Το ακούσαμε μας άρεσε και ….ίσως το ζωγραφίσουμε την ώρα των Εικστικών….
ακούστε το
Ό,τι κι αν κάνω , δεν μπορώ , το ξέρω , δεν σε πείθω
Με άλλα λόγια θα στο πω , μ’έναν αρχαίο μύθο
Μια ιστορία ψεύτικη και λίγο ξεχασμένη
Και πάσα ομοιότητα , είναι εξ’αρχής χαμένη
Για ένα ποντίκι που ήτανε στα χώματα κρυμμένο
Ποτέ δεν είδε ουρανό και πάντα πεινασμένο
Όλος ο κόσμος μια σταλιά , μονάχα ένα χωράφι
Και όλες οι παρέες του , ένα μικρό σινάφι
Στο σώμα αταξίδευτο και στην ψυχή χαμένο
Μες την καρδιά του μοναχό και πάντα φοβισμένο
Κατέβηκε ένας αετός μια μέρα στο χωράφι
Η πείνα του αχόρταγη , το ράμφος του ξυράφι
Τον έπιασε τον ποντικό , του κόπηκε η μιλιά του
Και φύγαν προς τον ουρανό , τον πάει στη φωλιά του
Γυρίζει τότε ο ποντικός , κοιτάζει προς τα κάτω
Είδε βουνά και θάλασσα , τον κόσμο πιό γεμάτο
“Θεέ μου πόσα έχασα μ’αυτούς που μπερδευόμουν
Ωραία είναι εδώ ψηλά , εγώ γιατί σερνόμουν ;
Θέλω να μείνω πάντα εδώ , εδώ θέλω να ζήσω
Τώρα που είδα ουρανό , όλα θα τα ζητήσω ”
Τον κοίταξε ο αετός και του’πε θυμωμένα
“Αν σ’ήθελε ο Θεός ψηλά , θα ήσουν σαν κι εμένα ”
Κι ο ποντικός του απάντησε πως είναι θέμα πλάνης
Μ’αγάπη κι ανοιχτή καρδιά , τον ουρανό τον φτάνεις
Θα αναρωτιέσαι σίγουρα τί έγινε στο τέλος
Όμως αυτή η συζήτηση , είναι ένα άλλο σκέλος
Κι αν λες πως δεν κατάλαβες και σου πουλάω φύκια
Εντάξει , πλάκα έκανα , μιλούσα για ποντίκια
Να ονειρεύεσαι ουρανούς και να ζητάς τους τρόπους
Τί κρίμα που οι αετοί δεν τρώνε και ανθρώπους
Απ’όσα είδαν τα μάτια μου , ένα μόνο να ξέρεις
Πως δεν σου φτάνει το όνειρο για να τα καταφέρεις
Τ’όνειρο είναι τα φτερά , μα αν θέλεις να πετάξεις
Πρέπει και την αλήθεια σου λίγο να την πειράξεις
Μην στάζεις το φαρμάκι σου χωρίς να κάνεις βήμα
Ή κούνα το κορμάκι σου ή άλλαξε το ποίημα