Η ΣΗΜΑΙΑ
Πάντα κι όπου σ’ αντικρίζω,
με λαχτάρα σταματώ
και περήφανα δακρύζω
ταπεινά σε χαιρετώ.
Δόξα αθάνατη στολίζει
κάθε θεία σου πτυχή
και μαζί σου φτερουγίζει
της Πατρίδας η ψυχή.
Όταν ξάφνου σε χαϊδεύει
τ’ αγεράκι τ’ αλαφρό,
μοιάζεις κύμα, που σαλεύει
με χιονόλευκο αφρό.
Κι ο σταυρός που λαμπυρίζει
στην ψηλή σου κορυφή
είν’ ο φάρος που φωτίζει
μιαν ελπίδα μας κρυφή.
Σε θωρώ κι αναθαρρεύω
και τα χέρια μου χτυπώ,
σαν αγία σε λατρεύω,
σαν μητέρα σ’ αγαπώ.
Κι απ’ τα στήθη μου ανεβαίνει
μια χαρούμενη φωνή
νά ‘σαι πάντα δοξασμένη,
ω! Σημαία γαλανή.
ΣΤΗΣ ΑΛΒΑΝΙΑΣ ΤΑ ΒΟΥΝΑ
«Στης Αλβανίας τα βουνά
μερόνυχτα γυρνάω,
για τη γλυκιά Πατρίδα μας
μανούλα πολεμάω.
Έχω μαζί μου το Θεό
μάνα και δεν φοβάμαι,
κι ένα γλυκό ξημέρωμα
κοντά σου πάλι θα ‘μαι.
Θα ‘ρθω μανούλα την αυγή
για να με αγκαλιάσεις,
το μοναχό παιδάκι σου
μάνα δεν θα το χάσεις».
ΜΕ ΘΑΡΡΟΣ ΑΓΩΝΙΖΟΜΑΙ
«Το σπίτι μου λησμόνησα
και κάθε μου σκοτούρα,
και σαν θεριό πολέμησα
επάνω στη Κλεισούρα.
Τους όλμους δεν φοβήθηκα
τα τάνκς και τα κανόνια,
και μεσ’ στις μάχες ξέχασα
τους πάγους και τα χιόνια.
Με θάρρος αγωνίζομαι
γερά κι αντρειωμένα,
για μια Ελλάδα αθάνατη
σαν το Εικοσιένα.
Θα μπω μπροστά περήφανος
με γέλιο και μ’ ελπίδα,
και θα κρατήσω ελεύθερη
την ένδοξη Πατρίδα».
ΣΤΗΣ ΠΙΝΔΟΥ ΤΑ ΒΟΥΝΑ (ΨΗΛΑ ΒΟΥΝΑ ΚΙ’ ΑΠΑΤΗΤΑ)
«Σου στέλνω χαιρετίσματα απ’ τα βουνά μανούλα,
στο καραούλι βρίσκομαι, στην πιο ψηλή ραχούλα.
Ψηλά βουνά κι απάτητα, μανούλα μου, περνούμε:
Νεμέρσκα, Πίνδο, Μόροβα και πάντοτε νικούμε.
Μην κλαις, γλυκιά μανούλα μου, που πήγα μακριά σου,
γρήγορα θα νικήσουμε και θα βρεθώ κοντά σου.
Κι αν δεν γυρίσω, μάνα μου, μη λάχει και πονέσεις,
τη νίκη να ‘χεις για χαρά και μη μαυροφορέσεις».