ΜΑΘΗΤΕΣ ΜΕ ΔΥΣΚΟΛΙΕΣ ΜΑΘΗΣΗΣ

.jpg

ΜΑΘΗΤΕΣ ΜΕ ΔΥΣΚΟΛΙΕΣ ΜΑΘΗΣΗΣ (Elliot, et al., 2008).

Σύμφωνα με τον ADA (Νόμος περί Αμερικανών με Αναπηρίες), ως άτομο με αναπηρία ορίζεται το πρόσωπο που έχει σωματική ή νοητική αναπηρία η οποία περιορίζει σημαντικά μία ή περισσότερες σημαντικές δραστηριότητες ζωής, έχει ιστορικό αυτής της αναπηρίας και θεωρείται ότι παρουσιάζει την αναπηρία αυτή.

Ο ομοσπονδιακός νόμος IDEA (Νόμος περί Εκπαίδευσης Ατόμων με Αναπηρίες) (1990), έχει εντοπίσει τις ακόλουθες κατηγορίες στις οποίες οι μαθητές μπορεί να έχουν ειδικές ανάγκες: αυτισμός, κωφαλαλία, κώφωση, προβλήματα ακοής, νοητική υστέρηση, πολλαπλές αναπηρίες, ορθοπεδικές βλάβες, άλλα προβλήματα υγείας, συναισθηματική διαταραχή βαριάς μορφής, ειδικές μαθησιακές δυσκολίες, προβλήματα ομιλίας και λόγου, τραυματική εγκεφαλική βλάβη και προβλήματα όρασης.

Παρακάτω παρατίθενται οι κατηγορίες αναπηριών σύμφωνα με τον IDEA:

  1. Αυτισμός. Μια αναπτυξιακή αναπηρία που επηρεάζει σημαντικά τη λεκτική και τη μη λεκτική επικοινωνία και τις κοινωνικές αλληλεπιδράσεις. Γίνεται εμφανής πριν από την ηλικία των τριών ετών και επηρεάζει σημαντικά την ακαδημαϊκή επίδοση. Τα χαρακτηριστικά που συνήθως συνδέονται με τον αυτισμό είναι οι επαναλαμβανόμενες δραστηριότητες και στερεοτυπικές κινήσεις, η αντίσταση στην αλλαγή του περιβάλλοντος ή των καθημερινών συνηθειών και οι ασυνήθιστες αντιδράσεις στις αισθητηριακές εμπειρίες. Ο όρος δεν ισχύει αν η ακαδημαϊκή επίδοση του παιδιού επηρεάζεται αρνητικά επειδή το παιδί έχει σοβαρό συναισθηματικό πρόβλημα.
  2. Κώφωση – Τύφλωση. Προβλήματα ακοής και προβλήματα όρασης, ο συνδυασμός των οποίων προκαλεί τέτοια σοβαρά προβλήματα στην επικοινωνία, την ανάπτυξη και την εκπαίδευση, ώστε να μην μπορούν αν αντιμετωπιστούν με προγράμματα ειδικής αγωγής που προορίζονται για παιδιά που είναι μόνο κουφά ή μόνο τυφλά.
  3. Κώφωση. Σοβαρή ακουστική βλάβη που εμποδίζει το παιδί να επεξεργαστεί γλωσσικές πληροφορίες μέσω της ακοής, με ή χωρίς ενίσχυση, και η οποία επηρεάζει αρνητικά την ακαδημαϊκή επίδοση του παιδιού.
  4. Ακουστική αναπηρία. Αναπηρία της ακοής, μόνιμη ή παροδική, που επηρεάζει αρνητικά την ακαδημαϊκή επίδοση του παιδιού αλλά που δεν συμπεριλαμβάνεται στον παραπάνω ορισμό της κώφωσης.
  5. Πολλαπλές αναπηρίες. Συνακόλουθες αναπηρίες (όπως νοητική υστέρηση-τύφλωση, νοητική υστέρηση-ορθοπεδική αναπηρία κτλ), ο συνδυασμός των οποίων δημιουργεί σοβαρά εκπαιδευτικά προβλήματα που δεν μπορούν να αντιμετωπιστούν με ειδικά εκπαιδευτικά προγράμματα τα οποία προβλέπονται για μια συγκεκριμένη αναπηρία μόνο. Ο όρος δεν συμπεριλαμβάνει την κώφωση-τύφλωση.
  6. Ορθοπεδική αναπηρία. Σοβαρό ορθοπεδικό πρόβλημα που επηρεάζει αρνητικά την ακαδημαϊκή επίδοση του παιδιού. Ο όρος συμπεριλαμβάνει αναπηρίες που οφείλονται σε συγγενείς ανωμαλίες (π.χ. ραιβοποδία, απουσία κάποιου μέλους κτλ), αναπηρίες που προκλήθηκαν από κάποια ασθένεια (π.χ. πολιομυελίτιδα, φυματίωση των οστών κτλ) και αναπηρίες από άλλες αιτίες (π.χ. από εγκεφαλική παράλυση, από ακρωτηριασμό και από σπασίματα ή καψίματα που προκαλούν συσπάσεις).
  7. Άλλα προβλήματα υγείας. Περιορισμένη δύναμη, ζωτικότητα ή εγρήγορση, λόγω χρόνιων ή οξέων προβλημάτων υγείας, όπως καρδιοπάθεια, φυματίωση, ρευματοειδής πυρετός, άσθμα, δρεπανοκυτταρική αναιμία, αιμορροφιλία, επιληψία, δηλητηρίαση μολύβδου, λευχαιμία ή διαβήτη, τα οποία επηρεάζουν αρνητικά την ακαδημαϊκή επίδοση του παιδιού.
  8. Σοβαρά συναισθηματικά προβλήματα. Ο όρος υποδηλώνει μια κατάσταση που εμφανίζει ένα ή περισσότερα από τα ακόλουθα χαρακτηριστικά για μια μεγάλη χρονική περίοδο και σε έντονο βαθμό που επηρεάζει αρνητικά την ακαδημαϊκή επίδοση του παιδιού:

Α). Ανικανότητα για μάθηση η οποία δεν μπορεί να ερμηνευτεί από νοητικούς ή αισθητηριακούς παράγοντες και παράγοντες υγείας.

Β). Ανικανότητα για διαμόρφωση και διατήρηση ικανοποιητικών διαπροσωπικών σχέσεων με τους συμμαθητές και τους εκπαιδευτικούς.

Γ). Ακατάλληλοι τύποι συμπεριφοράς ή συναισθημάτων υπό φυσιολογικές συνθήκες.    

Δ). Γενική, διάχυτη διάθεση δυστυχίας ή κατάθλιψης.

Ε). Τάση για ανάπτυξη σωματικών συμπτωμάτων ή φόβων που συνδέονται με προσωπικά ή σχολικά προβλήματα.

Ο όρος συμπεριλαμβάνει τη σχιζοφρένεια. Δεν ισχύει για παιδιά που δεν είναι κοινωνικά προσαρμοσμένα, εκτός αν έχει διαπιστωθεί ότι έχουν σοβαρά συναισθηματικά προβλήματα.

  1. Ειδικές μαθησιακές δυσκολίες. Μια διαταραχή σε μία ή περισσότερες βασικές ψυχολογικές διεργασίες οι οποίες ενέχονται στην κατανόηση και τη χρήση του λόγου, γραπτού ή προφορικού, η οποία εκδηλώνεται ως ατελής ικανότητα του παιδιού να ακούει, να σκέπτεται, να μιλά, να διαβάζει, να γράφει, να γράφει ορθογραφία και να κάνει μαθηματικούς υπολογισμούς. Ο όρος συμπεριλαμβάνει παθήσεις όπως αντιληπτικές αναπηρίες, εγκεφαλική βλάβη, ελάχιστη εγκεφαλική δυσλειτουργία, δυσλεξία και αναπτυξιακή αφασία. Ο όρος δεν ισχύει για παιδιά που έχουν μαθησιακά προβλήματα τα οποία είναι κυρίως αποτέλεσμα οπτικών, ακουστικών ή κινητικών αναπηριών, νοητικής υστέρησης, συναισθηματικών διαταραχών και περιβαλλοντικής, πολιτισμικής ή οικονομικής μειονεκτικής θέσης.
  2. Προβλήματα ομιλίας ή λόγου. Μια διαταραχή της επικοινωνίας – όπως τραυλισμός, ελλειμματική άρθρωση, λεκτική αναπηρία ή πρόβλημα φωνής – η οποία επηρεάζει αρνητικά την ακαδημαϊκή επίδοση του παιδιού.
  3. Τραυματική εγκεφαλική βλάβη. Μια επίκτητη βλάβη του εγκεφάλου που προκαλείται από εξωτερικούς παράγοντες με αποτέλεσμα την πλήρη ή μερική δυσλειτουργία ή ψυχοκοινωνική αναπηρία ή και τα δυο, η οποία επηρεάζει αρνητικά την ακαδημαϊκή επίδοση του παιδιού. Ο όρος δεν ισχύει για ανοιχτές ή κλειστές εγκεφαλικές κακώσεις που έχουν ως αποτέλεσμα αναπηρία σε μία ή περισσότερες γνωστικές λειτουργίες: γλώσσα, μνήμη, προσοχή, λογισμός, αφηρημένη σκέψη, κρίση, επίλυση προβλημάτων, αισθητηριακές, αντιληπτικές και κινητικές ικανότητες, ψυχοκοινωνική συμπεριφορά, σωματικές λειτουργίες, επεξεργασία πληροφοριών και ομιλία. Ο όρος δεν ισχύει για εγκεφαλικές κακώσεις που είναι σύμφυτες ή εκφυλιστικές, ή για εγκεφαλικές κακώσεις που προέρχονται από τραυματισμό κατά τη γέννηση.
  4. Οπτική αναπηρία, συμπεριλαμβανομένης της τύφλωσης. Αναπηρία της όρασης η οποία, ακόμα και με διόρθωση, επηρεάζει αρνητικά την ακαδημαϊκή επίδοση του παιδιού. Ο όρος συμπεριλαμβάνει τη μειωμένη όραση καθώς και την τύφλωση.

 

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ:

ELLIOTT N. STEPHENKRATOCHWILL R. THOMASLITTLEFIELD-COOK JOANTRAVERS F. JOHN (2008). ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΗ ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ.

ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΙΚΗ ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑ – ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΙΚΗ ΜΑΘΗΣΗ