Μέχρι το 2035 ολοένα και λιγότεροι ανειδίκευτοι εργάτες θα καταφέρνουν να έχουν πρόσβαση στην αγορά εργασίας όχι λόγω της ανεργίας που εξαπλώνεται, αλλά λόγω των τεχνολογικών συνθηκών. Οι δουλειές που μέχρι τώρα θεωρούνταν προπύργιο της εργατικής τάξης και αναγκαίες συνθήκες για τη μισθωτή εργασία, σε λίγα χρόνια θα αντικατασταθούν με νέα επαγγέλματα που θα έχουν άμεση σχέση με τις τεχνολογικές εξελίξεις. Κάποια επαγγέλματα, αναπόδραστα, θα γίνουν πιο αυτοματοποιημένα τα επόμενα χρόνια. Ωστόσο, οι τεχνολογικές αλλαγές θα βελτιώσουν κάποια άλλα και θα δημιουργήσουν νέες δουλειές και ευκαιρίες. Το μέλλον δεν θα είναι μια μάχη ανθρώπων με μηχανές, αλλά μια ευκαιρία οι άνθρωποι να χειρίζονται αυτές τις μηχανές και έτσι να κάνουν την εργασία τους πιο ενδιαφέρουσα.
Οι σημαντικές αλλαγές
Αυτονόητα όλοι αντιλαμβάνονται ότι θα υπάρξουν σημαντικές αλλαγές στην αγορά εργασίας. Η πιο σημαντική είναι ότι θα υπάρξει έκρηξη στη συνδεσιμότητα των συσκευών, στον όγκο των δεδομένων και στην ταχύτητα των υπολογιστών. Και όλα αυτά σε συνδυασμό με την ταχεία πρόοδο των αυτοματοποιημένων συστημάτων και της τεχνητής νοημοσύνης. Κάτι που σημαίνει ότι οι ρομποτικές συσκευές θα μπορούν να εκτελέσουν πολλές εργασίες πιο γρήγορα και με μεγαλύτερη ασφάλεια από ό,τι ο άνθρωπος. Υπό αυτό το πρίσμα ο βιομηχανικός ή και ο ανειδίκευτος εργάτης θα είναι είδη υπό εξαφάνιση. Η ανάπτυξη του αυτοματισμού θα αυξήσει την πολυπλοκότητα των εργασιών. Πολλές δουλειές που σήμερα δεν χρειάζονται ιδιαίτερα προσόντα είτε θα βγουν εκτός κάδρου είτε θα αυτοματοποιηθούν. Απότοκο αυτής της αλλαγής θα είναι θα αναπτυχθούν μέσω της εκπαίδευσης νέα μαθησιακά περιβάλλοντα που θα έχουν άμεση σχέση με αυτές τις νέες θέσεις εργασίας. Το 75% των νέων επαγγελμάτων θα στηρίζεται στην επιστήμη, στην τεχνολογία, στην μηχανική και στα μαθηματικά.
Σημαντικοί σταθμοί στον τομέα της τεχνολογίας σε ό,τι αφορά την εκπαιδευτική κοινότητα
1980
Ο Σέυμουρ Παπέρτ (Seymour Aubrey Papert, 1928 – 2016), Νοτιοαφρικανός μαθηματικός, επιστήμονας της πληροφορικής και της εκπαίδευσης και μέλος του MIT, εξελίσσει καταλυτικά τη δουλειά του καθηγητή του Ζαν Πιαζέ (Jean Piaget) και θεμελιώνει τον εποικοδομητισμό ή κονστρουξιονισμό (constructionism), προτείνοντας διαφορετικούς τρόπους εκπαίδευσης των μαθητών στα σχολεία.
Σύμφωνα με τη θεωρία της κονστρουξιονιστικής μάθησης, οι μαθητές κατασκευάζουν νοητικά μοντέλα για να κατανοήσουν τον κόσμο γύρω τους. Ο κονστρουξιονισμός υποστηρίζει την μαθητοκεντρική μάθηση, σύμφωνα με την οποία οι μαθητές χρησιμοποιούν πληροφορίες που ήδη γνωρίζουν για να αποκτήσουν περισσότερες γνώσεις. Οι μαθητές μαθαίνουν συμμετέχοντας σε συνθετικές εργασίες (projects), όπου κάνουν συνδέσεις μεταξύ διαφορετικών ιδεών και τομέων γνώσης. Σε αυτή τη διαδικασία, οι δάσκαλοι υποστηρίζουν και διευκολύνουν τους μαθητές, αντί να τους καθοδηγούν με τη χρήση διαλέξεων ή καθοδήγησης βήμα προς βήμα. Επιπλέον, ο κονστρουξιονισμός θεωρεί ότι η μάθηση μπορεί να συμβεί πιο αποτελεσματικά όταν οι άνθρωποι συμμετέχουν ενεργητικά στην κατασκευή υλικών αντικειμένων, στον πραγματικό κόσμο. Με αυτή την έννοια, ο κονστρουξιονισμός συνδέεται με τη βιωματική μάθηση και βασίζεται στην επιστημολογική θεωρία του κονστρουκτιβισμού του Jean Piaget. Σημαντικός είναι επίσης και νόμος των 2/3: Εξηγεί ότι δεν είναι δυνατόν ένας δάσκαλος να έχει στη διάθεσή του τα 2/3 της σχολικής ώρας (τα 2/3 των 45 λεπτών είναι 30 λεπτά) και 25 μαθητές μόλις 15 λεπτά για να αναδείξουν τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά τους, δηλαδή κάθε μαθητής να έχει λιγότερο χρόνο του ενός λεπτού.