίτης συγγραφέας εξακολουθεί να συγκινεί και ότι (υπό προϋποθέσεις) η γλώσσα του είναι προσβάσιμη, δηλονότι ευπρόσιτη, τουτέστιν βατή. Στην περίπτωσή της «το μεσότοιχον του φραγμού διαλέλυται», δηλαδή ο παρακμιακός διχασμός της λόγιας και δημώδους μορφής πάει περίπατο! Και επειδή «ταύτα όλα βασίζονται επί της πραγματικότητος», έχουμε και λέμε: Στο διήγημα Το σπιτάκι στο λιβάδι ο Παπαδιαμάντης κάνει λόγο για «μεμονωμένο οικίσκο» αλλά και «μοναχικό σπιτάκι», ενώ στο διήγημα Ο αλιβάνιστος χρησιμοποιεί τις εκφράσεις «υπό το φως της σελήνης» αλλά και «με το φεγγάρι». Τέλος, στο διήγημα Εξοχική Λαμπρή, γνησίως λαϊκά ρήματα εμφανίζονται υπό μορφήν μετοχής, με αποτέλεσμα να προκύπτει ένας εκρηκτικός γραμματικός τύπος. Ο μπαρμπα-Μηλιός, για παράδειγμα, «προεστώς άμα και πρόθυμος θεράπων της κοινότητος», παρουσιάζεται ως «ηξεύρων να ψήνη ως ουδείς άλλος το αρνί» και επιπλέον «λιανίζων μεθοδικώτατα δι’ όλους».
Τα παραδείγματα αυτά, μεταξύ πολλών άλλων, αποδεικνύουν περίτρανα ότι ο Παπαδιαμάντης -που κινείται με απίστευτη άνεση σε όλο το φάσμα της ελληνικής γλωσσικής διαχρονίας- υπήρξε, όσον αφορά τη γλώσσα, ασυγκρίτως ιστορικότερος και φιλοσοφικότερος (προφανώς, επειδή ήταν λαϊκότερος) από όλους τους μονομερείς και μονομανείς καθαρολόγους και δημοτικιστές, αρχαϊστές και ψυχαριστές.
Εξυπακούεται πως όλα αυτά, δηλαδή τα εξαίσια γλωσσικά του Παπαδιαμάντη, τα παιδιά δεν έχουν πρόβλημα να τα κατανοήσουν και να τα εφαρμόσουν. Το ακόλουθο παράδειγμα φτάνει και περισσεύει, πιστεύω, ώστε να φανερωθεί του λόγου το ασφαλές. Σε μια γλωσσική άσκηση του σχετικού βιβλίου, στην οποία τα ουσιαστικά «εκτόξευση» και «συντριβή» έπρεπε να αντικατασταθούν με παθητικούς αορίστους, οι μαθητές και οι μαθήτριές μου (Β’ Γυμνασίου) επέλεγαν σταθερά στην πρώτη περίπτωση το «εκτοξεύθηκε» (και όχι το «εξετοξεύθη»), ενώ στη δεύτερη περίπτωση επέλεγαν το «συνετρίβη» (και όχι το «συντρίφτηκε»).
Το αποτέλεσμα αυτό επαναλαμβανόταν συστηματικά, καθόσον η συγκεκριμένη άσκηση (case study) διεξαγόταν επί πέντε συναπτά έτη. Αυτό σημαίνει ότι, εκτός από τον Παπαδιαμάντη, και οι μαθητές λειτουργούσαν με γνώμονα την αισθητική και την οντολογία της γλώσσας, σε αντίθεση με κάποιον πανεπιστημιακό φωστήρα του Α.Π.Θ., οι απόψεις του οποίου φιλοξενούνταν στο βιβλίο για τη γλώσσα της Β’ Λυκείου: «Η ύπαρξη απόλυτων συνώνυμων, που δεν διαφοροποιούν σε τίποτα το νόημα, δεν είναι πλούτος αλλά σαβούρα, βλαβερή επιβάρυνση της μνήμης». (!)
Συμπέρασμα: Η ανάλυση της γλώσσας του Παπαδιαμάντη (η οποία γεφυρώνει μία πραγματικότητα που ισοδυναμεί με την ιστορική μνήμη του ελληνισμού), εάν σταθμεύσει αποκλειστικά στις γλωσσικές αντιλήψεις (και στις γλωσσικές αντιπαραθέσεις) των τελών του 19ου αιώνα και των αρχών του 20ού, θα αφήσει ανερμήνευτο και ανεκμετάλλευτο το μέγα ιστορικό βάθος ενός αειθαλούς εκφραστικού τρόπου.
Γι’ αυτό η έσχατη αλήθεια του παπαδιαμαντικού λογοτεχνικού σύμπαντος πρέπει να αναζητηθεί στην αυθεντικότητα του λόγου του, που είναι διαχρονικός, πολυφωνικός, διαλογικός, και όχι βέβαια «στο γλωσσικό υλικό της δημοτικής», χωρίς το οποίο, κατά την άποψη του Γιάννη Κορδάτου, ο Παπαδιαμάντης «θα είχε ξοφλήσει» (αν είναι δυνατόν!). Ο Παπαδιαμάντης, για να παραφράσω μια ιδέα του Ζήσιμου Λορεντζάτου, δεν μπορούσε να αναβάλει το όλον της μακραίωνης ελληνικής γλωσσικής διαχρονίας, περιμένοντας πρώτα να επιβληθεί ισοπεδωτικά «η γλώσσα του λαού».
Και κάτι ακόμα: Οταν ο Παπαδιαμάντης αποφασίζει χάριν της οικονομίας ενός διηγήματος να εκφρασθεί (και) στη δημοτική, τότε άθελά του καταδεικνύει πως χρειάζεται καμιά δεκαριά ακραιφνείς δημοτικιστές μόνο για πρωινό! Παραδείγματος χάριν: «Αγνάντεψε το καράβι που έφευγε, κ’ έκλαψε πικρά κ’ έπεσαν τα δάκρυά της στα κύματα· και τα κύματα επικράθηκαν, κ’ εφαρμακώθηκαν, και θύμωσαν, κι αγρίεψαν, κ’ εθέριεψαν… και στο δρόμο τους που ηύραν το καράβι, έπνιξαν τον άνδρα της Φλανδρώς» (Τ’ αγνάντεμα).
* Ο Στέλιος Παπαθανασίου είναι δρ Φιλολογίας και Θεολογίας.
Κάτω από ΑΡΘΡΟ, ΑΦΙΕΡΩΜΑ, ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ, ΠΑΠΑΘΑΝΑΣΙΟΥ ΣΤΕΛΙΟΣ | 0 Σχόλια