Στους περασμένους καιρούς, που οι Έλληνες κυριαρχούσαν, όταν ο βασιλιάς Αλέξανδρος, κυρίευε τον κόσμο, κάλεσε τους μάγους και τους ρώτησε:
– Πείτε μου εσείς που κατέχετε της μοίρας τα γραμμένα, τι μπορώ να κάνω για να ζήσω πολλά χρόνια, να χαρώ τον κόσμο που τον έκανα όλον δικό μου;
– Υπάρχει o τρόπος, αλλά είναι δύσκολος, του λένε αυτοί.
– Και ποιος είναι αυτός ο τρόπος; Θέλω να τον ξέρω.
– Είναι να πας, να φέρεις και να πιεις το Αθάνατο Νερό.
– Και πού μπορώ να βρω αυτό το Αθάνατο Νερό, να τo πιω;
– ΣτηνΆκρη του Κόσμου, πέρα απ’ τα Δυο Βουνά, που διαρκώς ανοιγοκλείνουν, τόσο γρήγορα πού ο ταχύτερος σταυραετός δεν προφθαίνει να περάσει. Πολλά από τα καλύτερα βασιλόπαιδα προσπάθησαν να περάσουν να φθάσουν στο Αθάνατο αυτό Νερό. Κανένα δεν το κατάφερε. Τα έφαγαν τα Δυο Βουνά. Την ζωή τους, που την ήθελαν αιωνία, την έχασαν για πάντα. Αλλά, και να καταφέρεις και περάσεις, πολυχρονεμένε μας βασιλιά, αυτά τα τρομερά τα Δυο Βουνά, και άλλος κίνδυνος σε περιμένει. Μπρος σου, θα ’βρεις τον Μεγάλο Δράκο, φύλακας της πηγής με το Αθάνατο Νερό. Έχει εκατό μάτια ολόγυρα στο κεφάλι του, και μέρα νύχτα, ποτέ δεν κοιμάται. Όταν κλείνει τα πενήντα τα μισά του τα μάτια, τα άλλα του τα πενήντα μένουν ανοιχτά να παραμονεύουν. Πρέπει να τον σκοτώσεις για να πάρεις το Αθάνατο Νερό. Έως τώρα κανείς δεν το κατόρθωσε…
Όταν τα άκουσε ο Αλέξανδρος, πρόσταξε να σελώσουν το αγαπημένο του το άλογο, τον Βουκεφάλα, από όλα καλύτερο και γρηγορότερο, πιο γρήγορο ακόμα κι από τον σταυραετό, ή κι από την αστραπή. Πήρε το σπαθί και το κοντάρι του και πάνω στο Βουκεφάλα λοιπόν, δρόμο παίρνει δρόμο αφήνει, και φθάνει στην Άκρη του Κόσμου, κει που δυο δεν περπατούν, τρεις δεν κουβεντιάζουν, στα Δυο Βουνά που του είπαν οι μάγοι.
Στέκεται ο Αλέξανδρος, τα βλέπει που αδιάκοπα, σαν να μασούν ανοιγοκλείνουν, και τόσο γρήγορα που ούτε γεράκι δεν μπορεί να περάσει χωρίς να τ’ αρπάξουν.
Ο Αλέξανδρος όμως, το γενναίο παλικάρι, δεν εφοβήθηκε. Δίνει μια με το μαστίγιο στον Βουκεφάλα του, και σαν την αστραπή πέρασαν, χωρίς να τους φάνε τα Δυο Βουνά κι βγήκαν ζωντανοί. Μόνο, τρεις τρίχες της ουράς του αλόγου πιάστηκαν…
Ο λεβέντης βασιλιάς αντίκρισε τον φοβερό δράκοντα με τα εκατό μάτια, τα μισά με κλειστά τα βλέφαρα. Τραβάει το σπαθί, ορμάει και τον σκοτώνει, πριν ακόμα καταλάβει ο δράκος τι του γινότανε, και έπεσε νεκρός στον τόπο.
Και έτσι έφθασε στην πηγή με τ’ Αθάνατο Νερό ο Αλέξανδρος… Γέμισε τo χρυσό του το παγούρι, πότισε το άλογό του, και το καλό το παλικάρι πήρε άλλο μονοπάτι, τον δρόμο της επιστροφής. Στον γυρισμό τα Δυο Βουνά ήταν ανοιχτά και για πάντα πια ακίνητα.
Όταν έφθασε στο παλάτι του ο Αλέξανδρος ξέχασε να πει στην αδελφή του τι είχε στο χρυσό παγούρι. Και να που μια μέρα η αδελφή του, παίρνει το χρυσό παγούρι, να το καθαρίσει και να το γυαλίσει. Και πριν καταλάβει ακόμα ο Αλέξανδρος τι έχει συμβεί, η αδελφή του χύνει το Αθάνατο Νερό στο περιβόλι…
Το Αθάνατο Νερό επότισε μιαν αγριοκρεμμυδιά που, από τότε, ποτέ δεν μαράθηκε. Όταν έμαθε η βασιλοπούλα τι ζημιά και τι κακό έκανε στον αδελφό της, απελπίστηκε, κι έμεινε απαρηγόρητη!
– Θεέ μου! πώς να πιστεύσω πως μια μέρα θα πεθάνει ο αγαπημένος μου ο Αδελφός και θα φταίω εγώ;
Ο Αλέξανδρος μετά κάμποση ώρα πάει να πιει τ’ αθάνατο νερό, αλλά πού να το βρει; Ρωτάει την αδερφή του κι αυτή του λέει πως δεν ήξερε τι ήτανε και το έχυσε.
O βασιλιάς πήγε να τρελαθεί απ’ το θυμό του και τη στενοχώρια του και την καταράστηκε να γίνει από τη μέση και κάτω ψάρι και να βασανίζεται στη μέση του πελάγου όσο υπάρχει ο κόσμος.
Η αδελφή του έπεσε στην θάλασσα και εκεί ζει από τότε ως σήμερα. Είναι η Γοργόνα. Την πανσέληνο, στα πλοία της ανατολής, στης δύσης τα καράβια, την βλέπουνε και την ακούν, οι ναύτες και οι ψαράδες ! Η Γοργόνα η βασιλοπούλα διαρκώς γοργογυρίζει όλες τις αρμυρές θάλασσες. Και όταν συναντήσει καράβι, πηγαίνει κοντά του, και το ρωτά με την γλυκιά της, τη φωνή, σαν να τραγουδάει:
-Εσύ με τα λευκά πανιά, πελαγίσιο ταξιδιώτη, για λέγε, να σε χαρώ, αν ζει ο αδελφός μου. Ζει ο βασιλιάς Αλέξανδρος;
Αλίμονο στον καραβοκύρη, στον ναύτη και στους ναύτες, άμα πει κανείς ο,τι πέθανε ο βασιλιάς Αλέξανδρος. Τότε η Γοργόνα, από μεγάλη θλίψη και τρομερή οργή, αναταράζει τα νερά, σηκώνει τα κύματα ως τα σύννεφα, φυσάει δυνατός άνεμος και σχίζει τα πανιά και σπάει τα κουπιά. Γεμίζει η θάλασσα παλληκάρια, και σε φοβερή τρικυμία βουλιάζει και χάνεται το πλοίο…
Εάν όμως ο καραβοκύρης ξέρει τι πρέπει να πει για να σωθούν όλοι τους, απαντάει στην ωραία Γοργόνα: Zει ο βασιλιάς Αλέξανδρος, ζει και βασιλεύει, και τον κόσμο κυριεύει! Τότε, η ωραία Γοργόνα χαίρεται, λύνει τα ξανθά μαλλιά της, απλώνει τα χέρια της σαν αγκαλιά και προστατεύει το πλοίο. Κάνει την θάλασσα ήρεμη και τα κύματα να γαληνεύουν και να χαμογελούν! Τα καράβια φεύγουν και ακούν τη γλυκιά γοργόνα να τραγουδά :
-Zει ο βασιλιάς Αλέξανδρος, ζει ο αδελφός μου, ζει και βασιλεύει και τον κόσμο κυριεύει!
Έτσι μαθαίνουν οι ναύτες τους καινούριους σκοπούς των τραγουδιών και τους φέρνουν στην πατρίδα τους.
ΔΡΑΣΤΗΡΙΌΤΗΤΕΣ
1. εικονογραφούμε το μύθο
2. αναλύουμε την ιστορία, ρωτάμε τα παιδιά
Τι είναι το αθάνατο νερό;
Υπάρχει στα αλήθεια;
Πως να είναι ο Βουκεφάλας?
Ποια είναι η μορφή της γοργόνας?
Γιατί μεταμορφώθηκε σε γοργόνα?
Τι γίνεται στη θάλασσα αν ακούσει η γοργόνα ότι ο αδελφός της χάθηκε?
3. Παίζουμε με ρόλους, τον έναν ενσαρκώνει η μαμά/ο μπαμπάς και το άλλον το παιδί
Αλέξανδρος-Βουκεφάλας
Γοργόνα-Αλέξανδρος
Γοργόνα-ναύτες