ΜΑΘΗΤΙΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ

   Ενδιαφέρουσα εργασία με θέμα “Προέλευση Ορολογίας Ποδοσφαίρου” εκπονήθηκε στο πλαίσιο του μαθήματος της νεοελληνικής Λογοτεχνίας και στο κείμενο του Ν. Χουλιαρά “Η εσχάτη των ποινών”.

Παρατίθενται ενδεικτικά (μαθητής της  τάξης: Μ. ΓΙΑΝΝΗΣ & Ν. ΔΗΜΗΤΡΗΣ, καθηγήτρια: Χιωτέρη Αικ.):

ΠΟΔΟΣΦΑΙΡΙΚΗ       ΟΡΟΛΟΓΙΑ

1.Αυτογκόλ                          11.Κατενάτσιο                         21.Πλονζόν                                                                                                  

2.Βολέ                                  12.Κόρνερ                                 22.Σέντερ μπακ                  

3.Γάμα                                 13.Κυνηγός                               23.Σέντερ φορ

4.Δοκάρι                              14.Λίμπερο                               24.Σέντερ χαφ

5.Δοκός                                15.Οπισθοφύλακας                 25.Σέντρα

6.Έξοδος                              16.Οφσάιντ                              26.Σκοτώστρα                     

7.Εξτρέμ                              17.Πλασάρισμα                       27.Τάκλιν

8.Εστία                                18.Πλασάρω                            28.Σημειώνω

9.Κάρτα                               19.Πλασέ                                 29.Τεσσάρα

10.Κατενάτσιο                    20.Πλεονέκτημα                     30.Τρίπλα

                                                                                                    

 

31.Τριπλάρω

32.Φάση

33.Χαφ                                                                           

                ΣΗΜΑΣΙΑ ΠΟΔΟΣΦΑΙΡΙΚΩΝ ΟΡΩΝ & ΓΛΩΣΣΑ ΠΡΟΕΛΕΥΣΗΣ

 

Αυτογκόλ (άκλ.) : (ποδ.) το γκολ που πετυχαίνει παίχτης σε βάρος της δικής του ομάδας από εσφαλμένη ενέργεια.

[λόγ. αυτο- + γκολ]

                                                                                            

                     Βολέ [volé] Ε (άκλ.) : (ποδ.) για ειδικό έντεχνο χτύπημα της μπάλας, με το επάνω                                                                        μέρος του ποδιού, όταν αυτή δεν ακουμπάει στο έδαφος.

 

[γαλλ. volé]

 

 

Γάμα το [γáma] Ο (άκλ.) :  το τμήμα της εστίας που βρίσκεται στη συμβολή του οριζόντιου δοκαριού με καθένα από τα δύο κάθετα

 

[λόγ. < αρχ. γάμμα (σημιτ. προέλ., πρβ. αραμ. gamlā, εβρ. gāmāl)· αρχ. προφ. [gamma], μετά την ελνστ. εποχή [γamma, γama] · (δες και Γ)]

 

 

Δοκάρι το [δokári] : καθένα από τα επιμήκη ξύλα, δύο κάθετα και ένα οριζόντιο, που σχηματίζουν μαζί με τα δίχτυα την εστία· δοκός

 

 

[μσν. δοκάρι(ον) υποκορ. του αρχ. δο κ(ός) -άριον]

 

Δοκός η [δokós] : καθένα από τα επιμήκη ξύλα, δύο κάθετα και ένα οριζόντιο, που σχηματίζουν μαζί με τα δίχτυα την εστία· δοκάρι

 

[λόγ. < αρχ. δοκός · μεταπλ. σε αρσ. για προσαρμ. στη δημοτ.]

 

έξοδος η [éksoδos] : η κίνηση του τερματοφύλακα έξω από την περιοχή της εστίας του, για να αντιμετωπίσει επιθετική ενέργεια.

 

 

[λόγ.: αρχ. ἔξοδος]

 

 

 

Εξτρέμ το [ekstrém] Ο (άκλ.) : (παρωχ., ποδ.) ονομασία των δύο ακραίων επιθετικών παικτών

 

[λόγ. < γαλλ. extrêmes(;)]

Εστία η [estía] : το τμήμα του γηπέδου που ορίζεται από τα δοκάρια και τα δίχτυα και από όπου πρέπει να περάσει η μπάλα, για να σημειωθεί γκολ.

[λόγ · III: σημδ. γαλλ. foyer]

Κάρτα η [kárta] : κάρτα που δείχνει ο διαιτητής σε παίχτη ο οποίος έκανε μια σοβαρή παράβαση των κανονισμών: Kίτρινη ~, για προειδοποίηση. Kόκκινη ~, για αποβολή από το παιχνίδι.

[αντδ. < ιταλ. carta < λατ. charta < αρχ. χάρτης]

 

 

Κατενάτσιο το [katenátsio] Ο (άκλ.) : (ποδ.) αμυντικό σύστημα.

[ιταλ. catenaccio (αρχική σημ.: `μάνταλο΄)]

 

Κόρνερ το [kórner] Ο (άκλ.) : (ποδ.) σφάλμα του παίχτη που στέλνει την μπάλα πίσω από τη γραμμή του τέρματος της ομάδας του. Επαναφορά της μπάλας στο γήπεδο με λάκτισμα από την αντίπαλη ομάδα ως αποτέλεσμα του παραπάνω λάθους.

[αγγλ. corner]

 

 

 

 

Κυνηγός ο [kiniγós] : Επιθετικός παίχτης

Λίμπερο ο [líbero] & Λίμπερο το [líbero] Ο (άκλ.) : (ποδ.) παίκτης, χωρίς συγκεκριμένη θέση στη διάταξη της ομάδας, που αναλαμβάνει να καλύπτει διάφορες θέσεις κατά την κρίση του και σύμφωνα με τις ανάγκες του αγώνα.

[λόγ. < γερμ. Libero (στη νέα σημ.) < ιταλ. libero `ελεύθερος΄]

 

Οπισθοφύλακας ο [opisθofílakas] Ο5 : (ποδ.) αμυντικός παίκτης ποδοσφαιρικής ομάδας.

 

[λόγ. < αρχ. πισθοφύλαξ, αιτ. -ακα, πληθ.: `η (στρατ.) οπισθοφυλακή΄ σημδ. γαλλ. arrière με βάση το στρατ. όρο arrière-garde `οπισθοφυλακή΄]

 

 

 

Οφσάιντ το [ofsáid] & οφσάιτ το [ofsáit] Ο (άκλ.) : (ποδ.) αντικανονική θέση ενός παίχτη, ο οποίος δέχεται την μπάλα, ενώ κανένας αντίπαλος παίχτης εκτός από τον τερματοφύλακα δεν υπάρχει ανάμεσα σ΄ αυτόν και στην εστία της αντίπαλης ομάδας.

[αγγλ. off side]

Πλασάρισμα το [plasárizma] : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του πλασάρω.

[πλασάρ(ω) -ισμα]

Πλασάρω [plasáro] -ομαι: κατακτώ μια καλή θέση, κατακτώ μια καλή θέση

 

[γαλλ. plac(er), se plac(er) άρω]

Πλασέ [plasé] Ε (άκλ.) : (ποδ.) για ειδικό έντεχνο χτύπημα της μπάλας, με το εσωτερικό μέρος του ποδιού και από μικρή απόσταση από την αντίπαλη εστία, που συνήθ. καταλήγει σε γκολ.

[γαλλ. placé]

Πλεονέκτημα το [pleonéktima] : Ο διαιτητής άφησε το ~ (στον επιτιθέμενο παίκτη), του επέτρεψε να συνεχίσει από ευνοϊκή θέση την προσπάθειά του για την επιτυχία γκολ, παρόλο που ένας αντίπαλος παίκτης επιχείρησε ανεπιτυχώς να τον ανακόψει αντικανονικά.

[λόγ.: 1: αρχ. πλεονέκτημα]

Πλονζόν το [plonzón] Ο (άκλ.) : (ποδ., παρωχ.) εκτίναξη του τερματοφύλακα για απόκρουση της μπάλας.

[λόγ. < γαλλ. plongeon]

Σέντερ Μπακ ο [sénder bák] & σέντερ μπακ το [sénder bák] Ο (άκλ.) : (ποδ.) ο κεντρικός αμυντικός παίκτης, στο παλαιότερο σύστημα διάταξης των παικτών στο ποδόσφαιρο.

[αγγλ. centre + back κατά το centre half-back (δες στο σέντερ χαφ)]

Σέντερ Φορ ο [sénder fór] & σέντερ φορ το [sénder fór] Ο (άκλ.) : (ποδ.) ο κεντρικός από τους επιθετικούς παίκτες, στο παλαιότερο σύστημα διάταξης των παικτών στο ποδόσφαιρο.

[αγγλ. centre-forward]

ΣέντερΧαφ ο [sénder xáf] & σέντερ χαφ το [sénder xáf] Ο (άκλ.) : (ποδ.) ο κεντρικός από τους μεσαίους παίκτες, στο παλαιότερο σύστημα διάταξης των παικτών στο ποδόσφαιρο.

[αγγλ. centre-half, centre half-back]

Σέντρα η [séndra] : α. το κέντρο του γηπέδου. β. μπαλιά που γίνεται από πλάγιο σημείο του γηπέδου προς το κέντρο της αντίπαλης άμυνας και όχι προς συγκεκριμένο παίκτη

[αγγλ. (βρετανικό) centr(e) ]

 

 

Σημειώνω : βάζω γκολ.

Σκοτώστρα η [skotóstra] : παίχτης σκληρός και επικίνδυνος για τον αντίπαλο.

[σκοτωσ- (σκοτώνω) -τρα]

Τάκλιν το [táklin] Ο (άκλ.) : (ποδ.) διεκδίκηση, αφαίρεση της μπάλας από τον αντίπαλο, με έντονο αλλά επιτρεπόμενο από τους κανονισμούς τρόπο.

[αγγλ. tackling]

Τεσσάρα: τέσσερα τέρματα

Τρίπλα η [trípla] & ντρίπλα η [drípla] : 1. (κυρ. στο ποδ.) κινήσεις και ελιγμοί ενός ποδοσφαιριστή, που εξουδετερώνουν την αντίσταση παίκτη αντίπαλης ομάδας: Aυτός ο παίχτης έχει θαυμάσια ~ / κάνει θεαματικές τρίπλες. 2. (μτφ.) ελιγμός: Mε μια ~ ανέτρεψε όλα τα επιχειρήματά του.

[ντρ-: αγγλ. dribbl(e) ]

Τριπλάρω [tripláro] -ομαι & ντριπλάρω [dripláro] -ομαι : (κυρ. στο ποδ.) με κινήσεις και ελιγμούς εξουδετερώνω την αντίσταση παίκτη αντίπαλης ομάδας.

[τρίπλ(α), ντρίπλ(α) -άρω]

Φάση η [fási] : χρόνος ή τμήμα χρόνου κατά το οποίο εκτυλίσσεται μια ενέργεια ή μια διακριτή σειρά ενεργειών ενός ή περισσότερων παικτών: H τηλεόρα ση δείχνει τις κυριότερες / σπουδαιότερες φάσεις από τους αγώνες της Kυριακής.

 

Χαφ το [xáf] Ο (άκλ.) : (ποδ.) ονομασία δύο παικτών του κέντρου· μέσος: Δεξιό / αριστερό ~.

[αγγλ. half] .

 

ΕΡΓΑΣΙΑ ΤΗΣ ΤΑΞΗΣ Β ΤΩΝ ΜΑΘΗΤΩΝ Μ. ΓΙΑΝΝΗ & Ν. ΔΗΜΗΤΡΗ

ΤΕΛΟΣ

Κατηγορίες: ΕΡΓΑΣΙΕΣ. Προσθήκη στους σελιδοδείκτες.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *