Μήνυμα καλωσορίσματος για τη νέα σχολική χρονιά

Την Πέμπτη 11/9/2014 αρχίζει η νέα σχολική χρονιά για τους μαθητές και τις μαθήτριες όλης της χώρας στην πρωτοβάθμια και τη δευτεροβάθμια εκπαίδευση. Το εκπαιδευτικό προσωπικό του νηπιαγωγείου μας αντιλαμβάνεται την αγωνία των γονέων και των παιδιών τους για την πρώτη μέρα στο σχολείο, αλλά και για την πρώτη τους επαφή με την εκπαίδευση, καθώς για τα νήπια η εκπαίδευσή τους στη βαθμίδα μας ταυτίζεται με το έτος εισαγωγής τους στην πρωτοβάθμια εκπαίδευση.

Θέλουμε να υπενθυμίσουμε σε όσους και όσες εμπλέκονται με τη μαθησιακή διαδικασία ανεξάρτητα από την ηλικία τους ότι η μάθηση είναι μία εμπειρία συναρπαστική. Είναι ένα υπέροχο ταξίδι στη γνώση, στην ανακάλυψη νέων εμπειριών, στην γνωριμία με τον εαυτό μας και τους άλλους.

Επίσης, θέλουμε να τους διαβεβαιώσουμε ότι επικεντρωνόμαστε σε κάθε παιδί και προσπαθούμε να διερευνήσουμε τα ιδιαίτερα ενδιαφέροντά του, τα χαρίσματα και τις ικανότητές του με σκοπό να κάνουμε τη μάθηση μια βιωματική διαδικασία, να εμπνεύσουμε την αγάπη για το σχολείο, τον πολιτισμό και την κοινωνία, ώστε το νηπιαγωγείο να αποτελέσει τη βάση ανάπτυξης της προσωπικότητας του παιδιού και να το βοηθήσει σημαντικά στη μελλοντική του σχολική επιτυχία και στην καλή του πρόοδο στη ζωή.

Στους δύσκολους καιρούς που ζούμε η συλλογικότητα και η αλληλεγγύη είναι σημαντικοί παράγοντες για να ανταποκριθούμε όσο γίνεται στις ανάγκες της σύγχρονης εκπαίδευσης. Την προηγούμενη σχολική χρονιά ενωθήκαμε όλοι γονείς, εκπαιδευτικοί και βοηθητικό προσωπικό με κοινό στόχο το καλό των παιδιών.

Το ίδιο θα κάνουμε και αυτή τη σχολική χρονιά. Ευχόμαστε υγεία, όρεξη για μάθηση και δημιουργία σε όλους και όλες.

Για τη σημασία της παιδείας, της συλλογικότητας και του πολιτισμού έχουν μιλήσει άλλοι πριν από εμάς. Έτσι, προτιμούμε να κλείσουμε αυτό το μήνυμα με τα λόγια του Μακρυγιάννη:

«Κι όσα σημειώνω τα σημειώνω γιατί δεν υποφέρνω να βλέπω το άδικο να πνίγει το δίκιο. Για κείνο έμαθα γράμματα στα γεράματα και κάνω αυτό το γράψιμο το απελέκητο, ότι δεν είχα τον τρόπον όντας παιδί να σπουδάξω: ήμουν φτωχός κι έκανα τον υπηρέτη και τιμάρευα άλογα, κι άλλες πλήθος δουλειές έκανα, να βγάλω το πατρικό μου χρέος που μας χρέωσαν oι χαραμήδες, και να ζήσω κι εγώ σε τούτη την κοινωνία, όσο έχω τ’αμανέτι του Θεού στο σώμα μου. Κι αφού ο Θεός θέλησε να κάμει νεκρανάσταση στην Πατρίδα μου, να τη λευτερώσει από την τυραγνία των Τούρκων, αξίωσε κι εμένα να δουλέψω κατά δύναμη, λιγότερον από τον χερότερο πατριώτη μου Έλληνα. Γράφουν σοφοί άντρες πολλοί, γράφουν τυπογράφοι ντόπιοι, και ξένοι διαβασμένοι για την Ελλάδα. Ένα πράμα μόνο με παρακίνησε κι εμένα να γράψω: ότι τούτη την πατρίδα την έχομεν όλοι μαζί, και σοφοί κι αμαθείς, και πλούσιοι και φτωχοί, και πολιτικοί και στρατιωτικοί, και οι πλέον μικρότεροι άνθρωποι. Όσοι αγωνιστήκαμεν, αναλόγως ο καθείς, έχομεν να ζήσομεν εδώ. Το λοιπόν δουλέψαμεν όλοι μαζί να τη φυλάμε κι όλοι μαζί, και να μη λέγει ούτε ο δυνατός «εγώ», ούτε ο αδύνατος. Ξέρετε πότε να λέγει ο καθείς «εγώ»; όταν αγωνιστεί μόνος του και φκιάσει ή χαλάσει, να λέγει «εγώ»· όταν όμως αγωνίζονται πολλοί και φκιάνουν, τότε να λένε «εμείς». Είμαστε στο «εμείς» κι όχι στο «εγώ». Και στο εξής να μάθομε γνώση, αν θέλομε να φκιάσομε χωριό να ζήσομε όλοι μαζί. Έγραψα γυμνή την αλήθεια, να ιδούνε όλοι οι Έλληνες ν’ αγωνίζονται για την πατρίδα τους, για τη θρησκεία τους· να ιδούνε και τα παιδιά μου και να λένε: «Έχομε αγώνες πατρικούς, έχομε θυσίες -αν είναι αγώνες και θυσίες. Και να μπαίνουν σε φιλοτιμία και να εργάζονται στο καλό της πατρίδας τους, της θρησκείας τους και της κοινωνίας- ότι θα είναι καλά δικά τους. Όχι όμως να φαντάζονται για τα κατορθώματα τα πατρικά, όχι να πορνεύουν την αρετή και να καταπατούν το νόμο, και να ‘χονν την επιρροή για ικανότη» (Β’ 463).