Άρθρα για την Αμάρυνθο

ΧΡΟΝΟΛΟΓΙΟ
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΤΟΠΟΥΣ ΤΗΣ ΑΜΑΡΥΝΘΟΥ
ΚΑΙ ΤΗΣ ΕΡΕΤΡΙΑΣ
(και κάποιες αναφορές στην Ιστορία της Εύβοιας)
(Κώστας Ν. Μπαραμπούτης) πηγή: http://amarynthosnews.gr/

    Το χρονολόγιο για τις θέσεις της Ερέτριας και της Αμαρύνθου μέχρι την Πρωτογεωμετρική-Γεωμετρική περίοδο καταγράφεται συνοπτικά με την αναφορά στα ευρήματα αυτών των περιοχών που αντιστοιχούν στις αρχαιολογικές περιόδους. Δεν γίνεται μνεία των αρχαιολόγων και των μελετών τους που αναφέρονται στα αντίστοιχα ευρήματα της αρχαιολογικής σκαπάνης.
Έχει επιλεγεί αυτός ο απλός τρόπος παρουσίασης, αφού ο σκοπός της αφήγησης δεν έχει επιστημονικές αξιώσεις. Οι πληροφορίες που παραλείπονται περιέχονται στα βιβλία που αποτέλεσαν τις πηγές αυτής της εργασίας ήτοι: στο βιβλίο ΕΡΕΤΡΙΑ-ΧΩΡΟΣ και ΜΟΥΣΕΙΟ του Υπ. Πολιτισμού και στο ΑΜΑΡΥΝΘΟΣ – ΙΣΤΟΡΙΑ ΚΑΙ ΘΡΥΛΟΣ του Θ. ΜΟΙΡΟΥ.
     Την ευθύνη για τις ανασκαφικές εργασίες και στην Ερέτρια και στην Αμάρυνθο έχει τόσο η Αρχαιολογική Υπηρεσία όσο και η Αρχαιολογική Εταιρεία, ενώ απο το 1962 ένα τμήμα των ανασκαφών έχει αναλάβει η Ελβετική Αρχαιολογική Σχολή.

Ονοματοποιία των πόλεων

1. ΕΡΕΤΡΙΑ: Το όνομα είναι πιθανό να προέρχεται από την ελληνική λέξη ερέττω που σημαίνει κωπηλατώ. Η Ερέτρια είναι η ναυτική δύναμη που με τα πλοία της και τους κωπηλάτες της οργώνει τις θάλασσες. Το πρώτο όνομα της Ερέτριας ήταν κατά τον Στράβωνα Μελανηίς (μέλαινα γη) και το δεύτερο Αρότρια που δηλώνει και αυτό το γόνιμο έδαφός της.

2. ΑΜΑΡΥΝΘΟΣ: Η μία εκδοχή είναι το όνομά της να προέρχεται απο τον Αμάρυνθο, ένα απο τους κυνηγούς συνοδούς της θεάς Αρτέμιδας. Η άλλη να προέρχεται απο τον Αμάρυνθο, βασιλιά της Εύβοιας και πατέρα του Νάρκισσου. Η τρίτη, η οποία είναι η περισσότερο πιθανή, θέλει το όνομα να προέρχεται απο το ρήμα «αμαρύσσω», που σημαίνει κατά τον Heinze λάμπω, ακτινοβολώ και κατά τον Ησύχιο εκ του «μη μαραί¬νεσθαι τον τόπον». Το όνομα δείχνει από την κατάληξή του -νθος- ότι υπάρχει από την Μηκυναϊκή Εποχή (βλέπε Κόρινθος, Τύρινθος κ.λπ.).

Οι πρώτοι οικιστές της Εύβοιας

     Η επικρατέστερη εκδοχή είναι να κατοίκησαν το νησί περί το 1900 π.Χ. οι Κουρήτες και μετά οι Άβαντες, τους οποίους κάποιοι συγγραφείς ταυτίζουν με τους πρώτους. Τα αρχαιολογικά ευρήματα όπως αναφέρονται ακολούθως είναι πολύ προγενέστερα, επομένως κάτοικοι στο νησί υπήρχαν από τη Νεολιθική περίοδο. Ελλοπιείς και Περρεβοί από την Αιολία φαίνεται να κατοικούσαν στο ΒΔ μέρος της Εύβοιας, Άβαντες ή Κουρήτες την κεντρική περιοχή της και Δρύοπες στην ΝΑ περιοχή της. Οι τελευταίοι διώχτηκαν από τους Δωριείς που ίδρυσαν τα Στύρα, το Δύστο, και την Κάρυστο. Η παράδοση μας μεταφέρει την πληροφορία ότι στην Εύβοια εγκαταστάθηκαν και Φοίνικες, μάλιστα αναφέρει πως ο Κάδμος περί το 1450 π.Χ. πέρασε από τη Θήβα στην Εύβοια και έκτισε τη Χαλκίδα. Η πρώτη σχετική γραπτή μαρτυρία προέρχεται από ένα χωρίο της Ιλιάδας, όπου οι Άβαντες εμφανίζονται να κατέ¬χουν την Εύβοια, αναφέρονται ονομαστικά με την ακόλουθη σειρά οι πόλεις της, Χαλκίδα, Ερέτρια, Ιστιαία, Κήρινθος, Κάρυστος και Στύρα, και να έχουν αρχηγό τον Ελεφήνορα. Οι Άβαντες παρουσιάζονται από τον Όμηρο γεμάτοι ορμή, να έχουν μαλλιά στο πίσω μόνο μέρος της κεφαλής τους, έτοιμοι να σπάσουν τους θώρακες των εχθρών γύρω από τα στήθη τους. Είναι πιθανή επίσης η υπόθεση, στην Εύβοια να εγκαταστάθηκαν μεταξύ του 14ου και 16ου αιώνα Κρήτες, όταν ο Μίνωας, ο βασιλιάς τους, κυριαρχούσε στη θάλασσα.

Νεολιθική Περίοδος (5500-3000 π.Χ.)

ΑΜΑΡΥΝΘΟΣ

Θέση Γύρος
Κεραμικά από άβαφα όστρακα καλά ψημένα με ελά¬χιστό ερυθρό επίχρισμα.
Θέση Ν. Αμαρύνθου
Οψιανοί και κεραμικά όστρακα (λεπίδες σαν ξέστρα, οπείς και γλύφανα).
Θέση Παλαιοχώρια
Κεραμική.

ΕΡΕΤΡΙΑ

Μαγούλα – Λινοβρόχη
Ευρήματα από οψιδιανό και μελανή και ερυθρή κεραμική.
Κοτρώνι – Πλακάκια
Μελανή και ερυθρή κεραμική.
Κάμπος Ερέτριας – Ακρόπολη – Βουδόχη – Μνήμα Σεϊμέν
Μελανή και ερυθρή κεραμική.

Πρωτοελλαδική Περίοδος (3000-2000 π.Χ.)
Χαλκοκρατία

ΑΜΑΡΥΝΘΟΣ
Οικιστική αρχιτεκτονική της Πρωτοελλαδικής ΙΙ και ΙΙΙ περιόδου. Οι κάτοικοι καταπιάνονται με τη γεωργία, κτηνοτροφία, αλιεία, χαλκουργία και φυσικά το εμπό¬ριο. Έχει βρεθεί οψιδιανός από τη Μήλο και αντικεί¬μενα κυκλαδικής προέλευσης.
Κεραμική (Hankey).

ΕΡΕΤΡΙΑ
Λεπίδες οψιανού και πρωτοβερνίκωτη κεραμική. Θραύ¬μασματα ραμφώστομων τροχών με εγχάρακτη διακό¬σμηση.

Μεσοελλαδική Περίοδος (2000-1650 π.Χ)

Θέση Αμάρυνθος
Εξακολουθεί η «μινυακή» κεραμική.

Θέση Ερέτριας
Κεραμική στην ακρόπολη και την αρχαία αγορά, που αποδεικνύει εμπορικές σχέσεις με την Αίγινα και τις Κυκλάδες. Τυπική «μινύεια» τέρφη και ερυθρή κεραμική ( έχει ανασκαφεί κεραμικός κλίβανος).

Υστεροελλαδική Περίοδος (1650-1100 π.Χ.)

Θέση Αμάρυνθος
Η σημαντικότερη πόλη στην πρώιμη υστεροελλαδική είναι η Αμάρυνθος. Έχουμε αναφορές στις πινακίδες Γραμμικής Β από τη Θήβα. Από το 1050 μέχρι και το 1100 π.Χ. έχουμε αναταραχές, πυρκαγιές και περιβαλ¬λοντικές καταστροφές.

Θέση Ερέτριας
Μυκηναϊκά λείψανα έχουν βρεθεί στη Δυτική Πύλη, στις Ν.Α. υπώρειες της ακρόπολης και στην αγορά. Η κεραμική είναι καλής ποιότητας και έχει βρεθεί και ειδώλιο τύπου Φ. Αναφορά των Ερετριέων στην Ιλιάδα του Ομήρου.

Πρωτογεωμετρική – Γεωμετρική Περίοδος
(1050-700 π.Χ.)

Θέση Αμάρυνθος
Παραμένει η σπουδαιότερη μυκηναϊκή πόλη της Ερετρικής πεδιάδας. Στην ευρύτερη περιοχή πρωτοστατεί το Λευκαντί. Στη θέση Παλαιοχώρια χτίζεται για πρώτη φορά το ιερό της Αμαρυνθίας Αρτέμιδας.

Θέση Ερέτριας
Συμμετέχει στους μεγάλους αποικισμούς και στην εμπορική δραστηριότητα της περιόδου. Παντικάπαιον και Φαναγόρεια στην Κριμαία, στον Θερμαϊκό κόλπο, Πιθηκούσες στον κόλπο της Νεάπολης της Ιταλίας και στην Κέρκυρα.
Τον 8ο αιώνα ξεκινούν και οι Ληλάντιοι πόλεμοι με τη Χαλκίδα που καταλήγουν σε νίκη των Χαλκιδαίων. Αναφορά στους Ληλαντικούς πολέμους γίνεται από τον Ηρόδοτο και τον Θουκιδίδη.
Κατά την περίοδο αυτή χρονολογείται και ο αψιδωτός ναός του Δαφνηφόρου Απόλλωνα . Στους τάφους που έχουν ανασκαφεί βρέθηκαν πήλινα και χάλκινα δοχεία μέσα στα οποία τοποθετείτο η τέφρα μετά την καύση των νεκρών. Χρυσά διαδήματα, κτερίσματα από φαγιεντιανή και όπλα συνόδευαν τους νεκρούς που ανήκαν στην πλούσια τάξη των ιπποβοτών.

Αρχαϊακή Περίοδος (700-480 π.Χ.)

Θέση Ερέτριας
Μετά την ήττα των Ερετριέων στους Ληλάντιους πολέμους από τους Χαλκιδείς, παρατηρείται συρρίκνω¬ση της πόλης προς την περιοχή της ακρόπολης. Η Ερέτρια θα συμμετέχει εκ νέου στο αποικιστικό κύμα που γίνεται προς τη Δύση και πιο συγκεκριμένα στη χερσόνησο της Κασσάνδρας και τα θρακικά παράλια. Ο ναός του Δαφνηφόρου Απόλλωνα ανακατασκευάζεται κατά τον δωρικό ρυθμό με περίσταση.
Αθηναίοι, ανάμεσά τους και ο ίδιος ο Πεισίστρατος, νυμφεύονται κόρες αριστοκρατικών οίκων της Ερέτριας. Η άρχουσα τάξη των Ιπποβοτών αντικαθίσταται από τους Αειναύτες, που κυριαρχούν στις ναυτικές επιχειρήσεις.

Κλασική Περίοδος (480-336 π.Χ.)

Θέση Αμαρύνθου
Ο Χοιρέας και τα Αιγίλια ταυτίζονται με το λιμάνι της Αμαρύνθου και το Γλυφό (εικ. 7) αντίστοιχα και σε αυτές τις θέσεις – δήμους της Ερέτριας, αποβιβάζουν στρατό οι Πέρσες το 490 π.Χ. για την πολιορκία της.
Το Λιοντάρι που βρέθηκε στη θέση Γούρνα της Αμαρύνθου πιθανώς συνδέεται με το τρόπαιο που έστησαν οι Πελοποννήσιοι μαζί με τους Ερετριείς μετά τη νίκη τους το 411 π.Χ. κατά των Αθηναίων.

Θέση Παλαιοχώρια
Το Τέμενος, ερετρικός δήμος, πιθανότατα ταυτίζεται με τη θέση Παλαιοχώρια. Εκεί επίσης αποβίβασαν στρατό οι Πέρσες για την πολιορκία της Ερέτριας (490 π.Χ.). Μαζί με την καταστροφή της Ερέτριας από τους Πέρσες, λεηλατήθηκε και καταστράφηκε σε μεγάλο βαθμό το Ιερό της Αμαρυνθίας Αρτέμιδας.
Φαίνεται ότι το Ιερό ανοικοδομήθηκε ξανά μαζί με όλα τα δημόσια κτίρια της πόλης που καταστράφηκαν από τους Πέρσες. Η εύρεση αποθέτη κατά τις ανα¬σκαφές που διενεργήθηκαν κατά την περίοδο 1987-89 πιστοποιούν την ύπαρξη ιερού.
Ο ναός της Αμαρυνθίας Αρτέμιδας δεν έχει ακόμη ανευρεθεί, αρχαίες όμως μαρτυρίες πιστοποιούν την ύπαρξή του από τη Γεωμετρική περίοδο. Ο ναός περιεστοιχίζετο από ογδόντα κίονες, ενδεικτική πληροφορία για το μέγεθός του, εορτάζετο μάλιστα κατ’ έτος με αθλητικούς, μουσικούς αγώνες και παρελάσεις οπλιτών, ιππέων και αρμάτων.

Θέση Ερέτριας
Το 490 π.Χ. η Ερέτρια καταστρέφεται από τον στρατό των Περσών, ως αντίποινα για τη βοήθεια που είχε στείλει προς τη Μίλητο με πέντε τριήρεις κατά την Ιωνική Επανάσταση.
Την κατάληψη της ακρόπολης ακολούθησε η ολοσχερής καταστροφή της πόλης, στην οποία συνέτεινε και η προδοσία από την πλευρά των ολιγαρχικών Ερετριέων. Εκτός από τις σφαγές και τις λεηλασίες, οι Πέρσες συνέλαβαν και 780 αιχμάλωτους, τους οποίους εγκατέστησαν, στην περιοχή «Αρδέρικα» που απείχε διακόσια δέκα στάδια από τα Σούσα.
Η πόλη της Ερέτριας αναδιοργανώθηκε στο α΄ τέταρτο του 5ου αιώνα π.Χ., όπως διαπιστώνεται από την κοπή και κυκλοφορία πολυτελών νομισμάτων καθώς και τον αφιερωματικό χάλκινο ταύρο στην Ολυμπία.
Οι Ερετριείς το 446 π.Χ. βοήθησαν τους Χαλκιδαίους να αποτινάξουν το σύστημα της κληρουχίας, που είχαν εγκαταστήσει οι Αθηναίοι από το 506 π.Χ. στα κτήματα των Χαλκιδαίων ιπποβοτών, ως τίμημα για την ήττα των Χαλκιδαίων και των Βοιωτών, που είχαν συνάψει συμμαχία εναντίον της Αθήνας.
Η Ερέτρια υπάγεται στην Αθηναϊκή ηγεμονία μετά την αποτυχημένη επανάσταση του 446 π.Χ. και καταφέρνει να αποδεσμευτεί το 411 π.Χ. με τη βοήθεια του Σπαρτιάτη Αγησανδρίδα, ύστερα από ναυμαχία έξω από το λιμάνι της Ερέτριας.
Μετά την καταστροφή των Αθηναίων το 411 π.Χ. ιδρύεται το Κοινό των Ευβοέων, από το 357 π.Χ. και μέχρι το 337 π.Χ. η Ερέτρια γίνεται πάλι σύμμαχος της Αθήνας και μετέχει στη Β΄ Αθηναϊκή Συμμαχία.
Οι τύραννοι που άρχουν στην πόλη το διάστημα αυτό την εμποδίζουν να εμφανίσει ιδιαίτερες επιδόσεις ανάπτυξης σε όλες τις πλευρές της κοινωνικής ζωής. Ο Στρατηγός Φωκίων θα επαναφέρει το 341 π.Χ. το δημοκρατικό πολίτευμα, όμως μετά τη μάχη της Χαιρώνειας (338 π.Χ.), η πόλη θα ξαναχάσει την ανεξαρτησία της, αν και σε τοπικό επίπεδο θα συνεχίσει να ελέγχει ένα μεγάλο αριθμό δήμων, συνολικά πενήντα.
Οι πόλεις που συνιστούν το Κοινό των Ευβοέων μετά το 411 π.Χ., εκτός της Ερέτριας είναι η Χαλκίδα και η Κάρυστος. Το Νομισματοκοπείο που κόβει τα χρυσά νομίσματα και για τις τρεις πόλεις βρίσκεται στην Ερέτρια. Το δε σύστημα που ακολουθείται είναι το σταθμητικό σύστημα της Αίγινας.

Ελληνιστική Περίοδος (336-146 π.Χ.)

Θέση Ερέτριας
Μετά τη μάχη της Χαιρώνειας το 338 π.Χ. εγκαθίσταται στην Εύβοια μακεδονική φρουρά που ασκεί τη διοίκηση μαζί με το Κοινό των Ευβοέων, το οποίο μεταξύ των ετών 341-338 π.Χ. έχει πλήρως ανασυγκροτηθεί.
Η πόλη της Ερέτριας, καθόλη την περίοδο του Μεγάλου Αλεξάνδρου και των διαδόχων του, γνωρίζει νέα άνθηση σε όλους τους τομείς της κοινωνικής δομής.
Από το 318 μέχρι και το 312 π.Χ. εγκαθίσταται στην Ερέτρια ο Βασιλιάς της Μακεδονίας Κάσσανδρος, ο οποίος και θα αναθέσει στον Ερετριέα ζωγράφο Φιλόξενο να φιλοτεχνήσει τη μάχη της Ισσού, αντίγραφου του οποίου αποτελεί το γνωστό ψηφιδωτό στη Νεάπολη της Ιταλίας. Ο Φιλόξενος θα ζωγραφίσει πίνακες για τον τάφο του Φιλίππου του Β’ στη Βεργίνα.
Στη διάρκεια της βασιλείας του Δημητρίου του Πολι¬ορκητή, που το 304 π.Χ. καταλαμβάνει την πόλη καθώς και του γιου του Αντίγονου Γονατά, την Ερέτρια κυ¬βερνά ο κυνικός φιλόσοφος Μενέδημος.
Η πόλη της Ερέτριας καθ’ όλον τον 4ο και τον 3ο αιώνα π.Χ. ζει μια περίοδο ακμής. Το θέατρο της πόλης αποκτά τη βασική του μορφή τον 4ο αιώνα και κατά την ίδια περίοδο κτίζονται το Γυμνάσιο και το Στάδιο. Η Αγορά της πόλης είναι το θρησκευτικό, διοικητικό και εμπορικό κέντρο και έχει κτισθεί στην περιοχή του έλους, που δημιουργήθηκε από τις προσχώσεις στο λιμάνι.
Η χωροταξική δομή της πόλης έχει ταξικό και οικονομικό χαρακτήρα. Τα μέλη της αριστοκρατικής Μακηστίδος φυλής κατοικούσαν στη δυτική συνοικία της πόλης. Γύρω από τον ναό του Δαφνηφόρου Απόλλωνα, ζούσε η Μελανηίς και Αρότρια φυλή, δηλαδή ο αγροτικός πληθυσμός, ενώ οι έμποροι και οι ναυτικοί (φυλή των Αειναυτών) κατοικούσε στην κάτω πόλη, στην περιοχή του λιμανιού.
Η Ερέτρια καταλαμβάνεται το 198 π.Χ. από τον Λεύκιο, αδερφό του Τίτου Κόϊντου Φλαμινίνου, ύπατου της Ρώμης, και υφίσταται καταστροφή μεγαλύτερη από εκείνη που υπέστη από τους στρατηγούς του Δαρείου, Δάτι και Αρταφέρνη.
Το 196 π.Χ. στο πλαίσιο της ευρύτερης πολιτικής του Φλαμινίνου, να παραμείνει η Ελλάδα ελεύθερη, χορηγήθηκε και στην Ερέτρια ανεξαρτησία και αναδιοργανώθηκε το Κοινό των Ευβοέων. Η Ερέτρια γνωρίζει εκ νέου περίοδο ακμής που βασίζεται στις εμπορικές σχέσεις που αναπτύσσει με το Βασίλειο της Αιγύπτου. Ο Φλαμινίνος ανακηρύσσεται «Σωτήρ» και «Ευεργέτης» από τους Ερετριείς και το άγαλμά του τοποθετείται στο ναό της Αρτέμιδας. Προς τιμήν του δε τελούνται γυμνικοί αγώνες παίδων και εφήβων.
Όταν ο Λεύκιος Μόμμιος, το 146 π.Χ., καταστρέφει τη Χαλκίδα, η Ερέτρια εξακολουθεί να παραμένει πιστή στη Ρώμη και να απολαμβάνει προνομίων. Έως το 87 π.Χ. αποτελεί τμήμα της επαρχίας της Μακεδονίας υπό την κυριαρχία των Ρωμαίων. Ατυχώς όμως, με ευθύνη των πολιτικών ανδρών της, τάσσεται στο πλευρό του Μιθριδάτη του Πόντου στη διαμάχη του με την Ρώμη, με συνέπεια την ολοσχερή καταστροφή της το 86 π.Χ.
‘Εκτοτε σταδιακά ερημώνεται, για να ξανακατοικηθεί, μετά την καταστροφή των Ψαρών, από ψαριανούς πρόσφυγες το 1843 μ.Χ.
Έως και τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο η Ερέτρια διατη¬ρεί την ονομασία Νέα Ψαρά.

Μεσαιωνική Περίοδος – Βυζαντινοί Χρόνοι
(500-1500 μ.Χ.)

Θέση Αμάρυνθος
Οι γραπτές ιστορικές πηγές που να αφορούν στην Αμάρυνθο κατά τη Μεσαιωνική περίοδο δυστυχώς ελλείπουν. Μόνο κάποια μικρά βυζαντινά εκκλησάκια στα γύρω υψώματά της αποδεικνύουν την παρουσία οικι¬στών.
Οι ανασκαφές που έγιναν πρόσφατα στο λόφο στη θέση Παλαιοχώρια, πιστοποιούν την ύπαρξη νεολιθικού οικισμού με συνεχή κατοίκηση μέχρι και τον 9ο αιώνα μ.Χ.
Μπορούμε να υποθέσουμε ότι μαζί με τη γειτονική της περιοχή, την αρχαία Γερανία –τη σημερινή θέση Γεράνι – αποτελούσαν τον αρχαίο οικισμό της Αμα¬ρύνθου, δήμο συνδεδεμένο άρρηκτα με την πόλη της Ερέτριας. Στην αρχαία Γερανία έβρισκαν καταφύγιο οι εναπομένοντες κάτοικοι ύστερα από κάθε καταστροφή της Ερέτριας.
Συνδεδεμένος με τη θέση Παλαιοχώρια είναι και ο θρύλος που έχει αποτυπωθεί στην ολιγόστιχη στροφή, που διασώθηκε από στόμα σε στόμα μέχρι τα νεώτερα χρόνια: «…τα καζάνια στο κεφάλι, τα παιδιά στην αμοσχάλη, τα παπούτσια σας στα χέρια. Φευγάτε, ποδαράκια μου, πριν πάρει η νύχτα μερτικό». Το στιχάκι αυτό που τραγουδούσε ένας εξωμότης πειρατής, προφανώς από την περιοχή, ήταν το σινιάλο για τους πανηγυριώτες του Δεκαπενταύγουστου να φύγουν όπως-όπως από το γλέντι που είχε ανάψει στη γιορτή της Παναγίας, πάνω στον λόφο των Παλαιοχωρίων, μια και ο αρχιπειρατής περίμενε να δώσει το σύνθημα στο ασκέρι του να αρχίσει η επίθεση, αφού ο οίνος θα είχε φέρει τους συμποσιαστές σε μια γλυκειά ζάλη ή και κατάσταση μεθυσιού, που θα τους καθιστούσε αδύνα¬μους να αντιδράσουν.
Ο θρύλος, που τόσο παραστατικά απεικονίζει τη φυγή των κατοίκων από τα παράλια της Γερανείας σε ανα¬ζήτηση καταφυγίου από τις επιδρομές των Σαρα¬κηνών πειρατών προς τις υπώρειες του Κοτυλαίου όρους, μας επιτρέπει να υποθέσουμε ότι απεικονίζει αυτό που συνέβη με τους κατοίκους της Αρχαίας Γερανείας.
Η περιπλάνηση των φιλήσυχων γεωργών και ψαράδων της Γερανείας, όπως μαρτυρούν τα απομεινάρια στις περιοχές που εγκαταστάθηκαν, άρχισε από τη θέση Κλάδη και διαδοχικά πέρασαν στο Μαύρο Λιθάρι, τα Κουμαντέϊκα ή Κουμάϊ, τη θέση Μωραϊτη και Μουρτόπουλο για να καταλήξουν στην Άνω Βάθεια, μια χαράδρα που τη διατρέχουν τα ρέματα του «Κουρέντη» και του «Μπουζίκα».
Οι μετακινήσεις των κατοίκων της Γερανείας θα πρέπει να άρχισαν στα μέσα του 9ου αιώνα μ.Χ., οπότε και εγκαταστάθηκαν οριστικά περί τα τέλη του 11ου αιώνα, στη θέση της Άνω Βάθειας.
Μια τέτοια υπόθεση, την οποία υποστηρίζει ο Θ. Β. Μοίρος στο βιβλίο του Αμάρυνθος – Ιστορία και Θρύλος είναι πολύ πιθανόν να ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα, με δεδομένο ότι η Βάθεια εμφανίζεται ως κτήμα της Μητροπόλεως Αθηνών, σε επιστολή (σιγίλλιο) του Πάπα Ινοκέντιου Γ΄ το 1208 προς τον λατίνο Αρχιεπίσκοπο Αθηνών Βεράρδο.
Μεταξύ του 12ου και του 14ου αιώνα μ.Χ. χρονολογείται και η κατασκευή του Ναού της Παναγίτσας (Παλαιοπαναγιά) σε ένα ύψωμα κατάφυτο από ελαιόδεντρα, κοντά στον Σαρανταπόταμο ή Ερασινό ποταμό, όπως ήταν η ονομασία του κατά τους αρχαίους χρόνους. Για την ανωδομή του ναΐσκου έχουν χρησιμοποιηθεί υλικά όπως πωρόλιθος και μάρμαρο, οικοδομικά ή υλικά δηλαδή, που παραπέμπουν σε αρχαία κατασκευή. Γεγονός που ενισχύει την άποψη ότι ο ναός της Παναγίτσας έχει κτιστεί πάνω στα θεμέλια αρχαίου ναού. Όμοιας κατασκευής είναι και ο ναΐσκος του Αγίου Γεωργίου στη θέση Γυμνό .
Μεταγενέστερα, τον 15ο αιώνα μ.Χ. ή ακόμη και τον 16ο αιώνα, έχει κτιστεί το Καθολικό της Μονής του Αγίου Νικολάου , που επίσης είναι κατασκευα¬σμένο από σπόλια αρχαίου ιερού που βρισκόταν στην περιοχή.
Ο Θ. Β. Μοίρος μας μεταφέρει στο βιβλίο του την άποψη του Μητροπολίτη Χαλκίδος, Καλλίνικου Καμπάνη (1852-1879), ότι η Μονή του Αγίου Νικολάου «ανηγέρθη και επροικοδοτήθη υπό των πρώτων κατοίκων της Βάθειας». Ο συγγραφέας παραθέτει τη δική του ενδιαφέρουσα επιχειρηματολογία για την ίδρυση της Μονής και την κατασκευή του Καθολικού της και ταυτίζεται στις απόψεις με αυτές του Μητροπολίτη Χαλκίδος.
Ο ναός της Ζωοδόχου Πηγής (Αγλέφαρος) έχει επίσης όμοια κατασκευή και σύμφωνα με τον Αναστάσιο Ορλάνδο είναι μεταγενέστερη του Καθολικού της Μονής του Αγίου Νικολάου κατά μερικά έτη, αυτή χρονολογείται γύρω στα μέσα του 16ου αιώνα μ.Χ.
Τα δύο εκκλησάκια που σώζονται σήμερα στα Πα¬λαιοχώρια είναι αφιερωμένα στη Μεταμόρφωση του Σωτήρος και στην Κοίμηση της Θεοτόκου. Τα θεμέλια ακόμη τεσσάρων βυζαντινών ναΐσκων (Ταξιάρχης, Αγία Κυριακή, Άγιοι Ανάργυροι, Παναγία Ελεούσα) σώζονται πάνω στο λόφο των Παλαιοχωρίων και προφορικές μαρτυρίες πιστοποιούν ότι έως και το 1936 ανάβονταν τα καντήλια τους.

Φραγκοκρατία – Ενετοκρατία (1205-1470 μ.Χ.)

Η πρώτη κατάληψη της Πόλης του Κωνσταντίνου, βασιλεύουσας της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, έγινε από την τριμερή συμμαχία που συνήψαν για διαφορετικούς λόγους ο Πάπας Ιννοκέντιος Γ΄, ο Δόγης της Βενετίας Δάνδολος και ο πρίγκηπας Αλέξιος, γιος του εκθρονισθέντος Ισαάκιου Αγγέλου, που είχε καταφύγει αρχικά στο Όθωνα της Γερμανίας. Ο πρώτος για πνευματικούς λόγους, διότι όπως διετείνετο δεν ανεχόταν τη διατήρηση του Σχίσματος που υποστήριζε ο Αλέξιος Γ΄. Με την ανάκτηση μάλιστα των Αγίων Τόπων από τους απίστους, που ήταν ο διακηρυγμένος σκοπός της Δ΄ Σταυροφορίας, όπως ονομάστηκε η εκ¬στρατεία τους, θα τελούνταν η ένωση των Χριστιανών Ανατολής και Δύσης. Οι επιδιώξεις του ογδοντάχρονου Δόγη ήταν καθαρά οικονομικές, ενώ ο Αλέξιος επεδίωκε απλώς την ανάρρησή του στον Θρόνο της Βασιλεύουσας.
Ο ενετικός στόλος ξεκίνησε τον Μάιο του 1203 από τη Ζάρα μια πόλη στις Δαλματικές ακτές, την οποία είχε καταλάβει πρόσφατα ο Δάνδολος, χωρίς όμως τη σύμφωνη γνώμη του Πάπα. Τελικά ο στόλος των Σταυ-ροφόρων έφτασε στην Κωνσταντινούπολη τον Ιούνιο του 1203. Μετά από σύντομη πολιορκία και ταυτόχρονη επίθεση από στεριά και θάλασσα, οι Σταυροφόροι κατέλαβαν την Πόλη, ένα σχεδόν μήνα μετά την άφίξή τους, τον Ιούλιο του 1203.
Ο Ισαάκιος ο Β΄ επανήλθε στο θρόνο με συναυτοκράτορα τον γιο του Αλέξανδρο, έναν από τους συμμάχους της τριανδρίας. Οι υποσχέσεις όμως που είχε δώσει στους Σταυροφόρους έμειναν ανεκπλήρωτες, εφόσον το θησαυροφυλάκιο της Βασιλεύουσας ευρίσκετο στα χέρια του λιποτάκτη Αλέξιου. Ο λαός της Πόλης δέχεται πιέσεις να αποζημιωθούν οι σύμμαχοι του Ισαάκιου του Β΄, με αποτέλεσμα να επαναστατήσει, να εκθρονίσει τον Ισαάκιο και να τοποθετήσει στο θρόνο τον Αλέξιο Ε΄ τον Μούρτζουφλο.
Ο Μούρτζουφλος δολοφονεί τον Ισαάκιο και τον Αλέξιο και αρνείται οποιοδήποτε συμβιβασμό με τους Σταυροφόρους. Αυτοί απαλλαγμένοι από ανειλημμένες υποχρεώσεις μετά το θάνατο των συμμάχων τους σχεδιάζουν την κατάληψη της Κωνσταντινούπολης «εν ονόματι του Χριστού» και προβαίνουν μάλιστα σε σχετική συμφωνία με τη Βενετία για τη διατήρηση της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας.
Η επίθεση ξεκίνησε την 9η Απριλίου του 1204 και οι Σταυροφόροι άρχισαν να προελαύνουν στην Πόλη, μετά και τη φυγή της ηγεσίας της πέντε ημέρες αργότερα στις 15 Απριλίου 1204.
Αν έγινε μια σχετικά λεπτομερής αναφορά στην πειρατική εκστρατεία που ονομάστηκε τέταρτη Σταυροφορία, είναι για να θυμίσουμε έναν από τους κύριους λόγους της υφέρπουσας απέχθειας του Έθνους στη υποκρισία των ομόδοξων Δυτικών. Ξεκινώντας να πολεμήσουν για την πίστη του Χριστού, κατέληξαν να λεηλατήσουν ανελέητα την Κωνσταντινούπολη. Ο Βιλλεαρδουΐνος επισημαίνει ότι «από την εποχή της δημιουργίας του κόσμου, σε καμία πόλη δεν κατακτήθηκαν τόσα λάφυρα». Βασιλιάς της αυτοκρατορίας των Φράγκων, ύστερα από τις αντιρρήσεις που προέβαλε ο Δάνδολος στην υποψηφιότητα του Βονιφάτιου, αρχηγού των Σταυροφόρων, οδήγησε στη στέψη του Βαλδουΐνου, Κόμη της Φλάνδρας.
Στη διανομή των εδαφών της Αυτοκρατορίας ο Βονιφάτιος έλαβε τη Μακεδονία με τη Θεσσαλονίκη και τη βόρεια Θεσσαλία και αμέσως μετά προχώρησε και κατέλαβε το Θέμα της Ηπειρωτικής Ελλάδας. Σε αυτό το Θέμα –η Ελλάδα ήταν διαιρεμένη σε τρία – ανήκε και η Εύβοια, την οποία κατέβαλε εκτός από την Κάρυστο και τους Ωρεούς, ο φλαμανδός Ιάκωβος Ζακ Ντ’ Αβένς, στρατηγός του Βονιφάτιου. Η Εύβοια χωρίστηκε από τον Βονιφάτιο σε τρεις Βαρωνίες (φέουδα), τα λεγόμενα τριτημόρια. Το 1209, ύστερα από την κυριαρχία σε όλοκληρη την Εύβοια του Ραβανού Ντά¬λε-Καρτσέρι, το νησί χωρίσθηκε σε έξι φέουδα – τα εκτημόρια.
Ο νέος Άρχοντας του νησιού πλήρωνε φόρο υπο¬τέλειας στους Βενετούς και κυβερνούσε μέσω του Βαΐλου της στη Χαλκίδα την επικράτειά του.
Κατά την εποχή της Βενετοκρατίας στο νησί κτίσθηκαν επιβλητικά κάστρα και πύργοι που δεσπόζουν ακόμη στους λόφους της. Ο πύργος που σώζεται στο Γυμνό αποτελεί απομεινάρι της εποχής ένω μαρτυρίες αναφέρουν παρόμοιο πύργο και στη Βάθεια. Η κυριαρχία των Βενετών στην Εύβοια κράτησε έως το 1470, όταν την κατέλαβαν οι Τούρκοι.

Τουρκοκρατία στην Εύβοια (1470-1833)

Τη Χαλκίδα, διοικητικό κέντρο της Εύβοιας την εποχή της Ενετοκρατίας, κατέλαβε ο ίδιος ο Μωάμεθ Β΄, ο πορθητής της Κωνσταντινούπολης, στις αρχές του Ιουλίου 1470 μ.Χ. Η πολιορκία της πόλης άρχισε από θάλασσα και στεριά στις 15 και 18 Ιουνίου αντίστοιχα, με την τουρκική στρατιά να υπερβαίνει συνολικά τους 300,000 χιλιάδες άνδρες.
Οι υπερασπιστές της Χαλκίδας, αποτελούνταν από μια μικρή φρουρά με Βάϊλο τον Paulo Erizzo και στρατιωτικό διοικητή τον Αλοϊσιο Κάλβο, μαζί με 2.500 χιλιάδες περίπου πολίτες της πόλης που απέκρουσαν με πείσμα τις επιθέσεις των Τούρκων. Τελικά εκάμ¬θφησαν στις 12 Ιουλίου του 1470, έχοντας προκαλέσει μεγάλες απώλειες στον στρατό των Τούρκων, που ανήρχοντο στον εντυπωσιακό αριθμό των 70.000 χι¬λιάδων στρατιωτών.
Οι στρατηλάτες που «κοσμούν» τις σελίδες της ιστορίας αδιαφορούν για τον άνθρωπο και τον λογαριάζουν σαν απλό πιόνι στα ιδιοφυή στρατηγικά τους σχέδια, που έχουν ως αποκλειστικό σκοπό την ικανοποίηση της βουλιμίας τους για δόξα. Ο Μωάμεθ, μετά την κατάληψη της πόλης, πέρασε από μαχαίρι όλους τους άρρενες από οκτώ χρονών και πάνω. Τραγικό θάνατο με πριονισμό επεφύλαξε και στον Paulo Erizzo για να εκδικηθεί την μεγάλη απώλεια των χιλιάδων πολεμιστών του.
Μετά την πτώση της Χαλκίδας, ακολούθησε η κατάληψη των κάστρων της Εύβοιας (εικ. 12), η οποία μαζί με τη Θήβα και τη Λειβαδιά και για ένα χρονικό διάστημα και την Αττική, αποτέλεσαν το «Πασαλίκι του Εγρίπου». Μέχρι τον Μάρτιο του 1833, που θα παραδώσουν οι Τούρκοι τη Χαλκίδα στον Ιάκωβο Ρίζο Νερουλό, εκπρόσωπο της Ελληνικής Κυβέρνησης, η Εύβοια θα γνωρίσει τη στυγνότερη δουλεία.
Κατά τη διάρκεια της κατοχής της από τους Τούρκους, όπως μας πληροφορεί ο αξιόπιστος Τούρκος περιηγητής Ελβιά Τσελεμπή, η Βάθεια ονομάζετο στα τούρκικα Γιοπνόζ και ήταν «καθαρό Ρωμιοχώρι». Η Βάθεια, κατά τη διάρκεια της Τουρκοκρατίας, ήταν η σημερινή Άνω Βάθεια και οι σημερινές κωμοπόλεις της Ερέτριας και της Αμαρύνθου είχαν εγκαταληφθεί και ήταν ακατοίκητες.
Ιδιαίτερα κατά τη διάρκεια της Επανάστασης του 1821, η Εύβοια υπέστη μεγάλα δεινά από τους Τούρκους κατακτητές παρά τις επανειλημένες προσπάθειες των οπλαρχηγών και των κατοίκων της να αποτινάξουν τον τούρκικο ζυγό.
Η επανάσταση στην Εύβοια ξεκίνησε από τη Λίμνη, τον Μάϊο του 1821, με αρχηγό τον Βερούση Μουστανά και πρώτο στόχο είχε να διώξει τους Τούρκους από το Ξηροχώρι.
Αμέσως μετά βάδισαν εναντίον του κάστρου της Χαλκίδας, το οποίο πολιόρκησε με τους λιγοστούς και άπειρους άνδρες του και με μικρό στολίσκο από τη θάλασσα. Στο κάστρο είχαν καταφύγει όσοι Τούρκοι είχαν σωθεί από το Ξηροχώρι, όμως η επιχείρηση της πολιορκίας υπήρξε απολύτων ανεπιτυχής για τους Ευβοιώτες επαναστάτες λόγω της ανικανότητας του αρχηγού τους. Ο Βερούσης, εξάδελφος του Οδυσσέα Ανδρούτσου, εκτός του ότι ήταν ανίκανος στο να ηγηθεί πολεμικών επιχειρήσεων, είχε και υπερβολική αδυναμία στην οινοποσία.
Μετά τη Λίμνη, επαναστάτησε τον Ιούνιο του 1821, κήρυξε και την επανάσταση και η Κύμη. Δυστυχώς όμως ο Ομέρ Μπέης της Καρύστου, ένας ικανότατος και αδίστακτος αρχηγός, έσπευσε και την κάτεπνιξε στη γένεσή της. Διέταξε δε και το κάψιμο της πόλης προς γνώση και συμμόρφωση.
Τη γενική αρχηγία των επαναστατών στην Εύβοια, μετά τις πρώτες αποτυχίες στη Λίμνη και την Κύμη, ανέλαβε ο Αγγελής Τζούτζας με το προσωνύμιο Γοβιός ή Γοβγίνας. Η καταγωγή του Αγγελή Γοβιού ήταν από τη Λίμνη και είχε πάρει μέρος στο πλευρό του Ανδρούτσου στη μάχη στο Χάνι της Γραβιάς. Είχε υπηρετήσει στην αυλή του Αλή Πασά, μαζί με γνωστούς οπλαρχηγούς, όπου και σπούδασε την τέχνη του πο¬λέμου.
Ο Αγγελής Γοβιός υπήρξε ο ηγέτης της πρώτης νίκης των Ευβοέων το καλοκαίρι του 1821 στα Βρυσάκια, παραλία κοντά στα Ψαχνά Ευβοίας. Εκεί, μαζί με τον Καπετάν Κότσο από τη Θήβα, αντιμετώπισαν τον Ομέρ Βρυώνη που κατέφτασε στην Χαλκίδα για να καταστείλει την Ευβοϊκή Επανάσταση. Σημαντική βοήθεια στο στράτευμα των Ευβοέων προσέφερε με τους κανονιοβολισμούς που έριξε από το πλοίο του ο Αλέξανδρος Κορυζής, που είχε προσαράξει στα Βρυσάκια κοντά στο θέατρο των στρατιωτικών επιχειρήσεων. Τον Ομέρ Βρυώνη συνέδραμε και ο Ομέρ Μπέης της Καρύστου, οι οποίοι αμέσως μετά τη μάχη στα Βρυσάκια, έσπευ¬σαν στην Αθήνα και έλυσαν την πολιορκία της Ακρό¬πολης. Ένα χρόνο μετά τη μάχη στα Βρυσάκια, ο Καπε¬τάν Γοβγίνας έπεσε σε ενέδρα των Τούρκων στην ίδια περιοχή και σκοτώθηκε.
Η μάχη στα Βρυσάκια ανέδειξε και τον Νικόλαο Κριεζή ή Κριεζώτη, που γεννήθηκε το 1785 στο Αργυρό (Βίρα) της Εύβοιας και πέρασε τα παιδικά του χρόνια στα Κριεζά, από όπου πήρε και το επώνυμό του, υπέγραφε όμως ως «Γκριτζιώτης». Στην Κιουτάχεια της Μικράς Ασίας, όπου εργαζόταν πριν την Επανά¬σταση, είχε σκοτώσει έναν Τούρκο πάνω σε μια φιλονικία και μπήκε φυλακή. Κατάφερε όμως να αποδράσει μαζί με τον συγκρατούμενό του Βάσο Μαυροβουνιώτη. Έχοντας μυηθεί στην ιδέα της Επανάστασης του γένους στις Κυδωνίες από τον μοναχό Κλεόβουλο, επέστρεψε μετά την απόδραση του στην Εύβοια τον Μάϊο του 1821 και κατατάχθηκε στο σώμα του οπλαρχηγού Κώστα Σούτα. Στη μάχη των Βρυσακίων διακρίθηκε για την ανδρεία του και έγινε αμέσως οπλαρχηγός, επικεφαλής σώμα¬τος 300 ανδρών. Η δράση του συνεχίστηκε αδιάλειπτα, λαμβάνοντας μέρος σε όλες τις μάχες της Εύβοιας και μετά τον θάνατο του Αγγελή Γοβγίνα, ανέλαβε αρχηγός της επανάστασης στην Καρυστία και πολιόρκησε την πόλη της Καρύστου, αναγκάζοντας τον Ομέρ Μπέη να παραμείνει έγκλειστος στο φρούριο της πόλης. Αναγκάστηκε, όμως, να λύσει την πολιορκία της Καρύστου, όταν κατέφθασαν ισχυρές τουρκικές ενισχύσεις σε βοήθεια του Ομέρ Μπέη. Ο Κριεζώτης πέρασε από την παραλία της Χιλιαδούς στην Σκόπελο και στη συνέχεια στην Σκύρο και τέλος στα Ψαρά.
Αρχηγός στην Εύβοια, στο μεταξύ, είχε διορισθεί ο Οδυσσέας Ανδρούτσος, στο πλαϊ του οποίου πολέμησε ο Κριεζώτης στη Σκύρο, μετά την επιστροφή του από τα Ψαρά.
Την πολεμική δράση του Νικόλαου Κριεζή διέκοψε η προσβολή του από την ασθένεια της πανώλης, που τον ανάγκασε να αποσυρθεί στην Κέα για να αναρρώσει. Τον Απρίλιο του 1824 τον βρίσκουμε στο Ναύπλιο να παίρνει μέρος στον εμφύλιο πόλεμο που είχε ξεσπάσει, ενώ έναν χρόνο αργότερα πολεμάει μαζί με τον Γκούρα στη μάχη της Αμπλιάνης. Θα γίνει αρχηγός της φρουράς της Ακροπόλεως, την οποία θα παραδώσει στους Τούρκους, μετά την αποτυχία του Φαβιέρου να λύσει την πολιορκία και το θάνατο του Καραϊσκάκη. Ο Δημήτριος Υψηλάντης, όταν ανέλαβε την αναδιοργάνωση του ελληνικού στρατού, τον διορίζει Χιλίαρχο, επικεφαλής των επιχειρήσεων στην Ανατολική Ελλάδα. Τέλος συμμετέχει στις 22 Σεπτεμβρίου 1829 στη μάχη της Πέτρας, την τελευταία μάχη της Επανάστασης.
Ο Νικόλαος Κριεζώτης στη συνέχεια ανέλαβε διά¬φορα αξιώματα και συνετάχθη μαζί με τον Στρατηγό Μακρυγιάννη και τον Γεωργαντά στην απαίτηση προς τον βασιλιά Όθωνα για χορήγηση συντάγματος για τη διοίκηση της Ελλάδας.
Ο Κριεζώτης διορίστηκε από τον Όθωνα, νομοεπιθεωρητής της Εύβοιας αλλά σύντομα διαφώνησε με το παλάτι και ως εκλεγμένος πληρεξούσιος του λαού της Εύβοιας, στην Α΄ Εθνοσυνέλευση, άσκησε αντιβασιλική πολιτική. Στις εκλογές του 1847 κατηγορήθηκε ότι εκλέχθηκε με νοθεία στη Β΄ Εθνοσυνέλευση, και με διαταγή του Κωλέττη συνελήφθη και φυλακίστηκε στη Χαλκίδα. Κατάφερε να δραπετεύσει τον Ιούνιο του 1849 με τη βοήθεια του Μελέτη Κουντουριώτη και στη συνέχεια με 600 καλά οπλισμένους άνδρες οχυρώθηκε στη θέση Κοπανά στην Αγία Ελεούσα Χαλκίδας και επαναστάτησε εναντίον του Βασιλιά. Ο Γαρδικιώτης Γρίβας που στάλθηκε επικεφαλής των βασιλικών δυνάμεων, συγκρούστηκε με τους υποστηρικτές του Κριεζώτη και στη μάχη που ακολούθησε τραυματίστηκε στον βραχίονα και την κοιλιά. Κόβει τον βραχίονά του για να μην πιάσει γάγγραινα και πιαστεί. Ο Κριεζώτης διέφυγε με ιστιοφόρο από την Κύμη για να φτάσει τελικά στην Προύσα. Παρά τις πρόσπαθειές του να του δοθεί χάρη για να επιστρέψει στην Ελλάδα, αναγκάστηκε να ζήσει το υπόλοιπο της ζωής του στη Σμύρνη, όπου και πέθανε στι 12 Φεβρουαρίου 1853 και κηδεύτηκε στον ναό της Αγίας Φωτεινής. Οι ομιλητές στο μνημόσυνο και κατά την ανακομιδή των οστών του Νικόλαου Κριεζώτη, υποστήριξαν ότι πέθανε «υπό χειρός τεχνικοτάτου δολοφόνου». Τα οστά του φυλάσσονται σε οστεοθήκη στο παρεκκλήσι του Αγίου Ιωάννου στο δημοτικό διαμέρισμα του Μύτικα.

Αφήστε μια απάντηση