Της πατρίδας μου, η σημαία

Της πατρίδας η σημαία
έχει χρώμα γαλανό
και στη μέση χαραγμένο
έναν κάτασπρο σταυρό.

Κυματίζει με καμάρι
Δεν φοβάται τον εχθρό
σαν τη θάλασσα είναι γαλάζια
και λευκή σαν τον αφρό.

DSC03948

DSC03947

DSC03950

DSC03957

DSC03960

DSC03965

Ασπρογάλανο πανί

( Κείμενο από το ανθολόγιο του νηπιαγωγείου )

Εικόνα

Mιλούσανε δυο νεράιδες:

— Τι σημαία να δώσουμε σ’ αυτή τη χώρα; είπαν κι έδειξαν την Ελ­λάδα.

— Ας ρωτήσουμε την ίδια, είπε η μια.

— Ας ρωτήσουμε, συμφώνησε και η άλλη.

Βρήκαν την Ελλάδα να λούζεται σε μια καταγάλανη θάλασσα και να στεγνώνει κάτω από έναν ολόλαμπρο ήλιο.

— Κυρά, κυρά αρχόντισσα, κυρά μας παινεμένη, Ελλάδα δοξασμένη, τι χρώμα θέλεις να ‘χει η σημαία σου;

— Να ρωτήσω τα παιδιά μου, είπε η Ελλάδα.

Τα μισά παιδιά της ζούσαν στη στεριά, παιδεύονταν με τη γη και τα βουνά.

— Κυρά, κυρά αρχόντισσα, κυρά μας παινεμένη, Ελλάδα δοξασμένη, σκληρός ο τόπος. Και η δουλειά σκληρή. Μα άσπρα περιστέρια οι ψυχές μας. Γι΄ αυτό άσπρη, ολόασπρη τη θέμε τη σημαία μας.

Τα ‘γραψε τα λόγια αυτά σε χρυσόδετο τεφτέρι η Ελλάδα.

— Ας πάω τώρα να ρωτήσω και τ’ άλλα μου παιδιά, τα παιδιά της θάλασσας, είπε η Ελλάδα.

Τα βρήκε να παλεύουν με τα δίχτυα. Να τα τραβούν με κόπο, γιατί ήταν γιομάτα απ’ ασημένια λαχταριστά ψάρια.

— Κυρά, κυρά αρχόντισσα κυρά μας παινεμένη, Ελλάδα δοξασμένη, εμάς οι ψυχές μας είναι δοξασμένες στο γαλανό νερό. Τούτη η θάλασσα η μεγάλη, που μας δίνει χαρά και ζωή, θέλουμε να χωρέσει τη σημαία μας.

Τα ‘γραψε και τούτα τα λόγια η Ελλάδα σε χρυσόδετο τεφτέρι και το ‘δωσε, το τεφτέρι, στις νεράιδες.

— Έτσι να γίνει, είπαν εκείνες.

Και τότε μέσα από την αφρισμένη θάλασσα βγήκε τ’ ασπρογάλανο πανί κι απλώθηκε σε ουρανό και γη. Κείνη την ώρα ο ήλιος άστραψε, έσκυψε, φίλησε το πανί και το φίλημά του έγινε ένας ολόχρυσος σταυρός.

— Η σημαία μας, είπε η Ελλάδα. Η σημαία για τα παιδιά της στεριάς, για τα παιδιά της θάλασσας.

Γαλάτεια Σουρέλη