Έκθεση μιας μαθήτριάς μου της Β’ Γυμνασίου: από τις ωραιότερες σελίδες που έχω διαβάσει ποτέ…
Την γνώρισα μια ωραία καλοκαιρινή πρωία. Εγώ τότε ήμουνα μια “ξένη” από διαφορετικό γαλαξία ή πεσμένη απ’ το φεγγάρι. Ένα κοριτσάκι μεγαλωμένο πάνω σε μια κούνια και την “Ξανθούλα” του Σολωμού.
Την είδα την Ξανθούλα, την είδα ψες αργά,
που εμπήκε στην βαρκούλα, να πάει στην ξενιτειά.
Εφούσκωνε τ’ αέρι, λευκότατα πανιά, ωσάν το περιστέρι που απλώνει τα φτερά.
Κι έτσι, μετά από ένα θαλασσινό ταξίδι, βρέθηκα σε δώματα ψηλά κι αγνάντευα. Τον δρόμο, τις γειτονιές και τα στενοσόκακα. Ακούω φωνές από κάτω. Βλέπω κάτι μικροσκοπικά πλασματάκια που μόλις είχαν βγει απ’ το αβγό τους. Έτρεχαν ξυπόλυτα πάνω στο καυτό και τραχύ τσιμέντο. Τα κάνω χάζι και μου φαίνονται σαν να ξεπήδησαν από την κινηματογραφική αίθουσα που πήγαινα με την νονά μου κάθε Σαββατόβραδο. Εκείνα παίζουν μπάλα ανέμελα και χαρωπά. Έπειτα από πολύωρη παρατήρηση και τις σχετικές μητρικές ενθαρρύνσεις, πήρα την μεγάλη απόφαση να παρατήσω τα μπαλκόνια και να κατέβω στον κόσμο.
-Γεια!
-Πώς σε λένε;
-Ελένη
-Εγώ είμαι η Σαββίνα.
Αυτό ήταν. Με τον καιρό και μετά από πολλές προσπάθειες, παράτησα τις σαγιονάρες στην άκρη και δοκίμασα την αφή του τσιμέντου. Εξοικιώθηκα μ’ αυτό, αλλά και πάλι, η ζήλεια μ’ έπνιγε, δεν είχα εκείνη την άνεση που έχουν εκείνοι που γεννήθηκαν με το ‘να πόδι πάνω του. Στην συνέχεια, έμαθα τι είναι οι βόλοι και πώς αποκτώνται και αποθηκεύονται μέσα σε μεγάλα υάλινα βάζα, σε τι μας χρησιμεύει μια μπάλα, πόσο κοστίζει ένα πακέτο γαριδάκια από την “Πανταξία” (=το ψιλικατζίδικο της γειτονιάς), τι είναι οι τάπες κι ένα σωρό άλλα παράξενα. Έπειτα από την “δια βίου μάθηση”, εμπλούτισα το λεξιλόγιό μου με νέες λέξεις, σχετικά με το πώς αποκαλούμε κάποιον όταν είμαστε νευριασμένοι. Κι έπειτα ο Σεπτέμβρης, το σχολείο. Χιλιάδες, εκατομμύρια καινούργια πρόσωπα, δρόμοι, κτίρια…Εκείνη περιστοιχίζεται από ουκ ολίγες προσωπικότητες, κι εγώ μονάχη, να τριγυρνώ στα διαλείμματα σαν την έρημη κατάρα. Να λιμπίζομαι τις λιχουδιές του πανάκριβου κυλικείου. Και πάλι ο κατακλυσμός από καινούργιες λέξεις. Αργότερα ενημερώθηκα σχετικά. Το “μαρκούτσο” (=λάστιχο ποτίσματος), την “κράτσα”(=κάλτσα), το έντονο “ζ”. Είχα εμπειρίες ζωής με το “σε παίζω” και το “δεν σε παίζω”(συχνότερο).
Στην γειτονιά, τα “μαθήματα” έδιναν κι έπαιρναν. Το μεσημέρι μετά το φαγητό κατέβαινα στην αυλίτσα της και κάναμε τα μαθήματά μας. Το απόγευμα μετά το διάβασμα παίζαμε μήλα ή λεμονάκια, βόλους, τάπες, κορόιδο, κρυφτό, κυνηγητό… Πολλές φορές κάναμε και ποδήλατο. Ο αποχωρισμός από τα δυο πισινά ροδάκια ήτανε λίγο δύσκολος και είχε και θύματα. Πρώτη τα κατάφερα εγώ, όμως με τίμημα. Ανηφόρες, κατηφόρες σε ξέφρενη ταχύτητα. Πάντα με καταματωμένα γόνατα και αγκώνες. Έπειτα από δικές μου υποδείξεις και τεχνικές, ορθοστάτησε κι εκείνη. Σιγά-σιγά, άρχισα να αυξάνω την περιουσία μου σε βόλους και σε τάπες. Κρυφά τα αγοράζαμε τα γαριδάκια. Όμως ποτέ δεν μας ανακάλυψαν.
Κάποτε κάναμε διαγωνισμό τραγουδιού και του δώσαμε το πολύ πρωτότυπο όνομα “Eurovision” . Ήταν σ’ ένα στενό δωματιάκι γεμάτο από λούτρινα αρκουδάκια. Δυο τραγούδια τραγουδήθηκαν όλα κι όλα. Το “Μy number one” και ένα άλλο που έλεγε “τα εσώρουχά μου φοράς”, αλλά δεν θυμάμαι πώς το έλεγαν, ούτε και ποιος κέρδισε.
Κάθε μήνα περίμενα με λαχτάρα το δέμα με τις λιχουδιές της γιαγιάς, τις σοκολάτες του παππού και τα παιχνίδια της θείας. Για τα αγόρια είχε μέσα play mobil. Βίκινγκς, πολεμιστές, Αιγύπτιους, πειρατές. Για μένα, υπήρχε πάντα μια πολυδιαφημισμένη Barbie. Μια ευκαιρία για επίδειξη. Να δει τι έχω εγώ και αφού μου πει τι ωραία που είναι και ζηλέψει, την προσκαλώ για ένα παιχνίδι. Να κάνουμε ότι είμαστε φίλες και πάμε για ψώνια.
Στο σχολείο ήμουν σαν κάτι περιττό, σαν ένα παράσιτο που θέλουμε να διώξουμε από πάνω μας. Με αγαπούσε η κακομοίρα και με υπερασπιζόταν όποτε μπορούσε, αλλά ποτέ δεν θα τολμούσε να πάει κόντρα στις άλλες, στο κύμα. Θέλει να τα έχει με όλους καλά. Κάποια στιγμή, μου είπε πως στην πραγματικότητα, εγώ είμαι η αγαπημένη φίλη της. Επιτέλους, πόσο χάρηκα που το άκουσα, ήταν σαν να είχαν επιλέξει εμένα, από όλον τον πληθυσμό της Γης!
Μετά από λίγο καιρό έφυγε από την γειτονιά μας, μετακόμισε. Αλλά δεν αργήσαμε κι εμείς να την ακολουθήσουμε . Κι έτσι πάλι καταλήξαμε στον ίδιο δρόμο, μαζί. Για εκείνην, άρχισαν τα προξενιά. Η Σαββίνα με τις αμέτρητες κατακτήσεις κι εγώ να θυμάμαι αυτές του Νηπιαγωγείου. Στα διαλείμματα, σε μια καλά προφυλαγμένη γωνιά, με ένα δανικό κινητό, ακούγαμε τραγούδια:
“Σου λέω παραδώσου, να γίνω το μωρό σου,
μ’ αγγίζεις πεθαίνω, για σένα αρρωσταίνω.
Ο πυρετός με ψήνει, εσύ ‘σαι η ασπιρίνη,
με ένα φιλί σου, να δεις τι θα γίνει…”
Έπειτα, το Γυμνάσιο. Δεν κάτσαμε για πολύ στο ίδιο θρανίο, είναι γραφτό μας. Στην τάξη, να κάνω τον υποβολέα. Η κενή θέση στο θρανίο μου είναι αρκετά περιζήτητη, για ευνόητους λόγους. Συνήθως είμαι αφηρημένη και κοιτάζω έξω απ’ το παράθυρο με τις καταμουτζουρωμένες κουρτίνες.
-Ρε, ποιον περιμένεις, τον Ρωμαίο; ακούω από τα πίσω θρανία.
-Μπορεί.
-Ε, μην ανησυχείς, θα το ακούσεις το μηχανάκι του.
-Όχι, δεν είναι με το μηχανάκι. Έρχεται μ’ ένα άσπρο άλογο.
Μια πολύ τυπική συζήτηση. Όταν έχουμε κενό, υπάρχει δίπλα μας ένα νέας τεχνολογίας, ζωντανό, αλλά και λίγο παράφωνο ραδιόφωνο που δεν άργησε να γίνει φίλη. Αυτή η πολυτάλαντη συσκευή ονομάζεται Σ.Κ., μα είναι και αρκετά αδικημένη, κυρίως από τον ανδρικό πληθυσμό. Ώρες-ώρες καταντά υπερβολικά ενοχλητική, συνήθως γιατί το κουμπί απενεργοποίησης είναι χαλασμένο. Το σουξέ που δεν σταματάει να παίζει:
Αγάπη είναι ο ιδρώτας στο μπλουζάκι σου,
τα τσιγάρα τα καμμένα στο τασάκι σου.
Η σκόνη στα παπούτσια που φοράς,
τα κομμένα νύχια που πετάς.
Κι εμείς να συνοδεύουμε με μια πρωτοπόρα χορογραφία. Όμως, άμα είναι αυτό αγάπη, τότε εγώ είμαι η θεια του, η χορεύτρια.
Κάθε μέρα το μεσημέρι, μετά το σχόλασμα, στην γωνιά, εγώ κι αυτή. Σχολιάζουμε τα συμβάντα και τις εξελίξεις της εβδομάδας, λέμε την γνώμη μας, βρίσκουμε λύσεις σε ζητήματα πιο φλέγοντα κι από το Κυπριακό και κανονίζουμε τι θα φορέσουμε αύριο. Η μάνα φωνάζει: “Εκεί που κάθεστε είναι σκοτώστρα, θα σας πατήσει κανένα αμάξι!” Ο πατέρας: “ Μα, δηλαδή τι λέτε; Δεν σας φτάνει όλη η μέρα στο σχολείο; Ελένη, όταν σχολάς θα έρχεσαι κατευθείαν σπίτι!” Όμως ποιος τους ακούει; Χωρίζουμε μόνο όταν θα έχουν περάσει από δίπλα μας όλα τα αυτοκίνητα των καθηγητών και τους έχουμε χαιρετήσει όλους, εκτός κι αν κάποιοι είναι πολύ αφοσιωμένοι στην οδήγησή τους.
-Θα τα πούμε αύριο.
-Καλό μεσημέρι!
Υ.Γ. Μια φορά, μου είχε πει πως δεν της αρέσουν σε όλα τα κορίτσια οι αφέλειες. Μετά από λίγο καιρό έκοψα δικές μου. Το ξέρω πως δεν μου πάνε. Μόνο και μόνο για να δω την αντίδραση. Δεν πειράζει, μακραίνουν γρήγορα.