100 χρόνια από τη Γενοκτονία των Ελλήνων του Πόντου
Στις 19 Μαΐου του 1919, κατά τη διάρκεια της Μικρασιατικής Εκστρατείας, ο Κεμάλ Ατατούρκ αποβιβάστηκε στη Σαμψούντα του Πόντου και δρομολόγησε τη δεύτερη και σκληρότερη φάση της Γενοκτονίας των Ποντιακού Ελληνισμού.
«Και ποιος δεν έκλαψε νεκρούς;»
Απόστολος Μυκονιάτης ( από το παραθαλάσσιο χωριό Ατζανός, κοντά στην Πέργαμο, απέναντι από τη Λέσβο):
«…Εμείς οι άλλοι περιμέναμε τρεις μέρες, ώσπου μπήκαμε σε καΐκια και μπαρκάραμε για τη Μυτιλήνη. Ώσπου να πατήσει το ποδάρι του ο τούρκικος στρατός στο χωριό, άραζαν καΐκια και μας παίρναν, Πίσω-πίσω στη Μυτιλήνη δεν μας δέχουνταν. Δεν είναι και πλούσιος τόπος- από ένα μαξούλι (σοδειά] περιμένει. Βασανιστήκαμε, κακοκοιμηθήκαμε, κακοφάγαμε, μεγάλη συμφορά πάθαμε. Και ποιος δεν έκλαψε νεκρούς; Και ποιος δεν κακοπάθησε και ποιος δεν κλαίει ακόμα; Μονάχα τα παιδιά που γεννήθηκαν εδώ, τ’ ακούνε σαν ψεύτικα παραμύθια…».
Κατίνα Εμφιετζή-Μητσάκου ( Ήρθε στην Ελλάδα σε ηλικία τριών ετών. Η μαρτυρία της στηρίζεται σ’ αυτά που της περιέγραψε η μητέρα της Αναστασία. Ο πατέρας της, Ιορδάνης Εμφιετζής, εκτελέστηκε από τον τουρκικό στρατό. Ως Τούρκος υπήκοος κλήθηκε να υπηρετήσει σ’ αυτόν. Λιποτάκτησε , τον συνέλαβαν και τον εκτέλεσαν. Τα όσα υπέφερε η οικογένειά της τα περιέγραψε λίγο πριν πεθάνει ):
«… Από την Προύσα φύγαμε το Σεπτέμβριο του ’22, όταν κατέρρευσε το μέτωπο. Ένας γνωστός μας στρατιωτικός ειδοποίησε να τα μαζέψουμε και να κατεβούμε στην παραλία για να μας φυγαδέψει. Ήρθαν τα καράβια, τα γαλλικά, τα εγγλέζικα. Γέμισε η παραλία με κόσμο. Μια γυναίκα που ήταν έγκυος έπεσε στην πλατφόρμα και περνούσαν από πάνω της! Το βγάλανε το παιδί, αυτή όμως πέθανε. Με είχε εμένα η μητέρα στην αγκαλιά και καθόταν στην πλατφόρμα άκρη-άκρη εκεί στη θάλασσα, κι έλεγε αν έρθουν να μας σφάξουν, να πέσει με το παιδί της στη θάλασσα. Ο δε αδερφούλης μου, ο Ζαχαρίας, άφαντος! Πού να πάει η μητέρα μέσα στον πανζουρλισμό να ψάχνει το παιδί! Κάποια στιγμή ήρθε και τη βρήκε.«Βρε, που ήσουνα;» «Πήγα να κολυμπήσω!». Πήγε να κολυμπήσει στη θάλασσα! Το βάζει το μυαλό σου; Την άλλη μέρα, πλησίασε ένα ελληνικό καράβι. Μπήκαμε μέσα, βρήκαμε μια θέση να καθίσουμε. Μια οικογένεια έστρωσε να φάνε. Λένε στη θεία Ελένη: εσύ έχεις ένα παγούρι νερό, δώσε μας να πιούμε και να πάμε να σας φέρουμε . Απ’ το καράβι, όμως, πού να φέρεις νερό; Το’ δωσε η θεία και μείναμε χωρίς νερό. Η μάνα μου έπαθε αφυδάτωση. Ο ξάδερφος μου, ο Σωτήρης, με το Ζαχαρία να πηγαίνουν στις μηχανές και να βάζουν κυπελλάκια να μαζέψουν τα υγρά που πέφτανε, να της φέρουν να πιει.
Copyright © 2022 1ο ΔΗΜΟΤΙΚΟ ΣΧΟΛΕΙΟ ΝΕΑΣ ΕΡΥΘΡΑΙΑΣ. Με την επιφύλαξη όλων των δικαιωμάτων.
Πληροφορίες σχετικά με τον τρόπο επαναχρησιμοποίησης ή αναδημοσίευσης αυτής της εργασίας ενδέχεται να είναι διαθέσιμες στη σελίδα http://Ιωάννης%20Μεριχωβίτης.