Μητέρα ~ Γιάννης Ρίτσος
Είχαμε τον κήπο στην άκρη της θάλασσας.
Απ’ τα παράθυρα γλιστρούσε ο ουρανός
κι η μητέρα καθισμένη στο χαμηλό σκαμνί
κεντούσε τους αγρούς της άνοιξης
με τα ανοιχτά κατώφλια των άσπρων σπιτιών
με τα όνειρα των πελαργών στην αχυρένια στέγη
γραμμένη στη λευκή διαφάνεια…
Η μητέρα μού κρατούσε τα χέρια.
Μα εγώ πίσω απ’ τον τρυφερό της ώμο
πίσω απ’ τα μαλλιά της τα χλωμά
στρωτά μ’ ένα άρωμα υπομονής και ευγένειας
κοιτούσα σοβαρός τη θάλασσα…
Μας πήραν το θαλασσινό τραγούδι
Μας δέσαν τα θαλασσινά μας πόδια.
Παιδάκια σιωπηλά κι απορημένα
με τ’ αλατισμένα ματόκλαδα
με τα μεγάλα μάτια τα γαλάζια
περνάμε φοβισμένα στις μεγάλες πολιτείες…
Μητέρα, μητέρα πού αρνηθήκαμε
την τρυφερή σοφία των δακρύων σου
πού ‘ναι το μακρόθυμο χέρι σου
με την έκφραση της καρτερίας
πού ‘ναι το χέρι σου
ν’ ακούσουμε την αυγή και τη θάλασσα
να ζεστάνουμε τη μοναξιά;
Μητέρα
ο ουρανός γκρεμίστηκε
στα δάκρυα των αθώων…
Κύριε, Κύριε
κι εμείς εδώ
στη μέση των μεγάλων δρόμων
λυπημένοι κι αδέξιοι
με το άδειο δισάκι στα χέρια
μ’ ένα κλουβί αηδονιών στη ράχη
με την πλατιά μνήμη της θάλασσας στο μέτωπο
με χέρια αθώα κι απορημένα που δεν επαιτούν.
Μητέρα δε μας μένει τίποτα.
Πού θ’ απαγκιάσουμε;
Πού θα κοιμηθούμε;…
“ΜΑΝΑ”
Γεράσιμος Μαρκοράς
Μάνα! Δεν βρίσκεται λέξη καμία
να’ χει στον ήχο της τόση αρμονία,
σαν ποιός να σ’ άκουσε με στήθος κρύο,
όνομα θείο;
Παιδί από σπάργανα ζωσμένο ακόμα,
με χάρη ανοίγοντας γλυκά το στόμα,
γυρνάει στον άγγελο που τ’ αγκαλιάζει
και Μάνα! κράζει.
Στον κόσμο τρέχοντας ο νέος διαβάτης
πέφτει στ’ αγνώριστα βρόχια τσ’ απάτης,
και αναστενάζοντας, Μάνα μου! λέει,
Μάνα! και κλαίει.
Της νιότης φεύγουνε τ’ άνθια κ’ η χάρη
τριγύρω σέρνεται με αργό ποδάρι,
ώσπου στην κλίνη του, σα βαρεμένος,
πέφτει ο καημένος.
Και πριν την ύστερη πνοή του στείλει,
αργά ταράζονται τα κρύα του χείλη,
και με το Μάνα μου! πρώτη φωνή του,
πετά η ψυχή του.
**
Άγγελος Βλάχος Η καρδιά της μάνας
Ένα παιδί, μοναχοπαίδι, αγόρι,
αγάπησε μιας μάγισσας την κόρη.
– Δεν αγαπώ εγώ, του λέει, παιδιά,
μ’ αν θέλεις να σου δώσω το φιλί μου,
της μάνας σου να φέρεις την καρδιά
να ρίξω να τη φάει το σκυλί μου.
Τρέχει ο νιος, τη μάνα του σκοτώνει
και την καρδιά τραβάει και ξεριζώνει.
Και τρέχει να την πάει, μα σκοντάφτει
και πέφτει ο νιος κατάχαμα με δαύτη.
Κυλάει ο νιος και η καρδιά κυλάει
και την ακούει να κλαίει και να μιλάει.
Μιλάει η μάνα στο παιδί και λέει:
– Εχτύπησες, αγόρι μου; και κλαίει!
“Το ψωμί της μάνας μου”, του Παλαιστίνιου ποιητή Mαχμούτ Νταρουίς
“Δίχως την ευχή σου
Είμαι πολύ αδύναμος για να σταθώ
Μεγάλωσα πολύ
Δώσε μου πίσω τους χάρτες των αστεριών που είχα παιδί”
Μου λείπει το ψωμί της μάνας μου
Ο καφές της μάνας μου
Το άγγιγμά της
Φουσκώνουν μέσα μου οι παιδικές μου αναμνήσεις
Μέρα τη μέρα
Πρέπει να δώσω αξία στη ζωή μου
Την ώρα του θανάτου μου
Πρέπει να αξίζω τα δάκρυα της μάνας μου
Και αν έρθω πίσω κάποια μέρα
Βάλε με σα μαντήλι στα βλέφαρά σου
Τα κόκαλά μου σκέπασε με χλόη
Που την αγίασαν τα βήματά σου
Δέσε μας μαζί
Με μια μπούκλα απ’ τα μαλλιά σου
Με μια κλωστή που κρέμεται από το φόρεμά σου
Μπορεί να γίνω αθάνατος
Μπορεί να γίνω Θεός
Εάν αγγίξω τα βάθη της καρδιάς σου
Αν καταφέρω και γυρίσω
Κάνε με ξύλα να ανάψεις τη φωτιά σου
Σκοινί για να απλώνεις τα ρούχα σου στην ταράτσα του σπιτιού σου
Δίχως την ευχή σου
Είμαι πολύ αδύναμος για να σταθώ
Μεγάλωσα πολύ
Δώσε μου πίσω τους χάρτες των αστεριών που είχα παιδί
Για να βρω με τα χελιδόνια
Το δρόμο πίσω
Στην άδεια σου αγκαλιά.
“Μητέρα μου”, Μαρία Πολυδούρη
Μητέρα μου, πόσο φρικτὰ βαραίνει
ἡ μοίρα σου στὸ νεανικό μου στῆθος.
Ὅλοι μου οἱ πόνοι καταφεύγουν πλῆθος
γύρω στὴ θύμησή σου ποὺ πικραίνει.
Ἐμένα, ποὺ σὲ δέχτηκα εὐλογία
κ᾿ ἔγινα τὸ θαυμάσιο ὁμοίωμά σου,
ἂς μὲ δεχτῆ σὰ νἆμαι ἁμάρτημά σου
ἡ μνήμη σου, μαρτυρικὴ κι᾿ ἁγία.
Στὴ μοίρα σου, ποὺ γνώρισα σὲ μένα,
τὴ σπαραγμένη σκέψη μου προσφέρω.
Μὰ στὴν καρδιά μου μόνο ἐγὼ θὰ ξέρω
πόσους μετροῦν νεκροὺς τἀγαπημένα.
Μητέρα μου, πόσο μου λείπεις τώρα
ποὺ πνιχτικό, βαθὺ σκότος θὰ γίνῃ
στὴ μάταιη ζωή μου ποὺ ὅλο σβήνει…
Ἄχ, πώς μου λείπεις σὲ μία τέτιαν ὥρα.
“Τύψεις”, Ντίνος Χριστιανόπουλος
“…μα πιο πολύ, η όψη της μητέρας μου
όταν γυρνώ αργά το βράδυ και τη βρίσκω
μ’ ένα βιβλίο στο χέρι να προσμένει
βουβή ξενυχτισμένη και χλομή.”
Τύψεις όσο περνούν οι μέρες και μακραίνει,
η ηλικία της σεμνότητας αισθάνομαι
τις ανεπαίσθητες ραγισματιές εντός μου
από νύχτα σε νύχτα να πληθαίνουν:
δρόμοι που πήρα με χαμηλωμένα μάτια
φώτα που πέσαν πάνω μου ανελέητα
λόγια πιο πρόστυχα κι απ’ τις χειρονομίες
– μα πιο πολύ, η όψη της μητέρας μου
όταν γυρνώ αργά το βράδυ και τη βρίσκω
μ’ ένα βιβλίο στο χέρι να προσμένει
βουβή ξενυχτισμένη και χλομή
Στέλιος Σπεράντσας “Η μανούλα”
Ποιός την κούνια μας κουνάει,
όταν είμαστε μικράκια;
Ποιός χαμογελά στο πλάι
και γλυκά μας λέει λογάκια
και τον ύπνο προσκαλεί;
Η μαμά μας η καλή!
Τα μαλλιά μας ποιός χτενίζει;
Ποιός μας καμαρώνει, αλήθεια;
Ποιός παιχνίδια μας χαρίζει;
Ποιός μας λέει τα παραμύθια
στη φωτίτσα μας σιμά;
Η γλυκιά μας η μαμά!
Κι όταν κάποτε ένα στόμα
κάτι με θυμό μας λέει,
κι όταν παρακούμε ακόμα,
ποιός πονεί και σιγοκλαίει
κι έχει πίκρα στην καρδιά;
Πάντα η μάννα μας, παιδιά!
ΙΩΑΝΝΗΣ ΠΟΛΕΜΗΣ “Ο αποχαιρετισμός της μάνας”
Μισεύεις για την ξενιτιά και μένω μοναχή μου,
σύρε παιδί μου στο καλό και σύρε στην ευχή μου.
Τριανταφυλλένια η στράτα σου, κρινοσπαρμένοι οι δρόμοι,
για χάρη σου ν’ ανθοβολούν και τα λιθάρια ακόμη.
Τα δάκρυά μου να γεννούν διαμάντια σ’ ό,τι αγγίζεις
και το ποτήρι της χαράς ποτέ να μη στραγγίζεις.
Να πίνεις και να ξεδιψάς και να ‘ναι αυτό γεμάτο,
σα να ‘ναι η βρύση από ψηλά κι εσύ να ‘σαι από κάτω.
Εκεί, παιδί μου, που θα πας, στα μακρινά τα ξένα,
δίχτυα πολλά κι οξόβεργες θα στήσουνε για σένα.
Παιδί μου, αν εμένανε πάψεις να με θυμάσαι,
με δίχως βαρυγκώμηση συχωρεμένος να ‘σαι.
Κι αν πάλι το φτωχό καλύβι μας, ντροπή σου φέρνει,
ωστόσο και πάλι θα ‘μαι πρόθυμη, συχώρεση να δώσω.
Μ’ αν την πατρίδα απαρνηθείς που τη λατρεύουμε όλοι,
να ‘ναι η ζωή σου, όπου κι αν πας, αγκάθια και τριβόλοι.
Κική Δημουλά “Το μικρό μου παιδί”
Το μικρό μου παιδί
σοβαρή αταξία έκανε πάλι.
Στο πεζούλι του σύμπαντος σκαρφάλωσε,
σκούντησε με το χέρι του
το κρεμασμένο
στον τοίχο τ’ ουρανού
κόκκινο πιάτο,
κι έχυσε όλο το φως επάνω του.
Ο Θεός απόρησε
που είδε τον ήλιο
ντυμένο ρούχα παιδικά
να κατεβαίνει τρέχοντας
της φαντασίας μου τη σκάλα
και να έρχεται σε μένα.
Κι εγώ κάθομαι τώρα
και μαλώνω αυστηρά
το μικρό μου παιδί,
ενώ κλέβω κρυφά
τον χυμένο επάνω του ήλιο.
ΖΑΧΑΡΙΑΣ ΠΑΠΑΝΤΩΝΙΟΥ “Το τραγούδι της μάνας”
Τρία σύγνεφα ταξίδευαν
-Τραγούδα το σιγά-
Τρία σύγνεφα ταξίδευαν
Κατὰ τὸ Καρπενήσι…
Τό ῾να ψηλὰ κρεμάμενο
-Φλογέρες θὰ τὸ ποῦνε-
Τό ῾να ψηλὰ κρεμάμενο
Λαμπάδιαζε στὴ δύση.
Τ᾿ ἄλλο βοριὰς τὸ μάχουνταν
-Τραγούδα το σιγά-
Τ᾿ ἄλλο βοριὰς τὸ μάχουνταν
Καὶ σὰν ἀχνὸς ἐχάθη…
Τὸ τρίτο τὸ πυκνότερο
-Φλογέρες θὰ τὸ ποῦνε-
Τὸ τρίτο τὸ πυκνότερο
Τ᾿ ἀργοταξιδεμένο
Ἀπάνου ἀπὸ τὴ κούνια μου
-Τραγούδα το σιγά-
Ἀπάνω ἀπὸ τὴ κούνια μου
Ἀρμένισε κι ἐστάθη
Βαριὰ φουρτουνιασμένο…
Νικηφόρος Βρεττάκος “Μάνα και Γιος”
Στης ιστορίας το διάσελο όρθιος ο γιος πολέμαγε
κι η μάνα κράταε τα βουνά, όρθιος να στέκει ο γιος της,
μπρούντζος, χιόνι και σύννεφο. Κι αχολόγαγε η Πίνδος
σαν να ‘χε ο Διόνυσος γιορτή. Τα φαράγγια κατέβαζαν
τραγούδια κι αναπήδαγαν τα έλατα και χορεύαν
οι πέτρες. Κι όλα φώναζαν: “Ίτε παίδες Ελλήνων …”
Φωτεινές σπάθες οι ψυχές σταύρωναν στον ορίζοντα,
ποτάμια πισωδρόμιζαν, τάφοι μετακινιόνταν.
Κι οι μάνες τα κοφτά γκρεμνά σαν Παναγιές τ’ ανέβαιναν
Με τη ευκή στον ώμο τους κατά το γιο παγαίναν
και τις αεροτραμπάλιζε ο άνεμος φορτωμένες
κι έλυνε τα τσεμπέρια τους κι έπαιρνε τα μαλλιά τους
κι έδερνε τα φουστάνια τους και τις σπαθοκοπούσε,
μ’ αυτές αντροπατάγανε, ψηλά, πέτρα την πέτρα,
κι ανηφορίζαν στη γραμμή, όσο που μες στα σύννεφα
χάνονταν ορθομέτωπες η μια πίσω απ’ την άλλη.