Οι χαμένες μέρες…

του Ντίνο Μπουτζάτι

ΜΕΡΙΚΕΣ ΜΕΡΕΣ ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΑΓΟΡΑ της πολυτελούς έπαυλης, ο Ερνστ Καζίρα ε­πιστρέφοντας σπίτι διέκρινε από μακριά κάποιον άνδρα με ένα κιβώτιο στους ώ­μους να βγαίνει απ’ την παράπλευρη πορτούλα του περιβόλου και να φορτώνει το κιβώτιο σε ένα φορτηγό.

Δεν τον πρόλαβε πριν φύγει κι έτσι τον ακολούθησε με το αυτοκίνητο. Το φορτηγό διέσχισε αρκετό δρόμο, ως την άκρη της πόλης, και στα­μάτησε στο χείλος μιας χαράδρας.

Ο Καζίρα βγήκε από το αυτοκίνητο και πήγε να δει. Ο άγνω­στος ξεφόρτωσε το κιβώτιο από το φορτηγό και, αφού προχώρησε λίγο μπροστά, το έριξε στο γκρεμό, που ήταν γεμάτος από χιλιά­δες άλλα παρόμοια κιβώτια.

Πλησίασε τον άνδρα και τον ρώτησε: «Σε είδα να βγάζεις εκεί­νο το κιβώτιο έξω απ’ τον κήπο μου. Τι είχε μέσα; Και τι είναι ό­λα αυτά τα κιβώτια;».

Εκείνος τον κοίταξε και χαμογέλασε: «Έχω κι άλλα μες στο φορτηγό να πετάξω. Δεν ξέρεις; Είναι οι μέρες». «Ποιες μέρες;» «Οι δικές σου». «Οι δικές μου;» «Οι χαμένες σου μέρες. Οι μέρες που έχεις χάσει. Τις περίμενες, έτσι δεν είναι; Ήρθαν. Τι τις έκανες; Κοίταξε τες, άθικτες, α­κόμη γεμάτες. Και τώρα…»

Ο Καζίρα τις κοίταξε. Σχημάτιζαν έναν ατελείωτο σωρό. Κα­τέβηκε την πλαγιά του γκρεμού και άνοιξε μία.

Μέσα υπήρχε ένας φθινοπωρινός δρόμος και στο βάθος η μνη­στή του, η Γκρατσιέλα, που έφευγε για πάντα. Κι εκείνος ούτε καν τη φώναζε.

Άνοιξε μια δεύτερη. Υπήρχε ένας θάλαμος νοσοκομείου και στο κρεβάτι ο αδερφός του Τζοσουέ, που ήταν άρρωστος και τον περί­μενε. Αλλά αυτός έτρεχε για δουλειές.

Άνοιξε μια τρίτη. Στο κιγκλίδωμα του παλιού, φτωχού σπιτιού στεκόταν ο Ντουκ, το πιστό μαντρόσκυλο που τον περίμενε για δύο χρόνια, με τα κόκαλα να φαίνονται κάτω απ’ το συρρικνωμένο του δέρμα. Και αυτός ούτε που το διανοούνταν να επιστρέψει.

Ένιωσε να τον καταβάλει κάτι, που το αισθανόταν από το στό­μα ώς το στομάχι. Ο άνδρας που ξεφόρτωνε τα κιβώτια ήταν όρ­θιος στην άκρη του γκρεμού, ακίνητος σαν δήμιος.

«Κύριε!», φώναξε ο Καζίρα. «Ακούστε με. Αφήστε με να πά­ρω μαζί μου τουλάχιστον αυτές τις τρεις μέρες. Σας ικετεύω. Μό­νο αυτές τις τρεις. Είμαι πλούσιος. Θα σας δώσω ό,τι ζητήσετε».

Ο άνδρας έκανε μια χειρονομία με το δεξί του χέρι, σαν να έδει­χνε ένα απρόσιτο σημείο, σα να ‘λεγε ότι ήταν πολύ αργά και ότι καμιά θεραπεία δεν ήταν πλέον εφικτή. ‘Ύστερα χάθηκε και με­μιάς χάθηκε ακόμη κι ο γιγαντιαίος σωρός με τα μυστηριώδη κι­βώτια.

Έπεφτε η νύχτα και οι σκιές της.

Από το βιβλίο Οι δύσκολες νύχτες

Περιοδικό: Δέντρο

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *