ΑΡΘΡΟ


Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης Από το τότε -1911- στο τώρα, 2011, του Νικήτα Παρίση

1 Μάιος 2011

Ερχονται συχνά στον νου τα μεγάλα μεγέθη της λογοτεχνίας μας. Πιο πολύ οι παλαιότεροι ποιητές και συγγραφείς. Αυτοί που δείχνουν περισσότερο ευάλωτοι στη σκόνη και τις προσχώσεις του χρόνου. Λάμπουν, βέβαια, μεγαλόπρεπα στο τότε.

Ομως, πόσο συχνά τούς θυμάται το τώρα; Θέλω να πω πόσο συχνά οι σημερινοί αναγνώστες επιστρέφουν στις παλιές σελίδες της λογοτεχνίας; Μήπως οι τωρινοί, μεγαλωμένοι με μιαν άλλη αισθητική, γυρίζουν την πλάτη στο παλιό; Λέτε να ξεχάστηκε ο Παλαμάς; Ολα, τελικά, τα καταπίνει ο χρόνος;

Σκέφτομαι τώρα ότι πάνε εκατό χρόνια, ένας ολόκληρος αιώνας, από το Γενάρη του 1911, τη χρονιά της εκδημίας του Παπαδιαμάντη. Τρεις γενιές ανθρώπων πέρασαν μέσα σ’ αυτόν τον αιώνα. Και πόσα άλλα! Πόλεμοι, κατατρεγμοί, τα μαύρα χρόνια της Κατοχής, τα σκληρά εμφύλια πάθη, η μετεμφυλιακή περιπέτεια: χρόνια και χρόνια!

Και ο Παπαδιαμάντης μέσα σ’ όλα αυτά; Στέκεται όρθιος και αλώβητος. Δεν τον άγγιξαν οι ρυτίδες και η σκουριά του χρόνου. Μια λογοτεχνική ακμαιότητα, που μας μιλάει, από τότε στο τώρα, για τα βάσανα και τους καημούς της ζωής μας.

Οι νέες γενιές όμως; Αυτές που ανδρώθηκαν με άλλες εικόνες ζωής και παγιδεύτηκαν σε διαφορετικές συντεταγμένες πολιτισμού; Εννοώ, βέβαια, τις γενιές ενός ευρύχωρου «τώρα». Αυτές τον ξέρουν τον Παπαδιαμάντη; Τον νιώθουν; Σκύβουν πάνω στις γραμμές του;

Ο Παπαδιαμάντης μας δίνει, δυστυχώς, μια εύκολη πρόφαση, για να δικαιολογούμε την αναγνωστική μας ραστώνη. Η γλώσσα του, λέμε, δύσκολη και δύσληπτη για τα νέα παιδιά: υψώνει τείχη, απομονώνει τον Παπαδιαμάντη, τον εγκλείει σε μια ωραία αφηγηματική μοναξιά και αποθαρρύνει τα νέα παιδιά να τον πλησιάσουν.

Κάποιοι βρήκαν το φάρμακο! Τον μετάφρασαν. Ζωντανός, λένε, ο Παπαδιαμάντης σε μιαν άλλη, όχι τη δικιά του, γλώσσα! Πόσοι, άραγε, διάβασαν αυτές τις μεταφράσεις; Πρέπει, όμως, να το πούμε: πρόκειται για άλλον Παπαδιαμάντη, με σκοτωμένη γλώσσα, με χαμένο οριστικά το δικό του άρωμα και με ξέπνοη τη δικιά του αύρα.

Κι όμως! Εχω ζήσει νεανικά ακροατήρια. Τα ‘νιωσα να προσηλώνονται και να γεύονται, με βαθιά ικανοποίηση, τον λόγο, τη γλώσσα, την παπαδιαμαντική ιδιαιτερότητα. Δεν το αποκλείω καθόλου αυτά τα ακροατήρια, με την ανοιχτή διάθεση, να μας φέρνουν κοντά στο σχεδόν αυτονόητο.

Να το πούμε αυτό το αυτονόητο: όποιος δεν γνωρίζει κάτι, δεν μπορεί να το αποτιμήσει. Το αγνοεί. Γι’ αυτόν είναι ως μη υπάρχον. Αυτό, ακριβώς, συμβαίνει με τις νεότερες γενιές. Δεν γνωρίζουν επαρκώς το μέγεθος του Παπαδιαμάντη. Ενδεχομένως να τον ταυτίζουν με έναν κόσμο που, ίσως, να είναι η πάνω όψη της παπαδιαμαντικής γραφής. Είναι η κρούστα που, βέβαια, απεικονίζει ζωντανά μια στάση (όχι μόνο ευλάβειας) του τότε, αλλά που μοιάζει σβησμένη στο τώρα – για τα νέα παιδιά.

Γι’ αυτό, ακριβώς, ο σύγχρονος αναγνώστης θα πρέπει να αναζητήσει και άλλα στοιχεία στον Παπαδιαμάντη: αυτά που, ενδεχομένως, τα επικαλύπτει η πάνω όψη, η αφηγηματική δηλαδή επιφάνεια. Να αναζητήσει, πρωτίστως, τον πάσχοντα άνθρωπο, αυτόν που ζει την ένδεια, τη στέρηση, τον καημό της απουσίας, τα απανωτά βάσανα, και που δεν ξέρει ακόμη να τα μεταλλάξει σε διαμαρτυρία. Τα υπομένει. Με εγκαρτέρηση. Σαν να ήταν δηλαδή τα βάσανα μια άνωθεν νομοτέλεια· ένα αναγκαίο μοίρασμα στις ζωές των ανθρώπων.

Υπάρχουν και άλλα πολλά θέματα, εγγενώς υπάρχοντα στην παπαδιαμαντική γραφή. Δεν θίγονται εύκολα σ’ ένα στενόχωρο σημείωμα. Ισως μας χρειάζεται μια επανανάγνωση του Παπαδιαμάντη. Ακόμη και σε θέματα που μοιάζουν ασάλευτα ταμπού. Πόσα, λ.χ., ποσοστά προσωπικής πληγής κρύβονται στον περιστελλόμενο ερωτισμό του; Η άλλη ερωτική ένταση, η λατρεύουσα παθολογικά τη φύση (ακόμη και ένα δέντρο), πόσους απόηχους κρύβει από αναγνωστικές μνήμες, ακόμη και από ιερά βιβλία;

Δύσκολα πράγματα για τους νέους πάντα αναγνώστες. Γι’ αυτό χρειάζεται μια φρέσκια μύηση στο αφηγηματικό ήθος του Παπαδιαμάντη. Χρειάζεται να τον επαναπροσδιορίσουμε ως πεζογράφο, που απεικονίζει τον άνθρωπο· αυτόν που τον κόβουν στα δύο οι ψυχικές του διβουλίες, η εσωτερική του διφυΐα, το μέσα του κομμάτιασμα. Αυτό δηλαδή που πάντα είναι ο άνθρωπος: δύο αντίμαχα κομμάτια, που το ένα τρώει το άλλο.

Να το ξαναπούμε: σε τόσο χαλασμένους καιρούς, όπως αυτοί που ζούμε, χρειάζεται ένα γενναίο αναγνωστικό άνοιγμα. Ενδεχομένως, μια μύηση ή μια ανάγνωση του Παπαδιαμάντη με καινούρια όραση και ματιά. Οι αγνοούντες χρειάζεται να δουν και να νιώσουν πολλά. Ενδεικτικά καταγράφονται κάποια:

α) Τον ασκούμενο δικηγόρο, τον σκοτωμένο στην καθημερινή μιζέρια του αθηναϊκού γραφείου· αυτόν που απαξιώνει εντελώς την εγγράμματη δυστυχία του μορφωμένου και λογαριάζει πιο πολύ την απόλυτη ένδεια της νεανικής αγράμματης ευτυχίας, με τα πρώτα ερωτικά σκιρτήματα (Ονειρο στο κύμα).

β) Τους τρεις ήχους που συνυπάρχουν σε μια θαυμαστή συλλειτουργία: πρώτα ο θρήνος μιας γριάς, που κουβαλάει στην πλάτη της θανάτους και θανάτους. Υστερα το σουραύλι του αμέριμνου βοσκού, του σημαδιακού κι αταίριαστου· και, τέλος, η απειρία της παιδικής αθωότητας, που, μαγεμένη απ’ το τραγούδι της ζωής, χάνει την ευστάθειά της και κει, στο μούχρωμα της μέρας, γκρεμίζεται στη θάλασσα, στο «μπλουμ» του θανάτου (Το μοιρολόγι της φώκιας).

γ) Τη γυναίκα και τη μοίρα της. Μια ζωή σκυμμένη και βασανισμένη· δοσμένη στην υπηρεσία των άλλων, μέχρι που θόλωσε το μυαλό, ψήλωσε ο νους της και άρχισε να μοιράζει με τα χέρια της τον θάνατο· να πνίγει τα μικρά κορίτσια, για να μη ζήσουν τη δικιά της ζωή· σαν να ήταν αυτός ο θάνατος η δίκαιη λύση (Η Φόνισσα).

δ) Τον τόσο πρώιμο και σχεδόν καφκικό μοντερνισμό, στην όλη οργάνωση της αφηγηματικής λογικής, και μάλιστα σε χρόνους προκαφκικούς, μαζί με, επίσης πρώιμα, υπερρεαλίζοντα στοιχεία (Για την περηφάνεια).

Και άλλα πολλά, φυσικά. Στάθηκα στα ελάχιστα και στα πιο γνωστά. Μόνο και μόνο για να φανεί ότι αυτός ο αναγνωστικός νόστος, αυτή η επιστροφή σε ξεχασμένες, ιδίως απ’ τις νεότερες γενιές, σελίδες της πεζογραφίας μας μάς μαθαίνει ή, καλύτερα, μας θυμίζει την πιο απλή και την πιο αυτονόητη αλήθεια: η αυθεντική λογοτεχνία, απ’ τα πανάρχαια χρόνια μέχρι και σήμερα, απεικονίζει τον άνθρωπο: πότε ως πάσχοντα και βασανιζόμενο, παγιδευμένο στα δικά του λάθη ή στις ξόβεργες, που μας στήνουν οι άλλοι και οι περιστάσεις, και πότε ως ευφρόσυνη λαχτάρα, που γεύεται την ομορφιά τού να υπάρχεις.

Ούτε, βέβαια, θα μπορούσε να γίνει αλλιώς στη λογική της λογοτεχνίας. Γιατί στη ζωή το ευφρόσυνο εύκολα περνάει στο δάκρυ. Η ευρύχωρη απλωσιά εύκολα γίνεται αδιέξοδη. Συχνά χάνουμε την ευθεία οδό (Τα δαιμόνια στο ρέμα) και το σίγουρο είναι πάντα ένα: όλα, τελικά, καταλήγουν στο άφευκτο τέλος: στο «μπλουμ» του θανάτου. Εχει όμως προηγηθεί το μέγα και πρώτο αγαθό, η ζωή μας· έστω με τους καημούς και τα βάσανα, που δεν έχουν τελειωμό. Το υπέγραψε πρώτος ο Παπαδιαμάντης.

* Ο Νικήτας Παρίσης είναι φιλόλογος.

Πηγή: εφημ. Ελευθεροτυπία, 29/4/2011

Ο διεισδυτικός ανατόμος της ταραγμένης ψυχής των ανθρώπων, του Διον. Ν. Μουσμούτη. Εισαγωγή του αφιερώματος της Ελευθεροτυπίας (30/4/2011) για τον Αλ. Παπαδιαμάντη.

1 Μάιος 2011

Εναν αιώνα μετά τον θάνατό του, ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης εξακολουθεί, στις δικές μας άγονες μέρες, να αποτελεί σημείο αναφοράς για την τέχνη του μα και την πνευματικότητά του.

Ανθρωπος απαλλαγμένος από την ανάγκη και το βάρος της κοινωνικής καταξίωσης, αποσυνάγωγος εργάτης και τεχνίτης της γραφής, μοίρασε τον βίον του ανάμεσα στις εκκλησιές και τα ταβερνεία. Γεννημένος στη Σκιάθο στις 4 Μαρτίου 1851, από πατέρα ιερέα, τον Αδαμάντιο Εμμανουήλ, και θεοσεβούμενη μητέρα, την Αγγελική (Γκουλιώ) -το γένος Μωραΐτη-, τελείωσε το Δημοτικό και τις δύο πρώτες τάξεις του ελληνικού σχολείου στο νησί του. Φοίτησε σε σχολείο της Σκοπέλου, του Πειραιά και τελικά πήρε απολυτήριο Γυμνασίου από το Βαρβάκειο το 1874 – από το ίδιο Γυμνάσιο είχε αποφοιτήσει το 1871 και ο εξάδελφός του Αλέξανδρος Μωραϊτίδης. Το 1872 επισκέφθηκε το Αγιον Ορος, όπου παρέμεινε οκτώ μήνες ως δόκιμος μοναχός. Μη θεωρώντας τον εαυτό του άξιο να φέρει το «αγγελικό σχήμα», επέστρεψε στην Αθήνα και το 1874 γράφτηκε στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου, την οποία, με όλες τις προσπάθειες που έκανε, δεν την τελείωσε, γιατί η φτώχεια, η ανέχεια και η επισφαλής υγεία του τού στάθηκαν ανυπέρβλητα εμπόδια.

Το 1878 θα γνωριστεί με τον Βλάση Γαβριηλίδη, ο οποίος θα τον παρακινήσει να δημοσιεύσει το πρώτο του μυθιστόρημα υπό τον τίτλο Η μετανάστις στον Νεολόγο Κωνσταντινουπόλεως. Το 1882 άρχισε να δημοσιεύει το μυθιστόρημά του Οι έμποροι των Εθνών στην εφημερίδα Μη χάνεσαι, ενώ παράλληλα άρχισε να εργάζεται ως μεταφραστής. Οι απολαβές του όμως ήταν πενιχρές και αναγκαζόταν να ζει σε φτωχικά δωμάτια, όντας πάντα ολιγαρκής και λιτοδίαιτος. Η θέση του καλυτέρεψε κάπως, αλλά η ζωή του δεν άλλαξε, όταν άρχισε να συνεργάζεται με την Ακρόπολη του Βλάση Γαβριηλίδη. Ενώ κέρδιζε αρκετά και από συνεργασίες του με άλλες εφημερίδες και περιοδικά, που ήταν περιζήτητες, η οικονομική του κατάσταση στάθηκε για πάντα η αδύνατη πλευρά του. Ηταν σπάταλος, ανοργάνωτος. Δεν μπορούσε να περιποιηθεί τον εαυτό του, και η μεγάλη ανεμελιά του, συνοδευμένη από κάποια φυσική ραθυμία και νωθρότητα, με μια πλήρη αδιαφορία για τα βιοτικά, τον κρατούσε σε κατάσταση αθλιότητας. Απλυτος, απεριποίητος, σχεδόν κουρελής, ενώ μπορούσε να ζει με αξιοπρέπεια, γιατί ήταν λιτότατος και ασκητικός, σκορπούσε τα λεφτά του, και μόνο κάθε πρωτομηνιά είχε χρήματα στην τσέπη του. Το 1902 θα επιστρέψει στη Σκιάθο, όπου θα παραμείνει μέχρι το 1904. Την περίοδο αυτή θα δημοσιεύσει τη Φόνισσα. Στις 13 Μαρτίου 1908 γιορτάζεται στον Φιλολογικό Σύλλογο «Παρνασσός» η εικοσιπενταετηρίδα του στα ελληνικά γράμματα, υπό την προστασία της πριγκίπισσας Μαρίας Βοναπάρτη. Το 1909 επιστρέφει στο νησί του, το οποίο δεν θα εγκαταλείψει ώς το τέλος της ζωής του. Πεθαίνει το ξημέρωμα της 3ης Ιανουαρίου 1911 από πνευμονία. Την προηγούμενη ημέρα είχε πληροφορηθεί ότι είχε τιμηθεί με το παράσημο του Αργυρού Σταυρού του Σωτήρος.

Ολόκληρη η ουσία της κατάθεσης στα νεοελληνικά γράμματα του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη περικλείεται μέσα σε μια φράση του ίδιου: «Το επ’ εμοί, ενόσω ζω, και αναπνέω και σωφρονώ, δεν θα παύσω να υμνώ μετά λατρείας τον Χριστόν μου, να περιγράφω μετ’ έρωτος την φύσιν, και να ζωγραφώ μετά στοργής τα γνήσια ελληνικά ήθη».

Στενότερα ηθογράφος στην αρχή, διεύρυνε με τον καιρό τη θεματολογία και την τεχνική του, ώστε να θεωρείται ότι αυτός εγκαινίασε τη διηγηματογραφία στην Ελλάδα. Προσέδωσε στο έργο του τέτοια ποιότητα που τον καθιέρωσε ως πρωταγωνιστή της ελληνικής πεζογραφίας. Οι εμπνεύσεις του, τροφοδοτούμενες από ένα πλούσιο απόθεμα μνήμης, διαποτίζονται από ποιητικό οίστρο και μαγεία του λόγου. Οι ήρωές του, απλοί, ταπεινοί, γραφικοί και βασανισμένοι, γίνονται οι πυρήνες των δραματικών συγκρούσεών τους με τη ζωή. Η καθαρεύουσα που επέλεξε να χρησιμοποιεί εξαρχής, ελάχιστα δυσνόητη, σταδιακά απλοποιήθηκε με περισσότερα λαϊκά στοιχεία, ώστε λίγο πριν από τον θάνατό του να γράψει και διηγήματα στη δημοτική. Τον διακρίνει ποιητικό ύφος, γόνιμη φαντασία και κατάνυξη, η οποία τον συγκλόνιζε από την παιδική του ηλικία.

Οσο ήταν εν ζωή, η κριτική εν πολλοίς τον προσπέρασε. Διεκδικήθηκε από τους δημοτικιστές, γιατί το έργο του ανήκει στην πρωτοπορία της εποχής του, αλλά δεν τον συμπαθούσαν για τη γλώσσα του. Ανάλογη ήταν και η στάση των οπαδών της καθαρεύουσας γιατί, ενώ μπορούσε να θεωρηθεί γλωσσικά συντηρητικός, λογοτεχνικά δεν ανήκε στο κλίμα τους. Οι μόνοι που ασχολήθηκαν μαζί του ήταν ο Κωστής Παλαμάς και ο Παύλος Νιρβάνας.

Το ενδιαφέρον άρχισε αμέσως μετά τον θάνατό του. Ο Γρηγόριος Ξενόπουλος, ο οποίος ενόσω ζούσε ο Παπαδιαμάντης δεν είχε αναφερθεί ούτε κατ’ ελάχιστο στο έργο του, του αφιέρωσε ένα από τα εγκωμιαστικότερα κείμενά του. Ο Φώτος Πολίτης και ο Κώστας Αθάνατος δεν δίστασαν να τον παραβάλουν με τον Διονύσιο Σολωμό. Κάποιοι νέοι, όμως, μεταξύ των οποίων ο Αγγελος Τερζάκης και ο Τέλος Αγρας, διατύπωσαν κάποιες «επιφυλάξεις», μίλησαν, δηλαδή, για έλλειψη κοινωνικού περιεχομένου, αρνούμενοι σχεδόν κάθε αξία στο έργο του. Και εδώ ο Ξενόπουλος υπεραμύνθηκε της πνευματικής κατάθεσης του Παπαδιαμάντη, τονίζοντας ότι είναι δημιουργός συγγραφέας και αξεπέραστος ακόμη και στους μεταγενέστερους. Η σχολή του Κ. Θ. Δημαρά, αλλά και οι περί τον Παναγιώτη Μουλλά «μείωσαν» τρόπον τινα την αξία του, υποστηρίζοντας ότι πρόκειται για λαογραφικά κείμενα ηθικού χαρακτήρα και αμφιβόλου λογοτεχνικής αξίας, προσάπτοντάς του παράλληλα προχειρότητα και αναχρονιστικές τάσεις στη γλώσσα. Στον αντίποδα οι περί την Ορθοδοξία -επειδή δεν περιορίζεται στην περιγραφική γοητεία αλλά διεισδύει στο δράμα της ανθρώπινης ψυχής, ενσταλάζοντας στις εικόνες του τον βυζαντινό μυστικισμό-, αναδείχτηκαν ένθερμοι υποστηρικτές του, χωρίς όμως να αναγνωρίζουν -ή μάλλον αναγνωρίζοντας διστακτικά- όλες τις εκφάνσεις του τόσο σημαντικού έργου του.

Κατά τη διάρκεια της ζωής του δεν είδε τυπωμένο σε βιβλίο κανένα από τα έργα του. Αμέσως μετά τον θάνατό του, τη διετία 1912-1913, λόγω του έντονου ενδιαφέροντος που δημιουργήθηκε γύρω από το όνομά του, οι εκδόσεις Φέξη εξέδωσαν έντεκα τόμους, όπου συγκεντρώθηκαν όσα διηγήματα μπόρεσαν να εντοπιστούν. Από το 1925 έως το 1930 εξέδωσε πέντε τόμους ο εκδοτικός οίκος Ελευθερουδάκη. Το 1945 από τις εκδόσεις Αθ. Καραβία κυκλοφόρησε ένας τόμος με Θαλασσινά διηγήματα. Επειτα από μία δεκαετία, το 1955, από τον Εκδοτικό Οίκο Δημητράκου εκδόθηκαν τα Απαντά του σε επιμέλεια Γιώργου Βαλέτα. Το 1963, τα Απαντα του Παπαδιαμάντη εκδόθηκαν σε τρεις τόμους από την Εταιρεία Ελληνικών Εκδόσεων, με προλόγους και επιμέλεια Μιχάλη Περάνθη. Τα τελευταία χρόνια παρατηρείται μια ερευνητική έξαρση πάνω στο έργο του Σκιαθίτη με την «καθαυτό ρωμαίικη λαϊκή ψυχή». Εκτός των φιλολόγων μελετητών, έχουν στραμμένο το ενδιαφέρον τους πεζογράφοι και ποιητές. Σε τούτο είναι βέβαιο ότι συνέβαλε η πεντάτομη κριτική έκδοση όλου του συγγραφικού του έργου, των Απάντων του, από τον Ν.Δ. Τριανταφυλλόπουλο (εκδ. Δόμος, 1981-1988), καθώς και η με εξαιρετική φιλολογική και τυπογραφική επιμέλεια περιοδική έκδοση Παπαδιαμαντικά Τετράδια (από το 1992), από τον ίδιο εκδοτικό οίκο.

Αλήθεια, διαβάζεται ο Παπαδιαμάντης σήμερα; Επικρατεί η άποψη ότι ο αριθμός των αναγνωστών του συρρικνώνεται. Ισως να μην ανήκει στα ζητούμενα ή τις αναζητήσεις των νεοτέρων. Από την άλλη, όμως, τίθεται και το ερώτημα για τον τρόπο με τον οποίο διδάσκεται ο Παπαδιαμάντης στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση, τρόπος που καθορίζει εν πολλοίς τη στάση των νέων αναγνωστών απέναντι στο έργο. Αλλά το τελευταίο δεν αφορά μόνο τη δεξίωση του παπαδιαμαντικού έργου, αλλά γενικότερα τον τρόπο πρόσληψης του λογοτεχνικού έργου από τις νεότερες γενιές· εντάσσεται σε μια άλλη συζήτηση, που ξεφεύγει από τη θεματική του παρόντος αφιερώματος.

Ο πασχαλινός Παπαδιαμάντης, του Στέλιου Συρμόγλου

28 Απρίλιος 2011

«Ήναψαν τας λαμπάδας κι εξήλθον

όλοι εις την ύπαιθρον να

ακούσωσιν την Ανάστασιν.

Γλυκείαν και κατανυκτικήν

Ανάστασιν εν μέσω των ανθούντων

δένδρων, υπό ελαφράς αύρας

σειομένων ευωδών θάμνων και των

λευκών ανθέων της

αγραμπελιάς…»

Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης

Ψάλτης της Πασχαλιάς ο Παπαδιαμάντης, μας πρόσφερε ευαίσθητες σελίδες σχετικές με την πασχαλινή πανδαισία κα τη λειτουργική λαμπρότητα, όπως εμβιώνονταν από τους Έλληνες των αρχών του 20ου αιώνα. Όλοι γνωρίζουμε πως η πένα του Παπαδιαμάντη είναι γλαφυρή, λυρική, συγκινησιακή, βαθιά ανθρώπινη και έντονα θρησκευτική. Η θρησκευτικότητα του μεγάλου διηγηματογράφου είναι, ίσως κάποτε παγανιστική, εμπνευσμένη περισσότερο από τη λαϊκή ευσέβεια και λιγότερο από το πνεύμα της Αποκάλυψης, παρά την πλήθουσα μαρτυρία των λειτουργικών κειμένων της Ορθόδοξης παράδοσης.

Ο Παπαδιαμάντης, ωστόσο, είναι βαθύς χριστιανός, γνήσιο τέκνο της Ορθοδοξίας και γνώστης των αρχών της. Αναθρεμμένος από τη λαϊκή ευσέβεια, υπήρξε λογοτεχνικός της υμνωδός αλλά και μάρτυρας. Τα χριστουγεννιάτικα διηγήματά του θα συναρπάσουν, οι πασχαλινές του διηγήσεις θα λαμπρύνουν τις συνειδήσεις και θα αναβαπτίζουν τις φθαρμένες μας υποστάσεις στα νήματα της πίστης, της αγάπης και της ελπίδας. Ο πασχαλινός Παπαδιαμάντης αρκείται στην επιφάνεια αλλά ταυτόχρονα υπαινίσσεται το πνεύμα της Ανάστασης. Οι «παιδικές πασχαλιές» που μας μεταφέρουν στην εξοχή υπό το φως της πάλλουσας φύσης και των έξοχων αποχρώσεων της άνοιξης, αιωνίζουν το πνεύμα της παιδικότητας, μυούν στα μυστικά των θρησκευτικών συγκινήσεων.

Εμβαθύνοντας έτσι στα πασχαλινά διηγήματα του αλησμόνητου Σκιαθίτη διηγηματογράφου, εισδύουμε στο πνεύμα της Ανάστασης όχι ως απλοί θεατές ή αναγνώστες, αλλά ως ζώσες συνειδήσεις που εκζητούν το απόλυτο και την πληροφορία της ζωής της αιώνιας στην ένσαρκη και έγχρονη κατάσταση.

Προβάλλει πρώτα ο περίγυρος, η ανοιξιάτικη φύση, η χαρά, το πανηγύρι των λουλουδιών, τα «ανθούντα δένδρα», οι «σειόμενοι θάμνοι», ο μυστικός ψίθυρος το παντός. Έτσι η θρησκευτική συνείδηση ενωτίζεται το μυστήριο της Παρουσίας του Θείου, του Απεριχώρητου. Ωστόσο, και στις έκπαγλες παγανιστικές ελλάμψεις όλων των λαών υπάρχουν παρόμοιες πληροφορίες που στάθηκαν στην αφετηρία ποιητικών, φιλοσοφικών και ευρύτερης προοπτικής πνευματικών εμπνεύσεων και δημιουργιών. Σ’ αυτό το επίπεδο ο Παπαδιαμάντης συνεχίζει την παράδοση των διηγούμενων και αναδιηγούμενων την ιερή μαγεία την οποία ασκεί η Μητέρα Γη στη διαμόρφωση του θρησκευτικού βιώματος.

Ο διηγηματογράφος Παπαδιαμάντης, όμως προχωρεί περισσότερο, γιατί εγγίζει τη συγκεκριμένη μαρτυρία του χριστιανικού μηνύματος, όπως εκφράζεται στον παιδικό κόσμο, στους πιστούς, στους κληρικούς, στα λειτουργικά κείμενα της Ορθοδοξίας. Και εδώ με την πρώτη ματιά, το προχώρημα δεν είναι ουσιαστικό, αφού η περιγραφή οσοδήποτε πηγαία, έντεχνη και υποβλητική, αναπαράγει τα αδόμενα και τα κουόμενα κάθε χρόνο κατά τις μέρες της λαμπρηφόρας Ανάστασης. Είναι τα πασχαλινά διηγήματα του λογοτέχνη, δημιουργήματα απλών εξάρσεων και συγκινήσεων που αγνοούν τις βαθύτερες εκζητήσεις της θρησκευτικής συνείδησης και μάλιστα κατά τις «στιγμές» της ιερής συνάντησης με τον Αναστημένο.

Ας μην είμαστε υπερβολικά απαιτητικοί. Ο Παπαδιαμάντης είναι ψάλτης της ωραιότητας, όπως την προσέλαβε η ανεπιτήδευτη συνείδησή του κατά την αναστροφή της με το πνεύμα της παράδοσης.

Απομένει το πνεύμα της αναστάσιμης πληροφορίας, το μυστικό κάλλος της Ανάστασης, η απόλυτη εγγύτητα με τη ζωή, όπως μας προσφέρεται από τον κόσμο της θρησκευτικής αποκάλυψης. Η έσχατη, όμως, στιγμή της προσωπικής συνάντησης δεν προσφέρεται ούτε με τις πνευματικότερες ακολουθείες, αν δεν εξέλθει πληρωμένη η προσωπική συνείδηση. Ο Σκιαθίτης κοσμοκαλόγερος άδει, υπαινίσσεται, γρηγορεί και θυμίζει στους αναγνώστες του το μήνυμα του θρησκευτικού μυστηρίου.

Όσο η ιστορικότητα φθείρει και διαφθείρει τις εσώτατες πληροφορίες της συνείδησης, εξαιτίας του έγχρονα φυσιούμενου Εγώ, τόσο οι απλές υπομνήσεις του ισχύοντος είναι ικανές να οδηγήσουν στην Ανάβλεψη και στην Ανακαίνωση. Αυτό είναι, εξάλλου, το πνεύμα της πασχαλινής πανδαισίας. Ο αχός των προχριστιανικών μυστηρίων πληροφορούν αμυδρά μα έντονα, πως η ανθρώπινη φύση είναι διαμόνια, διαμονιώδης, ουράνια. Το χριστιανικό μυστήριο, ιδωμένο στην έσχατη έκφρασή του, στην Ανάσταση του Χριστού πληροφορεί και αποπληροφορεί, φωτίζει την ιστορία των ψυχών ως ιερή πληροφορία και ταυτόχρονα, ανάγει στην αιώνια θέα και κοινωνία, ως θεήλατη αποπληροφορία. Ανάγει στον ακοίμητο «τόπο» της διαρκούς επιφάνειας και αποκάλυψης, μα συνάμα κατάγει στη χώρα των στεναγμών και του άγχους, ως έγχρονη μαρτυρία του Υπερούσιου. Δεν αποϊστορικοποιεί τη συνείδηση, δεν αρνείται την έγκοσμη κατάστασή της, αλλά προχωρεί περισσότερο. Πληρώνει το έγκοσμο και το έγχρονο με το υπερούσιο πλήρωμα της Άσπιλης Ζωής. Κομίζει τη μακαριότητα και αιχμαλωτίζει φιλάνθρωπα το πάθος. Πάθος του πάθους η Ανάσταση, θα προκαλεί την ιστορική συνείδηση και οι ευθύνες σιγηλά το δρόμο της ιερής κοινωνίας, του προσώπου με το απόλυτο πρόσωπο.

ΠΗΓΗ: http://www.statesmen.gr/26803/koinonia/%CE%BF-%CF%80%CE%B1%CF%83%CF%87%CE%B1%CE%BB%CE%B9%CE%BD%CF%8C%CF%82-%CF%80%CE%B1%CF%80%CE%B1%CE%B4%CE%B9%CE%B1%CE%BC%CE%AC%CE%BD%CF%84%CE%B7%CF%82_20-04-2011.html

Γιατί Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, του Δημήτρη Γκιώνη

21 Απρίλιος 2011

Μια διπλή επέτειος – και όχι μόνο
Ανήκω στη γενιά των μαθητών που ενώ μιλούσαν στη δημοτική, στο σχολείο τούς επέβαλλαν να γράφουν τις εκθέσεις στην καθαρεύουσα.
Ηταν ένα βάσανο, με την έμφαση που έδιναν μερικοί εκπαιδευτικοί στο συντακτικό και στη γραμματική. Κάτι ανάλογο γινόταν και με τα αρχαία -άλλο βάσανο- με αποτέλεσμα, και στη μία και στην άλλη περίπτωση, το περιεχόμενο των κειμένων να έρχεται σε δεύτερη μοίρα. Θα ‘πρεπε να μεγαλώσουμε, και μέσα από προσωπικές αναγνώσεις να απολαύσουμε τις μουσικές τους.
Εν τέλει δεν μας έκανε κακό. Αντίθετα, μας επέτρεψε να μυηθούμε και να απολαύσουμε τη γλώσσα τους, σε σημείο να δυσφορούμε με τους μεταγλωττισμούς κειμένων της νεότερης γραμματείας (τα αρχαία είναι άλλη ιστορία). Γιατί, τι απομένει αν αλλοιωθεί η γλώσσα του Παπαδιαμάντη, του Βιζυηνού, του Ροΐδη (τα συχνότερα θύματα του μεταγλωττισμού), ενώ δεν έχει γλιτώσει και ο Καβάφης.

Οχι μόνο «άγιος»
Ο λόγος σήμερα για τον Παπαδιαμάντη – όχι με την έννοια του πολυφορεμένου, επ’ ευκαιρία των εορτών, «αγίου της λογοτεχνίας», αλλά επειδή στις 2 Ιανουαρίου συμπληρώνονται εκατό χρόνια από τότε (1911) που έφυγε από τη ζωή (γέροντας στα 60 του!) και στις 4 Μαρτίου εκατόν εξήντα (1851) από τη γέννησή του.
Γιατί είναι μεν ο Παπαδιαμάντης ο λογοτέχνης των εορτών, αφού ένα μεγάλο μέρος τού έργου του αναφέρεται στα Χριστούγεννα, στην Πρωτοχρονιά, στη Μεγάλη Εβδομάδα και στο Πάσχα. Είναι όμως παράλληλα, όπως έχει εκτιμηθεί από έγκυρους μελετητές του έργου του, και ο ηθογράφος, ο κοινωνιολόγος, ακόμα και ο πολιτικός. Και ας μη μας διαφεύγει, ότι υπήρξε επαγγελματίας γραφιάς – σε έντυπα, εφημερίδες και περιοδικά δημοσίευε τα μυθιστορήματα (σε συνέχειες), τα διηγήματα, τις μεταφράσεις ξένων ομοτέχνων. Τα έργα του βγήκαν, ως γνωστόν, σε βιβλία μετά το θάνατό του. Οπότε υπήρξε, όπως και άλλοι λόγιοι, δημοσιογράφος πριν οι εργαζόμενοι στον Τύπο αποκτήσουν, το 1914, το συλλογικό τους όργανο, τη σημερινή ΕΣΗΕΑ, με πρώτο πρόεδρο τον συγγραφέα Ιωάννη Κονδυλάκη.
Από τα πάμπολλα κείμενα που έχουν γραφτεί και γράφονται για το έργο και την προσωπικότητά του, θα σταθώ σ’ ένα γλαφυρό πορτρέτο του από τον Κώστα Βάρναλη (1884-1974), που τον είχε γνωρίσει, στον τόμο «Ανθρωποι» (εκδ. «Κέδρος», 1958), που ξεκινάει με μια ειδυλλιακή εικόνα της εποχής του:
«Καλότυχη η γενιά του 1905-10! Η Αθήνα είτανε τότες μια ειδυλλιακή μικροπολιτεία. Οι δρόμοι άστρωτοι, γεμάτοι σκόνη, νερά και λάσπη – κατά την εποχή. Δεν υπήρχαν ηλεχτρικά φώτα, αυτοκίνητα χιλιάδες και πολυκατοικίες, που κρύβουν τον ουρανό. Υπήρχαν όμως λάμπες πετρελαίου, ιπποσιδηρόδρομος στην οδό Σταδίου και στην οδό Πατησίων και δωμάτια “άνευ επίπλων” στη Νεάπολη και στο Λυκαβηττό. Δεν υπήρχεν ελεύθερος έρωτας, υπήρχε όμως ακατάλυτος ερωτικός καημός, που απειλούσε τ’ άστρα κάθε νύχτα με τις καντάδες του στα σοκάκια των συνοικιών».

Στη Δεξαμενή
Και περνάει στη Δεξαμενή, που τότε «βρισκότανε στις δόξες της», στους πρόποδες του Λυκαβηττού – στέκι των λογίων: Παπαδιαμάντης, Κονδυλάκης, Βλαχογιάννης Μαλακάσης, Χατζόπουλος κ.ά. Κι από κοντά οι νεοσσοί: Αυγέρης, Ροδοκανάκης, Καζαντζάκης, Βάρναλης, «γεμάτοι αυτοπεποίθηση, όχι για το έργο που κάνανε, παρά για κείνο που θα κάνανε!»
«Τέσσερα χρόνια», γράφει πιο κάτω, «ζήσαμε δίπλα στο μεγαλύτερο Ελληνα διηγηματογράφο και κατά τη δίκαιη παραδοξολογία του Μαλακάση, δίπλα στο μεγαλύτερο Ελληνα ποιητή, τον Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη. Φτωχοντυμένος και συμμαζεμένος, με τα γένια και την ανθρωποφοβία του, σύχναζε στο καφενείο του Μπαρμπαγιάννη. […] Μακριά απ’ όλους τους πελάτες, απομονωμένος σταύρωνε τα χέρια του, έγερνε δίπλα το ιερατικό του κεφάλι και βυθιζότανε στα δημιουργικά του ονειροπολήματα: στην πραγματική του ζωή».
Αφού καταγράφει τις διαδρομές και τις συνήθειές του, καταλήγει στη γιορτή που του έγινε στο φιλολογικό σύλλογο «Παρνασσός», στις 13 Μαρτίου 1908:
«Περιττό να ειπούμε, πως ο ίδιος δεν πήγε σ’ αυτήν τη γιορτή. Από τα εισιτήρια μαζεύτηκε ένα κάπως σεβαστό ποσό και μ’ αυτό ο μεγαλύτερος συγγραφέας κι ο αγνότερος Ελληνας έφυγε για το νησί του τη Σκιάθο, να ζήσει εκεί τα τελευταία χρόνια της ζωής του». […]
Κι ας μου επιτραπεί, τελειώνοντας, να ομολογήσω, χωρίς να είμαι φιλόλογος ή ενδελεχής ερευνητής του έργου του -απλώς δημοσιογράφος- ότι ο Παπαδιαμάντης παραμένει ένας από τους «γέροντες», τους δασκάλους μου.

ΠΗΓΗ: http://www.enet.gr/?i=news.el.article&id=235484

ΤΟ ΜΕΛΟΣ ΤΗΣ ΜΕΓΑΛΗΣ ΕΒΔΟΜΑΔΟΣ ΚΑΤΑ ΤΟΝ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟ ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗ. ΤΟΥ ΠΑΝΑΓΙΩΤΗ ΑΝΔΡΙΟΠΟΥΛΟΥ.

18 Απρίλιος 2011

Πάμπολλες οι αναφορές και οι μελέτες για το έργο του Παπαδιαμάντη στην εποχή μας. Ειδικές εργασίες και μάλιστα τολμηρές, όπως χαρακτηρίζονται από διάφορους κριτικούς, απόπειρες ερμηνείες του έργου του, βλέπουν το φώς της δημοσιότητας συνεχώς. Και είναι γνωστό ότι υπάρχει και μία επιστημονική διχογνωμία για το ποιος τελικά Παπαδιαμάντης είναι ο αληθινός. Ο ορθόδοξος και κοσμοκαλόγερος ή ο σκοτεινός και ερωτικός νοσταλγός; Ο ταπεινός και ασίγαστος ψάλτης της Ορθοδοξίας ή ο “εωσφορικός”1 δημιουργός; Φυσικά, στο τεράστιο αυτό δίλημμα δεν θα δώσουμε απάντηση εμείς εδώ. Θα προσπαθήσουμε, όμως, να καταδείξουμε πως ο κυρ Αλέξανδρος δεν ήταν απλώς ένα πιστό μέλος της Εκκλησίας ή ένας πολύ καλός πρακτικός ψάλτης, που γνώριζε τα εκκλησιαστικά και λειτουργικά θέματα. Ο Παπαδιαμάντης ήταν γνώστης της Ορθόδοξης Θεολογίας όσο λίγοι στον καιρό του. Βίωνε την παράδοση της ρωμιοσύνης με απόλυτη ένταση γι’ αυτό και έγραψε, ουσιαστικά κατήγγειλε, τα προβλήματα στον κλήρο, την προτεσταντίζουσα δράση των θρησκευτικών οργανώσεων της εποχής του, την περιθωριοποίηση των λαϊκών, τους οποίους έβλεπε ως συλλειτουργός των ιερέων2. Ακόμη, αναδείχθηκε υπέρμαχος της Βυζαντινής λειτουργικής τέχνης, μουσικής και αγιογραφίας, πιστός τηρητής του τυπικού, λάτρης του μοναχισμού. Μόνος και φυσικά πρωτοπόρος στην εποχή του, αντιτάχθηκε στην μουσειοποίηση της λειτουργικής τέχνης3, περιέγραψε με σαφήνεια τις ολέθριες δυτικές επιδράσεις στον καθόλου εκκλησιαστικό βίο, προέβαλε το γνήσιο λειτουργικό ήθος. Πρέπει να υπογραμμιστεί το γεγονός ότι κανένας τότε δεν συμμερίστηκε την οδύνη του κυρ Αλέξανδρου, που εκπήγαζε από την βαθιά εκκλησιαστική του συνείδηση. Για τον Παπαδιαμάντη πρωτοτυπία στις λειτουργικές τέχνες, σημαίνει να μένει κανείς πιστός στους πρώτους τύπους της τέχνης αυτής. Η Εκκλησία για τον Παπαδιαμάντη “έχει έναν παραδεδεγμένο τύπον, ον ουδείς δύναται αποινεί να παραβή και ρητώς απαγορεύεται πάσα καινοτομία είτε εις την αρχιτεκτονικήν και γραφικήν και την λοιπήν των ναών διακόσμησιν, είτε εις την μουσικήν και των άλλην λατρείαν”.4

Και για να εστιάσουμε την μουσική προσωπικότητά του: Υπήρξε ψάλτης, τυπικάρης, υμνογράφος5 και παραϋμνογράφος – έγραφε δηλ. σατιρικά6 όπως οι Βυζαντινοί – και για την εποχή του μουσικολόγος, υπό την έννοια ότι προέβη σε καίριες παρατηρήσεις σχετικά με την εκκλησιαστική μουσική. Παρατηρήσεις, οι οποίες παραμένουν επίκαιρες και μάλλον διαχρονικές.
Ο Παπαδιαμάντης ήταν φορέας μιας σπουδαίας και ζωντανής, τότε, παραδόσεως: της Κολλυβαδικής ή καλύτερα φιλοκαλικής. Το μοναστήρι του Ευαγγελισμού στη Σκιάθο, όπου πήγαινε ο Παπαδιαμάντης, ήταν η ορατή αλλά και ζωντανή παρουσία που διασφάλιζε την αγιορείτικη λειτουργική παράδοση των Κολλυβάδων πατέρων7. Αυτήν την παράδοση μεταφύτευσε ο Παπαδιαμάντης στην Αθήνα! Στο ναϋδριο του Προφήτου Ελισσαίου, όπου τελούνταν τις μεγάλες γιορτές αγρυπνίες μέχρι πρωίας, σύμφωνα με τις τυπικές διατάξεις του Αγίου Όρους. Σε αυτές τις παννυχίδες έψαλλαν οι δύο Αλέξανδροι: Ο Παπαδιαμάντης και ο Μωραϊτίδης. Η μαρτυρία του μουσικολόγου και πρωτοψάλτου Κωνσταντίνου Ψάχου είναι ιδιαίτερα σημαντική: “αμφότεροι δεν ψάλλουσι προς επίδειξιν, αλλά ψάλλουσιν εκ συνειδήσεως δια να προσευχηθώσι και να επικοινωνήσωσι με το θείον, με πίστιν αληθή, η οποία κατέστη εγγενής του πνεύματός των. Ο Παπαδιαμάντης γνωρίζει από στήθους όλα τα κείμενα, όπως και την μουσικήν όλων των κανόνων (ενν. του όρθρου), εις τους οποίους προπάντων είναι αμίμητος. Είναι ειδήμων των τυπικών διατάξεων των αγρυπνιών και όλων εν γένει των ιερών ακολουθιών, ψάλλει δε με όλως ατομικόν του ιδίωμα τους πολυελέους των Αγρυπνιών πάσης εορτής…”.8 Το γεγονός ότι – όπως μαρτυρεί ο Κωνσταντίνος Ψάχος – ο Παπαδιαμάντης γνωρίζει πάρα πολύ καλά να ψάλει τους κανόνες και τους πολυελέους, αποδεικνύει την ευεργετική επίδραση της κολλυβαδικής παραδόσεως. Ας σημειωθεί ότι οι περισσότεροι από τους σημερινές ψάλτες αγνοούν το μέλος των κανόνων και των πολυελέων – κυρίως αυτών που ονομάζουμε “εκλογή” από το ψαλτήρι του Δαβίδ. “Εν τη εκτελέσει των μελών τούτων ο Παπαδιαμάντης ήτο αμίμητος”, αναφέρει ο Τσόκλης.9
Εννοείται ότι οι επιδράσεις από το αγιορείτικο τυπικό – εκτός από την φανέρωσή τους στην πράξη – καταφαίνονται και σε διηγήματα που έχουν ως σκηνικό τους όχι μόνο μοναστηριακούς χώρους, αλλά εκκλησίες και ξωκλήσια της Σκιάθου.
Σύμφωνα με τις μαρτυρίες του Παπαδιαμάντη, στο τέλος του 19ου αιώνα κυριαρχεί η φθορά του πατροπαράδοτου ήθους στην εκκλησιαστική μουσική, όχι μόνο λόγω της εισαγωγής της τετραφωνίας σε κεντρικούς ναούς των Αθηνών,10 αλλά και εξ αιτίας της άγνοιας, της αμβλύνσεως του ευλαβούς εκκλησιαστικού φρονήματος και της αδιαφορίας των υπευθύνων. Οι απόψεις του Παπαδιαμάντη για την εκκλησιαστική μουσική δεν είναι αποτέλεσμα κάποιας αισθητικής προτίμησης. Η εισαγωγή της ευρωπαϊκής μουσικής έχει σχέση με την εμφάνιση του πιετισμού και την εκκοσμίκευση της εκκλησιαστικής τέχνης. Οι επιχειρούμενοι νεωτερισμοί αλλοιώνουν το πνεύμα και την ουσία της παράδοσης διαστρέφουν το ορθόδοξο βίωμα. Για τον Παπαδιαμάντη η εκκλησιαστική μουσική και υμνογραφία, ο λόγος και το μέλος, ως αδιάσπαστη ενότητα διδάσκουν και θεολογούν μέσα από τη δική τους συμβολική αποτύπωση της εκκλησιαστικής αλήθειας.
Όλα τα παραπάνω μπορεί να εντοπίσει κανείς στα άρθρα του Παπαδιαμάντη για την Μεγάλη Εβδομάδα. Πρόκειται για έξι σειρές άρθρων, γραμμένες για αθηναϊκές εφημερίδες. Οι τέσσερεις σειρές δημοσιεύονται στα ΑΠΑΝΤΑ του Παπαδιαμάντη, που έχει επιμεληθεί ο γνωστός Φιλόλογος Νίκος Τριανταφυλλόπουλος. Φέρουν τους τίτλους: Η Εβδομάς των Αγίων Παθών (1877),11Η Αγία και Μεγάλη Εβδομάς (1881), 12 Η Μεγάλη Εβδομάς εν Αθήναις (1887),13 και με τον ίδιο τίτλο το 1892.14
Οι άλλες δύο σειρές εκδόθηκαν από τον φιλόλογο Φώτη Δημητρακόπουλο,15 καθηγητή του Πανεπιστημίου Αθηνών και δημοσιεύτηκαν: η πρώτη στην εφημερίδα Ακρόπολις τον Μάρτιο του 1893,16 η δεύτερη στην εφημερίδα Εφημερίς τον Απρίλιο του 1894.17 Ο Φ. Δημητρακόπουλος στον σχολιασμό των άρθρων αυτών παρατηρεί: “Οπωσδήποτε, είναι εύλογο να αναμένει κανείς ότι δεν είναι μόνο τα έτη 1892 και 1893 που η Ακρόπολις δημοσίευσε άρθρα του Παπαδιαμάντη για τη Μεγάλη Εβδομάδα, το θέμα χρειάζεται έρευνα”18και επισημαίνει πως τη Μεγάλη Εβδομάδα του 1900 δημοσιεύονται στην Εσπερινή ανυπόγραφα θρησκευτικά άρθρα που με ασφάλεια μπορούν να αποδοθούν στον Παπαδιαμάντη.19
Σε όλες αυτές τις σειρές των Μεγαλοβδομαδιάτικων άρθρων του ο Παπαδιαμάντης με συνοπτικό τρόπο αναφέρει το γεγονός που εορτάζει η Εκκλησία κάθε μέρα, επισημαίνει το βαθύτερο νόημά του, παραθέτει – πολλές φορές αυτούσια τροπάρια ή αγιογραφικά αναγνώσματα της ημέρας, δεν παραλείπει κάποιες ιστορικές αναφορές που θεωρεί απαραίτητες, και βέβαια προβαίνει σε σημαντικές παρατηρήσεις για την τυπική διάταξη, την μετρική των ύμνων και το ήθος του μέλους. Τέλος, καταγράφει συνήθειες – κυρίως αθηναϊκές – που επικρατούσαν στους ναούς κατά την τέλεση των ακολουθιών της Μεγάλης Εβδομάδος.
Ο λόγος του την Μεγάλη Δευτέρα, προτρεπτικός: “…. κατανυσσόμενοι και ενούντες την φωνήν της ψυχής μας εις τους λυρικούς της Εκκλησίας ύμνους τους κατακηλούντας ημάς διά της γλυκυτάτης βυζαντινής μούσης των, ας ενωτισθώμεν την μελαγχολική κ’ εμπνέουσα ακολουθίαν του Νυμφίου”.20 Ο Παπαδιαμάντης στέκεται ιδιαίτερα στο Τριώδιο της Μεγάλης Δευτέρας, “Τω την άβατον κυμαινομένην θάλασσαν”, δηλαδή στον κανόνα που έχει τρείς ωδές και είναι ποίημα του “υψιπέτου” – όπως τον χαρακτηρίζει – Κοσμά του Μελωδού. Τα τροπάρια του κανόνος τα θεωρεί “κατανυκτικότατα και τρυφερά, άτινα εν ήχω αρμόζοντι ψάλλονται”.21 Ο αρμόζων ήχος εδώ είναι ο δεύτερος. “Εν γένει, γράφει ο Παπαδιαμάντης, όλα τα τροπάρια είναι αμίμητου καλλονής και μελωδίας, και συνιστώμεν να προσέξωσιν οι φιλόχριστοι αναγνώστες όχι διά των εξωτερικών οφθαλμών αυτών, αλλά διά των ομμάτων της ψυχής εν καθαρώ συνειδότι”.22 Δηλαδή, αυτό όπου έχει μεγαλύτερη σημασία δεν είναι ο πιστός να προσεγγίζει τους ύμνους της Εκκλησίας διανοητικά, αλλά κυρίως βιωματικά. Δεν έχει σημασία αν ο ψάλτης έχει ορισμένες τυπικές ή τεχνικές γνώσεις, αλλά το αίσθημα που εκφράζει. Και το ήθος του μέλους εκπηγάζει από την ψυχή.
Την Μεγάλη Τρίτη στον Όρθρο ψάλλεται “το Διώδιον του θεσπεσίου ποιητού Κοσμά”, 23 το οποίο περιλαμβάνει βραχύτατα τροπάρια, αλλά περιεκτικά σε νοήματα υψηλά και διδακτικά. Εδώ ο Παπαδιαμάντης προβαίνει σε απίθανες παρατηρήσεις περί της αρχαίας Ελληνικής μετρικής και της σχέσεώς της με την εκκλησιαστική: “Καθώς η ρυθμοποιία του Πινδάρου και των άλλων χορικών της Δωρίου μούσης βαίνει κατά κώλον, ήτοι ημιστίχιον, και ουχί κατά στίχον, δεσπόζοντος μεν του μέλους, υπουργούντος δε του ρυθμού, ούτω και των ιερών ποιητών μας, αληθών εγκαλλωπισμάτων του μεσαιωνικού Ελληνισμού, η ρυθμοποιία βαίνει κατά κώλον, και ουχί κατά στίχον, διαφέρουσα μόνον της πινδαρικής κατά τούτο, ότι βάσις του ρυθμού είναι ο λογικός ήτοι γραμματικός τόνος, και όχι η απολεσθείσα ποσότης των μακρών και βραχέων. Και η λυρική δε ποίησις της Εκκλησίας είναι χορική, καθώς η της Δωρίου σχολής των αρχαίων, και οι ειρμοί και τα τροπάρια είναι αι στροφαί και αντιστροφαί, και η καταβασία ουδέν άλλο είναι ειμή η επωδός της πινδαρικής ποιήσεως. Γράφονται δε τα τροπάρια κατά συνήθειαν εν συνεχεία και ισότητι γραμμών…, της στίξεως γενομένης ουχί κατ’ έννοιαν, αλλά κατά ρυθμόν και μέλος”.24 Οι παρατηρήσεις αυτές φανερώνουν πόσο ο Παπαδιαμάντης γνώριζε καλά την αρχαία ελληνική ποίηση και θεωρούσε ότι συνέχειά της είναι η ποίηση της Εκκλησίας. Σ’ ένα άλλο κείμενό του που διερευνά την σχέση αρχαίας ελληνικής και βυζαντινής μουσικής, αποφαίνεται με κατηγορηματικότητα. Και, θα πρέπει να πούμε ότι και σύγχρονη μουσικολογική έρευνα τον δικαιώνει: “Η Βυζαντινή μουσική είναι τόσον Ελληνική όσον πρέπει να είναι. Ούτε ημείς την θέλομεν, ούτε την φανταζόμεθα, ως αυτήν την μουσικήν των αρχαίων Ελλήνων. Άλλ’ είναι η μόνη γνησία και η μόνη υπάρχουσα. Και δι’ ημάς, εάν δεν είναι η μουσική των Ελλήνων, είναι η μουσική των Αγγέλων”.25
Την Μεγάλη Τετάρτη στον όρθρο “ψάλλεται αργώς και μετά μέλους το πλήρες βαθείας ποιήσεως εκκλησιαστικής τροπάριον της Κασσιανής, το ευωδέστερον ίσως άνθος της Βυζαντίδος μούσης”, 26 σημειώνει ο Παπαδιαμάντης. Και εξηγεί ότι “μέλος ημείς εννοούμεν το Βυζαντινόν, διότι η ποίησις και ο ρυθμός αυτός του τροπαρίου… έχει τονισθεί υπό αρχαιοτάτου μουσικοσυνθέτου, συνδυάσαντος τον ρυθμόν των στίχων με του μέλους την αφελή χάριν. Δεν χωρεί λοιπόν εις ταύτα ουδείς νεωτερισμός, ουδεμία καινοτομία τετραφωνική ή πολυφωνία, ως την σήμερον αποπειρώνται τούτο καινοτόμοι τινές. Δεν είναι δυνατόν να τονίση τις σήμερον αυτό καλλίτερον ή ο ποιητής του τροπαρίου ο και μελοποιός τυγχάνων. Ώστε κατά τας ημέρας τουλάχιστον ταύτας άφετε την μονοφωνίαν της Βυζαντινής και μη μιγνύετε εν αυτή ξενισμούς, οίτινες δεν είναι άλλο παρά αυτόχρημα βεβήλωσις του αγνού θρησκευτικού βυζαντινού μέλους”.27 Ο Παπαδιαμάντης εδώ αναδεικνύεται υπέρμαχος της μονόφωνης εκκλησιαστικής μουσικής, καταδικάζοντας οποιαδήποτε απόπειρα καινοτομίας. Είναι αξιοσημείωτο ότι επειδή γνωρίζει την έλλειψη του αρχετύπου μέλους, δηλαδή του μέλους της Κασσιανής, σημειώνει: “προτιμάται και σχετικώς τελειοτέρα λογίζεται του αρχαιοτέρου τονίσαντος μουσικού η περισωζομένη σύνθεσις”.28 Κάτι που συμβαίνει εν πολλοίς και κατ’ αναλογίαν στις μέρες μας, καθώς επικράτησε να ψάλλεται η μουσική σύνθεσις του τροπαρίου από τον Πέτρο τον Πελοποννήσιο, Λαμπαδάριο της Μ.τ.Χ.Ε. περί τα μέσα 18ου αιώνα. Γι’ αυτό προβαίνει και σε δύο καίριες επισημάνσεις που αφορούν στους ψάλτες της εποχής του, και όχι μόνο… Σημειώνει ότι το “περιλάλητον ιδιόμελον Κασσιανής μοναχής… οι πολλοί των εν Αθήναις ψαλτών καλώς εν γένει φιλοτιμούνται να μέλπωσιν, ως και παν ό,τι από διφθέρας ψάλλουσιν. Τα ποιητικώτατα όμως και μελωδικότατα τριώδια του ιερού Κοσμά, δεν ηξίωσαν ποτέ να μελετήσωσιν, αταλαιπώρως έχοντες και ολιγώρως προς τα τοιαύτα”.29 Δηλαδή, μπορεί οι ψάλτες να αποδίδουν το περίτεχνο και μακροσκελές τροπάριο της Κασσιανής, αλλά αδυνατούν να ερμηνεύουν όμως πρέπει τους κανόνες της Μεγάλης Εβδομάδος, που είναι μέλη συλλαβικά. Ο απαράμιλλος γνώστης των κανόνων, ο κυρ Αλέξανδρος, ονειδίζει έτσι την ολιγωρία των ψαλτών σε σχέση με το λαμπρό αυτό ποιητικό είδος. Κι ακόμα διαπιστώνει με θλίψη ότι το τροπάριο της Κασσιανής “δυστυχώς δεν ψάλλεται παντού, ως δεί, κατανυκτικώς, αλλά φωναίς ατάκτοις!!”30 Προφανώς εδώ ο Παπαδιαμάντης μεταφέρει σε μία μόνο φράση τον 75ο κανόνα της Πενθέκτης εν Τρούλλω Οικουμενικής Συνόδου: “μήτε βοαίς ατάκτοις κεχρήσθαι και την φύσιν προς κραυγήν εκβιάζεσθαι … αλλά μετά πολλής προσοχής και κατανύξεως τα ψαλμωδίας προσάγειν τω των κρυπτών εφόρω Θεώ”.31
Στον όρθρο της Μεγάλης Πέμπτης ψάλλεται πλήρης κανόνας, ποίημα και αυτός του Αγίου Κοσμά του Μελωδού, επισκόπου Μαϊουμά. Ο Παπαδιαμάντης, ο οποίος ελκύεται ιδιαίτερα από το ποιητικό αυτό είδος, παραθέτει μία σύντομη ανάλυση του κανόνος. Όταν φτάνει στην έβδομη ωδή, παρατηρεί ότι “το πρώτον μετά τον ειρμόν τροπάριον ταύτης, “Νευστάζων κάραν Ιούδας, κακά προβλέπων”, ηρανίσθη ο μελωδός εκ του Ομηρικού στίχου της Οδυσσείας:
Νευστάζων κεφαλήν, δη γαρ κακόν όσσετο θυμώ.”32 Προφανώς, ο Παπαδιαμάντης έχει υπόψιν του την σχετική ερμηνεία του τροπαρίου από τον Άγιο Νικόδημο τον Αγιορείτη, ο οποίος στο Εορτοδρόμιόν του γράφει: “την αρχήν του τροπαρίου κλέπτει από το Σ, της Οδυσσείας˙ εκεί γάρ εισάγει ο Ποιητής τον Οδυσσέα, ότι επέστρεψεν εις τον οίκον του, ως ένας ξένος και πτωχός, και ότι ύβρισεν ένα από τους μνηστήρας της Γυναικός του Πηνελόπης Αμφίνομον ονομαζόμενον˙ ο δε Αμφίνομος εκείνος, θυμωθείς δια τας ύβρεις, ανεχώρησε νεύων την κεφαλήν του, και κακά μελετών κατά του Οδυσσέως”.33 Αυτά λοιπόν τα ομηρικά λόγια “Νευστάζων κεφαλήν˙ δη γάρ κακόν όσσετο θυμώ”, μεταφέρει ο μελωδός στον νέο Αμφίνομο, τον Ιούδα, ο οποίος “νευστάζων κάραν, κακά προβλέπων εκίνησεν, ευκαιρίαν ζητών παραδούναι τον Κριτών εις κατάκρισιν”.34 Το γεγονός ότι ο Παπαδιαμάντης γνωρίζει τον Άγιο Νικόδημο τον Αγιορείτη δεν είναι δυσεξήγητο, αφού ο Άγιος Νικόδημος υπήρξε ένας από τους πρωταγωνιστές της κολλυβαδικής, δηλ. φιλοκαλικής αναγεννήσεως, της οποίας μέτοχος υπήρξε από τα νεανικά του χρόνια ο Παπαδιαμάντης.
Στο τέλος του όρθρου της Μεγάλης Πέμπτης ψάλλεται το ιδιόμελον “Μυσταγωγών σου, Κύριε, τους μαθητάς…”, το οποίο, σημειώνει ο Παπαδιαμάντης, περιέχει “κάλλος τρυφερόν και ύψος αληθείας. Ο ήχος εις ον ψάλλεται το τροπάριον τούτον, όστις είναι ο πλάγιος του πρώτου, το καθιστά έτι τρυφερώτερον και μελωδικώτερον”.35 Σε άλλο άρθρο του για την Μ. Τετάρτη το χαρακτηρίζει “περιπαθές και κατανυκτικόν”.36
Την Μεγάλη Πέμπτη τελείται η θεία λειτουργία του Μ. Βασιλείου, η οποία διακρίνεται από την συνήθη του ιερού Χρυσοστόμου, λόγω του μήκους των ευχών, και γι’ αυτό ψάλλονται αργά ο επινίκιος ύμνος “Άγιος, Άγιος, Άγιος”, το “Αμήν”, το “Σε υμνούμεν” και το “Επί σοι χαίρει”. Ο Παπαδιαμάντης παρατηρεί ότι “τα αργά ταύτα μέλη, αρχαιότατα και σεμνότατα όντα, εμπνέουσι τοις ακροατοίς μέγαν σεβασμόν”.37 Πρέπει εδώ να σημειωθεί ότι εκτός από αυτά τα μέλη της Λειτουργίας του Μ. Βασιλείου, πολλά μέλη της Μεγάλης Εβδομάδος φέρουν στα μουσικά χειρόγραφα την ένδειξη “μέλος αρχαίον”. Και αυτό το μέλος μας πηγαίνει πολύ πίσω και μας συνδέει με ήχους κι εποχές βυζαντινές, ίσως και πρωτοχριστιανικές, καθώς πολλά στοιχεία της Αρχαίας Εκκλησίας διασώζονται μέχρι σήμερα στην Μεγάλη Εβδομάδα, όπως π.χ. τα αντίφωνα της Μεγάλης Παρασκευής.
Ο Παπαδιαμάντης περιγράφει με ένθεο ζήλο την μοναδικότητα της Ακολουθίας των Παθών: “Αλλά μετά προσοχής παρακολουθήσατε τους απαραμίλλους των μελωδών ύμνους ψαλλομένους εξόχως κατανυκτικά, οίτινες και ως ποίησις και ως μέλος θα παραμείνωσιν εσαεί αθάνατα μνημεία της Βυζαντίδος μούσης. Η της Μεγάλης Παρασκευής ακολουθία είνε η μόνη ήτις περιλαμβάνει τόσην ποικιλίαν τροπαρίων αρμονικώς και μετά σπανίας χάριτος εναλλασσομένων των οκτώ ήχων, οίτινες όλοι απόψε ψάλλουσιν εκθάμβως και επηρμένως υπέρ της Βυζαντινής μουσικής τον πειστικώτερον των ρητορικών λόγων. Τα λεγόμενα Αντίφωνα σεμνοπρεπή και κατανύττοντα, αναφερόμενα δε εις τα Πάθη του Σωτήρος καθιστώσι μελωδικωτάτην και λίαν επαγωγόν την ακολουθίαν ταύτην, δεξιώτατα ποικίλλοντα εις ρυθμούς και ήχους και μεταπίπτοντα εν μαγευτική αντιθέσει από του χρωματικού εις το διατονικόν.”38 Εξαισία και παθητικωτάτη η ακολουθία των Αγίων Παθών. Αυτή η ακολουθία είναι γνωστή στο λαό ως η ακολουθία που διαβάζονται “τα δώδεκα Ευαγγέλια”. Πως όμως διαβάζονται και αυτές και οι υπόλοιπες ευαγγελικές περικοπές της Μεγάλης Εβδομάδος;
Ο Παπαδιαμάντης είναι πεπεισμένος ότι ένας τρόπος υπάρχει. Αυτός της εμμελούς απαγγελίας. “Ο λογαοιδικός ούτος τρόπος της απαγγελίας, είναι αρχαιότατος εν τη Εκκλησία, και είναι γνησίως Ελληνικός, όπως φαίνεται και εις τα παλαιά δράματα… Ο τρόπος ούτος της απαγγελίας, δια της παρατάσεως όλων μεν των συλλαβών, αλλά μάλιστα της καταλήξεως εκάστης περιόδου ή εκάστου κώλου, σημαίνει και μιμείται το κήρυγμα, ήτοι την φωνήν του κήρυκος, και ανταποκρίνεται εις την εντολήν του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, “κηρύξατε το Ευαγγέλιον πάση τη κτίσει”. Εθίζεται δε ν’ απαγγέλληται ο Απόστολος μετά τινος ποικιλίας τόνων και φθόγγων, το δε Ευαγγέλιον απλούστερον και όλως απερίττως”.39 Ήδη από την εποχή του Παπαδιαμάντη εμφανίσθηκαν κάποιοι “καινοτόμοι” ιερείς, οι οποίοι “κατήργησαν αυθαιρέτως τον λογαοιδικόν τρόπον και απαγγέλλουσιν τας περικοπάς των θείων ρημάτων δι’ απλής αναγνώσεως”.40 Ο Παπαδιαμάντης εμφανίζεται απόλυτος: “Εις τους τοιούτους ιερείς πρέπει ν’ απαγορευθή αρμοδίως η καινοτομία αύτη”.41 Δυστυχώς στις μέρες μας τείνει να χαθεί η αρχαιοπρεπής εμμελής απαγγελία των αναγνωσμάτων και επικρατούν οι δύο ακραίες τάσεις: είτε η ξηρή ανάγνωση είτε η εξεζητημένη ψαλμώδησις των αναγνωσμάτων. Μορφές που παραμορφώνουν το κλίμα της Μ. Εβδομάδος και παραποιούν το ήθος των ακολουθιών.
“Ο Επιτάφιος Θρήνος – όρθρος του Μ. Σαββάτου – είναι ελεγειακή ούτως ειπείν εκκλησιαστική ποίησις – σημειώνει ο Παπαδιαμάντης – άπασα η ακολουθία περιπαθής λίαν και το εν τροπάριον συγκινητικώτερον του άλλου. Οποίον πάθος εις τα θρηνώδη εγκώμια, οποία λυρική δύναμις εν αυτοίς συγκινούσα μέχρι ενδομύχων τον άνθρωπον!”.42 Η ποίησις και η μελωδία τους είναι αμίμητη! Ο Παπαδιαμάντης ξεχωρίζει και πάλι τον κανόνα που είναι γνωστός από τις πιο πρώτες λέξεις του ειρμού: “Κύματι θαλάσσης”. Τον θεωρεί “κελάδημα ποιητικώτατον” 43 “εν των περικαλλεστάτων της Εκκλησίας μουσουργημάτων”.44Και επειδή ο κανόνας αυτός είναι ποίημα τριών υμνογράφων: της Κασσιανής, του Κοσμά Μαϊουμά και του Μάρκου επισκόπου Υδρούντος, ο Παπαδιαμάντης αφιερώνει μεγάλο μέρος ενός άρθρου του45 για να διερευνήσει την πατρότητα των ωδών. “Ο πένθιμος ήχος, ο πλ. β’, εις ον είναι τονισμένα τα τροπάρια ταύτα, καθιστώσιν αυτά θρηνώδη λίαν και περιπαθέστατα, ψαλλόμενα μάλιστα από καλόν ψάλτην”,46 επισημαίνει ο Παπαδιαμάντης, υπαινισσόμενος έτσι, και πάλι, την αδεξιότητα των ψαλτών σχετικά με την ερμηνεία των κανόνων.
Ο Παπαδιαμάντης χαρακτηρίζει τους ύμνους του Επιταφίου ως “παθητικά άσματα”. Ακριβώς διότι βιώνει τον λόγο του αγίου Ιγνατίου του Θεοφόρου: “ο εμός έρως εσταύρωται”. Και μαζί με τον άνθρωπο πάσχει και η κτίσις “εν Σταυρώ καθορώσα τον Κύριον”.47 Στο διήγημά του “Παιδική Πασχαλιά” ο κύρ Αλέξανδρος περιγράφει την συμμετοχή της φύσης με τους θεσπέσιους ήχους της κατά την περιφορά του Επιταφίου: “Και η αύρα πραεία εκίνει ηρέμα τους πυρσούς, χωρίς να τους σβήνη, και η άνοιξις έπεμπε τα εκλεκτότερα αρώματά της εις τον Παθόντα και Ταφέντα, ως να συνέψαλλε και αυτή “ω γλυκύ μου έαρ, γλυκύτατόν μου τέκνον!” και η θάλασσα φλοισβίζουσα και μορμύρουσα παρά τον αιγιαλόν επαναλάμβανε “οίμοι! γλυκύτατε Ιησού!”48
Οι ύμνοι της Μεγάλης Εβδομάδος όπως τους θέλει η Εκκλησία και τους περιγράφει ο Παπαδιαμάντης, είναι γλυκείς, χωρίς να διέπονται από οποιονδήποτε συναισθηματισμό. Είναι αβίαστοι ρυθμού και μέλους, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν απαιτούν την δέουσα προσοχή από τους ψάλτες για την καλύτερη δυνατή ερμηνεία. Είναι περιπαθείς, χωρίς βέβαια να εξάπτουν τα γήϊνα πάθη, αλλ’ αντιθέτως διεγείρουν προς πόθον του Πάθους του Χριστού. Είναι ποιητικότατοι, αλλά πάνω απ’ όλα είναι θεόπνευστοι.
Η αναφορά μας στο μέλος της Μ. Εβδομάδος κατά τον Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη προσπαθεί να αποκαλύψει το “κεκρυμμένον μέλος”. Όχι το αγοραίον, αυτό δηλαδή που περιφέρεται συνήθως στα τηλεοπτικά κανάλια και αποτελεί είδος προς κατανάλωσιν. Δυστυχώς, κατακλυζόμαστε τις ημέρες αυτές από τραγουδιστές και ψάλτες, οι οποίοι περιφέρουν στα ΜΜΕ μία άσαρκη, άηχη, μη έχουσα είδος ουδέ κάλλος μελωδία, η οποία ουδεμία σχέση έχει με το ήθος της Μ. Εβδομάδος. Έγινε πλέον της μόδας οι πιο γνωστές μεγαλοβδομαδικές μελωδίες να αποδίδονται με όργανα, παραδοσιακά και άλλα επιδιώκοντας να δώσουν μίαν άλλη διάσταση – όπως λένε – στην Βυζαντινή μουσική. Όμως η αυτή η μουσική από τη φύση της είναι λειτουργική και όχι μουσική ακροάματος. Διακονεί το μυστήριο του ένσαρκου Λόγου, επενδύοντας τον Θεολογικό λόγο, για να μπορεί το σώμα της Εκκλησίας να “πλέκει” στον Θεό Λόγο “εκ λόγων μελωδίαν”. Γι’ αυτό και δεν βρήκαν στην Ορθόδοξη λατρεία ποτέ θέση τα μουσικά όργανα. Στην Εκκλησία, “όργανο” γλυκύφθογγο του Αγίου Πνεύματος γίνεται το πιστός, με την καθαρή καρδιά του. “Αυτός ο άνθρωπος ψαλτήριον γενόμενος”, λέει ο Μέγας Αθανάσιος. Ο Παπαδιαμάντης σημειώνει σ’ ένα άρθρο του για το Μεγάλο Σάββατο: “Εις τινας ναούς των ημετέρων κοινοτήτων ανά την Ευρώπην, ακούω ότι και βιολία υπό γυναικών κρουόμενα ευρίσκουσι χώρον εις τας λειτουργίας … Αλλά η παραδεδεγμένη ερμηνεία πολλών χωρίων της Π. και της Κ.Δ. είναι αλληγορική, το δε “εν χορδαίς και οργάνω” ιδέ πως το ερμηνεύει η Εκκλησία: “Εν κυμβάλοις χείλεσιν αγνοίς, μουσική τε καρδίας φόρμιγγι, εν ευήχω σάλπιγγι υψηλής διάνοιας …”.49 Άρα πρέπει να μη χαθεί η λεπτή ισορροπία: Η γλυκύτητα της μουσικής να μην καταλήγει στον ερεθισμό των παθημάτων και τον μετεωρισμό, αλλά στην απαλλαγή από την ηδονή του συναισθήματος και στην αναζήτηση του θείου εκείνου άσματος, το οποίο “της γής απαλλάττει, και των του σώματος απολύει δεσμών και φιλοσοφείν ποιεί”.
Έχοντας εμπιστοσύνη στις πληροφορίες των αισθητηρίων οργάνων μας πολύ εύκολα οδηγούμαστε στην πλάνη και την οίηση, εφ’ όσον έχουμε τη σιγουριά ότι κατέχουμε την αλήθεια. Έτσι γινόμαστε “οιηματίες μουσικοί”, κατά την έκφραση του Παπαδιαμάντη.
Η μουσική είναι ελευθερία και καταφύγιο: όχι αυθαιρεσία και οίηση. Ο άνθρωπος που υψώνει το δικό του (τον δικό του πόνο, τη δική του χαρά, τη δική του αξία) καταστρέφοντας την ισορροπία με τους άλλους και με τον κόσμο, δεν εννοεί την βαθύτερη φωνή της μουσικής”.50 Και ο οιηματίας μουσικός για να προβάλλει το δικό του, επικαλείται και την παράδοση, με την οποία φυσικά ουδεμία σχέση έχει. “Σαν λείψει η αλήθεια, λέει ο Κόντογλου, η ψυχή πεθαίνει από την φωτιά, μ’ όλο που κάνει τον ζωντανό με ξιπασμένα καμώματα”.
Το μέλος των ύμνων της Μεγάλης Εβδομάδος δεν έχει σχέση με την περιρρέουσα μουσική ατμόσφαιρα. Τα αληθινά κριτήρια έχουν χαθεί, και ο κίνδυνος της πλάνης είναι κάθε φορά επί θύραις. Τα ακούσματα της Μεγάλης Εβδομάδος, όπως ξεπροβάλλουν γύρω μας, είναι θορυβώδη, σαν τις μηχανές και τα μεγάφωνα των ναών. Δεν έχουν τίποτα από τη χαρμολύπη που πρέπει να χαρακτηρίζει την Μεγάλη Εβδομάδα. Γι’ αυτό περνάνε και φεύγουν. Δεν μπορούν να μας αγγίξουν εσωτερικά. Όμως οι ύμνοι της Μεγάλης Εβδομάδος σαρκώνουν τη χαρμολύπη. Είναι πένθιμοι οι φαιδροί μαζί, γιατί το πένθος ταιριάζει στην ωραιότητα. Έτσι, στο Μυρολόγι της φώκιας, την ώρα που ο Παπαδιαμάντης περιγράφει ένα βασίλεμα του ήλιου σχεδόν δοξαστικό πάνω στα πάλλευκα μνήματα που λάμπουν, η γριά-Λούκαινα “με ψίθυρον φωνήν έμελπεν έν πένθιμον βαθύ μυρολόγι …”.51 Με δεδομένη, εδώ, την αρχική σημασία του ρήματος “μέλπω” που είναι τραγουδώ, υμνών με τραγούδι και χορό. Αυτό είναι το μέλος των ύμνων της Μεγάλης Εβδομάδας: μία απρόσμενη συμφωνία του θρήνου και του πένθους με την ελπίδα της Ανάστασης. “Τότε η μουσική καταλήγει σε μίαν εσωτερική αρμονία που δεν σκορπίζει τον άνθρωπο. Του δίνει τη δύναμη ν’ ανέβει πάλι στον επάνω κόσμο˙ υπομένει, αντέχει, σηκώνει το φορτίο του και περιμένει πορευόμενος. Η μουσική του είναι προανάκρουσμα της επερχόμενης αυγής, δε χάνεται στη νύχτα, αν και πρέπει να περάσει μέσα απ’ αυτή. Είναι η μουσική του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη, η λεπτή αύρα που από τα χείλη του ανεβαίνει την κλίμακα του “άνω βυθού”.52 Και αυτή η ανάβαση οδηγεί από την μουσική τελειότητα της αρμονίας του ηδύτατου μέλους, στην άφθογγο τελειότητα της αρμονίας των προσώπων, την οποία επιτυγχάνει η άρρητος μουσική της αγάπης.

ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ:
  1. βλ. Guy (Michel) Saunier, Εωσφόρος και Άβυσσος, Ο προσωπικός μύθος του Παπαδιαμάντη, Αθήνα 2001. Και επίσης τις ιδιαίτερες προσεγγίσεις στο έργο του Παπαδιαμάντη:
– Λάκης Προγκίδης, Η κατάκτηση του μυθιστορήματος, Από τον Παπαδιαμάντη στον Βοκκάκιο, Αθήνα 1998.
– Κωστή Παπαγιώργη, Αλέξανδρος Αδαμαντίου Εμμανουήλ, Αθήνα 1997.
  1. Για τα θέματα αυτά βλ. τα αντίστοιχα κεφάλαια στο: Ανέστη Γ. Κεσελόπουλου, Η λειτουργική παράδοση στον Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη, Θεσσαλονίκη 1994.
  2. βλ. την σχετική προβληματική στο: Δημ. Δ. Τριανταφυλόπουλλος, “Πελιδνός ο παράφρων τύραννος”, Αρχαιολογικά στον Παπαδιαμάντη, Αθήνα 1996.
  3. Ο Επιτάφιος και η Ανάστασις εις τα χωρία, Άπαντα, κριτική έκδοση Ν.Δ.Τριανταφυλλόπουλος, εκδ. Δόμος, τ. Ε’, Αθήνα 1998 (2), σ. 119-120.
  4. Άπαντα, τ. Ε’, σ. 43 – 62. Βλ. Και τα σχετικά κεφάλαια στο: Π.Β. Πάσχου, Παπαδιαμάντης, Μνήμη δικαίου μετ’ εγκωμίων, Αθήνα 1991. Τα υμνογραφικά του Παπαδιαμάντη έχει ηχογραφήσει στο σύνολό τους η Ελληνική Βυζαντινή Χορωδία υπό την διεύθυνση του Λυκούργου Αγγελόπουλου (δύο κασσέτες, έκδοση ΕΛΒΥΧ, 1993). Για την μουσική στον Παπαδιαμάντη βλ. Άγγελου Καλογερόπουλου, Ο θρους του δέρατος, Αθήνα 1993.
  5. Άπαντα, τ. Ε’, όπ. π., σ. 63 – 64.
  6. Κεσελόπουλος, όπ. π., σ. 180 κ.εξ.
  7. Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, Είκοσι κείμενα για τη ζωή και το έργο του, Αθήνα 1979, σ. 54.
  8. Αλ. Παπαδιαμάντης, Είκοσι κείμενα…, όπ. π.. σ. 61.
  9. Βλ. σχετικά, Γιάννης Φιλόπουλος, Εισαγωγή στην ελληνική πολυφωνική εκκλησιαστική μουσική, Αθήνα 1990.
  10. Άπαντα, τ. Ε’, όπ. π. σ. 67 – 78.
  11. όπ. π., σ. 82 – 93.
  12. όπ. π. 96 – 114.
  13. όπ. π. 170 – 183.
  14. Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης {Το λάβαρον}, ανέκδοτες παπαδιαμαντικές σελίδες από το Αρχείο Απόστολου Γ. Παπαδιαμάντη, έκδοση κειμένων, σχόλια και περιγραφή του Αρχείου Φώτης Δημητρακόπουλος, Αθήνα 1989.
  15. όπ. π., σ. 52 – 61.
  16. όπ. π., 102 – 105.
  17. όπ. π., σ. 90.
  18. όπ. π., σ. 91.
  19. όπ. π., σ. 52.
  20. Άπαντα, τ. Ε’, όπ. π., σ. 67.
  21. όπ. π., σ. 68.
  22. όπ. π., σ. 173.
  23. όπ. π., σ. 173.
  24. όπ. π., σ. 240.
  25. Αλ. Παπαδιαμάντης {Το λάβαρον}, όπ. π., σ. 55.
  26. όπ. π., σ. 56.
  27. Άπαντα, τ. Ε’, όπ.π. σ. 175.
  28. όπ. π., σ. 99.
  29. όπ. π. σ. 84.
  30. Τυπικόν της του Χριστού Μεγάλης Εκκλησίας (υπό Γεωργίου Βιολάκη), βλ. Ερμηνεία του κανόνος σ. ζ’ – ια’.
  31. Άπαντα, τ. Ε’, όπ. π., σ. 103.
  32. Νικοδήμου εν μοναχοίς ελαχίστου του Αγιορείτου, Εορτοδρόμιον, Εν Βενετία 1836, σ. 343.
  33. Τροπάριον ζ’ ωδής κανόνος Μ. Πέμπτης.
  34. Άπαντα, τ. Ε’, όπ. π., σ. 72.
  35. όπ. π., σ. 104.
  36. όπ. π., σ. 104.
  37. Αλ. Παπαδιαμάντη {Το λάβαρον}, όπ. π., σ. 59
  38. Άπαντα, τ. Ε’, σ. 238.
  39. όπ.π.
  40. όπ.π.
  41. όπ. π., σ. 75
  42. όπ. π.
  43. όπ. π. σ. 112.
  44. όπ.π., σ. 112 -114.
  45. όπ. π., σ. 75.
  46. Ιδιόμελον Ήδη βάπτεται κάλαμος, Και νυν… Αποστίχων της ακολουθίας των Παθών.
  47. Αλ. Παπαδιαμάντη, Παιδική Πασχαλιά, Αθήνα 1999, σ. 13-14.
  48. Άπαντα, τ. Ε’, .οπ.π., σ. 183.
  49. Άγγελου Καλογερόπουλου, Ο θρους του δέρατος, Αθήνα 1993, σ. 83.
  50. Άπαντα, τ. Δ’, σ. 297.
  51. Άγγελου Καλογερόπουλου, όπ.π., σ. 85.
    ΠΗΓΗ: Περιοδικό Βημόθυρο (τεύχ. 2-3, Άνοιξη – Καλοκαίρι 2010, σ. 259-265)

Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, ποιητής πάνω απ’ όλα, του Παντελή Μπουκάλα

15 Απρίλιος 2011

«Εν τινι παρεκκλησίω της εν… Μονής υπήρχε κιβώτιόν τι παλαιόν και σεσαθρωμένον, πλήρες εφθαρμένων βιβλίων. Ουδείς των σοφών περιηγητών των επισκεφθέντων κατά καιρούς την βιβλιοθήκην της Μονής ηξίωσε να ρίψη εκ περιεργείας βλέμμα και προς το λησμονημένον κιβώτιον». Παπαδιαμάντης. Προφανώς. «Οι έμποροι των εθνών». «Τι σε Δημητράκη καλέσωμεν; μουσικόν της καραβάνας, ψάλτην του γλυκού νερού, που κοιτάζεις στο βιβλίον και τα λες στα κουτουρού· ιμάμην των Χοτζάδων προεξάρχοντα, χαμάμην των Μποχώρηδων εξάρχοντα· αμανετζήν ηχηρότατον και μπατακτσήν οχληρότατον. Μας λίγωσες απ’ τη γλύκα τας ψυχάς ημών». Κι αυτό Παπαδιαμάντης. Σατιρικότατος, με την «Ακολουθία του Σπανού», του 14/15ου αιώνα, οπωσδήποτε υπόψη του («Αλαλα τα χείλη των μιαρών, σπανών των κακίστων, και μεγάλων κακοποιών»). Δηλαδή, όχι προφανώς Παπαδιαμάντης, τουλάχιστον έτσι όπως δημιουργήθηκε με τα χρόνια, και ερήμην του, η λογοτεχνική «προφάνειά» του και όπως καλλιέργησε τις προσδοκίες των αναγνωστών του η καθυπόταξή του στο στενό σχήμα του «αγίου των γραμμάτων».«Και τώρα, όταν ενθυμούμαι το κοντόν εκείνο σκοινίον, από το οποίον εσχοινιάσθη κ’ επνίγη η Μοσχούλα, η κατσίκα μου, και αναλογίζωμαι το άλλο σχοινίον της παραβολής, με το οποίον είναι δεμένος ο σκύλος εις την αυλήν του αφέντη μου, διαπορώ μέσα μου αν τα δύο δεν είχαν μεγάλην συγγένειαν, και αν δεν ήσαν ως» σχοίνισμα κληρονομίας» δι’ εμέ, όπως η Γραφή λέγει». Παπαδιαμάντης. Και πάλι προφανώς, «Ονειρο στο κύμα», με ηπιότερη δημοτική, πλην με τη Γραφή και τη γνώση της παρούσα όσο σε ελάχιστους. Αλλά και το επόμενο Παπαδιαμάντης, δημοτικός, και γι’ αυτό «απροσδόκητος», τουλάχιστον κατά τα στερεότυπα: «Μοναχός εγώ αγρυπνάω, / νυχτερεύω μοναχός· ‘λεημοσύνη σάς ζητάω, / νύχτα, δόλι’ αγάπη, φως!» – ακριβώς στο βηματισμό τού «Μοναχή το δρόμο επήρες…»

Δεν χρειαζόταν να συνυπολογίσει τους παραπάνω στίχους ο Σεφέρης για να συμπεράνει πως «η μόνωση των Ελλήνων ποιητών είναι μεγάλη· είτε ο ποιητής ονομάζεται Κάλβος, είτε Παλαμάς, είτε Παπαδιαμάντης». Το κρίσιμο άλλωστε στο σεφερικό πόρισμα είναι ο χαρακτηρισμός του Σκιαθίτη ως ποιητή. Αυτό ήταν: ποιητής. Κι όχι λόγω των λιγοστών ποιημάτων του. Τα πεζά του, ένας κόσμος πλήρης μες στην ποικιλία του, του δίνουν τον τίτλο με ακέραιη την ουσία του.

ΠΗΓΗ: Εφημ. Καθημερινή, 16-01-11

Αλλαγή μεγέθους γραμματοσειράς
Αντίθεση