Τα μελομακάρονα, τα μακαρόνια και ο μακαρίτης.

Είναι εύκολο να συνδυάσουμε την ετυμολογία του χριστουγεννιάτικου παραδοσιακού γλυκίσματος, του μελομακάρονου, από τις λέξεις μέλι + μακαρόνι . Μη ψάξετε, όμως, να βρείτε ομοιότητα σχήματος ανάμεσα στα μακαρόνια και τα μελομακάρονα. Ψάχνοντας προσεκτικά σε ελληνικά και ξένα  λεξικά  θα βρείτε την εκδοχή ότι η λέξη “μακαρόνι”  παράγεται από τη μεσ. ελληνική λέξη “μακαρωνία” (: νεκρώσιμο δείπνο με βάση τα ζυμαρικά). Η μακαρωνία με τη σειρά της έρχεται από την αρχαία ελληνική λέξη “μακαρία”, που δεν ήταν άλλο από την ψυχόπιτα, δηλαδή, ένα κομμάτι άρτου, στο σχήμα του μελομακάρονου, το οποίο το προσέφεραν μετά την κηδεία. Στους νεότερους χρόνους ένα γλύκισμα που έμοιαζε με τη μακαρία βουτήχτηκε στο μέλι και γι αυτό ονομάστηκε μελομακάρονο. Οι Ιταλοί, έθνος με παράλληλο πολιτισμό, διατήρησαν τη λέξη μακαρωνία στη λέξη maccarone (: μακαρόνι). Οι Έλληνες συνέχισαν, τουλάχιστον, για τρεις χιλιάδες χρόνια να χρησιμοποιούν λέξεις, όπως: μακάρι, μακάριος, μακαρίτης, μακαριστός και τελευταία, μακαρονάς, μακαρονάδα και άλλα. Αξίζει να σημειωθεί ότι από το 1500 μ.Χ γίνεται γνωστό στη Γαλλία και αργότερα στην Αγγλία ένα αμυγδαλωτό μπισκότο, κάτι σαν το δικό μας “εργολάβο”, με το όνομα “macaroon”.
http://www.24grammata.com

Η λέξη: Καλικάντζαρος

Μια από τις πιο γνωστές λαϊκές δοξασίες είναι αυτή των καλικάντζαρων. Σ’ ολόκληρη την Ελλάδα, από τα Χριστούγεννα έως την παραμονή των Φώτων,  πιστεύουν πως βγαίνουν οι Καλικάντζαροι. Κατά τη λαϊκή φαντασία, είναι «μαυριδεροί με κόκκινα μάτια, με τρίχινα πόδια, με χέρια σαν της μαϊμούς κι έχουν όλο το κορμί τους τριχωτό. Μπαίνουν στα σπίτια και τρώνε τις τηγανίτες και τα γλυκά».
Υπάρχουν πολλές εκδοχές για την ετυμολογική εξήγηση της λέξης καλικάντζαρος. Οι πιο γνωστές απ αυτές είναι:
α) από το καλός + κάνθαρος (: το σκαθάρι, scarabaeus pilularius) > καλικάνθαρος (με αυτή την άποψη συμφωνούν οι περισσότεροι: Κοραής, Κουκουλές, Μπούντουρας Boll.
β) Ο Ν. Πολίτης μεταφέρει την λαϊκή εκδοχή ότι οι Καλικάντζαροι είναι βρικόλακες Ατσιγγάνων: (Κάλι +Γάντζαροι)
γ) από τη λατινική λέξη caligatus > καλίγατος
δ) από το “καλός + κένταυρος”, κατά τον Lawson
ε) από το  “λύκος + κάνθαρος” ή από το “καλός + τσαγγίον” ή από το “καρκάντζι” (: ο τσουρουφλισμένος)

Πηγή:http://www.24grammata.com

Η λέξη: Τσουβάλι

Η λέξη Τσουβάλι είναι Φαρσί  και σημαίνει μεγάλο σακίδιο φτιαγμένο συνήθως από πλεκτό μαλλί. Η χρήση του ήταν να κρατά και να μεταφέρει δημητριακά. Η σημερινή προφορά του στο Φαρσί είναι Javaal. Στα χωριά του Khorasaan (Βόριο-ανατολικά του Ιράν) έχουν κρατήσει την μεσαιωνική προφορά της που είναι Jowal. Η ρίζα της λέξεις είναι Jow που σημαίνει κριθάρι και Jowal είναι το δοχείο για Jow. Η μεταφορά της λέξης στην Ελληνική γλώσσα πρέπει να έχει γίνει  μέσα από την Τουρκική γλώσσα, διότι το πρώτο φωνήεν “Ο” στα Τουρκικά προφέρεται “U” (με τη γαλλική
προφορά “U” στο “Fumer). Όσον αφορά το “J” η Ελληνική μεταγραφή είναι “τσ”
.

Πηγή:http://www.24grammata.com

“βράσε ρύζι”

«Βρασερύζι»: Η πρώτη brasserie στην Ελλάδα!

Πολλές φορές ακούγεται η έκφραση «βράσε ρύζι» για μια κατάσταση ή μια υπόθεση που δε διορθώνεται λόγω της τροπής που έχει λάβει. Μία από τις πλέον αξιόπιστες ερμηνείες για την προέλευσή της είναι η ριζόσουπα της παρηγοριάς που κατανάλωναν σε πολλά μέρη της χώρας μετά την κηδεία. Εν πάση περιπτώσει πρόκειται για έκφραση βαθιάς απογοήτευσης και αδιεξόδου. Το ρύζι υποδηλώνει τη φτώχεια, την ανέχεια και την κακομοιριά. Έχουν γραφεί ατελείωτες ερμηνείες, αλλά και συγκεκριμένα περιστατικά στα οποία αποδόθηκε η πατρότητα της έκφρασης.

Ελάχιστα γνωστό είναι όμως το γεγονός ότι ως ορολογία συνδέθηκε με ένα από τα πιο γραφικά στέκια των Αθηνών, ένα ιδιότυπο καφενεδάκι σε μια γωνιά της λεωφόρου Αμαλίας. Ένα καφενεδάκι που ζήλεψε τη δόξα των γαλλικών brasserie, αλλά στην Πλακιώτικη διάλεκτο αποδόθηκε με το απλούστατο «Βρασερύζι», προφανώς από το «Βρασσερί»! Πλούσια στοιχεία για το περίφημο αυτό «Βρασερύζι» της λεωφόρου Αμαλίας διέσωσε ο Α. Φούφας, προσπαθώντας να περιγράψει τον ιδιοκτήτη του, έναν Ανδριώτη με ανατολίτικα χαρακτηριστικά, ο οποίος μάλλον για τσιμπουκτσής σε τούρκικο σεράι προοριζόταν παρά για ιδιοκτήτης μιας εκλεπτυσμένης brasserie. Πάντως, το «Βρασερύζι» λειτουργούσε μέχρι τα τελευταία προπολεμικά χρόνια φιλοξενώντας μερικούς από τους πιο γραφικούς τύπους των Αθηνών.

Πηγή: http://www.24grammata.com

Αλέξω

Αλέξω στα αρχαία ελληνικά σημαίνει αποκρούω.

Από αυτό προέρχεται το όνομα Αλέξανδρος, αυτός που αποκρούει τους άνδρες,

ο πολεμιστής!!!

Άλλες λέξεις: αλεξιβρόχιο, αλεξίπτωτο, αλεξικέραυνο, αλεξίσφαιρο…

ἀλεξήνεμο (παραβάν, ὅπως καὶ παραπέτασμα), ἀλεξήλιο, ἀλεξιβρόχιο, ἀλεξιανέμιο (παρμπρίζ), ἀλεξίφωτο (ἀμπραζοῦρ),ἀλεξίπνικτρον (σωσίβιο),