Γεωγραφική θέση Ινδίας και πληθυσμός
Είναι η δεύτερη μεγαλύτερη χώρα παγκοσμίως σε πληθυσμό, με 1.166.079.217 κατοίκους, και η έβδομη μεγαλύτερη σε έκταση με 3.287.590 χμ². Εκτείνεται ανάμεσα στα Ιμαλάια όρη και τον Ινδικό ωκεανό από τον οποίο ορίζεται στα νότια, νοτιοδυτικά και νοτιοανατολικά. Συνορεύει ανατολικά με το Μπανγκλαντές και τη Βιρμανία, βόρεια με την Κίνα και τα κρατίδια Μπουτάν, Νεπάλ, βορειοδυτικά με το Πακιστάν, ενώ δυτικά βρέχεται από την Αραβική θάλασσα και νότια, νοτιοανατολικά από τον Ινδικό ωκεανό και τον κόλπο της Βεγγάλης
Η μουσική της
Ο πολιτισμός της Ινδίας σήμερα είναι το αποτέλεσμα αλληλεπίδρασης φυλών και πολιτισμών, τόσο αυτοχθόνων, όσο και ξένων, κι είναι ακριβώς η μελέτη της συνεισφοράς όλων αυτών των παραγόντων που μας δίνει μια εικόνα της εξέλιξης της ινδικής μουσικής. Η μουσική της βόρειας Ινδίας είναι γνωστή με το όνομα "hindustani" Ινδουστανικήκαι της νότιας ως "karnatic" Καρνατική. Η προέλευσή τους είναι ίδια, μόνο η προσέγγιση και το στιλ αλλάζουν. Ένα από τα πλέον δημοφιλή παραδοσιακά όργανα της Ινδίας είναι το κρουστό tabla , βασικό στοιχείο της κλασικής ινδικής μουσικής του Βορρά ενώ πολύ διαδεδομένες είναι οι ιδιότυπες κλίμακες ragas. Η παραδοσιακή μουσική περιλαμβάνει τραγούδια του κύκλου της ζωής, των εποχών και των γιορτών των Ινδουιστών.
Ο ρυθμός και η μελωδία
Ο ρυθμός είναι ένα από τα κύρια χαρακτηριστικά της ινδικής μουσικής. Τα δομικά στοιχεία αυτού του ρυθμού, είναι κάποιες ενδιάμεσες ρυθμικές φόρμες, τα τάλας (αριθμός ρυθμικών σχημάτων) και τα μάντρας (μονάδες χρόνου)και όσον αφορά τη μελωδία, αυτή είναι ένας πολύπλοκος συνδυασμός που δημιουργεί τις φόρμες raga, που περιέχουν ένα ανοδικό τρόπο και ένα καθοδικό τρόπο με διαφορετικό συνδυασμό για κάθε raga. Κάθε raga με τον ειδικό μελωδικό χαρακτήρα της είναι μια διαφορετική ψυχική κατάσταση, μια εποχή του χρόνου, μια φάση της σελήνης, μια εποχή της φάσης της ανθρώπινης ζωής, της ζωής και του θανάτου, των φαινομένων της φύσης. Κάθε raga έχει μια πολύπλοκη ταυτότητα όσο πολύπλοκος είναι και ο ίδιος ο άνθρωπος.
Τα όργανα που χρησιμοποιούνται
Η βίνα είναι ένα πανάρχαιο έγχορδο όργανο , με 7 χορδές , πολύ διαδεδομένο. Είναι φτιαγμένο από μπαμπού και δυο σφαιρικά ηχεία από κολοκύθες. Προέρχεται από την βόρεια Ινδία και συνδέεται με τη ινδουιστική θεά Σαρασβάτι της μουσικής.
Το σιτάρ είναι ένα άλλο ευρέως γνωστό όργανο, με ένα ηχείο και 7 κύριες χορδές και 13 "συμπαθητικές". Το σαρόντ έχει 26 χορδές και είναι το πλουσιότερο ηχοποιητικό έγχορδο όργανο. Ένα άλλο παράξενο όργανο αυτής της κατηγορίας είναι το εκα-τάντρι , έχει μόνο ένα κομμάτι μπαμπού, και μια μόνο χορδή.
Από τα πνευστά το πιο γνωστό είναι το πούγκι , το διπλό φλάουτο των γητευτών των φιδιών. Το σάνκα είναι θαλάσσιο κοχύλι, τρυπημένο που χρησιμοποιείται στα μοναστήρια και το σρίνγκα είναι φτιαγμένο από κέρατο αγελάδας.
Στα κρουστά ξεχωρίζει το τάμπλα που αποτελείται από δυο χειροτύμπανα καλυμμένα με δέρμα. Το ένα παίζεται με το αριστερό χέρι και το άλλο με το δεξί.
Οι Βέδες(ιεροί ύμνοι και τελετουργικοί στίχοι, που έχουν συντεθεί στην αρχαϊκή Σανσκριτική και είναι γνωστοί μεταξύ των λαών που μιλούσαν ινδοευρωπαϊκή γλώσσα και πέρασαν στις Ινδίες από περιοχές της Περσίας.)
Τον 15ο και 10ο π.χ. αιώνα εμφανίζονται οι Βέδες ντυμένες με μουσική. Περιέχουν ύμνους και τραγούδια προορισμένα να συνοδεύουν ιεροτελεστίες και θυσίες. Όλα αυτά καταγραμμένα μέσα από μια πολύπλοκη και τελειοποιημένη μουσική σημειολογία. Η πηγή των Βεδών είναι άγνωστη και σύμφωνα με την μυθολογία. Ίσως γι΄ αυτό περιέχει τον σπόρο της αιωνιότητας και της διαχρονικότητας, εξαιτίας του οποίου κατάφεραν να επιζήσουν μέσα από την βουδιστική και μουσουλμανική περίοδο. Οι Βέδες περιέχουν εξαιρετικές γνώσεις σε όλους τους τομείς και η έντονη σύνδεση τους με το θρησκευτικό συναίσθημα ,τις έκανε να δημιουργήσουν εκείνη την μουσική παράδοση, που ήταν ικανή να μεταβιβάζει από γενιά σε γενιά αυτές τις γνώσεις. Ποτέ δεν έγινε κοσμική , πάντα υπηρετούσε την ένωση και την επικοινωνία του ανθρώπου με το θείο, πάντα σκόπευε στην δημιουργία έξαρσης και έκστασης της ανθρώπινης συνείδησης, για να την οδηγήσει σε ανώτερα υπερβατικά επίπεδα και σε μυστικιστικά συναισθήματα.
Τα κέντρα μετάδοσης αυτής της μεγάλης μουσικής παράδοσης ήταν καταρχήν τα μοναστήρια και αργότερα τα παλάτια. Κάθε ναός και κάθε αυλή , είχε πολλούς δεξιοτέχνες εκτελεστές δασκάλους. Η αυλική μουσική εξελίχτηκε γρήγορα , ο "αρχιμουσικός της αυλής" συντόνιζε το είδος της μουσικής που έπρεπε να παίζεται σε κάθε περίσταση. Για την χαρά , τα πένθη, τις μάχες, τις επικλήσεις, για όλες τις σημαντικές στιγμές ταίριαζε μια διαφορετική μουσική φόρμα.