«Έννοια του εαυτού, αυτοεκτίμηση και τρόποι ενίσχυσης αυτής κατά τη παιδική ηλικία».

Ψυχοκοινωνική ανάπτυξη στη μέση παιδική ηλικία: Στάδιο Φιλοπονίας ή Κατωτερότητας

Η μέση παιδική ηλικία αποτελεί περίοδο κατά την οποία το παιδί αποδίδει μεγάλη σημασία στην επάρκειά του. Με διάρκεια περίπου 6 ετών (περίπου από το 6ο μέχρι το 12ο έτος), το στάδιο φιλοπονίας ή κατωτερότητας χαρακτηρίζεται από την προσπάθεια του παιδιού να αποκτήσει τις κατάλληλες δεξιότητες, ώστε να

ανταποκριθεί στις προκλήσεις, με τις οποίες έρχεται αντιμέτωπο στο σπίτι, στο σχολείο και στον ευρύτερο σύγχρονο κόσμο του.

Καθώς το παιδί διέρχεται τη μέση παιδική ηλικία, κατευθύνει την ενεργητικότητά του όχι μόνο στην κατάκτηση γνώσεων και πληροφοριών που του προσφέρονται στο

σχολείο, αλλά και στο να βρει μία θέση για τον εαυτό του στο κοινωνικό περιβάλλον. Η επιτυχία στο στάδιο αυτό συνοδεύεται από αισθήματα ικανότητας και επάρκειας.

Από το άλλο μέρος, πιθανές δυσκολίες σε αυτό το στάδιο, οδηγούν σε αισθήματα αποτυχίας και ανικανότητας. Ως αποτέλεσμα, το παιδί είναι πιθανό να αποστασιοποιηθεί τόσο από τις μαθησιακές του αναζητήσεις, δείχνοντας μειωμένο

ενδιαφέρον και κίνητρα για καλές επιδόσεις, όσο και από τις συναναστροφές με τους συνομηλίκους του.

 

Αντίληψη του εαυτού: «Ποιος είμαι;»

 

Κατά τη διάρκεια της σχολικής ηλικίας, το παιδί συνεχίζει να αναζητεί μία

απάντηση στο ερώτημα «Ποιος είμαι;», καθώς προσπαθεί να κατανοήσει την έννοια του εαυτού. Αν και το ερώτημα δεν είναι τόσο κρίσιμο όσο κατά την εφηβεία, το παιδί σχολικής ηλικίας εξακολουθεί να αναζητεί τη θέση του στο κοινωνικό

περιβάλλον. Με τη συμβολή των γνωστικών προόδων που επιτυγχάνει το παιδί, αρχίζει να αντιλαμβάνεται τον εαυτό λιγότερο με όρους εξωτερικών, σωματικών χαρακτηριστικών και περισσότερο με όρους ψυχολογικών γνωρισμάτων. Για

παράδειγμα, ένα εξάχρονο παιδί περιγράφει τον εαυτό του ως «καλό στο τρέξιμο και στη ζωγραφική», χαρακτηριστικά που και τα δύο εξαρτώνται από δεξιότητες σε

εξωτερικές δραστηριότητες, βασισμένες σε κινητικές και σωματικές ικανότητες.

Αντίθετα, ένα 12χρονο παιδί χαρακτηρίζει τον εαυτό του ως ένα άτομο «αρκετά

έξυπνο, φιλικό, που βοηθάει τους φίλους». Η αντίληψη που έχει το μεγαλύτερο παιδί για τον εαυτό του βασίζεται σε ψυχολογικά χαρακτηριστικά, εσωτερικά δηλαδή

γνωρίσματα που είναι πιο αφηρημένα από ό,τι οι περιγραφές του μικρότερου παιδιού. Η χρήση αυτών των αφηρημένων γνωρισμάτων της προσωπικότητας για τον καθορισμό της έννοιας του εαυτού εκπηγάζει από τις αυξημένες γνωστικές δεξιότητες του παιδιού. Εκτός από τη μετατόπιση της εστίασης από τα σωματικά στα εσωτερικά, ψυχολογικά γνωρίσματα, η αντίληψη του παιδιού σχετικά με τον εαυτό του γίνεται λιγότερο απλοϊκή και περισσότερο σύνθετη. Το παιδί αναζητεί έργα στα οποία μπορεί να αποδειχθεί παραγωγικό. Καθώς μεγαλώνει το παιδί ανακαλύπτει ότι μπορεί να

 

είναι αποτελεσματικό σε ορισμένα πράγματα, αλλά όχι τόσο σε άλλα. Για παράδειγμα, ένα κορίτσι, ηλικίας 10 ετών, συνειδητοποιεί ότι είναι καλή στην

αριθμητική, αλλά όχι τόσο καλή στην ορθογραφία, ενώ ένα 11χρονο αγόρι γνωρίζει ότι είναι πολύ καλός στο ποδόσφαιρο αλλά όχι τόσο γρήγορος στο τρέξιμο. Η

αυτοαντίληψη του παιδιού, λοιπόν, περιλαμβάνει τον προσωπικό και τον ακαδημαϊκό τομέα. Στον προσωπικό τομέα υπάγονται παράγοντες της εξωτερικής εμφάνισης, των σχέσεων με τους συνομηλίκους και οι σωματικές δυνατότητές του ενώ στον ακαδημαϊκό τομέα υπάγονται οι σχολικές επιδόσεις του παιδιού στα μαθήματά του, στην εκμάθηση ξένης γλώσσας κ.τ.λ.

Η έννοια του εαυτού περιλαμβάνει την αυτοαντίληψη, η οποία αναφέρεται στην

 περιγραφική- γνωστική εκτίμηση, δηλαδή στις πίστεις και πεποιθήσεις που έχει ένα παιδί για τον εαυτό του, π.χ. είμαι καλός στα μαθηματικά, ενώ η αυτοεκτίμηση αναφέρεται στη συναισθηματική-αξιολογική περιγραφή, δηλαδή στην εικόνα που έχει ένα παιδί για τον εαυτό του και την αξία του, π.χ. όλοι νομίζουν ότι είμαι υπερβολικά γκρινιάρης. Η αυτοεκτίμηση του παιδιού αντικατοπτρίζει την συνολική και επιμέρους θετική και αρνητική αυτό-αξιολόγησή του. Μάλιστα, παρουσιάζει αξιοσημείωτη ανάπτυξη στη μέση παιδική ηλικία. Το παιδί συγκρίνει όλο και περισσότερο τον

εαυτό του με τους άλλους, αξιολογώντας παράλληλα το βαθμό στον οποίο

ανταποκρίνεται στα κριτήρια της κοινωνίας. Επιπρόσθετα, αναπτύσσει βαθμιαία τα προσωπικά του εσωτερικά κριτήρια επιτυχίας και αξιολογεί τον εαυτό του με βάση τα κριτήρια αυτά. Έχει βρεθεί ότι σε ηλικία 7 ετών, τα περισσότερα παιδιά έχουν

αυτοεκτίμηση που αντικατοπτρίζει μία γενική, σχετικά απλή εικόνα του εαυτού. Αν η αυτοεκτίμηση είναι θετική, το παιδί θεωρεί ότι είναι καλό σε όλους τους τομείς.

Αντίθετα, αν η συνολική του αυτοεκτίμηση είναι αρνητική, αισθάνεται ανεπαρκής στους περισσότερους- όχι σε όλους- τους τομείς. Ωστόσο, καθώς το παιδί μεγαλώνει, η αυτοεκτίμηση διαφοροποιείται, μπορεί δηλαδή να είναι υψηλότερη σε ορισμένους τομείς και χαμηλότερη σε άλλους.

Σε γενικές γραμμές, η συνολική αυτοεκτίμηση είναι υψηλή στη μέση παιδική ηλικία, αλλά αρχίζει να μειώνεται περί το 12ο έτος. Αν και υπάρχουν πολλοί λόγοι για τη μείωση αυτή, ο κυριότερος φαίνεται να είναι η μετάβαση από το δημοτικό στο

γυμνάσιο, που συνήθως συμβαίνει σε αυτή την ηλικία. Τα παιδιά που ολοκληρώνουν την πρωτοβάθμια εκπαίδευση και εγγράφονται στο γυμνάσιο, εμφανίζουν πτώση στην αυτοεκτίμηση, η οποία, παρ’ όλα αυτά, έπειτα από ένα χρονικό διάστημα, παρουσιάζει και πάλι ανοδική τάση. Από το άλλο μέρος, ορισμένα παιδιά εμφανίζουν σταθερά χαμηλή αυτοεκτίμηση. Τα παιδιά με μονίμως χαμηλά επίπεδα

αυτοεκτίμησης, θέτουν τον εαυτό τους σε μειονεκτική θέση, διότι παγιδεύονται σε

έναν κύκλο αποτυχίας, τον οποίο δύσκολα μπορούν να σπάσουν. Για παράδειγμα, ένα παιδί με χρόνια χαμηλή αυτοεκτίμηση, καλείται να γράψει ένα πολύ σημαντικό

διαγώνισμα στο σχολείο, Λόγω της χαμηλής του αυτοεκτίμησης, αναμένει ότι η

επίδοσή του θα είναι χαμηλή. Κατά συνέπεια, βιώνει άγχος- τόσο έντονο ώστε του

είναι δύσκολο να συγκεντρωθεί και να μελετήσει επαρκώς. Επιπλέον, είναι πιθανό να αποφασίσει να μη μελετήσει αρκετά για το διαγώνισμα διότι αποφαίνεται ότι δεν έχει

 

νόημα να κουραστεί, αφού δεν πρόκειται, ούτως ή άλλως, να τα καταφέρει. Φυσικά, στο τέλος, το άγχος και η απουσία προσπάθειας επιφέρουν το αποτέλεσμα που

ανέμενε, δηλαδή χαμηλή επίδοση (φαινόμενο αυτό-εκπληρούμενης προφητείας) . Η αποτυχία αυτή, που επιβεβαιώνει την προσδοκία του παιδιού, ενισχύει τη χαμηλή

αυτοεκτίμησή του και, έτσι ο φαύλος κύκλος της αποτυχίας συνεχίζεται. Από το άλλο μέρος, οι μαθητές με υψηλή αυτοεκτίμηση, έχουν καλύτερη πορεία. Οι υψηλότερες προσδοκίες οδηγούν σε περισσότερη προσπάθεια και λιγότερο άγχος, γεγονός που αυξάνει τις πιθανότητες επιτυχίας. Αυτό με τη σειρά του ενισχύει την αυτοεκτίμηση, με την οποία άρχισε ο κύκλος της επιτυχίας.

Τρόποι Ενίσχυσης της Αυτοεκτίμησης του παιδιού

 

Τα πρώτα χρόνια της ζωής του παιδιού είναι καθοριστικά για να χτίσει την

αυτοεκτίμησή του. Οι γονείς δεν μπορούν φυσικά να ελέγξουν όλα όσα βλέπει, ακούει ή σκέφτεται το παιδί, που ίσως επηρεάσουν την εικόνα που θα σχηματίσει για τον εαυτό του. Μπορούν όμως να συμβάλουν καθοριστικά στη διαμόρφωση της

αυτοεκτίμησης του παιδιού τους μέσω ουσιαστικών τρόπων και πρωτοβουλιών. Δύνανται να βοηθήσουν να σπάσει ο φαύλος κύκλος της αποτυχίας, που προαναφέρθηκε. Ο καλύτερος τρόπος για να γίνει κάτι τέτοιο είναι η υιοθέτηση διαλεκτικού στυλ στην ανατροφή των παιδιών. Οι διαλεκτικοί γονείς είναι στοργικοί και συναισθηματικά υποστηρικτικοί, ενώ παράλληλα θέτουν σαφή όρια στη

συμπεριφορά του παιδιού. Αντίθετα, οι άλλοι τρόποι ανατροφής ασκούν λιγότερο θετικές επιδράσεις στην αυτοεκτίμηση του παιδιού. Οι γονείς που είναι ιδιαιτέρως

τιμωρητικοί και ασκούν αυστηρό έλεγχο, μεταβιβάζουν με τη συμπεριφορά τους στο παιδί το μήνυμα ότι είναι αναξιόπιστο και ανίκανο να πάρει ορθές αποφάσεις- ένα μήνυμα που μπορεί να υπονομεύσει την αίσθηση επάρκειας του παιδιού. Από το άλλο μέρος, οι υπερβολικά επιεικείς γονείς, που αδιακρίτως επαινούν και επιβραβεύουν το παιδί, ανεξάρτητα με τις επιδόσεις του, διαμορφώνουν λανθασμένη αίσθηση

αυτοεκτίμησης στο παιδί, γεγονός που τελικά μπορεί, επίσης, να το βλάψει.

 

Επίσης, ωφέλιμο θα ήταν οι γονείς να ξεχωρίζουν το παιδί τους από την ιδιότητα του μαθητή. Το παιδί οφείλει να νιώθει αγαπητό, ξεχωριστό και αποδεκτό,

ανεξαρτήτως του αν είναι καλός μαθητής ή όχι. Δεν πρέπει να ακούγονται από τους γονείς εκφράσεις τύπου «σήμερα δε σ’ αγαπώ, γιατί έκανες πολλά λάθη και απροσεξίες στην ορθογραφία σου». Η αγάπη και ο θαυμασμός των γονέων για τα παιδιά τους, από τη πιο μικρή μέχρι τη πιο μεγάλη κατάκτησή τους, πρέπει να

εκδηλώνονται από τους γονείς, να μην αμφισβητούνται από τα παιδιά αλλά αντίθετα, να αποτελούν σταθερά στη ζωή τους. Οι γονείς θα ήταν χρήσιμο να δρουν με

γνώμονα την ενίσχυση της αυτονομίας, αυτενέργειας και αυτοπεποίθησης των παιδιών τους. Αυτό μπορεί να επιτευχθεί με το να επιτρέψουν οι γονείς στα παιδιά

τους να έχουν λόγο και πρωτοβουλία σε επιμέρους καθημερινές τους δραστηριότητες. Για παράδειγμα, μία ώρα την ημέρα τα παιδιά θα μπορούν να την αξιοποιούν με όποιο τρόπο θέλουν, από το να παίξουν ένα ηλεκτρονικό παιχνίδι , να ακούσουν μουσική ή να δουν το αγαπημένο τηλεοπτικό τους πρόγραμμα, να ρωτηθούν για το ποιο φαγητό θα ήθελαν να φάνε το βράδυ ή ποια μπλούζα θέλουν να διαλέξουν να

 

φορέσουν, κατά αυτό τον τρόπο οι γονείς θα δείξουν ότι εμπιστεύονται τα παιδιά τους ν’ αξιοποιήσουν δημιουργικά τον ελεύθερο χρόνο τους ενώ παράλληλα θα ενισχυθεί η αίσθηση επάρκειας και ελέγχου των παιδιών πάνω στο περιβάλλον τους και θα

κατανοήσουν ότι δεν είναι παθητικοί δέκτες αλλά αντίθετα συν-διαμορφώνουν το πρόγραμμά τους και αλληλεπιδρούν αποτελεσματικά με τους «σημαντικούς άλλους» τους (γονείς, γιαγιά-παππούς, μεγαλύτερα αδέρφια κ.τ.λ.).

Επίσης, μερικά από τα συνήθη λάθη που κάνουν οι γονείς και επηρεάζουν την αυτοεκτίμηση των παιδιών, είναι η διατήρηση αυστηρής και κριτικής στάσης απέναντι στα παιδιά τους, χωρίς αυτή να συνοδεύεται από εποικοδομητική

καθοδήγηση και συμβουλευτική. Το να θέτουν οι γονείς μη ρεαλιστικούς στόχους για τα παιδιά, είναι πιθανό να κλονίσει την αυτοπεποίθηση των τελευταίων. Οι στόχοι πρέπει να είναι εφικτοί και επιτεύξιμοι, λίγο πιο πάνω από τις δυνατότητες των παιδιών, προκειμένου να τα κινητοποιήσουν προς την κατάκτηση αυτών αλλά όχι πολύ πιο υψηλοί από τις δυνατότητες και το γνωστικό επίπεδο των παιδιών, καθώς θα τους «τρομοκρατήσουν» και θα εντείνουν την ανασφάλεια και το αίσθημα

αναξιότητας και ανημπόριας , που πιθανόν να νιώσουν. Σωστό είναι ν’ αποφεύγεται η συστηματική χρήση φράσεων και λέξεων όπως «πρέπει, οφείλεις κ.τ.λ.» , οι οποίες έχουν ανελαστικό και απόλυτο χαρακτήρα. Επομένως, αυτές οι φράσεις θα μπορούσαν να αντικατασταθούν με άλλες λιγότερο διατακτικές, όπως «καλό θα ήταν, θα ήταν βοηθητικό/χρήσιμο κ.τ.λ.». Σημαντικό είναι, εξάλλου, να μην προβαίνουν οι γονείς σε αξιολογικές κρίσεις/ εκτιμήσεις των παιδιών, ούτε να «βιάζονται» ν’ αποδώσουν σ’ αυτά ένα μόνιμο και σταθερό χαρακτηριστικό γνώρισμα στα παιδιά

τους. Αυτό το οποίο θα πρέπει να ψέγεται, είναι οι πράξεις των παιδιών, π.χ. αντί

«δεν είσαι καλό παιδί επειδή μιλάς συνέχεια στην τάξη», μπορούμε να πούμε «όταν μιλάς κατά τη διάρκεια του μαθήματος, δυσκολεύεις τη δασκάλα και τους συμμαθητές σου να παρακολουθήσουν το μάθημα». Ας θυμηθούμε το γραμματικό φαινόμενο της αγγλικής γλώσσας. Στα αγγλικά, όταν θέλουμε να δώσουμε έμφαση

στη συμπεριφορά και όχι να σκιαγραφήσουμε το χαρακτήρα ενός παιδιού, προτιμάται να λέγεται “You are being stubborn” αντί για “You are stubborn”, «συμπεριφέρεσαι δηλαδή τώρα σαν πεισματάρης» και όχι «είσαι πεισματάρης». Με αυτό τον τρόπο,

δεν αποδίδουμε έναν χαρακτηρισμό, που πιθανό να εσωτερικεύσει το παιδί, αλλά του τονίζουμε τις συνέπειες της πράξης του, βοηθώντας το να αποκτήσει ενσυναίσθηση

για τους άλλους και εναισθησία και αυτεπίγνωση για τον εαυτό του. Τέλος, θυμηθείτε να επαινείτε το παιδί σας όχι μόνο για τις επιτυχίες του, αλλά κυρίως για την προσπάθεια που καταβάλλει και επιβραβεύστε το όποτε τα καταφέρνει καλά, ακόμα και σε πράγματα που θεωρείτε απλά και καθημερινά, αποφεύγοντας τη σύγκρισή του με μεγαλύτερα αδέλφια ή συνομηλίκους του. Κύριο μέλημα και επιθυμία μας είναι η αυτοεκτίμηση και αυτοπεποίθησή του, να στηρίζονται στην αυθύπαρκτη, μοναδική και χαρισματική προσωπικότητα του κάθε παιδιού.

 

Κακούρου Μυρτώ-Παναγιώτα

Σχολική Ψυχολόγος

 

Άγχος κατά την παιδική ηλικία και αποτελεσματικοί τρόποι διαχείρισής του από τους γονείς

 

Άγχος κατά την παιδική ηλικία και αποτελεσματικοί τρόποι διαχείρισής του από τους γονείς

Ορισμός: Το άγχος, από το ρήμα άγχω: πιέζω σφικτά (ιδίως στο λαιμό) είναι μία συνειδητή ανθρώπινη εμπειρία, που ακολουθεί τον άνθρωπο από την εποχή του homosapiens. Ο πρωτόγονος άνθρωπος βίωσε το άγχος ως προειδοποιητική απειλή κατά της ζωής του από φυσικούς κινδύνους (άγρια ζώα), που τον οδήγησε στην ικανότητα να σκέπτεται και να οργανώνει την άμυνά του απέναντι στους κινδύνους. Είναι μία δυσάρεστη συναισθηματική κατάσταση που περιλαμβάνει έντονα αισθήματα τάσης φόβου ή ακόμα και τρόμου, συνοδευόμενα από σωματικά ενοχλήματα, όπως προκάρδιους παλμούς και εφίδρωση, γεγονός το οποίο υποδηλώνει την υπερδραστηριότητα του αυτόνομου νευρικού συστήματος. Η επικείμενη υπερδραστηριότητα λειτουργεί ως απάντηση σε κίνδυνο του οποίου η πηγή είναι σε μεγάλο βαθμό άγνωστη ή μη αναγνωρίσιμη.

Διάκριση:  Το άγχος διακρίνεται σε φυσιολογικό ή παθολογικό, σε ιδιοσυγκρασιακό ή καταστασιακό.  Φυσιολογικό ή Παθολογικό:  Σε φυσιολογικό βαθμό, το άγχος προσδιορίζει την ψυχολογική ετοιμότητα του ατόμου προς επαγρύπνηση και προετοιμασία για να δράσει εφόσον μία κατάσταση απειλεί την ψυχοσωματική συγκρότησή του. Σε υπερβολικό βαθμό όμως, το άγχος αποτελεί νοσηρή εκδήλωση και χαρακτηριστική διαταραχή της προσαρμοστικής ικανότητας του ανθρώπου. Η ένταση του άγχους εξαρτάται από εξωτερικά ερεθίσματα και ενδογενείς παράγοντες (π.χ. προσωπικότητα, εμπειρία από προηγούμενα στρεσογόνα γεγονότα, τρόπος αντίληψης και αντιμετώπισης του εξωτερικού ερεθίσματος). Οτιδήποτε κρίνουμε ως παθολογικό, εστιάζουμε σε 3 παράγοντες: 1) ένταση του συμπτώματος, π.χ. πόσο έντονα βιώνεται το αναφερόμενο άγχος από τα παιδιά (ευερεθιστότητα, θυμός, θλίψη, αγωνία, ανησυχία) 2) συχνότητα του συμπτώματος, π.χ. κάθε πότε το παιδί αναφέρει ότι αισθάνεται αγχωμένο, καθημερινά, πριν πάει στο σχολείο ή αφού γυρίσει από αυτό, πριν από ένα σημαντικό τεστ στο σχολείο; 3) Το άγχος του παιδιού σχετίζεται με σημαντική υποκειμενική ενόχληση ή βλάβη, δηλαδή αναφέρει το παιδί ότι το άγχος του δυσκολεύει την καθημερινότητά του, μειώνει τη λειτουργικότητά του, π.χ. να ανταποκριθεί αποτελεσματικά στην ολοκλήρωση των μαθημάτων του ή την προσαρμοστικότητά του σε νέες συνθήκες (π.χ. η συμμετοχή του σε ομαδικές δραστηριότητες, ενθουσιασμός για εκδρομή με το σχολείο κ.τ.λ). Ιδιοσυγκρασιακό ή καταστασιακό:  Το άγχος είναι πιθανό να αποτελεί ιδιοσυγκρασιακό- χαρακτηρολογικό γνώρισμα ενός παιδιού, π.χ. να είναι μία αγχώδης προσωπικότητα, με τον ίδιο τρόπο που μπορεί να χαρακτηριστεί ως ένα ειλικρινές και δίκαιο παιδί,  είτε το άγχος του να είναι καταστασιακό ή συγκυριακό, δηλαδή να εκδηλώνεται υπό την παρουσία –κατά γενική ομολογία- ψυχοπιεστικών συνθηκών, π.χ. προτού γράψει ένα σημαντικό διαγώνισμα, πριν την έναρξη ενός αγώνα που συμμετέχει, λόγω αλλαγής σχολικού περιβάλλοντος, κ.τ.λ.  Είναι λογικό το καταστασιακό άγχος ενός παιδιού να αντιμετωπίζεται ευκολότερα, μετά το πέρας της στρεσογόνου συνθήκης, ενώ ένα παιδί που φέρει το άγχος ως χαρακτηρολογικό του γνώρισμα, είναι σίγουρα πιο επιρρεπές στη συχνή εκδήλωση αυτού, καθότι πρόκειται για μία εσωτερική, πιο σταθερή του ροπή.

 

Συμπτώματα άγχους: Τα συμπτώματα του άγχους διακρίνονται σε ψυχολογικά και σωματικά. Επίσης, μπορούν να εκδηλωθούν και συγκεκριμένες συμπεριφορές του παιδιού, πυροδοτούμενες από το άγχος που βιώνει.

Τα ψυχολογικά συμπτώματα περιλαμβάνουν;

  • Αίσθημα φόβου
  • Δυσκολία συγκέντρωσης
  • Υπερεγρήγορση
  • Αϋπνία
  • Αγωνία
  • Θυμός, ευερεθιστότητα (κυρίως για τα αγόρια)
  • Θλίψη, ανησυχία, ενοχή (κυρίως για τα κορίτσια)

 

Τα σωματικά συμπτώματα περιλαμβάνουν:

  • Τρόμο (τρέμουλο), αιμωδίες (μουδιάσματα), αίσθημα αστάθειας
  • Πόνο στην πλάτη
  • Πονοκέφαλο
  • Δύσπνοια
  • Κόπωση
  • Εξάψεις και ωχρότητα
  • Ταχυκαρδία
  • Ταχύπνοια
  • Εφίδρωση
  • Κρύα άκρα
  • Διάρροια
  • Ξηροστομία
  • Συχνοουρία
  • Δυσκολία κατάποσης
  • Διαταραχές στον ύπνο και στην όρεξη

Σημείωση: Όλοι οι άνθρωποι έχουν ένα όργανο-στόχο που είναι γενετικά ευάλωτο προς το στρες. Τα συνηθέστερα είναι: κεφάλι (πονοκέφαλοι), δέρμα (εξανθήματα), στομάχι (κοιλιακά άλγη), έντερο (διάρροιες), κ.τ.λ. Ωστόσο, πρέπει πάντα να αποκλείουμε την οργανική αιτιολογία ή βλάβη, πριν αποδώσουμε τα σωματικά συμπτώματα που μας ταλαιπωρούν σε ψυχογενή αιτιολογία. Πρώτα, συμβουλευόμαστε τον παιδίατρο για να μας επιβεβαιώσει ότι δεν υποκρύπτεται κάποια οργανική δυσλειτουργία ή ασθένεια πίσω από το αναφερόμενο σύμπτωμα των παιδιών και μετέπειτα στρεφόμαστε στην απόδοση αυτών στο άγχος και στην διάγνωση ψυχοσωματικών συμπτωμάτων.

 

Όσον αφορά τις συμπεριφορικές εκδηλώσεις, τα παιδιά, λόγω του άγχους που βιώνουν, πιθανό να εμφανίσουν συμπεριφορά αποφυγής ή συμπεριφορά παλινδρόμησης. Ο ανθρώπινος οργανισμός, σε επαπειλούμενες για τη ζωή του καταστάσεις, έχει τρία συστήματα απόκρισης σ’ αυτές: Πάλη (Fight), Φυγή (Flight), Πάγωμα- Aκινησία (Freeze). Με την ενεργοποίηση του αυτόνομου νευρικού συστήματος (συμπαθητικό νευρικό σύστημα), ο άνθρωπος είναι έτοιμος για μάχη προκειμένου ν’ αντιμετωπίσει την απειλητική συνθήκη στην οποία έχει βρεθεί, ή προσπαθεί να διαφύγει από την κατάσταση, ή τέλος, «ακινητοποιείται» (Freeze) από το σοκ και δεν μπορεί ούτε να παλέψει (Fight) αλλά ούτε να «δραπετεύσει» (Flight) από τον κίνδυνο.

   Ως συμπεριφορά αποφυγής, τα παιδιά μπορεί ν’ αποφεύγουν να πάνε στο σχολείο την ημέρα που γράφουν διαγώνισμα, δηλώνοντας στους γονείς ότι είναι άρρωστα (π.χ στομαχικές διαταραχές), να εκφράζουν απροθυμία και συστολή να συμμετέχουν σε μία σχολική εορτή, πιθανόν λόγω του άγχους και του φόβου να μη ταπεινωθούν μπροστά σ’ ένα μεγάλο κοινό, στην περίπτωση που ξεχάσουν τα λόγια τους, ή να αγχώνονται υπερβολικά όταν πηγαίνουν εκδρομές με το σχολείο, νιώθοντας ότι θα είναι αρκετά μακριά από το σχολείο και το σπίτι τους. Με την συμπεριφορά αποφυγής λοπόν, που λειτουργεί και ως συμπεριφορά ασφαλείας, τα παιδιά νιώθουν ότι «φυλάγονται» από τις καταστάσεις που τους προκαλούν άγχος, αποφεύγοντάς τες και χωρίς να εμπλέκονται σ’ αυτές.

Ως συμπεριφορά παλινδρόμησης, δύναται να εννοηθεί μία συμπεριφορά, η οποία αντανακλά προγενέστερο αναπτυξιακό στάδιο από αυτό στο οποίο βρίσκονται πλέον τα παιδιά. «Επιστρέφουν» ή αλλιώς παλινδρομούν (γυρνούν πίσω) σε μία συμπεριφορά την οποία την έχουν ήδη εκδηλώσει, σ’ ένα αναπτυξιακό ορόσημο το οποίο ήδη έχουν κατακτήσει. Για παράδειγμα, συμπεριφορά νυχτερινής ενούρησης, ενώ ήδη τα παιδιά μπορούν να κάνουν έλεγχο των σφιγκτήρων τους και γνωρίζουν τη σωστή χρήση της τουαλέτας, ή τρίξιμο των δοντιών ή πιπίλισμα του δακτύλου τους κατά τον ύπνο ενώ εδώ και καιρό έχουν σταματήσει την πιπίλα είτε παιδικός τρόπος ομιλίας («μπεμπεκίσματα») προκειμένου να προσελκύσουν έντονα τη συμπεριφορά των γονιών τους, π.χ. μετά τον ερχομό ενός μωρού στην οικογένεια.

 

Η φύση του άγχους και των φόβων αλλάζει καθώς τα παιδιά μεγαλώνουν και αναπτύσσονται:

  • Τα μωρά βιώνουν το άγχος των ξένων και γαντζώνονται πάνω στους γονείς τους κάθε φορά που έρχονται αντιμέτωπα με πρόσωπα που δεν γνωρίζουν.
  • Τα νήπια ηλικίας 10 με 18 μηνών, βιώνουν το άγχος του αποχωρισμού και περιέρχονται σε έντονη συναισθηματική φόρτιση κάθε φορά που ο ένας ή και οι δύο γονείς τους απομακρύνονται από κοντά τους. Το ανωτέρω μπορεί να εξηγηθεί καθώς τα βρέφη δεν έχουν κατακτήσει ακόμη την «μονιμότητα του αντικειμένου», ένα γνωστικό σχήμα, δηλαδή, που αποκτούν όλα τα παιδιά στην πορεία της νοητικής τους ανάπτυξης. Αφορά την επίγνωση ότι τα αντικείμενα έχουν δική τους υπόσταση, ότι είναι έξω από εμάς και ότι εξακολουθούν να υπάρχουν ακόμη και όταν δεν τα βλέπουμε. Συνήθως, διαμορφώνεται περί τους 18- 24 μήνες του παιδιού. Άρα, όταν οι γονείς των βρεφών δεν βρίσκονται πλέον στο οπτικό τους πεδίο, τα βρέφη βιώνουν έντονο άγχος καθώς θεωρούν ότι εφόσον δεν τους βλέπουν τώρα, δεν πρόκειται να τους ξαναδούν.
  • Τα παιδιά ηλικίας 4 με 6 ετών, έχουν άγχος για πράγματα που δε βασίζονται στην πραγματικότητα, όπως ο φόβος που νιώθουν για τα φαντάσματα και τα τέρατα.
  • Τα παιδιά ηλικίας 7 με 12 ετών, συχνά έχουν φόβους που αντικατοπτρίζουν πραγματικές καταστάσεις οι οποίες μπορεί να συμβούν σε αυτά, όπως είναι οι σωματικοί τραυματισμοί ή πιο σπάνια για τις φυσικές καταστροφές. Στις ηλικίες αυτές, συχνά απαντώνται το άγχος υγείας (δικής τους και των αγαπημένων τους) καθώς και το άγχος των παιδιών για τις σχολικές τους επιδόσεις.

 

Καθώς τα παιδιά μεγαλώνουν, οι φόβοι που είχαν μπορεί να εξαλειφθούν ή ν’ αντικατασταθούν από καινούριους. Για παράδειγμα, ένα παιδί που στην ηλικία των 5 ετών δε μπορούσε να κοιμηθεί με κλειστό φως, ενδέχεται λίγα χρόνια μετά να ακούει με ευχαρίστηση, ιστορίες για φαντάσματα.  Οι τυπικοί φόβοι της παιδικής ηλικίας αλλάζουν ανάλογα με την ηλικία και την πορεία της νοητικής ανάπτυξης του παιδιού. Περιλαμβάνουν το φόβο για τους ξένους, για τα ύψη, για το σκοτάδι, για τα ζώα, για το αίμα, για τα έντομα αλλά και για το ενδεχόμενο να μείνουν μόνα τους σ’ ένα χώρο.

 

Οι αγχώδεις διαταραχές είναι από τις διαταραχές που παρουσιάζονται με τη μεγαλύτερη συχνότητα κατά την παιδική και εφηβική ηλικία. Στον παιδικό πληθυσμό, η συχνότητα εμφάνισης των διαταραχών άγχους κυμαίνεται μεταξύ 3-18%. Πώς θα μπορούσατε, λοιπόν, ως γονείς να αντιμετωπίσετε αποτελεσματικά και να διαχειριστείτε το άγχος, που βιώνει και αναφέρει το παιδί σας;

 

Το πιο ουσιώδες, σημαντικό και αυτονόητο: Να είστε εκεί γι’ αυτό, διαθέσιμοι να το ακούσετε, να το καθησυχάσετε, να το συμβουλεύσετε και να το αλαφρύνετε ψυχικά. Η πιο χρήσιμη δεξιότητα είναι αυτή της ενεργητικής ακρόασης. Ενεργητική ακρόαση σημαίνει ότι ακούω τον άλλον, όχι με σκοπό να ολοκληρώσει για να εκφέρω τη δική μου άποψη επί του θέματος, αλλά αντίθετα τον ακούω ενεργητικά, τον αφουγκράζομαι, αντί ο εγκέφαλός μου εκείνη την ώρα να διαμορφώνει τον τρόπο που θα του απαντήσω, ενεργοποιείται για να συναισθανθώ τον συνομιλητή μου, να προσπαθήσω να δω τα πράγματα από τη δική του οπτική γωνία, ει δυνατόν καλύτερα, να καταλάβω τι θέλει να μου πει, να μοιραστεί μαζί μου. Η ενεργητική ακρόαση στηρίζεται στη χρήση τεσσάρων τεχνικών: 1) Επανάληψη, 2) Παράφραση, 3) Αντανάκλαση συναισθήματος, 4) Σύνοψη περιεχομένου. Το παιδί, όταν θα έρθει σ’ εμάς να μας εκμυστηρευτεί ό,τι το απασχολεί, πιθανό να έρθει με έναν λόγο έντονα συναισθηματικά φορτισμένο, χωρίς ιδιαίτερη λογική αλληλουχία και συνέχεια, διαφυγή ιδεών (να πηγαίνει από το ένα θέμα στο άλλο), οπότε θα ήταν προτιμότερο ο λόγος του να γίνει μεν αντιληπτός από εσάς, χωρίς ωστόσο να διακόπτετε συχνά το παιδί με ανοιχτού τύπου και μακροσκελείς ερωτήσεις, που πιθανό να το εκνευρίσουν, να χάσει τον ειρμό της σκέψης του ή να αισθανθεί σε αμυντική θέση να απαντήσει.  Μέσω της αυτούσιας επανάληψης μίας λέξης ή φράσης που είναι ιδιαίτερα κρίσιμη ή συναισθηματικά φορτισμένη στο πλαίσιο της αφήγησής του, ή στην περίπτωση που δεν είστε σίγουροι αν το παιδί γνωρίζει την κυριολεκτική σημασία της λέξης ή απλά την χρησιμοποιεί επειδή του αρέσει, εστιάζετε στη λέξη αυτή την προσοχή του και το παιδί θα προβεί στην επεξήγηση αυτής (π.χ. –Αισθάνομαι αδικημένος…. – Αδικημένος;). Μέσω της παράφρασης, δίνετε στο παιδί μία σύντομη απάντηση που περιλαμβάνει την ουσία όσων αναφέρει στην αφήγησή του. Μεταφέρετε, δηλαδή, με δικά σας λόγια το κεντρικό μήνυμα της συζήτησης, επιβεβαιώνοντας με τον τρόπο αυτό ότι έχετε κατανοήσει όσα εκφράζει το παιδί, χωρίς να καταφεύγετε σε αυθαίρετες υποθέσεις ή συμπεράσματα που δεν ανταποκρίνονται στην εμπειρία του. Συνήθως, το παιδί είτε θα σας επιβεβαιώσει ότι έχετε καταλάβει ακριβώς αυτό που το απασχολεί, είτε θα σας διαψεύσει/διορθώσει και θα προσπαθήσει να σας το διασαφηνίσει καλύτερα. Και στις δύο περιπτώσεις, θα μπορέσετε να εμβαθύνετε στη συζήτησή σας. Χρησιμοποιώντας την αντανάκλαση του συναισθήματος, επικεντρώνεστε στο συναίσθημα που εκφράζει το παιδί λεκτικά ή μη λεκτικά.  Με άλλα λόγια, καθρεπτίζετε τη συναισθηματική του εμπειρία ώστε να συνειδητοποιήσει και το ίδιο αυτό που νιώθει και επίσης, με αυτό τον τρόπο, εμπλουτίζετε το λεξιλόγιο του και ενισχύετε την αυτεπίγνωσή του ως προς τα συναισθήματα που βιώνει. Τέλος, με τη σύνοψη του περιεχομένου, επικεντρώνεστε στα κυριότερα θέματα που αφηγήθηκε το παιδί και συνοπτικά περιγράφετε τον τρόπο που τα βιώνει και τα αντιμετωπίζει. Δεν προσθέτετε νέες ιδέες, απόψεις και δικούς σας προβληματισμούς, αλλά εστιάζετε στην ανάδειξη της εμπειρίας του, όπως το ίδιο την αντιλαμβάνεται.

Επίσης, να θυμάστε ότι τα παιδιά, πέραν του γενετικού υλικού που τους έχετε μεταβιβάσει, αποτελούν και τους πιο άμεσους μιμητές της συμπεριφοράς σας. Πολύ συχνά μπορεί να παρατηρήσετε ότι οι νουθεσίες και οι συμβουλές σας δεν εγγράφονται τόσο γρήγορα στα παιδιά (ή έτσι σας φαίνεται τουλάχιστον), οι πράξεις σας όμως και η αγχώδης διαχείριση των καταστάσεων από εσάς, θα αναπαραχθούν από τα παιδιά ως προϊόν μάθησης μέσω της μίμησης προτύπου (γονείς). Μεριμνήστε, στο βαθμό που αυτό είναι δυνατό, να μην εκτίθενται τα παιδιά σε δικές σας αγχώδεις εκδηλώσεις, μέσα στην καθημερινότητά σας. Διατηρήστε τη ψυχραιμία και τη νηφαλιότητά σας μπροστά τους, προκειμένου να εκτεθούν και να μάθουν μία ψύχραιμη και όχι πανικόβλητη διαχείριση και των δικών τους προβλημάτων.

Ωφέλιμο είναι επίσης, να ενισχύετε και να διευκολύνετε το μοίρασμα των συναισθημάτων και της ανησυχίας των παιδιών, καθώς συντελεί στο να μη μεγεθύνονται παράλογοι και υπέρμετροι φόβοι. Επιτρέψτέ τους  να καταφεύγουν σ’ εσάς για ό,τι τους προβληματίζει και τους αγχώνει, ακόμη κι αν σας φαίνονται επουσιώδη ή κολλώδη, αποβλέποντας να σας εμπιστευτούν στο μέλλον και για τα πιο ουσιώδη και μεγάλα, που θα κληθούν ν’ αντιμετωπίσουν. Προσπαθήστε να οικοδομήσετε μία σχέση εμπιστοσύνης, άνευ όρων αποδοχής του παιδιού, με σκοπό να αισθάνεται ασφάλεια και αυτοπεποίθηση μέσα σ’ αυτή.  Καλό θα ήταν, αν τα παιδιά δεν έρθουν πρώτα αυτά σ’ εσάς, να τα ενθαρρύνετε συχνά να μιλήσουν και να εκφράσουν τα συναισθήματά τους. Είναι σκόπιμο και ζωτικής σημασίας, τυχόν παράλογες ανησυχίες που ταλαιπωρούν, ωστόσο, τη σκέψη του παιδιού σας, να παίρνουν το δικό τους χώρο και χρόνο στις συζητήσεις σας και να τίθενται πάντα σ’ ένα ρεαλιστικό πλαίσιο από εσάς.

Επιπρόσθετα, ενισχύετε την έκφραση καθώς και την εκτόνωση της ψυχικής έντασης- άγχους των παιδιών μικρότερης ηλικίας μέσω του παιχνιδιού και φροντίζετε να εμπλέκονται σε μία χαλαρή, ήρεμη δραστηριότητα πριν από τον ύπνο (διάβασμα παραμυθιού, άκουσμα μουσικής κ.τ.λ.). Τέλος, ας μην ξεχνάμε ότι τα παιδιά -όπως και οι ενήλικες- πάντα θα βιώνουν άγχος, ας φροντίσουμε όμως το άγχος τους αυτό να είναι διαχειρίσιμο, δημιουργικό και να τους κινητοποιεί (π.χ. να εκπληρώσουν σε εύλογο χρονικό διάστημα όλες τις σχολικές τους υποχρεώσεις, να γράψουν υψηλό βαθμό στο τεστ) και όχι κατασταλτικό, το οποίο θα τους ανησυχεί σε υπερβολικό βαθμό και ένταση και θα δυσχεραίνει το καθημερινό πρόγραμμά τους.  Είναι σημαντικό τα παιδιά να νιώσουν ότι μπορούν να μιλήσουν και να εκφράσουν δυσάρεστα συναισθήματα (ανησυχία, φόβο, θυμό, ενοχή) καθώς και να τους εξηγήσουμε ότι τα προαναφερθέντα συναισθήματα είναι αναμενόμενα και φυσιολογικά σε ψυχοπιεστικές συνθήκες. Στόχος στην προκειμένη περίπτωση είναι η «νομιμοποίηση» των συναισθημάτων. Το παιδί πρέπει να γνωρίζει ότι τέτοια συναισθήματα έχουμε βιώσει και εμείς ως παιδιά και καλούμαστε μέχρι και σ’ αυτή την ηλικία να τα διαχειριστούμε. Το παιδί- χρησιμοποιώντας εσείς λεξιλόγιο προσαρμοσμένο στην ηλικία του και στο επίπεδο της νοητικής του ανάπτυξης- οφείλει να μάθει ότι τα συναισθήματα (θετικά και αρνητικά) μπορούν να συζητούνται και ότι αποτελούν σημαντικό μέρος της επίλυσης του προβλήματος.

 

 

Κακούρου Μυρτώ-Παναγιώτα

Σχολική Ψυχολόγος