Από τη μέθοδο στην αλήθεια

Descartes I:

Η αισιοδοξία του Ρενέ Ντεκάρτ (Καρτέσιος, 1596-1650) για την ανακάλυψη της αλήθειας

Αποτέλεσε πάγιο φιλοσοφικό αίτημα για τον Descartes η εύρεση μιας μεθόδου, που θα οδηγούσε την επιστημονική αναζήτηση σε βέβαια αποτελέσματα, δηλαδή, στην απόκτηση έγκυρης γνώσης. Πώς αντιμετώπισε ο Descartes το ενδεχόμενο αποτυχίας της εκπλήρωσης αυτού του στόχου;

Η φιλοσοφία του Descartes, παρά τη μεταφυσική της θεμελίωση, είναι καθαρά ανθρωποκεντρική και το λάθος είναι μία ανθρώπινη υπόθεση. Το να υποπέσουμε σε σφάλμα, ούτε σπάνιο είναι ούτε εξωπραγματικό και στο πλαίσιο αυτό μια φιλοσοφία είναι πλήρης, όταν αντιμετωπίζει το λάθος, όταν, δηλαδή, προσπαθεί να εξηγήσει τις αιτίες του και το πώς αυτό μπορεί να αντιμετωπιστεί. Το λάθος δεν εξοστρακίζεται από το λόγο που αρθρώνει ο Descartes για τη μέθοδο. Ο Descartes προσπαθεί να εξηγήσει την ύπαρξη του λάθους μέσα από την ελευθερία της βούλησης που χαρακτηρίζει τον άνθρωπο.

Το αίτημα για έγκυρη γνώση συνοδεύει τη φιλοσοφία από τη γέννησή της. Ο Αριστοτέλης αναζητά «τάς βεβαιοτάτας ἀρχάς τοῦ πράγματος» (Μετά τα Φυσικά, Γ, 1005b, 8-11), δηλαδή, αρχές αδιαμφισβήτητες, πάνω στις οποίες θα θεμελιώσει κάθε μεταγενέστερη κατάκτηση της επιστήμης του και συσχετίζει αυτήν την αναζήτηση με την ίδια την ιδιότητα του φιλοσόφου. Η νεότερη φιλοσοφία, η οποία ανάμεσα στους κυριότερους γεννήτορές της αναγνωρίζει τον Descartes, αναδύθηκε ακριβώς μέσα από αυτό το εγχείρημα θεμελίωσης της γνώσης πάνω σε ασφαλή βάση.

  • Ο ορθολογισμός πρόβαλε τις έμφυτες αρχές του λόγου ως προφανείς και βέβαιες αλήθειες,
  • ενώ στον εμπειρισμό τα άμεσα δεδομένα της αισθητηριακής εμπειρίας κλήθηκαν να παρέχουν τα ασφαλή κριτήρια για την εγκυρότητα της γνώσης [Αυγελής (1998),  11-15].

Για τον Descartes «κάθε επιστήμη είναι γνώση βέβαιη κι εναργής» (Κανόνες – 2ος: AT X, 362 – CSM I, 10). Πάνω στα ασφαλή θεμέλια που θα ανακάλυπτε ο φιλοσοφικός στοχασμός και η επιστημονική μεθοδολογία θα εδράζονταν οι πεποιθήσεις – προτάσεις με γνωσιακό περιεχόμενο – που θα στήριζαν το οικοδόμημα της γνώσης. Στη σύγχρονη επιστημολογία το εγχείρημα αυτό συνδέεται με το “πρόγραμμα” του θεμελιωτισμού, βασική ιδέα του οποίου είναι ότι μπορούν να βρεθούν πεποιθήσεις που δε χρειάζονται περαιτέρω δικαιολόγηση και άρα μπορούν να αποτελέσουν το “αρχιμήδειο σημείο” της γνώσης μας. Αυτές οι πεποιθήσεις ονομάζονται βασικές και έχουν το ιδιάζον χαρακτηριστικό ότι δεν παράγονται συναγωγικά από άλλες πεποιθήσεις, (γιατί τότε θα χρειάζονταν εκ νέου δικαιολόγηση) [Dancy (1985), 56].

Ως βασικές “βαπτίζονται” πεποιθήσεις που πηγάζουν είτε

  • από τα άμεσα δεδομένα των αισθήσεων ή
  • που απορρέουν από την ενσυνείδητη κατάσταση του πνεύματος σε συνδυασμό με την a priori αντίληψη αυταπόδεικτων αληθών προτάσεων.

Ο Descartes κινήθηκε στη δεύτερη ομάδα, απεκδύοντας το φιλοσοφικό του στοχασμό από κάθε εμπιστοσύνη στις αισθήσεις. Εξάλλου, «ούτε η φαντασία ούτε οι αισθήσεις μας μπορούν ποτέ να μας βεβαιώσουν για τίποτα αν δεν μεσολαβήσει η νόησή μας» (Λόγος, 4ο μέρος: AT VI, 37 – CSM I, 129 – μετάφραση Χ. Χρηστίδης)

Στη σκέψη του Descartes έγκυρη γνώση είναι η γνώση για την οποία μπορεί κανείς να αποκλείσει την πιθανότητα του λάθους. Η μακροχρόνια αναζήτηση του Descartes μετουσιωνόταν στο όραμα ενός διπλού στόχου: της κατάκτησης της αλήθειας και της αποφυγής του λάθους.

«Κι είχα πάντα υπέρτατο πόθο να μάθω να ξεχωρίζω την αλήθεια από το ψέμα, για να βλέπω καθαρά μέσα στις πράξεις μου και να πορεύομαι με σιγουριά σε τούτη τη ζωή».[Λόγος, 1ο μέρος: AT VI, 10 – CSM I, 115 – μτφρ.: Χρηστίδης: Descartes, R. (1976)].

Η απροθυμία του Descartes να διατρέξει οποιοδήποτε κίνδυνο πλάνης στα ζητήματα με τα οποία ασχολήθηκε, δείχνει ότι ο δεύτερος στόχος είναι πιο σημαντικός για αυτόν [Larmore (1998), 1165]. Η έγκυρη γνώση βασίζεται σε καλά θεμελιωμένες πεποιθήσεις και προτάσσεται ως στόχος της επιστημολογίας του Γάλλου φιλοσόφου, στον πρώτο κιόλας κανόνα της “καθοδήγησης του πνεύματος”:

«Σκοπός της επιστημονικής έρευνας πρέπει να είναι η καθοδήγηση του πνεύματος, ώστε να διατυπώνει βέβαιες και αληθινές κρίσεις για όλα τα θέματα που αντιμετωπίζει». [Κανόνες: AT X, 359 – CSM I, 9 – μτφρ.: Γ. Δαρδιώτης: Descartes, R. (1974)].

Ταυτόχρονα, η εύρεση μιας τέτοιας μεθόδου θα έδινε τη δυνατότητα στο φιλόσοφο και τον επιστήμονα να αντιμετωπίσει το σκόπελο του σκεπτικισμού, που ήταν βασικό πρόβλημα (και) την εποχή του Descartes. Οι Ανακαλύψεις είχαν ήδη δώσει ένα ισχυρό χτύπημα στον ευρωκεντρισμό και είχαν πλατύνει τους νοητικούς ορίζοντες. Ο 16ος αι. εγκυμονούσε την επιστημονική επανάσταση που στηρίχτηκε στην κριτική κάθε παραδομένης γνώσης και αυθεντίας, αλλά πρόβαλε και τη σκεπτικιστική στάση απέναντι σε κάθε γνωστική απόπειρα του ανθρώπου. Είναι η εποχή που μεταφράζεται ο Σέξτος ο Εμπειρικός (1562, Henri Etienne, Παρίσι) και κυκλοφορούν τα δοκίμια του Μονταίνι. Ο αντισκεπτικισμός του Descartes εκδηλώνεται με την προσπάθειά του να θεμελιώσει νέες “πηγές γνώσης”, αλώβητες στην σκεπτική αμφιβολία [Larmore (1998), 1164].

Αρωγός του σε αυτό είναι η μέθοδος που διατείνεται ότι έχει ανακαλύψει. Η “μέθοδος” θα μπορούσε να παρομοιαστεί στα τέλη του 16ου και στις αρχές του 17ου αιώνα με το μαγικό σπαθί που βρίσκεται μπροστά σε όλους ως ανοικτή πρόκληση, αλλά κανείς δεν τολμά να το χρησιμοποιήσει μέσα στον λίθινο και ακίνητο κόσμο της μαγείας και της αυθεντίας. Τώρα όμως, στον ενεργό κόσμο της επιστημονικής έρευνας και της κριτικής, ήταν θέμα χρόνου να τιθασεύσει ένα ελεύθερο πνεύμα τη δύναμή του, για να κερδίσει το βασίλειο της γνώσης. Για τον Descartes η μέθοδος είναι ένα απλό, (αλλά βέβαια αποτελεσματικό), εργαλείο επιστημονικής έρευνας. Πιο συγκεκριμένα, στους Κανόνες για την καθοδήγηση του πνεύματος (1628) ο Descartes προσδιορίζει την έννοια της μεθόδου ως εξής:

«Με τη μέθοδο εννοώ κανόνες βέβαιους και απλούς, που αν τους τηρήσει κανείς πιστά, δεν θα θεωρήσει ποτέ αληθινό ό,τι είναι εσφαλμένο και θα φτάσει, χωρίς να καταβάλει ανώφελα καμία πνευματική προσπάθεια, αλλά αυξάνοντας σιγά σιγά τις γνώσεις του, στην αληθινή γνώση όλων εκείνων που δεν ξεπερνούν τις δυνάμεις του» (Κανόνες – 4ος: AT X, 371-372 – CSM I, 16 – μτφρ.: Δαρδιώτης).

Στους Κανόνες εύκολα ανιχνεύει κανείς την αισιοδοξία του Descartes για την ανακάλυψη της οδού (μέθοδος > οδός) που θα οδηγήσει με σιγουριά στην αλήθεια. Ο Descartes, βέβαια, δεν ήθελε απλά να φτάσει στην αλήθεια, αλλά να γνωρίζει με σιγουριά ότι την κατέκτησε. Η κατάκτηση της αλήθειας δεν τον ενδιαφέρει μόνο ως θεμιτός και ευσεβής στόχος της επιστήμης ή για τον πορισμό των αγαθών που μπορεί να επιφέρει στον άνθρωπο η ανάπτυξη των επιστημών που συνεπάγεται η κατάκτησή της, αλλά (και) για «την απόλαυση που βρίσκει κανείς στη θεώρηση της αλήθειας, τη μοναδική και σχεδόν πλήρη ευτυχία σε αυτήν τη ζωή, που καμιά θλίψη δεν τη ταράσσει» (AT X, 361 – CSM I, 10). Σε αυτήν, όμως, δεν μπορούν να οδηγήσουν οι έρευνες χωρίς μέθοδο, τις οποίες τις χαρακτήριζε αβέβαιες και τυφλές (Κανόνες – 10ος : AT X, 403-404 – CSM I, 35). Για τον Descartes «είναι προτιμότερο να μην αναζητήσει κανείς ποτέ την αλήθεια παρά να την αναζητήσει χωρίς μέθοδο» (Κανόνες  –  4ος : AT X, 371  – CSM I, 16 – μτφρ.: Δαρδιώτης).

Το συναίσθημα της σιγουριάς που διακατέχει τον Descartes γύρω από την κατάκτηση της αλήθειας μέσω της ορθής μεθόδου, παραμένει αμείωτο σε όλη την πορεία του φιλοσοφικού του έργου. Μια προσεκτική όμως ανάγνωση ακόμα και των πρώιμων (αισιόδοξων) έργων του φιλοσόφου αποδεικνύουν ότι ο Descartes δεν πιστεύει σε μιαν άπειρη γνωστική δυνατότητα. Ο άνθρωπος δεν μπορεί να υποτάξει γνωστικά κάθε αντικείμενο, υπερβαίνοντας κάθε δυσκολία, γιατί απλούστατα δεν είναι τέλειος.

«Αν έχουμε αρκετά συχνά ιδέες που περιέχουν ψέμα δεν μπορεί παρά να είναι από κείνες που έχουν κάτι το συγκεχυμένο και το σκοτεινό. Γιατί ως προς αυτό μετέχουν στο μηδέν, υπάρχουν δηλαδή μέσα μας έτσι συγκεχυμένες μονάχα επειδή δεν είμαστε ολότελα τέλειοι» (Λόγος –  4ο μέρος: AT VI, 38 – CSM I, 130 – μτφρ.: Χρηστίδης).

Αντίθετα, ο φιλόσοφος αναγνωρίζει πολλές δυσκολίες. Το λάθος είναι ένα υψηλό ενδεχόμενο και γι’ αυτό είναι αναγκαία η χρήση της μεθόδου και η υιοθέτηση των κανόνων. Απαιτείται θέληση και προσπάθεια, για να αποφεύγουμε τις συγκεχυμένες σκέψεις που συσκοτίζουν το φυσικό φως και τυφλώνουν το πνεύμα – για να μην δεχόμαστε ως αληθινό ό,τι είναι ψευδές – για να συγκρατούμε με ευκρίνεια τους “κρίκους” του παραγωγικού συλλογισμού – για να έχουμε καθαρή ενόραση κάθε επιμέρους πράγματος και για άλλα, για τα οποία δεν διευκρινίζεται πάντα με σαφήνεια το πώς μπορούν να επιτελεστούν.

Προκύπτει, έτσι, ένα εύλογο ενδιαφέρον για τη θεωρητική θέση του Descartes γύρω από το ζήτημα της πλάνης και φαίνεται ότι υπάρχει θέση στη θεωρία της γνώσης του Descartes για ενδεχόμενα σφάλματα στην ερευνητική διαδικασία. Εξάλλου, από τη στιγμή που ο Descartes έχει δεσμευτεί για την παρουσίαση μιας μεθόδου για την ανακάλυψη της αλήθειας και για την εξάλειψη του σφάλματος, είναι “αναγκασμένος” να αναζητήσει τα αίτια της πλάνης [Williams (1990), 164]. Υπάρχουν περιπτώσεις, στις οποίες πρέπει να αναγνωρίσουμε, λέει ο Descartes, ότι η λύση ενός προβλήματος ξεπερνά τη γνωστική ικανότητα του ανθρώπου. Η αισιοδοξία λοιπόν, του φιλόσοφου δεν είναι υπερβολική. Δεν έχει ανάγκη η μέθοδός του από υπεράνθρωπους νόες, με τη σκέψη ότι μόνο αυτοί θα ήταν σε θέση να αξιοποιήσουν στο έπακρο τη μέθοδο που ανακάλυψε.

«Κάθε φορά που, παρά τη χρησιμοποίηση αυτής της μεθόδου, δε θα μπορούμε να ανακαλύψουμε αυτά που ζητάμε, θα γινόμαστε τουλάχιστον πιο σοφοί από την άποψη ότι θα διαπιστώνουμε πως δεν έχουμε κανένα τρόπο για να το ανακαλύψουμε» (Κανόνες  –  7ος: AT X, 389  – CSM I, 26 – μτφρ.: Δαρδιώτης).

Στη φιλοσοφική αρένα του Descartes το ανθρώπινο πνεύμα παίζει ένα παιχνίδι που μπορεί να κερδίσει. Το κυνήγι της γνώσης, της βέβαιης και εναργούς γνώσης, είναι θεμιτό αρκεί το πνεύμα να γνωρίζει τα όριά του. Είναι καλύτερο να μην ασχολούμαστε με αντικείμενα τόσο δύσκολα που να μην είναι ξεκάθαρη η διάκριση μεταξύ αλήθειας και ψεύδους. Ο Descartes δεν είναι υπερφίαλος: «δεν μπορούμε να ελπίζουμε από τους εαυτούς μας – χωρίς τον κίνδυνο να θεωρηθούμε απερίσκεπτοι – περισσότερα από όσα κατόρθωσαν οι άλλοι» (Κανόνες – 2ος : AT X, 363 – CSM I, 11). Μέσα στο πλαίσιο αυτό το ενδεχόμενο να φτάσει κάποιος, παρά τη μέθοδο, από την αλήθεια στην πλάνη, είναι ορατό.

Βασίλης Παναγιωτόπουλος, 2007

 

Κατηγορίες: Χωρίς κατηγορία | Ετικέτες: , , , | Δεν επιτρέπεται σχολιασμός στο Από τη μέθοδο στην αλήθεια

Ελευθερία και ηθική ευθύνη στα Ηθικά Νικομάχεια του Αριστοτέλη

Από τις απαρχές του ο φιλοσοφικός στοχασμός συνέδεσε το υψηλό ιδανικό της ελευθερίας με την έννοια της ευθύνης. Το δοκίμιο αυτό επιχειρεί μιαν ανίχνευση της σχέσης τους μέσα από την ανάγνωση ενός κλασικού κειμένου στην Ηθική: τα Ηθικά Νικομάχεια του Αριστοτέλη (περ. 330 π.Χ). Η θέση που υπερασπίζομαι είναι ότι στο έργο αυτό δηλώνεται με σαφήνεια ότι η ηθική του Αριστοτέλη απευθύνεται σε ανθρώπους που χαρακτηρίζονται από ελεύθερο φρόνημα και ορθό λόγο. Η ηθική ευθύνη στην αριστοτελική οπτική αποτελεί τη συνισταμένη της πράξης, του ορθού λόγου και της ελεύθερης προαίρεσης. Φαίνεται, τελικά, ότι η υπευθυνότητα είναι το βαρύ φορτίο που επωμίζεται η ελευθερία της συνείδησης.

Η αριστοτελική ηθική τίθεται ενώπιον ενός ελεύθερου ανθρώπου, ο οποίος χρειάζεται να χρησιμοποιήσει τη λογική του προκειμένου να πράξει. Στα Ηθικά Νικομάχεια οι έννοιες της λογικής και της πράξης σχετίζονται άμεσα με την ηθική. Για τον Αριστοτέλη, οι άνθρωποι είναι ηθικά όντα, επειδή ακριβώς έχουν λογική. Ο ορθός λόγος συνδέεται άρρηκτα με τις ηθικές μας πράξεις, αφού όταν συμπεριφερόμαστε, (πρέπει να) χρησιμοποιούμε τον ορθό λόγο. Επιπρόσθετα, το ατομικό πράττειν βρίσκεται στη βάση της αριστοτελικής ηθικής, μια και ο φιλοσοφικός λόγος του Αριστοτέλη αρθρώνεται στο επίπεδο της ηθικής συμπεριφοράς και όχι στο επίπεδο της μεταηθικής, δηλαδή, μιας θεωρίας για την ηθική. Ο λόγος του Σταγειρίτη έχει κυρίως μιαν πρακτική χροιά. Δεν μαθαίνει θεωρία ο ακροατής του φιλόσοφου, αλλά το πώς να πράττει, για να κερδίσει την ευδαιμονία:

«οὐ θεωρίας ἕνεκά ἐστιν ὥσπερ αἱ ἄλλαι (οὐ γάρ ἵνα εἰδῶμεν τί ἐστιν ἡ ἀρετή σκεπτόμεθα, ἀλλ᾽ ἵν᾽ ἀγαθοί γενώμεθα, ἐπεί οὐδέν ἂν ἦν ὄφελος αὐτῆς)»

(Β. 2: 1103b 26).

Η αποδοχή της υπευθυνότητας του ανθρώπου για τις πράξεις του συνδέεται άμεσα με το κεντρικό στόχο των Ηθικών Νικομαχείων: ο φιλόσοφος προσπαθεί να προσδιορίσει (στα βασικά του στοιχεία τουλάχιστον) την ουσία του υπέρτατου αγαθού και ποιας πρακτικής δεξιότητας αποτελεί αντικείμενο: «πειρατέον τύπῳ γε περιλαβεῖν αὐτό τί ποτ᾽ ἐστί καί τίνος τῶν ἐπιστημῶν» (Α. 1: 1094α 25).

Το υπέρτατο αυτό αγαθό – υπέρτατο, επειδή υπάρχουν πολλά (Α. 1), είναι η ευδαιμονία (Α. 4). Ο άνθρωπος θα οδηγηθεί στην ευδαιμονία μέσα από την κατάκτηση της αρετής και για την κατάκτηση αυτή έχει σημασία η πράξη του ανθρώπου να είναι προϊόν ελεύθερης προτίμησης και επιλογής μετά από σκέψη, να μπορεί να χαρακτηριστεί δηλαδή ως μια υπεύθυνη πράξη. Εξάλλου,

«τῆς ἀρετῆς δή περί πάθη τε καί πράξεις οὔσης, καί ἐπί μέν τοῖς ἑκουσίοις ἐπαίνων καί ψόγων γινομένων» (Γ. 1: 1109b  30),

δηλαδή, η αρετή σχετίζεται με πάθη και πράξεις και ο έπαινος και ο ψόγος προορίζονται μόνο για ό,τι γίνεται με τη θέλησή μας. Και έχει σημασία η «ποιότητα» της πράξης, επειδή η ευδαιμονία είναι αποτέλεσμα μιας αρετής που δεν κατέχει ο άνθρωπος εκ φύσεως. Ο άνθρωπος πρέπει να αγωνιστεί ή καλύτερα να πράξει, για να την αποκτήσει. Κατ’ επέκταση και η ευδαιμονία δεν έρχεται στον άνθρωπο ως δώρο θεού ή τυχαία (Α. 9). Η αρετή στην οποία στοχεύει ο άνθρωπος, προκειμένου να αποκτήσει την ευδαιμονία, αποκτιέται είτε με τη διδασκαλία (η διανοητική) είτε με την επανάληψη αντίστοιχων πράξεων, δηλαδή με εθισμό (η ηθική):

«ἡ μέν διανοητική τό πλεῖον ἐκ διδασκαλίας ἔχει καί τήν γένεσιν καί τήν αὔξησιν, διόπερ ἐμπειρίας δεῖται καί χρόνου, ἡ δ᾽ ἠθική ἐξ ἔθους περιγίνεται». (Β. 1: 1103α 15)

Τις αρετές λοιπόν, τις αποκτάμε, αφού πρώτα τις εφαρμόσουμε στην πράξη: «ἃ γάρ δεῖ μαθόντας ποιεῖν, ταῦτα ποιοῦντες μανθάνομεν». (Β. 1: 1103α 34)

Αναφέρθηκε, εξάλλου, λίγο πριν ότι με την επανάληψη των αντίστοιχων προς την αρετή πράξεων αποκτάμε την αρετή – γι’  αυτό και η αρετή είναι έξη (Β. 5). Όμως, οι πράξεις μας πρέπει να είναι αποτέλεσμα επιλογής και προτίμησης (Β. 4), διαφορετικά θα οδηγούμαστε στην αρετή ακούσια και δεν θα αξίζαμε τον τίτλο τιμής «ενάρετος άνθρωπος». Επομένως, κεντρικό ρόλο στο ζήτημα της πράξης κατέχει η έννοια της προαίρεσης, η οποία αναδεικνύει την υπευθυνότητα της πράξης. Η αρετή είναι έξις προαιρετική. Ο Αριστοτέλης θα αφιερώσει τα πρώτα κεφάλαια του τρίτου βιβλίου στην ανάλυση της έννοιας της προαίρεσης, της επιλογής δηλαδή, και προτίμησης ύστερα από σκέψη:

«περί προαιρέσεως ἕπεται διελθεῖν· οἰκειότατον γάρ εἶναι δοκεῖ τῇ ἀρετῇ καί μᾶλλον τά ἤθη κρίνειν τῶν πράξεων». (Γ. 2: 1111b 5)

Ο άνθρωπος, έχοντας νου, κάνει πράξεις που επιλέγει, γιατί η προαίρεση προϋποθέτει λόγο και σκέψη. Η προαίρεση έχει, λοιπόν, την έννοια του πράττειν «μετά λόγου και διανοίας». Με δεδομένο αυτό ο Αριστοτέλης θεωρεί υπεύθυνο τον άνθρωπο για τις πράξεις του και αστείες τις δικαιολογίες που προσπαθούν με κάθε τρόπο να τον καταστήσουν ανεύθυνο. «Είναι άλλωστε γελοίο να ρίχνουμε όλη την ευθύνη στα έξω πράγματα και όχι στον εαυτό μας» (Γ. 1: 1110b 15). Η προαίρεση σχετίζεται με πράγματα που ο άνθρωπος μπορεί να επιλέξει. Ζητήματα προαίρεσης είναι όσα είναι εφ΄ ημιν, όσα δηλαδή, εξαρτώνται από εμάς, «προαίρεσις μέν γάρ οὐκ ἔστι τῶν ἀδυνάτων» (Γ. 2: 1111b 21).

Ο άνθρωπος, δηλαδή, προαιρείται (σκέφτεται και διαβουλεύεται) όχι για τα εξ ανάγκης ή τα εκ φύσεως ή τα αιώνια και αμετάβλητα ή τα τυχαία, γιατί τίποτε από αυτά δεν μπορεί να γίνει με τη δική του δύναμη (Γ. 3). Σε αυτά ο άνθρωπος δεν έχει λόγο, δεν μπορεί να επηρεάσει τις εξελίξεις, δεν είναι υπεύθυνος για την εμφάνιση ή μη των γεγονότων ή/και καταστάσεων τέτοιου είδους. Δε χρειάζεται, αλλά και δεν μπορεί να απολογηθεί γι’  αυτά ο άνθρωπος ούτε βέβαια και να τα προβάλλει ως δικό του έργο. Κάτι τέτοιο θα ήταν ανόητο.

Ο άνθρωπος σκέφτεται και διαβουλεύεται για τα ἐφ᾽ ἡμῖν: «ὅλως γάρ ἔοικεν ἡ προαίρεσις περί τά ἐφ᾽ ἡμῖν εἶναι» (1111b 30), γι’ αυτό και η αρετή έχει σχέση με την έννοια της προαίρεσης. Σκεφτόμαστε για πράγματα που εξαρτώνται από τη δική μας δύναμη και που μπορούν να πραγματοποιηθούν. Σκεφτόμαστε για πράγματα που συμβαίνουν με έναν ορισμένο τρόπο τις περισσότερες φορές («ως επί το πολύ») που όμως δεν είναι φανερό ποια θα είναι η έκβασή τους. Τέλος, σκεφτόμαστε για τα πράγματα, στα οποία υπάρχει αβεβαιότητα και ασάφεια. Η προαίρεση εντέλει, σχετίζεται με αυτό που εμπίπτει στις δυνατότητες του ανθρώπου, επομένως, ο άνθρωπος είναι απόλυτος κύριος των επιλογών του και υπεύθυνος για τις πράξεις του:

«προαιρεῖται δέ τά τοιαῦτα οὐδείς, ἀλλ᾽ ὅσα οἴεται γενέσθαι ἂν δι᾽ αὑτοῦ». (Γ. 2: 1111b  25)

Με την έννοια της προαίρεσης και της υπευθυνότητας ο Αριστοτέλης παρουσιάζει έναν άνθρωπο δημιουργό της προσωπικής και κατ΄ επέκταση της κοινωνικής του ιστορίας. Ο άνθρωπος, κατά τον Αριστοτέλη, είναι η αρχή των πράξεων. Η αρχή και ο πατέρας των πράξεών του, όπως είναι ο πατέρας των παιδιών του:

«ἢ τοῖς γε νῦν εἰρημένοις ἀμφισβητητέον, καί τόν ἄνθρωπον οὐ φατέον ἀρχήν εἶναι οὐδέ γεννητήν τῶν πράξεων ὥσπερ καί τέκνων». (Γ. 5: 1113b 18)

Έτσι, σύμφωνα με τον Αριστοτέλη δεν μπορούμε να αποδώσουμε τις πράξεις μας παρά μόνο σε αρχές που βρίσκονται μέσα μας. Με αυτόν τον τρόπο οι πράξεις μας βρίσκονται στη δύναμή μας και γίνονται με τη θέλησή μας. Διαφορετικά, δεν έχει, ίσως, νόημα ο όρος «πράξη».

Ένας τέτοιος ελεύθερος και υπεύθυνος για τις πράξεις του άνθρωπος είναι απαραίτητος, για να λειτουργήσει το αριστοτελικό ηθικό σχήμα. Δεν πρόκειται για ένα καθιερωμένο σχήμα, για ένα διπολικό, για παράδειγμα, σχήμα, στο οποίο θα υπήρχαν κατάλογοι του τι επιτρέπεται και τι απαγορεύεται. Η ηθική που παρουσιάζει ο Αριστοτέλης δεν είναι τόσο απλουστευτική. Ο άνθρωπος πρέπει να σηκώσει το βάρος της ελευθερίας του και να αποφασίσει ο ίδιος, αναλαμβάνοντας την ευθύνη για το τι πρέπει να κάνει και τι όχι. Το άτομο το ίδιο πρέπει να αποφασίσει ποιο είναι το μέσον που θα οδηγήσει στην οικειοποίηση της ενάρετης πράξης. Δεν υπάρχουν κανόνες («μπούσουλες») και δεν έχει καθοριστεί τίποτε εκ των προτέρων. Ο άνθρωπος βγαίνει στον ηθικό στίβο, για να αγωνιστεί με μοναδικά εφόδια τις έξεις του και βέβαια τον ορθό λόγο. Οι εχθροί είναι πολλοί και όχι μόνο “εξωτερικοί”. Ίσως τελικά ο χειρότερος εχθρός του ανθρώπου να είναι ο ίδιος ο εαυτός του, τα πάθη του, η «ακρασία», η ροπή του προς τις ηδονές. Όμως, καθημερινά ο άνθρωπος έχει να δώσει έναν αγώνα και κάθε φορά είναι «υποχρεωμένος» να αναπτύσσει τη φρόνηση και να πράττει έλλογα. Κέντρο των αποφάσεων, επομένως, στην ηθική του Αριστοτέλη, είναι ο άνθρωπος. Γι’  αυτό δεν υπάρχει αμφιβολία. Το θέμα, όμως, είναι αν ο άνθρωπος είναι και ο αίτιος της έξης του. Γράφει ο Αριστοτέλης σχετικά:

«εἰ μέν οὖν ἕκαστος ἑαυτῷ τῆς ἕξεώς ἐστί πως αἴτιος, καί τῆς φαντασίας ἔσται πως αὐτός αἴτιος· εἰ δέ μή, οὐθείς αὑτῷ αἴτιος τοῦ κακοποιεῖν» (Γ. 5: 1114b 2),

δηλαδή, αν ο καθένας είναι κατά κάποιο τρόπο και ως ένα βαθμό αίτιος της έξης του, (των συνηθειών που έχει) το σχήμα μπορεί να λειτουργήσει, διαφορετικά κανένας δεν θα είναι υπεύθυνος για τις κακές του πράξεις. Πάντα θα υπάρχουν δικαιολογίες ad hoc που θα κάνουν αδύνατο το χαρακτηρισμό μιας πράξης. Η αποδοχή της υπευθυνότητας του ατόμου για τις πράξεις του είναι καθοριστική λ.χ. για τη λειτουργία της νομοθεσίας στο πλαίσιο της πολιτείας. Πώς αλλιώς θα μπορούσε να οριστεί μια δίκαιη και (κυρίως) μια άδικη πράξη και να κυρωθούν οι ανάλογες συνέπειες; Μια πράξη χαρακτηρίζεται από τον Αριστοτέλη άδικη ή δίκαιη με βάση το αν γίνεται με τη θέληση του ή χωρίς τη θέληση του ατόμου: Ένας άνθρωπος κάνει άδικες ή δίκαιες πράξεις, όταν τις κάνει με τη θέλησή του. Αδικεί αυτός που προκαλεί βλάβη σε κάποιον άλλον ύστερα από συνειδητή επιλογή. Με τον ίδιο τρόπο, ένας άνθρωπος είναι δίκαιος, όταν κάνει πράξεις δικαιοσύνης εσκεμμένα, αν τις κάνει με τη θέλησή του (Ε, 8: 1136α 1). Όπως επισημαίνει ο Αριστοτέλης το να πράττει κανείς το δίκαιο είναι πάντοτε εκούσιο:

«ἀδικεῖ μέν καί δικαιοπραγεῖ ὅταν ἑκών τις αὐτά πράττῃ· ὅταν δ’ ἄκων, οὔτ’ ἀδικεῖ οὔτε δικαιοπραγεῖ ἀλλ’ ἢ κατά συμβεβηκός· οἷς γάρ συμβέβηκε δικαίοις εἶναι ἢ ἀδίκοις, πράττουσιν». (Ε. 8: 1135α 16-18)

Είναι, όμως δυνατόν, αναρωτιέται ο Αριστοτέλης, να είναι η αρετή πιο εκούσια από την κακία; Όχι. Από τη στιγμή που ο ενάρετος άνθρωπος ενεργεί με τη θέληση του, η αρετή είναι κάτι το εκούσιο, αλλά στον ίδιο βαθμό είναι εκούσια και η κακία (Γ. 5). Ο «ακόλαστος» άνθρωπος, θα μας πει ο Αριστοτέλης, συμπεριφέρεται στους διάφορους τομείς της ανθρώπινης ζωής από δική του επιλογή και προτίμηση (Η. 3: 1146b 24). Οι άνθρωποι είναι κύριοι των πράξεών τους από την αρχή ως το τέλος στην περίπτωση, όμως, των έξεων είναι υπεύθυνοι μόνο για την αρχή τους. Αλλά, ακριβώς, επειδή ήταν στο χέρι μας να κάνουμε εκείνη ή την άλλη αρχή, οι έξεις είναι εκούσιες. (Γ. 5: 1115α 4). Το ελεύθερο άτομο δρα επομένως εκούσια και πρέπει να αναλαμβάνει τις συνέπειες των πράξεών του. Η πράξη είναι, μεταξύ άλλων, αυτή που διαφοροποιεί τον άνθρωπο από τα άλογα ζώα: τα ζώα δεν έχουν καμία συμμετοχή σε πράξη» (Ζ. 2: 1139α 23-24). Η απουσία της πράξης δηλώνει και την απουσία αρετής ή κακίας. Δεν υπάρχει κακία ή αρετή του ζώου (Η. 1). Η γνώση της κοινωνικής περίστασης δεν παίζει λιγότερο σημαντικό ρόλο για το εκούσιο μιας πράξης. Ο φιλόσοφος διευκρινίζει: «όταν λέω με τη θέληση του ατόμου εννοώ μια πράξη που η εκτέλεσή της εξαρτάται από το ίδιο το άτομο και που το άτομο την κάνει με πλήρη γνώση», γνωρίζοντας όλες τις συνιστώσες του κοινωνικού ενεργήματος: το πρόσωπο με το οποίο σχετίζεται η πράξη, το μέσο με το οποίο κάνει την πράξη και σε τι αποβλέποντας κάνει την πράξη. Το αντικείμενο της ηθικής πράξης είναι απόλυτος στόχος, γιατί η ευπραξία είναι ένας απόλυτος σκοπός.

Για την ευόδωση αυτού του σκοπού η ελεύθερη επιλογή πρέπει να έχει αρχή της τον άνθρωπο.

Κατηγορίες: Χωρίς κατηγορία | Ετικέτες: , , , , | Δεν επιτρέπεται σχολιασμός στο Ελευθερία και ηθική ευθύνη στα Ηθικά Νικομάχεια του Αριστοτέλη