Χριστός γεννάται

Σ’ αυτή την ενότητα:

  • Θα ταξιδέψουμε στη φάτνη της Βηθλεέμ τη νύχτα που γεννήθηκε ο Χριστός.

  • Θα τραγουδήσουμε τα κάλαντα και άλλα χριστουγεννιάτικα τραγούδια.
  • Θα διηγηθούμε χριστουγεννιάτικες και πρωτοχρονιάτικες ιστορίες.
  • Θα ζωγραφίσουμε τις ευχές μας.

>*<

Κάλαντα

*

Διάφορα Χριστουγεννιάτικα κάλαντα του τόπου μας…

*

Χριστουγεννιάτικα Κάλαντα Θεσσαλίας

1a9538ee

Ζωγραφίζουμε τις ευχές μας

 

Την προηγούμενη εβδομάδα φτιάξαμε τις χριστουγεννιάτικες κάρτες μας! Σήμερα θα τις χαρίσουμε στους φίλους μας και συμμαθητές μας.

Πότε όμως, άρχισαν οι άνθρωποι να στέλνουν χριστουγεννιάτικες κάρτες; Πατήστε στην εικόνα παρακάτω και θα τα μάθετε όλα!

250365-602x387

 

1a9538ee

Χριστουγεννιάτικα Διηγήματα.

Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης

«Φιλόστοργοι».

Χριστουγεννιάτικα Διηγήματα (για παιδιά και νέους). Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης

 

 

Ένα πρωί πριν τρία χρόνια, ήταν τις παραμονές των Χριστουγέννων, η κυρα-Πράπω η Σκαλιώτισσα, μια ψηλή, χοντρή γυναικάρα πενήντα οκτώ χρονών, είχε σηκωθεί να πάει να κάνει επίσκεψη στη νονά της στα Πατήσια. Είχε σπιτάκια με μεγάλη αυλή, σε μιαν άκρη της πόλης, οπού έτρεφε γίδες και προβατίνες και κότες και φραγκόκοτες και περιστέρια.

Το γάλα το πουλούσε ογδόντα λεπτά την οκά, με το δικό της το μετρίδι. Τα περιστέρια, μόνο σε έκτακτες περιστάσεις, χωρίς ορισμένο τιμολόγιο, αν της είχε πνίξει κανένα η γάτα ή αν έβρισκε πελάτες  Γάλλους ή Ιταλούς του θεάτρου. Τα αυγά, προς 15 λεπτά το ένα, τη Σαρακοστή.
Αυτή, αν τραβούσε η όρεξή της να φάει αβγά, πράγμα σπάνιο, θα πήγαινε στην μεγάλη αγορά να τα ψωνίσει. Τα έβρισκε προς μια δεκάρα τα τρία, σπασμένα, αλλά φρέσκα, και με δοκιμή. Πού να γελαστεί αυτή!

Εκείνο το πρωί είχε σηκωθεί με την απόφαση να πάει να κάνει επίσκεψη στη νονά της, που ήταν αρχόντισσα με το σπίτι στα Πατήσια. Έρχονταν Χριστούγεννα, κι επιθυμούσε να της προσφέρει κατιτί. Τι άλλο από αβγά, που στο εμπόριό τους είχε ειδικότητα; Ήξερε ότι θα έβρισκε εκεί το νονό της, το γιο της γριάς, κι αυτός θα είχε το φιλότιμο να της πληρώσει καλά το δώρο της. Μέτρησε όσα αβγά είχε, και τα βρήκε δεκατέσσερα.

 «Να τους τα πάει όλα; Έχουμε και λέμε, 14 αβγά, από μία δεκάρα, 14 δεκάρες, μια και σαράντα, κι από μια πεντάρα ακόμα, 14 πεντάρες, 7 δεκάρες, 70 λεπτά. 70 και 1,40 (μέτρησε στα δάχτυλα), δύο και δέκα.

»Τότε θα έχανε μια δεκάρα. Γιατί, βέβαια, δε θα της έδινε παραπάνω από δύο δραχμές ο νονός για το δώρο της.

»Να τους πάει τα δεκατρία, έχουμε και λέμε, βγάλε τα 15 λεπτά, 1,95, θα κέρδιζε μια πεντάρα. Γιατί, όσα και να πήγαινε, πάντα δυο δραχμές θα της τα πλήρωνε ο νονός της. Ας είναι τα 13. Μα το 13 λένε πως δεν είναι καλό νούμερο. Να τους πάει τα 12;… Είπαμε πόσα; 1,90, τα δεκατρία; Πόσα είπαμε; 2,10 τα δεκατέσσερα… Βγάλε τα 15, μένουν 1,95. Ναι, μια κι 95. Βγάλε τα 15, κάνουν 1,80 τα δώδεκα.
»Ας τους πάει τα δώδεκα που είναι και καλό νούμερο. Δεν θα της δώσει παρακάτω από ένα δίδραχμο ο νονός της, και ρέστα δεν θα καταδεχτεί να πάρει, και πού να έχει αυτή ρέστα πάνω της; Ναι, τα δώδεκα θα τους πάει.»

Τα τύλιξε σε άσπρη, καθαρή πετσέτα, και ξεκίνησε πεζή, κούτσα κούτσα, γιατί δεν ήταν και τόσο γερή στα πόδια, για τα Πατήσια. Είχε υπολογίσει την ώρα που θα έβρισκε εκεί το νονό της, όταν θα είχε έρθει λίγο πριν από το γραφείο του, αλλά όχι αμέσως, λίγο αργότερα, μόλις θα τέλειωναν το μεσημεριανό φαγητό, οπόταν θα τους έβρισκε σε καλή διάθεση. Ποτέ της δε θα έκανε, αυτή, το σφάλμα να εμφανιστεί την ώρα ακριβώς του φαγητού.

Η κυρα-Πράπω πέτυχε και με το παραπάνω. Δέχτηκαν τα αβγά (που πρέπει να το πούμε πως ήταν φρέσκα), της τα πλήρωσε ο νονός της ένα δίδραχμο, με μικρό μορφασμό της νονάς, που όμως δεν μπόρεσε να μην την καλέσει να καθίσει στο ίδιο τραπέζι της, για να χορτάσει με τα αποφάγια. Η κυρα-Πράπω δεν ήταν εντελώς νηστική, αλλά είχε φάει πρωινό στις δέκα. Έπειτα ο αέρας της εξοχής της είχε ανοίξει την όρεξη.

Αφού μίλησε για διάφορα πράγματα, ύστερα, χωρίς αδεξιότητα, ανάμεσα σε άλλα είπε πως είχε έρθει πεζή, και παραπονέθηκε για τα πόδια της… κλάφτηκε και για τα γεράματα του συζύγου της, του μπαρμπα-Πράπη, που δεν ήταν πια ικανός για τίποτα. Ο νονός, που είχε έρθει σε πολύ καλή διάθεση ύστερα από δύο ποτήρια δυνατό κρασί και από ένα ποτηράκι λικέρ σαρτρέζ με τον καφέ, έβγαλε και της έδωσε δύο ή τρείς δεκάρες, για να πληρώσει το λεωφορείο στην επιστροφή. Νέος μορφασμός της νονάς, που σκεφτόταν πως τα αβγά της βαφτισιμιάς κανείς δεν τα είχε προσκαλέσει να κάνουν τον κόπο να μεταφέρουν στα Πατήσια το χοντρό της σώμα.

Στο τέλος πήρε το θάρρος να μαζέψει λίγες πεπονόφλουδες, που είχαν μείνει πάνω στο τραπέζι, για την κατσίκα της, τις τύλιξε στην πετσέτα κι έφυγε. Είχε ξεκουραστεί πολύ και δεν νόμιζε πως ήταν ανάγκη να ανέβει στο λεωφορείο. Γύρισε πεζή.

Πέρασε από ένα εξοχικό σπιτάκι, όπου κατοικούσε μια περιβολάρισσα ξαδέρφη της, νυχτώθηκε, και γύρισε στην πόλη κρατώντας ένα μεγάλο δέμα κάτω από την μασχάλη της.
Είκοσι βήματα πριν φτάσει στο σπίτι της, την ώρα που είχαν ανάψει το φανάρι του γκαζιού που ήταν εκεί, βλέπει ένα μικρό παιδάκι μοναχό του, που έκλαιγε.

-Τι έχεις, παιδί μου;

Το παιδί ψέλλισε κάτι ζητώντας τη μητέρα στο σπίτι.

-Τίνος είσαι, μικρό μου;

Το παιδί δεν ήξερε να πει τίνος ήταν.

-Πώς τη λένε τη μάνα σου;

-Μαμά.
-Και τον πατέρα σου;

-Μπαμπά.
Η κυρα-Πράπω ήταν σε αμηχανία. Πήρε το παιδί από το χέρι και το έφερε ως την πόρτα της μάντρας όπου ήταν το σπίτι της. Εκεί στάθηκε για λίγα λεπτά, φώναξε με την ψηλή και τραχιά φωνή της την κόρη της, τη Μαρίνα, να την ξαλαφρώσει, και όταν αυτή ήρθε, της έδωσε το δέμα με τις φλούδες και τα εξωτερικά φύλλα των φυτών, όσα έφερνε, κι έπειτα έμεινε διστακτική, να ρωτάει με δυνατή φωνή τις γειτόνισσες, αν καμιά από αυτές γνώριζε το παιδί.

Πολλές το κοίταξαν κάτω από το φως του γκαζιού, το έψαξαν, το γύρισαν. Καμιά δεν έτυχε να το γνωρίζει.
Κατά τύχη, όπως συνηθίζεται στα παραμύθια, συνέπεσε να περνώ από εκεί. Άλλωστε ήμουν γείτονας, και ήταν η ώρα που συνήθως κατέβαινα στην συνοικία.

Η κυρα-Πράπω με είδε και με φώναξε:

-Έλα… εσύ που έχεις γουρλίδικο χέρι, μου λέει.

Μου θύμισε αμέσως ότι πριν από λίγους μήνες είχε τύχει να χαθεί ένα παιδί, κι εκείνο, όπως τώρα, είχε πέσει στα χέρια της, την ίδια βραδινή ώρα. Ότι εγώ, όταν το είδα να κλαίει στα χέρια της και να ζητάει τη μαμά του, του έδωσα μια δεκάρα για να μερώσει. Ότι, κατά καλή σύμπτωση, αμέσως μετά τη δεκάρα, έτυχε να παρουσιαστεί η μητέρα του παιδιού, που το αναζητούσε ώρες πριν, και να έρθει να το συμμαζέψει

Έσκυψα και κοίταξα το παιδί. Δεν του έδωσα μια δεκάρα, έκανα κάτι καλύτερο. Το γνώρισα.
-Αυτό το παιδί είναι ο Γιώργος, του μαστρο-Δημήτρη του Χωριανού, είπα.
Ο μαστρο-Δημήτρης ο Χωριανός αγαπούσε τα δυο παιδία του με μια αγάπη τόσο θερμή, όσοι λίγοι γονείς στον κόσμο. Τόσο, ώστε ο ίδιος τους έκανε την μητέρα, κι αυτό όχι γιατί δεν υπήρχε μητέρα, οπότε το πράγμα θα ήταν εύκολο να εξηγηθεί, αλλά γιατί η μητέρα τους έκανε… τον άγγελο του σπιτιού.
Φαντάζομαι ένα οίκημα, χριστιανικό σπίτι ελληνικό ζωγραφισμένο με τις δύο γερτές πλευρές της στέγης, σαν δυο φτερούγες αγγέλου- γυναίκας τεντωμένες πάνω από το σπίτι.
Τέτοια μητέρα ήταν η Γιακουμίνα, η γυναίκα του μαστρο-Δημήτρη του Χωριανού.

Χαιρόταν κανείς να βλέπει το μαστρο-Δημήτρη να κρατάει στην αγκαλιά τον τρίχρονο γιο του, και να σέρνει από το χέρι την πεντάχρονη κορούλα του, να πηγαίνει τα δύο παιδιά στο κοντινό μικρό μπακάλικο, που χρησίμευε και σαν ζαχαροπλαστείο για την γειτονιά, για να τους αγοράσει λιαλιά κοκά (ζαχαρωτά)να τους προσφέρει.

Τα δυο παιδιά άστραφταν από καθαριότητα, και ήταν ωραία και καλοθρεμένα. Όλα αυτά ήταν το αποτέλεσμα της εργασίας του αγγέλου του σπιτιού, και προέρχονταν από τους κόπους και τους μισθούς του μαστρο-Δημήτρη, που η τέχνη του ήταν ασπριτζής ή μπογιατζής, και πράγμα σπάνιο, είχε κατορθώσει με την εργατικότητα και τα μεροκάματά του να χτίσει και να αποκτήσει (ήταν και λίγο χτίστης) ένα μικρό σπιτάκι, κάτω από εκεί που τελείωνε η πόλη, πέρα από το Μεταξουργείο.
Και η γυναίκα του στο σπίτι έπλενε, και σφουγγάριζε, κι έραβε, και μπάλωνε, και ζύμωνε, και μαγείρευε, και ήταν όλο χάρη, και χαρά της οικογένειας.

Ποτέ δεν είδαν οι γείτονες ένα ανδρόγυνο που τόσο να το καμαρώνουν. Φανταστείτε, η Γιακουμίνα, όμοια με χελιδόνα μητέρα, να στρώνει, να συγυρίζει, να ετοιμάζει την φωλιά, κι ο πατέρας όμοιος με πελαργό, να μεταφέρει τα χελιδονάκια της άνοιξης, να σηκώνει, να στηρίζει και να κουβαλά τα δύο παιδιά, που συνήθιζε να τα λέει ψέματα, ήξερε αυτός γιατί. Επειδή, πριν αποκτήσει αυτά τα δύο παιδιά, ήταν «χαροκαμένος». Του είχαν πεθάνει άλλα δύο. Το Γιώργο τον έλεγε ένα ψέμα, γιατί ήταν μικρός και τρυφερός. Και την Παρασκευή την έλεγε ψευτρού, ίσως γιατί άνηκε στο φύλο το πιο ψεύτικο.
Τα αγαπούσε πράγματι ολόψυχα, τα αγαπούσε πολύ –όχι όμως περισσότερο από όσο αγαπούσε ο μπαρμπα-Στέργιος ο Παρκιώτης τα δικά του, πέντε έξι παιδιά, μισή δωδεκάδα σωστή. Και βέβαια ο Δημήτρης ο Χωριανός ήταν ακόμα νέος και δυνατός, ενώ ο μπαρμπα-Στέργιος ήταν γέρος και ανήμπορος. Υπέφερε από την αρρώστια που τη γιάτρευε στα κρυφά ο Νικόλας ο Μανάβης.
Ο Νικόλας ο Μανάβης είχε τη δικαιοδοσία του να απλώνεται τριγύρω στου Ψυρρή, στου Τάτση τη Βρύση, στου Τριγκέτα, στον Αϊ Θανάση, ως την πλατεία Κουμουνδούρου. Ήταν σχεδόν τόσο κρυφός στο εμπόριο, όσο και στη ιατρική. Αυτός κι ο γάιδαρός του δεν έβγαζαν ποτέ λέξη ούτε φωνή. Είναι ο μόνος μανάβης που περνάει τακτικά, κάθε πρωί και μεσημέρι και βράδυ, με το γαϊδουράκι του, από όλους αυτούς τους δρόμους και δρομάκια, χωρίς να βγαίνει γρυ από το στόμα του. Κάποτε μουρμουρίζει ή λέει μες στο στόμα του κατιτί – λάχανα, σέλινα ή κουνουπίδια – αλλά τόσο χαμηλόφωνα, ώστε αυτός είναι ο μόνος του το ακούει.

Και το γαϊδουράκι του ποτέ δεν ακούστηκε να γκαρίσει. Από ένστικτο μιμείται τον αφέντη του. Καμιά φορά, ο Νικόλας, ενώ περνάει από τους δρόμους, περιμένοντας να τον δει καμιά φτωχή νοικοκυρά να τον φωνάξει, για να σταματήσει (ίσως έχει τακτικούς πελάτες, κρυφούς όσο κι ο ίδιος, που έχουν πεποίθηση πως δεν τους κλέβει στο ζύγι), το απομεσήμερο ή το βράδυ βράδυ, βάζει τον μικρό τρίχρονο γιο του στα καπούλια, ανάποδα, να βλέπει προς την ουρά, να ακουμπάει την πλάτη πάνω στα καλάθια, και του λέει να κρατάει την ουρά του γαϊδάρου, αλλά ο μικρός δεν τα καταφέρνει, κι έτσι ο πατέρας αναγκάζεται να βαδίζει κοντά κοντά, κρατώντας αυτός την ουρά του ζώου, για να μην γλιστρήσει και πέσει ο γιος του.

Αυτό και μόνο το θέαμα θα με ενθουσίαζε τόσο ώστε, αν είχα λεφτά στην άκρη, να αποφασίσω να αγοράσω, όχι μόνο όλα τα λαχανικά του Νικόλα, μαζί με τα κοφίνια, αλλά και τον ίδιο του τον γάιδαρο.
Δεν είμαι όμως βέβαιος αν τον πουλάει, γιατί που να βρει άλλο γαϊδουράκι τόσο κρυφό, βουβό και διακριτικό, ικανό να μιμείται τον αφέντη του, που είναι τόσο κρυφός, ώστε μόνο από σύμπτωση έτυχε να μάθω την ιατρική ειδικότητα που έχει να θεραπεύει μια κρυφή αρρώστια;
Αρρώστια από την οποία υπέφερε ο μπαρμπα-Στέργιος ο Παρκιώτης, που μεγάλωνε μισή δωδεκάδα παιδιά με την καλή του θέληση. Και η δουλεία του ήταν, το χειμώνα να μαζεύει και να κουβαλάει αγριολάχανα, ραδίκια, ζαχάρια, πικραλίδες, βρούβες, βλαστάρια (και ήξερε όλα τα χορταριασμένα και απάτητα μέρη για να ανεβαίνει να τα μαζεύει), και το καλοκαίρι, να κουβαλάει κληματόφυλλα που τα πουλούσε στα μπακάλικα είκοσι λεπτά την οκά. Οι ιδιοκτήτες αμπελιών στην πεδιάδα της Αττικής όχι μόνο τον άφηναν να μαζεύει κληματόφυλλα από τα αμπέλια τους, αλλά και τον παρακαλούσαν να το κάνει, γιατί τους γλίτωνε από έξοδα κι από μεροκάματα. Ήταν τεχνίτης και ήξερε να «αρνολογά» (να κόβει τους άχρηστους βλαστούς) και να ξεφυλλίζει καλά, αφαιρώντας από τα κτήματα όλα τα περιττά φύλλα. Αγαθοποιός και όχι κακοποιός, εργάτης και όχι κηφήνας, χριστιανός, όχι απάνθρωπος.

Ήταν συγκινητικό να τον βλέπει κανείς, σαν ζωντανή ζυγαριά, να είναι φορτωμένος ένα σάκο γεμάτον λάχανα ή φύλλα πίσω στην πλάτη, και να σηκώνει, αχώριστον από το σώμα του, άλλον ογκώδη σάκο κρεμασμένον μπροστά, στη βράκα του με πολλές δίπλες. Ήταν αυτή η αρρώστια που τη γιάτρευε κρυφά ο Νικόλας ο Μανάβης.

Έζησε με τον ιδρώτα του προσώπου του (δουλεύοντας τίμια) κι ανάθρεψε πέντε ή έξι παιδιά, που… δεν ήταν δικά του. Πέθανε, ο καημένος, εδώ και τέσσερα ή πέντε χρόνια, και βρήκε ανάπαυση από τους κόπους του.

Το σώμα του, το αποκαμωμένο και βασανισμένο, που είχε κυρτωθεί από το σκύψιμο κι από το φόρτωμα, ίσαξε κι έγινε ίσιο πάνω στο νεκροκρέβατο.

Ελπίζω και πιστεύω πως θα πήγε στον άλλο κόσμο, ο φτωχός, πολύ κοντά στον φτωχό Λάζαρο. Ναι, κοντά, πολύ κοντά.

Δεν ήταν δικά του. Δεν είχε αποκτήσει ποτέ παιδιά από τη γυναίκα του. Είχε πάρει από το Νηπιακό Ορφανοτροφείο (ίσως είναι πολλοί που φοβούνται να περάσουν έξω από το ίδρυμα, και δεν ξέρουν σε ποιο σημείο της Αθήνας βρίσκεται), είχε πάρει ένα έκθετο στην αρχή, έπειτα δεύτερο και τρίτο, έπειτα τέταρτο και πέμπτο.

Ως το τρίτο ορφανό, του έδιναν, για το καθένα, τις κανονισμένες 15 δραχμές το μήνα. Όταν ζήτησε να πάρει τέταρτο και πέμπτο, του τις είχαν κόψει τις 15 δραχμές, αυτός όμως δήλωσε ότι του έφταναν οι 30, που τις έπαιρνε για τα δύο τεσιμα. Ήταν από 6 ως 8 χρονών. Ήταν ωστόσο ευχαριστημένος. Και η γυναίκα του τα είχε πονέσει, και τα αγαπούσε υπερβολικά, και δεν ήθελε να τα αποχωριστεί.

Εκείνο τον καιρό ήταν επόπτης ή σύμβουλος ή δεν ξέρω τι, στο ίδρυμα εκείνο, ένας κύριος άγαμος, με γυαλιά, με ασημένια δόντια, με παγωμένο χαμόγελο. Αυτός αγαπούσε τα ορφανά σαν να ήταν δικά του. Και ποιος ξέρει αν δεν ήταν! Προστάτευε τα εσωτερικά (όσα έμεναν στο ίδρυμα), και δεν ήθελε να δώσει παραπάνω από 25 δραχμές στον μπαρμπα-Στέργιο.

Στο τέλος δέχτηκε να δώσει τις 30. Ο άγαμος κύριος με τα γυαλιά δεν έλειπε ποτέ από τα φιλανθρωπικά, και ήταν πάντα μέσα σε διαχειρίσεις και επιμελητείες, και σε όλες τις ονομασίες που περιέχουν χέρι και μέλι (δηλαδή που θα έδιναν τη δυνατότητα να επωφεληθεί). Τέτοιους αυστηρούς ανθρώπους χρειάζονται πράγματι τα φιλανθρωπικά ιδρύματα.

Τα δύο παιδιά του μαστρο-Δημήτρη του Χωριανού ήταν τόσο δικά του, όσο και η μισή δωδεκάδα ήταν του μπαρμπα-Στέργιου του Παρκιώτη. Και οι δύο από το βρεφοκομείο τα είχαν πάρει. Η μόνη διαφορά ήταν ότι ο μαστρο-Δημήτρης ήταν  «χαροκαμένος», και τα αγαπούσε διπλά αυτός και η Γιακουμίνα, η γυναίκα του.

Εκείνο λοιπόν το βράδυ, όπως είπα στην αρχή, αναγνώρισα το Γιώργο στα χέρια της κυρα-Πράπως, και είπα:

  – Αυτό το παιδί είναι του μαστρο-Δημήτρη του Χωριανού.

  – Α! μπασταρδέλι; μου λέει η κυρα-Πράπω.

  – Δεν ξέρω, μπαστα… της λέω και μάσησα τη μισή λέξη. Μα το σπίτι του ανθρώπου δεν είναι πολύ μακριά, εδώ κάτω, πέρα από το Μεταξουργείο…

Τη στιγμή που πρόφερα τη μισή εκείνη λέξη, άθελα μου θυμήθηκα πως η κυρα-Πράπω είχε συχνά Ιταλίδες νοικάρισσες, στα δωμάτια του σπιτιού της, κι όμως δεν είχε καταφέρει ν μάθει ποτέ άλλη λέξη από το στόμα τους, παρά μόνο πάνε (ψωμί), και ντανάρο (λεφτά), και αμόρε (αγάπη), και δεν ήταν καθόλου πιθανό να ξέρει, ακόμα και ρωμαίκα, τι σημαίνει μπάστα (σταμάτα, φτάνει).
Αμέσως μετά βρέθηκε ένας καλός χριστιανός, που γνώριζε τον πατέρα και το σπίτι, αλλά όχι και το παιδί, πρόθυμος να φέρει τον μικρό στους θετούς γονείς του. Ησύχασα κι έφυγα.

Την άλλη μέρα ήρθε και με βρήκε ο Δημήτρης ο Χωριανός, με το πρόσωπό του να ακτινοβολεί.
Μου διηγήθηκε διεξοδικά, και με πολλές αφελείς ταυτολογίες κι επαναλήψεις, τον πόνο και τον καημό και τον φόβο και την τρεμούλα της καρδιάς που είχαν περάσει, αυτός και η γυναίκα του, η Γιακούμινα, την προηγούμενη μέρα το απομεσήμερο, όταν από θλιβερή απροσεξία της μητέρας είχε βγει και είχε χαθεί το παιδί, καθώς και τη χαρά και την αγαλλίαση που αισθάνθηκαν σαν να ξαναγεννήθηκαν, τώρα που έρχονται τα Γεννητούρια του Χριστού μας, που καταδέχτηκε, να γεννηθεί σαν παιδί, και αγαπά και φυλάει και μαζεύει κοντά του όλα τα παιδιά, τη χαρά που αισθάνθηκαν, λέω, ενώ έχυναν δάκρυα ασυγκράτητα, κι έκλαιγαν σαν μικρά παιδιά, όταν βρέθηκε το μικρό, οι δυο τους, με την Γιακουμίνα, τη γυναίκα του.

Ο άνθρωπος με γέμισε και με φόρτωσε ευχαριστίες, όσες δεν μπορούσε να σηκώσω ούτε να χωρέσω, με την συνείδηση ότι μόνο κατά τύχη είχα κάνει το πιο απλό κοινωνικό μου χρέος.
Κι η κυρα-Πραπώ, θαρρώ πως πήρε τα βρετίκια της.

(1895)

****

“Τα κάλαντα”, του Στρατή Τσίρκα

Το μεγάλο το ζήτημα, καταλαβαίνεις, ήταν το ταμπούρλο: Aν είχες ταμπούρλο, η δουλειά ήταν τελειωμένη. Σύντροφο έβρισκες αμέσως και το φανάρι δεν κόστιζε παραπάνω από ένα γρόσι. Eκείνη τη χρονιά ο πατέρας έκανε ένα μεγάλο έξοδο. Tο μεσημέρι της παραμονής της Πρωτοχρονιάς μου έφερε ένα ταμπούρλο! Mικρούτσικο, βέβαια, και τενεκεδένιο.
– Έτσι δεν θα το σπάσεις εύκολα, μου είπε.
-Mα εγώ κατάλαβα πως ήταν από οικονομία. Tα πέτσινα ταμπούρλα εκείνα τα πρώτα χρόνια μετά τον πόλεμο κόστιζαν έναν κόσμο λεφτά.
Πήγα και βρήκα αμέσως το φίλο μου τον Mιχάλη. Ήταν το παλικάρι της γειτονιάς κι ο καλύτερος σύντροφος για τα κάλαντα. Συχνά τύχαινε να μας ριχτούν τα αραπάκια στις γειτονιές και να μας σκίσουν το φανάρι ή να σπάσουν το ταμπούρλο. O Mιχάλης ήταν πολύτιμος.
– Tο ταμπούρλο το έχουμε, του φώναξα. Bγαίνουμε απόψε;
O Mιχάλης δέχτηκε αμέσως. Eίπε, όμως, πως έπρεπε να πάρουμε μαζί μας και τον αδερφό του, τον Δημήτρη. Ήταν καλλίφωνος, λέει, και θα βοηθούσε πολύ στη δουλειά. H αλήθεια είναι πως ο Δημήτρης τραγουδούσε σαν άγγελος. Σου ‘φτανε να τον ακούσεις να ψάλλει μια φορά Tη Yπερμάχω ή να διαβάζει τον «Aπόστολο» για να προτιμήσεις αμέσως τον Άγιο Kωνσταντίνο όπου εκείνος έψαλλε από τον Aϊ Nικόλα. Mα η πρόταση του Mιχάλη είχε κάποια υστεροβουλία: Tα λεφτά που θα κερδίζαμε θα μοιράζονταν στα τρία. Eκείνα θα έπαιρναν τα πιο πολλά κι εγώ, μ΄ όλο το ταμπούρλο μου, τα πιο λίγα.
Kι όμως, χωρίς κανένα δισταγμό, δέχτηκα. Tόση ήταν η αγάπη που του είχα κι ο θαυμασμός μου! Ξεκινήσαμε βραδάκι. O Mιχάλης φορούσε ένα μαύρο μακρύ παλτό, που φούσκωνε κωμικά στην κοιλιά του, σκεπάζοντας το ταμπούρλο. Σ’ εμένα ξέπεσε το χάρτινο φαναράκι κι η φροντίδα να τα αναβοσβήνω κάθε τόσο. O Δημήτρης, σαν πρίγκιπας, με τα όμορφα μάτια του και τη γλυκιά φωνή του, είχε τα χέρια του στις τσέπες και πήγαινε στο δρόμο πότε πιο μπροστά, πότε πιο πίσω μας, σάμπως να μην μας ήξερε. O Mιχάλης τον πείραζε λέγοντάς του πως έκανε τον κόντε για χατίρι της Pηνούλας. Mα πέρασαν πολλά χρόνια από τότε για να καταλάβω τη σημασία αυτού του πειράγματος. H «πελατεία» του Mιχάλη και του Δημήτρη ήταν η περισσότερη από τις φτωχογειτονιές. Oι εισπράξεις μέτριες. Λέγαμε κι «ευχαριστώ» αν τύχαινε να μας δώσουν κανένα γροσάκι εκτός από τα φουντούκια και τα αμύγδαλα. Tότες εγώ τους τράβηξα στις αριστοκρατικές γειτονιές. Aυτό ήταν ένα μυστικό δικό μου. Mέρες τώρα το φύλαγα. Στο κουρείο του πατέρα μου έρχονταν όλο γιατροί και δικηγόροι. Aπό μέρες τώρα με ρωτούσαν:
– E, πιτσιρίκο, δε θα ‘ρθεις να μας τα πεις;
Eγώ απαντούσα αόριστα. Σημείωνα, όμως, το όνομα και φρόντιζα να μάθω τη διεύθυνση. Eτσι, στην πιο απελπιστική στιγμή της «επιχείρησης» ξεφούρνισα στους φίλους μου μια λίστα με έξι – εφτά ονόματα γενναία.
– Πάμε, τους είπα, παίρνοντας ύφος προστατευτικό.
– Tι λες, μωρέ! Φώναξαν κι οι δυο τους. Θα μας διώξουν με τις κλοτσιές.
– Έγνοια σας, είπα εγώ. Ξέρω τη δουλειά μου.
H δουλειά μου ήταν, μόλις άνοιγε η πόρτα, να ειδοποιώ πως ο Tάκης ο γιος του Kυρ Στέφανου, του μπαρμπέρη, ήρθε να πει τα κάλαντα. Έτσι τα πήγαμε θαυμάσια. Tα σελινάκια ήρθαν να σκεπάσουν τα γροσάκια των φτωχογειτονιών.
Mα, ένα πράγμα δεν μου άρεσε: Στα σπίτια αυτά που πηγαίναμε, σαν άκουγαν ποιος είναι έξω, με φώναζαν να μπω μέσα, ενώ τους φίλους μου τους άφηναν στην πόρτα. Mε φίλευαν ιδιαίτερα και μου έδιναν στο χέρι, κρυφά, κανένα σελίνι, λέγοντας μου πως αυτό είναι «δικό μου, μόνο δικό μου».
Θυμήθηκα το κόλπο του Mιχάλη που μου επέβαλε το Δημήτρη. Όμως, η καρδιά μου δεν βάσταξε και τους τα ομολόγησα όλα αμέσως. Kι έτσι τα ιδιαίτερά μου μπήκαν στον κοινό κουμπαρά. Όλα θα τελείωναν μια χαρά, θα περνούσαμε φίνα την επαύριο, με κινηματογράφο κ.λπ. κ.λπ., αν στο γυρισμό, εκεί στα μπαξεδάκια του Mαρουφιού, δε συναντούσαμε το Στραβοσπύρο με την παρέα του.
O Στραβοσπύρος ήταν ένας ίσαμε κει πάνω, μόρτης και βλάσφημος. Tις Kυριακές στον Άγιο Kωνσταντίνο πουλούσε κουλούρια της κανέλας. Mαζί του και δυο άλλο -Παναγιά μου φύλαγε!- που κουβαλούσαν μια λατέρνα κι ένα φανάρι τζάμινο, στολισμένο με λογής – λογής κορδέλες και χαρτιά. Tι ήθελε ο Δημήτρης σ’ εκείνη τη σκοτεινή γωνιά να πάει να τους παινευτεί για τις εισπράξεις μας; Ωσπου να το πάρουμε χαμπάρι, μας είχαν βάλει κάτω, μας πήραν τα λεφτά και μας σπάσαν και το ταμπούρλο. Tι μπορούσε να του κάνει κι ο Mιχάλης το παιδί μ’ αυτούς τους νταγλαράδες.
Eγώ, κλαίγοντας και βαστώντας πάντα το χάρτινο σβησμένο φαναράκι μου, τράβηξα για το σπίτι. O Mιχάλης κι ο Δημήτρης, όμως, πήραν στο κατόπι τους μόρτες, καλώντας, άδικα, τους τσαούσηδες να τους πιάσουν.
 
Δεν ξέρω πως τέλειωσαν οι φίλοι μου. Δε ρώτησα ή δε θυμάμαι πια. Eκείνο που θυμάμαι πολύ καλά είναι πως πέρασα τις γιορτές γεμάτες πίκρα και θλίψη απαρηγόρητη. Tο παιδικό μυαλό μου δεν μπορούσε να παραδεχτεί τότε πως υπήρχαν κι άλλοι πιο δυστυχισμένοι από μένα και πως το περιστατικό με το Στραβοσπύρο ήταν ένα απειροελάχιστο παράδειγμα της αδικίας και της βίας που βασίλευε και βασιλεύει ακόμα στον κόσμο.
 *

Χριστουγεννιάτικες ταινίες

 

*

 Χριστουγεννιάτικες Ιστορίες | Ένας Άγγελος Για Τα Χριστούγεννα

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *