Ζ. Θέματα από τη βυζαντινή ιστορία

 

Η άλωση της Κωνσταντινούπολης από τους σταυροφόρους (1204 μ.Χ.) (Τοιχογραφία από την αίθουσα του Μεγάλου Συμβουλίου, στο Ανάκτορο των Δόγηδων, Βενετία)

Παράσταση με κυνήγι λιονταριού ( πλευρά κοσμηματοθήκης)

37. Η βυζαντινή Κύπρος

 

Η συμβολή της Κύπρου στην αναχαίτιση των εχθρών του Βυζαντίου ήταν μεγάλη. Στο έδαφός της έγιναν σκληρές πολεμικές συγκρούσεις και το νησί γνώρισε μεγάλες καταστροφές. Με ιδιαίτερη συνθήκη το νησί ανακηρύχτηκε «ουδέτερο και αυτοδιοικούμενο».

 

 

Στην Κύπρο κατοικούσαν Έλληνες από τα μυκηναϊκά χρόνια. Στα αρχαία χρόνια το νησί είχε ιδιαίτερη ανάπτυξη και διατηρούσε συχνές εμπορικές και πολιτιστικές επαφές με τον ελληνισμό της Μικράς Ασίας, της Αιγύπτου και της Μεγάλης Ελλάδας. Στα ρωμαϊκά χρόνια, ακολουθώντας τη μοίρα των άλλων ελληνικών περιοχών, κατακτήθηκε και κυβερνήθηκε από Ρωμαίους διοικητές.

Ο Μέγας Κωνσταντίνος εκτίμησε ιδιαίτερα τη στρατηγική θέση της Κύπρου και φρόντισε για την αξιοποίησή της. Έχτισε την κατεστραμμένη από σεισμό αρχαία πρωτεύουσά της Σαλαμίνα και την ονόμασε Κωνσταντία. Όρισε ακόμη Βυζαντινό αξιωματούχο για τη διοίκηση του νησιού και τοποθέτησε ενισχυμένη φρουρά και ναυτική δύναμη για την ασφάλειά του. Την Κύπρο επισκέφτηκε και η μητέρα του, Αγία Ελένη, όταν γύριζε από τα Ιεροσόλυμα και ίδρυσε εκεί ναό.

Κύρια απασχόληση των κατοίκων του νησιού ήταν η γεωργία. Σιτάρι, λάδι, κρασί, μαστίχα, αρωματικά φυτά και μέλι ήταν τα πιο σημαντικά από τα προϊόντα τους. Πολλοί από τους κατοίκους των παραλίων ασχολούνταν με το εμπόριο και τη ναυτιλία. Σημαντική πηγή πλούτου ακόμη αποτελούσαν τα ορυχεία χαλκού και αργύρου, που λειτουργούσαν εκεί από τα μυκηναϊκά χρόνια.

Η Κύπρος δέχτηκε πρώτη την επίθεση των Αράβων, κατά τη ναυτική επέκτασή τους στα μέσα του 7ου αιώνα. Παρά την αντίσταση του πληθυσμού και των βυζαντινών πλοίων που στάθμευαν εκεί, κατέλαβαν την πρωτεύουσά της, λεηλάτησαν το νησί και κατέλυσαν τις βυζαντινές αρχές. Έβαλαν αραβικές φρουρές στις 14 μεγάλες πόλεις του νησιού κι εγκατέστησαν σ’ αυτές αραβόφωνους πληθυσμούς από τις κατακτημένες περιοχές της Συρίας.

Το γεγονός αυτό ήταν βαρύ πλήγμα για το Βυζάντιο, επειδή η Κύπρος, μετά την απώλεια της Συρίας και της Παλαιστίνης, ήταν θέση «κλειδί», «ναυτικός προμαχώνας» και ορμητήριο των Βυζαντινών στην ανατολική Μεσόγειο. Γι’ αυτό ο βυζαντινός στόλος επανήλθε καλύτερα οργανωμένος, ανακατέλαβε το νησί και ανάγκασε τους Άραβες ν’ αποχωρήσουν. Οι συγκρούσεις Αράβων και Βυζαντινών όμως στο χώρο του νησιού επαναλήφθηκαν πολλές φορές και είχαν ως αποτέλεσμα τις συχνές καταστροφές και λεηλασίες των περιουσιών, αλλά και τη σφαγή ή την αιχμαλωσία των κατοίκων του. Κι επειδή ο κίνδυνος αυτός ήταν αδιάκοπος, οι Κύπριοι ζήτησαν κι από τους δυο αντιμαχόμενους να δεχτούν την ουδετερότητα του νησιού, αναλαμβάνοντας την υποχρέωση να πληρώνουν έναν ετήσιο φόρο υποταγής και στους δύο.

Οι αντίπαλοι δέχτηκαν την πρόταση και την επικύρωσαν με συνθήκη ειρήνης. Σύμφωνα μ’ αυτή, την εξουσία διοίκησης του νησιού είχε ο χριστιανός Αρχιεπίσκοπος και ένα συμβούλιο εκπροσώπων του λαού από τις 14 περιφέρειές του. Αυτός ο τρόπος αυτοδιοίκησης του νησιού κράτησε, με μικρές διακοπές, τριακόσια περίπου χρόνια, ως το 965 μ.Χ. Τότε ο Νικηφόρος Φωκάς νίκησε τους Άραβες, απελευθέρωσε τη Μεσόγειο από τους Σαρακηνούς πειρατές και ενσωμάτωσε ξανά την Κρήτη και την Κύπρο στο βυζαντινό κράτος.

Στη διάρκεια της τρίτης Σταυροφορίας, το 1191, η Κύπρος κατακτήθηκε από τους Σταυροφόρους. Την κυβέρνησαν οι Φράγκοι και οι Βενετοί μέχρι το 1571, χρονιά που την κατέλαβαν οι Τούρκοι. Εκείνη την εποχή χτίστηκαν οι εντυπωσιακοί καθεδρικοί ναοί της Αγίας Σοφίας στη Λευκωσία και του Αγίου Νικολάου στην Αμμόχωστο, που ακολουθούν τη γοτθική αρχιτεκτονική της Δύσης.

 

 Η Αγιά Σοφιά στη Λευκωσία

Δείτε την παρουσίαση του μαθήματος

(δημιουργός Γ. Σουδίας)

[slideboom id=535019&w=425&h=370]

 

 

Διαβάστε ή εκτυπώστε το σχεδιάγραμμα του μαθήματος

[κλικ στην εικόνα]

 

σχεδιάγραμμα2

 

 

_______________________________________________________________________________________________________________________________________

 

 

Πάτησε στην εικόνα για να διαβάσεις το μάθημα από το ψηφιακό βιβλίο

 

38. Η διπλωματία των Βυζαντινών

 

Οι Βυζαντινοί εξασφάλιζαν την ειρηνική συνύπαρξη με τους γειτονικούς
τους λαούς με πολλούς διπλωματικούς τρόπους. Αυτοί οι τρόποι όμως ήταν
αποδοτικοί, όσο το κράτος τους ήταν οικονομικά και στρατιωτικά ακμαίο.

 

 

Γύρω από τα σύνορα του βυζαντινού κράτους ζούσαν πολλοί λαοί, που συχνά φέρονταν εχθρικά απέναντί του. Αυτό του δημιουργούσε συχνά κινδύνους και έπρεπε να είναι διαρκώς έτοιμο να τους αντιμετωπίσει. Γι’ αυτό, από τη μεταφορά της πρωτεύουσας, οι αυτοκράτορες είχαν πάρει σειρά από αμυντικά μέτρα που περιόριζαν αυτούς τους κινδύνους.

Επειδή όμως οι πόλεμοι, σε όλες τις εποχές, δε λύνουν τα προβλήματα αλλά συχνά δημιουργούν περισσότερα, οι Βυζαντινοί φρόντιζαν να διατηρούν ειρηνικές σχέσεις με τους γείτονές τους με πολλούς τρόπους και ιδιαίτερα με τη διπλωματία. Έτσι από τα πρώτα βυζαντινά χρόνια οι αυτοκράτορες:

  • Έκαναν συμμαχίες ή υπέγραφαν συνθήκες ειρήνης με κάποιους γειτονικούς λαούς, για ν’ αντιμετωπίσουν ανενόχλητοι κάποιους άλλους.
  • Κατέβαλλαν σε ορισμένους από αυτούς χρημάτα, με τον όρο να μην επιτίθενται οι ίδιοι ή να εμποδίζουν άλλους να βλάπτουν το Βυζάντιο.
  • Πρόσφεραν φιλοξενία στους άρχοντες και στους πρεσβευτές των σύμμαχων χωρών.
  • Συνόδευαν τις συμφωνίες τους με πλούσια δώρα και τιμητικούς βυζαντινούς τίτλους.
  • Δέχονταν τα παιδιά των ξένων αρχόντων ή των αξιωματούχων τους να σπουδάσουν, συχνά δωρεάν, στα βυζαντινά σχολεία ή πανεπιστήμια.
  • Έκαναν ιδιαίτερες συμφωνίες για την προστασία των εμπορικών δρόμων και των προϊόντων που μεταφέρονταν από άλλες χώρες στο Βυζάντιο.

Οι Βυζαντινοί προστάτευαν τους ξένους εμπόρους και τους επισκέπτες της χώρας τους. Σε κάποιους από αυτούς μάλιστα (Ρώσους, Βενετούς, Γενουάτες) είχαν παραχωρήσει ιδιαίτερες περιοχές για τη διαμονή τους στην Πόλη και προνόμια για τις εμπορικές τους δραστηριότητες.

Την Κωνσταντινούπολη επισκέπτονταν ακόμη άνθρωποι από κάθε περιοχή του κόσμου. Πολλοί από αυτούς μάθαιναν και μιλούσαν την ελληνική γλώσσα, για να επικοινωνούν με τους Βυζαντινούς αλλά και για να συνεννοούνται μεταξύ τους.

Οι Βυζαντινοί ήταν καλά πληροφορημένοι για τις γειτονικές τους χώρες από δικούς τους ανθρώπους που έφταναν στην Πόλη ως επισκέπτες, έμποροι, μισθοφόροι ή στρατιωτικοί φυγάδες. Επίσημες κρατικές αποστολές ακόμη, με ειδικούς και διερμηνείς, επισκέπτονταν συχνά τις άλλες χώρες για να προετοιμάσουν ή να ολοκληρώσουν τις συμφωνίες τους με το Βυζάντιο. Οι πρεσβευτές αυτών των αποστολών έφερναν μαζί τους, εκ μέρους του αυτοκράτορα, πολύτιμα δώρα*, κοσμήματα και μεταξωτά για τους άρχοντες και τους αξιωματούχους της ξένης χώρας.

Στις αποστολές αυτές μετείχαν συχνά και ιεραπόστολοι, οι οποίοι φρόντιζαν για τον εκχριστιανισμό αυτών των λαών. Σε αρκετές περιπτώσεις μάλιστα οι ιερωμένοι αυτοί αποδείχτηκαν και ικανοί διπλωμάτες, που βοήθησαν στην ειρηνική συνύπαρξη των λαών αυτών με τους Βυζαντινούς.

Picture

Σημαντική πλευρά της βυζαντινής διπλωματίας, τέλος, αποτελούσαν οι γάμοι ανάμεσα σε βυζαντινές πριγκίπισσες και σε ξένους ηγεμόνες. Οι γάμοι αυτοί, στις περισσότερες περιπτώσεις, συνέβαλλαν στην ειρήνη και τη συνεργασία ανάμεσα στους λαούς και οι πριγκίπισσες αυτές γίνονταν οι καλύτεροι πρεσβευτές του Βυζαντίου στις νέες πατρίδες τους.

 Picture

Επίσης ένας άλλος τρόπος που υιοθέτησαν οι Βυζαντινοί για τη σύσφιξη σχέσεων με τα υπόλοιπα βασίλεια: η απονομή τίτλων ή η φοίτηση σε βυζαντινά πανεπιστήμια και σχολεία σε σημαντικά πρόσωπα των άλλων χωρών, τα οποία κολακεύονταν από την τιμή που τους δόθηκε.

Εικόνα

*Το διπλωματικό δώρο ήταν μια πολύ διαδεδομένη πρακτική όχι μόνο στο Βυζάντιο, αλλά και στον ευρύτερο μεσαιωνικό κόσμο.Τόσο οι Βυζαντινοί όσο και οι ΄”Αραβες και οι Δυτικοί ιστορικοί και χρονογράφοι αναφέρονται επανειλημμένα σε δώρα που ανταλλάσσονται μεταξύ διαφόρων ηγεμόνων ή σε δώρα που προσφέρονται με αντάλλαγμα την ειρήνη ή τον προσεταιρισμό ενός επίφοβου ή χρήσιμου ηγεμόνα.

Για παράδειγμα ο ιστορικός Προκόπιος μας πληροφορεί ότι ο Ιουστινιανός χρησιμοποιούσε την παλαιά ρωμαϊκή παράδοση της καταβολής χρημάτων στους βαρβάρους, προκειμένου να τους συγκρατεί. Μια πρακτική που ήταν υπολογισμένη και στηριγμένη σε μακρά διπλωματική παράδοση.

 

 

πάτησε στην εικόνα για να διαβάσεις για τη Βυζαντινή διπλωματία

Ὁ Ἀλέξιος Ά Κομνηνὸς υποδέχεται τὸν Γοδεφρίγο του Μπουγιὸν τὸ 1097 

 

 

Διαβάστε ή εκτυπώστε το σχεδιάγραμμα του μαθήματος

[κλικ στην εικόνα]

 

σχεδιάγραμμα2

 

 

_________________________________________________________________________________________________________________________________________

 

 

 

 

Πάτησε στην εικόνα για να διαβάσεις το μάθημα από το ψηφιακό βιβλίο

 

39. Η γυναίκα στη βυζαντινή κοινωνία

 

Η ζωή της γυναίκας στο Βυζάντιο επηρεαζόταν από τους νόμους και τις συνήθειες
της εποχής, που την ήθελαν κατώτερη από τον άνδρα. Με την επίδραση του
χριστιανισμού και την πάροδο του χρόνου όμως η θέση των γυναικών βελτιώθηκε και η
παρουσία τους στην κοινωνική ζωή του Βυζαντίου ήταν σημαντική.

 

Στην πρώτη βυζαντινή περίοδο η νομοθεσία για τη γυναίκα παρέμεινε ίδια με τη ρωμαϊκή και συμπληρώθηκε με τις συνήθειες που βρήκε στην ανατολική αυτοκρατορία, μετά τη μεταφορά της πρωτεύουσας στο Βυζάντιο. Οι συνήθειες αυτές ήθελαν τη γυναίκα να μένει διαρκώς στο σπίτι. Ενάρετη θεωρούσαν την ανύπαντρη που ήταν υπάκουη στον πατέρα της και την παντρεμένη που ήταν υποταγμένη στον άνδρα της.

Η νομοθεσία του Ιουστινιανού όμως, επηρεασμένη από το χριστιανικό λόγο και την επιμονή της αυτοκράτειρας Θεοδώρας, έδωσε αρκετά δικαιώματα στη γυναίκα μέσα στην οικογένεια και όρισε το γάμο ως «κοινωνία θείου και ανθρωπίνου Δικαίου».

Αυτοκράτειρα Θεοδώρα

Εκπαίδευση

Όπως αναφέρθηκε και αλλού, τα κορίτσια δεν πήγαιναν στο σχολείο. Έμεναν κοντά στη μητέρα τους και βοηθούσαν στις εργασίες του σπιτιού. Πλάι της ασκούνταν στη μαγειρική και στη φροντίδα των μικρότερων αδελφών τους. Μάθαιναν ακόμη να υφαίνουν, να κεντούν και να πλέκουν. Οι μητέρες που ήξεραν γράμματα, μάθαιναν στις κόρες τους ανάγνωση, γραφή, τραγούδια του λαού και ψαλμούς της εκκλησίας.

Διασκέδαση

Η πιο συχνή έξοδός τους από σπίτι ήταν η μετάβασή τους στην εκκλησία, με τη συνοδεία των γονιών τους. Κι εκεί όμως παρακολουθούσαν τη λειτουργία από ξεχωριστό χώρο, το γυναικωνίτη. Έπαιρναν ακόμη μέρος στις οικογενειακές και τις τοπικές γιορτές, στις οποίες έβρισκαν ευκαιρία να χορέψουν και να διασκεδάσουν. Με τη συγκατάθεση των ανδρών ή των γονιών τους πολλές Βυζαντινές πήγαιναν στα δημόσια λουτρά της Πόλης.

Η νόμιμη ηλικία του γάμου για τις γυναίκες άρχιζε στα δώδεκα χρόνια και για τους άνδρες στα δεκατέσσερα. Για το γάμο των κοριτσιών ήταν απαραίτητη η συγκατάθεση του πατέρα. Αν αυτός δε ζούσε, τη φροντίδα αυτή είχαν η μητέρα και οι μεγαλύτεροι αδελφοί τους.

3. Οι γυναίκες στο Βυζάντιο διακρίνονταν στο εμπόριο των υφασμάτων.

3. Οι γυναίκες στο Βυζάντιο διακρίνονταν στο εμπόριο των υφασμάτων.

Παρά τα εμπόδια των νόμων και των παραδόσεων, που όριζαν ότι «δεν επιτρέπεται στις γυναίκες να καθίζουν στο εργαστήρι, να πωλούν και να αγοράζουν», πολλές γυναίκες σταδιοδρόμησαν σε επαγγέλματα της αγοράς και ιδιαίτερα σε όσα είχαν σχέση με τα υφάσματα. Οι βυζαντινές πηγές μιλούν ακόμη για γυναίκες ιατρούς, μαίες, «δασκάλες κόμμωσης και ραπτικής», αλλά και ιδιοκτήτριες καταστημάτων τροφίμων.

Οι γυναίκες των αρχοντικών οικογενειών είχαν σημαντική παρουσία στην κοινωνική ζωή του Βυζαντίου. Πολλές από αυτές διακρίθηκαν ως αυτοκράτειρες και έπαιξαν ξεχωριστό πολιτικό ρόλο, πλάι στους άνδρες ή τους γιους τους. Τέτοιες ήταν η Αγία Ελένη, μητέρα του Μεγάλου Κωνσταντίνου, η Ευδοκία, σύζυγος του Θεοδοσίου Β’, η αυτοκράτειρα Θεοδώρα, σύζυγος του Ιουστινιανού, η Ειρήνη η Αθηναία και η Θεοδώρα, οι οποίες ως αυτοκράτειρες έδωσαν λύσεις στη μακρόχρονη διαμάχη της εικονομαχίας. Αρκετές βυζαντινές γυναίκες ακόμη διακρίθηκαν στα γράμματα, όπως η Άννα Κομνηνή στην ιστορία και η Κασσιανή στην υμνογραφία.

Όλες όμως οι βυζαντινές γυναίκες έπαιξαν ένα θαυμαστό ρόλο ως μητέρες και σύζυγοι και σ’ αυτές ανήκει ένα σημαντικό μέρος της τιμής που η ιστορία απέδωσε σε πολλούς από τους γιους ή τους άνδρες τους.

 

Απόσπασμα από το “τυπικό” της Αγίας Μονής της Κεχαριτωμένης στην Κωνσταντινούπολη, όπως το συνέταξε η ίδια η αυτοκράτειρα Ειρήνη Δούκα. Στη Μονή αυτή κατέφυγε η Άννα Κομνηνή όταν εγκατέλειψε τις ελπίδες της για τη διαδοχή του θρόνου. Εκεί έγραψε και την Αλεξιάδα, την επική εξιστόρηση της βασιλείας του πατέρα της που την κατέστησε πρώτη γυναίκα ιστοριογράφο.
Πηγή: www.lifo.gr

Η ‘Αννα Κομνηνή υπαγορεύει την Αλεξιάδα.

Διαβάστε ή εκτυπώστε το σχεδιάγραμμα του μαθήματος

[κλικ στην εικόνα]

 

σχεδιάγραμμα2

 

 

_________________________________________________________________________________________________________________________________________

 

 

 

 

Πάτησε στην εικόνα για να διαβάσεις το μάθημα από το ψηφιακό βιβλίο

 

40. Η βυζαντινή τέχνη

 

 

«Το Βυζάντιο, με τα έργα της τέχνης του, άφησε στον κόσμο τη μεγαλοπρεπέστερη και διαρκέστερη κληρονομιά του». (Στήβεν Ράνσιμαν)

 

 

Το Βυζάντιο έχει μείνει περισσότερο γνωστό σε μας και στην οικουμένη για την τέχνη του, η οποία αποτελεί καθρέφτη του πολιτισμού του. Η βυζαντινή τέχνη, σε όλες τις μορφές της, επηρεάστηκε από την αρχαία ελληνική και τη ρωμαϊκή, των οποίων αποτελεί συνέχεια. Επηρεάστηκε όμως και από την τέχνη των λαών της Ανατολής με του οποίους, στις περιόδους ειρήνης, ανέπτυξε καλές σχέσεις επικοινωνίας και πολιτιστικών ανταλλαγών.

Η βυζαντινή τέχνη στο μεγαλύτερο μέρος της είναι θρησκευτική και εκφράζεται με την αρχιτεκτονική των ναών, τις εικόνες, τις αγιογραφίες, τα ψηφιδωτά και τις μικρογραφίες. Σημαντική και πρωτότυπη όμως ήταν και η λαϊκή βυζαντινή τέχνη, σε όλες τις μορφές της.

Παράλληλα με την αρχιτεκτονική αναπτύχθηκε στο Βυζάντιο η ζωγραφική, με πρώτη μορφή της την αγιογραφία. Στις περιόδους οικονομικής ακμής, το εσωτερικό των ναών διακοσμήθηκε με ψηφιδωτές εικόνες και παραστάσεις, που δίνουν ζωντάνια και αίσθηση βάθους στα εικονιζόμενα πρόσωπα και τοπία. Θαυμαστά δείγματα αυτής της τέχνης υπάρχουν στην Αγία Σοφία της Πόλης (εικόνα 15.1), στον Άγιο

Κέντρο της βυζαντινής τέχνης ήταν η Κωνσταντινούπολη. Για το κτίσιμο και τη διακόσμηση των ναών της Πόλης και των επαρχιών, από τα πρώτα βυζαντινά χρόνια, επιστρατεύτηκαν οι πιο ονομαστοί αρχιτέκτονες, τεχνίτες και ζωγράφοι. Αναζητήθηκαν ακόμη και χρησιμοποιήθηκαν τα καλύτερα υλικά, για τα οποία ξοδεύτηκαν πολλά χρήματα. Οι δραστηριότητες αυτές ήταν έντονες στις περιόδους ειρήνης και οικονομικής άνθησης του κράτους.

Το τελειότερο κτίσμα της βυζαντινής εποχής είναι ο ναός της Αγίας Σοφίας. Σ’ αυτόν συνδυάζονται τα αρχιτεκτονικά στοιχεία του ορθογώνιου αρχαίου ελληνικού ναού και της πρωτοχριστιανικής βασιλικής με την καμπύλη του τρούλου, που συμβολίζει τον ουράνιο θόλο. Εξέλιξη του δικού της ρυθμού αποτελούν οι εκατοντάδες σταυροειδείς ναοί της μακεδονικής αναγέννησης, που κτίστηκαν σε όλη την αυτοκρατορία και σε άλλες χριστιανικές χώρες.

Δημήτριο της Θεσσαλονίκης, στον Όσιο Λουκά της Βοιωτίας, στη Μονή Δαφνίου της Αττικής, στους ναούς της Κύπρου (εικόνα 37.3), κ.ά. Κορυφαία έκφρασή της όμως αποτελούν οι ψηφιδωτές παραστάσεις των αυτοκρατόρων Ιουστινιανού και Θεοδώρας στο ναό του Αγίου Βιταλίου, στη Ραβέννα της Ιταλίας (εικόνες 13.5 και 16.5 ).

Οι αρχιτέκτονες των ναών και των δημοσίων κτισμάτων επέλεγαν με προσοχή τους χώρους οικοδόμησής τους. Τα κτίσματά τους, κατά κανόνα, σέβονταν τη φύση και το περιβάλλον και διακρίνονταν για την αρμονία των γραμμών και των χρωμάτων τους. Μαρτυρία αυτής της επιλογής τους αποτελούν οι χώροι και η τέχνη οικοδόμησης των βυζαντινών μοναστηριών, που σώζονται ακόμη σε πολλά μέρη της πατρίδας μας, με πρώτα ανάμεσά τους εκείνα του Αγίου Όρους και των Μετεώρων.

Με τη λαϊκή τέχνη ασχολούνταν χιλιάδες Βυζαντινοί στα σπίτια και στα εργαστήριά τους. Κατασκεύαζαν οικιακά σκεύη από ξύλο, πηλό, χαλκό και σίδηρο, αλλά και κομψοτεχνήματα από χρυσό, άργυρο, γυαλί, ελεφαντόδοντο, πολύτιμους λίθους και μαργαριτάρια. Σ’ αυτή διακρίθηκαν ιδιαίτερα οι τεχνίτες της υπαίθρου, οι οποίοι, με λιγότερα μέσα και περισσότερο μεράκι, έφτιαχναν όλα τα αναγκαία για τη ζωή τους πράγματα, από τα γεωργικά τους εργαλεία και τα οικιακά τους σκεύη ως και τα μουσικά τους όργανα.

Ισότιμα με τους άνδρες πρόσφεραν στη βυζαντινή τέχνη και οι γυναίκες, οι οποίες είχαν τα πρωτεία στη διακόσμηση των υφαντών, των κεντημάτων και της λεπτής χειροτεχνίας.

Δείτε το στο slideshare.net

Περιηγηθείτε ψηφιακά στις αίθουσες και τα σημαντικότερα εκθέματα του Βυζαντινού και Χριστιανικού μουσείου στην Αθήνα

(πατήστε στην εικόνα – κλικ)

Picture

 

 

Πάτησε στην εικόνα για να εξερευνήσεις τον κόσμο του Βυζαντίου

εικόνα λογότυπου του Ευρωπαικου κέντρου Βυζαντινών και Μεταβυζαντινών Μνημείων που παρουσιάζει με τρόπο τα αρχικα του κέντρου μέσα σε ένα κόκκινο ορθογωνιο συνδυασμένα σε ένα ενιαίο τυπογραφικό σχήμα<br /><br /><br />

 

Δείτε κι αυτό…

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

_________________________________________________________________________________________________________________________________________

 

 

 

 

Πάτησε στην εικόνα για να διαβάσεις το μάθημα από το ψηφιακό βιβλίο

 

41. Η παιδεία στο Βυζάντιο

 

 Η ανώτερη και η ανώτατη εκπαίδευση των Βυζαντινών γίνεται σε κρατικές και
εκκλησιαστικές σχολές καθώς και στα πανεπιστήμια. Η βυζαντινή παιδεία ξεπέρασε τα
όρια της αυτοκρατορίας και έδωσε το φως της σε όλη την Οικουμένη.  

 

Οι Βυζαντινοί εκτιμούσαν πολύ τα γράμματα και την εκπαίδευση και πίστευαν ότι είναι το μεγαλύτερο από τα αγαθά που μπορεί να κατέχει ένας άνθρωπος. Στην Κωνσταντινούπολη, από τον 5ο αιώνα, πέρα από τα βασικά σχολεία της πόλης, λειτουργούσε το Πανδιδακτήριο και άλλες ανώτερες σχολές. Ανώτατες σχολές λειτουργούσαν ακόμη, από τα πρώτα βυζαντινά χρόνια, στις μεγάλες πόλεις της αυτοκρατορίας, Αθήνα, Αλεξάνδρεια, Αντιόχεια, οι οποίες ήταν κέντρα ελληνικής παιδείας από τα αρχαία χρόνια.

Ο αυτοκράτορας Ηράκλειος και ο πατριάρχης Σέργιος ίδρυσαν τον 7ο αιώνα τις πρώτες εκκλησιαστικές σχολές στην Πόλη. Σκοπός τους ήταν να εκπαιδεύσουν τους μαθητές τους έτσι, ώστε να γίνουν ικανά στελέχη της εκκλησίας. Και οι δημόσιες σχολές όμως έδιναν στους μαθητές τους καλή θεολογική και κοινωνική μόρφωση.

το πανεπιστήμιο της Μαγναύρας

Στη διάρκεια της εικονομαχίας τα εκκλησιαστικά σχολεία έπαψαν να λειτουργούν και η εκπαίδευση πέρασε περίοδο δοκιμασίας. Στα χρόνια της Μακεδονικής Αναγέννησης που ακολούθησαν όμως, ο Πατριάρχης Φώτιος και οι άλλοι μορφωμένοι κληρικοί, που δίδασκαν ο Πανεπιστήμιο και στην Πατριαρχική Σχολή, κατάφεραν να συνδυάσουν την κρατική με την εκκλησιαστική παιδεία και να διδάξουν στους μαθητές τους, με την ίδια επιτυχία, τους αρχαίους Έλληνες συγγραφείς και τη χριστιανική Βίβλο.

Τα μαθήματα που διδάσκονταν στις ανώτερες σχολές ήταν αριθμητική, γεωμετρία, μουσική, αστρονομία, φιλοσοφία, ρητορική και νομικά. Ιδιαίτερη σημασία οι Βυζαντινοί έδιναν στη σωστή προφορά της ελληνικής γλώσσας. Σε κάποια τμήματά των σχολών αυτών διδάσκονταν και οι ξένες γλώσσες, τις οποίες μάθαιναν επιλεγμένοι σπουδαστές.

Όλες οι βυζαντινές σχολές είχαν καλά οργανωμένες βιβλιοθήκες για τους μαθητές τους, αλλά και για άλλους αναγνώστες που ήθελαν να τις χρησιμοποιήσουν. Τα βιβλία ήταν σπάνια, αφού ήταν μόνο χειρόγραφα. Στις βιβλιοθήκες υπήρχαν οργανωμένα εργαστήρια, στα οποία καλλιγράφοι, λαϊκοί ή μοναχοί, αναλάμβαναν την αντιγραφή βιβλίων για τους αναγνώστες. Η τιμή τους ήταν ιδιαίτερα υψηλή, όταν ήταν εικονογραφημένα.

Ειλητάριο

Τα πρώτα βιβλία ήταν “ειλητάρια“δηλαδή μακρόστενα φύλλα που τυλίγονταν σε ρολό. Αργότερα κατασκευάζονταν “τετράδια” από λίγα διπλωμένα φύλλα, που σιγά σιγά έγιναν περισσότερα, ώστε τα βιβλία να πάρουν τη μορφή τόμων. Το χαρτί έγινε γνωστό τον 11ο αιώνα. Στην αρχή εισάγονταν από την Κίνα και από το 13ο αιώνα φτιάχνονταν και στο Βυζάντιο από βαμβάκι ή λινάρι.

Οι γυναίκες, όπως αναφέρθηκε και αλλού, δεν είχαν τις ίδιες ευκαιρίες εκπαίδευσης με τους άνδρες. Στη μακρόχρονη βυζαντινή ιστορία δεν αναφέρονται πουθενά σχολεία για γυναίκες. Μόνον οι κόρες των εύπορων οικογενειών μπορούσαν να παρακολουθήσουν μαθήματα στο σπίτι, που γίνονταν από ιδιωτικούς δασκάλους για τις ίδιες ή και τους αδελφούς τους. Παρ’ όλα αυτά, πολλές από αυτές διακρίθηκαν στα γράμματα και πρόσφεραν πολλά στη βυζαντινή παιδεία και κοινωνία.

Στα χρόνια των Παλαιολόγων, κι ενώ το κράτος περνούσε περίοδο παρακμής, τα γράμματα και η εκπαίδευση παρουσίασαν σημαντική άνθηση. Ιστορικοί, συγγραφείς και δάσκαλοι, με πρώτο το Γεώργιο Πλήθωνα-Γεμιστό στο Μιστρά, αφιερώθηκαν στη μελέτη των αρχαίων ελληνικών γραμμάτων και στη διάσωσή τους. Ήταν η τελευταία πνευματική αναλαμπή του Βυζαντίου, λίγο πριν τη δύση του, αφού όλα αυτά κράτησαν ως την Άλωση της Πόλης από τους Τούρκους. Μετά από αυτή, πολλοί βυζαντινοί λόγιοι που κατέφυγαν στην Ιταλία, μετέφεραν εκεί χειρόγραφα με αρχαία κείμενα. Έδωσαν έτσι τη σκυτάλη της κληρονομιάς της αρχαιότητας και του Βυζαντίου στη Δύση.

Το πιο σημαντικό για τη βυζαντινή εκπαίδευση, σε όλη τη διάρκεια ζωής της αυτοκρατορίας, είναι ότι δεν περιορίστηκε στα κρατικά όριά της. Πέρασε τα σύνορά της και έφερε το φως και τα αγαθά της στους γείτονες λαούς και σε όλη την Οικουμένη. Κι αυτή είναι η πιο μεγάλη προσφορά της στην ανθρωπότητα.

Δείτε το στο slideshare.net

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *