Ιστορικά

Ιστορία της πόλης του Αιγίου

Χάρτης πόλεων Αρχαίας Αχαΐας

Χάρτης πόλεων Αρχαίας Αχαΐας

Το Αίγιο είναι μία πόλη με πολύ πλούσια ιστορία που έχει την αρχή της στους προϊστορικούς χρόνους. Η  Αιγιάλεια ονομάστηκε ένα ιδιαίτερο βασίλειο που ιδρύθηκε το 2100 π.Χ. στην περιοχή της Σικυώνας από τον γιό του Βασιλιά του Άργους Ινάχου, Αιγιαλεύς. Την ονομασία του λοιπόν το «Αίγιο», είναι πιο πιθανόν να την οφείλει στον Αιγιαλέα. Το Βασίλειο των Αιγιαλέων χρονολογείται 500 χρόνια προ των Αθηνών και 400 προ της Σπάρτης. Εκτεινόταν από τη Σικυώνα μέχρι την Ήλιδα και με το πέρασμα των χρόνων κτίστηκαν πόλεις και χωριά στην έκταση αυτή. Στην παραλιακή περιοχή του βασιλείου αυτού, βρισκόταν το Αίγιο. Οι πρώτοι κάτοικοι της περιοχής ήταν οι Πελασγοί Αιγιαλείς. Από τον Απολλόδωρο μαθαίνουμε ότι μετά το θάνατο του Αιγιαλέως, ο οποίος δεν είχε αφήσει απογόνους, την περιοχή κυβερνούσαν αυτόχθονες βασιλείς με τις πηγές να αναφέρουν ότι ο τελευταίος ήταν ο Σελινούς (1400 π.Χ.). Ο ποταμός Σελινούντας στο Αίγιο φαίνεται να έλαβε το όνομά του από το βασιλιά ή το αντίστροφο.

Το 1400 π.Χ. το βασίλειο των Αιγιαλέων υφίσταται αναπάντεχες αλλαγές. Οι Ίωνες εισβάλλουν στην Αττική και πολύ σύντομα το βασίλειο των Αιγιαλέων περιέρχεται σε αυτούς. Ο ηγητής της εκστρατείας αυτής, Ίων, παντρεύτηκε ύστερα από πιέσεις και απειλές πολέμου την μοναχοκόρη του Σελινούντα Ελίκη και χρίστηκε νόμιμος διάδοχος του βασιλείου. Προς τιμήν της Ελίκης κτίστηκε η ομώνυμη πόλη Ελίκη, την οποία αναφέρει ο Κλαύδιος Πτολεμαίος πως βρίσκεται σαράντα στάδια ανατολικά του Αιγίου και δώδεκα από τη θάλασσα (σημερινό παραλιακό χώρο Ριζόμυλου- Ροδιάς). Προς τιμήν της κόρης τους Βούρας κτίστηκε η πόλη Βούρα, η οποία το 373 π.Χ. καταστράφηκε από τον ισχυρό σεισμό, εξαιτίας του οποίου καταποντίστηκε η Αρχαία Ελίκη. Σήμερα στο Νομισματικό μουσείο Αθηνών εκτίθεται το μοναδικό σωζόμενο νόμισμα της αρχαίας Βούρας.

Σύμφωνα με την Ομήρου Ιλιάδα, η Ελίκη συμμετείχε στην Τρωική εκστρατεία μαζί με το Αίγιο και άλλες πόλεις, όπως την Υπερησία ή Υπερησίη (τη σημερινή Αιγείρα), την οποία αναφέρει ο Όμηρος στην Τρωική εκστρατεία να συμμετέχει με 100 πλοία. Επιπλέον, σύμφωνα με τα όσα μνημονεύει ο Παυσανίας κατά την επίσκεψη του στο Αίγιο το 160 μ.Χ. περίπου, λέγεται ότι στο ναό του Ομαγυρίου Διός έλαβε χώρα η συγκέντρωση των αρχηγών των Αχαιών (1100 π.Χ.) από τον Αγαμέμνονα, για να σχεδιάσουν την εκστρατεία στο Ίλιον. Φαίνεται ότι το Αίγιο συμμετείχε στην Τρωική εκστρατεία των Ελλήνων.

Όσον αφορά το Αμάριον, ήταν το ιερό του Δία που χτίστηκε από τους συγκεντρωθέντες στο Αίγιο(ο Δίας ήταν γνωστός με τα προσωνύμια Αμάριος ή Ομάριος ή πιο σωστά Ομαγύριος από το «ομήγυρη» που σημαίνει συγκέντρωση).

Ο ναός του Δία στο Αίγιο απέκτησε τεράστια φήμη ως τόπος συγκέντρωσης των Ελλήνων της Αχαϊκής Συμπολιτείας. Η Αχαϊκή Συμπολιτεία, η περίφημη Δωδεκάπολη, ιδρύθηκε το 800 π.Χ. περίπου, αποτελούμενη από 12 πόλεις, οι οποίες συνδέθηκαν μεταξύ τους με το δεσμό της Αμφικτυονικής ιδέας (Αίγιο, Ελίκη, Αιγές, Ρύπες, Βούρα, Αιγείρα, Πελλήνη, Πάτρες, Φαρές, Ώλενος, Δύμη, Τριταία). Η Βουλή της Συμπολιτείας συνερχόταν στο Αίγιο, όπως πληροφορούμαστε από επιγραφή που βρέθηκε στα Ψηλά Αλώνια, και την έφερε στη δημοσιότητα ο Σουηδός αρχαιολόγος καθηγητής Πωλ Όστρομ.

Σε αυτό το σημείο, αξίζει να αναφερθεί ότι η αρχαία Ελίκη αποτέλεσε ένα από τα σημαντικότερα πολιτιστικά κέντρα της αρχαιότητας. Στην περιοχή λατρευόταν ο Ελικώνιος Ποσειδώνας, την λατρεία του οποίου αναφέρει ο Όμηρος στην Ιλιάδα. Από την ίδρυσή της μέχρι τον αφανισμό της υπήρξε η πρωτεύουσα ολόκληρης της Αχαΐας. Δυστυχώς οι γνώσεις μας για την Ελίκη είναι ελάχιστες, εντούτοις αρχαίοι συγγραφείς διασώζουν μερικές πληροφορίες μέσω κάποιων χαμένων – σ’ εμάς- ιστορικών κειμένων. Έτσι λοιπόν, μαθαίνουμε ότι στο δεύτερο ελληνικό αποικισμό συμμετείχαν τρείς πόλεις της Αιγιάλειας: το Αίγιο, η Ελίκη και οι Ρύπες. Σύμφωνα με τον Ομηρικό Διόδωρο, ήταν η πρώτη πόλη της Αχαΐας, που ίδρυσε τον 8ο αι. στην Κάτω Ιταλία την σημαντικότερη αχαϊκή αποικία, τη Σύβαρη. Ο αφανισμός της αρχαίας Ελίκης πήρε έντονες μυθικές διαστάσεις (ο θεός Ποσειδώνας τους τιμώρησε με σεισμό) και συνδέθηκε με την ιστορία της χαμένης Ατλαντίδος, την οποία γνωρίζουμε από τη διήγηση του φιλοσόφου Πλάτωνα.

Το 287 π.Χ. αναγεννήθηκε η αμφικτυονική ιδέα και ιδρύθηκε η Β΄ Αχαϊκή Συμπολιτεία. Το Αίγιο και κυρίως το ιερό του Ομαγύριου Δία ήταν το κέντρο και η πρωτεύουσα της Συμπολιτείας. Σύμφωνα με τις πηγές, το Αίγιο ανέκαθεν παρουσίαζε σημαντική υπεροχή από τις άλλες Αχαϊκές πόλεις, καθώς αποτελούσε το θρησκευτικό και αμφικτυονικό κέντρο τους. Ύστερα από την Ελίκη (πρωτεύουσα της Α΄ Αχαϊκής Συμπολιτείας), το Αίγιο έγινε και πολιτική πρωτεύουσα.

Προχωρώντας στην ελληνιστική εποχή το Αίγιο βρίσκεται σε περίοδο μεγίστης ακμής. Αρχικά, ακολουθεί μια σειρά από γεγονότα με αφετηρία τη μάχη της Χαιρώνειας το 338 πΧ. και της ήττας το 331 π.Χ. της αντιμακεδονικής συμμαχίας, στην οποία συμμετείχαν και οι αχαϊκές πόλεις). Ο Αντίπατρος κατήργησε τη Συμπολιτεία και εγκατέστησε ισχυρή μακεδονική φρουρά στο Αίγιο όπως και σε κάθε αχαϊκή πόλη. Το 320 π.Χ. το Αίγιο υποτάχτηκε στον Κάσσανδρο και το 303 π.Χ. την πόλη του Αιγίου πολιόρκησε ο γιος του Αντιγόνου, Δημήτριος ο Πολιορκητής. Από το 303 π.Χ. όλες οι Αχαϊκές πόλεις πέρασαν μια περίοδο κρίσης και αναβρασμού. Μετά τον καταποντισμό της Ελίκης το 373 π.Χ. το Αίγιο έγινε πρωτεύουσα της Αχαϊκής Συμπολιτείας και προσαρτήθηκαν σε αυτό τα εδάφη των Ρυπών.

Με το πέρασμα των χρόνων, η Ελλάδα υποτάχτηκε στη Ρωμαϊκή κυριαρχία. Οι Ρωμαίοι επέτρεψαν τη συνάθροιση των αντιπροσώπων των πόλεών της στο Αίγιο για την εκλογή των στρατηγών. Έτσι εν μέρη συνέχιζε να υπάρχει μια Συμπολιτεία υποδεέστερης σημασίας ως την εποχή του Παυσανία. Το Αίγιο περιήλθε στην αφάνεια κατά τη βυζαντινή εξάπλωση. Ο όρος «Βοστίτσα», που μας είναι ευρέως γνωστός στη Νεότερη Εποχή φαίνεται να οφείλεται στους Σλάβους· το έτος 746 μ.Χ. η πόλη πέρασε στα χέρια τους και μετονομάστηκε. Η πλέον αποδεκτή άποψη είναι του γερμανού Erst Curtius, σύμφωνα με την οποία η λέξη Βοστίτσα προέρχεται από τη σλαβική λέξη Βόστα (Βοστάνι= κήπος, άρα Βοστίτσα = κηπούπολη) επειδή το Αίγιο είναι μια αμιγώς αγροτική περιοχή, πλούσια σε εκτάσεις.

Μετά την Α΄ άλωση της Βασιλεύουσας από τους Φράγκους το 1204, ο Γουλιέλμος Σαμπλίτης και ο Γοδοφρείδος Βιλλεαρδουίνος κατέλαβαν την Πελοπόννησο (Μορέα) και δημιουργήθηκε το Πριγκιπάτο της Αχαΐας ή Μορέως. Ύστερα από την κατάληψη της Πάτρας οι Φράγκοι κατέλαβαν και τη Βοστίτσα. Πολύ αργότερα η Πελοπόννησος χωρίστηκε σε 12 βαρωνίες. Μία από αυτές ήταν και η Βαρωνία της Βοστίτσας (στα μεσαιωνικά γαλλικά Vostice) με βαρώνο τον Ούγκο ντε Σαρπινύ.

Από το 1420 συνέβησαν αλλεπάλληλα γεγονότα: Το 1422 το Αίγιο εκχωρήθηκε στους Δεσπότες του Μυστρά: Κωνσταντίνο και Θεόδωρο Παλαιολόγο, το 1461 πέρασε στα χέρια των Τούρκων, ενώ υπήρξε ένα μικρό διάστημα -από το 1687 έως το 1715- που κατελήφθη από τους Ενετούς.

Την περίοδο της Τουρκοκρατίας το Αίγιο πρωταγωνιστεί στην εξέλιξη των γεγονότων. Υπό το φώς των ιστορικών πηγών μαθαίνουμε ότι οι συνωμοτικές προσπάθειες για την αποτίναξη του τούρκικου ζυγού ξεκινούν κυρίως από την Πελοπόννησο, πριν από τη Ναυμαχία της Ναυπάκτου (1571). Με τη συνθήκη Κάρλοβιτς (1669) η Πελοπόννησος (και το Αίγιο)πέρασε υπό την κυριαρχία των Βενετών. Το ηθικό των αχαιών τότε αναπτερώνεται και ύστερα από διάφορες μεταρρυθμίσεις η πόλη λαμβάνει νέα όψη, με άνθιση της οικονομίας και με άνοδο του κοινωνικού βίου. Μάλιστα, την ίδια εποχή διαχωρίστηκε από την κοινότητα των Καλαβρύτων. Μετά τον Ενετοτουρκικό Πόλεμο και τη συνθήκη του Πασσάροβιτς (1718) τα εθνικά όνειρα σβήνουν. Το Αίγιο υποτάσσεται πάλι στους Τούρκους ως την απελευθέρωση και αποτέλεσε ξεχωριστή επαρχία (καζά), που την διοικούσε ο βοεβόδας.

Η παρουσία του Αιγίου ήταν κορυφαία σε όλες τις φάσεις του Εθνικού Αγώνα. Περί 26-30 του Γενάρη του 1821, παραμονές της ελληνικής επανάστασης, πραγματοποιήθηκε η περιβόητη Μυστική Συνέλευση της Βοστίτσας στην πόλη του Αιγίου, η οποία αποτέλεσε και πρώτη επίσημη σύσκεψη για την επανάσταση,  των μυημένων στη Φιλική Εταιρεία κληρικών και προεστών του Μοριά. Πρόεδρος της συνέλευσης ήταν ο Εθνεγέρτης Παλαιών Πατρών Γερμανός και εισηγητής της ο Παπαφλέσσας, ως απεσταλμένος της Φιλικής Εταιρείας. Συμμετείχαν επίσης οι αρχιερείς: Κερνίτσης Προκόπιος, ο Χριστιανουπόλεως Γερμανός και ο πρωτοσύγγελος Αμβρόσιος Φραντζής. Η συγκέντρωση αυτή προβλημάτισε τους ταγούς του έθνους μπροστά στο τρομερό δίλημμα για ξεσηκωμό. Γεννήθηκαν δισταγμοί από τον Παλαιών Πατρών Γερμανό και από ορισμένους Καλαβρυτινούς πρόκριτους για το αν η ώρα του ξεσηκωμού είχε όντως φτάσει. Ωστόσο, οι πρόκριτοι του Αιγίου, Ανδρέας Σ. Λόντος, Δημήτριος Μελετόπουλος, Λέων Μεσσηνέζης, Ανδρέας Ζαΐμης ξεκίνησαν άμεσα τις ετοιμασίες για τον αγώνα.

Ο Ανδρέας Λόντος συγκρότησε το πρώτο μεγάλο στρατιωτικό σώμα της Πελοποννήσου (400 άνδρες από την Αιγιάλεια και την απέναντι Ρούμελη), το οποίο συντηρούσε με δικά του έξοδα. Ο Παλαιών Πατρών Γερμανός τέλεσε δοξολογία στην Αγία Λαύρα στις 17 Μαρτίου του 1821 και κήρυξε την Επανάσταση των σκλαβωμένων Ελλήνων. Ο Λόντος ήρθε στο Αίγιο στις 23 Μαρτίου 1821 και ύψωσε στην πόλη επαναστατική σημαία (κόκκινη με μαύρο σταυρό στη μέση). Ο ίδιος εμπόδισε τη στρατιά του Δράμαλη, μετά τη νίκη στα Δερβενάκια. Κατά τους πρώτους μήνες της Επανάστασης το Αίγιο ύστερα από εκκένωσή του κάηκε δύο φορές από το πέρασμα Τούρκων και Αλβανών που είχαν έλθει προς βοήθεια της πολιορκούμενης Τρίπολης.

Κατά την επανάσταση, το Αίγιο ανέδειξε σπουδαίους πολεμιστές και πολιτικούς (Λόντος, Μελετόπουλος, Φωτήλας).Ο Λόντος πρωτοστάτησε και στην Επανάσταση της 3ης Σεπτεμβρίου 1843 για την παραχώρηση Συντάγματος από το Βασιλιά Όθωνα. Ο Δημήτριος Μελετόπουλος, ο Λέων Μεσσηνέζης, ο Σωτήρης Χαραλαμπόπουλος, ο Ιωάννης Φεϋζόπουλος, οι οικογένειες Πολυχρονίδη και Παναγιωτόπουλου και άλλοι Αιγιείς πρωτοστάτησαν και διακρίθηκαν για την προσφορά τους την ίδια περίοδο, αλλά και κατά την Οθωνική περίοδο. Μετά την απελευθέρωσή του το Αίγιο ασχολήθηκε με τη γεωργία και την εμπορική δραστηριότητα με την εξαγωγή σταφίδας. Ύστερα μάλιστα από την επίσκεψη του πρωθυπουργού Χαρίλαου Τρικούπη στο Αίγιο το 1891, θεσπίστηκαν νόμοι ευνοϊκοί για το εξαγωγικό εμπόριο της σταφίδας από το λιμάνι του Αιγίου.
Στα επόμενα χρόνια δημιουργήθηκε μία ανθηρή αστική τάξη, που ανέπτυξε έντονη πνευματική και καλλιτεχνική δραστηριότητα και κόσμησε την πόλη με πολλά, υπέροχα νεοκλασικά κτίρια, δείγματα πλούτου και ευμάρειας.
Στην περίοδο της Ιταλογερμανικής Κατοχής η πόλη βρέθηκε και πάλι στο προσκήνιο της νεότερης ελληνικής ιστορίας με τη συμμετοχή των κατοίκων της στην Εθνική Αντίσταση καταβάλλοντας βαρύ τίμημα στον αγώνα για την απελευθέρωση.

Σήμερα, η ιστορία και η πολιτιστική σημασία της περιοχής παραμένουν ζωντανές από τα αρχαιολογικά ευρήματα που φιλοξενούνται στο Αρχαιολογικό Μουσείο και από τα εκθέματα του Ιστορικού και  Λαογραφικού Μουσείου του Δήμου.
Το Αίγιο είναι μία ζωντανή πόλη με σημαντική εμπορική δραστηριότητα, που προσπαθεί να κάνει αισθητή την παρουσία της στην καθημερινή ελληνική πραγματικότητα.

(τα ιστορικά στοιχεία είναι της Ιωάννας Μαρδά – Ιστορικού, Φιλολόγου «Η δική μας ταυτότητα, η δική μας ιστορία» Δημοσίευση στις 19/12/2015 στην Proti Online )

 

 

Αφήστε μια απάντηση