Πολυνομία. Ένα σημαντικό πρόβλημα.

Στην Ελλάδα παρατηρείται πολυνομία σε πολλούς τομείς της δημόσιας πολιτικής η οποία οδηγεί σε κακονομία, μεταξύ των οποίων ξεχωρίζει η φορολογική πολιτική.  Από το 2001 έως και το 2015, θεσπίστηκαν στη χώρα 1.478 νόμοι, περίπου 100 νόμοι ετησίως, επίσης  εκδόθηκαν 3.452 Προεδρικά Διατάγματα,  δηλαδή η αναλογία είναι 5 Π.Δ. ανά 1 νόμο.  Οι αμιγώς φορολογικοί νόμοι από το 2002 μέχρι και το 2015 είναι 36, γεγονός που σημαίνει ότι σε μια χρονική διάρκεια 14 ετών έχουν ψηφιστεί 2,5 νόμοι φορολογικού ενδιαφέροντος ανά έτος. Ακόμη και σε έτη όπως το 2014 όπου δεν υπήρχε νομοθετική παραγωγή, θεσπίστηκαν 64 άρθρα φορολογικού ενδιαφέροντος (Σωτηρόπουλος & Χριστόπουλος, 2016, σ. 6).  Επομένως η κάθε  επιχείρηση  ή  πολίτης οφείλει να γνωρίζει ανά πάσα στιγμή τι είδους τροποποιήσεις γίνονται στο φορολογικό πλαίσιο από κάθε νέα κυβέρνηση ή κάθε νέο υπουργό Οικονομικών, το  οποίο δεν είναι εφικτό.

Η ύπαρξη πολυνομίας και νομικής πολυπλοκότητας στη χώρα, αποτελεί μία από τις βασικές αιτίες των φαινομένων διαφθοράς στη δημόσια διοίκηση, της φοροδιαφυγής και εντέλει της αναποτελεσματικότητας των θεσμών. Επίσης επιδεινώνει τη γραφειοκρατία, επιβαρύνοντας την να εφαρμόζει τη διογκούμενη νομοθετική παραγωγή. Η εφαρμογή των νέων νόμων καθυστερεί από τις διοικητικές υπηρεσίες, όπως συμβαίνει συχνά, ιδίως όταν οι υπηρεσίες αναμένουν την έκδοση υπουργικών εγκυκλίων προς εφαρμογή κάποιου νόμου.

Καινοτομία και θεωρία του κύκλου ζωής του προϊόντος

Η διείσδυση μίας επιχείρησης στις υφιστάμενες αγορές ή η επέκταση της σε νέες αγορές συμβάλλουν στην αύξηση της κερδοφορίας της. Ωστόσο σ’ αυτήν την πολιτική υπάρχει και ένα όριο. Καθώς μία επιχείρηση λειτουργεί και προσπαθεί να επιβιώσει και να αναπτυχθεί σ’ ένα έντονο ανταγωνιστικό περιβάλλον, η παραγωγή βελτιωμένων και νέων προϊόντων κρίνεται απαραίτητη τόσο για την επιβίωση της όσο και για την κερδοφορία της.

Σύμφωνα με τη θεωρία του κύκλου ζωής του προϊόντος, όλα τα προϊόντα έχουν μία περιορισμένη διάρκεια ζωής.  Όπως απεικονίζεται στο παρακάτω σχήμα,  η αύξηση των πωλήσεων ακολουθεί μία συστηματική πορεία από την εισαγωγή της καινοτομίας μέσα από μία σειρά σταδίων. Σχεδόν πάντα υπάρχει ένα χρονικό σημείο, στο οποίο οι πωλήσεις φθάνουν σε μέγιστο βαθμό και μετά από αυτήν την άνοδο, ακολουθεί μια μείωση του όγκου των πωλήσεων και των κερδών, όπου τελικά η επιχείρηση αναγκάζεται να  εγκαταλείψει το προϊόν.

Συνήθως ένα προϊόν ακολουθεί τέσσερα στάδια κύκλων ζωής:

  • Η εισαγωγή :

Αυτή είναι η πρώτη περίοδος στον κύκλο ζωής του προϊόντος, δεν έχει συγκεκριμένη χρονική διάρκεια και διαφέρει από προϊόν σε προϊόν. Στο στάδιο αυτό ο όγκος των πωλήσεων είναι χαμηλός και αυξάνεται σταδιακά, τα κέρδη είναι από αρνητικά έως χαμηλά, ενώ μπορεί να υπάρχει και υψηλό επίπεδο αποτυχίας. Τα κέρδη δεν αρχίζουν αμέσως την εμφάνιση σε αυτή τη φάση, επειδή οι δαπάνες της ανάπτυξης προϊόντων, των δειγμάτων αγοράς, και άλλων αρχικών δαπανών, πρέπει πρώτα να καλυφθούν.

  • Η ανάπτυξη :

Στο στάδιο αυτό εισέρχεται το προϊόν, όταν έχουν πραγματοποιηθεί οι αρχικές πωλήσεις και υπάρχουν σοβαρές ενδείξεις επιβεβαίωσης του καλού προϊόντος από πολλούς καταναλωτές. Έτσι, ο όγκος πωλήσεων αυξάνεται ιδιαίτερα και τα κέρδη αρχίζουν να αυξάνονται, επειδή οι δαπάνες ανάπτυξης προϊόντων έχουν καλυφθεί. Σ’ αυτή τη φάση οι ανταγωνιστές της επιχείρησης, προσπαθούν να πάρουν στοιχεία από το νέο προϊόν. Επομένως, οι άλλες επιχειρήσεις, προσπαθούν στα επόμενα προϊόντα που θα παράγουν να έχουν το ίδιο βασικό ύφος, ώστε να μπορέσουν να ανταποκριθούν στις νέες απαιτήσεις της αγοράς. Μέχρι το τέλος του σταδίου ανάπτυξης, όσο αυξάνονται οι πωλήσεις της επιχείρησης, τόσο αυξάνεται και ο ανταγωνισμός της, αλλά εντούτοις, τα κέρδη συνεχίζονται συνήθως σε ικανοποιητικό επίπεδο.

  • Η ωριμότητα:

Το στάδιο ωριμότητας χαρακτηρίζεται από αύξηση των πωλήσεων, αλλά με πιο αργό ρυθμό από την προηγούμενη περίοδο και το ύψος αυτών φθάνει στο υψηλότερο επίπεδο.

Όμως, ο ανταγωνισμός έχει γίνει πολύ έντονος και στην προσπάθεια τους οι επιχειρήσεις να διατηρήσουν το μερίδιο τους στην αγορά, δαπανούν περισσότερα χρήματα σε διαφήμιση και προώθηση και ενισχύουν το προϊόν τους με νέα χαρακτηριστικά και όλα αυτά έχουν ως αποτέλεσμα τη μείωση των κερδών.

  • Η παρακμή ή κάμψη:

Το στάδιο παρακμής ή κάμψης χαρακτηρίζεται από τη μειωμένη ζήτηση και παρατηρείται σημαντική μείωση των συνολικών πωλήσεων. Έτσι η επιχείρηση αρχίζει να ψάχνει να εισάγει ένα νέο προϊόν για να αντικαταστήσει το υπάρχον.

 

Η επιχείρηση έχει τρεις τρόπους με τους οποίους μπορεί να διατηρήσει ή να αυξήσει τις πωλήσεις ενός προϊόντος:

  • Να εισάγει ένα νέο προϊόν που θα απαξιώσει το υπάρχον, έτσι ώστε να υπάρξει «επικάλυψη» κύκλων.
  • Να πραγματοποιήσει μικρές αλλαγές ή να βρει νέες χρήσεις στο υπάρχον προϊόν, με σκοπό την επέκταση του κύκλου.
  • Να προβεί σε αλλαγές στην τεχνολογία παραγωγής ώστε να καταστήσει το προϊόν πιο ανταγωνιστικό.

Ωστόσο, το καινοτόμο προϊόν από μόνο του δεν επαρκή για την επιβίωση και τη κερδοφορία της επιχείρησης. Οι επιχειρήσεις οφείλουν να παράγουν το προϊόν τους με τον πιο αποτελεσματικό τρόπο. Η ραγδαία βελτίωση της τεχνολογίας και κυρίως στον τομέα των ΤΠΕ, έχουν επηρεάσει και τις παραγωγικές διαδικασίες. Υπάρχει στενή σχέση μεταξύ της προόδου ενός προϊόντος μέσω του κύκλου ζωής του και του τρόπου παραγωγής του. Καθώς ο κύκλος ζωής προχωρά, η έμφαση από την τεχνολογία που συνδέεται με το προϊόν μετατοπίζεται στις τεχνολογίες που συνδέονται με την ελαχιστοποίηση του κόστους παραγωγής.  Σε όλα τα στάδια του κύκλου, η παραγωγική διαδικασία μπορεί να αναζωογονηθεί» από την τεχνολογική καινοτομία.

Άμεσες Ξένες Επενδύσεις

 

Άμεση Ξένη Επένδυση χαρακτηρίζεται η ίδρυση θυγατρικών επιχειρήσεων σε άλλες χώρες, οι οποίες αποτελούν εξ’ ολοκλήρου ή εν μέρη ιδιοκτησία της μητρικής εταιρείας και   περιλαμβάνει τη μεταφορά πέρα από τα εθνικά σύνορα ενός πακέτου συμπληρωματικών παραγωγικών εισροών, όπως κεφαλαιουχικού εξοπλισμού, μετοχικού κεφαλαίου, πρώτων και ενδιάμεσων υλών, τεχνογνωσίας οργάνωσης της παραγωγής και του ποιοτικού ελέγχου, επιχειρηματικότητας, τεχνολογίας, μάρκετινγκ, κ.λπ.

Η πραγματοποίηση μίας Άμεσης Ξένης Επένδυσης από μία επιχείρηση μπορεί να πάρει μία από τις ακόλουθες μορφές, της θυγατρική αποκλειστικής ιδιοκτησίας, της κοινοπραξίας ή της μερικής εξαγοράς. Επίσης, διακρίνονται διάφοροι τύποι Άμεσων Ξένων Επενδύσεων ανάλογα με την κατεύθυνση, το κίνητρο της Άμεσης Ξένης Επένδυσης και τον τρόπο οργάνωσης των δραστηριοτήτων της επιχείρησης που την πραγματοποιεί.

Στην πλούσια βιβλιογραφία που έχει αναπτυχθεί σχετικά με τις επιπτώσεις των Άμεσων Ξένων Επενδύσεων τόσο στη χώρα υποδοχής όσο και στη χώρα προέλευσης, οι επιστημονικές απόψεις διίστανται. Ωστόσο το γεγονός ότι όλα τα κράτη αναπτύσσουν πολιτικές προσέλκυσης Άμεσων Ξένων Επενδύσεων, αποδεικνύει μάλλον την επικράτηση των θετικών αποτελεσμάτων και ότι οι ξένες επενδύσεις συμβάλλουν στην ανάπτυξη ή μεγέθυνση της οικονομίας υποδοχής. Όσον αφορά τις επιπτώσεις στη χώρα προέλευσης το γενικό συμπέρασμα που απορρέει είναι υπέρ των θετικών επιπτώσεων των εκροών Άμεσων Ξένων Επενδύσεων σ’ αυτές. Οι θετικές επιπτώσεις εστιάζονται στη προς τα πίσω μεταφορά τεχνολογίας την οποία απορροφούν οι εγχώριες επιχειρήσεις που δεν είναι διεθνοποιημένες και  μέσω της αύξησης της ανταγωνιστικότητας των πολυεθνικών επιχειρήσεων ενδυναμώνεται και η ανταγωνιστικότητα της χώρας.

Σύμφωνα με το εκλεκτικό υπόδειγμα του Dunning οι παράγοντες που μπορεί να διαθέτει μία χώρα σε συνδυασμό με τα πλεονεκτήματα ιδιοκτησίας και εσωτερικοποίησης που μπορεί να κατέχει μία επιχείρηση, δημιουργούν τις προϋποθέσεις για την πραγματοποίηση Άμεσων Ξένων Επενδύσεων σε αυτήν. Τέτοιοι παράγοντες είναι το μέγεθος της αγοράς της χώρας υποδοχής, η μακροοικονομική και πολιτική σταθερότητα της χώρας, τα επιτόκια, το φορολογικό σύστημα, το κόστος και οι δεξιότητες του εργατικού δυναμικού και η διαθεσιμότητα των πρώτων υλών και μέσων εξυπηρέτησης του εμπορίου. Καθοριστικό ρόλο για την προσέλκυση των Άμεσων Ξένων Επενδύσεων παίζουν η ύπαρξη διαφάνειας στην κυβερνητική πολιτική, η έλλειψη διαφθοράς και γραφειοκρατίας στο δημόσιο τομέα.

Στη έκθεση που δημοσίευσε το 2017 το Παγκόσμιο Οικονομικό Φόρουμ κατατάσσει την Ελλάδα  με βάση το Δείκτη Παγκόσμιας Ανταγωνιστικότητας στη 86η θέση μεταξύ 138 χωρών.  Αναδεικνύοντας ότι οι  ανασταλτικοί παράγοντες για την βελτίωση της ανταγωνιστικότητας της χώρας είναι  η αστάθεια  των
πολιτικών που  εφαρμόζονται, οι φορολογικοί συντελεστές, η αναποτελεσματική γραφειοκρατία, η αδυναμία πρόσβασης σε χρηματοδότηση και το φορολογικό πλαίσιο.

Σε σχέση με την ποιότητα των θεσμών,  στην έκθεση που δημοσίευσε το 2017 το Heritage Foundation που κατατάσσει τις χώρες με βάση το Δείκτη  Οικονομικής Ελευθερίας, η Ελλάδα με συνολική βαθμολογία 55,00 σε σύνολο 180 χωρών κατέλαβε την 127η θέση, στην κατηγορία ως κυρίως ανελεύθερες, και  μόλις την προτελευταία θέση (43η) στην Ευρώπη,  με χαμηλότερους υποδείκτες αυτούς που αφορούν στους τομείς του Κράτους Δικαίου και το Μέγεθος της Κυβέρνησης.

Τα συμπεράσματα που διεξάγονται από την μελέτη των δύο δεικτών είναι ότι η Ελλάδα έχει μακρύ δρόμο και πρέπει μέσα από ένα εθνικό σχέδιο να άρει τα αντικίνητρα και τα εμπόδια που της στερούν ανταγωνιστικότητα και κατ’ επέκταση σοβαρών  επενδύσεων μακροπρόθεσμου αναπτυξιακού χαρακτήρα, που τόσο έχει ανάγκη.

Αλλαγή μεγέθους γραμματοσειράς
Αντίθεση