O κυρ Αναστάσης μοχθούσε στη γή απο γεννησημιού του. Ηλιοκαμμένος και ρυτιδιασμένος απο τον κάματο της καπνοκαλλιέργιας, λαδάς και χωραφάς, έκανε θόρυβο στη γειτονιά κάθε που ερχόνταν σπίτι του με το ετοιμόροπο τρακτέρ που τον βόλευε απίστευτα στις χίλιες γεωργικές και άλλες δουλειές του.
Μεταξύ άλλων, ήταν και μελισσοκόμος. Είχε τα μελίσσια στην ταράτσα του σπιτιού του, θέα σε όλη τη γειτονιά. Μια φορα το χρόνο, αγοράζαμε οικογενειακά απ’ αυτόν το θεϊκό νέκταρ. Για χρόνια, φεύγοντας απο τη γενέτειρα, κουβάλαγα μαζί μου στη ζούλα τριμμένες ρήγανες του βουνού και το μέλι του κυρ Αναστάση. Είχα απο χρόνια αποφασίσει πως ό,τι και αν πρόσφερε η Αμερική, το μέλι του κυρ Αναστάση δεν το είχε.
Μα γίνεται νάχεις αμολημένα τα μελίσσια μέσα στη γειτονιά κυρ Αναστάση, τον ρώτησα κάποτε σε ενα ταξίδι μου. “Ακου αμερικάνε”, μου απαντούσε εκείνος, “εσύ στις δουλειές σου και εγώ στα μελίσσια μου. Ξέρω εγώ τί κάνω. Κουμαντάρω το μελίσσι μου όπως πρέπει”.
Ο κυρ Αναστάσης έπινε συχνά και κανα τσίπουρο, πλακωνόνταν μετά στα κοντοσούβλια και τις χωριάτικες σαλάτες, και γέμιζε η γειτονιά με τραγούδια ρεμπέτικα, ταβερνίσια και της φυλακής. Εμαθα αργότερα πως ο κυρ Αναστάσης ήταν και συναγωνιστής, είχε μάλιστα κάνει και εξορίες. Καθώς τον προσέγγισα για να τον ρωτήσω κάμποσα απο εκείνη την περίοδο, τον βρήκα μάλλον απόμακρο και άπαθή. “Ασε ρε Αμερικάνε, τί να λέμε τώρα”, έλεγε ο κυρ Αναστάσης. “Κοιτάξτε εσείς οι νεότεροι να ανοίξετε τα μάτια σας, γιατί εμείς κοντεύουμε να κλείσουμε τα δικά μας”. Μάλλον δεν θα συμπαθούσε και πολύ τους “αμερικανούς” ο κυρ Αναστάσης, είχα τελικά αποφασίσει, και έτσι δεν τον ενοχλούσα και πολύ. Συνέχιζα βέβαια να αγοράζω το μέλι του.
Κάποτε σε ενα ταξίδι μου, καθώς πήγα ξανά να τον ρωτήσω για τα μέλια του, ο κυρ Αναστάσης με τράβηξε με τρόπο κάτω απο τον ίσκιο της κλιματαριάς, και με κόπο ξεστόμισε την απορία του. “Να πάρω Χρηματιστήριο ρε αμερικάνε, εσύ που ξέρεις, ή να μην πάρω;” Εκείνο το “εσύ που ξέρεις” με σκότωσε. Και απο πού ξέρω εγώ κυρ Αναστάση, τον ρώτησα. “Ε, απο Αμερική έρχεσαι”, απάντησε εκείνος “Οσο νάναι, όλο και κάτι θάχεις ακουστά”.
Τον κατσάδιασα ελαφρώς. Τί χρηματιστήρια ακούω κυρ Αναστάση, τον φώναξα, γιατί δεν κάθεσαι στ’ αυγά σου; Φούσκα είναι λόγω επικείμενης εισόδου στο ευρώ, του είχα πεί. Τί δουλειά έχεις εσύ με τέτοια πράγματα; “Ξέρω γώ ρε παιδί”, δικαιολογήθηκε απλοϊκά εκείνος. “Μην είναι καλά για τα παιδιά. Ξέρεις πόσα έκανε ο έτσι, ο αμόρφωτος; Μπήκε μέσα με 8 εκατομμύρια και τώρα είναι στα πενήντα”.
“Και δε δε μου λές ρε αμερικάνε, με ξαναρώτησε συνομωτικά. Τί είναι αυτό το ευρώ που όλοι μελετάνε; Είναι καλό πράγμα; Να πάρω λές και εγώ μερικά για τα παιδιά;”
Δεν τον κορόιδεψα για την απλοϊκότητά του, αντίθετα ένοιωσα πως ξαφνικά είχε αναβαθμιστεί η “αμερικανική” εικόνα μου, και του εξήγησα ό,τι μπορούσα. Με άκουσε προσεκτικά, πρώτη φορά απο τότε που ήμουνα παιδί. Μάλλον θα του άρεσαν όσα του εξηγούσα, τα καταλάβαινε. Στο τέλος με κάλεσε και για τσίπουρο. Ηταν μια μεγάλη ώρα. “Α ρε αμερικάνε”, αναφώνησε. “Ετσι είναι; Και γιατί τότε ρε μικρέ δεν τα εξηγούν απλά και στην τηλεόραση για να τα καταλαβαίνει ο κόσμος;”
Πέρασε καιρός απο τότες, και η Ευρώπη αποφάσισε πως οι Αναστάσηδες της Ελλάδας δεν μπορούσαν να έχουν τα μελίσσια τους ανοιχτά στη γειτονιά. Και έτσι μια μέρα, δια νόμου, η πολύχρονη ενασχόληση του κυρ Αναστάση πήρε ενα δραματικό τέλος. “Πού να τα πάω ρέ αμερικάνε τόσα μελίσσια”, αναφώνησε αγανακτισμένος. “Αφού δεν έχω ούτε γής, ούτε χωράφια. Με κλείσανε μικρέ, να το θυμάσαι, εμένα που δεν πείραξα ποτέ κανέναν”.
Ακολούθησε κατακλυσμός αλλαγών και εξελίξεων. Χρεωκοπία, ελλείματα, Μνημόνια και Μεσοπρόθεσμα, spreads και μονάδες βάσεις. Ο απλοϊκός κόσμος του κυρ Αναστάση βούλιαξε μέσα σε ενα δαίδαλο απο νέους ακαταλαβίστικους όρους ενος καινούργιου και άγνωστου κόσμου Τί να καταλάβει ο κυρ Αναστάσης πια απο την καινούργια Ελλάδα; Οίκοι αξιολόγησης, ασφάλιστρα κινδύνου, κερδοσκόποι, πακέτα σωτηρίας.
Το πράμα αγρίεψε. Θα είναι “εθελοντική” η χρεωκοπία η “ελεγχόμενη”; Απο μπροστά ή απο πίσω το κούρεμα; Θα γίνει επιμήκυνση και σταδιακό re-profiling; Θα συμμετάσχουν οι ιδιώτες ή όχι; Θα μας εγγυηθεί η Ευρωπαϊκή τράπεζα τα ομόλογα ή όχι; Θα ανακάμψει επιτέλους η αξιοπιστία της χώρας και η πιστοληπτική της ικανότητα; Τί θέση να πάρει πια ο φουκαράς ο κυρ Αναστάσης στο ζήτημα της “εθελοντικής διακράτησης ομολόγων με συμμετοχή ιδιωτών επενδυτών”;
Και όπως η Ελλάδα έχει πια μουδιάσει γιατί κανείς πλέον δεν κατανοεί τίποτα, μούδιασα και εγώ όταν πληροφορήθηκα στο τηλέφωνο πως ο κυρ Αναστάσης ξαφνικά πέθανε. Το απλοϊκό και αγνό ανθρωπάκι της γειτονιάς μου, ο μάστορας μελισσοκόμος μας, δεν υπάρχει πιά. Χάθηκαν για πάντα τα υπέροχα μελίσσια του.
Και ξαφνικά, έκανα και εγώ μια απλοϊκή σκέψη, κατα τα πρότυπα της τίμιας και εργατικής τάξης που αντιπροσώπευε όλη του τη ζωή ο κυρ Αναστάσης. Και καλά ρε παιδιά, ακόμα κι άν όλα αυτά γίνουν κάποτε κατανοητά, ακόμα κι αν είναι αναγκαία, τώρα που χάθηκε ο κυρ Αναστάσης και τα μελίσσια του για πάντα, στον νέο και υπέροχο κόσμο της αυριανής Ελλάδας, ποιός θα συνεχίσει να βγάζει τέλος πάντων καλό μέλι;