Μικρασιάτης, μελαχρινός, αδύνατος, γελαστός με μαύρα γένια και καμαρωτά φρύδια. Ντυμένος σαν βυζαντινός πεζοπόρος, με σκουφί και πέδιλα. Στο χέρι του κρατούσε ένα ραβδί.
Αυτή είναι η περιγραφή του Άη-Βασίλη σύμφωνα με την ελληνική παράδοση και όχι καλοαναθρεμμένος, που φοράει γούνα, έχει κάτασπρα γένια, φθάνει με ένα έλκηθρο που το σέρνουν ελάφια και κατεβαίνει από την καμινάδα φέρνοντας δώρα στα μικρά παιδιά. Ο δεύτερο έφτασε στην Ελλάδα από την Ευρώπη όπου μετονομάστηκε, ίσως και λίγο αυθαίρετα. Από Santa Claus ή Pere Noel με το έλκηθρο έγινε Άγιος Βασίλης.
Κι όμως. Ο δικός μας Άγιος Βασίλης “ξεκινούσε σαν μεσαιωνικός πεζοπόρος, αμέσως ύστερα από τα Χριστούγεννα, με το ραβδί στο χέρι, και περνούσε απ’ τους διάφορους τόπους, καλόβολος πάντα και κουβεντιαστής με όσους συναντούσε”, γράφει ο καθηγητής Λαογραφίας Δημήτρης Λουκάτος, στο βιβλίο του “Χριστουγεννιάτικα και των γιορτών” των εκδόσεων Φιλιππότη, το οποίο συνέστησε η λαογράφος Πόπη Ζώρα. Και συνεχίζει: “Δεν κρατούσε κοφίνι στην πλάτη του ούτε σακί φορωμένο με δώρα. Εκείνο που έφερνε στους ανθρώπους ήταν περισσότερο συμβολικό: η καλή τύχη ιδιαίτερα και η ιερατική ευλογία του. Το μόνο κάπως συγκεκριμένο ήταν το “μαγικό” ραβδί του, απ’ όπου με θαυμαστό τρόπο βλάσταιναν ή ζωντάνευαν κλαδιά και πέρδικες, σύμβολα των αντίστοιχων δώρων, που θα μπορούσε να μοιράσει στους ευνοουμένους του”.
Την Πρωτοχρονιά τα παιδιά περιμένουν αυτόν τον Άγιο Βασίλη. Οι μεγαλύτεροι περιμένουν την ώρα που θα κόψουν τη βασιλόπιτα. Ένα έθιμο που έρχεται από τα βάθη των αιώνων. Η πιο ελκυστική και ενδιαφέρουσα παράδοση θυμίζει έντονα την πλοκή ενός μύθου. Τη δημοσίευσε το 1904 στο περιοδικό “Ξενοφάνης” ο καθηγητής της Μέσης Σχολής Φαίδων Κουκουλές: Όταν ο Άγιος Βασίλειος ήταν Επίσκοπος στην Καισάρεια, ο τότε Έπαρχος της Καππαδοκίας πήγε με σκληρές διαθέσεις να εισπράξει φόρους. Οι κάτοικοι φοβισμένοι ζήτησαν από τον ποιμενάρχη τους να τους προστατέψει.
“ΤΑ ΝΕΑ”, 31/12/1994