ΑΡΘΡΟ


Οι «μεταγραφές» του Παπαδιαμάντη, του Σωτήρη Γουνελά

5 Μάιος 2011

Στο πρόσφατο βιβλίο του για τον Παπαδιαμάντη (Δόμος, 2010) ο Λ. Καμπερίδης θέτει ένα ζήτημα που ελάχιστα έχει απασχολήσει τους Ελληνες, όχι μόνο σε σχέση με τον Παπαδιαμάντη αλλά και γενικότερα.

Έργο του Γιώργου Μποζά

Οταν αρχίζει ο Π. να γράφει (1880), δεν υπάρχει μυθιστορηματική παράδοση στην Ελλάδα. Τονίζεται δηλαδή ότι ο ελληνικός κόσμος είναι εξοικειωμένος με «αμεσότερη εκφορά λόγου», με αφηγήσεις και εξιστορήσεις οι οποίες έχουν κυρίως προφορικό χαρακτήρα. Αυτό που λέει ο Κ., μου θυμίζει μια συνάντησή μου στη Μάνη με συγγενικό πρόσωπο, μεινεσμένο μονάχο σε ορεινό ερημοχώρι, που όταν άρχισε να μιλά και να αφηγείται, βρέθηκα μπροστά σε ένα θαύμα ομιλήματος, τέτοιας ζωντάνιας και τέτοιας συνοχής, που έμεινα εμβρόντητος.

Μα ο Κ. υπογραμμίζει και κάτι άλλο. Λέει ότι ο ελληνόκοσμος τον 19ο αι. παρέμενε πιστός στη ζωντανή παράδοση της προφορικής μετάδοσης του λόγου, που σημαίνει ακόμη ότι, όταν πρόκειται για μετάδοση γνώσης, αυτό γινόταν μέσα από την προσωπική σχέση δάσκαλου-μαθητή. Η σχέση λοιπόν φωνής και γραφής όχι μόνον αφορά την περίπτωση Παπαδιαμάντη, αλλά θα έλεγα ότι ανάγεται στον πλατωνικό Φαίδρο. Οταν ο θεός Θευ ανακοινώνει στον αιγύπτιο βασιλιά την ανακάλυψη των γραμμάτων και των αριθμών, της γραφής δηλαδή, ο βασιλιάς τού αποκρίνεται: αυτό που βρήκες είναι φάρμακο λήθης. Τι του λέει δηλαδή; Του λέει ότι οι άνθρωποι, καταφεύγοντας στη γραφή, θα πάψουν να ασκούν τη μνήμη τους, πράγμα που βέβαια συντελείται πολύ περισσότερο όταν δεν υπάρχει γραπτός λόγος, όταν δηλαδή η απομνημόνευση γίνεται εσωτερικά, ή ενισχύεται από την προφορική ανταλλαγή περιγραφών, σκέψεων, εικόνων, παραστάσεων, ονείρων κ.λπ. Μα του λέει και κάτι άλλο: ότι θα γίνονται από σοφοί (που υποτίθεται είναι το ζητούμενο) «δοκησίσοφοι», θα νομίζουν ότι έγιναν σοφοί, χωρίς να είναι. Γιατί το λέει αυτό; Γιατί διαβάζοντας αυτά που έχουν γράψει άλλοι, θα τα περνούν για δικά τους, αυτή τη γνώση και τη σοφία, που θα τους παραδίνεται γραπτώς, εκείνοι θα την οικειοποιούνται και θα νομίζουν πως την κατέχουν.

Πίσω ή μέσα από αυτά τα λόγια του Σωκράτη παρουσιάζεται ολόκληρη η «φιλοσοφία» του, η επιμονή του στην ενοίκηση του ανθρώπου από τον λόγο και από την υπερβατική εκείνη κατάσταση της ψυχής, που επιτρέπει μέσα από την αυτογνωσία να συναντά ο άνθρωπος το Αγαθό και το Φως του. Να μην είναι δηλαδή αυτά μεταδιδόμενα από εξωτερική μάθηση, αλλά από τα βάθη της ψυχής. Και ο Σωκράτης απαιτεί από τον άνθρωπο «να στραφεί με ολόκληρη την ψυχή από την περιοχή τού γίγνεσθαι προς την άλλη πλευρά, ώσπου να γίνει ικανή η ψυχή να αντέχει να αντικρίζει το ον και το πιο φωτεινό από το ον· και ισχυριζόμαστε ότι αυτό είναι το Αγαθό» (Πλάτωνος Πολιτεία, μτφρ. Ι. Σκουτερόπουλου, εκδ. Πόλις, 2002, σ. 513).

Το ζήτημα: από τη μια, φωνή και προφορικός λόγος και από την άλλη, γραφή, με έχει απασχολήσει και σε άλλα γραπτά, σε καιρούς που κατακλυζόμαστε από ποταμούς γραπτού λόγου, που τις πιο πολλές φορές ανήκει στη «δοκησισοφία» για την οποία μιλήσαμε. Με την προσέγγιση του Καμπερίδη ξαναβρισκόμαστε μπροστά στο ίδιο ζήτημα, καθώς τονίζει ότι ο Παπαδιαμάντης επιμένει στις μικρές αφηγήσεις του, κρατώντας την προφορική παράδοση, μένοντας δηλαδή κοντά στην ψυχή των ανθρώπων, στον υπαρξιακό τους κόσμο, γράφοντας στο χαρτί τη ζωή τους και όχι τα φαντασιοκοπήματά του, βάζοντάς τους, τελικά, μπροστά σε έναν καθρέφτη οικείο και πατροπαράδοτο.

Οι αντίστοιχες εξελίξεις στον δυτικό κόσμο, συνδυάζοντας, μέσω προτεσταντισμού, «ατομική σωτηρία» με «εκμάθηση γραφής και ανάγνωσης» και συνακόλουθα «ατομική ανάγνωση και ερμηνεία των γραφών», μαζί εννοείται με την εξάπλωση της τυπογραφίας, προωθούν την «κλειστή ευσέβεια» -λέει ο Καμπερίδης- παραμερίζοντας τον προφορικό λόγο και καθιερώνοντας την έντυπη μορφή του μοναχικού και απομονωμένου ανθρώπου. Ακόμη και στη Δύση, σε παλαιότερες εποχές, οι νουβέλες και τα μυθιστορήματα γράφονταν και διαβάζονταν εκφώνως ή τροφοδοτούνταν από ιστορίες και αφηγήσεις που λέγονταν σε συντροφιές.

Ο Παπαδιαμάντης λοιπόν, μετέχοντας ο ίδιος του εκκλησιαστικού μυστηρίου, βαθαίνοντας στις αλήθειες της παράδοσής του, κάτοχος ξεχωριστού ποιητικού χαρίσματος, και ακολουθώντας τον κενωθέντα Θεό Λόγο, «κατέρχεται» με τη σειρά του στους ταπεινούς νησιώτες, στην ψυχή τους και στα πάθη της, πλάθει και αναπλάθει τα πραγματικά γεγονότα και συμβάντα «μεταγράφοντας» και μεταφέροντας τα προφορικά και αισθαντικά πλαίσια της παράδοσής του. Εννοείται πως τα μεταφέρει εναρμονίζοντας το ποιητικό και δημιουργικό χάρισμά του στον ρυθμό των ταπεινών ανθρώπων, που ο Λορεντζάτος έχει αποκαλέσει «κόσμο της σποραδίτικης ταπεινοσύνης ή της πρωτευουσιάνικης φτωχολογιάς» και ο Μαλεβίτσης «προαστική ζωή, πριν από το ράγισμα του πνευματικού οικοδομήματος». Μα το κάνει και για έναν πρόσθετο λόγο: γιατί το όργανο που ευλογεί η Εκκλησία, ως όργανο δοξολογικό, υμνολογικό και ευχαριστιακό, του ανθρώπου προς τον Χριστό και προς ολόκληρη την Τριάδα είναι η φωνή. Το γνωρίζει καλά γιατί είναι ο ίδιος ψάλτης. Συνδυάζει επομένως θαυμάσια την υμνολογική φωνή με τη φωνή των ζωντανών ανθρώπων που ακούει περιφερόμενος στον κόσμο, είτε διά ζώσης είτε μέσα από άλλα ακούσματα, αφηγήσεις, εξιστορήσεις, γεγονότα. Αντλώντας όμως, με ιδιαίτερη προσήλωση, από τα νάματα της Πίστης και της εν Χριστώ βιοτής, δεν θέλει να εργαστεί μονάχα για τη δική του προσωπική ανακαίνιση, αλλά επιζητεί να συμβάλει σε μια «αλληλοπεριχώρηση» της σύνολης ζωής της κοινότητας μέσα από τη βαφτισμένη στο μυστήριο γλώσσα της Εκκλησίας.

Αυτό το φωνητικό και προφορικό μέρος που τονίστηκε εδώ, συνοδεύεται στον Παπαδιαμάντη και από τις μιλιές και τους ήχους της κτίσης, τους ψιθύρους, τις ριπές, τα μινυρίσματα, το κελάρυσμα, τις χορδές, την αύρα, τις κρυμμένες ή φανερές αρμονίες του σύμπαντος, που σε ορισμένα διηγήματα γίνονται στην κυριολεξία χορός αισθήσεων και μουσικής, που σκοπεύουν όμως, όχι να κλείσουν τον αναγνώστη στα επίγεια, αλλά να τον σηκώσουν πάνω από αυτά, να τον ανοίξουν στο άλλο Φως. Η σταυρωμένη αγάπη, που συνιστά βίωμα στον Π. και τον καθιστά συγγενή των ταπεινών, η ίδια τον φωτίζει να μετατρέψει τη ζωή τους σε συναξάρι, μέσα από το οποίο διαβάζει ο αναγνώστης και την άλλη όψη της: την αναστάσιμη.

* Ο Σωτήρης Γουνελάς είναι ποιητής-συγγραφέας.

Πηγή: εφημ. Ελευθεροτυπία, 29/4/11

«Εβλεπεν τα ίχνη του ιδίου εαυτού του και δεν επίστευεν», της Μάρως Βαμβουνάκη

5 Μάιος 2011

Είμαστε καμωμένοι και από τα βιβλία που διαβάσαμε… Από εκείνα τα μυθιστορήματα που γέμισαν την προεφηβεία μας, την εφηβεία μας, τη ζωή μας όλη. Και απ’ τα παραμύθια, τους εφιάλτες των λύκων και των μαγισσών, του Χάρου που σε κλέβει σαν κοριτσάκι με τα απούλητα σπίρτα.

Έργο του Γιώργου Μποζά

Θα ήμασταν άλλοι αν δεν είχαμε περάσει από τα δάση κάποιων αναγνώσεων, είμαι σίγουρη! Αν ο Ρασκόλνικοφ δεν ανεβοκατέβαινε κάποτε λαχανιασμένος τις σκιερές σκάλες και της δικής μου ζωής, αν δεν μου απέμενε ο φριχτός τριγμός του τρένου που φρενάρει μπροστά στην Καρένινα, θα ήμουν άλλη.

Στον εσωτερικό μας έναστρο ουρανό πηγαινοέρχονται πλανήτες-φράσεις από βιβλία που με την τροχιά τους μετατόπισαν και τη δική μας τροχιά. Η φράση του Ντοστογιέφσκι: Αν όλα επιτρέπονται δεν υπάρχει Θεός, έθεσε όριο στην εφηβική μου ασυδοσία και με επανέφερε στην ελευθερία μου. Η απορία του Μπόρχες, αν κινεί κάποιος άλλος το χέρι του σκακιστή πάνω στη σκακιέρα, αναστάτωσε κι άλλο τις αγωνίες μας για την ελευθερία των επιλογών.

Ομως τίποτα, τίποτα δεν μου χάρισε τόσο αποκαλυπτική απόκριση στις απορίες μου για τη δικαιοσύνη, όσο εκείνο το τελικό τού Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη, λίγο πριν αναπαύσει αιωνίως τη βασανισμένη του Φόνισσα:

«Η γραία Χαδούλα εύρε τον θάνατο εις το πέραμα του Αγίου Σώστη, εις τον λαιμόν τον ενώνοντα τον βράχον του ερημητηρίου με την ξηράν, εις το ήμισυ του δρόμου, μεταξύ της θείας και της ανθρωπίνης δικαιοσύνης».

Μεταξύ!… Εξαίσια βεβαιωμένο και σε τούτο το δράμα του το «Μεταξύ» που διψάει η ύπαρξη του καθενός, είτε το ξέρει είτε δεν το ξέρει. Γιατί αν τα πράγματα της ζωής είναι μονάχα όπως φαίνονται, αν η δικαιοσύνη που μας κρίνει είναι μονάχα των ανθρώπινων δικαστηρίων, τότε τούτη η σύντομη, όσο και μακριά, ζωή που τυραννισμένα ή ανοήτως διαβαίνουμε, δεν αξίζει να σέρνεται άλλο κάτω από τα βήματά μας.

Το βιώνουμε βαριά και άρρωστα όταν το χάνουμε το νόημα που ποτίζει σπόρους ουσιώδεις, σπόρους «άλλου κόσμου» και μαραίνονται στο μέσα μας χώμα. Η δοκιμασία μιας ζωής άνευ ουσίας και δίχως νόημα, είναι η κυριότατη αιτία κάθε κατάθλιψης που μαστίζει τους καιρούς μας, που προλαβαίνει από νωρίς τους νέους της εποχής, τους ορφανεμένους από άλλης διάστασης παιδεία, με χαμένα τα ίχνη του εαυτού τους…

Οι άνθρωποι θεωρούν πως οι πόνοι και οι ήττες τους είναι που τους μελαγχολούν, που παθολογικά τους καταθλίβουν. Ομως δεν είναι οι πόνοι, είναι το κενό. Το κενό είναι ό,τι πιο τρομαχτικό για το πνεύμα, την καρδιά, τα νεύρα μας. Η ψυχή παθαίνει τότε τον ίδιο ίλιγγο που παθαίνει το σώμα στην άκρη γκρεμού, πάνω από το χάος. Το κενό του τίποτα, της απόστασης από το Θείο εντέλει.

Οταν δύσθυμοι καταφεύγουμε να δούμε μια ελαφριά κωμωδία για να ξεχαστούμε, με το τέλος της διασκέδασης νιώθουμε ακόμα χειρότερα. Μοιάζει λογικά παράδοξο αλλά, αν δύσθυμοι παρακολουθήσουμε ή διαβάσουμε ένα δράμα θεμελιωμένο στο σημαντικό, στο αληθινό, στην πνευματική στρώση της ύπαρξης, καταλήγουμε ήρεμοι, ανοιγμένοι σε απλωσιά, έξω από τον στενότατο χώρο της στενο-χώριας μας.

Γιατί η ψυχή δεν θέλει «να ξεχαστεί», θέλει να θυμάται. Να θυμάται ποια υπήρξε, σε ποιο σημείο έστριψε προς την εξορία της, πώς γίνεται να επιστρέψει και να ξαναβρεί το όντως μέγεθός της. Διάβαζα προ καιρού ότι ο γέροντας Παΐσιος ανήσυχος έλεγε σε φίλο του για κοινό γνωστό τους: Να τον προσέχεις! Είναι υπερευαίσθητος! Πήγε και γέμισε το κενό του με πράγματα κενά και τώρα έχει άγχος…

Κι αν δεν το ξέρουμε, ποθούμε μιαν επιστροφή.

Οπως ο «Νεκρός ταξιδιώτης» του Παπαδιαμάντη που, σαν καΐκι, το πτώμα του πλέει κόντρα στα θαλάσσια ρεύματα, ανέγγιχτο από ψάρια και δελφίνια, με τη ρότα βέβαιη προς την προαποφασισμένη επιστροφή, στο συγκεκριμένο ακρογιάλι που λάτρευε.

Ο Παπαδιαμάντης, όλο και περισσότερο, θα είναι ιαματικός. Διότι όσο τραγικές κι αν είναι οι ιστορίες του, όσο παραδαρμένοι οι ήρωές του, όσο κατατρεγμένοι από πάθη και καημούς που δεν έχουν τελειωμό, θα μαρτυρεί με ωραιότητα σπάνια, με πολύτιμη πίστη, τα ορατά αλλά και τα αόρατα, όπως η ταφή του Οργκάθ στον πίνακα του Γκρέκο.

Οσο σπαραχτικά κι αν περιγράφει τα ζοφερά της γης, ταυτόχρονα θα υπαινίσσεται τον Ουρανό τον αιώνιο, η ανταύγειά του στις σελίδες θα καθησυχάζει με τη μέγιστη παρηγορία: της δυνατότητας για μια δικαιοσύνη άλλη. Για κάτι μάλιστα πιο πέρα κι απ’ τη δικαιοσύνη: για Ελεος και κυρίως για Αθανασία. Νίκη θανάτου λεπτή, διακριτική, ωραία, έτσι όπως οι νιφάδες πέφτουν στο νεκρό άντρα που απόκαμε από τον πολύ του «Ερωτα στα χιόνια».

Κι επάνω στη χιόνα έπεσε χιών… Και η χιών έγινε σινδών, σάβανον. Και (εκείνος) άσπρισεν όλος, κ’ εκοιμήθη υπό την χιόνα, διά να μη παρασταθή γυμνός και τετραχηλισμένος, αυτός και η ζωή του και αι πράξεις του, ενώπιον του Κριτού, του Παλαιού των Ημερών, του Τρισαγίου.

* Η Μάρω Βαμβουνάκη είναι συγγραφέας.

Πηγή: εφημ. Ελευθεροτυπία, 29/4/11

«Η αίγλη του φωτός» με τον χρωστήρα του Μοράρου, της Χρυσής Καρατσινίδου

4 Μάιος 2011

Ημερολόγιο 2011.

Αφιέρωμα για τα 100 χρόνια

από την κοίμηση του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη (1851-1911)

εκδόσεις Μυγδονία

Στο αφιέρωμα της εφημερίδας Η Καθημερινή για τον «γλύπτη του φωτός» Γεράσιμο Σκλάβο (24-1-1999) εγράφη πως ο μεγάλος έλληνας γλύπτης θεωρούσε πάντοτε ότι «πρέπει να τρέξεις, γιατί το φως είναι λίγο και θα τελειώσει».

Οσοι διαβάζουν πατερικά κείμενα και παράλληλα ασχολούνται με την εκκλησιαστική υμνογραφία γνωρίζουν ότι το φως καταυγάζει διαρκώς με τον έναν ή τον άλλο τρόπο τα έργα του Θεού. «Νυν πάντα πεπλήρωται φωτός» γράφει στον Κανόνα της Αναστάσεως ο Αγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός, ενώ ο Αγιος Ιωάννης της Κλίμακος προειδοποιεί: «Δεξάμενος φλόγα τρέχε· ου γαρ γινώσκεις πότε σβέννυται και εν σκοτία σε καταλείψει».

Αν και η σύσταση του Αγίου Ιωάννου της Κλίμακος επιδέχεται βαθύτερη ερμηνεία, εγώ θα σταθώ στην εικόνα του Παπαδιαμάντη, ο οποίος, σύμφωνα με μαρτυρία του Παύλου Νιρβάνα, έτρεχε πίσω από τον ήλιο, χωρίς να τον προφταίνει: «Αφισέ με! Πηγαίνω να προφθάσω τον Ηλιον, πριν δύση. Είναι ένας μήνας που έχω να τον ιδώ. Και ποτέ δεν τον προφθαίνω».

Κοιτάζοντας τις εξαίσιες εικόνες που κοσμούν το ημερολόγιο των εκδόσεων «Μυγδονία» για τα 100 χρόνια από την κοίμηση του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη, μου δημιουργείται η εντύπωση πως ο Δημήτρης Μοράρος κινείται στους αντίποδες του σκιαθίτη συγγραφέα. Ο βολιώτης ζωγράφος τρέχει να προφτάσει το φεγγάρι! Και τα καταφέρνει, εν τέλει, αφού οι εφτά από τους δώδεκα πίνακες του ημερολογίου είναι λουσμένοι στο φως του φεγγαριού… Συνεπώς, το φως που κυριαρχεί στους πίνακες που περιλαμβάνονται στο ημερολόγιο είναι ένα φως εσπερινό. Η Λιαλιώ, «ρεμβή και αλλόφρων», και η Μοσχούλα, «όνειρον επιπλέον εις το κύμα», συγχέονται ονειρωδώς εις το «φέγγος της σελήνης», με αποτέλεσμα η σεληνοφεγγής νυξ να αποπνέει «μυστηριώδες θέλγητρον».

Αν, παρά ταύτα, από το «φέγγος της σελήνης» μετακινηθούμε στη «χαραυγή» του διηγήματος «Θέρος-έρος» και στην προσωπογραφία της περικαλλούς Ματής, θα διακρίνουμε το εκτυφλωτικό φως που την περιβάλλει και «τα νεοδρεπή, δροσερά ωχρόλευκα κρίνα, με φλεβιζούσας αποχρώσεις λευκού ρόδου», που διαγράφονται «υπό την λεπτήν φανέλαν» της.

Ο Δημήτρης Μοράρος με την καλλιτεχνική του ευαισθησία και, κυρίως, την αγάπη του για τον Παπαδιαμάντη συλλαμβάνει τις λεπτές αποχρώσεις του λευκού στο παπαδιαμαντικό κείμενο και κινείται με μοναδική άνεση στην επικράτεια του φωτός. Αποτυπώνει χρωματικά στον πίνακά του «το λεπτόν λευκόν μανδήλιον περί τους κροτάφους» της Ματής, το «λευκόν μεσοφούστανον» και «την λευκήν βαμβακερήν φανέλαν». Ο Μοράρος μετέχει στο παπαδιαμαντικό λογοτεχνικό σύμπαν και ζωγραφίζει βιωματικά, αποκαλύπτοντας την πνευματική του σχέση με τον σκιαθίτη συγγραφέα, όπως εκμυστηρεύτηκε ο ίδιος σε ραδιοφωνική εκπομπή: «Ο Παπαδιαμάντης είναι σαν τον πνευματικό: σε καθοδηγεί». Γι’ αυτό και ο χρωστήρας του αισθητικοποιεί τις μορφές, προβάλλοντας ταυτόχρονα την οντολογία του κειμένου και τα απορρέοντα νοήματα.

Σπάνια η συνομιλία λόγου και εικόνας βρίσκει τόσο αρμονική συνύπαρξη, αποδεικνύοντας ότι δεν υπάρχουν στεγανά ανάμεσα στις διάφορες μορφές τέχνης. Αυτό συμβαίνει, επειδή και ο λόγος του Παπαδιαμάντη «ζωγραφεί μετ’ έρωτος την φύσιν» και τα πρόσωπα και θυμίζει αυτό που ο Αλέκος Φασιανός διέκρινε στον ομότεχνό του Νίκο Εγγονόπουλο: «Ηταν σημαίνουσα προσωπικότητα και στις δύο τέχνες, που βασικά γίνονταν μία».

Είναι γνωστό ότι το λογοτεχνικό έργο ζει και διασφαλίζει την ύπαρξή του χάρη στον αναγνώστη, που αναγεννά και πολλαπλασιάζει το νόημα ή τα νοήματά του στη διάρκεια του χρόνου. Στο παπαδιαμαντικό κείμενο, ιδιαίτερα, η λειτουργία αυτή είναι αμφίδρομη, καθώς ο αναγνώστης (ανα)ζωογονείται πνευματικά και αισθητικά, αντλώντας από την αστείρευτη πηγή των δωρημάτων του σκιαθίτη Γέροντα.

Πάντως, επειδή περί δωρημάτων ο λόγος, αυτό που πρέπει να υπογραμμισθεί είναι ότι οι αποδέκτες του ημερολογίου αξιώνονται διπλής δωρεάς, αφού κάτω από τους πίνακες που το κοσμούν υπάρχουν τα χωρία των διηγημάτων του Παπαδιαμάντη που ενέπνευσαν τον Μοράρο. Στον «σεληνοφεγγή» πίνακα του Ιουνίου, για παράδειγμα, εμπνευσμένο από τη Νοσταλγό, με τον Μαθιό στα κουπιά και τη Λιαλιώ «μετά φαιδράς χάριτος» στην πλώρη της βάρκας, «η θάλασσα φρικιά ηρέμα από την λεπτήν αύραν την εξακολουθούσαν να πνέη ως λείψανον του ανέμου, όστις την είχεν αυλακώσει από πρωίας». «Τι έκφραση μεγάλου ποιητή – Θεέ μου!», θα έλεγε σίγουρα (και) στην προκειμένη περίπτωση ο Οδυσσέας Ελύτης…

Η έκδοση του ημερολογίου πραγματοποιήθηκε με τη συμμετοχή του Δήμου Σκιάθου και τη χορηγία των ξενοδόχων του νησιού για λογαριασμό του Μουσείου Παπαδιαμάντη. Ο φίλεργος και φίλος του Παπαδιαμάντη Θανάσης Καγιάς συνεχίζει και με αυτή την άκρως επιμελημένη έκδοση μία συνεπή εκδοτική πορεία, η οποία περιλαμβάνει, μεταξύ άλλων, τον Ερωτα στα χιόνια και τον Ξεπεσμένο Δερβίση σε αυτοτελείς τόμους, με εικονογράφηση όπως πάντα του Δημήτρη Μοράρου.

* Η Χρυσή Καρατσινίδου είναι επίκουρη καθηγήτρια ΑΠΘ.

Πηγή: εφημ. Ελευθεροτυπία, 29/4/11

Συνοπτικό σημείωμα για τον μεταφραστή Παπαδιαμάντη, του Νίκου Δ. Τριανταφυλλόπουλου

3 Μάιος 2011

Δημοσιογράφος μεταφραστής, αυτό ήταν το επάγγελμα που άσκησε ο Παπαδιαμάντης. Οι εγκυρότατες και καθόλου υπερβολικές μαρτυρίες συγχρόνων του λογίων μάς βεβαιώνουν ότι καθημερινά από τα χέρια του περνούσε πολλή μεταφραστική δουλειά. Ποτέ δεν θα μάθουμε ποιος ακριβώς ήταν ο όγκος της.

Ο ευσυνείδητος Γ.Κ. Κατσίμπαλης στην προσεκτική του παπαδιαμαντική βιβλιογραφία αναγράφει μόλις 16 μεταφράσεις, από τις οποίες Η Χαλιμά δεν είναι δική του. Οι πίνακες παπαδιαμαντικών μεταφράσεων του Γ. Βαλέτα είναι πολύ εκτενέστεροι, δυστυχώς όμως αναξιόπιστοι. Μολονότι οι μελετητές του μεταφραστή Παπαδιαμάντη είναι ευάριθμοι, οι σχετικές έρευνες προχώρησαν με ταχύ ρυθμό τα τελευταία χρόνια. Ενα μεγάλο μέρος των μελετημάτων, που αφορούν το μεταφραστικό έργο του σκιαθίτη διηγηματογράφου, έχει δημοσιευτεί στα 9 τεύχη των Παπαδιαμαντικών Τετραδίων, ιδιαίτερα στο 7ο (Αφιέρωμα στον μεταφραστή Παπαδιαμάντη, άνοιξη 2006, σελίδες 208).

Είναι περίεργο ότι ο Παπαδιαμάντης, όσο θυμούμαι, δεν κάνει λόγο για καμιά του μετάφραση, ούτε καν για τον Βίον του Χριστού ή τις κυριολεκτικά επίπονες των Ιστοριών της Ελληνικής Επαναστάσεως του Gordon και του Finlay. Φαίνεται να μη δίνει σημασία ακόμη και στο Εγκλημα και Τιμωρία. Ωστόσο θα έλθει κάποτε καιρός που οι μεταφράσεις του, ακόμη και όσες έχουν χαρακτήρα καθαρά δημοσιογραφικό, θα θεωρηθούν αναπόσπαστο τμήμα των Απάντων του.

Πρέπει να τονιστεί ιδιαίτερα ότι ο Παπαδιαμάντης είναι ανυπότακτος μεταφραστής. Οι μεταφραστικές του ελευθερίες, όταν δεν πρόκειται για ιστορικά έργα, είναι μεγάλες, συχνές και απροσδόκητες, προπάντων στις περιπτώσεις που τον ενοχλούν οι θεολογικές αντιλήψεις του μεταφραζόμενου συγγραφέα. Αν οι επεμβάσεις του στον Βίον του Χριστού, γραμμένον από αγγλικανό ιερέα, είναι αυτονόητες, τουλάχιστον για τον ίδιο, οι βίαιες μεταβολές που επιφέρει σε λογοτεχνικά κείμενα -χαρακτηριστικό παράδειγμα Οι δίδυμοι του Ουρανού της Σάρας Γκραντ- σημαίνουν ασφαλώς κάτι περισσότερο, που όμως δεν θα συζητήσουμε εδώ.

Πόσους παράδες πιάνει ο μεταφραστής Παπαδιαμάντης; Ο τάχιστος των λόγων: όσους σχεδόν και ο διηγηματογράφος. Για το μυθιστόρημα του Hall Caine καλός γνώστης της αγγλικής λογοτεχνίας και της ελληνικής είπε: «Ο Παπαδιαμάντης δεν μετέφρασε το The Manxman – έγραψε τον Μαξιώτη!» Θα πρόσθετα: «Μεταμορφώνοντας τη νήσο Μαν σε Σκιάθο». Μεταφραστική προδοσία; Μπορεί, αλλά ευλογημένη.

Ενός λοιπόν μεταφραστή τέτοιας λογής έχουν εκδοθεί από το 1989 ώς τις μέρες μας οι εξής μεταφράσεις, όλες φροντισμένες φιλολογικά: Ταρταρίνος ο εκ Ταρασκώνος του Αλφ. Δωδέ (Εστία), Γερά σώματα διά τα αγόρια και τα κορίτσια μας του Ουίλιαμ Μπλαίκη (Ε.Λ.Ι.Α.), Το Εγκλημα και η Τιμωρία, του Θ. Δοστογέφσκη (Ιδεόγραμμα), Ενός εκατομμυρίου λιρών χαρτονόμισμα του Μάρκου Τουαίν (Λήθη), Αργοναυτικαί διηγήσεις του Μπρετ Χαρτ -διηγήματα αμερικανικά, μεταξύ των οποίων και τα αυτόχρημα παπαδιαμαντικά «Οι εξόριστοι του Πόκερ Φλατ», «Η καλή τύχη του Ρώριν Καμπ» και «Ο αφερέγγυος»- (Λήθη), Η εύρεσις της γυναικός του Λωτ, του Αλφρ. Κλαρκ (Αρμός), Η Νέα Ουτοπία και άλλα ευθυμογραφήματα του Τζέρομ Κ. Τζέρομ (Αρμός), Ο βίος του Χριστού του Φρειδ. Φάρραρ (Δόμος), Τέσσαρα διηγήματα του Αντωνίου Παύλοβιτς Τσέχωφ (Δόμος), Η κληρονομία του Guy de Maupassant (Δόμος), Ο Μαξιώτης του Χωλλ Κέιν (Ινδικτος), Ο ιατρός Ραμώ του G. Ohnet (Π. Κυριακίδης), η δίτομη Ιστορία της Ελληνικής Επαναστάσεως του Γ. Φίνλεϋ (Ιδρυμα της Βουλής των Ελλήνων για τον Κοινοβουλευτισμό και τη Δημοκρατία) και ο Αόρατος του Ε.Τ. Ουέλλς (Κίχλη).

Μέσα στο παπαδιαμαντικό έτος 2011 θα εκδοθούν, συν Θεώ, η Ιστορία της Ελληνικής Επαναστάσεως του Γόρδωνος (Μ.Ι.Ε.Τ.), Ο Πύργος του Δράκουλα του Μπραμ Στόουκερ (Κίχλη) και η Αριέττα του Φρ. Κοππέ. Το φθινόπωρο θα γίνει το Γ’ Διεθνές Συνέδριο για τον Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη, με κεντρικό θέμα «Παπαδιαμάντης μεταφράζων και μεταφραζόμενος».

Για τους φίλους της παλαιότερης αγγλικής λογοτεχνίας: στο 7ο τεύχος των Παπαδιαμαντικών Τετραδίων αναδημοσιεύεται από το Αστυ του 1901 η σχεδόν άγνωστη νουβέλα του Κίμπλιγκ «Η παράδοξος ιππηλασία του Μόρρουβη Τζώκες».

* Ο Ν. Δ. Τριανταφυλλόπουλος είναι φιλόλογος.

Πηγή: εφημ. Ελευθεροτυπία, 29/4/2011

«Η φιλολογική του συγγραφέως συνείδησις» και/ή το «μέσον αίσθημα των αναγνωστών», της Γεωργίας Φαρίνου-Μαλαματάρη

2 Μάιος 2011

Φέτος είναι η επέτειος των 100 χρόνων από τον θάνατο του Παπαδιαμάντη (1851-1911). Οι παπαδιαμαντικές σπουδές καλά κρατούν, και χάρη στις εργασίες κυρίως των Νίκου και Λαμπρινής Τριανταφυλλοπούλου, Φώτη Δημητρακόπουλου και Σοφίας Μπόρα, διαθέτουμε υλικό για την παρουσία και την πρόσληψή του από τους συγχρόνους του, μέρος του οποίου είναι άμεσα προσβάσιμο με την ψηφιοποίηση εφημερίδων και περιοδικών.

Η εικόνα που προκύπτει δεν είναι μονοσήμαντα το απόκοσμο, η ταβέρνα του Ψυρρή, το τριμμένο πανωφόρι και ο Αγιος Ελισσαίος (δηλ. μια εικόνα που φιλοτεχνήθηκε μεταγενέστερα και λόγω κεκτημένης ταχύτητας, δηλαδή αδράνειας, παραμένει και σήμερα), αλλά μια πιο σύνθετη εικόνα, που αποκαλύπτει ενδεχομένως ότι ο Παπαδιαμάντης αντιστέκεται στην εύκολη κατάταξη, ακόμη και στην υπαγωγή σε θεωρητικές κατασκευές περί συγγραφέως και λογοτεχνικού πεδίου στον 19ο αιώνα. Λόγω ελλείψεως χώρου, θα περιοριστώ σε ορισμένες επισημάνσεις.

1. Γνωρίζουμε ότι από το 1887 ο Παπαδιαμάντης εργάζεται ως «κατ’ αποκοπήν διηγηματογράφος». Υπάρχουν επιστολές στην Αλληλογραφία του στις οποίες καθορίζει την τιμή του διηγήματός του. Προφανώς το αναγνωστικό κοινό της εφημερίδας επιζητεί αυτά τα διηγήματα, και γι’ αυτό μέσα σε μία πενταετία (1887-92) οι τρεις κυριότερες εφημερίδες (Εφημερίς, Ακρόπολις, Αστυ) αναδέχονται τα ηθογραφικά, επικαιρικά διηγήματά του. Ισως πρέπει να εξετάσουμε αν υπάρχει ποιοτική ή άλλης φύσεως διαφορά μεταξύ διηγημάτων που δημοσιεύονται στις εφημερίδες, και αυτών που δημοσιεύονται στα σημαντικά περιοδικά της εποχής (Εστία, Παναθήναια, Το περιοδικόν μας). Και είναι επίσης ενδιαφέρον να εξετάσουμε σε ποια σελίδα των εφημερίδων και των περιοδικών μπαίνουν τα διηγήματα, με τι προλόγους και με τι σχόλια περιβάλλονται ή αναδεικνύονται (βλ. π.χ. προλόγους και σχόλια Γαβριηλίδη στην Ακρόπολι). Οπως επίσης είναι σημαντικό να δούμε με ποιους άλλους συνυπάρχει ο Παπαδιαμάντης στο περιοδικό Εστία, τι δείχνει το γεγονός ότι το Ονειρο στο κύμα βρίσκεται στο πρώτο τεύχος του πολυτελούς αστικού περιοδικού Παναθήναια («πνευματικού ιδρύματος» κατά Ξενόπουλο). Και πώς εξηγείται η παρουσία του σε δύο βραχύβια πρωτοποριακά περιοδικά της εποχής του, στην Τέχνη με το απλόγλωσσο «Αγνάντεμα», και στον Διόνυσο με τον διάλογο «Πόσις και δάμαρ», τον συναφή με την πολιτική του περιοδικού. Εδώ πρέπει να αναφέρουμε ότι υπάρχουν περιπτώσεις (από το 1904 κ.εξ.) σχεδόν ταυτόχρονης συνδημοσίευσης ενός διηγήματος σε περισσότερα του ενός έντυπα της Ελλάδος και του ευρύτερου Ελληνισμού.

2. Βέβαια αυτονόμηση του λογοτεχνικού πεδίου σημαίνει αγορά και αγορά σημαίνει έκδοση βιβλίου. Και είναι γνωστό ότι ο Παπαδιαμάντης κάνει τρεις αποτυχημένες απόπειρες να εκδώσει συλλογή διηγημάτων, το 1892, το 1902, το 1906. Το παράδοξο είναι ότι οι απόπειρες δεν περνούν απαρατήρητες. Τουναντίον μάλιστα: ο θόρυβος από τις «αναγγελίες» αυτών των εκδόσεων είναι αντιστρόφως ανάλογος των αποτελεσμάτων. Το 1892 έχουμε την περίφημη ανταλλαγή επιστολών μεταξύ Καμπούρογλου, Ζ (=Μιχ. Μητσάκη, σύμφωνα με τον Λ. Βαρελά) και Παπαδιαμάντη, που καταλήγει στη γνωστή ομολογία του τελευταίου: «Αλλ’ εγώ σοι λέγω ότι δεν ομοιάζω ούτε με τον Πόε, ούτε με τον Δίκκενς, ούτε με τον Σαίξπηρ, ούτε με τον Βερανζέ. Ομοιάζω με τον εαυτόν μου. Τούτο δεν αρκεί;», δηλ. στην κατοχύρωση μιας αυτονομημένης λογοτεχνικής ταυτότητας. Το 1906 επανέρχεται το αίτημα για την έκδοση του έργου από την οικονομικά εύρωστη «Βιβλιοθήκη Μαρασλή», που χρηματοδοτούσε επιστημονικές μελέτες και μεταφράσεις, και από την οποία είχαν εκδοθεί μέχρι τότε τα Απαντα τα Ευρισκόμενα του Σολωμού, καθώς και τα βιβλία των Αγγελου Βλάχου και Κουμανούδη. Μάλλον αυτά τα τελευταία προκάλεσαν την αντίδραση π.χ. του Νουμά, τχ. 189 (12/3/1906) για τις «άχρηστες εκδόσεις» που γίνονταν με γνώμονα το συμφέρον των διευθυντών και των φίλων τους. (Ο Παπαδιαμάντης θεωρείται ισάξιος του Σολωμού;) Το πιο ενδιαφέρον είναι ότι ομάδα φοιτητών από όλες τις σχολές του Πανεπιστημίου επισκέπτεται τα γραφεία των εφημερίδων για να συνηγορήσουν για την έκδοση.

3. Στις 13/3/1908 οργανώνεται στον «Παρνασσό» η περίφημη εορτή (με εισιτήριο 4,40 δρχ.) για τη δημιουργική εικοσιπενταετία του Παπαδιαμάντη, στην οποία ο ίδιος τελικώς δεν παρέστη. Πρωταγωνιστικό ρόλο στην οργάνωση έχουν ο Αλέκος Μαυρουδής (δημοσιογράφος που αμέσως μετά εγκαθίσταται στη Γαλλία), ο εικοσιπεντάχρονος Επαμεινώνδας Δεληγιώργης, εγγονός του ομώνυμου πρωθυπουργού, εξάδελφος του Μορεάς, ποιητής ο ίδιος με ποιήματα στα γαλλικά, καθώς και η αδελφή του Σοφία, κυρία επί των τιμών της πριγκίπισσας Μαρίας Βοναπάρτη, μετέπειτα μαθήτριας του Φρόυντ και συγγραφέως μιας ψυχαναλυτικής βιογραφίας για τον Πόε, νεόνυμφης τότε με τον διάδοχο Γεώργιο, η οποία έδειχνε ενδιαφέρον για τα νεοελληνικά γράμματα, και έθεσε υπό την αιγίδα της την εκδήλωση. Στην εκδήλωση, στην οποία μιλούν οι Δ. Κακλαμάνος (πρώην διευθυντής στο Αστυ και στο Νέον Αστυ, μελετητής του Γύζη και της ζωγραφικής γενικότερα), ο Νιρβάνας (οι ομιλίες δημοσιεύονται στο αφιερωματικό τεύχος του περ. Νέα Ζωή Αλεξανδρείας), απαγγέλλει ποίημά του ο Προβελέγγιος και διαβάζουν κείμενα του Παπαδιαμάντη η Θεώνη Δρακοπούλου (Μυρτιώτισσα) και ο νεαρός τότε Φώτος, γιος του Ν.Γ. Πολίτη, μετέχει δε η πνευματική και κοσμική Αθήνα, καθώς και αρκετοί νέοι, καθένας με διαφορετικά προφανώς κίνητρα.

Η «πρωτοφανής» αυτή εκδήλωση, που από άλλους θεωρήθηκε επιβεβλημένη τελετή για την καταξίωση του μεγαλύτερου έλληνα διηγηματογράφου, παρόμοια -τηρουμένων βέβαια των αναλογιών- με τον εορτασμό για τα 80χρονα του Ουγκώ στη Γαλλία, ενώ από άλλους παρομοιάστηκε με μνημόσυνο, απασχόλησε αρκετά σε έκταση, ποικιλία και χρόνο τον Τύπο (εφημερίδες και περιοδικά), που έθεσε -με αφορμή τον Παπαδιαμάντη- γενικότερα ζητήματα για την ύπαρξη, τα ειδοποιά χαρακτηριστικά Νεοελληνικής Λογοτεχνίας, για τη θέση του ανθρώπου των γραμμάτων («του εργάτη της πένας»), για την έκταση και τη σύνθεση του αναγνωστικού κοινού, για τη βασιλική ή κρατική πατρωνία των τεχνών και για την πολιτική των εκδόσεων.

4. Δεν υπάρχει χώρος να αναφερθώ στις φωτογραφίες του Παπαδιαμάντη από τον Νιρβάνα και τον ζωγράφο Γεώργιο Χατζόπουλο, καθώς και στη προτομή του από τον γλύπτη Θωμά Θωμόπουλο, το γύψινο πρόπλασμα της οποίας εκτέθηκε στην Εκθεση του Ζαππείου το 1909, ούτε στο ότι διηγήματα του Παπαδιαμάντη διδάχτηκαν στο Σχολείο του Βόλου το 1909, ούτε στο ότι ο Παπαδιαμάντης έγινε λογοτεχνικός χαρακτήρας, μεταξύ άλλων, στα Δυο αδέλφια του Ψυχάρη (1910).

Συνοψίζω: Ο Παπαδιαμάντης ζει στην Αθήνα τη μεταβατική περίοδο των πολιτικών και κοινωνικών αλλαγών και της ανάπτυξης του Τύπου, οι οποίες σήμαναν την καινούρια σχέση μεταξύ των λογοτεχνών και του κοινού τους. Μολονότι το έργο του βρίσκεται εγκατεσπαρμένο σε εφημερίδες και περιοδικά, μολονότι δούλεψε ως μεταφραστής στην εφημερίδα, δεν επεζήτησε ποτέ τη δημοσιότητα, ούτε υποτάχτηκε στην κυρίαρχη ιδεολογία ούτε καλλιέργησε την κρατούσα τεχνική του είδους ούτε υπήκουσε στους νόμους της αγοράς που καθορίζονται από το λεγόμενο μέσο κοινό. Εζησε έναν διαρκή βοημικό βίο (χρησιμοποίησε μάλιστα και το ψευδώνυμο Μποέμ) και έναν διαρκή ορθόδοξο χριστιανικό βίο, δηλαδή, όπως έχει περιεκτικά διατυπωθεί από την Μπόρα «έναν διπλά ασύμβατο βίο: ο μποεμισμός του αποτελούσε πρόκληση και ο χριστανισμός του εξαίρεση στις τάξεις των λογίων».

Αντιμετώπισε το ετερόκλιτο ως προς τις ιδέες και το γούστο κοινό των αστικών εφημερίδων (προοδευτικών και συντηρητικών) και των περιοδικών (καθιερωμένων και νεωτερικών, οικογενειακών και καλλιτεχνικών) μοιάζοντας να διαπραγματεύεται (με προλόγους, παρενθέσεις, επικλήσεις κ.τ.λ.) την αναγνωσιμότητά του, στην πραγματικότητα όμως διατήρησε την αισθητική, την ηθική και τη θρησκευτική του αυτονομία. Δεν είχε ποτέ κέρδος από την εργασία του, και δεν ανήκε ποτέ -μολονότι γράφει στην εφημερίδα- στο λογοτεχνικό πεδίο της ευρείας κατανάλωσης (ούτε καν όταν έγραφε επιφυλλιδογραφικό μυθιστόρημα).

Μολονότι η θεματολογία, ιδίως των αρχικών διηγημάτων (με υπότιτλους διήγημα, παράδοσις, εικών, μελέτη) αναφέρεται στην αγροτοποιμενική κοινότητα της Σκιάθου ή στη λαϊκή αθηναϊκή γειτονιά, και κατά την τετριμμένη διατύπωση εκφράζει την «ελληνική ψυχή», η μορφή του διηγήματος και ο τρόπος της αναπαράστασης διαφεύγουν την κριτική αξιολόγηση, και οι κριτικοί αναγκάζονται να μιλούν για διηγήματα-φυσικά φαινόμενα. Και είναι ενδεικτικό ότι χρειάζεται η έλευση του συμβολισμού για να αντιμετωπιστεί κάπως διαφορετικά ο Παπαδιαμάντης, και το έργο του, μετά μάλιστα τη διετή διακοπή (1897-98): ο Παπαδιαμάντης ζει μιαν εσωτερική ζωή, βλέπει με τα μάτια της ψυχής του, και έτσι δημιουργεί έναν κόσμο, μια δεύτερη πραγματικότητα (τη Σκιάθο ή την παιδική ηλικία ως παράδεισο), την οποία κατορθώνει να μεταδώσει με χάρη στον αναγνώστη. Πρόκειται για μια τέχνη που την αναγνωρίζουν και την εκτιμούν οι λίγοι, και που την ερμηνεύουν οι συνοδοιπόροι λογοτέχνες (κυρίως οι ποιητές) και οι κριτικοί.

ΣΗΜ: Ιδιαίτερα μου χρησίμευσε η δίτομη ανέκδ. διδακτ. διατριβή της Σοφίας Μπόρα Ο Παπαδιαμάντης και οι αναγνώστες του. Ζητήματα ιστορίας της πρόσληψης του έργου του (1879-1961), Αθήνα, ΕΚΠΑ, 2008

* Η Γεωργία Φαρίνου-Μαλαματάρη είναι καθηγήτρια Νεοελληνικής Φιλολογίας στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης.

Πηγή: εφημ. Ελευθεροτυπία, 29/4/2011

Το αίμα και το πνεύμα, του Δημήτρη Κοσμόπουλου

1 Μάιος 2011

Αν δεν δώσεις αίμα, δεν λαβαίνεις πνεύμα – αυτό μαρτυρείται από την ασκητική παράδοση της ορθόδοξης πίστης. Ο Παπαδιαμάντης έγραψε με το αίμα του, με το αίμα του -κυριολεκτικά- πότισε τους αμάραντους λειμώνες των χλοαζόντων θαυμάτων.

Τις σελίδες του. Ξετυλίγοντας το ειλητάριο μιας αέναης προσευχής. Εκείνος με βλέμμα «τεθαμβωμένον» έβλεπε τον άνθρωπο ως μυστήριο και την κτίση ως αποκάλυψη θεϊκής αγάπης. Και οι άλλοι, οι πάσχοντες από «γραμματανθρωπισμόν που φονεύει τα ασθενή τάλαντα» και από «τον διλεταντισμόν που χαρακτηρίζει το μεγαλύτερον μέρος της τέχνης των ημερών μας» (βλ. Π. Νιρβάνας, Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, περ. «Παναθήναια», Τομ. ΙΓ’, 15 Οκτ. 1906) – οι άλλοι, λοιπόν, έβλεπαν έναν κουρελή. Περπάτησε σ’ αυτόν τον βίο προσευχόμενος, δηλαδή αδιάπτωτα και ακαταμάχητα ερωτευμένος. Η γραφή του είναι καρπός προσευχής, όπως το σταφύλι στην άμπελο. Προσευχόμενος και, κατά κόσμον, διαρκώς ηττημένος. «[…] Με 6 χιλ. δραχμάς διετηρήθην εγώ εις τας Αθήνας επί 10 έτη, πότε νηστικός και πότε χορτάτος. Αυτή είναι η αλήθεια. […]», γράφει στον ανησυχούντα πατέρα του, στις 15 Οκτωβρίου 1881. Εγκάθειρκτος στη σπατάλη για τον επιούσιο, άχρι πέρατος κελεύθους. Ξενιτεμένος, ανέστιος, φερέοικος και πλάνητας, όπως ο ξεπεσμένος του Δερβίσης. Ξεπεσμένος και αποτυχημένος για τα μέτρα και τα σταθμά της αθηναϊκής θορυβοποιίας. Εξόριστος και λαμπερός μέσα στην «έντιμον πενίαν» και στη συνειδητή ακτημοσύνη. Μηδέν έχων και τα πάντα κατέχων. Μ’ αρέσει πολύ, παιδιόθεν, που ο Φώτης Κόντογλου ονοματίζει τον Παπαδιαμάντη Χριστιανό Δερβίση. Εξόριστος, ο ιερατικός διάκονος του κάλλους «μες στης Αθήνας τις εμορφιές». «[…] εις τον τόπον της καταδίκης -όπου από πολλού σύρω τον σταυρόν μου, μη έχων πλέον δυνάμεις να τον βαστάζω- εις την πόλιν της δουλοπαροικίας και των πλουτοκρατών. […]» (βλ. το διήγημα Νεκράνθεμα, δημοσιευμένο στο Ελεύθερον Βήμα, την 6η Ιουνίου 1925). Μιλώ για το αίμα της ψυχής του. (Αυτό που ο Εγγονόπουλος έλεγε «το αίμα τση καρδίας μου».) Γιατί το αίμα του κορμιού του το ‘σπειρε στα γραφεία των εφημερίδων, αόκνως εργαζόμενος, μεταφράζων ειδήσεις, ρεπορτάζ, μυθιστορήματα. Με πλήρη εποπτεία της λογοτεχνίας και της σκέψης του καιρού του.

Τώρα που έρχονται σιγά σιγά στο φως οι θαμμένοι μέσα στην κίτρινη σκόνη των σελίδων από τις φυλλάδες εκείνου του καιρού, οι πολύτιμοι μαργαρίτες των λέξεών του χάρις στην κραταιά αγάπη, τη φιλολογική εμβρίθεια και το ασίγαστο μεράκι αφοσιωμένων ανθρώπων – τώρα βλέπουμε το ξόδεμά του και εισερχόμαστε στον κόπο του. Ο κόπος ετούτος κράτησε μέχρι τα τελευταία της επίγειας ζωής του έτη. Στις 2 Ιανουαρίου του 1904 γράφει στον Βλαχογιάννη, που τον πιέζει να κάνει πιο γρήγορα, στη μετάφραση της Ιστορίας του Γόρδωνος, ανάμεσα σ’ άλλα: «[…] Πέντε ημέρας εδοκίμασα το σύστημα της οκταώρου εργασίας, με σκοπόν να τελειώσω γρήγορα, όπως ζητείς. (Εισήλθα τώρα εις τον Β’ τόμον.) Ο λιχανός της δεξιάς μου έχει δαρμούς και πόνους, και τα δύο άλλα δάκτυλα πάσχουσι σκλήρυνσιν του δέρματος. Η μέση μου πονεί. Ωστε ξανακύλισα πίσω εις την πεντάωρον. Εδώ, και να θέλω, σχεδόν αδύνατον μου είνε να εργάζωμαι τας Κυριακάς και εορτάς. […]». «Αδερφέ Αλέξανδρε», επιμένει ο Βλαχογιάννης, «Φίλτατε αδερφέ Ιωάννη…» απαντά ο μάρτυρας Αλέξανδρος, ευρισκόμενος στη Σκιάθο, όπου έχει επιστρέψει «εις τον τόπον της μικράς αναψυχής», με τον αδελφό του Γιώργη να «έχη πάθει τας φρένας». Ο Γεώργιος, «Δημογραμματεύς εν Πορταριά»· κι έπρεπε να εργάζεται επιπροσθέτως ο Αλέξανδρος, ώστε να συνδράμει τις αδελφές του, αλλά και την οικογένεια του Γεωργίου. Αλλά, γιατί τέτοια η εμπιστοσύνη του αθώου αμνού στον Βλαχογιάννη; Γιατί η αγάπη και η εμπιστοσύνη του στον Μαλακάση, ο οποίος με σθεναρή φωνή τον χαρακτήρισε τον «μεγαλύτερο νεοέλληνα ποιητή»; Γιατί οι συνομιλίες του με τον Δαμβέργη, τον Χατζόπουλο, τον Κονδυλάκη, τον Καρκαβίτσα; «Μες στης Αθήνας τις εμορφιές» (ρεμπέτικο) ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης με δυο «σειριές» ανθρώπων έκανε παρέα. Με τους αληθινούς δημιουργούς, που ένοιωθε ότι καταλάβαιναν. Καταλάβαιναν πως οι λέξεις του τους ανοίγουν το μυστικό μονοπάτι για να βγουν στο ξέφωτο της χαμένης ενότητας των προσώπων και των πραγμάτων – εκεί όπου παρέμενε άτρωτος και ολότμητος ο τρόπος ο οποίος κάνει το πένθος χαρά και τη χαρά δακρυόεσσα αγάπη. Ο τρόπος της συγχωρήσεως. Οι αληθινοί δημιουργοί -κι όχι ο πολτός των γραμματανθρώπων- εύρισκαν στις παραγράφους του την πνοή της λεπτότατης αύρας, η οποία σμιλεύει τον καημό και τα βάσανα σε ελεύθερη ύπαρξη. Αυτό το κάτι από την απολεσμένη αίγλη της κοινότητας και του μοιράσματος. Του δοσίματος μέσα απ’ όπου ο βίος από παραίσθηση γίνεται ζωή παλλόμενη. Αυτοί οι συγγραφείς τον νοιάζονταν, με βαθύ σεβασμό και όσο μπορούσαν. Οταν πρόκειται να φύγει για τη Σκιάθο, δίνει το αποχαιρετιστήριο γεύμα στου Μπαρμπαγιάννη, στη Δεξαμενή. Ο Μαλακάσης τον ρωτάει με εταστική τρυφερότητα: «[…] Αγόρασες ρούχα και παπούτσια; -Αγόρασα Μιλτιάδη μου. Δεν ψεύδομαι εγώ. Αλλά τα πήρα παληά. Θέλεις να αμαρτήσω τώρα στα γεροντάματα;» Αυτοί κι ακόμα ο Γεράσιμος Βώκος, ο Κ.Α. Ψάχος, ο Νίκος Βέης είναι που καταγράφουν τις σχέσεις του Παπαδιαμάντη με την άλλη «σειριά» – με τους απλούς μανάβηδες, κηροπλάστες, οινοπαντοπώλες, καραγωγείς. Με αγαθούς λευΐτες, όπως ο Αγιος παπα-Νικόλας Πλανάς, στις αγρυπνίες του μικρού εκκλησιδίου, του Προφήτου Ελισαίου, στην οδόν Αρεως στο Μοναστηράκι. Εκεί ο Παπαδιαμάντης συνέψαλε με τον Μωραϊτίδη, ενόσω ο ιερουργός παπα-Νικόλας Πλανάς, στα μάτια των καθαρών τη καρδία, ίπτατο του εδάφους. «[…] Αίγλη απολύτου ευτυχίας εφώτιζε την δασύτριχα μορφή του με την σγουράν μαύρην γενειάδα και την ομόχρωμον πλουσίαν κόμην. Ητο αγνώριστος και η μορφή εκείνη η τόσω σκυθρωπή κατά τας ώρας της εργασίας εδώ εις το γραφείον, εφαιδρύνετο υπεράνω του ιεροψαλτικού αναλογίου. Εψαλλε δε ο συγγραφεύς της “Νοσταλγού” μετά ζέσεως και πάθους αληθινού […]» (βλ. Γεράσιμος Βώκος, Αγρυπνία εις τον Αγιον Ελισαίον, εφ. «Ακρόπολις» 1894). Ομως οι «επίσημοι εκπρόσωποι» του Χριστιανισμού εκείνης της εποχής, «οι τα μαλακά φορούντες» κατά τον λόγο του Ευαγγελίου, τι έκαναν; Οπως και τώρα, όπως και πάντα, δεν έπαιρναν χαμπάρι. Μετά την κοίμησή του βεβαίως, και κατά συρροήν, προσπαθούν ανυποψίαστοι και «ουκ αναγνώσαντες» να ανεμίζουν το όνομά του, ως σημαία της εκάστοτε μορφής που λαβαίνει η «χριστιανική ιδεολογία». Ή, από κοινού με τους θεωρητικά βαρυφορτωμένους, γυρεύουν να τον τακτοποιήσουν ως υποσημείωση σε βαθυστόχαστες ερμηνευτικές εργασίες, που θεμελιώνουν θανατερές καριέρες. Αλλά πώς μπορεί να γίνει ο πόνος υπόθεση λογοτεχνικής, θρησκευτικής ή ιδεολογικής βεγγέρας; Τα ιψενικά τρίγωνα και τα φροϋδικά τετράγωνα συμπλεγμένα με τη διαστροφή της πίστης σε θεωρία δεν εξαρκούν. Ο Τσαρούχης άλλωστε είχε προειδοποιήσει ότι ο Παπαδιαμάντης «με δύο ή τρία “θρησκόληπτα” και αγράμματα γραΐδια του νησιού του, αχρηστεύει τον Φρόυντ.» Επειδή δε στον κόσμο αυτό «Το πνεύμα δεν το έχεις, το καταχτάς ή βιάζεις τη βασιλεία του», όπως έγραφε ο Ζήσιμος Λορεντζάτος στο εμβληματικό για τον Παπαδιαμάντη κείμενό του (περ. «Ο Ταχυδρόμος», 1961) και με το αίμα της ψυχής του αντίτιμο, ο Παπαδιαμάντης παρέμεινε διακαώς ερωτευμένος με την αληθινή ζωή. «Κράτησε τον πόνο στο σωστό του το ύψος», λέει ο Καρούζος. Κατά τούτο πραγμάτωσε την προτροπή τού Αββά Λογγίνου: «δός αίμα και λάβε πνεύμα» (βλ. Γεροντικόν, Αββάς Λογγίνος, απόφθεγμα Ε’).

* Ο Δημήτρης Κοσμόπουλος είναι ποιητής και δοκιμιογράφος.

Πηγή: εφημ. Ελευθεροτυπία, 29/4/2011

Αλλαγή μεγέθους γραμματοσειράς
Αντίθεση