Και να που φτάσαμε στα μέρη μας, μα εντελώς στα μέρη μας, στα χώματα που πατάμε, στην Αθήνα.


Αφήνοντας την Αίγυπτο ανεβήκαμε βόρεια, περάσαμε τη Μεσόγειο και αντικρίσαμε την Κρήτη (Μινωικός πολιτισμός:  3.000 – 1400 π.Χ.). Ξαφνικά, πάνω που είχε γαληνέψει η θάλασσα απ’ τις φουρτούνες του πελάγου, άφρισε απότομα και κάτι όντα όμορφα μα και περίεργα, πέταξαν σαν πουλιά, αλλά πουλιά δεν ήτανε και άρχισαν να χορεύουν στα κύματα. Ήταν τα δελφίνια που απέδρασαν από την τοιχογραφία της Κνωσού, τη φυλακή όπου τους έκλεισε ο βασιλιάς Μίνωας.


Έτσι μαγεμένοι αφήσαμε την Κρήτη για να ταξιδέψουμε βορειότερα. Περάσαμε από τις Κυκλάδες (Κυκλαδικός πολιτισμός: 3.000 – 2000 π.Χ.), το σύμπλεγμα μικρών νησιών, σχεδόν περιμετρικά της Δήλου. Ζαλισμένοι από το εκθαμβωτικό φως που έκαιγε τα μάτια μας όπως η αλμύρα το μάρμαρο, περπατήσαμε στην επιβλητική οδό των λεόντων, στη Δήλο.


Οι παλμοί της μαύρης γης στη Σαντορίνη άγγιξαν τα ξυπόλητα πόδια μας. Και ακίνητοι, μαρμαρωμένοι λες, δεν ξέρω για πόσο χρόνο, μείναμε να θαυμάζουμε την απέριττη ομορφιά ενός κυκλαδικού ειδωλίου.


Kάποτε σαλπάραμε για την Πελοπόννησο με προορισμό τις Μυκήνες (Μυκηναϊκός πολιτισμός 1700 – 1000 π. Χ.). Πλάι στον Οιδίποδα βαδίσαμε το μεσημέρι, τότε που ο ήλιος έκαιγε το ξανθά στάχυα και τα τζιτζίκια βούιζαν στα αφτιά μας (όταν μεγαλώσετε παιδιά θα δείτε τη σκηνή που ‘έκλεψα’ από την ταινία του Παζολίνι). Λίγο πιο κάτω βρήκαμε τα χνάρια του Θησέα, και έτσι ακολουθώντας τα, φτάσαμε εδώ, στην πόλη μας, την Αθήνα.