Στάσεις και Συμπεριφορές Εφήβων και Γονέων
Πολύ συχνά οι γονείς, αναφέρουν ως πρώτο δείγμα της εφηβείας την εναντίωση προς τους γονείς, την αντιδικία, την αντίρρηση, το νεγκατιβισμό (την άρνηση).
Η πρώτη σύγκρουση του/της εφήβου γίνεται με τους γονείς του/της, γιατί τους έχει πιο κοντά. Συνήθως κάποιος συγκρούεται μ’ αυτόν που έχει πιο κοντά του. Είναι ένας κοντινός και πρόχειρος στόχος οι γονείς κι ο/η έφηβος/η κάνει χρήση αυτού. Επιπρόσθετα, ο/η έφηβος/η απομακρύνεται από το οικογενειακό περιβάλλον στο οποίο είχε ενταχθεί. Το παιδί της σχολικής ηλικίας είναι προσαρμοσμένο και ταυτισμένο με το περιβάλλον του και όταν έχει ταυτιστεί κανείς με κάτι δεν εναντιώνεται σ’ αυτό. Όμως εφηβική ηλικία θα πει αυτό ακριβώς, αποκόλληση από το οικογενειακό περιβάλλον. Όταν αποκολληθεί κάποιος είναι πια θεατής, είναι πιο μακριά, κι αρχίζει να κρίνει. Έτσι ο/η έφηβος/η, καθώς θέλει να απομακρυνθεί, ξεκόβει, σιγά-σιγά από το οικογενειακό περιβάλλον κι αρχίζει να κρίνει έχοντας τους γονείς του/της ως πρώτο στόχο.
Ένας ακόμη λόγος, που κάνει τον/την έφηβο να εναντιώνεται απέναντι στους γονείς του, είναι ότι ο/η έφηβος αισθάνεται την ανάγκη να μεγαλώσει και αντιτίθεται στην πρώτη εξουσία, αυτή των γονέων. Κι αυτή την εξουσία, που την παλεύει ο/η έφηβος, είναι γεγονός πως οι γονείς την έχουν πολύ καλά οργανωμένη στα προηγούμενα χρόνια.
Ως την ηλικία των 11-14 χρόνων, που αρχίζει η κρίση (ξεκινά η εφηβεία), δεν κάνουν τίποτε’ άλλο παρά να κάνουν μονόλογο απέναντι στα παιδιά τους. Δεν τους αναγνωρίζουν την προσωπικότητά τους, γίνεται αυτό που θέλουν οι ίδιοι, όπως το θέλουν, η άποψή των εφήβων δεν υπάρχει σχεδόν σε διάλογο. Οι κατευθύνσεις είναι δικές τους, οι γραμμές δικές τους, ο τρόπος ζωής τους, όλα είναι δικά τους. Όμως τώρα ο/η έφηβος/η αισθάνεται την ανάγκη να ανεξαρτητοποιηθεί και γι’ αυτό το λόγο στρέφεται ενάντια στους γονείς του. Βέβαια, η στάση όλων των εφήβων απέναντι στους γονείς τους δεν είναι η ίδια. Εδώ παίζουν ρόλο πολλά πράγματα: η προσωπικότητα των γονέων, οι σχέσεις που έχουν με το παιδί τους, η προσωπικότητα του παιδιού, αν είναι αγόρι ή κορίτσι, το νευρικό σύστημα του παιδιού και τέλος, το αν έχει φίλους ή περιβάλλον, ώστε ξεκόβοντας από την οικογένεια να είναι έτοιμο να ενταχθεί εκεί ή αν δεν έχει ομάδα ν’ ακουμπήσει. Όλα είναι καθοριστικοί παράγοντες.
Η πρώτη στάση του/της εφήβου απέναντι στους γονείς του είναι απορριπτική. Δεν τους παραδέχεται. Οι γονείς ήταν ως τότε σε βάθρο, μα τώρα η εκτίμηση, η αγάπη, ο θαυμασμός αρχίζουν λίγο – λίγο να καταρρέουν. Το βάθρο πάει στην άκρη κι οι γονείς δεν γίνονται απο/παρα-δεκτοί από τον/την έφηβο, που δείχνει να μη τους εκτιμά.
Υπάρχει και μια δεύτερη στάση του εφήβου απέναντι στους γονείς του: η στάση της ειρωνείας. Συχνά όταν ένα πράγμα θέλει κάποιος να το απαξιώσει, το ειρωνεύεται. Και φυσικά οι έφηβοι, που δεν έχουν, ακόμα, τη δυνατότητα ν’ αντιμετωπίσουν λογικά τη νέα κατάσταση, την ειρωνεύονται. Οποιοδήποτε ελάττωμα έχουν οι γονείς, σωματικό ή όχι (παχείς-αδύνατοι-άσχημοι-πλούσιοι-φτωχοί-τσιγκούνηδες κλπ.), οτιδήποτε τους ενοχλεί, βγαίνει στην επιφάνεια τώρα με τη μορφή της ειρωνείας.
Μια τρίτη στάση είναι η επαναστατική. Επανάσταση συχνά επίμονη και σκληρή. Εμφανίζεται πιο έντονη σε κατηγορίες γονέων, που δεν φρόντισαν να συνεννοηθούν με τα παιδιά τους σε μικρότερη ηλικία. Χωρίς αυτό να σημαίνει πως δεν μπορεί να συμβεί και σε όσους είχαν διάλογο.
Η εφηβική ηλικία είναι ανοιχτή προς όλες τις κατευθύνσεις.
Μα συνήθως, η πάνοπλη επανάσταση των εφήβων ενάντια στους γονείς συμβαίνει σε περιβάλλοντα, όπου δεν είχαν συνεννοηθεί προηγουμένως οι δυο γενιές.
Πολλοί γονείς, που δεν είναι προετοιμασμένοι γι’ αυτές τις αλλαγές απογοητεύονται, στενοχωριούνται. Είναι οι περιπτώσεις των γονέων που πηγαίνουν στους ειδικούς τελείως αποθαρρημένοι πως “έχασαν” το παιδί τους και αποτύχανε στην αγωγή του. Δεν έχουν δίκιο παρά μόνο από την άποψη ότι πολλές φορές είναι βασανιστική η τακτική των εφήβων απέναντί τους. Αν θελήσουμε να δούμε ποια περίοδος είναι η πιο βασανιστική για τους γονείς, όπως δείχνουν οι στατιστικές, είναι για τα κορίτσια (προηγούνται στην εφηβεία) από τα 11 ως τα 16, γιατί μετά τα 16 αρχίζουν πια να ωριμάζουν και ξεκινά η συνεργατικότητα, για τ’ αγόρια από τα 14 μέχρι τα 18. Που σημαίνει πως οι γονείς όταν έχουν αγόρι και κορίτσι από τα 11 ως τα 19-20 έχουν να περάσουν κουραστική περίοδο ζωής. Πρέπει να προετοιμαστούν γι’ αυτά τα “εννέα χρόνια”.
Όμως αυτή η τεταμένη ατμόσφαιρα δεν διαρκεί και τα εννέα χρόνια στην ίδια ένταση. Υπάρχουν εναλλαγές ως προς την τακτική του παιδιού. Ακόμη εναλλάσσονται και οι γονείς ως προς την επιθετικότητα του παιδιού. Σε άλλα στάδια η επιθετικότητα είναι προς τη μητέρα, σε άλλα στάδια προς τον πατέρα.. Καμιά φορά βάλλουν και προς τους δύο μαζί. Άλλοτε διαχωρίζουν τους δυο γονείς ανάλογα με το φύλο, τις συμπάθειες κι ανάλογα με την κατανόηση που τους έδειξαν.
Το κορίτσι, τον πρώτο καιρό εναντιώνεται στη μητέρα, αργότερα ταυτίζεται και συχνά γίνονται φίλες. Είναι δυο τακτικές που μπορεί να έχει το κορίτσι προς τη μητέρα του. Συχνά, όμως, δεν έχουμε και τις δυο αυτές στάσεις από το κορίτσι. Μπορεί να είναι φίλη από την αρχή με τη μητέρα του ή μπορεί να εναντιωθεί στη μητέρα απ’ την αρχή. Εδώ είναι αυτός ο ανταγωνισμός, ιδίως, όταν είναι η μητέρα νέα ή πιο καλοφτιαγμένη, πιο συμπαθής από το κορίτσι. Τότε βλέπουμε να μην ταυτίζονται μητέρα και κόρη ή να εξακολουθούν να περπατάνε στη ζωή τους σε δυο διαφορετικούς δρόμους, γιατί δεν κουβέντιασαν, δεν συνεννοηθήκαν.
Στο σημείο αυτό διαφαίνεται και η ψυχολογία της μητέρας, γιατί δυστυχώς πολλές φορές, μερικές μητέρες, καθώς μεγαλώνουν τα κορίτσια τους τις βλέπουν ως αντίπαλες (κυρίως όταν είναι νέα η μητέρα). Είναι συχνά φανερή η επιφυλακτικότητά της προς το κορίτσι που βγήκε στην επιφάνεια, μεγάλωσε και την αφήνει στην άκρη. Μα να μην ξεχνά πως είναι μητέρα κι έχει παιδί. Θα πρέπει να υποχωρήσει η ίδια για να προχωρήσει το παιδί της.
Μα με το κορίτσι δεν έχει η μητέρα τόσες ιδιαιτερότητες στη σχέση της όσο με το αγόρι. Το αγόρι είναι εκείνο που ξεσηκώνεται, που πρέπει να ξεσηκώνεται ενάντια στη μητέρα, ενάντια στο γυναικείο της πρότυπο. Στην αρχή με μια επιθετική και ίσως σαδιστική διάθεση. Βέβαια, πάντα παίζει ρόλο το τί τύπου παιδί και τί τύπου μητέρας είναι . Μα ωστόσο, όσο καλοί κι αν είναι κι ο ένας κι ο άλλος, το αγόρι εναντιώνεται προς τη μητέρα γιατί τη βλέπει πια σαν άλλο φύλο, και βέβαια δεν του αρέσει σαν εκπρόσωπος του άλλου φύλου η μητέρα – και καλά κάνει. Από την άλλη, δεν είναι ακόμη έτοιμο να δεχτεί τις σχέσεις ή να δημιουργήσει σχέσεις με το άλλο φύλο και εκεί είναι που τα αγόρια δεν “χωνεύουν” τις μητέρες, γιατί παρουσιάζονται ως εκπρόσωποι ενός φύλου που, για το αγόρι, είναι ακόμη απλησίαστο.
Καλό είναι να συνειδητοποιήσουν, όσες γυναίκες έχουν αγόρια, πως πρέπει να ενισχύσουν αυτή την τάση του παιδιού τους. Το λάθος που κάνουν οι μητέρες είναι πως υποφέρουν όταν το αγόρι τους -και μάλιστα όταν είναι μοναχοπαίδι- ξεκόβει και φεύγει, είναι επιθετικό και δεν τις παραδέχεται. Αλλά είναι συνηθισμένο και το φαινόμενο του αγοριού, που ενώ ξεκίνησε επαναστατικά, κάνει στροφή σιγά-σιγά προς τη μητέρα και προσκολλάται πάλι σ’ αυτήν.
Η ταύτιση αντί να γίνει προς τον πατέρα, που είναι το ανδρικό πρότυπο, γίνεται προς την μητέρα και τότε ενισχύεται αυτό που λένε οι ψυχαναλυτές “οιδιπόδειο σύμπλεγμα” γερά πια, οργανωμένο και δεν σπάει στο μέλλον∙ τελικά το αγόρι προχωρεί το δρόμο του με την εικόνα της μάνας πάντα εξιδανικευμένη σ’ όλες τις σχέσεις του, ακόμα και στο γάμο. Δεν μπορούν δηλαδή να ανεξαρτητοποιηθούν ούτε ο γιος ούτε η μητέρα. Γι’ αυτό το λόγο πρέπει, έστω και σε βάρος τους, οι μητέρες να προσέξουν τις σχέσεις τους μαζί του. Γιατί αυτό σημαίνει πληρέστερη προσωπικότητα του παιδιού τους κι ωριμότητα.
Βασική περίοδος γι’ αυτό το θέμα είναι η εφηβεία.
Αν η υπόθεση χαθεί την περίοδο της εφηβείας δύσκολα ξανακερδίζεται. Όσες προσπάθειες κι αν γίνουν αργότερα, στα 22-25-28 να γίνει ανεξάρτητο το παιδί, όσα κηρύγματα κι αν ακούσει τότε, δεν θα ωφελήσουν. Εκεί χρειάζεται συχνά παρέμβαση ειδικού για να μπορέσει το αγόρι να ανεξαρτητοποιηθεί από το μητρικό πρότυπο.
Τώρα, ως προς τον πατέρα. Από πλευράς κοριτσιού δεν υπάρχει συχνά σύγκρουση. Σε κάποιες περιπτώσεις θα μπορούσε να δημιουργηθεί υποσυνείδητος ερωτισμός – κυρίως όταν μερικοί πατέρες γίνονται πολύ διαχυτικοί με τις κόρες τους που βρίσκονται στην εφηβεία. Πρέπει να είναι προσεκτικοί. Η κόρη, βέβαια, κολακεύεται απ’ αυτή τη στάση του πατέρα. Δεν είναι ασφαλώς κι εδώ η καλύτερη περίπτωση, είναι το αντίστροφο του αγοριού, όχι τόσο διαδομένο, γιατί τα κορίτσια βρίσκουν πιο εύκολα τρόπους να αντιμετωπίζουν πιο ευέλικτα τις καταστάσεις. Τα αγόρια είναι πιο μονολιθικά, δεν αναπροσαρμόζονται εύκολα∙ σπάνια θα δούμε κορίτσια να έχουν προσκολληθεί στον πατέρα στο βαθμό που βλέπουμε να προσκολλώνται τ’ αγόρια προς τη μητέρα (τουλάχιστον στην Ελλάδα).
Και τώρα το αγόρι προς τον πατέρα: Συγκρούσεις στην αρχή. Μα, αν δεν χάσει την ψυχραιμία του ο πατέρας και περάσουν ορισμένες δυσκολίες, σιγά-σιγά αρχίζει η παραδοχή και κατά κάποιο τρόπο ξεκινά η συνεργασία. Ο έφηβος πείθεται σιγά-σιγά για τον πατέρα του, πως τον αγαπά, του έχει εμπιστοσύνη, τον φροντίζει, και πως όσο βασανιστικά κι αν στέκεται απέναντι στον πατέρα του, εκείνος εξακολουθεί να είναι ζεστός και προστατευτικός.
Άλλωστε, αυτές οι στάσεις του/της εφήβου είναι κάπως επιφάνεια. Είναι και λίγο σφυγμομέτρηση, δηλαδή την ώρα που είναι επιθετικοί/ές λογαριάζουν τί θα βγει απ’ αυτό και πώς θα εκτιμηθεί αυτό που βγήκε ή που δεν βγήκε. Δεν είναι μια στάση χωρίς συνέπειες ή στοχασμό. Αργότερα κάθονται, φιλοσοφούν πάνω σ’ αυτά τα βιώματα, τις ώρες της απομόνωσής τους. Δεν τ’ αφήνουν απαρατήρητα.
Η εμπειρία δείχνει ότι ο/η έφηβος τα σκέφτεται και τ’ αξιολογεί. Κι ανάλογα τα εκτιμά περισσότερο ή γίνεται περισσότερο απορριπτικός προς τους γονείς ή τον πατέρα.
Τελικά, οι γονείς μπορούν να πετύχουν,
μέσα από όλες αυτές τις περίπλοκες διεργασίες των σχέσεων,
να πείσουν τα παιδιά τους πως βρίσκονται στο πλευρό τους.
Και αν κάποια στιγμή “κατέβηκαν”
από το βάθρο τους, θα ξανανεβούν, μα φιλικά.