ΑΡΘΡΟ
Γ. Φαρίνου – Μαλαματάρη, Αφηγηματικές Τεχνικές στον Παπαδιαμάντη
Τρόποι και Σημασία των «Πρωτοπρόσωπων» Αφηγήσεων στον Παπαδιαμάντη
Ο όρος πρωτοπρόσωπη αφήγηση είναι πλεοναστικός όταν αναφέρεται στο αφηγείσθαι, επειδή το υποκείμενο της αφηγηματικής πράξης είναι πάντα στο πρώτο πρόσωπο. Συνηθέστερα όμως ο όρος χρησιμοποιείται για να δηλωθεί η ταυτότητα του αφηγητή μ’ έναν από τους ήρωες της ιστορίας. Για να αποφύγουμε κάποια ενδεχόμενη ανακρίβεια, υιοθετήσαμε, ήδη στην Εισαγωγή, τους όρους του Genette ομοδιηγητική και ετεροδιηγητική αφήγηση σε αντικατάσταση των όρων πρωτοπρόσωπη και τριτοπρόσωπη αφήγηση αντίστοιχα.
Τα πέντε διηγήματα […] ανήκουν στον ισχυρό τύπο ομοδιηγητικής αφήγησης, όπου ο αφηγητής δεν παρουσιάζεται με δευτερεύοντα ρόλο, ως περαστικός, στην ιστορία που αφηγείται, αλλά είναι ο κεντρικός ήρωας της δικής του ιστορίας, ο πρωταγωνιστής. Στον τύπο αυτό δόθηκε η ονομασία αυτοδιηγητική αφήγηση.
Τα πέντε αυτά διηγήματα […] παρουσιάζονται ως ήδη γραμμένα κείμενα (πβ. το «Δια την Αντιγραφήν» ή το «Εξ Αντιγραφής»). Σύμφωνα με τον Romberg […] και τουλάχιστον αναφορικά με τις κλασικές μορφές της ομοδιηγητικής αφήγησης είναι τα πλασματικά απομνημονεύματα, τα ημερολόγια και το επιστολικό μυθιστόρημα. Τα πέντε διηγήματα θα μπορούσαμε δοκιμαστικά να τα κατατάξουμε στις αναμνήσεις που μοιάζουν με απομνημονεύματα και περιορίζονται σε κάποιες στιγμές της προσωπικής ιστορίας του αφηγητή.
Πρέπει πάντως να σημειωθεί ότι, ενώ τα απομνημονεύματα αναφέρονται σε αναδρομική εξιστόρηση εξωτερικών επί το πλείστον γεγονότων, που δικαιώνουν την παρελθούσα ζωή, ο Παπαδιαμάντης υιοθετεί το ακόλουθο σχήμα: Προκρίνει δύο στιγμές, που είναι συνήθως χρονικά απομακρυσμένες η μία από την άλλη. Κατά κανόνα η πρώτη αναφέρεται στην παιδική ηλικία του ήρωα, ενώ η δεύτερη δηλώνει το πέρασμα προς την ωριμότητα. Αυτό λοιπόν που υπογραμμίζεται είναι κάποιο γεγονός που σχετίζεται από τον αφηγητή με την ιδιωτική πλευρά της ύπαρξής του, αυτό προβάλλει την τάση μετάβασης από τα εξωτερικά γεγονότα στον έσω άνθρωπο, κοντολογίς μια εξομολογητική τάση. Μπορούμε λοιπόν να πούμε ότι παπαδιαμαντικές αυτοδιηγητικές αφηγήσεις βρίσκονται ανάμεσα στο απομνημόνευμα και στην εξομολόγηση.
Και στις περιπτώσεις αυτές ο αφηγητής – πρωταγωνιστής κοιτάζει πίσω στο χρόνο και βλέπει τα γεγονότα της προηγούμενης ζωή του αναδρομικά. Από τη χρονική διαφορά προκύπτει η διφυΐα της αυτοδιηγητικής αφήγησης, που αγνοήθηκε όμως, γενικά, από τους μελετητές της οπτικής γωνίας.
Το Εγώ αυτών των αφηγήσεων έχει διπλή υπόσταση: είναι το Εγώ της ιστορίας και το Εγώ της αφήγησης που συνήθως αντιπροσωπεύουν αντίστοιχα τον εαυτό που βιώνει και τον εαυτό που αφηγείται. Οι δύο αυτές πλευρές του Εγώ χωρίζονται μεταξύ τους από ένα μεγαλύτερο ή μικρότερο διάστημα χρόνου (την αφηγηματική απόσταση).
Αυτό το διάστημα και η ίδια η πράξη της αφήγησης είναι δύο παράγοντες που θέτουν σε αμφισβήτηση την ταυτότητα που η προσωπική αντωνυμία δημιουργεί μεταξύ του Εγώ που βιώνει και του Εγώ που αφηγείται. Αυτός που έζησε το παρελθόν και αυτός που το διηγείται είναι και δεν είναι το ίδιο πρόσωπο. Αυτός που έζησε «είδε» τα γεγονότα (αντιληπτική οπτική γωνία), ενώ αυτός που τα διηγείται δεν περιορίζεται στην απλή αναμετάδοση της όρασης, αλλά επενδύει κάθε περιστατικό με κάποια ιδεολογία (εννοιολογική οπτική γωνία).
Έτσι στην αυτοδιηγητική αφήγηση η φωνή μπορεί να είναι μία (αφού δεν υπάρχει διαφορά στην προσωπική αντωνυμία), αλλά υπάρχει ενδεχομένως διαφορά στην προοπτική ανάμεσα στο Εγώ που αφηγείται, ιδιαίτερα όταν η αφηγηματική απόσταση είναι μεγάλη. Στο σημείο αυτό, μπορεί να εκτιμήσει κανείς τη χρησιμότητα του διαχωρισμού της προοπτικής από τη φωνή, που αναφέραμε στην Εισαγωγή.
Δεδομένου ότι ο λόγος ανήκει στο Εγώ που αφηγείται (εκτός από τις λίγες περιπτώσεις που παραχωρεί το λόγο στον εαυτό του ως ήρωα) το ερώτημα είναι ποιου την προοπτική υιοθετεί η αφήγηση. Ο Genette υποστηρίζει ότι ο αυτοδιηγητικός αφηγητής «πρέπει να σεβαστεί την εστίαση που καθορίζεται σε σχέση με την πληροφορία του ως αφηγητή κι όχι σε σχέση με την παρελθοντική πληροφορία του ως ήρωα» […].
Αυτό σημαίνει ότι η αυτοδιηγητική αφήγηση είναι η περιοχή της εσωτερικής εστίασης μέσω του αφηγητή. Τυχόν εναλλαγές στην εστίαση, που μπορεί να μη μείνει αμετάβλητη σ’ όλο το μήκος του κειμένου, συνιστούν παραλήψεις (paralepsis), και παραλείψεις (paralipsis) αντίστοιχα […].
Στην παράληψη εφοδιαζόμαστε με περισσότερες πληροφορίες «απ’ ό,τι επιτρέπεται κανονικά στον κώδικα της εστίασης που κυβερνά το σύνολο», ενώ στην παράλειψη με λιγότερες. Στην περίπτωση των διηγημάτων που μας απασχολούν η παράληψη έγκειται στον έμμεσο εφοδιασμό μας με περισσότερες πληροφορίες, απ’ όσες αρχικά υποπτευόμαστε, ενώ η παράλειψη στον περιορισμό του αφηγητή στα όρια του εαυτού του ως ήρωα. Οι παραλείψεις εγείρουν αγωνία, δημιουργούν μυστήριο, και από τη γενικότερη άποψη της αναγνωστικής διαδικασίας ειρωνεία, αυτό οφείλεται αφ’ ενός στην ανισότητα μεταξύ της πληροφορίας που δίνεται από τον ήρωα και της ερμηνείας που προσφέρει ο αναγνώστης. Έτσι, οι μεταβολές στην εστίαση διασπούν κατά κάποιο τρόπο την ταυτότητα που δημιουργεί η πρωτοπρόσωπη αντωνυμία […]
Τα διηγήματα αυτά παρουσιάζονται κάπως αργά στη διηγηματογραφική παραγωγή του συγγραφέα, γύρω στο 1900, γράφτηκαν σε διάστημα μικρότερο της διετίας (1899-1901) […].
Σχεδόν κατά γενική ομολογία τα διηγήματα αυτά θεωρούνται «αυτοβιογραφικά», «αυτοψυχογραφικά», «ντοκουμέντα για το πλησίασμα της προσωπικότητας και του έργου του συγγραφέα» που μαρτυρούν ότι ο «ηθικός κόσμος του Παπαδιαμάντη δοκιμάζεται από τον κρυφό κι ανικανοποίητο ερωτισμό του, από τα πάθη του, από τις εισβολές του πονηρού» […].
Με δυο λόγια, η μέχρι σήμερα κριτική κυμαίνεται ανάμεσα στα σημασία και στην αξία των έργων αυτών. Και όσον αφορά στη σημασία τα εξηγεί -πράγμα όχι και τόσο δύσκολο- σύμφωνα με μια βιογραφική προοπτική την οποία όμως ασκεί με απλουστευτικό τρόπο. Οι κριτικοί, δηλαδή, δεν αρκούνται να δείξουν ότι το κείμενο «βρίσκεται σε μια ορισμένη σχέση με το συγγραφέα του και ότι μπορεί γι’ αυτό να γίνει κατανοητό, εάν τα στοιχεία του συσχετιστούν με μια ψυχολογική αληθοφάνεια» […] αλλά θεωρούν τα έργα αυτοβιογραφικά με την περιορισμένη και περιοριστική μάλλον έννοια της συμπερίληψης συμπαγών κομματιών της ζωής του συγγραφέα στο κείμενο. Έτσι, καταλήγουν στην απομόνωση στοιχείων που θεωρούνται ενδεικτικά είτε των ψυχολογικών τραυμάτων του συγγραφέα, που προέρχονται από την κοινωνική του μειονεξία, είτε εκφράσεις του απωθημένου και ανολοκλήρωτου ερωτισμού του.
Γ. Φαρίνου – Μαλαματάρη, Αφηγηματικές Τεχνικές στον Παπαδιαμάντη, 1887-1910, Αθ.: Κέδρος, 1987, σελίδες 243-249.
Γιώργος Ιωάννου, «Ο της Φύσεως Έρως» (απόσπασμα)

Με αυτά, δεν συνηγορούμε για την αυτοβιογράφηση στη λογοτεχνία, ούτε και καταδικάζουμε -κάθε άλλο- το πλάσιμο μιας κατάστασης ολότελα νέας μέσα στα έργα. Μακάρι… Απλώς προϊόντος του χρόνου, κάνουμε τη διαπίστωση ότι κανένας συγγραφέας δεν πέφτει στο έργο του έξω από τα βιώματά του.
Από τα παρακάτω θα έγινε ίσως αντιληπτό τι ακριβώς νομίζουμε όταν λέμε, ότι κάθε συγγραφέας -και ο Παπαδιαμάντης- «αυτοβιογραφείται». Εννοούμε ότι κάθε άξιος συγγραφέας αντλεί τη γλώσσα του, τη φρασεολογία του, τις εμπειρίες του, τις εμπνεύσεις του, ιδίως την επένδυση των εμπνεύσεών του, από μέσα του, από την τεράστια παρακαταθήκη βιωμένων πραγμάτων, καταστάσεων και γεγονότων, μεταμορφωμένων πια σε λέξεις και φράσεις, που ο κάθε συγγραφέας -και ο κάθε άνθρωπος- διαθέτει. Δεν εννοούμε ότι ο συγγραφέας αναπαριστάνει τη ζωή του, αν και δεν είναι εκ των προτέρων καταδικάσιμο, ούτε και αυτό. Εξαρτάται από την τομή και το δόσιμο που θα γίνει […].
Ο Παπαδιαμάντης μπορεί, νομίζω να ονομασθεί πιο πολύ βιωματικός παρά αυτοβιογραφικός συγγραφέας. Ο Παπαδιαμάντης δημιουργεί την ίδια εντύπωση με όλους εκείνους τους συγγραφείς που είναι παραστατικοί και μερακλήδες σκηνογράφοι. Δημιουργεί δηλαδή την εντύπωση ότι τα έζησε όλα αυτά για τα οποία γράφει, ενώ ακόμη και δια της κοινής λογικής μπορούμε να βρούμε ότι αυτό δεν ήταν δυνατό. Υπάρχει στο έργο του ένα πλήθος ιστοριών τις οποίες για λόγους απλούς δεν μπορεί να τις έζησε ο ίδιος, αλλά πρέπει να τις άκουσε, να τις είδε ίσως εκ του μακρόθεν και προπαντός να τις έμαθε από άλλους ή παλιότερους.
Οι ιστορίες αυτές είναι πλασμένες ή ξαναπλασμένες από τον συγγραφέα με τα υλικά του χώρου τους, που τα παρέχει η μετά αγάπης αναστροφή του μέσα σ’ αυτό το περιβάλλον. Και έτσι οι αλλότριες ιστορίες του γίνονται αφορμή για την πιο μεγάλη απόλαυσή του. Να βγάλει και να ξαναβγάλει από μέσα του τα αγαπητά του πράγματα, τις φορτωμένες ξεχωριστή αχλύ και περιεχόμενο λέξεις και να τις αραδιάσει για μια ακόμη φορά μέσα σ’ ένα κομμάτι του χώρου του. Θέλει να κλείνεται μέσα στον αγαπημένο χώρο του και να βγάζει από μέσα του.
Και προκύπτει έτσι ένα κράμα ζεστής ζωής, με όλα τα συμπαρομαρτούντα της επαρχιακής ζωής του καιρού του. Φτώχειες, θαλασσοπνιγμούς, μαρασμούς, συνοικέσια, μικρότητες, γάμους, βαφτίσια, γιορτές και γλέντια, έθιμα, κουτσομπολιά, λόγια πικρά, μίση, νεράιδες και αερικά, θρησκευτικές αναβάσεις, χειμερινές περιπέτειες, αθώες ψυχές ποιμένων.
Λοιπόν, οι απόμακρες αυτές ιστορίες δεν είναι αυτοβιογραφικές, αλλά αποτελούν αφορμές για ανάπλαση ζωής.
Γιώργος Ιωάννου, «Ο της Φύσεως Έρως»: Τετράδια «Ευθύνης», αρ. 15 [Μνημόσυνο του Αλεξ. Παπαδιαμάντη: Εβδομήντα χρόνια από την Κοίμησή του] (Αθ. 1981), σελίδες 55-63: 58-59 ~ ΙΔ., Ο της Φύσεως Έρως: Παπαδιαμάντης, Καβάφης, Λαπαθιώτης, Αθ.: Κέδρος, 1985.
Κ. Στεργιόπουλος, Το απροσδόκητο βάθος της παπαδιαμαντικής γραφής

(Στεργιόπουλος Κ., 1986, Περιδιαβάζοντας, Αθήνα: Κέδρος, σελ. 68)
Μυρτιώτισσα: Παπαδιαμάντης, ὁ μέγας διηγηματογράφος
Ὁ Παπαδιαμάντης δὲν εἶναι μόνο ὁ μεγαλύτερος διηγηματογράφος τῆς ἐποχῆς του, ἀλλὰ καὶ ὅλων τῶν ἐποχῶν. Μ᾿ ἐλάχιστα τεχνικὰ μέσα ἀνέβασε τὸ ἔργο του στὴν ἀπόλυτη τελειότητα. Εἶναι ὁ πιὸ ἁπλός, ὁ πιὸ ταπεινός, ὁ πιὸ ἀνθρώπινα εἰλικρινὴς συγγραφέας ποὺ ἔβγαλε ὁ τόπος μας. Στὸ ἔργο του μιλεῖ ἀποκλειστικὰ καὶ μόνο γιὰ τοὺς «ἀνθρώπους του», γι᾿ αὐτοὺς ποὺ τοὺς αἰσθάνεται τέλεια δικούς του, καὶ μᾶς μιλεῖ γι᾿ αὐτοὺς ὅπως ποτὲ κανένας πατέρας δὲ μίλησε γιὰ τὰ παιδιά του. Εἶναι ἄπειρη ἡ στοργὴ ποὺ τοὺς ἔχει. Ἔξω ὅμως ἀπ᾿ αὐτὸν τὸν κόσμο τῶν ταπεινῶν, τίποτ᾿ ἄλλο σχεδὸν δὲν τὸν ἐνδιαφέρει, θάλεγε κανεὶς πὼς δὲν πρόσεξε τίποτ᾿ ἄλλο, πὼς δὲν ἔριξε οὔτε κἂν μία ματιὰ στὶς ἄλλες τάξεις τῶν ἀνθρώπων. Ἡ προσοχή του κι ὅλη του ἡ ἀγάπη συγκεντρώθηκε στὸ νησί του. Τὸ τοποθέτησε στὸ πρῶτο πλάνο τῆς ζωῆς, καὶ τὸ ἔργο του ἀντλεῖ ἀπ᾿ αὐτὸ τὴ λαμπρότητά του. Ἀπ᾿ τὴ φτώχεια τοῦ νησιώτη πλουτίζεται, ἀπ᾿ τὴν ἁγία του ὑπομονὴ στὴ δυστυχία καὶ στὸ θάνατο στεριώνεται, ἀπ᾿ τὴν ἁγνότητα τῆς Σκιαθίτισσας κοπέλλας ἐξαϋλώνεται, καὶ φτάνει ἐκεῖ ὅπου λίγοι κατάφεραν νὰ φτάσουν.
Γνώρισα τὸν Παπαδιαμάντη ἀπὸ κοντὰ μόνο τὸν τελευταῖο χρόνο ποὺ βρισκόταν στὴν Ἀθήνα. Κάποιος φίλος τὸν ἔφερε στὸ σπίτι μας ἕνα βράδυ, μὰ κι᾿ ὁ ἴδιος ἀποροῦσε πῶς τὸν κατάφερε, αὐτὸν τὸν ἀπόμονο, τὸν ἀπρόσιτο ἄνθρωπο, νὰ πάει σὲ σπίτι ξένο καὶ σ᾿ ἀνθρώπους ἔξω ἀπ᾿ τὴ δική του «οἰκογένεια». Ὡστόσο τὸν κατάφερε, κι᾿ ἀπὸ τότε, ἴσως γιατὶ μᾶς βρῆκε ἁπλοὺς καὶ κάπως τῆς ἀρεσκείας του, ἐρχότανε πότε-πότε κατὰ τὶς ἐννιὰ τὸ βράδυ. Καθότανε πάντα παράμερα μὲ σταυρωμένα στὸ στῆθος τὰ χέρια, μὲ σκυμμένο τὸ κεφάλι, καὶ μοῦ ἔδινε τὴν ἐντύπωση σὰ νά ῾λεγε ἀπὸ μέσα του μιὰ προσευχή. Σπάνια μιλοῦσε. Ἐγὼ τὸν θαύμαζα καὶ τὸν ἀγαποῦσα πολὺ ἀπὸ τότε, δύσκολα ὅμως κατάφερνα ν᾿ ἀνοίξω κουβέντα μαζί του.
Ἕνα βράδυ μοῦ εἶπε ξαφνικά: -Ἔμαθα πὼς τιμᾶτε διὰ τῆς προστασίας σας τὴ «Φόνισσα». Τὸν κύτταξα κατάπληκτη. Ἂν δὲν τὸν ἤξερα τόσο ἁπλὸ καὶ ταπεινὸν ἄνθρωπο, θἄλεγα πὼς μὲ κορόϊδευε. – Ἔχει ἀνάγκη αὐτὸ τὸ ἀριστούργημα ἀπὸ προστασία, καὶ μάλιστα δική μου; τοῦ ἀπάντησα. Ἕνα πικρὸ χαμόγελο φώτισε γιὰ μία στιγμὴ τὸ πρόσωπό του, κι᾿ ἀμέσως ἔσβυσε. Ἕν᾿ ἄλλο βράδυ, βροχερὸ καὶ κρύο, τοῦ δώσαμε ἕνα φλυτζάνι τσάι γιὰ νὰ ζεσταθεῖ, μὰ δὲν τὸ δέχτηκε. Τὄσπρωξε μὲ κάποιαν ἀπέχθεια, καὶ μᾶς εἶπε ἁπλά: «Δὲν τὸ συνηθίζω». Ἴσως γιατὶ εἶναι φράγκικο πιοτό, σκέφθηκα, καὶ τ᾿ ἄλλο βράδυ τοῦ ἑτοιμάσαμε ζεστὴ φασκομηλιά. Μὲ πόση εὐχαρίστηση, θυμᾶμαι, τὴ ρούφηξε μονομιᾶς.
Ἦταν σιωπηλός, ὅταν ὅμως θίγαμε κάτι ποὺ τὸν ἐνδιέφερε ἢ ποὺ τ᾿ ἀγαποῦσε, μιλοῦσε συνεχῶς γιὰ κάμποση ὥρα, μὲ μιὰ φωνὴ σιγανή, ψιθυριστὴ θά ῾λεγα, ποὺ μοῦ φαινότανε σὰ νὰ ῾ρχόταν ἀπὸ πολὺ μακριά. Σύχναζε τότε στὸ Μοναστηράκι, γιατὶ ἐκεῖ κοντὰ ἦταν ἕνα μικρὸ ἐκκλησάκι ὅπου πήγαινε κι᾿ ἔψελνε ταχτικά. – Μπορεῖτε καὶ γράφετε στὸ καφενεῖο; τὸν ρώτησα. Σήκωσε τότε τὸ κεφάλι του κι᾿ ἄρχισε νὰ μᾶς μιλεῖ γιὰ τὸ περίφημο ἐκεῖνο καφενεῖο τοῦ Μοναστηρακιοῦ, πλέκοντας τὸ ἐγκώμιο τοῦ καφετζῆ μὲ θέρμη, σὰ νὰ ἦταν καμιὰ προσωπικότητα ξεχωριστή.- Μοῦ δίνει καμιὰ φορὰ χαρτὶ καὶ γράφω. Εἶναι ἄνθρωπος τοῦ θεοῦ. Ὥστε αὐτὸ ἦταν! Ἂς εἶν᾿ εὐλογημένος στὸν αἰῶνα ὁ ἀγαθὸς ἐκεῖνος καφετζής! Ἴσως χωρὶς αὐτὸν πολλὰ ἀπ᾿ τὰ γοητευτικά του ἀνιστορίσματα δὲ θἄβλεπαν τὸ φῶς …Κατὰ τὶς δέκα σηκωνόταν νὰ φύγει. Νύσταζε. Μεγάλη κούραση τὸν κρατοῦσε πάντα. Ἕσφιγγε λίγο τὸ σκοινὶ ποὺ ἔζωνε τὴ μέση του, μᾶς ἔδινε τὸ χέρι, καὶ μὲ ὕφος μαθητῆ ποὺ ντρέπεται γιὰ κάποια ἀταξία, μᾶς ἔλεγε: – Καλή σας νύχτα, καὶ νὰ μοῦ συγχωρεῖτε τὰς ἐλλείψεις μου.
Ὅταν ἦταν νὰ φύγει γιὰ τὴ Σκιάθο, ἦρθε μόνος του αὐτὴ τὴ φορά, γιὰ νὰ μᾶς ἀποχαιρετήσει. Ἡ φωνή του εἶχε ἕναν ἀλλιώτικο τόνο, ἦταν θερμὴ καὶ πολὺ συγκινημένη. Μᾶς κάλεσε νὰ πᾶμε στὸ νησί του, ὅπου θὰ μᾶς φιλοξενοῦσε στὸ σπιτάκι του. Σεῖς οἱ γυναῖκες θὰ κοιμᾶστε σὲ ροῦχα φτωχικὰ μέν, πλὴν πολὺ καθαρά. Ἐμεῖς οἱ ἄντρες μποροῦμε νὰ κοιμηθοῦμε στὸ ὕπαιθρον, ὑπὸ τὰ δέντρα. Ἔπειτα ἄρχισε νὰ μᾶς μιλεῖ γιὰ κάποια του ἀνήψια, παιδιὰ τοῦ ἀδερφοῦ του, νομίζω, γιὰ τὰ ὁποῖα δὲν μπόρεσε ποτὲ νὰ κάνει τίποτα. Μιλοῦσε σὰ νἄθελε ν᾿ ἀπολογηθεῖ καὶ σύγχρονα νὰ ξαλαφρωθεῖ ἀπὸ ἕνα βάρος ποὺ τοῦ πίεζε τὴν καρδιά. – Χρέος μου ἦταν νὰ τὰ προστατέψω, ἀλλὰ δὲν εἶχα τὴν δύναμιν. Δὲν μπόρεσα νὰ τοὺς χρησιμεύσω εἰς τίποτε, ὅπως ἐπιθυμοῦσα. Ἂς εἶναι… Τί νὰ τὰ λέμε τώρ᾿ αὐτά; θλιβερὰ πράγματα… Τὸν κύτταζα. Τὰ μάτια του ἦταν βουρκωμένα, καὶ δυὸ δάκρυα εἶχαν ἀρχίσει νὰ κυλοῦν στὸ χλωμομελάχροινο πρόσωπό του. Ἔφυγε. Ὕστερ᾿ ἀπὸ λίγους μῆνες, προτοῦ προφτάσουμε νὰ τὸν ξαναϊδοῦμε στὸ νησί του, μᾶς ἦρθε τὸ μήνυμα τοῦ ἀπολυτρωτικοῦ του θανάτου…
>Δημήτριος
>

100χρονων τῆς ἐκδημίας τοῦ Ἀ. Παπαδιαμάντη, μποροῦν νὰ καταστοῦν ἰδιαίτερα ὠφέλιμες, ἄν στρέψουν ἀγωνιῶντες, ἀποκαμωμένους καὶ πεφορτισμένους στὴν ἄμεση ἐπαφή μὲ τὸ ἔργο τοῦ μεγάλου συγγραφέα καὶ δὲν ἐξαντλήσουν τὴν κριτική σχολιαστῶν κλ.π. διανοητῶν στὰ γνωστά τετριμμένα, χιλιοειπωμένα κι ἐπιμέρους,Βἀλλά ὑποκύψουν στὴν ἀνάγκη προσέγγισής του ὡς ἀνθρώπου ποὺ ἐνδιαφερόταν ἐνεργά γιὰ ὅ,τι συνέβαινε στὴν ἐποχή γύρω του κι ἐπιχείρησε νὰ ἀσκήσει κάποια ἐπιρροή στὴν ἐξέλιξη τῆς ἑλληνικῆς κοινωνίας καὶ στὴν πορεία τῆς ἱστορίας μας. Ἄν ὁ Σολωμός ἀναστοχάστηκε μέσα στὸ ἔργο του τὸ ’21 καὶ θέλησε νὰ δείξει τὶ θεμέλια ἠθικῶν ποιοτήτων τοῦ ἐλεύθερου ἐθνικοῦ βίου μᾶς προσέφεραν ἕτοιμα
οἱ Ἀγωνιστές, ὁ Παπαδιαμάντης στὴν καμπή τοῦ 19ου πρὸς τὸν 20όν αἰ. κάνει μιὰ
στάση καὶ ἀποτιμᾶ τὴ συλλογικὴ πορεία· « Τὸ σημερινόν ἔθνος δὲν ἐπῆγε, δυστυχῶς,
τόσον ἐμπρός…Τὸ ἔθνος τὸ Ἑλληνικόν… εἶναι ἀκόμη πολύ ὀπίσω…δὲν δύναται νὰ
τρέξῃ ἀρκετά ἐμπρός, χωρίς τὸ ὅλον νὰ διασπαραχθῇ ὡς διασπαράσσεται φεῦ!
ἤδη…Ἄγγλος ἤ Γερμανός ἤ Γάλλος δύναται νὰ εἶναι κοσμοπολίτης ἤ ἀναρχικός ἤ
ἄθεος ἤ ὅ,τι δήποτε. Ἔκαμε τὸ πατριωτικόν χρέος του, ἔκτισε μεγάλην πατρίδα. Τώρα
εἶναι ἐλεύθερος νὰ ἐπαγγέλλεται χάριν πολυτελείας τὴν ἀπιστίαν καὶ τὴν ἀπαισιοδοξίαν. Ἀλλά Γραικύλος τῆς σήμερον, ὅστις θέλει νὰ κάμῃ δημοσίᾳ τὸν ἄθεον ἤ τὸν κοσμοπολίτην, ὁμοιάζει μὲ νάνον ἀνορθούμενον ἐπ’ ἄκρων ὀνύχων καὶ τανυόμενον νὰ φθάσῃ εἰς ὕψος καὶ φανῇ καὶ αὐτός γίγας». Ξεκαθαρίζει ἔτσι τὴ θέα του, τὴν ὀπτική του γωνία. Οἱ εἰκόνες ποὺ διαμορφώνουν ὡς ταυτότητες οἱ διάφορες ὁμάδες, ὑπακούοντας στὴν ἀνάγκη ἀναγνώρισης τοῦ ἑαυτοῦ, ἀτομικά καὶ συλλογικά,
συνιστοῦν ἱστορικές καὶ πολιτιστικές κατασκευές ποὺ προκύπτουν ἀπό τὸν συμφυρμό πραγματικῶν δεδομένων μὲ ἰδεολογικές διατυπώσεις. Ἡ συμβολή τῶν πνευματικῶν ἀνθρώπων σὲ τοῦτο δὲν εἶναι ἁπλά δεδομένη, ἀλλά ἐξόχως σημαντική. Ἀξίζει πραγματικά νὰ ἀντιπαραβληθοῦν: ἐκείνη τοῦ Παπαδιαμάντη· «Τὸ ἐπ’ ἐμοί, ἐν ὅσῳ ζῶ καὶ ἀναπνέω καὶ σωφρωνῶ, δὲν θὰ παύσω πάντοτε…νὰ ὑμνῶ
μετά λατρείας τὸν Χριστόν μου, νὰ περιγράφω μετ’ ἔρωτος τὴν φύσιν, καὶ νὰ ζωγραφῶ μετά στοργῆς τὰ γνήσια Ἑλληνικά ἔθη»( 1893), μὲ μιὰ λιγώτερο πιεστικά δοθεῖσα, τοῦ πολιτογραφημένου Ἄγγλου, σημαντικοῦ ποιητοῦ καὶ δοκιμιογράφου T. S. Eliot · « Ἡ ὀπτική γωνία μὲ τὴν ὁποία βλέπω ἐν γένει τὰ πράγματα εἶναι: εἶμαι κλασικιστής στὴ λογοτεχνία, μοναρχικός στὶς πολιτικές πεποιθήσεις καὶ
ἀγγλοκαθολικός στὴ θρησκεία». Γιὰ τὸν Ἄγγλο ποιητή, γράφηκε ὅτι εἶχε2 μεταμεληθῆ γιὰ τὴν ἔμφαση ποὺ δινόταν στὴν πιὸ πάνω διατύπωση, κρινόμενη καὶ ὡς πολύ σαφής δογματική μορφή, μὲ δέσμευση σὲ ἐξωτερικήν αὐθεντία. Γιὰ τὸν Παπαδιαμάντη, τὰ τρία στοιχεῖα, ἀλληλένδετα κι ἀδιάσπαστα, τῆς
δικῆς του ταυτότητας εἶναι ὁ Χριστιανισμός του, ἡ ἑλληνική φύση καὶ ὁ αὐθεντικός ἑλληνικός χαρακτήρας. Δὲν μπορεῖ νὰ μὴν ἐπισημανθεῖ κι ὁ τρόπος τῆς προσωπικῆς ἰσόβιας σύνδεσής του μαζί τους: λατρεία, ἔρως, στοργή. Στὸν καιρό τῆς μεγάλης δοκιμασίας ποὺ περνᾶμε, μὲ τὰ στοιχεῖα τῆς συλλογικῆς μας ταυτότητας νὰ ἀφήνονται χωρίς πόνο καὶ τύψη νὰ ξεθωριάζουν, ἤ ἀκόμη χειρότερα, νὰ
εὐτελίζονται, τὸ ἔργο τοῦ Παπαδιαμάντη προσφέρεται καὶ γιὰ τὴν ἀναγνώριση τῆς δημιουργικότητας τοῦ λαοῦ, ὑπό προϋποθέσεις τὴ φρόνηση καὶ τὸ γοῦστο – καλαισθησία, ἀλλά καὶ γιὰ ἐπανασύνδεσή μας μὲ τὴν παράδοση ριζικῆς κριτικῆς, γεγονός ἱκανό νὰ μᾶς ἐπαναφέρει στὴν μεγάλη παράδοση τῆς εὐθύνης ὅλων μας κι ἰδιαίτερα τῶν στοχαστῶν, στὴ σχέση μας μὲ τὴν κοινότητα.
Οἱ ἀναφορές μας εἶναι, 1) στὸ διήγημα Ἀλεξάνδρου Παπαδιαμάντη «Λαμπριάτικος Ψάλτης», Ἅπαντα, Κριτική ἔκδ. Ν. Δ. Τριανταφυλλόπουλος, ἐκδ. Δόμος, τ. 2ος, σσ. 513 επ.
2) στό T. S. Eliot, Πρόλογος στὸ δοκ. « Γιὰ τὸν Lancelot Andrewes » (1928), σὲ Frank Kermode,
Εἰσαγωγή στὸ κριτικό ἔργο τοῦ T. S. Eliot.
>Ἀσημάκης Γιαλαμᾶς (1913-2005) – Εἰς μνήμην
>
Ὁ μεγάλος Σκιαθίτης, ὁ ἅγιος τῶν Ἑλληνικῶν Γραμμάτων, ὅπως ἔχει ἀποκληθεῖ, ἔγραφε τὰ διηγήματά του στὶς ἐφημερίδες, ποὺ ἐργαζόταν. Διηγήματα – συναξάρια τῆς ζωῆς τῶν ἀνθρώπων τοῦ νησιοῦ του, φτωχῶν βιοπαλαιστῶν τῶν περισσοτέρων τῆς ζωῆς, ὅπως τὴ θυμόταν ἀπὸ τὰ παιδικὰ καὶ ἐφηβικά του χρόνια.Τὶς ἀναμνήσεις του ἔγραφε ὁ κυρ-Ἀλέξανδρος. Μιὰ ἀνάμνησή μου θὰ διηγηθῶ κι ἐγὼ σχετικὴ μὲ αὐτόν. Δὲν τὸν γνώρισα. Εἶχε πεθάνει ἀρκετὰ χρόνια, πρὶν ἐγὼ ἐπιδοθῶ στὴ δημοσιογραφία. Γνώρισα ὅμως ἕναν, ποὺ τὸν εἶχε γνωρίσει. Ἕνα παλιὸ δημοσιογράφο. Τώρα δὲ ζεῖ οὔτ᾿ αὐτός. Τότε, ποὺ τὸν γνώρισα, ἦταν κιόλας γέρος.
– Ναί, τὸν θυμᾶμαι, τὸν Παπαδιαμάντη, μοῦ εἶπε μία μέρα. Τὸν θυμᾶμαι πολὺ καλά. Ἕνα διάστημα ἐργαζόμουν στὴν ἐφημερίδα ποὺ ἐργαζόταν κι αὐτός. Ἐκεῖ ἔγραφε τότε καὶ τὰ διηγήματά του, τὶς ἑορτές.
Ἐγὼ ἤμουν νεαρὸς συντάκτης κι ἔγραφα οἰκονομικὲς εἰδήσεις. Ἀγαποῦσα πολὺ τὴ λογοτεχνία καὶ τὸν Παπαδιαμάντη τὸν ἔβλεπα μὲ σεβασμό. Λογάριαζα μάλιστα, νὰ τοῦ δώσω, νὰ διαβάσει μερικὰ διηγήματα, ποὺ εἶχα γράψει, γιὰ νὰ μοῦ πεῖ τὴ γνώμη του.
Δίσταζα ὅμως, νὰ τὸν ἐνοχλήσω, γιατὶ τὸν ἔβλεπα, νὰ εἶναι καταβεβλημένος. Δὲν ἦταν καὶ τόσο καλὰ στὴν ὑγεία του, ἐκείνη τὴν ἐποχή. Περίμενα, νὰ τὸν δῶ, νά ῾ναι καλύτερα, γιὰ νὰ τοῦ δώσω τὴ λογοτεχνική μου ἐργασία.
Τελικά, ὅμως αὐτὸ δὲν ἔγινε ποτέ, γιατὶ συνέβη κάτι, ποὺ μὲ ἔφερε στὴ θέση ἐνόχου ἀπέναντί του. Δὲν ἔφταιγα ἐγώ. Οἱ περιστάσεις δημιούργησαν αὐτὴν τὴν κατάσταση, ποὺ μ᾿ ἔθλιψε κι ἐμένα.
Νά, τί ἀκριβῶς συνέβη.
Ἔρχονταν Χριστούγεννα καὶ τὴν παραμονὴ ἑτοιμαζόταν τὸ χριστουγεννιάτικο φύλλο τῆς ἐφημερίδας. Ὁ ἀρχισυντάκτης ἦταν στὸ τυπογραφεῖο καὶ «ἔκλεινε τὶς σελίδες», ὅπως λέγαμε τότε στὴ δημοσιογραφικὴ γλῶσσα. (Παρένθεση. Τώρα ὁ τρόπος τῆς ἔκδοσης τῶν ἐντύπων ἔχει ἀλλάξει ἄρδην. Ἡ τεχνολογία ἔχει κάνει καὶ σ᾿ αὐτὸν τὸν τομέα τεράστιες προόδους. Τότε οἱ ἀράδες τῶν κειμένων χύνονταν σὲ σελίδες πάνω σ᾿ ἕνα μεγάλο μάρμαρο. Κλείνω τὴν παρένθεση καὶ συνεχίζω τὴ διήγηση τοῦ παλιοῦ γνωστοῦ μου δημοσιογράφου).
– Ὅλο τὸ χριστουγεννιάτικο φύλλο ἦταν ἕτοιμο, σελιδοποιημένο. Δηλαδή, ὅλες οἱ σελίδες του ἦσαν ὁλοκληρωμένες ἐπάνω στὸ μάρμαρο, ἕτοιμες νὰ σταλοῦν στὸ πιεστήριο, ὅταν κατέφθασα ἐγὼ μὲ μιὰ οἰκονομικὴ εἴδηση σημαντική. Τώρα δὲν τὴ θυμᾶμαι ἀκριβῶς. Ἦταν κάτι σχετικὸ μὲ μετοχὲς καὶ μὲ τιμὲς συναλλαγμάτων. Εἶχα γράψει ἐκτενῶς τὸ θέμα σὲ μερικὰ χειρόγραφα. Μόλις τὰ εἶδε ὁ ἀρχισυντάκτης, μοῦ εἶπε:
– Ποῦ νὰ τὰ βάλω τώρα ὅλ᾿ αὐτά;
Τί νὰ τοῦ ῾λεγα; Δέ μοῦ ῾πεφτε λόγος.
– Ἐγὼ ἔχω καθῆκον νὰ φέρω τὴν εἴδηση, τοῦ εἶπα.
– Ναί, ἀλλὰ τὴν ἔφερες ἀργά, μοῦ ἀπάντησε ὁ ἀρχισυντάκτης.
– Ἄργησε ἡ ἀνακοίνωση τοῦ χρηματιστηρίου καὶ τοῦ ὑπουργοῦ τῶν Οἰκονομικῶν, δικαιολογήθηκα ἐγώ.
Καὶ εἶχε πράγματι ἐκδοθεῖ ἀργά. Ὁ ἀρχισυντάκτης ξανακοίταξε τὰ χειρόγραφά μου, κοίταξε καὶ τὶς σελίδες ἐπάνω στὸ μαρμάρινο τραπέζι τοῦ τυπογραφείου καὶ μοῦ εἶπε:
– Δὲ βλέπεις; Ὅλη ἡ ὕλη εἶναι ἕτοιμη. Τί νὰ πετάξω γιὰ νὰ βάλω τὴ δική σου εἴδηση.
– Δὲν ξέρω, ἀπάντησα.
Καὶ γιὰ νὰ μὴ νομίσει, ὅτι ἤθελα νὰ τὸν πιέσω μὲ τὴν παρουσία μου, νὰ βάλει τὴ δική μου εἴδηση, πετώντας κάτι ἄλλο, χαιρέτησα κι ἔφυγα.
Πέρασε ἡ ἀργία τῶν Χριστουγέννων καὶ ξαναπῆγα στὴ δουλειά μου. Μόλις μπῆκα στὰ γραφεῖα στὰ γραφεῖα τῆς ἐφημερίδας, μοῦ εἶπε ὁ κλητῆρας:
– Σᾶς θέλει ὁ κύριος διευθυντής. Σᾶς ζήτησε τρεῖς φορὲς ἀπὸ τὸ πρωί.
Ἀνησύχησα. Τί νὰ μὲ ἤθελε; Πῆγα κατ᾿ εὐθεῖαν στὸ γραφεῖο τοῦ διευθυντοῦ. Ἐκεῖνος, μόλις μπῆκα, μὲ ρώτησε ἀπότομα, κοιτώντας με αὐστηρά:
– Γιατί δὲν ἔφερες τὴν οἰκονομικὴ εἴδηση;
– Τὴν ἔφερα, ἀπάντησα ἐγὼ ἀμέσως.
– Τὴν ἔφερες; Ἔκανε ὁ διευθυντὴς συνοφρυωμένος.
– Μάλιστα, τὴν ἔφερα.
– Καὶ γιατί δὲν μπῆκε;
Τί νὰ τοῦ ῾λεγα; Δὲν τὸν θεώρησα σωστό, νὰ τοῦ φανερώσω αὐτά, ποὺ εἶπε ὁ ἀρχισυντάκτης. Γι᾿ αὐτὸ σήκωσα τοὺς ὤμους καὶ τοῦ ἀπάντησα:
– Δὲν ξέρω.
– Σὲ ποιὸν τὴν ἔδωσες τὴν εἴδηση; ρώτησε ὁ διευθυντής.
– Στὸν κύριο ἀρχισυντάκτη, ἀπάντησα μὲ κάποιο δισταγμό.
Δὲν ἤθελα πάλι νὰ ἐκθέσω τὸν ἀρχισυντάκτη, ἀλλ᾿ αὐτὴ τὴ φορὰ δὲν μποροῦσα ξεφύγω. Ὁ διευθυντὴς χτύπησε τὸ κουδούνι, νά ῾ρθει ὁ κλητήρας. Ἄνοιξε τὴν πόρτα κι ἐμφανίστηκε ὁ κλητήρας.
– Ἦρθε ὁ ἀρχισυντάκτης; τὸν ρώτησε ὁ διευθυντής.
– Ὄχι ἀκόμα, κύριε διευθυντά.
– Ὅταν ἔρθει, πές του, ὅτι τὸν θέλω.
– Μάλιστα.
Ὁ κλητήρας ἔφυγε κλείνοντας τὴν πόρτα καὶ ὁ διευθυντὴς στράφηκε σὲ μένα.
– Μὴ φύγεις, μοῦ εἶπε. Κάθισε, ὥσπου νά ῾ρθει ὁ ἀρχισυντάκτης.
Καὶ μοῦ ῾δειξε ἕνα κάθισμα.
Δὲν εἶχα προφθάσει νὰ καθίσω, καλὰ – καλά, καὶ ἄνοιξε ἡ πόρτα τοῦ γραφείου. Μπῆκε ὁ ἀρχισυντάκτης καὶ χαιρέτησε:
– Καλημέρα.
– Καλημέρα, τοῦ ἀπάντησε βιαστικὰ ὁ διευθυντὴς καὶ μπῆκε ἀμέσως στὸ θέμα.
– Δὲ μοῦ λές, σὲ παρακαλῶ, εἶπε στὸν ἀρχισυντάκτη. Γιατί δὲν μπῆκε ἡ οἰκονομικὴ εἴδηση, ποὺ ἔφερε ὁ συντάκτης;
Κι ἔδειξε ἐμένα, ποὺ στὸ μεταξὺ εἶχα σηκωθεῖ ὄρθιος.
– Τὴν ἔφερε ἀργά, κύριε διευθυντά, δικαιολογήθηκε ὁ ἀρχισυντάκτης.
Ὁ διευθυντὴς κοίταξε ἐμένα.
– Ἄργησε νὰ βγεῖ ἡ ἀνακοίνωση τοῦ χρηματιστηρίου, δικαιολογήθηκα κι ἐγὼ μὲ τὴ σειρά μου.
Ὁ διευθυντὴς ξαναστράφηκε στὸν ἀρχισυντάκτη.
– Δηλαδή, τὸν ρώτησε, εἶχαν πάει οἱ σελίδες στὸ πιεστήριο;
– Ὄχι, ἀλλ᾿ ὅλη ἡ ὕλη ἦταν ἕτοιμη, ἐξήγησε ὁ ἀρχισυντάκτης.
– Τότε κακῶς δὲν μπῆκε ἡ εἴδηση, ξέσπασε ὁ διευθυντής.
– Μὰ ἔπρεπε νὰ πετάξω κάποιο ἄλλο κομμάτι, ποὺ εἶχε ἤδη στοιχειοθετηθεῖ, εἶπε ὁ ἀρχισυντάκτης.
– Ἂς πετοῦσες, φώναξε ὁ διευθυντής.
– Ποιὸ νὰ πετοῦσα;
– Ποιὸ νὰ πετοῦσες;
Ὁ διευθυντὴς ἔπιασε τὸ χριστουγεννιάτικο φύλλο τῆς ἐφημερίδας, ποὺ εἶχε μπροστά του, κι ἔδειξε τὸ διήγημα τοῦ Παπαδιαμάντη.
– Νά, αὐτὸ νὰ πετοῦσες, εἶπε, χτυπώντας τὸ χέρι του πάνω στὸ διήγημα.
Ὁ ἀρχισυντάκτης τὸν κοίταξε μὲ ἔκπληξη, ἀλλὰ καὶ μὲ λύπη, γιὰ τὴ βεβήλωση ποὺ γινόταν στὸ κείμενο τοῦ θαυμάσιου ἐκείνου λογίου καὶ ἀγαθότατου ἀνθρώπου.
– Τὸ διήγημα τοῦ κυρίου Παπαδιαμάντη; Ρώτησε μὲ τόνο φωνῆς, ποὺ ἐκδήλωνε τὰ αἰσθήματά του ἐκείνης τῆς στιγμῆς.
– Μάλιστα, τὸ διήγημα τοῦ Παπαδιαμάντη, ἐπανέλαβε ἀμείλικτος ὁ διευθυντής.
Ὁ ἀρχισυντάκτης κατέβασε τὸ κεφάλι.
– Θὰ ἦταν κρῖμα, εἶπε.
– Γιατί κρῖμα; Ρώτησε νευριασμένος ὁ διευθυντής.
– Γιατί ἔχει γίνει παράδοση πιά, νὰ δημοσιεύεται κάθε Χριστούγεννα ἕνα διήγημα τοῦ Παπαδιαμάντη.
– Ἔ, καλά! Ἂς μὴ δημοσιευότανε καὶ μία χρονιά, δὲ χαλάει ὁ κόσμος.
– Μὰ κουράστηκε ὁ ἄνθρωπος, νὰ τὸ γράψει.
– Θὰ τοῦ τὸ πληρώναμε.
– Χωρὶς νὰ δημοσιευτεῖ; Δὲ θὰ δεχότανε ποτέ. Δὲν τὸν ξέρετε τὸν κύριο Παπαδιαμάντη;
– Ὄχ, ἀδελφέ! Πολὺ τὸ ρίξαμε στὶς αἰσθηματικότητες. Ἐγὼ σοῦ λέω, ὅτι ἦταν μεγάλη παράλειψη, ποὺ δὲ δημοσιεύτηκε ἡ οἰκονομικὴ εἴδηση. Ἦταν σπουδαία εἴδηση κι ἐνδιαφέρει πολὺν κόσμο. Τὸ διήγημα ποιὸν ἐνδιαφέρει;
– Διαβάζεται καὶ τὸ διήγημα, παρατήρησε κάπως δειλὰ ὁ ἀρχισυντάκτης.
– Μπορεῖ νὰ διαβάζεται, ἀλλὰ δὲν ἐνδιαφέρει ἄμεσα κανέναν βροντοφώναξε ὁ διευθυντής. Ἐγὼ βγάζουμε ἐφημερίδα, δὲν κάνουμε φιλολογία. Ἂς τὸ καταλάβουμε…
Αὐτὰ εἶπε κι ἔσκυψε τὸ κεφάλι του σὲ κάτι χειρόγραφα, ποὺ εἶχε μπροστά του, σημεῖο ὅτι δὲν ἤθελε πιὰ καμιὰ κουβέντα. Ὁ ἀρχισυντάκτης κι ἐγὼ χαιρετίσαμε καὶ βγήκαμε ἀπὸ τὸ γραφεῖο…
Ἀγαποῦσε καὶ ὁ ἀρχισυντάκτης τὴ λογοτεχνία κι ἐκτιμοῦσε τὸν Παπαδιαμάντη. Κι ὅταν βγήκαμε ἀπὸ τὸ γραφεῖο τοῦ διευθυντοῦ, στράφηκε καὶ μὲ κοίταξε. Στὸ βλέμμα του ὑπῆρχε θλίψη καὶ ἀπογοήτευση.
– Τί λὲς ἐσὺ γι᾿ αὐτά; μὲ ρώτησε.
– Τί νὰ πῶ; ἀπάντησα.
Ἡ θέση μου ἦταν λεπτή, ἤμουν καὶ νέος καὶ δίστασα νὰ πῶ ἐλεύθερα τὴ γνώμη μου.
– Νὰ πετοῦσα τὸ διήγημα, εἶπε ὁ ἀρχισυντάκτης καὶ κούνησε θλιβερὰ τὸ κεφάλι του.
Τότε κι ἐγὼ ξεσπάθωσα.
– Κι ἐγὼ στὴ θέση σας τὸ ἴδιο θά ῾κανα, εἶπα ζωηρά. Δὲ θὰ πετοῦσα ποτὲ τὸ διήγημα.
Ὁ ἀρχισυντάκτης μὲ ξανακοίταξε κι ἕνα πικρὸ χαμόγελο ἀχνοφάνηκε στὰ χείλη του.
– Ἄκουσες ὅμως τὸν διευθυντή; μοῦ εἶπε. Τὸ διήγημα δὲν ἐνδιαφέρει κανέναν. Ἐκεῖνο ποὺ ἐνδιαφέρει, εἶναι ἡ οἰκονομικὴ εἴδηση. Τὸ χρῆμα.
Κούνησα καταφατικὰ τὸ κεφάλι μου.
– Καὶ τὸ πνεῦμα; ἔκανε ὁ ἀρχισυντάκτης μὲ φανερὸ πόνο καὶ ἀγανάκτηση. Δὲν ἐνδιαφέρει κανέναν τὸ πνεῦμα;
Δὲν ἀπάντησα. Κοιτοῦσα σιωπηλὸς τὸν ἀρχισυντάκτη, ποὺ φαινόταν ταραγμένος.
– Ἄκουσε, νεαρέ, μοῦ εἶπε καὶ ἡ ἔξαψή του ὅλο καὶ μεγάλωνε. Ὕστερα ἀπὸ χρόνια, οὔτε σὺ δὲ θὰ θυμᾶσαι τὴ σπουδαία εἴδηση, ποὺ ἔφερες. Κανεὶς δὲ θὰ τὴ θυμᾶται. Τὸ διήγημα ὅμως τοῦ Παπαδιαμάντη θὰ μείνει. Σημείωσε αὐτό, ποὺ σοῦ λέω. Ποτὲ δὲ θὰ ξεχαστεῖ αὐτὸ τὸ διήγημα. Ποτέ, ὅσο ὑπάρχει ἡ φυλή μας καὶ ἡ γλῶσσα μας, γιὰ νὰ μὴν πῶ, ὅσο θὰ ὑπάρχουν ἄνθρωποι.
Εἶχε φουντώσει καὶ τὰ μάτια του ἔλαμπαν.
– Ναί, εἶπα κι ἐγὼ σιγανὰ καὶ διακριτικά. Εἶναι ὡραῖο διήγημα.
– Τὸ διάβασες; μὲ ρώτησε ὁ ἀρχισυντάκτης.
– Μάλιστα, τὸ διάβασα. Εἶναι πραγματικὰ ἔξοχο.
– Ἀριστούργημα! εἶπε ὁ ἀρχισυντάκτης μὲ βαθιὰ φωνὴ μισοκλείνοντας τὰ μάτια.
Ἔπειτα, ἔδειξε πρὸς τὸ γραφεῖο τοῦ διευθυντοῦ καὶ πρόσθεσε:
– Κι αὐτὸς ἐκεῖ μοῦ λέει, ὅτι ἔπρεπε νὰ τὸ πετάξω! Νὰ χαθεῖ ἕνα τέτοιο διήγημα! Γιατὶ θὰ χανόταν. Ὁ κυρ-Ἀλέξανδρος δὲν κρατάει ἀντίγραφο. Κι οὔτε θὰ καθόταν, νὰ τὸ ξαναγράψει.
– Ναί, θὰ ἦταν κρῖμα, νὰ χαθεῖ, συμφώνησα κι ἐγώ.
Ἐκεῖ σταμάτησε ἡ κουβέντα μας. Ὁ ἀρχισυντάκτης προχώρησε πρὸς τὸ γραφεῖο τῆς σύνταξης.
Δὲν ξέρω, ἂν ἔφθασε τίποτε ἀπ᾿ ὅλα αὐτὰ στ᾿ αὐτιὰ τοῦ Παπαδιαμάντη. Πάντως ἐγὼ ἀπὸ ἐκείνη τὴν ἡμέρα αἰσθανόμουν σὰν ἔνοχος ἀπέναντί του καὶ ποτὲ δὲν τόλμησα νὰ τοῦ δώσω τὰ διηγήματά μου γιὰ νὰ μοῦ πεῖ τὴ γνώμη του.
Ὅσο γιὰ τὰ λόγια, ποὺ μοῦ εἶπε τότε ὁ ἀρχισυντάκτης, ἀποδείχτηκαν προφητικά. Σήμερα ὕστερα ἀπὸ τόσα χρόνια, οὔτε κι ἐγὼ θυμᾶμαι τὴν οἰκονομικὴ εἴδηση, ἐνῷ τὸ διήγημα τοῦ Παπαδιαμάντη εἶναι πασίγνωστο. Ἔχει μπεῖ στὰ σχολικὰ ἀναγνώσματα.
Κάποτε ἂν σοῦ δοθεῖ ἡ εὐκαιρία, γράψε αὐτὸ τὸ περιστατικό, ποὺ σοῦ διηγήθηκα, μοῦ εἶπε τελειώνοντας ὁ παλιὸς δημοσιογράφος, καὶ ἀφιέρωσέ το στὴ μνήμη τοῦ Παπαδιαμάντη.
Αὐτὸ ἔκανα…
http://www.rizospastis.gr/page.do?publDate=9/12/2001&id=2242&pageNo=8&direction=1