Με την ευκαιρία της μνήμης των Τριών Ιεραρχών, οι οποίοι είναι προστάτες της παιδείας και των γραμμάτων, μίλησε στον Μητροπολιτικό Ναό του Αγίου Νικολάου Κω η Στέλλα Παπαθωμά, μαθήτρια της Γ΄ Λυκείου και σημαιοφόρος του 1ου Γενικού Λυκείου Κω “Ιπποκράτειο”.
Στη συνέχεια παραθέτουμε το κείμενο που έγραψε η Στέλλα Παπαθωμά για να τιμήσει τη μνήμη των Τριών Ιεραρχών και να μας παρουσιάσει το έργο και την προσφορά τους:
ΤΡΕΙΣ ΙΕΡΑΡΧΕΣ ΟΙ ΓΙΓΑΝΤΕΣ ΤΟΥ ΠΝΕΥΜΑΤΟΣ
Μέρα γιορτινή η σημερινή και μάλιστα, διπλά γιορτινή. Γιορτή της Ορθοδοξίας και της ελληνικής παιδείας, δηλαδή των ελληνικών γραμμάτων.
Μέρα τιμής της μνήμης των τριών κορυφαίων Πατέρων της Ορθοδοξίας.: Βασιλείου του Μεγάλου, Γρηγορίου του Θεολόγου και Ιωάννου του Χρυσοστόμου.
Οι Τρεις Ιεράρχες αναδείχθηκαν πατέρες της Εκκλησίας και άγιοι. Η σοφία και η δράση τους τούς έδωσε τον τίτλο των μεγίστων φωστήρων, όπως ψάλλεται και στο απολυτίκιο της γιορτής τους: «τοὺς τρεῖς μεγίστους φωστήρας τῆς τρισηλίου Θεότητος . . . »
Ο χριστιανικός κόσμος, από ανατολή σε δύση, τους αναγνωρίζει ως «μελιρρύτους ποταμοὺς τῆς σοφίας», ως «προπύργια τῆς Ἐκκλησίας», ως «φεγγοβόλους ἀστραπὲς τοῦ Πνεύματος», ως μεγάλα αναστήματα, υπέροχα πρότυπα αρετής και ήθους, πίστεως, αγάπης και ηρωικού φρονήματος.
Και οι τρεις έδειξαν προσήλωση στη χριστιανική πίστη και η ζωή τους ήταν γεμάτη από τους αγώνες τους γι’ αυτή. Τα συγγράμματά τους, αλλά και η προφορική τους διδασκαλία, πρόσθεσαν δόξα και αίγλη στη χριστιανική παιδεία.
Γαλουχημένοι με τα βαθιά νοήματα της πίστεως και άριστοι γνώστες της αρχαίας ελληνικής σοφίας, συνδύασαν τις γνώσεις τους αυτές προσφέροντας σε εμάς σημαντικότατα στοιχεία για τη διαμόρφωση του ελληνοχριστιανικού πολιτισμού. Για τη μεγάλη προσφορά τους στα γράμματα ανακηρύχθηκαν προστάτες των γραμμάτων, των μαθητών και γενικότερα της σπουδάζουσας νεολαίας. Για τον ταπεινό και ασκητικό τρόπο της ζωής τους, η Εκκλησία τους κατέταξε στις τάξεις των αγίων.
Σύμφωνα με μαρτυρίες, κατά τη βυζαντινή περίοδο, δημιουργήθηκε διαφωνία σχετικά με το ποιος άγιος της Εκκλησίας προσέφερε τα περισσότερα και γι’ αυτό έπρεπε να θεωρηθεί πιο σημαντικός. Για να ξεπεραστεί το πρόβλημα αποφασίστηκε, από τα τέλη του 11ου αιώνα, και καθιερώθηκε μία κοινή γιορτή των τριών κορυφαίων πατέρων της Εκκλησίας, του Μεγάλου Βασιλείου, του Γρηγορίου του Θεολόγου και του Ιωάννου του Χρυσοστόμου, στις 30 Ιανουαρίου. Επειδή είναι και προστάτες των γραμμάτων καθιερώθηκε, αυτή η γιορτή, να είναι και γιορτή της ελληνοχριστιανικής παιδείας. Η καθιέρωση αυτή έγινε μετά από την απελευθέρωση, ενώ από το 1842 η γιορτή υιοθετήθηκε ως εκπαιδευτική από τη σύγκλητο του Πανεπιστημίου Αθηνών. Ο εορτασμός επεκτάθηκε και στα γυμνάσια και στα δημοτικά σχολεία, στα οποία γίνονται διάφορες εκδηλώσεις για να τιμηθεί η μνήμη τους και να προβληθούν τα ιδανικά τους.
Ας δούμε όμως, λίγα λόγια για τον καθένα.
Ο Μέγας Βασίλειος, επίσκοπος Καισαρείας, είναι ένας ασκητής ιεράρχης, με αυστηρό και αδύνατο πρόσωπο, με μαύρη, ίσια και λεπτή γενειάδα, που πέθανε σε ηλικία 49 ετών. Είναι μία από τις μεγαλύτερες μορφές της Εκκλησίας, τόσο από άποψη χαρακτήρα, όσο και από άποψη μόρφωσης. «Μέγας» χαρακτηριζόταν ήδη από τους συγχρόνους του, καθώς η ζωή του άξιζε αυτόν τον χαρακτηρισμό.
Ο Μέγας Βασίλειος είναι ένας από τους εξοχότερους εκκλησιαστικούς συγγραφείς. Τιμήθηκε από την εκκλησία με το χαρακτηρισμό «Οικουμενικός μέγας διδάσκαλος» και ονομάσθηκε «ουρανοφάντωρ» (δηλαδή αυτός που φανερώνει τα ουράνια νοήματα στους ανθρώπους) για τη σαφήνεια της διδασκαλίας του.
Γεννήθηκε στην Καισάρεια της Καππαδοκίας το 330 μ.Χ.. Αφού πήρε την πρώτη χριστιανική διαπαιδαγώγηση από τη γιαγιά του Μακρίνα και τη μητέρα του Εμέλεια, αλλά και από τον πατέρα του ρήτορα Βασίλειο, φοίτησε αργότερα στις σχολές της Καισάρειας και του Πόντου. Τέλος, πήγε στην Αθήνα, το κέντρο της ρητορικής, όπου έμεινε 4 και μισό χρόνια διδασκόμενος ρητορική, γραμματική, φιλοσοφία, αστρονομία, γεωμετρία και ιατρική. Εκεί γνωρίστηκε και συνδέθηκε με αδελφική φιλία με τον Γρηγόριο το Ναζιανζηνό.
Μετά την Αθήνα, ο Μέγας Βασίλειος, περιόδευσε την Αίγυπτο, την Παλαιστίνη, τη Συρία και τη Μεσοποταμία για να γνωρίσει τους πιο φημισμένους ασκητές και αφού μοίρασε τα υπάρχοντά του στους φτωχούς πήγε και ασκήτευσε στον Πόντο.
Το 370 εξελέγη επίσκοπος Καισαρείας. Ως επίσκοπος αναδείχθηκε μέγας φιλάνθρωπος, υποχωρητικός στους ασθενείς, ακλόνητος στους ισχυρούς. Σε εποχή λιμού συνέτρεξε τους πάσχοντες κατά πολλούς τρόπους και τέλος έκτισε, κοντά στην Καισάρεια, ένα τεράστιο πτωχοτροφείο και νοσοκομείο που το ονόμασαν «Βασιλειάδα».
Κάποτε ο αρειανίζων αυτοκράτορας Ουάλης, θέλοντας να προσηλυτίσει το Μέγα Βασίλειο στον αρειανισμό έστειλε σε αυτόν το Μόδεστο. Όταν ο Μόδεστος διαπίστωσε ότι δεν μπορεί να πείσει το Μέγα Βασίλειο με τη δύναμη του λόγου του, άρχισε να τον απειλεί με δήμευση της περιουσίας του, εξορία, βασανιστήρια και θάνατο. Ο Μ. Βασίλειος απάντησε τότε ατάραχος ότι τίποτε από αυτά δεν τον φοβίζει: «δήμευσιν τῆς περιουσίας δὲν φοβᾶται ὅποιος δὲν ἔχει παρὰ λίγα κουρέλια, παλαιὰ ροῦχα καὶ βιβλία. Ἐξορίαν δὲν φοβᾶται γιατὶ ἡ γῆ δὲν εἶναι ἰδιοκτησία του καὶ εἰς τὸν κόσμον αὐτὸν εἶναι πάροικος. Τὰ βασανιστήρια δὲν τὸν πτοοῦν γιατὶ τὸ σῶμα δὲν θὰ τὰ ἀντέξει καὶ τὸν θάνατον τὸν θεωρεῖ εὐεργέτην γιατὶ ἔτσι γρηγορότερα θὰ πάει πρὸς τὸν Θεόν».
Ο Μ. Βασίλειος έγραψε δογματικά έργα, ασκητικά, ηθικά, παιδαγωγικά, ομιλίες, επιστολές και τη λειτουργία που φέρει το όνομά του.
Ο δεύτερος από τους τρεις είναι Γρηγόριος ο Θεολόγος. Γεννήθηκε στην Αριανζό, κοντά στην Ναζιανζό της Καππαδοκίας γύρω στο 330 μ.Χ.. Είχε λάβει σπουδαία χριστιανική παιδεία, γνωρίστηκε με αξιόλογες μορφές του χριστιανισμού, όπως με το Μεγάλο Αντώνιο και το Μέγα Αθανάσιο. Έγινε επίσκοπος Ναζιανζού το 379. Σπούδασε στην Καισάρεια και την Αθήνα, ρητορική, φιλοσοφία, φιλολογία και διακρίθηκε για την ικανότητα της διδαχής του. Το 380 εξελέγη πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως. Με τη σοφία και τη θεολογική του κατάρτιση βοήθησε στη διαμόρφωση των δογμάτων της Ορθοδοξίας. Υποστήριξε τη σύζευξη της χριστιανικής με την κλασική παιδεία.
Εγκατέλειψε τα αξιώματά του για να αφιερωθεί στην άσκηση. Με τους περίφημους θεολογικούς λόγους του διαφυλάχθηκε η ορθή πίστη στο Χριστό, ενώ ήταν και εμπνευσμένος ποιητής. Έγραψε πάρα πολλά ποιήματα, επιγράμματα και επιστολές που ξεπερνούν τους 20.000 στίχους.
Ο Ιωάννης Χρυσόστομος (347-407) καταγόταν από την Αντιόχεια και στην αρχή αναδείχθηκε ως ιεροκήρυκας, αποκτώντας τέτοια φήμη ώστε το 397 να εκλεγεί Πατριάρχης.
Διακρίθηκε ως νομικός γι’ αυτό ο διάσημος ρήτορας Λιβάνιος τον ήθελε διάδοχό του. Ως Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως διοργάνωσε ιεραποστολές που έφεραν το φως στους Γότθους, Σκύθες, Πέρσες και Φοίνικες. Επειδή ήλεγξε την αυτοκράτειρα Ευδοξία εξορίστηκε δύο φορές και πέθανε στην εξορία από τις κακουχίες.
Είναι ο μεγαλύτερος ρήτορας του χριστιανισμού. Οι ομιλίες του και τα συγγράμματά του καλύπτουν 20 τόμους. Δική του είναι η Θεία Λειτουργία που τελείται κάθε Κυριακή. Η κοινωνική του εργασία ήταν τεράστια. Στην Αντιόχεια έτρεφε 3.000 χήρες. Στην Κωνσταντινούπολη 7.000 φτωχούς. Ίδρυσε και φρόντιζε πολλά νοσοκομεία με την ακούραστη αγάπη του σε μία εποχή που δεν υπήρχε καθόλου κρατική πρόνοια.
Ως συγγραφέας άφησε 238 επιστολές, 1.000 ομιλίες και άλλες πραγματείες, έργα μεγάλης θεολογικής, φιλολογικής και ρητορικής αξίας.
Και οι τρεις αυτοί γίγαντες του πνεύματος, οι τρεις ένδοξοι θεμελιωτές του βυζαντινού πολιτισμού μας με όλο τον όγκο της σοφίας τους και τη λάμψη της αγιότητάς τους απευθύνονται και στους σημερινούς νέους. Με λαχτάρα μας αντικρίζουν και μας παραδίδουν αυτή τη μεγάλη παρακαταθήκη:
«Ο ευγενικός αγώνας σας έχει στόχο τα μεγάλα. Προσέξτε να εξασφαλίσετε την επιτυχία. Βάλτε μπροστά σας ως ασπίδα που μένει πάντα απρόσβλητη από τα βέλη του εχθρού την πίστη του Χριστού. Είστε νέοι! Σταθείτε με ηρωισμό όρθιοι στις επάλξεις του αγώνα. Σύμμαχός σας είναι ο Θεός. Προχωρήστε με θάρρος στηριγμένοι στη βοήθειά Του».
Αυτή είναι η πολύτιμη κληρονομιά που μας αφήνουν οι Τρεις Ιεράρχες. Μια κληρονομιά αγάπης και καλών έργων. Ένα παράδειγμα που πρέπει να γίνει οδηγός και εμπνευστής για τον καθένα από εμάς, τους νέους της Ελλάδας.
Αγάπη έμπρακτη! Αγάπη μέχρι θυσίας.