Φθινοπωρινά φύλλα

8 Οκτώβριος 2008

Γυρεύω τα φθινοπωρινά σου φύλλα,
μαύρα, κίτρινα, σταχτιά,
κρυμμένα σε κάποιο κλειδωμένο σεντούκι,
τυλιγμένα στις τριμμένες φλοκάτες,
απορημένα στον ίσκιο της αναχώρησης.
Τα γυρεύω μέρες τώρα, μα δεν τα βρίσκω,
από σελίδα σε σελίδα
τα φθινοπωρινά σου φύλλα.

Χρυσό, χαλκό και σύνεση,
νότες που ταιριάζουν στην μπακιρένια όψη σου
αλλά καμώνονται πως δε σε είδαν.
Σε σκεπάζει το δάκρυ του σύννεφου
που ίχνος δεν αφήνει στο χώμα.
Κι όλο γυρεύω με μια χήρα ελπίδα
από πληγή σε πληγή
τα φθινοπωρινά σου φύλλα.

Λίγες σταφίδες θα σε φιλέψω,
από αυτές που μαδάει ο άνεμος,
μαύρες, κίτρινες, σταχτιές.
Κι ίσως έτσι κερδίσω το προνόμιο,
λίγο πριν ξημερώσω στη φτέρνα σου,
να πάψω να γυρεύω
από κλαδί σε κλαδί
τα φθινοπωρινά σου φύλλα.

Χάρτης

8 Οκτώβριος 2008

Το αγέρι είναι καθαρό από λεκέδες
φτάνει το βλέμμα μακριά
ως τις χελιδονοφωλιές των τετραδίων.
Είναι καλή μέρα
για να κεράσεις έναν ξένο δακρυσμένα ερείπια.
Μη βρεθείς σε μονοπάτια
από χαντάκια και ρέματα να διαβείς
από αυτά που κυλούν τα νερά
όταν γυρεύουν να χαθούν από το πρόσωπο της γης.
Μόνο πρόσεχε πως θα πιάσεις το χαρτί
σκέψου πως θα είναι
σαν να αγκαλιάζεις όσα έχασες
γιατί εύκολα τρίβεται.
Ρώτα για το δρόμο που κρεμάστηκα
θα με βρεις να κάθομαι σε ένα δεμάτι αγριόχορτα
θα είναι από αρμύρα και φλισκούνι οι νύχτες μου
και θα σε περιμένω

Ετήσια συνεδρίαση

8 Οκτώβριος 2008

Ψηλοτάβανο δωμάτιο με μωσαϊκό
γύρω γύρω τζαμαρίες
μυρωδιά αδειασμένου ενυδρείου για πνιχτές ομιλίες.

Έχει συννεφιά
τόσο που να μην ξεχωρίζουν οι ρυτίδες στα όνειρα
τόσο που να αντέχουν οι μέρες
σαν το ξεφύλλισμα παλιάς εφημερίδας.
Τα σάλια πνίγουν τα έδρανα με τα μικρόφωνα
κι ένα σωρό χέρια σηκωμένα σαν των ναυαγών
αιωρούνται στη θάλασσα με τα χάρτινα ποτηράκια
από αυτά που ανακυκλώνονται εύκολα
και τα πλαστικά καλαμάκια
από αυτά που ρουφούν τις ιδέες με ευκολία.
Μας δίνεται λίγος χρόνος
κι εμείς ορκιζόμαστε πως γραπώσαμε από τα μαλλιά
το άγαλμα εθνικού ευεργέτη.

Άεργη δημοκρατία,
χαραμίζεσαι ως πεντασύλλαβο οικόπεδο που πιάνει χώρο
ως νεκροσέντονο που κανείς δεν ξέρει τι να το κάνει
ώσπου φτάνει η στιγμή
και τυλίγεσαι στα ξέφτια μιας κατεβασμένης σημαίας
και γκρεμίζεσαι πίσω από τα βράχια.

Έρχεται η ώρα που τα υψηλά οράματα
διπλωμένα στα τέσσερα
ενταφιάζονται σε ένα χαρτόκουτο πλαστικών παιδικών τροφών
που στήνεται πρόχειρα για την περίσταση σε θέση περίοπτη
όπως στήνουν τους σταυρούς σε υψώματα
για να συνηθίζει ο κόσμος στη θέα του θανάτου.

Είναι από πηλό ο ουρανός
φθόγγοι χαραγμένοι στο βάθος του μυαλού
που δε λεν να ξεκολλήσουν.

Τώρα η στεγνή αίθουσα με το μωσαϊκό αντηχεί
σαν τις χωματερές τα βράδια
και με φωνή βραχνή σκουριασμένου κινητήρα
σερνάμενη ξεψυχά η κουβέντα που δεν έπιασε τόπο:
«Λίγη ησυχία να ακούσουμε, συνάδελφοι».

Έχει συννεφιά
τόσο που οι ώρες μεγαλώνουν στη ζωή μας
με την απόγνωση που σπρώχνουν οι απεργοί
τόσο που δε βρίσκουμε το θάρρος να φιληθούμε
αργά το μεσημέρι.

Θρήνος εις την Ελευθερίαν

8 Οκτώβριος 2008

Σε κρατώ φυλακισμένη
σε δωμάτιο κλειστό
κι αν θελήσεις να ξεφύγεις
θα σε χάσω σαν Χριστό.

Μήνες, χρόνια περπατούσες
στα λιβάδια, στους αγρούς.
κι αποκοίμιζαν οι μούσες
των μαλλιών σου τους αρμούς.

Ήρθε ώρα και σε πήρα,
γιατί ήσουνα μικρή,
μη βρεθείς μια μέρα χήρα
και σε κλάψουν οι νεκροί.

Απορώ με την ανάσα
που σου βγαίνει σταυρωτή,
μες στην ξύλινη την κάσα,
Παναγιά, είσαι τρωτή.

Στους ανέμους θα σκορπίσεις
κάποια μαύρη Κυριακή,
πριν δοθούν οι εξηγήσεις
για του Χάρου το γιατί.

Στα ολόλευκα ντυμένη
δε σε βλέπω καθαρά,
μοιάζεις με ηλιοκαμένη
αξεδίπλωτη χαρά.

Απ? την Έφεσο ριγμένη
με Καλάβρυτα μαλλιά
και σαν Πόλη φωτισμένη
χαίρε Σμύρνη λευτεριά.
 

Η προσευχή της Αθηνάς

8 Οκτώβριος 2008

Μαθαίνω, Μεγάλε Πατέρα, πως μέσα  σου κουλουριάζεται το στημόνι μιας βραχείας συλλαβής
και με τον καιρό συνηθίζω και εγώ να στηρίζομαι
πάνω στις παραξενιές ενός γερασμένου φιλοσόφου.
Πόλεμος και ειρήνη τα κύματα που με έφεραν ως εδώ,
δίχως άλλα κάστρα να γκρεμίζονται από σεισμούς και άλλα από αφελείς ερωτήσεις.
Γιατί και το κώνειο στερεύει ως μια τελευταία διδασκαλία.

Δε σου γράφω τίποτα λοιπόν ?
η αθανασία χαμογελούσε, προτού σκοντάψουμε πάνω στο αλφάβητο.
Και μη μου μιλάς για αρετή που είναι σαν τη σκιά.
Γεννήθηκα για να την κυνηγώ αλλά όχι και να τη φτάσω.
Εσύ το έλεγες πως οι δάσκαλοι δεν κατοικούν στα σχολεία αλλά στους δρόμους
και τις αγορές, γεμάτοι σκόνες και ρόζους στα χέρια,
κατάκοποι σαν τον ξυλουργό και σαν τον χτίστη.

Ακαδημία και Λύκειον ?
πώς θα διαβώ τις δικές μου συμπληγάδες; 
Ακόμα και το πιο μικρό έντομο κουβαλά κάτι από τη σοφία σου.

Στα υστερνά ένα όνειρο πάει και έρχεται στον ύπνο μου:
ένας αρματωμένος ? λέει ? πολεμιστής σκαλίζει με το σπαθί του στο χώμα
ώρες πολλές για έργα και πάθη ανθρώπων,
για τριήρεις ναυαγισμένες σε χαμένες ιστορίες,
για υποσχέσεις πανάρχαιες, φτιαγμένες από πηλό, αρμύρα και καταδίκη.

Πως γίνεται και ένας φάρος που δε σβήνει ποτέ, να μην είναι ορατός από όλους;
Μη μου χαρίσεις μαργαριτάρια και αστέρια, κύπελλα και ληκύθους?
χάρισέ μου ένα σου λόγο μονάχα
κι εγώ θα κοινωνήσω την αττική σου αποκάλυψη.

2 Οκτώβριος 2008

Η ζωή είναι σαν το ούζο

 

Στην αρχή όλο αρώματα και διάφανες υποσχέσεις

 

Μα όταν σηκωθείς να την απαντήσεις

 

Τρεκλίζεις από την αδυναμία και την παραζάλη

 

Και μόνο σα στερέψει και η τελευταία στάλα από το αίμα σου

 

Τότε γνωρίζεις ξεκάθαρα ένα πράγμα

 

Πως το ταξίδι αυτό που σε βαράει κατακέφαλα

 

Δεν το μπορείς

 

– όσο και να το θέλεις ?

 

να το φυλακίσεις μέσα σε γυάλινα μπουκάλια.

 

Κλίνη ετοιμοθανάτου

2 Οκτώβριος 2008

Μέσα στο σκοτεινό δωμάτιο από μια χαραμάδα φως διαβάζεις πάνω στην ακίνητη παλάμη τις πεθυμιές που γινήκαν θύμησες.

Και συλλογάσαι τα γιατί και τα πως αυτού του αχυροσταρένιου πορτρέτου.

Καμιά ελπίδα δε χωρά σε τόσα λίγα σκεπάσματα,

καμιά θέληση δεν υψώνεται πιο δυνατή από την ανυπαρξία.

Μια βαριά κληρονομιά σαν το λιθάρι που ξέκοψε από το βουνό,

άσπιλη και αδιάφορη, τυλιγμένη επίσημα με λευκοσέντονα, βλέννα, σάλιο και τη μυρωδιά του τελευταίου αποχαιρετισμού.

Βουλιαγμένο το στρώμα από το ιδρωμένο αποτύπωμα και την πανίσχυρη αδυναμία,

τόσο που τα σανίδια δεν τρίζουν από τα αγκομαχητά της εφηβείας.

Και εκείνα τα κρεμασμένα σκουτιά, σαν κατάδικοι σε ικριώματα,

απαρηγόρητα νεύουν δώθε ?κείθε, κατά πως αργοσαλεύει το βλέμμα,

γυρεύοντας να βρουν μια καινούρια χειρονομία που θα τα ξαναζωντανέψει.

Δάχτυλα σταυρωμένα στο ρυθμό της ευλάβειας,

αναστενάζουν ένα γύρω, που δεν μπορούν να συγκρατήσουν στις χούφτες ένα τόσο πανάλαφρο πούπουλο. Και πάντως, παραλύουν στον κόμπο μιας ευχής.

Δε λέει να ξεμυτίσει πίσω από τις κουρτίνες ο θεός που περιμένεις,

ίσως γιατί θέλει να τον ανακηρύξεις αυτοκράτορα σε λίγα τετραγωνικά μωσαϊκό.

Πόσα λόγια πασχίζει να σηκώσει η σιωπή μέσα σε τούτη την ωχρή κλίνη ετοιμοθανάτου.

Παραίτηση

2 Οκτώβριος 2008

Περπατάμε στο δάσος

Κι εξαγοράζουμε την ανακούφιση του πεύκου

Και την επανάσταση του βαθυπράσινου μεγαλείου

Η αναπνοή βγαίνει σταυρωμένη χρώματα και αρώματα

Οι άγνωστοι κάτοικοι του Παραδείσου

Στον απέναντι όχτο φτερουγίζει μέσα σε κλουβί

Με το βηματισμό της Εκάβης

Η κραυγή της παρθένας οικουμένης

Ανάμεσα σε αρχαίες πέτρες και λυγισμένους φανούς

Τα κουνούπια συλλαβίζουν το συριγμό του ηλιοβασιλέματος

Δυο βήματα πιο ?δω

Δυο βήματα πιο πέρα

Πόσο αναλφάβητος σπάει ο χτύπος μας πάνω στο κοκκινόχωμα

Ποιος πελεκάει τα μαδέρια του ταξιδιού του

Πριν ανταποδώσει λίγη από την οφειλή του

Άλλος σκαρφαλώνοντας πάνω σε βουνά όλο πουρναρόριζα και μίσος

Άλλος αγναντεύοντας τη χαμένη μποτίλια πίσω από τους δακρυσμένους ωκεανούς της ευγνωμοσύνης

Κι άλλος φτύνοντας στομωμένες κουμπότρυπες ντροπή

Και περπατάμε γυρεύοντας

Με το μάτι να προσκυνάει πότε δεξιά και πότε αριστερά

Τάχατες τη μαρμαρωμένη αυταπάτη

Και ψαχουλεύουμε μέσα σε θάμνους και κουκουναριές

Μέσα σε βάτα και χαμομήλια

Τάχατες για κάποιο θησαυρό

Πόσο δύσκολο είναι να αλλάξουμε το χρόνο

Τώρα που το θελήσαμε

Και να σταθούμε αντρίκεια μπροστά στο μεγάλο μυστικό

Κρυμμένο στα ριζά ενός φραγκόσυκου

Που ποτέ δε λαχτάρισε νερό

Μόνο ήλιο και περιφρόνηση

Γιατί πρέπει να δίνουμε τίτλο σε κάθε μας αποτυχία

Είναι ωραία να περπατάμε εδώ

Στο βασίλειο της ηρεμίας και της αποκαθήλωσης

Σιρόκος

2 Οκτώβριος 2008

Έλα μαζί μου να δούμε το τελευταίο ηλιοβασίλεμα του κόσμου

Κράτησε τη βιασύνη λιωμένου ζώου στην άσφαλτο των κοραλλιών

Και την απογοήτευση της άνεργης οφθαλμαπάτης

Στάσου μπροστά στην αποκάλυψη με θάρρος και συγκίνηση

Ένας βράχος μπορεί να σταματήσει το κύμα αλλά όχι τη θύελλα

Δεν είναι που οι σελίδες τρίβονται ανάμεσα στα δάχτυλα

Ούτε που οι φακοί θαμπώνουν σαν το κλάμα

Σαβανωμένοι με περίσσεια ανδρεία ναυαγισμένου λοστρόμου

Είναι που το μάνταλο δεν έχει λόγο πια να ξεκλειδώσει

Την οφειλή του σπασμένου καύκαλου  

Ρούφηξε αδιάντροπα το λαμπυρίζον φως

Η δίψα δεν ήρθε για να τη χορτάσεις

Και το μητρώο σου δεν αρκείται σε κώνεια και φάτνες

Κράτησε την απόγνωση του χαμένου καιρού

Πάνω σε μια παλλόμενη χορδή ισορροπεί η ανάγκη

Μήπως ανακαλύψει τους αρμούς της υπόσχεσης

Όλο χρώματα και ηλιοπρέπεια πρωινού εγερτηρίου

Την επόμενη φορά που θα δαγκώσεις το μήλο

Να το έχεις διαλέξει ο ίδιος για να σε ματώσει ο φάρος

Στη νεκροφάνεια μιας ψεύτικης θάλασσας

Πλέξε κουβάρι την αγωνία της αχυρένιας πιρόγας σου

Τυλίξου με μια κουβέρτα βότσαλα μαλλιά

Κι αναπαύσου εν ειρήνη

Στο πουπουλένιο κλέος της ανάπηρης μνήμης

Ποιος το ξέρει που θα σε βγάλει η σοροκάδα

Μπορεί η απουσία να ξεσκεπάσει τη βαλσαμωμένη σου φλούδα

Έλα μαζί μου να γίνουμε το τελευταίο ηλιοβασίλεμα του κόσμου

Έκλειψη

2 Οκτώβριος 2008

Στον τρίποδα που καθόταν η Πυθία

Τώρα αργοσαλεύει ένα ακριβό τηλεσκόπιο

Που ίσως φανερώσει

Όσα η βούληση δείλιασε να μου χαρίσει

Πάνω στο φωτεινό λευκοσέντονο σπαρταράει η αλήθεια

Η ακριβοθώρητη

Κόντρα στη διψασμένη σκιά

Αναμετριέται με το άγραφο σταυροδρόμι της ύπαρξης

Δεν τολμώ να κοιτάξω το παιχνίδι που μπορεί να με τυφλώσει

Και τα μάτια τα καλύπτει σκιά

Έκλειψη

Που θα πει να μην υπάρχω για λίγο

Ή και για πάντα

Απουσία

Ένα βάρος σαν παλιό πλεχτό τραπεζομάντιλο

Στρωμένο στον επίσημο τόνο του αμετάκλητου

Αλλαγή μεγέθους γραμματοσειράς
Αντίθεση