Η εικόνα του οπλαρχηγού Θεοδώρου Ζιάκα στην τοπική ιστοριογραφία

Ο οπλαρχηγός των Γρεβενών Θεόδωρος Ζιάκας. Από κλέφτης κι αρματολός πέρασε στην μνήμη ως αγωνιστής του Έθνους.

Στο παρόν πόνημα[1] φυλλομετρούνται κι αναλύονται απόψεις αυτοπτών ιστοριογράφων της οικογένειας Ζιάκα, όπως και οι αναφορές των τελευταίων. Γίνεται λόγος περί της καταγωγής και περιγράφεται η προσφορά του Θεόδωρου Ζιάκα στην επανάσταση του 1854. Ύστερα παρουσιάζονται όσα στοιχεία οι ύστεροι ιστοριογράφοι επέλεξαν, παρέκαμψαν ή προσέθεσαν κι ενδιάμεσα ανιχνεύονται οι αιτίες. Τέλος μετά από μικρή στάση στις παραστάσεις του ειρημένου αγωνιστή δίδεται λιτά μια διαυγής εικόνα της ευρύτερης οικογένειάς του όσο και των ιστοριογράφων της

Προλεγόμενα
Ένας πρώτος τρόπος γνωριμίας με το ιστορικό πρόσωπο του Θεοδώρου Ζιάκα είναι η ανάγνωση εγκυκλοπαιδιών. Σε μία από αυτές διαβάζει κανείς ότι ο ήρωας καταγόταν από γνωστή οικογένεια κλεφταρματολών, οι οποίοι είχαν λάβει μέρος στα αντιτουρκικά κινήματα του 1770 και του 1808. Γεννήθηκε το 1800 στο Μακρυνόρος Γρεβενών και διετέλεσε αρματολός στην αρχή και κλέφτης μετέπειτα. Κατέφυγε το 1835 στη Λαμία, αλλά επέστρεψε στα πάτρια εδάφη το 1854 ως αρχηγός επαναστατών. Το κίνημα όμως απέτυχε και μαχόμενος με τους Τούρκους κατέφυγε για δεύτερη φορά στην Ελλάδα. Το 1878 εισέβαλλε πάλι στη Θεσσαλία, αλλά επέστρεψε πάλι πίσω. Πέθανε γύρω στο 1880 («Ζιάκας» 1970:6/244-5).

Με σχολαστική μελέτη ανακαλύπτονται οι συγγραφείς, που ασχολήθηκαν με την οικογένεια Ζιάκα εν μέρει ή αποκλειστικά. Χωρίζονται σε «αυτόπτες» και «ύστερους». Οι πρώτοι, ζώντας μέσα ή κοντά στην εποχή, άντλησαν από αφηγήσεις παθόντων, ακούσματα τραγουδιών και ποιημάτων ενώ ορισμένοι γνώρισαν αυτοπροσώπως τους ήρωες. Οι δεύτεροι αναγκαστικά στηρίχτηκαν στους πρώτους και μπορούσαν να έχουν στη διάθεσή τους έγγραφα της εποχής, εφημερίδες, την κρατική αλληλογραφία, εκθέσεις ξένων προξένων όπως και τις αιτήσεις των Ζιακαίων προς το ελληνικό κράτος το 1865. Τα τουρκικά αρχεία δεν είναι δυστυχώς διαθέσιμα.

Από τον γράφοντα μελετήθηκαν εκατό περίπου γραπτά κείμενα ανδρών, τα περισσότερα μερικώς σχετιζόμενα με την ιστορία της οικογενείας. Ελαφρώς λιγότεροι από τους μισούς συγγραφείς, 28 άτομα (48%) δίδασκαν ή και διδάσκουν στην Εκπαίδευση (καθηγητές Μέσης 17 (22%), δάσκαλοι 13 (16%), πανεπιστημιακοί 8 (10%) και ακολουθούν 11 (10%) δημοσιογράφοι. Οι υπόλοιποι είναι στρατιωτικοί, γιατροί, δικηγόροι, λαογράφοι, μηχανολόγοι, μουσικοί, οικονομολόγοι, έμποροι και πολιτικοί. Ακόμα και πέντε απόφοιτοι Γυμνασίου. Έντεκα κείμενα (14%) τυπώθηκαν στα περιοδικά της Θεσσαλονίκης Μακεδονική και Βοϊακή Ζωή. Οι σχετικές ιστοσελίδες και ιστοχώροι στο διαδίκτυο προσμετρώνται σε 7 (9%). Από το σύνολο του διαθέσιμου υλικού επτά κείμενα ασχολούνται σχεδόν ολικώς με τους Ζιακαίους, ενώ δύο αυτοτελή βιβλία αναφέρονται αποκλειστικά στην οικογένεια, φτάνοντας μέχρι τον ανιψιό του Θεόδωρου Ζιάκα, τον Νικολάκη.

Οι ιστοριογράφοι της οικογενείας Ζιάκα κατά επαγγέλματα. Οι καθηγητές της Μέσης Εκπαίδευσης, όλοι φιλόλογοι εκτός από ελάχιστους θεολόγους, έχουν τα πρωτεία. Παλαιότερα οι φιλόλογοι δίδασκαν σχεδόν απλοϊκά το μάθημα της ιστορίας διότι τουλάχιστον δεν διέθεταν κατάλληλα εφόδια

 

Η προσέγγιση των γεγονότων, η αποτύπωση και η έκδοσή τους έχει άμεση σχέση με το κοινωνικό ή ιδεολογικό πλαίσιο μέσα στο οποίο κινήθηκαν και κινούνται οι συγγραφείς, με αποτέλεσμα να στρατεύονται κάποτε ολικώς ή μερικώς, ασυνείδητα ή συνειδητά. Επειδή σε αρκετές περιπτώσεις η εικόνα του Θεοδώρου Ζιάκα σκιάστηκε ή θαμβώθηκε κατά το ρου των χρόνων, η παρούσα εργασία φιλοδοξεί να προτείνει μιαν άλλη ασκίαστη και περισσότερο διαυγή αντίστοιχη. Φυσικά, το ιστορικό πρόσωπο των Ζιακαίων θα απασχολήσει στο μέλλον κι άλλους ερευνητές ή ιστορικούς κι επάνω του θα ανακλώνται ερωτήματα, προβλήματα και θεωρίες εκάστης εποχής.

Οι «αυτόπτες» ιστοριογράφοι: 1808 -1914
Σε δύο γενικές κατηγορίες διαχωρίζονται οι ιστοριογράφοι: σε αυτόπτες και ύστερους ως προς το χρόνο, σε κατ΄ επάγγελμα και σε φιλίστορες όσον αφορά στη μόρφωση. Οι φιλίστορες κατανέμονται σε όσους έχουν παρακολουθήσει ανώτερη τουλάχιστον εκπαίδευση και σ΄ αυτούς που παρέμειναν μόνο στη στοιχειώδη. Επειδή ο χρόνος απόστασης από τα γεγονότα επηρεάζει τη σκέψη ή τη μνήμη των ανθρώπων, οι αυτόπτες ξεχωρίζουν ως προς την αμεσότητα των περιγραφών, ενώ οι ύστεροι από τις ιδεολογικές επικαλύψεις, τις προσθήκες ή (και) τις αποσιωπήσεις. Οι συγγραφείς με ολίγη πείρα εξιστόρησης προσομοιάζουν με τους αυτόπτες ως προς την επιλογή ή την περιγραφή των γεγονότων, σε αντίθεση με τους μορφωμένους και τους φιλίστορες. Οι κατ’ επάγγελμα ιστοριογράφοι βασίζονται σε πρωτογενείς πηγές, αλλά μερικές φορές η σταθερή βάση ορισμένων από αυτές αποδεικνύεται πλαστή, διότι κρίνεται από κύρος που προσφέρει η συνεχής επανάληψη.

Στο παρόν κεφάλαιο παρουσιάζονται οι σχετικές με τους Ζιακαίους πηγές με πρώτο ένα ανώνυμο λαϊκό ποίημα από την Ήπειρο, μάλλον από τα Ζαγόρια, που γράφτηκε μετά από το κίνημα του παπα-Ευθυμίου Βλαχάβα στη Θεσσαλία το 1808 κι εκδόθηκε πρώτη φορά το 1956. Αξιόλογο ως προς τη ζωντάνια της περιγραφής μας προσφέρει ονόματα αρματολών και κλεφτών της εποχής, καθώς και πληροφορίες για τις βιαιότητές των, χωρίς να συμπεριλαμβάνει όμως τους Ζιακαίους. Ο συντάκτης του, αρκετά μορφωμένος για την εποχή, κατώτερος διοικητικός μάλλον υπάλληλος, γνώριζε από κοντά αρκετά πρόσωπα (Στεφάνου 1956:15-21). Το ποίημα ήταν γραμμένο με «αηθή εθελοδουλεία» απεφάνθη πανεπιστημιακός καθηγητής της Ιστορίας  (Βακαλόπουλος 1986:80), ωστόσο ο πρώτος που το δημοσίευσε, εξ αγχιστείας μάλλον συγγενής του ποιητή, το θεωρούσε «εξαίρετο» (Στεφάνου 1956:15), αφού ως βουλευτής γνώριζε αρκετά το θυμικό των περισσότερων χωρικών της παλαιάς αγροτοκτηνοτροφικής κοινωνίας.

Ο Κοζανίτης στρατιωτικός Νικόλαος Κασομούλης έγραψε ενθυμήματα, όπου περιλαμβάνεται και μία ιστορία του αρματολισμού. Το έργο του, αν και χρηματοδοτημένο από το 1930, εκδόθηκε εννέα χρόνια αργότερα σε κατάλληλη εποχή. Όπως στο αναφερθέν ποίημα έτσι και σ΄ αυτό οι Ζιακαίοι, τους οποίους ο συγγραφέας γνώριζε προσωπικά, δεν αναφέρονται ούτε ως μετασχόντες στα προεπαναστατικά «πατριωτικά κινήματα» ούτε ως αρματολοί (Κασομούλης χ.χ.:10-918). Ο ίδιος σε ημερολόγιο που κρατούσε τα έτη 1836-7 γράφει λιτά ότι ο Θεόδωρος Ζιάκας σχετιζόταν με το αρματολίκι των Γρεβενών, ονομάζοντάς τον «ελληνοτουρκοκαπιτάνιο» (Κασομούλης 1968:108).

Αποτύπωμα σφραγίδας του Θεοδώρου Ζιάκα με τα γράμματα «Θ[ε;]ΔΡ /ζΑΚΑ/ 182[6;]». Πολλοί αρματολοί ή κλέφτες της εποχής χρησιμοποιούσαν σφραγίδες για την επίσημη αλληλογραφία τους έχοντας ή αναζητώντας δύναμη και κύρος

Ο Σπυρίδων Ζαμπέλιος από την Κέρκυρα ήταν από τους πρώτους Έλληνες που τύπωσαν δημοτικά ποιήματα και τραγούδια, μέσα τα οποία παρατίθενται πλήθος ιστορικά στοιχεία, τα οποία, βέβαια, χρειάζεται να ελεγχθούν όπως π.χ. οι κοινοί τόποι των λαϊκών στιχουργών. Σε ένα, λοιπόν, τραγούδι άδεται ότι ο καπετάν Γιαννούλας [Ζιάκας], κλέφτης των Γρεβενών, ασχολιόταν μικρός με τα «γράμματα» και «τα πινακίδια», αλλά η ίδια ακριβώς έκφραση γράφτηκε και για τον παπα-Θύμιο Βλαχάβα. Στη συγκεκριμένη περίπτωση, χωρίς αμφιβολία το τραγούδι μάς πληροφορεί ότι τα δύο πρόσωπα παρακολούθησαν κατ΄ οίκον σχολικά μαθήματα.

Σε άλλο στιχούργημα σημειώνεται ότι ο αρματολός των Γρεβενών Γιαννούλας [Ζιάκας], ο οποίος εντάσσεται στην «κλεφτουριά», καλέστηκε στα Ιωάννινα να προσκυνήσει το νέο διοικητή πασαλικιού, όμως τα παλικάρια του αρνήθηκαν λέγοντας:

Σε μας τα προσκυνήματα δεν πρέπουν, δεν ταιριάζουν.
Ν΄ εμάς μας πρέπουν τα βουνά και τα δασιά λημέρια.

Η αντίφαση είναι ότι τα παλικάρια του, όντας όργανα τάξης της οθωμανικής εξουσίας, αρνούνται τα «προσκυνήματα», αλλά ήδη έχουν προσκυνήσει για να μπουν στο επάγγελμα. Μάλλον το τραγούδι εκφράζει τις ανησυχίες του αρχηγού και των παλικαριών του ως προς το νέο Τούρκο ή Αλβανό πασά, στον οποίο έπρεπε να καταθέσουν διαπιστευτήρια υπακοής. Ή ίσως προσμονή ακριβού μετρήματος της τιμής των «προσκυνητικίων», δηλαδή των χρημάτων που πλήρωναν για να (ξανα)αγοράσουν την έμμισθη θέση τους. Σε άλλο άσμα αναφέρεται ο «Θόδωρος του Ζάκα» επιτίθεται και σκοτώνει τους ληστές Σκυλοδημαίους και Μακραίους, που μόλις είχαν δηώσει μια εμπορική και μεταφορική πομπή (Passow 1860:87-8). Εφάρμοζε τότε ο Ζιάκας τον οθωμανικό νόμο ως οδοφύλακας ή όντας κλέφτης ο ίδιος, χτύπησε άλλους κλέφτες για να πάρει έτοιμη τη λεία; Ή μήπως υπάρχει άλλη εξήγηση;

Ένα ακόμη τραγούδι μνημονεύει επίσκεψη του Θεοδώρου Ζιάκα στα Γρεβενά μαζί με νεαρούς στρατολογημένους ενόπλους, προσθέτοντας ότι είχε φτάσει ως το «μεσοχώρι», χωρίς όμως να εξηγεί την αιτία της επίσκεψης. Αν όμως συνδυαστεί με κατά τόπους παραλλαγές του, φαίνεται καθαρά ποιος ήταν ο σκοπός και ποιος ο στόχος. Είναι λογικό οι ωμές περιγραφές ελάχιστα να σχολιάζονται από τους ύστερους ιστοριογράφους. Ο καθηγητής π.χ. στο Πανεπιστήμιο των Ιωαννίνων Στέφανος Παπαδόπουλος (1970:22) έγραψε ότι τότε οθωμανικά σπίτια μόνον λεηλατήθηκαν στα Γρεβενά, ενώ συνάδελφός του θεώρησε ότι η επίθεση είχε σκοπό να εξοντώσει τον Τουρκαλβανό τοπάρχη (Βακαλόπουλος 1986:28). Σε μια όμως παραλλαγή του ιδίου άσματος αναφέρεται ότι οι κλέφτες επιχείρησαν να κάψουν τη «Μητρόπολι» των Γρεβενών (Ενισλείδης 1996:143), ενώ σε έτερη  πως ήταν μέρα των Βαΐων και οι «αρχοντάοι» βρίσκονταν όλοι στην εκκλησία μέσα, την οποία επισκέφτηκε ο Ζιάκας (Νασίκας 1971:154).

Η λογική της τοπογραφίας προσθέτει σε συνεργασία με την ιστορία ότι ήταν αναμενόμενο να κυκλωθεί το οχυρό του τοπάρχη, όπως κι ότι ορισμένοι ένοπλοι έπιασαν θέσεις απέναντι από τα σπίτια των μουσουλμάνων της πολίχνης των Γρεβενών. Αλλά στόχος δεν ήταν οι τελευταίοι, τουλάχιστον όχι μόνον, αφού η καταβολή τους ήταν μάλλον ανέφικτη για δύο λόγους: διατηρούσαν ελεύθερα όπλα στα σπίτια τους εν αντιθέσει με τους ραγιάδες και κατοικούσαν μακριά από τη Μητρόπολη, μάλιστα στη βόρεια όχθη του ρέματος που διέσχιζε την πόλη (Σχινάς 1882:Α9), το οποίο καθώς έλιωναν τα χιόνια ήταν αδιαπέραστο. Ένας από τους στόχους των κλεφτών, αν όχι ο κύριος, ήταν η απαλλοτρίωση τιμαλφών που έφεραν επάνω τους οι για την περίσταση στολισμένοι εκκλησιαζόμενοι, όπως και οι απαγωγές τους, βέβαια, για λύτρα. Παρεμπιπτόντως οι ειρημένοι συγγραφείς, χωρίς να είναι οι μοναδικοί, έκριναν παρόμοιες καταδρομές του Ζιάκα εναντίον βλαχόφωνων ή ελληνόφωνων χωριών είτε «επιθετικές ενέργειες» εναντίον των Τούρκων είτε ως «ανταρτική δραστηριότητα». Εν μέρει είχαν δίκιο.

Άλλο άσμα περιγράφει σε επίθεση κλεφτών με συμμετέχοντα πάλι το Θεόδωρο Ζιάκα εναντίον της Καστανιάς [Καλαμπάκας] το φθινόπωρο του 1832 κι έτερο σε συμπλοκή του ιδίου προσώπου με τους Τούρκους στο Σπήλαιο [Γρεβενών], που έμεινε ημιτελής λόγω δυνατής βροχής (Κρυστάλλης χ.χ.:190-5 & Δούφλιας 2002:489-91). Πώς ερμηνεύονται αυτές; Συνάγεται, λοιπόν, πως χρειάζεται κανείς να έχει εμπειρία, διεισδυτική τόλμη, και να διασταυρώνει πηγές και δοξασίες εντάσσοντάς τες πάντα στο ιστορικό τους πλαίσιο.

Ο δάσκαλος κι έμπορος Παναγιώτης Αραβαντινός από την Πάργα εξέδωσε δύο έργα του το 1853 και το 1880.[2] Πηγές του ήταν τραγούδια και ποιήματα της εποχής όπως κι αφηγήσεις από αυτόπτες μάρτυρες, ποιμένες, αγωγιάτες ή θύματα ληστών. Θεωρούσε τον παλαιό αρματολό και κλέφτη των Γρεβενών «Τότζκα», όπως επίσης και το γερο Ζιάκα «ανδρείους». Τον τελευταίο προσονόμαζε και «κλεπτάρχη» (Ζιάγκος 1989:33-4). Σημειώνει την ύπαρξη των «οπλαρχηγούντων στα Γρεβενά» αδελφών Γιαννούλα και Θεοδώρου Ζιάκα, που τους αποκαλεί «ληστάρχους», «υπό το πρόσχημα λησταντάρτες» κι «εκ συστήματος κακούργους». Ειδικότερα τον πρώτο τον ονομάζει «υπομίσθιο οδοφύλακα» (Ζιάγκος 1989:46), ενώ τον δεύτερο «ακαταπάλαιστο καταπιεστήν και καταστροφέα της επαρχίας Γρεβενών και χωριών του Ζαγορίου».

Για την περίπτωση της επίθεσης του Ζιάκα στα Γρεβενά, που εν μέρει αναφέρθηκε, ο Αραβαντινός είναι ο πρώτος που έγραψε για λαφυραγώγηση και πυρπόληση του 1/3 της πολίχνης από ληστές με αρχηγό τον Θεόδωρο Ζιάκα, την οποία πλήρωσαν Τούρκοι και Χριστιανοί ανεξαιρέτως. Έδωσε και την ακριβή χρονολογία, Απρίλιος 1831. Ακόμη ονομάζει ληστρικές τις επιδρομές του τελευταίου στα χωριά Νεγάδες Ζαγορίου, Καστανιά κι άλλα χωριά της Θεσσαλίας το 1834 λόγω της «ακορέστου φιλαργυρίας» του και προσθέτει ότι ο Θεόδωρος Ζιάκας κατέφυγε στην Ελλάδα τον επόμενο χρόνο. Είναι ο πρώτος που ετυμολόγησε το επώνυμο Ζιάκας ως υποκοριστικό του Γεώργιος (Αραβαντινός 1856:379-81 & Ζιάγκος 1989:18).

Ακολούθησε το 1870 ο Δρ. Ιατρικής Ιωάννης Λαμπρίδης από τα Ζαγόρια. Βασίστηκε σε προφορικές αφηγήσεις ενός προσκυνημένου, πρώην ενόπλου οπαδού του Θεοδώρου Ζιάκα, και σε τραγούδια. Το γραπτό του αποπνέει ως προς τα ονόματα και τις ημερομηνίες μιαν ιστορική στιβαρότητα. Αναφέρει ότι στις 21 ληστείες που διαπράχτηκαν στην περιοχή οι 8 έγιναν από «ομογενείς κι ομοθρήσκους κακούργους». Χωρίς να το επισημαίνει, ξεκαθαρίζει ότι στο χωριό Νεγάδες μπήκε την 29η Ιούνη 1827 όχι ο ίδιος ο Θεόδωρος Ζιάκας αλλά ένας οπαδός του, ο οποίος έκαψε, βασάνισε και αιχμαλώτισε γυναικόπαιδα προς λύτρωσιν, μεταφέροντάς τα στην περιοχή Φυλλουριά των Χασίων -ο Αραβαντινός θεωρούσε λημέρι των ληστών την ορεινή κοιλάδας Βάλια Κάλντα. Οπαδοί πάλι κι όχι αυτοπροσώπως ο ίδιος ο Ζιάκας, συνεχίζει ο Λαμπρίδης, είχαν το 1826 εισβάλλει στο Τσεπέλοβο και το 1854 στους Φραγκάδες, όπου βασάνισαν, λαφυραγώγησαν, έσφαξαν μια γυναίκα κι έκοψαν αυτιά. Όμως ο ίδιος ο Θεόδωρος Ζιάκας με «πολλούς φαυλοβίους» είχε εισβάλλει στο χωριό Διπόταμο (Στολοβό) Ζαγορίων στις 30 Απριλίου του 1825 όπου και φόνευσε ένα νεαρό απαχθέν κορίτσι (Λαμπρίδης 1870:55,238-9,243-4), προφανώς επειδή δεν στάλθηκαν εγκαίρως λύτρα.

Πληροφορία του Λαμπρίδη για τον «ανδρείο» οπλαρχηγό Τότσκα σχολίασε σχετικά ανώδυνα μόνον ο τελευταίος αποκλειστικός βιογράφος των Ζιακαίων, ο Νικόλαος Ζιάγκος. Ο Τότσκας ήταν παντρεμένος στο αρβανιτόφωνο χωριό Δερβίζανα της περιοχής Λάκκα Σούλι και τον χειμώνα, καθώς τα ντερβένια, δηλαδή τα ορεινά περάσματα, έκλειναν από τα χιόνια και οι μεταφορές ελαχιστοποιούνταν αν δε μηδενίζονταν, κατοικούσε κι αυτός εκεί. Στο ίδιο χωριό είχε χορηγήσει λεφτά για ανεγέρσεις ναών κι ενός υδρόμυλου όπου είχε μάλιστα δολοφονηθεί με τσεκούρι. «Τι γίνονταν μεταξύ κλεφταρματολών Δυτικής Μακεδονίας και Σουλιωτών;» αναρωτήθηκε ο Ζιάγκος (1989:21-2).

Επόμενη πηγή ήταν το 1872 ο ιατρός Κωνσταντίνος Γουναρόπουλος, εξασκών στην Κοζάνη το επάγγελμα πριν μετοικήσει μάλλον στην Αθήνα. Το Μάιο του 1854 στο χωριό Δήμητρα Χασίων ο αρχηγός Θεόδωρος Ζιάκας νίκησε 400 «Καρδούχους», οι οποίοι μετά καταλύοντας στην πόλη της Κοζάνης «απειλούσαν» τους κατοίκους της. Συμπλήρωσε ότι οι Τούρκοι λεηλάτησαν «πολλά χωρία» της περιοχής Σερβίων, που είχαν επαναστατήσει, κι έκαψαν το χωριό Ζιδάνι Καμβουνίων, όπως και το γειτονικό του μοναστήρι της Παναγίας. Πιο κάτω όμως σημείωσε ότι οι Τούρκοι έκαψαν μόνο δύο ναούς, το καθολικό του μοναστηριού της Παναγίας Ζιδανίου και την Παναγία του, σχετικά κοντινού, χωριού ονόματι Λιβαδερό (παλαιότερα Μόκρου). Ο ίδιος αποκάλεσε τους επαναστάτες «μεγαθύμους της ελευθερίας θιασιώτας» (Γουναρόπουλος 1872:491-2,496-7). Τι ακριβώς καταστράφηκε και ποιοι ήταν οι δράστες χρειάζεται διαλεύκανση, αφού σε τοπικό δημοτικό τραγούδι, που ομιλεί για καψίματα σπιτιών (Τσαρμανίδης 1995:142) δε διακρίνονται με σαφήνεια οι πυροθέτες.

Ο Βλάχος ποιητής Κώστας Κρυστάλλης από το Συράκο της Ηπείρου, θερμός νοσταλγός της υπαίθριας ζωής, ήταν ο τελευταίος που είχε στη διάθεσή του προφορικές πηγές από πρώτο χέρι. Κατέθεσε πολλά νέα στοιχεία: οι Ζιακαίοι κατάγονταν από το χωριό «Μακρυνόρος» των Γρεβενών, αλλά ένα πρωτοπαλίκαρό τους και δεύτερος εξάδελφος του Θεόδωρου Ζιάκα ονομαζόταν Σουλεϊμάν Μπελτζόπουλος. Το όνομα αιτιολόγησε ως εξής: είχε μικρός εξισλαμιστεί, αλλά επέστρεψε πάλι στο χριστιανισμό. Χρονολόγησε το καπετανάτο του γερο-Ζιάκα από το 1780 ως το 1800 και παράλληλα ομίλησε για τη συμμετοχή του στην επανάσταση του παπα-Θύμιου Βλαχάβα. Για τους Γιαννούλα και Θεόδωρο είπε ότι ήταν αρματολοί στα Γρεβενά από το 1814 και μετά, αλλά το φθινόπωρο του 1826 οι Τούρκοι με τη συνδρομή των Ελλήνων Μακραίων σκότωσαν στο «Μακρυνόρος» τον Γιαννούλα, επειδή τον Αλέξη Μακρή, που υπηρετούσε ως μπουλουκτσής (ομαδάρχης) στο σώμα των Ζιακαίων, οι τελευταίοι είχαν παραδώσει στους Τούρκους ως υπαίτιο ληστείας. Αφού ο Ζιάκας «εκδικήθηκε το αίμα του αδελφού του», κατέφυγε στη Βάλια Κάλντα, «αποθηριώθηκε» και άρχισε να «ενοχλεί» ακόμα «και τους χριστιανούς κατοίκους». Εξήγησε μετά ότι οι επιθέσεις του Ζιάκα εναντίον των Νεγάδων το 1828 και της Καστανιάς το 1832 έγιναν για να αναγκαστούν οι Τούρκοι να του παραχωρήσουν «οπλαρχηγία». Τέλος συμπλήρωσε πως ο Θεόδωρος σκοτώθηκε στο Σπήλαιο το 1833 (Κρυστάλλης χ.χ.:190-5).

Χάρτης της περιοχής Γρεβενών, όπου έχουν σκιαστεί όσοι οικισμοί αναφέρονται στην παρούσα εργασία (τόποι γέννησης των συγγραφέων είτε χώροι δράσης)

Σκέψεις και συμπεράσματα
Ο ανώνυμος ποιητής του 1808 αντιπαθούσε τους κλέφτες, αλλά και τους αρματολούς, που ονόμαζε «φρόνιμους σαν μουσουλμάνους», πριν προσχωρήσουν στην άρνηση. Τον είχαν επιστρατεύσει μάλλον με τη βία να πολεμήσει εναντίον των Τούρκων στη Θεσσαλία και από τους κλέφτες είχε φαίνεται πάθει ο ίδιος ή πρόσωπα γνωστά του διάφορα δεινά.

Όποιος ήθελε σκοτώσει ή χωριό να χαρατζώση
να σκλαβώση και ν΄ αρπάξη κάνα σπίτι για να κάψει
πούχει για πολύ μακάρι όποιος έκαμε ζαράρι [ζημία].
Επαινούσαν την κακίαν χαίρονταν εις την κλεψίαν

αναφέρει για τους κλέφτες της εποχής ποιητής (Βακαλόπουλος 1968:64). Αυτή την εικόνα είχε για τους ληστές η επαρχιώτικη ελίτ, οι εγγράμματοι ή οι σχετικά μορφωμένοι άνθρωποι. Οι βίαιες συμπεριφορές δεν ήταν καθόλου σπάνιες και η κοινωνία της υπαίθρου ήταν γεμάτη «αμάθεια και βαρβαρότητα», όπως ορθά είχε επισημάνει ένας ιερέας από το Βόιο, αυτόπτης μάρτυρας επί σειρά ετών των τοπικών εξελίξεων (Τσιάρας 1968:279). Άλλος λειτουργός του Υψίστου έγραψε ότι σε μια σύγκρουση του 1836 μεταξύ Τούρκων και κλεφτών στην περιοχή Πενταλόφου οι πρώτοι ευτυχώς «με το θέλημα του θεού τους έπιασαν όλους» (Καλινδέρης 1939:51).

Οι κλέφτες και οι ληστές μόνο στη συνείδηση όσων μορφωμένων δεν έχουν πληγεί από αυτούς αποκτούν ρομαντικές διαστάσεις. Ο Γιαννούλας Ζιάκας, σύμφωνα με ένα τραγούδι, έλεγε: «Βάνω φωτιά μεσ΄ στα χωριά, καίω τα μοναστήρια» και παράλληλα έπαιρνε παιδιά ως σκλάβους αναμένοντας την εξαγορά τους (Ενισλείδης 1996:137). Αρνητική αντίληψη είχαν για τους «περισσότερους» κλέφτες της Πίνδου και ξένοι περιηγητές προσδίδοντάς τους τον βαρύ χαρακτηρισμό «αχρείοι του έθνους» (Βακαλόπουλος 1969:626). Αν τους κλέφτες μισούσαν οι παθόντες κάτοικοι, τους αρματολούς οι υψηλά ιστάμενοι Τούρκοι τους αντιπαθούσαν, επειδή αρκετές φορές καταπίεζαν σωματικά και οικονομικά τους ραγιάδες. Μία δε τουλάχιστον φορά είχαν επιχειρήσει να τους αντικαταστήσουν με Τούρκους (Βασδραβέλλης 1952:35). Η γνώμη ότι οι αρματολοί «εξελέγοντο» από τους κατοίκους της επαρχίας (Κόλιας 1940:794-5) είναι, προφανώς, φανταστική.

Παρόμοιες αρνητικές απόψεις για τους κλεφταρματολούς δεν έπαψαν έκτοτε να υπάρχουν. Σε ενθύμηση του 1854 παπα-δάσκαλος των Καμβουνίων δήλωνε:

οι καπεταναρέοι …χάλασαν τον κόσμον και πήραν τον κόσμον στο λαιμό τους και χάλασαν και τα βακούφια και την Παναγία στο Ζντιάνι τόκαψαν και τον Αγιαντώνη το χάλασαν (Δημόπουλος 1994:685).

Δεν διευκρινίζεται ποιοι έκαψαν τα κτίσματα, οι Τούρκοι ή οι «καπεταναρέοι», για να συμπληρώσουν με επάργυρα ή επίχρυσα τάματα ναών την λειψή επιμελητεία ή το προσωπικό τους βαλάντιο. Οι Τούρκοι, βέβαια, είχαν κάθε λόγο να εφαρμόσουν αντίποινα, αφού είχαν αποκρουστεί σε παρακείμενη κορυφή από τους ενόπλους επαναστάτες και ίσως ανακάλυψαν κρυμμένα όπλα ή πυρομαχικά. Στις αναφερόμενες περιπτώσεις, πάντως, οι παθόντες αυτόπτες μάρτυρες αντιμιλούν με σφοδρότητα στους ιδεολόγους αστούς, συνήθης εικόνα όπου οι γενικές ιδέες της πόλης σκοντάφτουν επάνω στη σκληρή πραγματικότητα του χωριού.

Έτερο ερώτημα προκύπτει με την πληροφορία της πυρά της Παναγίας Λιβαδερού. Ποιος ακριβώς εννοείται; Ο ταπεινός ναΐσκος, που βρίσκεται έξω από το χωριό, (Δημόπουλος 1994:710) ή άλλη Παναγία οικοδομημένη στη θέση όπου άρχισε να κτίζεται το 1854 ο σημερινός ναός του Αγίου Νικολάου μέσα στο χωριό; Αν ίσχυε το δεύτερο, γιατί άλλαξε όνομα ο ναός αναρωτιέται τοπική ερευνήτρια (Νίκου 1999:28).

Ο αυτόπτης συγγραφέας Αραβαντινός συνοψίζει την οπτική δασκάλων κι εμπόρων ως προς τους αμόρφωτους κι άξεστους οπλοφόρους. Ίσως είχε πληγεί ο ίδιος ή γνωστά του πρόσωπα από ληστές, γι αυτό και συμφωνεί με τον ανώνυμο ποιητή. Αποκαλεί τους Ζιακαίους οπλαρχηγούντες, όχι οπλαρχηγούς, ανοίγοντας ερωτήματα. Γιατί δεν είχαν ακουστεί όπως ο «ανδρείος Τότσκας»; Για ποιο λόγο αγνοούνται από τον ανώνυμο ποιητή όσο κι από τον Κασομούλη; Μήπως είχε συγκρουστεί ο τελευταίος μαζί τους, όταν προσπαθούσε να στρατολογήσει στην περιοχή επαναστάτες το 1821, ή οι Ζιακαίοι ήταν απλοί ντερβεντζήδες (φύλακες περασμάτων) κι όχι καπετάνιοι σε πρωτάτο; Ο Κασομούλης πάντως, υπάλληλος του νεοελληνικού κράτους, δεν είχε σε μεγάλη υπόληψη τους «ελληνοτουρκοκαπιτάνιους», πολλοί από τους οποίους, χωρίς να διακόψουν τις επαφές των με τα ληστρικά κυκλώματα, δεν είχαν αποφασίσει αν προτιμούσαν να ζουν, στο «Ρωμέικο» ως απλοί πολίτες ή στο «Τουρκικό» ως ορεινοί αστυνόμοι. Ο Θεόδωρος Ζιάκας π.χ. την άνοιξη του 1836 ζητούσε άδεια από τις ελληνικές αρχές της Λαμίας για να μεταβεί στο αρματολίκι του στα Γρεβενά (Κασομούλης 1968:108,153,156-7).[3]

Γιατρός στα τουρκοκρατούμενα Ιωάννινα και με σπουδές στη Γερμανία ο Λαμπρίδης ήταν φυσικό να εναντιώνεται σφόδρα στους ενόπλους που «περί λύχνων αφάς» κατέλυαν όσα σπίτια μπορούσαν. Για τη ληστεία όμως του 1854 συμπλήρωσε ότι χρησιμοποιήθηκαν ως «πρόφασις» γράμματα του Ζιάκα προς τους κατοίκους, οπότε εξιλεώνει τον Γρεβενιώτη οπλαρχηγό. Αν άλλες ληστείες έγιναν κατόπιν εμπνεύσεως, επινεύσεως ή αδιαφορίας του Θεοδώρου Ζιάκα δεν έχει εξακριβωθεί, είναι όμως απίθανο να μην τις είχε πληροφορηθεί. Πάντως, η γνώμη του για τους κλεφταρματολούς συμπυκνώνεται κάλλιστα στο στιχούργημα της εποχής:

Η οδύνη ενός Έθνους ως βουνόν να σας βαρύνη,
Να σας αρνηθεί και τάφον η θλιμμένη αύτη γη.
Ο πνιγμένος στεναγμός μας εφιάλτης σας να γίνει,
και του Κάιν η κατάρα ζώσα να σας κυνηγή
(Λαμπρίδης 1870:244).

Όσο απομακρύνονται οι συγγραφείς από τα γεγονότα η εικόνα της αμεσότητας χάνεται. Ο Κρυστάλλης σημείωσε ότι ο Ζιάκας «αποθηριώθηκε» κι «εξώκειλεν από τα όρια των εθίμων της τότε κλεφτουριάς», αλλά δικαιολόγησε τη νέα συμπεριφορά εξ αιτίας της αγριότητας του τοπίου από όπου εξορμούσε. Ποια όμως ήταν τα έθιμα της κλεφτουργιάς και ποια τα όριά της; Είχαν ξεπεράσει π.χ. τα όρια οι «λεβέντες» κλέφτες που λεηλάτησαν, πυρπόλησαν και σκότωσαν το 1765 κατοίκους στο χωριό Κάλιανη του Ολύμπου, τη σημερινή Αιανή Κοζάνης (Καλλιανιώτης 2003:1-3/6-7), ή η πράξη αυτή ήταν μέσα σ’ αυτά; Ο Κρυστάλλης, πάντως, στέκεται διχασμένος ανάμεσα στην πόλη και το χωριό, στο μύθο και την αμεσότητα. Στο έργο του όμως έδωσε λαβή για την ακριβή καταγωγή των Ζιακαίων.

Το ακρότατο σύνορο ανάμεσα στις προφορικές και τις γραπτές πηγές βρίσκεται στο έργο των Βρετανών αρχαιολόγων Alan Wace και Maurice Thompson, που τυπώθηκε στις αρχές του 20ού αιώνα. Ταξιδεύοντας με Βλάχους ποιμένες από τη Θεσσαλία ως την μακεδονική Σαμαρίνα έπλεξαν με προφορικές πηγές ότι είχαν διαβάσει. Διόρθωσαν κατ΄ αρχήν το αναγραφέν «Μακρυνόρος» με το υπαρκτό Μαυρονόρος.[4] Τους προγόνους τω Ζιακαίων θεώρησαν κλέφτες και μόνον τους αδελφούς Θεόδωρο και Γιαννούλα αρματολούς κι αυτό έπειτα από ληστρικό βίο και προσκύνημα στις τουρκικές αρχές. Αμφέβαλαν έμμεσα για τη συμμετοχή των Ζιακαίων στην επανάσταση του παπα-Θύμιου Βλαχάβα, αφού εκφράστηκαν με το «λένε ότι…». Έγραψαν επίσης ότι η οικογένεια Μακρή πρόδωσε πρώτη τους Ζιακαίους στους Τούρκους, χωρίς να διευκρινίζεται το είδος του δοσίματος. Ανέφεραν ακόμη ότι η εκδίκηση των Ζιακαίων έλαβε χώραν εις βάρος της οικογένειας των «προδοτών» κι όχι εναντίον άλλων. Η πληροφορία ότι ο Θεόδωρος Ζιάκας προσκύνησε τους Τούρκους των Ιωαννίνων το 1852, αλλά υπέπεσε στις ίδιες αμαρτίες, δεν έχει διασταυρωθεί και μάλλον αντανακλά τον απόηχο των παλαιών προσπαθειών των Ζιακαίων να αποκτήσουν την οδοφυλακή της Πίνδου. Έγραψαν τέλος ότι ο Ζιάκας «διέσωσε», κατά την «ατυχή εξέγερση» του 1854 μερικούς Βλάχους Σαμαριναίους, όταν οι Τούρκοι επιτέθηκαν στο στρατόπεδό του (Wace –Thompson 1987:25-7). Το τελευταίο γεγονός εντάχθηκε αργότερα επάνω σε έναν καμβά πλείστων αποχρώσεων.

Φωτογραφία των Γρεβενών στη δεκαετία του 1920. Δεσπόζει το οχυρωμένο οίκημα του Αλβανού διοικητή και πίσω ο μαχαλάς των μουσουλμάνων. Οι χριστιανοί έμεναν στο Βαρόσι που δεν διακρίνεται. Τις δύο συνοικίες χώριζε ο ποταμός Γρεβενίτης, τμήμα του οποίου κυλά στο κάτω μέρος της εικόνας

Οι μαρτυρίες των Ζιακαίων: 1865
Το 1865 τέσσερις αναφορές εστάλησαν από τους Ζιακαίους στην κρατική «επί των θυσιών και αγώνων εξεταστικήν επιτροπήν». Προηγείται χρονικά η αίτηση του Θεοδώρου λόγω ηλικίας ή άμεσης εμπλοκής με τα ζητούμενα γεγονότα, η οποία αποτέλεσε βάση για τις επόμενες. Αυτή που υπογράφει ο έτερος ανιψιός, ο 45χρονος Γούλας, μοιάζει με την αντίστοιχη του θείου του, αλλά είναι περισσότερο αναλυτική. Οι ερευνητές Παπαϊωάννου (1981:53) και Ζιάγκος (1989:101) θεώρησαν ότι τις συνέταξε όλες ο Γούλας, αλλά μάλλον η άποψη δεν ισχύει, επειδή οι σχέσεις του με τον Θεόδωρο ήταν τεταμένες. Προφανώς τις έγραψε δικολάβος της Λαμίας, αφού λίγοι ορθογραφούσαν σωστά εκείνη την εποχή κι επιπλέον ελάχιστοι γνώριζαν τους μορφικούς κώδικες επικοινωνίας με το κράτος. Αν όμως αποδειχτεί ότι συντάκτης των είναι πράγματι ο Γούλας, οι ψυχρανθείσες σχέσεις με το θείο του είχαν προσωρινά υποχωρήσει μπροστά στο όραμα μιας πλουσιότερης, οικονομικά, ζωής. Εν μέρει αποτελούν πηγές από δεύτερο χέρι, καθώς ο Γούλας δεν είχε ζήσει άμεσα όσα ανέγραφε.

Είναι αμφίβολο αν οι Ζιακαίοι γνώριζαν τι είχε γραφτεί γι’ αυτούς ως τότε και δεν είναι βέβαιο ότι είχαν ακούσει τα τραγούδια, τα οποία αναφέρονταν στους ίδιους. Στην περίπτωση που γνώριζαν, δεν συνέφερε να τα επικαλεστούν, αφού στην πλειοψηφία τους διεκτραγωδούσαν καταδρομές εναντίον χριστιανικών χωριών παρά ανδραγαθίες υπέρ του Γένους. Όμως η μαρτυρία των Ζιακαίων είναι αρκετά σημαντική, ιδίως όταν ενταχθεί κριτικά στο ιστορικό πλαίσιο. Κανείς από τους αναφερόμενους ιστοριογράφους δεν τις είχε δει, αφού δεν είχαν μάλλον ταξινομηθεί. Ο πρώτος που τις εντόπισε και χρησιμοποίησε ήταν ο Αθηναίος «λογογράφος» Γεώργιος Κορομηλάς το 1929 αποτελώντας έκτοτε την πιο άμεση πηγή για πολλούς από τους υπόλοιπους ερευνητές. Τις δημοσίευσε ολόκληρες ο φιλόλογος Μιλτιάδης Παπαϊωάννου το 1961. Όσοι έκτοτε άντλησαν απ’ αυτές αποδέχτηκαν εύπιστοι την αλήθεια τους και δεν τις σχολίασαν ιστορικά. Για την ακρίβεια, ένα από τα σχόλια ήταν ότι από την ανάγνωσή τους φάνηκε ότι «όλα τα μέλη της οικογένειας Ζιάκα πήραν μέρος στους εθνικοαπελευθερωτικούς αγώνες» (Παπαϊωάννου 1981:53 & Ζιάγκος 1989:103). Επειδή όμως δεν έγιναν γνωστά όλα τα μέλη, μάλλον το συμπέρασμα δεν ισχύει.

Η αναφορά του Θεοδώρου Ζιάκα
Ο Θεόδωρος Ζιάκας γράφει πως στα καπετανάτα διατηρούταν ένα είδος ελευθερίας. Ότι διαμαρτύρονταν συχνά κατά των Τούρκων. Το 1821 τα καπετανάτα έδωσαν τους πρώτους στρατιώτες στην επανάσταση κι έφεραν αντιπερισπασμό στις τουρκικές δυνάμεις που κατέβαιναν προς Νότον. Ο πατέρας του ήταν «αρχηγός καπετανάτου» στα Γρεβενά, Βέντζια, Κόνιτσα, Νεάπολη και Άργος Ορεστικό, αλλά κυβερνούσε τα Γρεβενά και τις άλλες τρεις (sic) περιοχές, ενώ στις δύο τελευταίες είχε διορίσει συγγενείς του. Μετά τη δολοφονία του αδερφού του [Γιαννούλα] ανέλαβε αυτός αρχηγός, αλλά, όταν τα καπετανάτα διαλύθηκαν, κατέφυγε στη Λαμία, απ’ όπου δεν έπαψε να εργάζεται «υπέρ της μεγάλης ιδέας», μην εξασκώντας άλλο επάγγελμα. Δεν είχε αποδεικτικά των αγώνων του, παρά μόνον «τη φήμη και τον τρόμο των Τούρκων». Έπειτα θυμήθηκε ότι διατηρούσε δύο πιστοποιητικά χιλιαρχιών από το Μεσολόγγι, που είχε λάβει μαζί με τον Γιαννούλα, αλλά στέλνοντάς τα το 1833 σε επιτροπή στο Ναύπλιο χάθηκαν. Πρόσθεσε ότι «αναμφιβόλως άγνωστοι οικειοποιηθέντες το όνομα ωφελήθησαν δια των εγγράφων» αυτών. Παραπονέθηκε, τέλος, ότι το ελληνικό κράτος δεν τους βοήθησε επαρκώς ή καθόλου και ζήτησε μία «γωνίαν γης προς ταφήν».

Το κείμενο είναι αρκετά λιτό και χρειάζονται αρκετοί προσδιορισμοί, για να γίνει περισσότερο κατανοητό. Τι είδους ελευθερία υπήρχε στα καπετανάτα; Μήπως η ελευθερία να φέρουν όπλα οι αρματολοί, οι μόνοι ανάμεσα στους χριστιανούς; Με τα όπλα προστάτευαν τις διαβάσεις και τα χωριά από τη δράση των ληστών, αλλά τα έφεραν μόνον κατόπιν τουρκικής εντολής. Πότε διαμαρτύρονταν οι καπετάνιοι των αρματολών; Σίγουρα όταν οι Τούρκοι άλλαζαν την ηγεσία τους, αλλά και μερικές φορές παρακινημένοι από πράκτορες ξένων δυνάμεων ή της ελληνικής κυβέρνησης μετά το 1827.

Ανέφερε ο Ζιάκας ότι παρακώλυσε τουρκικά στρατεύματα που κατέβαιναν στο Νότο, αλλά λάνθανε, διότι όσα έρχονταν από τη Θεσσαλονίκη ή τα Μπίτολα δεν περνούσαν από την Πίνδο. Έπειτα, τα τμήματα διάβαιναν με σχετική τάξη ειδοποιώντας από πριν για συλλογή τροφίμων ή καταλύματα και δεν υπήρχε κανείς λόγος να τα εμποδίσουν οι αρματολοί, στην περίπτωση που είχαν την απαραίτητη δύναμη και τη στρατιωτική γνώση για να το επιχειρήσουν. Τι ακριβώς ήθελε να πει, θα φανεί στη συνέχεια.

Το καπετανάτο του γερο-Ζιάκα, αν πράγματι είχε χρηματίσει καπετάνιος σε πρωτάτο κι όχι αρχηγός οδοφυλάκων στην ΒΑ Πίνδο, ήταν προφανώς μικρότερο από ό,τι αναφέρθηκε και γι’ αυτό η αρίθμηση του εδάφους του δεν είναι σωστή. Εκτεινόταν μάλλον στα ορεινά και ημιορεινά βλάχικα και κουπατσιαραίικα χωριά της ΒΑ Πίνδου, διότι οι άλλες περιοχές ήταν πεδινές και κατοικούνταν από μουσουλμάνους, ενώ η Κόνιτσα και το Άργος Ορεστικό βρίσκονταν αρκετές ώρες, αν όχι μέρες, μακριά. Με την έναρξη της επανάστασης του 1821 η πρότερη εμπιστοσύνη των Τούρκων προς τους αρματολούς άρχισε να φυραίνει και λίγο αργότερα εξανεμίστηκε, επειδή ορισμένοι αρματολοί άφηναν τις θέσεις τους αναζητώντας καλύτερη τύχη στη νότια Ελλάδα. Η έλλειψη εμπιστοσύνης εισχώρησε κι ανάμεσα στους αρματολούς με αποτέλεσμα τη δολοφονία του Γιαννούλα. Αν ο Θεόδωρος έλαβε μετά επίσημα το χρίσμα του καπετάνιου των αρματολών, δεν έχει διευκρινιστεί, πάντως έπειτα από μια ληστρική σταδιοδρομία οκτώ χρόνων πέρασε στην Ελλάδα, εργαζόμενος έκτοτε πράγματι για τη Μεγάλη Ιδέα.

Κάτω από την έννοια αυτή κρύβεται η επανάσταση του 1854, στην οποία έλαβε μέρος ο Θεόδωρος ενεργά. Αλλά επειδή απέτυχε, οι συμμετέχοντες διώκονταν από τις Προστάτιδες Δυνάμεις και τις Ελληνικές Αρχές, και γι’ αυτό ο Θεόδωρος δεν εκφράστηκε ανοιχτά. Έγραψε ότι δεν είχε  πιστοποιητικά των αγώνων του κι όσον αφορά στην περίοδο πριν από το 1854 δεν διέθετε τίποτα. Αν είχε χριστεί επίσημα αρματολός, θα κατείχε γραπτό διορισμό από τους Τούρκους, αλλά θα ήταν αστείο να τον επιδείξει ως πιστοποιητικό αγώνων. Είχαν πράγματι τα δύο αδέλφια πιστοποιητικά χιλιαρχίας και ποιοι συνώνυμοι τα οικειοποιήθηκαν;

Προς το παρόν θα αφεθεί, εν μέρει, η εξήγηση της απόκτησης των διπλωμάτων αυτών και θα ερμηνευτεί η «οικειοποίηση». Δεν είχε άδικο ο Θεόδωρος, αφού πριν από αυτόν στην επιτροπή εκδουλεύσεων Λαμίας είχε σταλεί η αίτηση ενός άλλου Θεοδώρου Ζιάκα, αγράμματου «βλαχοποιμένος σκηνίτου», που έλεγε ότι είχε υπηρετήσει στο σώμα του Καραϊσκάκη (Ενισλείδης 1996:142). Ίσως τον σκηνίτη αυτόν γνώριζε αυτοπροσώπως ο Ζιάκας. Αλλά υπήρχαν κι άλλοι συνονόματοι που έλαβαν μέρος στον αγώνα του 1821, σαν τον Ιωάννη Ζάκα, καπετάνιο πολεμικού καραβιού από την αρβανιτόφωνη Ύδρα, αλλά αυτός δεν χρειαζόταν τίτλους άλλων, διότι ήταν αρκούντως γνωστός. Κάτω από τον φόβο της οικειοποίησης ο Θεόδωρος προσπάθησε να καλύψει την ανυπαρξία του αναφερόμενου διπλώματος, αφού, όπως θα φανεί στη συνέχεια, ο ίδιος μόνον ως «επίτιμος λοχαγός» είχε αναγνωριστεί και μάλιστα σχετικά αργά, το 1848. Πρόσφυγας στη Λαμία από το 1835 και μετέπειτα ο Ζιάκας ανέμενε στήριξη από το ελληνικό κράτος, αλλά για να εγκριθεί έπρεπε να παρουσιάσει δράση υπέρ του Έθνους. Αφού δεν είχε, αναγνωρίστηκε ως επίτιμος λοχαγός για να δικαιολογούνται προφανώς οι ενισχύσεις που λάβαινε. Στην περίπτωση, βέβαια, που εκτιμόταν η δράση του στην επανάσταση του 1854, θα είχε σίγουρα το βαθμό του ταξίαρχου, αλλά, όπως ειπώθηκε, η συμμετοχή σ’ αυτή δεν έπρεπε να δηλώνεται.

Όσο για τη φήμη και τον τρόμο που προκαλούσε ο Ζιάκας στους Τούρκους ήταν πράγματι αληθινή, αλλά μάλλον αναφερόταν περισσότερο στο 1854. Μόνο το 1831, όταν ο Ζιάκας επιτέθηκε στην πολίχνη των Γρεβενών, οι Τούρκοι ή, σωστότερα, οι ελληνόφωνοι μουσουλμάνοι κάτοικοί των είχαν έντονο τον φόβο μήπως οι κλέφτες περάσουν και στον δικό τους μαχαλά. Έκτοτε ο Ζιάκας μόνο σε ελληνόφωνα ή βλαχόφωνα χωριά επιτιθόταν, αφού δεν διέθετε βοηθητικές πληροφορίες για να πράξει το ίδιο και στα μουσουλμανικά, τα οποία ήταν οπλισμένα.

Η αναφορά του Γούλα Ζιάκα
Στην αναφορά επ’ ονόματι του Γούλα Ζιάκα, γιου του Γιαννούλα, γράφτηκε ότι το καπετανάτο των Ζιακαίων απλωνόταν σε τέσσερις περιφέρειες και χρονολογούνταν από την εποχή του Τότσκα, πρώτου εξαδέλφου του παππού του, του γερο-Ζιάκα. Διέθετε 1700 «στρατιώτας» και «φιλικάς μετά των Τούρκων σχέσεις». Στα επαναστατικά κινήματα από το 1770 ως το 1821 είχαν χαθεί 30 μέλη της οικογένειας. Κοτσαμπάσηδες, «γεννηθέντες εξωμότες», πρόδωσαν και σκοτώθηκαν πέντε αδελφοί του γερο-Ζιάκα και «το συνωμοτικό πυρ» έφτασε μέχρι τη Νάουσα, την οποία κατέστειλαν με σφαγές οι Τούρκοι.

Όταν ο γερο Ζιάκας, που συνεχώς διαμαχόταν με τον Αλί Πασά πότε «καταδιωκόμενος» και πότε «επανερχόμενος» στην επικράτειά του γέρασε, το καπετανάτο ανέλαβε ο 16ετής γιος του [Γιαννούλας], μορφωμένος και γνώστης της ιταλικής. Ο Γιαννούλας κράτησε τις επαρχίες Γρεβενών και Βεντζίων, ενώ τις υπόλοιπες μοίρασε σε συγγενείς. «Απασχόλησε» τότε «τα αλβανικά στίφη», να μην κινηθούν στη νότια Ελλάδα το 1821. Στην πολιορκία του Μεσολογγιού έστειλε άνδρες με επικεφαλής τον Απόστολο Κυρίμη κι εκεί χάθηκαν τέσσερα εξαδέλφια του Γιαννούλα. Γι αυτές τις υπηρεσίες ονομάστηκε το 1831 συνταγματάρχης και του απονεμήθηκε δίπλωμα χιλιαρχίας, ενώ ο Θεόδωρος ταγματάρχης, αλλά τα διπλώματα χάθηκαν. Την απώλειά τους έμαθε ο Γούλας μόλις τον Μάιο του 1865.

Προσκαλεσμένος ο Γιαννούλας ξανά να προσφέρει βοήθεια στο Μεσολόγγι, έστειλε ανθρώπους του για συνεννόηση, αλλά αυτοί τον πρόδωσαν στον Τούρκο στρατάρχη Κιουταχή, οπότε οι Έλληνες απεσταλμένοι μαζί με τον αγά των Γρεβενών τον δολοφόνησαν. Αιτίες ήταν ο σφετερισμός του πλούτου και η αρχηγία του καπετανάτου. Τότε οι αρματολοί ανέδειξαν αρχηγό τον γιο του Γιαννούλα, τον Νικολάκη, με «κηδεμόνα» τον θείο του Θεόδωρο. Ο τελευταίος «κατέσφαξε τριάντα δολοφόνους», ερήμωσε με φωτιά και σφαγές δέκα συνωμοτικά χωριά, λεηλάτησε και καθάρισε την επαρχία από τους οικογενειακούς εχθρούς, αναδεικνυόμενος «ο μέγας τρομοκράτωρ των Τούρκων». Εν συνεχεία αντιγράφονται επιστολές του Καποδίστρια προς τους οπλαρχηγούς της Μακεδονίας με τις οποίες τους προέτρεπε το Νοέμβρη του 1827, το Μάη του 1828 και τον Ιούλη του 1829 να φέρονται «φιλικώς» προς τους Τούρκους. Έπειτα αναφέρεται ότι ο 50χρονος [το 1865] γιος του Γιαννούλα, ο Νικολάκης, πολέμησε κι αυτός. Κοντά του σκοτώθηκαν 100 μπουλουκτσήδες, πρώην αρματολοί στο καπετανάτο [των Γρεβενών]. Τέλος, επικαλέστηκε ως αποδεικτικά αγώνων της οικογένειας τη φήμη, τα μεγαλεία τους και τον τρόμο των Τούρκων, από τους οποίους έσφαξε «μυριάδες». Φυσικά ζήτησε κι αυτός μια «γωνίαν γης προς ταφήν» (Παπαϊωάννου 1981: 53-9).

Ο συντάκτης της αναφοράς του Γούλα Ζιάκα ήταν περισσότερο προσεκτικός, ίσως επειδή είχε μπροστά του την προηγούμενη του Θεοδώρου, και γι αυτό απαριθμώντας τις περιφέρειες του καπετανάτου των Ζιακαίων δεν προσμέτρησε το μακρινό Άργος Ορεστικό. Έπειτα πιστοποίησε την πληροφορία του Λαμπρίδη για άμεσες συγγενικές σχέσεις των Ζιακαίων με τον γνωστό αρματολό Τότσκα, Αρβανίτη παντρεμένο στο Σούλι. Ο αριθμός των αρματολών που προέβαλε είναι απίθανος, αφού τόσοι πολλοί άνδρες δεν ήταν απαραίτητοι για τη φύλαξη των δύο βασικών διόδων της ΒΑ Πίνδου,  (Βλαχο)Κρανιάς και Πενταλόφου, και των γεφυρών που ένωναν τις όχθες του Αλιάκμονα και των παραποτάμων του. Σε έγγραφο της εποχής (Ζιάγκος 1989:32) αναφέρθηκε ότι οι αρματολοί των Γρεβενών ήταν δύο εκατοντάδες άνδρες και αυτός ο αριθμός προσεγγίζει μάλλον την αλήθεια.

Η πληροφορία ότι η οικογένεια Ζιάκα είχε τέσσερις δεκάδες φονευθέντες από το 1770 ως το 1827 ελέγχεται ως υπερβολική, αφού ο μοναδικός γνωστός είναι ο Γιαννούλας Ζιάκας. Αν πράγματι είχαν σκοτωθεί στο όνομα της πατρίδας τόσοι Ζιακαίοι, γιατί δεν είχαν μνημονευτεί πότε και που; Θύματα προφανώς η οικογένεια είχε, αφού ως αρματολοί ήταν εκτεθειμένοι στα πυρά των κλεφτών και ίσως συγγενείς είχαν χάσει τη ζωή τους κατά τη διάρκεια της ελληνικής επανάστασης ή ακόμα όταν δολοφονήθηκε ο Γιαννούλας. Η σύνδεση του γερο-Ζιάκα με την καταστροφή της Νάουσας το 1822 είχε προφανή σκοπό να πείσει για την χρόνια προσφορά των Ζιακαίων στον αγώνα του Έθνους, αλλά η προσπάθεια γεφύρωσης δύο αιώνων με δυσνόητο ύφος μάλλον την αποσύνδεσε από την πραγματικότητα.

Ο απαίδευτος γερο-Ζιάκας, ντερβεντζής μάλλον στη βλαχόστρατα που οδηγούσε στα ορεινά της ΒΑ Πίνδου, εκτιμούσε την αξία των γραμμάτων, γι’ αυτό προσπάθησε να μορφώσει τα παιδιά του, προφανώς μέσω οικοδιδασκάλων. Ο Γιαννούλας αποδείχτηκε περισσότερο δεκτικός στη μάθηση και καλλιέργησε και τη βλάχικη γλώσσα, συνήθη στα Γρεβενά, μεταπηδώντας στην συγγενή ιταλική, στην εκμάθηση της οποίας βοηθήθηκε προφανώς από το δάσκαλό του, Βλάχο κατά πάσα πιθανότητα και γνώστη της. Εξ άλλου ήταν μέρος της εργασίας των ντερβεντζήδων η πολυγλωσσία, έτσι αν είχαν π.χ. μητρική γλώσσα την αρβανίτικη, οι περισσότεροι ομιλούσαν, έστω και ολίγιστα ελληνικά, βλάχικα, τουρκικά, τσιγγάνικα, ενώ όσοι επαφίονταν με την Καστοριά, μάλλον και σλαβικά. Η παιδεία του Γιαννούλα συνετέλεσε προφανώς ώστε να διαδεχτεί, αν και έφηβος, τον πατέρα του.

Ο Θεόδωρος, όπως αναφέρθηκε, είχε γράψει ότι εμπόδισε Τούρκους να περάσουν στη νότια Ελλάδα το 1821, όμως στην αίτηση του Γούλα ο εχθρός διορθώθηκε σε «αλβανικά στίφη». Εννοούνται οι ομάδες ατάκτων Αλβανών, που προερχόμενοι από την Κορυτσά κατευθύνονταν από το Μέτσοβο-Κόνιτσα-Γράμμο στα Γρεβενά, για να κατεβούν στη Θεσσαλία προς αρωγήν των Τούρκων είτε ομάδες ληστών που έρχονταν από την Αλβανία, για να λεηλατήσουν ο,τιδήποτε έβρισκαν, καθώς η κατάσταση είχε εκτραχυνθεί. Τις κινήσεις τέτοιων άτακτων ομάδων λόγω του  επαγγέλματος αναγκαστικά ήλεγχαν οι αρματολοί.

Αναφέρθηκε προηγουμένως ότι δίπλωμα χιλιαρχίας δεν δόθηκε ποτέ στον Θεόδωρο. Αν και χρειάζεται βαθύτερη έρευνα επί του θέματος, ο Γιαννούλας παρουσιαζόταν να έχει λάβει δίπλωμα χιλιαρχίας (Κανδηλώρος 1919:211) ή μάλλον υποχιλιαρχίας (Χιονίδης 1972:12/35,41), επειδή από το νταϊφά του είχαν φύγει προς τη Ρούμελη αρματολοί με καπετάνιο τον Απόστολο Κυρίμη ή διότι φάνηκε εφεκτικός προς την ελληνική Επανάσταση.[5] Άνδρας με το επώνυμο Κυρίμης αναφέρεται σε υποσημείωση ερευνητή (Βασδραβέλλης 1940α:82) ως «υπαρχηγός του Ζιάκα» και δεινός τουρκοφάγος στη Χαλκιδική του 1821-22, αλλά επειδή η πηγή είναι «χαμένη», ίσως ανύπαρκτη ή πλαστή, η πληροφορία δεν θεωρείται αληθής. Και, φυσικά, δεν γίνεται αποδεκτή σε όσους έκτοτε την παρέδωσαν ως πραγματική, όπως π.χ. ο φιλόλογος Μιλτιάδης Παπαϊωάννου (1981:13-4). Ποιος όμως ήταν ο αναφερόμενος καπετάνιος Απόστολος Κυρίμης και γιατί δεν αναγνωρίστηκε κι αυτός αναλόγως, αφού κι όσοι πολεμούν στην πρώτη γραμμή δικαιούται επαίνους και αμοιβές, όχι μόνον αυτοί που τον στέλνουν εκεί.

Ο Απόστολος Κυρίμης, από την Αετιά Γρεβενών κατά μια πηγή (Παπαϊωάννου 1981:13), θεωρήθηκε μέλος της Φιλικής Εταιρείας (Βασδραβέλλης 1940γ:522), αλλά στα αρχεία των πολεμιστών του 1821 το επώνυμο δεν συναντάται (Χιονίδης 1972:43,53,59), οπότε μάλλον δεν ήταν. Πιθανόν ο αναφερόμενος στον Κασομούλη (χ.χ.:16) Αποστόλης Δερβένης από τα Γρεβενά, «σημαίνων οπαδός» ενός «οπαδού» του αρματολού Τότσκα, ονομαζόταν Κυρίμης. Άνδρες με το επώνυμο Κυρίμης, καταγόμενοι από την πολίχνη των Γρεβενών, είναι γνωστοί δύο, ο Αθανάσιος, ληστής το 1856, κι ο Δημήτριος, πάλι ληστής που υπηρετούσε νωρίτερα στην εθνοφυλακή της Ακαρνανίας (Κολιόπουλος 1996:280). Ίσως οι αναφερόμενοι Κυρίμηδες, μέλη ευρείας φάρας, είχαν αφήσει τα Γρεβενά κατεβαίνοντας στο Νότο για αναζήτηση καλύτερης τύχης, κλείστηκαν στο Μεσολόγγι, απέδρασαν και παρέμειναν έκτοτε στην Ελλάδα αλλάζοντας επαγγέλματα: αρματολοί, επαναστάτες, εθνοφύλακες, ληστές, πάντα όμως άνθρωποι των όπλων. Αν οι Κυρίμηδες συμμετείχαν, ο Γιαννούλας δεν είχε πειστεί να αφήσει το προσοδοφόρο επάγγελμά του, αλλά ήταν αρκετά ευέλικτος, ώστε να ξεπροβοδίσει με την αγάπη του όσους άνδρες επιθυμούσαν να παρατήσουν την ασφάλεια του παλαιού επαγγέλματος προσδοκώντας ένα καλύτερο μέλλον ως πολεμιστές της Επανάστασης. Στην περίπτωση που πετύχαινε, ο Γιαννούλας θα είχε ένα πλεονέκτημα συμμετοχής ανάμεσα στα αρκετά μειονεκτήματα ότι είχε μείνει ανενεργός.

Η πληροφορία ότι ο Θεόδωρος Ζιάκας έσφαξε πάνω από πέντε δεκάδες δολοφόνους και συνωμότες του αδερφού του αφήνει άναυδο τον αναγνώστη. Μισούσαν τόσοι πολλοί τους αρματολούς για τις αστυνομικές και φορολογικές τους πράξεις ή δεν ήθελαν οι χωρικοί των Γρεβενών να συμμετάσχει η περιοχή τους στην Επανάσταση; Μήπως οι φόνοι έγιναν για το θώκο του αρματολού ή του ντερβεντζή; Ενώ οι συνωμότες ήταν χριστιανοί και χριστιανικά χωριά ερημώθηκαν, γιατί ο Γούλας ισχυρίζεται ότι ο θείος του Θεόδωρος τρομοκράτησε τους Τούρκους; Χτύπησε ο τελευταίος πράγματι οικογενειακούς εχθρούς ή γίνεται προσπάθεια να καλυφθεί η ληστρική του δράση ανά την επαρχία; Αν είχε πράγματι φερθεί ο Θεόδωρος τόσο σκληρά σε ανθρώπους και χωριά, με αποτέλεσμα μία εκατοντάδα νεκρούς και ισάριθμες πυρές σπιτιών, θα υπήρχε μια μαρτυρία, ένα ποίημα ή τραγούδι, ενώ αντίθετα συναντώνται πηγές για καταδρομές των Ζιακαίων με κίνητρα διαφορετικά της εκδίκησης.

O Νικολάκης Ζιάκας, γιος του Γιαννούλα, έλαβε μέρος στην επανάσταση του 1854 ακολουθώντας το θείο του Θεόδωρο, αλλά ο αναφερόμενος αριθμός των φονευθέντων μπουλουκτσήδων φαίνεται υπερβολικός. Σε κάθε παρόμοια περίπτωση, δηλαδή ερασιτεχνικών προσεγγίσεων ή στρατευμένων ιστοριών, ο διαιρέτης των αριθμών θα πρέπει να είναι ανώτερος του δύο. Όπως θα φανεί πιο κάτω, οι ύστεροι ιστορικοί δε δίστασαν να πλειοδοτήσουν τόσο ως προς τα γεγονότα όσο και προς τους αριθμούς.

Η πρωτότυπη εικόνα του Θεοδώρου Ζιάκα
Δύο συνισταμένες διέτρεχαν την εικόνα των Ζιακαίων το 19ο αιώνα: α) τα έντυπα έργα φιλιστόρων ή απομνημονευματογράφων της εποχής, τα δημοτικά τραγούδια και η προφορική παράδοση και β) οι αιτήσεις των Ζιακαίων. Η προφορική παράδοση παράλλαζε ανάλογα με τη μνήμη, τη φαντασία ή τις επιθυμίες του εκάστοτε αφηγητή. Αν όμως οι πρωτογενείς πηγές φαίνονται σταθερές και δεδομένες, οι ερμηνείες των ποικίλλουν.

Αρβανίτες όπως οι πολεμιστές που διακρίνονται στην εικόνα έδρασαν στην περιοχής της Δυτικής Μακεδονίας ως φύλακες ορεινών διόδων και γεφυρών, σωματοφύλακες, επιστάτες ή αγροφύλακες. Όσοι παρέμειναν εξελληνίστηκαν κι ενσωματώθηκαν στο νεοελληνικό κράτος, αφήνοντας δυσδιάκριτα κάποτε ονόματα, τοπωνύμια ή λέξεις

Ο Θεόδωρος θεωρούσε λ.χ. ως προσφορά της οικογενείας του στον αγώνα εναντίον των Τούρκων την εκ του σώματος του αδελφού του απόσπαση στρατιωτών και συμμετοχή στην πολιορκία του Μεσολογγίου, την παρακώλυση ατάκτων Αλβανών στα Γρεβενά του 1821-26 και την προσπάθεια πραγμάτωσης της Μεγάλης Ιδέας (Επανάσταση του 1854). Παράλληλα επισήμαινε ότι την τέχνη των όπλων την έμαθε από τον πατέρα του, οπλαρχηγό στη ΒΑ Πίνδου.

Ο Γούλας στην αίτησή του αντέγραψε το θείο του, αλλά με περισσότερες λεπτομέρειες. Προσπάθησε να προσθέσει αγωνιστικές δάφνες στην οικογένεια αναφέροντας ότι συμμετείχε σε όλα τα επαναστατικά κινήματα από το 18ο ως τον 19ο αιώνα. Ως προς την παρακώλυση Τούρκων στρατιωτών στα Γρεβενά, ο Γούλας διόρθωσε τον θείο του σωστά αναγράφοντας για «αλβανικά στίφη». Για τη συμμετοχή στη Μεγάλη Ιδέα συσχέτισε έμμεσα και το θείο του Νικολάκη. Έντυπες αποδείξεις όμως μόνον για την επανάσταση του 1854 υπήρχαν, εφημερίδες κι έγγραφα της εποχής, όμως κανείς δεν επιθυμούσε να την επικαλεστεί. Για την προσφορά στην επανάσταση του 1821 τα διπλώματα ήταν χαμένα. Οπότε η επιτροπή των Αθηνών, για να αποφασίσει είχε ως πηγές τα έργα των Αραβαντινού, Λαμπρίδη, Ζαμπέλιου και Πάσσοου και τις προφορικές βεβαιώσεις αρματολών ή κλεφτών, που ασφαλώς ελάχιστοι θεωρούσαν ως αντικειμενικές.

Από τα τραγούδια φαινόταν ότι ο Γιαννούλας Ζιάκας ήταν αρματολός των Γρεβενών κι ο Θεόδωρος για μικρό διάστημα ομότεχνος του αδελφού του και τολμηρότατος κλέφτης μετέπειτα, αφού εισέδυσε ακόμα και μέσα στα Γρεβενά. Ο Θεόδωρος βέβαια είχε εισβάλει και σε άλλα χωριά με ληστρικές διαθέσεις, όπου οι Τούρκοι δεν είχαν καταφέρει να τον φονεύσουν, αν και τον είχαν περικυκλώσει. Οι μαρτυρίες των Αραβαντινού και Λαμπρίδη θα ήταν καλύτερα για τους Ζιακαίους να μην υπήρχαν, αφού οι πιο απαλές τους εκφράσεις για το Θεόδωρο ήταν ότι είχε χρηματίσει «λήσταρχος» και συνεργάτης «φαυλοβίων». Στα κρατικά αρχεία η εικόνα των Ζιακαίων δεν ήταν θετική. Σε έγγραφο π.χ. του 1848 τα κίνητρα του Θεοδώρου Ζιάκα, που επιθυμούσε να επισκεφθεί τα Γρεβενά, δεν είχαν διευκρινιστεί αν ήταν προς κρατικό ή προσωπικό μόνον όφελος, αφού ο οπλαρχηγός φαινόταν ότι ανέκαθεν νοσταλγούσε το παλαιό καπετανάτο του (Κασομούλης 1968:108 & Κολιόπουλος 1996:80).

Κτήματα τελικά δόθηκαν στους Ζιακαίους (Παπαϊωάννου 1981:48-9), όμως δεν έχει δημοσιευθεί η αιτιολογία. Ούτε εξακριβώθηκε τι είδους βοήθεια πρόσφεραν στο Μεσολόγγι και με ποια ανταλλάγματα. Αν ο γέρο Ζιάκας συμμετείχε στα Ορλωφικά ή στο κίνημα του Βλαχάβα, δεν έχει αποδειχθεί. Το έτος 1804 φαίνεται πάντως πως σηματοδότησε το πέρασμα της Πίνδου στην επικράτεια του Αλή Πάσα, οπότε στα δρώμενα της περιοχής άρχισαν να επικρατούν αναταραχές καθώς το κράτος άρχισε να αναδιοργανώνεται στα πρότυπα των ευρωπαϊκών, οπότε οι άτακτοι αρματολοί έπρεπε προφανώς να μετατραπούν σε τακτική αστυνομία και οι αρνητές της δημόσιας τάξης να εκλείψουν παντελώς.

Πόσον καιρό, λοιπόν, έμεινε στο αρματολίκι των Γρεβενών ή στα δερβένια της Πίνδου ο γερο-Ζιάκας και ο γιος του Γιαννούλας δεν είναι γνωστό. Το φθινόπωρο του 1827 ο «ξακουστός αρματολός των Γρεβενών Θεόδωρος Ζιάκας», κατά τον καθηγητή Πανεπιστημίου Στέφανο Παπαδόπουλο (1965:157-62), επισκέφτηκε τον Όλυμπο μαζί με άλλους οπλαρχηγούς, για να ζητήσουν από την ελληνική κυβέρνηση «τα αναγκαία», ώστε να ξεσηκωθούν κι αυτοί κατά των Τούρκων. Αυτή την εποχή ο Θεόδωρος Ζιάκας ήταν κλέφτης, επαναστάτης εν αναμονή ή ίσως ισορροπιστής, αφού χωρίς ισχυρές δόσεις διπλοπροσωπίας η ζωή έμπαινε σε μεγάλους κινδύνους (Κασομούλης χ.χ.:146).

Εκείνη την εποχή, που ο μανδύας του αστυνόμου άλλαζε εν μια νυκτί με την κάπα του ληστή και το αντίθετο, υπήρξαν προφανώς πολλά θύματα ανάμεσα στις χριστιανικές φάρες. Όποια αναζητούσε την αρχηγία καπετανάτων ή δερβενιών έπρεπε να εξολοθρεύσει ή απομονώσει τις υπόλοιπες ενδιαφερόμενες. Επρόκειτο για έναν πόλεμο όπου διέπρεπαν οι ατομικές δολοφονίες μέσα ή έξω από τα χωριά παρά οι ανοιχτές συγκρούσεις, τις οποίες απεύχονταν οι κυρίαρχοι Τούρκοι. Σε μια παρόμοια βεντέτα έχασε τη ζωή του ο Γιαννούλας Ζιάκας. Ακόμη και άγριες ληστείες στα χωριά, όπως στους Νεγάδες, φαίνεται ότι χρησιμοποιήθηκαν και προς αμφισβήτησιν της ικανότητας του τότε διορισμένου αρματολού για την επιβολή της δημόσιας τάξης. Η γενικευμένη αυτή αναταραχή συνδέεται καταφανώς με τις εξελίξεις στη νότια Ελλάδα, ο απόηχος των οποίων επηρέαζε και τη Μακεδονία.

Η εκτράχυνση στα αρματολίκια ατόνησε στα τέλη της δεκαετίας του 1820, όταν οι Τούρκοι αποφάσισαν ότι οι τουρκοκαπεταναίοι  επέτειναν τα προβλήματα της ασφάλειας στην ύπαιθρο οπότε εξαπέλυσαν ανελέητο κυνηγητό εναντίον κάθε ενόπλου χριστιανού. Αλλά οι Ζιακαίοι γλίτωσαν από το λεπίδι των Τούρκων (Κασομούλης 1942:3/545) και με άλλους ομοτέχνους των, όπως ο Σωτήριος Στράτος που έχει αναφερθεί, κατέφυγαν στην μεθόριο Οθωμανικής Αυτοκρατορίας-Ελλάδας. Από εκεί εξορμούσαν εναντίον χριστιανικών χωριών προς προσπορισμόν αγαθών με κίνητρα: α) την ανάγκη επιβίωσης των ιδίων και των ενόπλων ακολούθων τους
β) την αποθήκευση έμψυχων ή άψυχων υλικών για δύσκολες περιόδους
γ) την προσωπική τους έξιν της φιλαργυρίας δ) την απόκτηση αντιτίμων, απαραίτητων για τη δημιουργία και διατήρηση δικτύου πληροφοριών ή για την πληρωμή «προσκυνητικίων» (Κολιόπουλος 1996:94) ε) την πλήρωση άγριων ενστίκτων στ) τον εξαναγκασμό των Τούρκων να τους αναγνωρίσουν και πάλι ως αρματολούς.

Τον Απρίλιο του 1836 οι Τούρκοι περιέσφιξαν περισσότερο τον κλοιό, χτύπησαν το Ζιάκα κι έδιωξαν και το πρωτοπαλίκαρό του, που τον αντικαθιστούσε στα Γρεβενά (Κασομούλης 1969:80,96), οπότε οι Ζιακαίοι πέρασαν τον επόμενο μήνα στην Ελλάδα. Ίσως στην επιλογή αυτή συνέργησε η απόφαση του ελληνικού κράτους να παραχωρήσει χωράφια και χώρο για σπίτι σε μαχαλά της Αταλάντης, ο οποίος μετονομάστηκε σε Νέα Πέλλα. Πράγματι εκεί κατέφυγαν αρχικά οι Ζιακαίοι (Βέλκος χ.χ.:73-4) κι αργότερα ορισμένοι από αυτούς μετοίκησαν στον οικισμό Αχλάδι κι αλλού. Ποτέ όμως δεν έπαψαν να νοσταλγούν την παλαιά τους άνεση, την «ευζωία» (Παπαϊωάννου 1981:55). Τόσο ελκτική ήταν αυτή, ώστε διάφοροι καπεταναίοι με δόλωμα το αρματολίκι συνέδραμαν τους Τούρκους ως ανιχνευτές κι οδηγοί εναντίον συναδέλφων τους, όπως ο Νικόλαος Βλαχάβας εναντίον των Ζιακαίων (Κασομούλης 1969:138). Οι αρματολοί χρησιμοποιούσαν συχνά στον λόγο τους την αλβανική λέξη μπέσα, για να αναπληρώνουν λεκτικά την έλλειψή της.

Στην Νέα Πέλλα οι Ζιακαίοι ζούσαν από επιχορηγήσεις του ελληνικού κράτους, συμπληρώνοντάς τες προφανώς με εκταμιεύσεις αποθηκευμένου χρυσού, τον οποίο είχαν οικονομήσει από πρότερες δραστηριότητες, αλλά η παλαιά δόξα είχε καταποντιστεί. Γι’ αυτό κι ο Θεόδωρος Ζιάκας μαζί με άλλους τουρκοκαπεταναίους ποτέ δεν έπαψαν να σκέφτονται το παρελθόν. Ήδη από το 1836 συμμετείχε σε μια μυστική εταιρία με σκοπό την εισβολή στη Δυτική Μακεδονία (Ζιάγκος 1989:66-7) κι αργότερα περιφερόταν στα σύνορα με πρόθεση εισβολής στο τουρκικό έδαφος. Το 1848 εμφανίστηκε πάλι στη μεθόριο (Κολιόπουλος 1996:80) και πέντε χρόνια αργότερα, ολίγον μετά την έναρξη του ρωσοτουρκικού πολέμου, επισημάνθηκε ακόμη μια φορά στο ίδιο σημείο. Τελικά μπήκε στη Θεσσαλία τον Οκτώβρη του 1853, αλλά οπισθοχώρησε αμέσως. Την 20ή όμως Φεβρουαρίου του 1854 εισέβαλε ξανά ως διοικητής σώματος, πέρασε στα Γρεβενά κι αποχώρησε έπειτα από ένα τετράμηνο (Κολιόπουλος 1996:112-3 & Κουτρούμπας 1976:60,71). Δεκατέσσερα έτη αργότερα, το 1878, ο Θεόδωρος Ζιάκας, γέροντας αλλά ακμαίος, εισέβαλε τρίτη φορά και τελευταία στη Θεσσαλία (Παπαϊωάννου 1981:46). Ήταν η ανάμνηση της ευζωίας, η μέθη της εξουσίας, η απόλαυση της δόξας ή τα πολεμικά ένστικτα που διαμόρφωναν το χαρακτήρα και τις επιθυμίες του ανδρός;

Η καταγωγή των Ζιακαίων
Το ζήτημα της καταγωγής προβλημάτισε όσους ιστοριογράφους θεωρούσαν ότι η γλώσσα καθόριζε την ιδεολογία και την πολιτεία των ανθρώπων και πως Έλληνες ήταν μόνο όσοι κατάγονταν από τους αρχαίους προγόνους και χρησιμοποιούσαν αποκλειστικά την ελληνική γλώσσα. Ο Θεόδωρος Ζιάκας ομιλούσε προφανώς τα χωριάτικα συγκοπτόμενα ελληνικά των Γρεβενών, αλλά οι πρόγονοί του δεν είχαν την ίδια μητρική γλώσσα.

Αναφέρθηκε ότι ο αρματολός Τότσκας έμενε περιοδικώς στην αρβανιτόφωνη περιοχή Λάκκα Σούλι της Ηπείρου, όπου είχε παντρευτεί. Το επίθετο Τότσκας δήλωνε τους κατοίκους της περιοχής Τοσκαρίας της Αλβανίας, οι οποίοι μετανάστευσαν σε άλλα μέρη. Αν όμως ήρθε ο ίδιος ο αρματολός Τότσκας από τη σημερινή Αλβανία ή ο πατέρας του ή ο παππούς του είναι άγνωστο. Πάντως ήταν χριστιανός όπως και οι συγκάτοικοί του Σουλιώτες. Πρώτα εξαδέλφια του ήταν ο κλέφτης Μπελτζόπουλος, του οποίου ο γιος ονομαζόταν Σουλεϋμάν, κι ο γερο-Ζιάκας. Είχαν όμως οι πατέρες τους το ίδιο επώνυμο κι αν ναι, πώς ακριβώς καλούνταν; Τότσκας, Ζιάκας ή Μπελτζόπουλος; Γεννήθηκαν όλοι από την ίδια μάνα; Γιατί οι τρεις πρώτοι εξάδελφοι διαχωρίστηκαν ονοματικώς; Ως προς το γερο Ζιάκα μάλλον το επάγγελμα έπαιξε ρόλο στην μετονομασία του. Zhak στη γλώσσα της βόρειας Αλβανίας καλείται το μεγάλο πριόνι που χειρίζονταν δύο άτομα για να κόβουν κατά μήκος τους κορμούς των δένδρων (Αλβανο-ελληνικό 2001:400).[6] Είναι πιθανόν ότι ο γερο-Ζιάκας εργαζόταν ως πρίστης πριν ασχοληθεί με τον κόσμο των όπλων. Πρίστες ιλλυρικής καταγωγής, αρβανίτες ή αρβανιτόβλαχοι, εργάζονταν φαίνεται στην περιοχή Γρεβενών όπου η δασοκάλυψη είναι σημαντική (Βουλγαρίδης 1995:157) κι αυτός είναι μάλλον ο λόγος που το επώνυμο Ζιάκας έφεραν τόσο Κουπατσιαραίοι τσέλιγκες των Γρεβενών (Βέλκος 1974:43) καθώς και κάτοικοι των Χασίων και της Κοζάνης.[7]

Ήταν μάλλον παντρεμένος στην περιοχή Γρεβενών ο γερο-Ζιάκας, γι αυτό ίσως δεν συνδεόταν στενά με τη Λάκκα Σούλι, όπως ο Τόσκας. Επαφές βέβαια στην αρχή είχαν οι Ζιακαίοι με τους αρβανίτες του Σουλίου (Ζιάγκος 1989:22), αλλά μάλλον όχι ο γερο-Ζιάκας, του οποίου η γυναίκα ήταν πιθανώς Βλάχα ή ελληνόφωνη. Στα παιδιά του, γοητευμένος από την αίγλη της ελληνικής γλώσσας, της χριστιανικής θρησκείας ή απλώς πρακτικά σκεπτόμενος (Κολιόπουλος 2003:105), είχε φροντίσει να δώσει ελληνική παιδεία, οπότε αυτά είχαν ως πρώτη γλώσσα τα ελληνικά και δευτερευόντως τις άλλες που ακούγονταν στα Γρεβενά. Ο Γιαννούλας καλλιέργησε τα ιταλικά ως προέκταση πιθανώς της βλαχικής γλώσσας που εγνώριζε εκ μητρός ή ίσως από τη γυναίκα του, ο δε Θεόδωρος είχε παντρευτεί την κόρη του Νάσιου Μάνταλου, παλαιού ελληνόφωνου αρματολού των Χασίων (Κουτρούμπας 1976:81).

Πώς ακριβώς ονομαζόταν ο ήρωας, Ζιάκας ή Ζάκας; Στο διασωθέν αποτύπωμα της βούλας του Θεοδώρου Ζιάκα του 1828, ένα αστέρι με οκτώ ακτίνες (Παπαδόπουλος 1965:62), υπάρχουν τρία διαζώματα: στο επάνω γράφει «Θ[ε;]ΔΡ», στο μέσο «ζΑΚΑ» και στο κάτω 182[6;]». Αν αποκλειστεί η αγραμματοσύνη του κατασκευαστή της, τότε ο Θεόδωρος είχε δηλώσει ότι ονομάζεται Ζάκας. Οι ελληνόφωνοι κάτοικοι όμως της περιοχής, εκφωνώντας το ζ παχύ, τον αποκαλούσαν «ου Θόδουρους τ΄ Ζιάκα», οπότε γι’ αυτό τελικά επικράτησε το Ζιάκας αντί του επιθυμητού ίσως Ζάκας. Οι διασωθείσες βέβαια υπογραφές του από το 1854 και μετά, αν τις έβαζε ο ίδιος και δεν τις αντέγραφαν οι γραμματικοί του, διαβάζονται ως «Θε Ζηάκα», αλλά αυτό μπορεί να σημαίνει ότι ακούγοντας το επίθετό του συνεχώς ως Ζιάκας το είχε συνηθίσει.

Ληστές ή αστυνόμοι (αρματολοί ή ντερβεντζήδες), σωματοφύλακες, επιστάτες τσιφλικιών και γενικώς άνθρωποι των όπλων, πρόσφοροι σε κάθε ενοικίαση ή εμπλοκή είχαν διακριθεί οι Αρβανίτες, οι Αρβανιτόβλαχοι και οι Βλάχοι. Όσοι από αυτούς ήταν μωαμεθανοί τους είχαν περισσότερο εμπιστοσύνη οι Τούρκοι σε περιόδους κρίσης. Ο αρματολοί Συκαίοι ή Βλαχόπουλοι του Καρπενησίου και οι Βλαχαβαίοι στα Χάσια δεν επιτρέπουν καμιά αμφιβολία για την καταγωγή τους. Αρβανίτης ή αρβανίτικης καταγωγής ήταν ο «Τζιάρος Αλβανός» ή Τζιάρας στον Όλυμπο και ο «Γκέγκας» στην Κατερίνη που ξεχείμαζε κι αυτός στην Πάργα. Ο πατέρας του Κοζανίτη στρατιωτικού Νικολάου Κασομούλη είχε το προσωνύμιο Αρβανίτης ή Τσάμης (Κασομούλης χ.χ.:λη΄-θ΄) και σημερινά επίθετα όπως Λιάπης, Γκέκας ή Ντοβόλης δεικνύουν καταγωγές προγόνων και σπανίως ονομασίες λόγω συμπεριφοράς ή ομοιότητας. Αρβανίτικης καταγωγής ήταν και η φάρα των Μακραίων (Ενισλείδης 1996:187), τους οποίους εξολόθρευσαν οι Ζιακαίοι ως διεκδικητές του αρματολικού θώκου. Ο γερο-Ζιάκας συναισθανόταν προφανώς την αρβανίτικη καταγωγή του, όμως τα παιδιά του ομιλούσαν μόνον την ελληνική. Είχε ίσως επηρεαστεί από ξένους περιηγητές που θαύμαζαν κάθε τι αρχαίο ελληνικό ή ο ίδιος ήταν αρκετά έξυπνος, ώστε να αντιληφθεί ότι η ελληνική παρείχε περισσότερες δυνατότητες οικονομικής και κοινωνικής ανέλιξης;

Η επανάσταση του 1854
Ως τοποτηρητής των Τούρκων και ληστής χριστιανών θα περνούσε στην ιστορία ο Θεόδωρος Ζιάκας, αν δεν συμμετείχε στην επανάσταση του 1854, χάρη στην οποία εμβαπτίστηκε σε εθνικό αγωνιστή. Για την περίοδο αυτή κάθε ερευνητής έχει στη διάθεσή του και αρχειακό υλικό αλλά η οπτική της παρουσίασης κι ερμηνείας των γεγονότων δεν παύει να είναι διάφορη, όπως ακριβώς και κατά την εξέταση των προγενεστέρων φάσεων του βίου των Ζιακαίων. Πώς αξιολογούνται οι παραστάσεις των πρωτογενών πηγών και πώς παρενέβησαν σ΄ αυτές οι σύγχρονοι ιστοριογράφοι, θα εξεταστεί τώρα.[8]

Από το 1830 κι εντεύθεν μέρος των αλύτρωτων χριστιανών, ιδιαίτερα η ελληνόφωνη ελίτ της Ηπείρου και της Θεσσαλίας, διατελούσε υπό αναστάτωση, την οποία επέτειναν οι τουρκοκαπεταναίοι, εμφανιζόμενοι στα σύνορα με υποσχέσεις για αφειδή ένοπλη αρωγή. Λίγο μετά την έκρηξη του ρωσοτουρκικού πολέμου το 1853, οι Έλληνες εισέβαλλαν στη Θεσσαλία, την Ήπειρο και τη Μακεδονία. Ανάμεσά τους και τριακόσιοι άτακτοι που προήλθαν από τις φυλακές Χαλκίδας, (Κουτρούμπας 1976:44-6,57) κρατούμενοι προφανώς για φόνους, ληστείες, ζωοκλοπές και συναφή αδικήματα. Απ’ αυτούς ογδόντα κατατάχτηκαν στο σώμα που κατάρτισε ο Θεόδωρος Ζιάκας. Πόσοι άλλοι κατάδικοι, που είχαν βγει με βασιλική χάρη (Κολιόπουλος 1996:113,125,128), πόσοι ληστές, λιποτάκτες στρατιώτες ή απλοί πολίτες εντάχθηκαν στο σώμα του Ζιάκα και πόσοι παρόμοιοι βρίσκονταν σε άλλα τμήματα δεν έχει εξακριβωθεί. Σε όλες αυτές τις εισβολές στο τουρκικό έδαφος στο «στρατό του έθνους» (Κολιόπουλος 2003:136) οι ληστές καταλάμβαναν σημαντικό μέρος.

Το σχέδιο της εισβολής ήταν απλό: άνοιγμα τριών μετώπων κι αποκοπή των Τούρκων από τις πηγές εφοδιασμού με κατοχή των ορεινών διόδων, που εκτείνονταν από το Γράμμο ως τον Όλυμπο. Κι επιπλέον εξέγερση στη Χαλκιδική για να διαδοθεί περαιτέρω η επανάσταση. Τον τομέα από τη ΒΑ Πίνδο ως τα Χάσια ανέλαβε ο Θεόδωρος Ζιάκας. Ενώ όμως τα τμήματα που θα δρούσαν στη Θεσσαλία και την Ήπειρο είχαν τη δυνατότητα να ανεφοδιάζονται από την Ελλάδα, ο Ζιάκας που θα προχωρούσε στα ενδότερα θα έβρισκε δυσκολίες τόσο από την ξηρά όσο και από τη θάλασσα (Κολιόπουλος χ.χ.:486). Οπότε έπρεπε εφόδια και πυρομαχικά να ληφθούν απευθείας από τον εχθρό, να αγοραστούν με χρήματα ή να παρθούν από επιτόπιους πόρους.[9]

Η τετράμηνη πορεία του Σώματος του Θεοδώρου Ζιάκα από τη Λαμία ως το Σπήλαιο Γρεβενών το 1854, σημειωμένη με γαλάζιες στιγμές. Ο αριθμός 1 δηλώνει τη θέση όπου οι άνδρες του Ζιάκα διακρίθηκαν σε ενέδρα εναντίον ατάκτων Τουρκο-Αλβανών. Με το 2 το χωριό Σπήλαιο Γρεβενών όπου το Σώμα πολιορκήθηκε κι αναγκάστηκε να συνθηκολογήσει

  Ο Ζιάκας είχε λάβει υπ΄ όψιν το ζήτημα, κι αυτός ήταν ένας από τους λόγους που εκκίνησε στα τέλη του Φλεβάρη του 1854 υπολογίζοντας ότι χρειαζόταν δύο περίπου μήνες (πορείες, συμπλοκές, μάχες) για να φτάσει στα Γρεβενά. Αρχικά θα ανεφοδιαζόταν από την Λαμία μετά από επιτόπιες κατασχέσεις, ενώ σε έσχατη περίπτωση θα αγόραζε τρόφιμα ανοίγοντας το κεμέρι του, το οποίο μάλλον ενισχύθηκε, όταν επισκέφτηκε την Αθήνα. Στα τέλη όμως Απριλίου δεν θα υπήρχε απολύτως κανένα πρόβλημα, εφ΄ όσον νομάδες με χιλιάδες ζώα θα ανέβαιναν από τα χειμαδιά στους βοσκότοπους της Πίνδου. Εξασφαλισμένος τότε από τροφές, θα δημιουργούσε έμπεδα, στα οποία θα εκπαιδεύονταν νεοσύλλεκτοι, εθελοντές ή επιστρατευμένοι. Από εκεί θα εξορμούσε προς Όλυμπο και σε δεύτερη φάση προς Γράμμο (Κωφός 1992:447).

Προφανώς το σχέδιο ειπώθηκε προφορικά. Υπήρχε βέβαια στην Αθήνα κεντρική επαναστατική επιτροπή, αλλά η επικοινωνία με τα μαχόμενα τμήματα διεξαγόταν μάλλον αρκετά αργά. Σε μεγάλες επιχειρήσεις πρώτη φορά εμπλεκόταν ο κλέφτης Ζιάκας, συνηθισμένος να οδηγεί μικρές ομάδες, όπου ο καθένας ανέπτυσσε δική του πρωτοβουλία στη μάχη ή την αποχώρηση. Ήταν συνηθισμένος σε αιφνιδιαστικές ενέδρες και κρούσεις, ενώ τώρα έπρεπε να πολιορκεί στατικές δυνάμεις Τούρκων κι Αλβανών ή και να αμύνεται ο ίδιος για ώρες ή μέρες. Χρειαζόταν να προβλέπει, να σχεδιάζει, να διοικεί, να εφοδιάζει ένα πολυάριθμο Σώμα. Αν και οι άνδρες του διέθεταν όμοιες στολές κι οπλισμό (Κουτρούμπας 1976:70,91), δυσκολίες παρουσιάζονταν ως προς την ανομοιογένειά τους (Λαμπρίδης 1971:9Β/65) και καθώς αυτή δημιουργούσε ανασφάλεια, ο Ζιάκας ενώθηκε με τους ατάκτους γνωστού του από παλαιές καταδρομές (Αραβαντινός 1856:381), του πρώην ληστή Γεωργίου Καταραχιά.

Η έλλειψη συντονισμού φάνηκε στην πορεία και σ΄ αυτή οφείλονται προφανώς οι πρώτες ατυχίες των επαναστατών. Μια βδομάδα μετά την είσοδο των δυτικομακεδόνων οπλαρχηγών στο εχθρικό έδαφος, σε μια κρούση κοντά στο χωριό Άγιος Γεώργιος της Καρδίτσας τακτικός τουρκικός στρατός εισχώρησε στο στρατηγείο του καπετάν Ζιάκα, ο οποίος μόλις πρόλαβε τραυματισμένος ελαφρά να απομακρυνθεί εγκαταλείποντας το σακίδιο με την αλληλογραφία, το όπλο του, που οι Οθωμανοί για ευνόητους λόγους ισχυριζόταν ότι είχε ρωσική σφραγίδα και δεκατέσσερα κιβώτια πυρομαχικών, πολλά από τα οποία, σύμφωνα με τους Τούρκους, περιείχαν δηλητηριώδεις σφαίρες (Τόζης 1956:153 & Κουτρούμπας 1976:80-1,90).

Οι πρωτογενείς πηγές αγαπώνται από τους ιστορικούς γιατί αποτελούν πρώτης τάξεως υλικό. Αποπνέουν αμεσότητα, εκφράζουν πόθους, φόβο και την αγωνία των εμπλεκομένων. Παράλληλα διαθλώνται μέσα από το πρίσμα της πολιτικής επικοινωνίας ένα από τα πιο αποτελεσματικά μέσα ελέγχου, πίστης κι επιρροής. Οι Τούρκοι, όπως και οι Αγγλογάλλοι που τότε τους συνέδραμαν, επιθυμούσαν να καταδείξουν ρωσικούς δακτύλους στην επανάσταση του 1854, ενώ οι Έλληνες αρέσκονταν να υπενθυμίζουν ότι οι πληθυσμοί της Ηπειροθεσσαλίας είχαν κινηθεί αυτόβουλα εναντίον των Τούρκων για την πατρίδα και την πίστη όπως δήλωναν οι σχετικές προκηρύξεις που μοιράζονταν από τους επαναστάτες (Σούρλας 1932:71-2 & Βακαλόπουλος 1989:66).

Σε περιπτώσεις όπου κυριαρχεί η δύναμη και η βία οι ανοιχτές πεποιθήσεις των ανθρώπων εκφράζονται ελάχιστες φορές ανεξάρτητα. Φιλική στάση ως προς τα ελληνικά σώματα έδειχναν όσοι κάτοικοι δεν είχαν θιχτεί, ενώ επαμφοτερίζουσα μέχρι εχθρική εκδήλωναν αυτοί που είχαν απώλειες συγγενικών προσώπων ή υλικών αγαθών. Καθώς τα τουρκικά ποίμνια είχαν αποτραβηχτεί σε απρόσβλητες τοποθεσίες, έμεναν μόνο τα ελληνικά στη διάθεση των επαναστατών, αρκετοί από τους οποίους παρακινημένοι από ένστικτα πλουτισμού, καταστροφής ή και συμφέρουσας λογικής απαλλοτρίωναν όσα μπορούσαν. Εκατό χιλιάδες αιγοπρόβατα εισήγαγαν τότε στην Ελλάδα καπεταναίοι, όχι βέβαια για την επιμελητεία της Επανάστασης (Κολιόπουλος 1996:135). Όταν το 1854 οι Χασιώτες είχαν υποσχεθεί στους Τούρκους ότι θα συνελάμβαναν ή σκότωναν Έλληνες επαναστάτες που είχαν διεισδύσει στην περιοχή τους (Τόζης 1955:179), είναι βέβαιο ότι αυτό ακριβώς θα έπρατταν σε περίπτωση που οι Έλληνες διέπρατταν ασχήμιες ή οι Τούρκοι αποδεικνύονταν καταφανώς ισχυρότεροι. Η επιβίωση σπάνια υποτάσσεται σε γλώσσες, θρησκείες ή ιδεολογίες.

Η ενέδρα του Καρπερού
Και οι αντίπαλοι βεβαίως των Ελλήνων, ιδιαίτερα οι άτακτοι εθελοντές ή οι επιστρατευμένοι, στα ίδια πλαίσια έμελλε να κινηθούν. Επειδή όμως στα πεδινά υπήρχε (έστω κι ολιγάριθμη) τουρκική αστυνομία, εξ επαγγέλματος αντίθετη ή διστακτική στην ασύδοτη λαφυραγωγία, πεδίο άσκησης των πανάρχαιων παράπλευρων πολεμικών μεθόδων αποτέλεσε η απομονωμένη περιοχή των Χασίων με στόχο τα ποίμνια των νομάδων. Αυτούς ανέμεναν οι «αντάρτηδες»,[10] οι οποίοι με επικεφαλής τον ίδιο το Ζιάκα είχαν εμφανιστεί στη Δεσκάτη πριν από τον ερχομό των νομάδων (Σπανός 1991:78). Οι Τουρκο-Αλβανοί έπληξαν, όπως αναμενόταν, ένα καραβάνι Βλάχων, αλλά έπεσαν μετά σε ενέδρα των ανδρών του Ζιάκα χάνοντας ό,τι είχαν κερδίσει. Πρόκειται για τη «μάχη της Φυλλουργιάς», που απέκτησε αργότερα μυθικές σχεδόν διαστάσεις στην τοπική ιστοριογραφία.

Την σύγκρουση κατέγραψαν οι πρεσβευτές της Αυστρίας. Ένας ανέφερε ότι στο χωριό Βερδικούσια Ελασσόνας 1200 Γκέκηδες αποτελείωσαν 69 οικογένειες Βλάχων νομάδων. Αλλά οι τελευταίοι ζήτησαν την προστασία του Ζιάκα, που ήταν τρεις ώρες μακριά, κι αυτός τους νίκησε ολοσχερώς (Βακαλόπουλος 1989:72). Ο επόμενος ήταν πιο αναλυτικός: τους νομάδες επισκέφτηκαν προς  νόμιμο έλεγχο οι εφοριακοί της τουρκικής εξουσίας συνοδευόμενοι από ατάκτους Αλβανούς, αλλά όταν αυτοί αποσύρθηκαν, 350 Τουρκομάνοι ιππείς όρμησαν εναντίον νομάδων κι αιγοπροβάτων πληγώνοντας 150 άνδρες κι αρπάζοντας γυναίκες και ζώα. Τρεις ώρες μακριά από τα Γρεβενά οι ιππείς, ενωθέντες με τους ατάκτους Αλβανούς, ηττήθηκαν σοβαρά από το σώμα του Ζιάκα, 200 τα θύματα. Οι επαναστάτες επέστρεψαν τα λάφυρα στους δικαιούχους και κατέφυγαν στο Σπήλαιο Γρεβενών, όπου επί τρεις μέρες πολιορκούμενοι φόνευσαν 600 Τούρκους (Σούρλας 1932:103,114-7). Οι αριθμοί των νεκρών είναι φυσικά απίθανοι και, αν δεν έγιναν λάθη στις μεταφράσεις, οφείλονται στις αντιθέσεις μεταξύ των Αυστριακών και Αγγλογάλλων που συμπολεμούσαν με τους Τούρκους. Επιπλέον η επίθεση εναντίον των νομάδων δεν είχε γίνει μέσα στη Βερδικούσια, αλλά έξω από αυτή προς το μέρος της Δεσκάτης.

Αναδημοσιεύτηκε πολλές φορές σημείωμα ιερωμένου, ο οποίος εμπλέκει δέκα κατοίκους του χωριού Δίλοφος Βοΐου στη «μεγάλη μάχη» μεταξύ «επαναστατήδων» και «Αλβανών και Γκέκηδων» στο χωριό Καρπερό των Χασίων, όπου σκοτώθηκαν 5 και τραυματίστηκαν 15 Έλληνες (Τσιάρας 1968:265-8). Με τους επαναστάτες συνέπραξαν και κάτοικοι της επαρχίας Τσιαρτσιαμπά Κοζάνης, όπως μέλος της οικογένειας Σολάκη ή Τσιαρίδα από την Αιανή (Καλλιανιώτης 1990) και ομάδα από την πόλη της Κοζάνης, ανάμεσα στους οποίους βρισκόταν κι ο Μάρκος Σιακαβάρας, θεωρηθείς υπαρχηγός του Ζιάκα» (Λιούφης 1924:34,104), εθελοντής ιλλυρικής καταγωγής. Με το μέρος των Τούρκων στη σύγκρουση στο χωριό Δήμητρα είχαν λάβει μέρος 400 Κούρδοι (Γουναρόπουλος 1872:491), προφανώς οι αναφερόμενοι Τουρκομάνοι ιππείς.

Αυτόπτες Βλάχοι μάρτυρες, μικρά παιδιά τότε, είχαν τις δικές τους απόψεις για τα γεγονότα, με τόσες όμως ειπωμένες παραλλαγές, που δύσκολα δύο Εγγλέζοι αρχαιολόγοι ωτακουστές των μπόρεσαν να προσαρμόσουν σε μία. Σύμφωνα μ΄ αυτούς οι Βλάχοι, φερόμενοι «σαν επαναστάτες, πράγμα που μερικώς ήταν αλήθεια», δυσκόλεψαν τους Τούρκους που είχαν έρθει από τα Γρεβενά με τη συνοδεία κουρδικού ιππικού για να λάβουν τα συνήθη διαπύλια των κοπαδιών, οπότε οι ιππείς άρχισαν να λαφυραγωγούν πυροβολώντας με αποτέλεσμα να χαθούν 80 νομάδες. Την «επομένη» μέρα έφτασε ο Ζιάκας και σε μια «αψιμαχία» με τους Τούρκους έχασε «μερικά παλικάρια» (Wace –Thompson χ.χ.:155-6). Είναι φανερό ότι ύστερα από μισόν αιώνα τα γεγονότα είχαν αρχίσει να ξεχνιούνται ή να παραποιούνται στην προφορική μνήμη. Οι Εγγλέζοι τη συμπλοκή του Καρπερού την μνημόνευσαν ως «αψιμαχία», είτε διότι η πατρίδα τους ήταν αντίθετη στο κίνημα του 1854 είτε επειδή κανένας Βλάχος πληροφορητής των δεν συμμετείχε σ’ αυτή.

Τι είχε πράγματι συμβεί; Το σημείωμα του Διλόφου θεωρείται ότι γράφτηκε το 1864, ίσως όμως συντάχθηκε ολόκληρο μετά το 1912 καθώς, αν έπεφτε στην αντίληψη των Τούρκων, οι ονομαζόμενοι θα είχαν προβλήματα. Αν οι Διλοφίτες δέχτηκαν να στρατευτούν εθελοντικά ή όχι δεν είναι εξακριβωμένο, διότι από παλιά οι κάτοικοι του χωριού, ιδιαίτερα όσοι διέθεταν μεταφορικά ζώα, υποχρεώνονταν σε «αγγάρειες» κατά τη διάρκεια πολεμικών επιχειρήσεων (Τσιάρας 1968:263,267) επί μισθώ ή απλήρωτες (Ενισλείδης 1996:184/135). Πάντως ένας απ’ αυτούς, ο Κώστας Κωσταβέλης, γιος μετανάστη στην Κωνσταντινούπολη, οικοδόμου προφανώς, συνάγεται ότι ήταν ο μοναδικός βεβαιωμένος εθελοντής – ο συντάκτης της ενθύμησης τον αποκαλεί «αντάρτη»,. Έτερος συμμετέχων, ο Νικόλαος Κουκόλης, κατέφυγε έκτοτε στην Ελλάδα, ίσως επειδή τραυματίστηκε στο Καρπερό και δεν μπορούσε να επιστρέψει στο χωριό του. Δεν είναι όμως σίγουρο πως ήταν μόνιμος αντάρτης.

Φωτογραφία τραβηγμένη από θέση του Σπηλαίου μερικές δεκάδες μέτρα ανατολικά του υψώματος Τσιουτσιουλιάνους. Με τους αριθμούς 1-5 σημειώνονται τα πιθανά φυλάκια του Σώματος Ζιάκα κατά την πολιορκία του χωριού από τουρκικό στρατό κι Αλβανούς ατάκτους το Μάιο του 1854 -ο αριθμός 2 δηλώνει τη θέση Χούν(η) Χαρβάλ(η). Το μόνο ομαλό μέρος από το οποίο μπορούσαν να διεισδύσουν μαζικά οι Τουρκο-Αλβανοί, η τοποθεσία Αρβόλια, επιζωγραφίστηκε με το κόκκινο βέλος

Η επίσκεψη των εφοριακών της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας έλαβε χώραν μάλλον κοντά στο χωριό Δασοχώρι Δεσκάτης μόλις τα ποίμνια μπήκαν στα Χάσια. Πιο πριν είχαν προσέλθει στην ίδια περιοχή ο Νικόλαος Βλαχάβας (Σούρλας 1932:179) κι ο Ζιάκας. Για την προστασία τους αλλά και για τη συνοδεία των ζώων, τα οποία θα παρακρατούσαν οι εφοριακοί, έφεραν μαζί τους Αλβανούς ατάκτους, οι οποίοι πιθανώς είχαν συνεννοηθεί από πριν με τους Τούρκους ιππείς για την επίθεση. Οι νομάδες, παρόλο που μερικοί ήταν οπλισμένοι, ήταν φυσικό να ηττηθούν με απώλειες. Τα γεγονότα έμαθε ο παρακείμενος Ζιάκας κι έστησε μία κλιμακωτή ενέδρα για να αντιμετωπίσει τον αριθμητικά ισχυρότερο εχθρό, που αποχωρούσε αργά με τα λάφυρα. Λίγο έξω από το εγκατελειμένο σήμερα χωριό Ελάφι, οικισμό του Καρπερού, τοπικός ερευνητής (Λιόλιος 1982:95) μνημονεύει τα τοπωνύμια στου «Θόδουρου Ζιάκα» και «Σκουτουμέν(οι). Οπότε εκατέρωθεν της συμβολής των δασωμένων υψωμάτων Μακροβούνι και Δώδεκα Απόστολοι (ΓΥΣ χ.χ.) είχε στηθεί μάλλον η ενέδρα. Τα θύματα από την πλευρά των Ελλήνων ανταρτών φανερώνουν ότι ή δεν είχε εκπονηθεί ρωμαλέο σχέδιο μάχης ή οι εμπλεκόμενοι δεν διέθεταν τις δυνατότητες ή την επιθυμία να το εφαρμόσουν ως έπρεπε. Η πως πράγματι έλαβε χώραν σκληρή μάχη, γι αυτό οι Τουρκο-Αλβανοί παρουσιάζονται να έχουν αρκετές απώλειες, όμως αρκετά εξογκωμένες.

Έπειτα ο Ζιάκας, καταδιωκόμενος από τους Τούρκους και κωφεύοντας στις εκκλήσεις των επαναστατών της Θεσσαλίας να κλείσει την οδό της Κατάρας Μετσόβου, από όπου αναμένονταν να περάσει τουρκικός στρατός (Παπαϊωάννου 1981:41), αποσύρθηκε στο ορεινό χωριό Σπήλαιο, το μόνο που διέθετε φυσικά προτερήματα άμυνας, καθώς ήταν προσβάσιμο μόνο από τη θέση Αρβόλια,  στη ΝΔ πλευρά. Στην αρχή οι πολιορκούμενοι, εξ αιτίας του εδάφους, αντέκρουαν με επιτυχία τις επιθέσεις, αλλά έπειτα από ελλείψεις πυρομαχικών, όπως άδουν άσματα της εποχής (Κακαφίκας 1995:118-9), και ανεπίστρεπτες προωθήσεις των Τούρκων πείστηκαν από ξένους προξένους να αποσυρθούν κατόπιν ειδικής εκεχειρίας στην Ελλάδα. Η αποχώρηση έλαβε χώραν μέσω της ορεινής Πίνδου και μαζί ακολούθησαν κάτοικοι του χωριού και γυναικόπαιδα από τα Βλαχοχώρια που δεν επιθυμούσαν να βρίσκονται εντός των επιχειρήσεων. Όταν η κατάσταση ηρέμησε, επέστρεψαν όλοι εκτός από τους επαναστάτες που είχαν εκτεθεί. Φυσικά, ο αριθμός των Τούρκων νεκρών που ανάφερε ο Αυστριακός πρόξενος είναι υπερβολικός για τους λόγους που έχουν ήδη αναφερθεί.

Το κίνημα του 1854 είχε αποτύχει, αλλά χάρη σ΄ αυτό ο ανιψιός του Θεόδωρου Νικολάκης, που έλαβε ενεργά μέρος, τιμήθηκε ως ταγματάρχης (Κανδηλώρος 1929:211) και προφανώς χάρη σ’ αυτό το κίνημα είχε λάβει κτήματα στο Αχλάδι της Λαμίας.

Οι προπολεμικοί ιστοριογράφοι: 1924 -1940
Ο Κοζανίτης φιλόλογος Παναγιώτης Λιούφης (1924:103-4) ανέπτυξε την αφήγηση του Γουναρόπουλου για τη συμπεριφορά των Κούρδων εθελοντών στην Κοζάνη του 1854. Επηρεασμένος από τα δημοτικά τραγούδια, θεώρησε ότι είχαν ηττηθεί από τον Ζιάκα και το «μέγα Σπήλαιον», χωριό που μάλλον δεν είχε επισκεφτεί. Συνεισέφερε στη σχετική ιστοριογραφία αναγράφοντας ονόματα Κοζανιτών εθελοντών στην επανάσταση του Ζιάκα. Ο ελαιογραφημένος πίνακας του Ζιάκα, αναρτημένος στα γραφεία της κοινότητας Γρεβενών το 1926 (Ελλαδίτης 1933:97), ίσως το 1927 διότι τότε μετονομάστηκε η Τίστα σε Ζιάκας, οφείλεται μάλλον σε παρακίνηση από την πληροφορία του Λιούφη, αλλά και στις ιστορικο-λαογραφικές διαλέξεις που λάβαιναν χώραν στην πόλη των Γρεβενών με την αρωγή του τοπικού Μητροπολίτη (Ενισχλείδης 1996:6). Η εικόνα του Ζιάκα ήταν απαραίτητη.

Το επόμενο έτος 1927 οι οικισμοί των Γρεβενών απέκτησαν νέες ονομασίες απεμπολώντας τις παλαιές τουρκικές ή σλαβικές. Το χωριό «Σπίλιου», θεωρηθέν Ως παραγόμενο από την λέξη σπήλαιο, μετονομάστηκε σε Σπήλαιο, παρόλο που βρίσκεται σε ορεινό διάσελο. Το διπλανό χωριό Τίστα, σλαβικής προφανώς ετυμολόγησης, ονομάστηκε «Ζάκας» ή «Ζιάκας» (Στοιχεία 1961:174-5), όνομα υπαρκτό στα τοπικά τραγούδια και τις διηγήσεις, αφού ο Ζιάκας δύο φορές είχε πολεμήσει στο κοντινό χωριό «Σπίλιου». Ήταν μεγάλη τιμή για τον κλέφτη και μετέπειτα επαναστάτη Ζιάκα, που έβγαινε σιγά σιγά από την αφάνεια της προφορικότητας δίνοντας το επώνυμό του σε χωριό. Στην Αθήνα όπου κυρώθηκε η νέα ονομασία κανένας δεν αποφάσιζε αν θα γράφεται η Τίστα Ζιάκας ή Ζάκας, οπότε δόθηκαν και τα δύο ονόματα.

Η μετονομασία της Τίστας παρακίνησε κατοπινές έρευνες για τον ήρωα. Ο Αθηναίος «ιστορικός συγγραφεύς» Τ. Κανδηλώρος (1929:211) έβγαλε πρώτος στο φως τις αιτήσεις των Ζιακαίων. Ανέφερε ότι ο Γιαννούλας ετοίμαζε το 1821 επανάσταση στα Γρεβενά, προδόθηκε όμως από «τουρκίζοντες προεστούς» και φονεύτηκε -το σχήμα αυτό δείχνει περισσότερο τις αντιθέσεις στρατιωτικών και πολιτικών παρά την αλήθεια. Έγραψε ακόμη ότι ο αρματολός Θεόδωρος Ζιάκας βγήκε στα βουνά το 1828 και το 1830 ως τρόμος των Τούρκων, χωρίς όμως να διευκρινίζει τη δράση του. Τα νέα στοιχεία, που παρέθεσε, ήταν ότι στο μητρώο προμάχων του Μεσολλογγίου υπήρχε μνεία του διπλώματος χιλιαρχίας που δόθηκε «τιμητικώς» στον Γιαννούλα Ζιάκα, μαρτυρία την αλήθεια της οποίας δεν πιστοποίησε έκτοτε κανείς. Αμφέβαλλε πλαγίως για τη συμμετοχή του γερο Ζιάκα  στην επανάσταση του Βλαχάβα, αφού τα 40 χρόνια που απέχουν μεταξύ τους τα δύο κινήματα δεν γεφυρώνονται εύκολα με τη δράση ενός προσώπου. Η εικόνα των Ζιακαίων ήταν κλασικά ηρωική, καθώς δεν διάβασε ή δεν πίστεψε τον Αραβαντινό και το Λαμπρίδη ούτε βέβαια τα ληστρικά δημοτικά τραγούδια.

Το επόμενο έτος ο Αθηναίος «λογογράφος» Γεώργιος Κορομηλάς (1930:47) παρέθεσε νέα στοιχεία χωρίς να τα τεκμηριώσει. Κάλυψε το χάσμα των ετών γράφοντας ότι ο κλέφτης Ζιάκας των Ορλωφικών ήταν πατέρας του κλέφτη Ζιάκα που έλαβε μέρος στο κίνημα του Βλαχάβα και πως μετά ο τελευταίος Ζιάκας προσκύνησε τον Αλή Πασά λαμβάνοντας το αρματολίκι. Ότι ο γιος του τελευταίου Γιαννούλας μυήθηκε στη Φιλική Εταιρία αλλά «μεμονωμένως» εργαζόμενος για κίνημα το 1821 προδόθηκε. Έγραψε ότι το δίπλωμα της χιλιαρχίας το έλαβε το 1825 για να βοηθήσει στο Μεσολόγγι αλλά τελικά δεν πήγε, διότι οι Τούρκοι προσέθεσαν τα Ζαγόρια στο αρματολίκι του. Επίσης ανέφερε ότι ο Θεόδωρος δεν αναγνωρίστηκε ποτέ ως αρματολός κι αφού εκδικήθηκε τους εχθρούς του «εξηκολούθησεν επαναστατικόν αγώναν εις Μακεδονίαν». Κατέληξε δε ότι ο Θεόδωρος σκοτώθηκε στο χωριό Σπήλαιο κατόπιν προδοσίας. Το μόνο αρνητικό στοιχείο για την ηρωική εικόνα του Θεοδώρου Ζιάκα ήταν η παραδοχή ότι επί χρόνια διήγε διήγε «ληστρικόν βίον».

Η μετονομασία της Τίστας Γρεβενών σε Ζιάκα επηρέασε τον επόμενο ιστοριογράφο της οικογένειας, τον δημοσιογράφο Δημήτριο Γκαβανά, κάτοικο Κοζάνης. Με το ψευδώνυμο Ελλαδίτης (1933:95-7) ασχολήθηκε με την ιστορική οικογένεια -το ίδιο άρθρο δημοσίευσε 21 χρόνια αργότερα στην εφημερίδα του. Βασίστηκε σχεδόν τυφλά στους δύο αναφερόμενους, αλλά φαίνεται ότι είχε διαβάσει και γενική ιστορία. Έγραψε πρώτος ότι από την «Τίστα» κατάγονταν οι Ζιακαίοι. Ισχυρίστηκε πως ο Γιαννούλας που ξεσήκωσε όλη την Πίνδο είχε «συχνήν αλληλογραφίαν» με τους «Κυβερνήτας του Ελληνικού Κρατιδίου», λησμονώντας προφανώς ότι αυτό δεν είχε τότε δημιουργηθεί. Πρόσθεσε ακόμη ότι εχθροί της οικογένειας Ζιάκα ήταν «τούρκοι και βλάχοι». Συμπλήρωσε έπειτα ότι ο Ζιάκας κλείστηκε στο μοναστήρι του «Μεγάλου Σπηλαίου» αλλά έμεινε από τρόφιμα κι όχι από πολεμοφόδια και πως βγήκε σώος χάρη στον πρόξενο της «Ρωσσίας». Έγραψε τέλος ότι ο Ζιάκας έλαβε μέρος ως οδηγός στον ελλληνοτουρκικό πόλεμο του 1897 ζώντας έκτοτε στη Λαμία.

Φυσικά ο Γκαβανάς δεν τεκμηρίωσε τίποτα, αλλά πρόσθεσε ακόμα πιο δυνατές ηρωικές πινελιές στην εικόνα των Ζιακαίων. Θεώρησε ότι όσοι τους πρόδωσαν ήταν αλλόφωνοι, Τούρκοι και Βλάχοι, και πραγματικά οι πρώτοι τον απεχθάνονταν, διότι αμφισβητούσε την εξουσία τους. Τους Βλάχους τούς θεώρησε προδότες προσπαθώντας να ερμηνεύσει τα άσματα που αναφερόταν στις ληστρικές επιθέσεις των Ζιακαίων εναντίον βλάχικων χωριών αλλά και διότι πράγματι ορισμένοι από τους Μετσοβίτες πρόσφεραν την αρωγή τους στους Τούρκους εναντίον των Ελλήνων επαναστατών τον Απρίλη του 1854 (Σούρλας 1932:102). Ο Γκαβανάς λάθεψε με το έτος 1897, αντί του ορθού 1878, περίοδο που είχαν κινηθεί επαναστάτες στη Μακεδονία, αφού ως δημοσιογράφος δεν γνώριζε καλά το κίνημα του 1878 -ένας λόγος ήταν ότι τότε αυτό δεν είχε ακόμα μελετηθεί ή διαφημιστεί.

Ο νεαρός δάσκαλος Ζαχαρίας Δρόσος (1938:125-8) από τον Άγιο Γεώργιο Γρεβενών συνέγραψε τον Σεπτέμβρη του 1937 μια λιτότατη αναφορά για τους Ζιακαίους. Δεν προσέθεσε όμως κάτι επιπλέον. Για την ακρίβεια ισχυρίστηκε ότι ο Θεόδωρος Ζιάκας έδρασε για «αρκετά έτη 1850 -1860». Αποδέχτηκε ότι οι Ζιακαίοι ήταν από την Τίστα, είτε για να συμπλεύσει με τον Γκαβανά, ιδιοκτήτη του εντύπου, είτε για να διασκεδαστούν οι βάσιμες υποψίες ότι ο ίδιος επαφιόταν με τον κομουνισμό -πράγματι μετέπειτα ανέλαβε κομματικός γραμματέας μονάδας του ΕΛΑΣ Καστοριάς. Φαίνεται όμως ότι στην επιλογή του άρθρου του ο επηρεάστηκε από τον Ιωάννη Βασδραβέλλη, βλαχικής μάλλον καταγωγής 37χρονο συγγραφέα, ο οποίο από το Μάρτη του 1937 άρχισε να δημοσιεύει στις εφημερίδες κείμενα σχετικά με τους κλεφταρματολούς της Μακεδονίας.

Ο Ιωάννης Βασδραβέλλης από τη Βλάστη Κοζάνης, στύλος της Εταιρείας Μακεδονικών Σπουδών, φοίτησε νομικά και οικονομικά, αλλά εισήλθε με θέρμη στο στίβο της Ιστορίας. Ένα από τα πρώτα του έργα κρίθηκε ως «η πρώτη σοβαρή επιστημονική έρευνα πάνω στο παμβαλκανικό αυτό πρόβλημα» (Τσιάρας 1971:426). Επρόκειτο μάλλον για υπερβολή, αφού φάνηκε αρκετά «απελευθερωμένος» έως απρόσεκτος σε βασικούς κανόνες της ιστορικής επιστήμης. Ανοίγοντας πανιά μέσα στον δυνατό άνεμο της δικτατορίας Μεταξά πάσχισε να αποδείξει ότι οι Μακεδόνες συμμετείχαν ενεργά σε όλους τους αγώνες του Έθνους. Πυρήνας αυτών ήταν η «ορεινή λεβεντιά», όσοι δηλαδή εξ αιτίας της τουρκικής κατάκτησης διασκορπίστηκαν «εις τα απρόσιτα όρη του Ολύμπου, του Βερμίου, του Σινιάτσικου, Γρεβενών και της Πίνδου» μένοντας έκτοτε ελεύθεροι (Βασδραβέλλης 1937:9). Το ατεκμηρίωτο αυτό σχήμα επαναλαμβάνουν έκτοτε με ιστοριογράφοι,[11] χωρίς να συνυπολογίσουν πως οι «λεβέντες» κτηνοτρόφοι των ορέων ζούσαν τον περισσότερο καιρό, για την ακρίβεια εφτά μήνες, στα πεδινά χειμαδιά κάτω από τον έλεγχο των Τούρκων. Τέτοιου είδους λατρεία των ορεινών προϋποθέτει ότι οι Τούρκοι ήταν πνευματικά ανάπηροι, αφού δεν γνώριζαν την ύπαρξη των αναφερόμενων ορεινών χωριών. Το σχήμα παλαιότερα στόχευε στην άρση της ανασφάλειας των διανοούμενων του ελληνικού κράτους ως προς την υπόσταση των αλλοφώνων κατοίκων των ορεινών, Βλάχων, Αρβανιτών ή Σλαβομακεδόνων, τους οποίους προσπαθούσαν μέσω κολακειών να σύρουν προς το μέρος της Ελλάδας. Σήμερα η επανάληψή του υπηρετεί άλλους, πιο πρακτικούς σκοπούς, μερικοί εκ των οποίων έχουν αναφερθεί.

Οι ιστορικές ακροβασίες του συγγραφέα χωρίς δίχτυ ασφαλείας από κάτω δεν είναι λίγες. Έχοντας ως βασικές πηγές εγκυκλοπαίδειες συμπλήρωσε ότι ο καπετάν Τότσκας «απελευθέρωσε» για πολλά χρόνια την περιοχή Γρεβενών από τους Τούρκους. Έπειτα ότι ο «Γερω –Ζιάκας» συναντήθηκε με πράκτορα της Ρωσίας στην Ακαρνανία και πολέμησε τους Τούρκους στην Πελοπόννησο κατά τη διάρκεια των Ορλωφικών. Γιος του υπήρξε ο «Ζήκος» που συνεργάστηκε με το Βλαχάβα στον «Όλυμπο» κι «ανιψιός» του γερο-Ζιάκα ο Γιαννούλας, γεννημένος στο «Μακρυνόρος». Οκτώ χρόνια αργότερα, μεσούντος του κυρίως Εμφυλίου Πολέμου, ο συγγραφέας αποδέχτηκε ως τόπο γέννησης του Γιαννούλα την Τίστα, επιδιώκοντας προφανώς να στηρίξει το κράτος. Για το Γιαννούλα πάλι πρόσθεσε ότι υπηρέτησε στο γαλλικό στρατό του Μεγάλου Ναπολέοντος στην Ιταλία, γι αυτό ομιλούσε ιταλικά και γαλλικά (Παπαϊωάννου 1940:181).

Η υπογραφή του Θεοδώρου Ζιάκα σε επιστολή του 1854 που τελειώνει με την έκφραση «ως αδελφός». Εξ επαγγέλματος άνθρωπος των όπλων ο Ζιάκας δεν είχε ιδιαίτερες επαφές με τα γράμματα

Συνέχισε ότι ο αρματολός Γιαννούλας ήταν «επίλεκτο» μέλος της Φιλικής Εταιρίας και μάλιστα ο επίσημος αντιπρόσωπός της στα Γρεβενά, το ίδιο κι ο «αδελφικός του φίλος» Απόστολος Κυρίμης. Ο Γιαννούλας διέδωσε την επανάσταση του 1821 σε «όλη» τη Δυτική Μακεδονία και διεξήγε «ομηρικές μάχες» με τους Τούρκους. Με 400 παλικάρια αποδεκάτισε στο χωριό Περιβόλι 1500 Γκέκηδες που επέστρεφαν στα Ιωάννινα το 1822, αφού πρώτα είχαν καταστρέψει τα χωριά των Γρεβενών και του Βοΐου και παρομοίως αντιμετώπισε τον «Πεχλιβάν Μπαμπά πασά» που με 5000 στρατό ήρθε εναντίον του χωρίς όμως να μπορέσει να «καταστείλει την επανάσταση του Ζιάκα». Στην εμπλοκή επενέβη όμως ο Χουρσίτ που είχε «παλιά γνωριμία» με το Ζιάκα» και οι εχθροπραξίες σταμάτησαν. Αμέσως μετά ο Κυρίμης με 75 αρματολούς -αργότερα ανέβασε τον αριθμό σε 250- κατέβηκε στο Μεσολόγγι με αποτέλεσμα ο Γιαννούλας να λάβει δίπλωμα χιλίαρχου «στη Λαμία» (Βαδραβέλλης 1937:13-4 & 1940γ:522 & 1940α:8,182,218 & 1948:28).

Ο Βασδραβέλλης ανήκει σε ιστοριοδίφες που κατέχοντες ανώτερη διοικητική θέση έγραφαν σε σίγουρες εποχές χωρίς ενδοιασμούς τεκμηρίωσης ή αντιρρητικές προσμονές. Θεωρούσε τον Γιαννούλα Ζιάκα πολεμιστή του γαλλικού στρατού πριν γίνει αρματολός των Γρεβενών, παρόλο που ο Γιαννούλας είχε αναλάβει 16χρονος το θώκο του ντερβεντζή της ΒΑ Πίνδου. Όταν του ζητήθηκαν κάποτε οι πηγές του, απάντησε αόριστα ότι είχε αντλήσει από την «τοπική παράδοση της Δυτικής Μακεδονίας» (Βασδραβέλλης 1940α:8 & 1948:23). Ποιος είχε θάρρος όμως και γνώση να αντικρούσει τις απόψεις του; Με προσόντα την άμεση πολιτική και κοινωνική σύμπλευση αναδείχτηκε οδηγός των κατοπινών, εκπαιδευτικών επί το πλείστον, ιστοριοδιφών, οι οποίοι έγραφαν έξω από τον κοπιώδη κι απαιτητικό στίβο της ιστορικής επιστήμης. Σε πρόσφατο π.χ. καλογραμμένο έργο του Απόστολου Παπαδημητρίου (2002:320), κατοίκου Κοζάνης και φιλίστορα, δείχτηκε σέβας προς τις απόψεις Βασδραβέλλη, αφού παραδίδεται πως ο γερο-Ζιάκας «κατευθύνθηκε» στην Πελοπόννησο για να λάβει μέρος στο κίνημα του 1770. Το ρήμα «κατευθύνθηκε» δήλωνε μάλλον ότι στο ζυγό της αποδοχής ή της άρνησης της πληροφορίας, που είχε ληφθεί από τον Βασδραβέλλη, η άρνηση κέρδιζε κατά μερικά γραμμάρια.

Οι φιλόλογοι: 1939 -1996
Ο φιλόλογος Μιλτιάδης Παπαϊωάννου από τον Έλατο Γρεβενών ασχολήθηκε με τους Ζιακαίους για ευρύ χρονικό διάστημα. Είναι ένας από τους βασικούς βιογράφους τους. Την πρώτη του εργασία έστειλε από τα Γρεβενά το 1939 σε έντυπο της Θεσσαλονίκης, ενώ ακολούθησαν άλλες δύο, όμοιες σχεδόν μεταξύ τους, το 1961 και το 1981. Στο πρώτο του έργο για τους Ζιακαίους διστάζοντας κι αγωνιών επικαλέστηκε ως πηγή των γενικών γεγονότων τον Κωνσταντίνο Παπαρρηγόπουλο. Από τις υπόλοιπες ανέγνωσε τον Κορομηλά και το Βασδραβέλλη αμελώντας ή αγνοώντας (προ)υπάρχουσες. Άντλησε από τα τοπωνύμια και την «πλουσία» προφορική παράδοση, χωρίς αρχικά να αναφέρει ονόματα πληροφορητών. Φαίνεται ότι επισκέφτηκε το χωριό Σπήλαιο, όπου με τη βοήθεια εντοπίου επιτελικού αξιωματικού, αν δεν είχε χρηματίσει πρότερα ο ίδιος, χάραξε το σχέδιο της πολιορκίας του 1854. Εν κατακλείδι δημοσίευσε ενθύμηση, η οποία μνημόνευε τη φυγή των κατοίκων του Σπηλαίου στη Λαμία το Μάιο του 1854 και την επιστροφή τους έπειτα από δύο μήνες στον γενέθλιο τόπο (Παπαϊωάννου 1940:179-90).

Επέκτεινε τους αγώνες των Ζιακαίων για «το έθνος» ακόμη περισσότερο, προσδιορίζοντάς τες από το 1675 ως το 1900. Προσπαθώντας να εξηγήσει την παλαιότερη ύπαρξη εβδομαδιαίου παζαριού στο Μαυρονόρος, χωριού απέχοντος δύο ώρες μακριά των Γρεβενών, έγραψε ότι οι Ζιακαίοι, που κατάγονταν από το Μαυρονόρος κι εκεί διατηρούσαν μάλιστα την έδρα του αρματολικιού τους, είχαν συντελέσει στη δημιουργία και ανάπτυξη του πανηγυριού προστατεύοντας εμπόρους κι επισκέπτες από ληστές και Αρβανίτες επιδρομείς, ενδιαφέρουσα ιδέα για την  εξήγηση της λειτουργίας του πανηγυριού. Αλλά πιθανόν το πανηγύρι δημιουργήθηκε εκεί καθώς το Μαυρονόρος βρισκόταν κοντύτερα στα Βλαχοχώρια από ότι τα Γρεβενά. Βέβαια, το γεγονός ότι οι Ζιακαίοι ήταν καπετάνιοι στο αρματολίκι έρχονταν σε σιωπηρή σύγκρουση με το έργο του Κασομούλη που κι αυτό είχε εκδοθεί το 1940. Όντας ο συγγραφέας απομονωμένος στα Γρεβενά δεν είχε διαβάσει τον Κασομούλη ή απέφυγε να τον μνημονεύσει, αφού ως επιπλέον πηγή γεννούσε παρά έλυνε ιστορικά προβλήματα;

Η θέση του Σπηλαίου «στ΄ς Ζιάκινας ν΄ κουπριά» παρακίνησε το συγγραφέα να δεχτεί ότι οι Ζιακαίοι μετοίκησαν από το Μαυρονόρος στο Σπήλαιο, «επιβουλευόμενοι» από τους Τούρκους. Παρόμοια τοπωνύμια όμως υπάρχουν και σε άλλα μέρη, π.χ. «το ταμπούρι του Ζιάκα», το «κάστρο του Ζιάκα». Ή το «οχυρό Ζιάκα» (Πίνδος 2002:C1/2) το οποίο βρίσκεται βορείως της ορεινής κοιλάδας Βάλια Κάλντα, ανάμεσα στη Βωβούσα και το Περιβόλι. Ακόμη στο πεδινό χωριό Ελάφι των Χασίων. Οπότε κι εκεί θα μπορούσε κανείς να τοποθετήσει τον γενέθλιο ή τον τόπο κατοικίας των Ζιακαίων. Το Σπήλαιο προφανώς προτιμήθηκε ως τόπος κατοικίας, επειδή οι Ζιακαίοι είχαν αποκλειστεί δύο φορές εκεί από τους Τούρκους. Αλλά Ζιάκας ονομάστηκε η Τίστα κι όχι το Σπήλαιο, οπότε η μετονομασία δυσχεραίνει αντί να απλοποιεί το ζήτημα της καταγωγής.

Πρωτόπειρος τότε στη συγγραφή δεν αρνήθηκε τις απόψεις Βασδραβέλλη κι αποδέχτηκε ότι ο «Γέρω Ζιάκας» πολέμησε με «400 Μακεδόνες» εναντίον των Τούρκων στην Πελοπόννησο, όπως και ότι ο Γιαννούλας είχε υπηρετήσει στο γαλλικό στρατό. Σε αδιέξοδο μάλλον ευρισκόμενος σιώπησε για την υποτιθέμενη συμμετοχή του γερο-Ζιάκα και στην επανάσταση του Βλαχάβα, αφού αν αποδεχόταν ότι το ίδιο πρόσωπο έλαβε δυναμικά μέρος στις εξεγέρσεις που κάλυπταν δύο αιώνες, θα έπρεπε να αποτελεί πρώτα βιολογικό φαινόμενο κι έπειτα ιστορική πρωτοτυπία, αφού μετά τις συγκρούσεις γύριζε πάλι άψογος στο αρματολίκι.

Ως προς το Θεόδωρο Ζιάκα η κατάθεση του συγγραφέα είναι εντελώς μπερδεμένη. Τον θεώρησε ότι συμμετείχε στον πόλεμο του 1897, παραδεχόμενος ότι είχε γεννηθεί το 1820 κι ότι ήταν ανιψιός του Γιαννούλα και αδερφός του «Χρίστου», τον οποίο σκότωσαν οι Τούρκοι στο Μαυρονόρος. Ο επιζών Θεόδωρος, «πανελλήνιας φήμης κι εκτίμησης» από αρματολός μετατράπηκε τότε σε κλέφτης. Έγραψε ακόμα ότι ο Ζιάκας πριν επιτεθεί στα Γρεβενά, αποκεφάλισε Αρβανίτη παλικαρά συγκρουόμενος με Τούρκους στο Καρπερό. Έπειτα χτύπησε τα Γρεβενά, αλλά οι σύντροφοί του αντί να εφαρμόσουν το σχέδιο περιορίστηκαν «να λεηλατήσουν» επειδή «δείλιασαν». Συμπλήρωσε μετά ότι το 1854 άνδρες και γυναικόπαιδα «δώδεκα χωριών», που δεν κατονόμασε, κλείστηκαν μαζί του στο Σπήλαιο. Κατά τη διάρκεια της μάχης οι πολιορκημένοι κατόπιν επίνευσης του Ζιάκα, κυλούσαν από τα υψώματα μεγάλα βαρέλια γεμάτα πέτρες που σπάζοντας «έκαμαν αληθινή θραύση στον επιτιθέμενο εχθρό». Υποχώρησαν τελικά ως τη Λαμία μπροστά τα γυναικόπαιδα και πίσω οι ένοπλοι.

Άποψη τμήματος της μονής Παναγίας Σπηλαίου. Στα κελιά της, τελείως ερειπωμένα σήμερα, είχαν καταφύγει το Μάιο του 1854 οι ένοπλοι του Ζιάκα, γυναικόπαιδα νομάδων και αιγοπρόβατα, κυνηγημένα από ατάκτους εθελοντές της οθωμανικής εξουσίας

Ο συγγραφέας επιχείρησε να ανεβεί στις κορυφές της τοπικής ιστορίας χωρίς επαρκή εξοπλισμό ως προς την διασταύρωση των πηγών. Από το ένα μέρος έγραφε για «γενναίους και πολεμικούς» Ασπροποταμίτες κι από το άλλο ότι είχαν δειλιάσει. Λησμόνησε να εντάξει στην ιστορική γραμμή την ενέδρα του Ζιάκα στο Καρπερό, προφανώς επειδή δεν διέθετε κατάλληλες πηγές. Πρωτότυπη ως κινητικό και ηχητικό στιγμιότυπο ήταν η εικόνα των βαρελιών, αυτοσχέδιων βομβών, που οι πολιορκημένοι κυλούσαν εναντίον των Τούρκων, αλλά από ποια ακριβώς υψώματα και πώς ήταν οχυρωμένος ο εχθρός; Ένα ή δύο βαρέλια θα μπορούσαν όντως οι Έλληνες να κυλήσουν εναντίον των Τούρκων για να χαλάσουν πρόχειρα οχυρώματα αλλά μάλλον η άποψη επηρεάστηκε από τις πολλές διηγήσεις που κυκλοφορούσαν στο αμπελουργικό χωριό Σπήλαιο για βαρέλια που όντως διέθετε το μοναστήρι στα υπόγεια των κελιών του.

Οι πιο δυνατές πινελιές στο έργο του είναι οι επιτελικής μορφής περιγραφές της επίθεσης του Ζιάκα στα Γρεβενά και της πολιορκίας του Σπηλαίου. Σίγουρα είχε επισκεφτεί το μέρος και σπατάλησε ώρες επάνω τους, γι αυτό αποτελεί πρότυπο για τους επίγονους οπαδούς της επιτόπιας εμπειρικής ιστορίας. Στη γιορτή της εκατονταετηρίδας του 1854 ομίλησε στην Εταιρεία Μακεδονικών Σπουδών (Κ. 1954:4) κι επτά έτη αργότερα τύπωσε τη βιογραφία των Ζιακαίων. Το 1981 εξέδωσε το τελευταίο έργο του, εν μέρει αναθεωρημένο και με προσθήκη φωτογραφικού υλικού -οι αιτήσεις των Ζιακαίων είχαν τυπωθεί το 1961.

Το έργο του 1981 θα εξεταστεί τώρα για να φανεί εναργέστερα το σώμα των απόψεων του συγγραφέα. Επέμεινε πάλι στο νέο πόνημα (1981:7-12,21-7,35,41) ότι από το Μαυρονόρος κατάγονταν οι Ζιακαίοι φέρνοντας ως τεκμήριο προφορική παράδοση δύο αιώνων, όχι όμως από συγγενή των Ζιακαίων. Αποπειρώμενος να γεφυρώσει χρονικά χάσματα δέχτηκε την άποψη του φιλίστορα Χρήστου Ενισλείδη, η οποία θα αναφερθεί μετέπειτα, ότι ο Θεόδωρος Ζιάκας είχε ξαναπαντρευτεί σε μεγάλη ηλικία. Απεμπόλησε την παλαιότερη αποδοχή για την παραγωγή του επωνύμου Ζιάκας από το όνομα Γεώργιος δίνοντας πίστη σε παλαιό ερευνητή της Ακαδημίας Αθηνών, ο οποίος έβρισκε τη λέξη διάκονος στα νησιά ως τζιάκος, ντζιάκος κλπ, οπότε Ζιάκας σήμαινε διάκονος. Στα Γρεβενά όμως ο διάκονος καλείται σήμερα «δγιάκους» κι όχι ζιάκας. Αν επαφιόταν με εκδόσεις της Ακαδημίας Αθηνών ή απλώς εμπιστευόταν τις ετυμολογήσεις ερευνητών της δεν έχει διευκρινιστεί. Πάντως σε όλες τις πηγές, π.χ. στα ληστρικά τραγούδια, δεν έδινε βάση.

Στο νέο αυτό πόνημα απέρριψε σιωπηρά τη συμμετοχή των Ζιακαίων στα γεγονότα της Πελοποννήσου όπως και την υπηρεσία του Γιαννούλα Ζιάκα στο γαλλικό στρατό. Αλλά αποδέχτηκε ότι ο τελευταίος είχε πολεμήσει στην επανάσταση της Νάουσας το 1822, παραπέμποντας στον Ρώσο δημοσιογράφο Ιωάννη Πετρώφ, ερευνητή της ελληνικής ιστορίας από το 1882 και μετά. Ανοίγοντας όμως τον Πετρώφ (1972:136) διαπιστώνεται ότι όχι μόνον δεν παραθέτει τις πηγές του, αλλά γράφει ότι ο «Θεόδωρος Ζιάκας», κι όχι ο Γιαννούλας, συμμετείχε στην επανάσταση της Νάουσας το «1821»! Απέφυγε βέβαια ο Παπαϊωάννου να σχολιάσει την ανακολουθία, αλλά δεν παρέλειψε να αποκρούσει ως «απίθανη και απαράδεκτη» την άποψη ότι ο Ζιάκας ήταν για ένα διάστημα «κοινός ληστής». Παράλληλα δικαιολόγησε τις λεηλασίες των συναδέλφων του Ζιάκα στα Γρεβενά του 1831 ως «κάποιες υπερβολές» ανδρών, «που ασφαλώς δεν βαρύνουν τον αρχηγό». Τις δε επιδρομές του Ζιάκα στα χωριά της περιοχής θεώρησε ότι επρόκειτο «ασφαλώς» για «τιμωρίες προδοτών».

Για το περίφημο θέμα της εμπλοκής στη Φυλλουριά εις βάρος των Βλάχων το 1854 ανέφερε μεν μια «λαϊκή παράδοση» της Σαμαρίνας, κατά την οποία οι νομάδες είχαν σηκώσει τη «σημαία της επαναστάσεως» ήδη από τη Θεσσαλία, αλλά φαίνεται ότι δεν την πίστεψε ολοσχερώς. Αγαπώντας τα τοπωνύμια δεν δίστασε να μετατρέψει το ύψωμα «Κοτσολάτα» του Σπηλαίου σε «Consolata», επειδή εκεί κατά την άποψή του προσήλθαν οι ξένοι πρόξενοι για να πείσουν το Ζιάκα να αποσυρθεί.[12] Όμως οι κάτοικοι αποκαλούν στο τοπικό ιδίωμα την κορυφή του υψώματος «Κουτσουλάτα», προφανώς επειδή παλαιότερα σύχναζαν στην περιοχή εκεί αρπακτικά πτηνά, που απέρριπταν όσα δεν αφομοίωνε το πεπτικό τους σύστημα.[13]

Η μόνη «αρνητική» πινελιά σε όλο το έργο του ως προς τον ήρωα εστιάζεται στην άρνηση του Θεόδωρου Ζιάκα να υπακούσει σε διαταγή του υποστράτηγου Χριστόδουλου Χατζηπέτρου, που μάχονταν στην Καλαμπάκα, να κλείσει τα ορεινά περάσματα της Πίνδου, για να μην περάσουν τουρκικές ενισχύσεις από την Ήπειρο. Όπως γράφει χαρακτηριστικά ο συγγραφέας: ο Ζιάκας αρνήθηκε κοιτώντας «το δικό του συμφέρον».

Αποδέχτηκε με ευπιστία μη επαγγελματίες ιστοριογράφους, αλλά τα ακριβή αίτια μόνον υποθέτει κανείς. Αγάπησε έντονα την ιστορική τοπογραφία και την επιτόπια έρευνα και γι’ αυτό ίσως άντλησε από το έργο του ο πανεπιστημιακός Στέφανος Παπαδόπουλος, γεγονός που θεώρησε –και ήταν- μεγάλη τιμή. Πικράθηκε όμως από τους «αρμοδίους», που δεν του είχαν στείλει πρόσκληση να παρευρεθεί το 1971 στη «ζωντανή αναπαράσταση των γεγονότων του 1854», αφού βασισμένη στο δικό του έργο έλαβε χώραν στο χωριό Σπήλαιο (Ζηκόπουλος 1971:1 & Θάρρος 4.5.71/1).[14] Έθιγε έτσι τη νλειψή επικοινωνία που ως σήμερα υπάρχει ανάμεσα στην τοπική εξουσία και τους κατοίκους, αφού οι αντιπρόσωποι του λαού, εξ αιτίας της παιδείας ή της πολιτικής των κοσμοθεωρίας, αρέσκονται σχεδόν αποκλειστικά στην προφορική διευθέτηση των ζητημάτων, την οποία εύκολα αναιρούν ή διαστρέφουν, παρά σε γραπτές καταθέσεις που μένουν αναλλοίωτες.

Επόμενος ιστοριογράφος ήταν ο Κοζανίτης φιλόλογος Μανώλης Βαλαγιάνης (1961:92-3). Παρέδωσε ότι ο πατέρας κι ο παππούς του Γιαννούλα Ζιάκα είχαν επίτηδες διαλέξει να ονομάζονται με το ίδιο «δοξασμένο όνομα», το «Γέρο Ζιάκας». Φαίνεται απίστευτο το υπ’  αυτού γραφέν ότι ο Θεόδωρος Ζιάκας «χάθηκε με προδοσία». Πόσα έργα άραγε, εκτός του σχολικού εγχειριδίου, εμπιστεύονταν όσοι δίδασκαν Ιστορία στην Εκπαίδευση και πόσα μελετούν εξαντλητικά έως σήμερα; Ο συγγραφέας είχε υποσημειώσει μόνο τον Κορομηλά, αυτόν μόνον είχε πράγματι δει. Πρόεδρος στη ΧΑΝ Θεσσαλονίκης και δημοτικός σύμβουλος διέθετε μάλλον λίγο χρόνο για βαθιά μελέτη, αλλά κατέθετε απόψεις χωρίς ουδεμία τεκμηρίωση. Είχε πιεστεί από τους ιδιοκτήτες του εντύπου να συγγράψει ή θεωρούσε ότι η Ιστορία ήταν ένα απρόσβλητο πεδίο ελευθερίας γνωμών κι απόψεων;

Αθηναίος καθηγητής Γυμνασίου στα προπολεμικά Γρεβενά ο Χρήστος Ενισλείδης (1996:129-53,186) συνέγραψε επαναλαμβάνοντας εν πολλοίς τις αφηγήσεις των Ζιακαίων. Ετυμολόγησε το Ζιάκας από το Νικόλαος, με την ένδειξη ότι ο «Νικολάκης» ήταν το μεγαλύτερο παιδί του γερο-Ζιάκα. Συνήθως όμως οι γυναίκες της εποχής γεννούσαν διψήφιο αριθμό παιδιών, τα περισσότερα από τα οποία πέθαιναν αβάφτιστα ή βαφτισμένα, οπότε η διαδοχή των ονομάτων δεν ίσχυε πάντα. Δέχτηκε ότι ο γερο-Ζιάκας έλαβε μέρος με «1700 παλληκάρια του» στα Ορλωφικά, αριθμό που δανείστηκε από τον Γούλα Ζιάκα, αλλά ήταν αρκετά ευφυής ή ανεξάρτητος από τα δρώμενα στη Μακεδονία -εξ άλλου έγραφε στη δεκαετία του 1950- ώστε να μην υιοθετήσει προηγούμενες υπερβολές όπως το πέρασμα των αρματολών των Γρεβενών στην Πελοπόννησο. Κατέθεσε απλώς ότι οι επαναστάτες κατέλαβαν τις διαβάσεις της Πίνδου, χωρίς να συνεχίσει περαιτέρω. Στην αφήγησή του για το γερο-Ζιάκα ανέφερε ότι έλαβε μέρος και στο κίνημα του Βλαχάβα, αλλά μετά «απεσύρθη εις το αρματολίκι του» χωρίς άλλες επεξηγήσεις.

Για να γεφυρώσει το χάσμα των χρόνων μεταξύ του γερο-Ζιάκα και του νεαρού υιού Γιαννούλα έγραψε ότι ο πρώτος είχε παντρευτεί δεύτερη τουλάχιστον φορά. Την ένταξη όμως του Γιαννούλα στη Φιλική Εταιρεία τη δέχτηκε μαεστρικά: «φαίνεται ότι δεν ήτο ξένος προς την εθνικήν αυτήν υπόθεσιν». Ανέφερε ακόμα, χωρίς παραπομπή, ότι οι Ζιακαίοι «εβοήθησαν» τους Τούρκους εναντίον του Αλή Πασά, ώστε να εξιλεωθούν για τη συμμετοχή τους στη Φιλική Εταιρία. Πότε όμως πρόλαβαν να βοηθήσουν και γιατί να εξιλεωθούν; Προσπαθώντας δε να αποκρούσει το ληστρικό πρόσωπο του Γιαννούλα Ζιάκα, όπως διαφαινόταν σε δημοτικό τραγούδι, ανέφερε ότι οι απαχθέντες για λύτρα ήταν «Οθωμανοί», μην προσέχοντας ότι σε μερικούς στίχους αναφερόταν καθαρά ότι ομιλούσαν κάτοικοι των Γρεβενών και του Μετσόβου κι όχι Τούρκοι. Τέλος αποδέχτηκε κι αυτός τα βαρέλια-βόμβες, συμπληρώνοντας ότι κυλούσαν και «θεώρατες πέτρες». Άγνωστος όμως είναι ακόμα ο ακριβής λόγος, εξ αιτίας του οποίου λησμόνησε παντελώς τη μάχη της Φυλλουριάς Χασίων όσο και την ενέδρα του Καρπερού. Πιθανώς θεώρησε ότι αν αναφερόταν στο στιγμιότυπο της ήττας των Βλάχων, θα αμαύρωνε τη γενναιότητα των ορεινών Σαμαριναίων κι έπειτα θα φαινόταν πως στα Γρεβενά κατοικούσαν κι αλλόφωνοι πληθυσμοί, ενώ αυτός είχε ισχυριστεί στον πρόλογο του έργου του ότι «ανέκαθεν εις τα Γρεβενά και την περιοχή των κατοικούσαν Έλληνες-Μακεδόνες, την Ελληνικήν ομιλούντες».

Οι ιστοριογράφοι της Μακεδονικής Ζωής
Την εορτή της εκατονταετηρίδας του 1854 θεώρησαν κατάλληλη για να φανούν δύο Κοζανίτες, εκ των οποίων ο ένας, ο Δημήτριος Γκαβανάς, έχει ήδη αναφερθεί. Ο άλλος ήταν ο υπάλληλος της Δημοτικής Βιβλιοθήκης της πόλης Νικόλαος Δελιαλής (1954:1), πείσμων ιστοριοδίφης χωρίς ανώτερη μόρφωση. Κατέθεσε την πληροφορία ότι ο αποκαλούμενος «υπαρχηγός του Ζιάκα» Μάρκος Σιακαβάρας από την Κοζάνη ήταν τότε 22 ετών. Το νεαρόν της ηλικίας ωστόσο δεν παραξένεψε τον ίδιο, ούτε και κανέναν έκτοτε, να αναρωτηθεί μήπως ο συγκεκριμένος «υπαρχηγός», ο οποίος δεν αναφέρεται αλλού, ήταν πολύ νεαρός για μια τόσο δεσπόζουσα θέση. Ούτε επίσης προβληματίστηκε που το όνομα του ιδίου «υπαρχηγού» πάλι δεν αναφέρθηκε δε πανηγυρικό έντυπο που είχε εκδοθεί παλαιότερα στην Κοζάνη (Τέρπος 1930:68). Στην δε εικόνα βαρέλια-οβίδες πρόσθεσε μια μικρή παραλλαγή, αρκετά απίθανη, ότι ήταν μεν γεμάτα πέτρες, αλλά «τα άδειαζαν» εναντίον του εχθρού. Έκλεισε τέλος με δύο ευχές: να ασχοληθούν επιτέλους «οι λόγιοι της περιοχής» με την άγνωστη προσφορά των Μακεδόνων στον εθνικό αγώνα και να διδάσκεται η επανάσταση του 1854 στα σχολεία. Ήταν πολύ μπροστά.

Η πρώτη ευχή του Δελιαλή εφαρμόστηκε όχι από λογίους της περιοχής, διότι δεν υπήρχαν κατάλληλοι, αλλά από τον Βολιώτη καθηγητή της Ιστορίας στο ΑΠΘ Απόστολο Βακαλόπουλο, 60χρονο και πολυγραφότατο. Με πηγές τις εγκυκλοπαίδειες και τα έργα του Παπαϊωάννου αποδέχτηκε πως ο «γερο Ζιάκας» έλαβε μέρος στα Ορλωφικά του 1770, αλλά με επιφύλαξη ότι «ο Ζιάκας» έδρασε και στο κίνημα του Βλαχάβα το 1808. «Φαινόταν μυημένος» στη Φιλική Εταιρεία ο Γιαννούλας, αλλά «εργάστηκε» «μεμονωμένα» στις τοπικές εξεγέρσεις του 1821 και το δίπλωμα χιλιαρχίας το έλαβε για την αποστολή του Κυρίμη (Βακαλόπουλος 1969:306,533,582-3 &1973:398,726 &1982:125 & 1992:391).

Γράφοντας κατά την περίοδο της δικτατορίας των συνταγματαρχών, που ευνοούσε τον ηρωισμό, αλλά κι αργότερα είχε σταθεί εύπιστος στις πηγές, εκτός από τις φωνές των αυτοπτών μαρτύρων. Επένδυσε παράλληλα με το κύρος της θέσης αρκετά από όσα οι προηγούμενοι ερασιτέχνες ιστορικοί είχαν φανταστεί ή επιθυμήσει ως αληθινά. Την διάσταση των χρόνων γεφύρωσε με τέχνη, φροντίζοντας να μη διακρίνεται αν ο «γέρο Ζιάκας» του 1770 ήταν το ίδιο πρόσωπο με το «Ζιάκα» του 1808. Με εκφράσεις όπως «φαινόταν», «εργάστηκε» «μεμονωμένα» αποδέχτηκε ως Φιλικό τον Γιαννούλα και μαζική την συμμετοχή των Μακεδόνων αρματολών στον αγώνα του 1821. Απέφυγε να θίξει την ήττα των νομάδων στη Φυλλουριά (Βακαλόπουλος 1989:49), μιμούμενος ίσως τον Ενισλείδη, επειδή θα δημιουργούνταν ρωγμές αστάθειας στο θεωρούμενο ευσταθές οικοδόμημα του ηρωισμού (όλων) των ορεσίβιων Ελλήνων.

Τις απόψεις του καθηγητή ακολούθησαν εκπαιδευτικοί της Δυτικής Μακεδονίας, δάσκαλοι επί το πλείστον, που αρθρογράφησαν επί μία τουλάχιστον εικοσαετία στα περιοδικά της Θεσσαλονίκης Μακεδονική Ζωή και Βοϊακή Ζωή. Οι πολιτικές και κοινωνικές αλλαγές των δεκαετιών διόλου δεν επηρέασαν τις απόψεις τους καθώς προχωρούσαν ακάθεκτοι. Υιοθέτησαν πλήρως ό,τι θετικό είχε γραφεί για το Ζιάκα και ορισμένοι προσέφεραν στην ιστοριογραφία δίνοντας με μεγαλόπνοη έπαρση διαφωτιστικές λεπτομέρειες, όχι πάντα πραγματικές.

Πρώτος ο Δρ. Θεολογίας Αθανάσιος Γιομπλάκης από την Εράτυρα επιθυμώντας να αιτιολογήσει την επιστολή των Χασιωτών στους Τούρκους το 1854 όπου αναφερόταν ότι θα φόνευαν τους άνδρες του επαναστάτη Βλαχάβα όταν τους έβλεπαν, απευθύνθηκε στον Άγγλο πρόξενο λέγοντας ότι «δεν εγνώριζε το πνεύμα των ανθρώπων» που ανέμεναν τους Έλληνες «ως ελευθερωτάς και συνεπαναστάτας». Προφανώς δεν είχε αναγνώσει σωστά την πηγή, γιατί ο πρόξενος είχε γράψει με τέχνη «ελπίζεται ότι θα ηττηθεί υπό των Χριστιανών…» ο Βλαχάβας, χωρίς να αναφέρει ποιοι έλπιζαν και ούτε γνώριζε πραγματικά το χαρακτήρα του λαού.

Δεν πίστεψε πάντως ολοσχερώς ότι οι Βλάχοι νομάδες είχαν επαναστατήσει κατά των Τούρκων, αφού χρησιμοποίησε την έκφραση «λέγεται». Αποσιώπησε ότι οι Τούρκοι σκότωσαν ένα μέρος των κι έγραψε μόνο ότι τους «έδειραν», ίσως επειδή, όπως έπρατταν πολλοί, η αναφορά στην ήττα αφαιρούσε τη γενναιότητα που υποτίθεται ότι διέθεταν ακέραια οι ορεινοί. Ως υπαρχηγό του Ζιάκα ανέφερε, λανθασμένα, τον «Μήτρο» Σιακαβάρα κι επανέλαβε σχεδόν αυτολεξεί το περιστατικό με τα βαρέλια-οβίδες. Ο Γιομπλάκης (1969:36-8) παρέθεσε μερικές πηγές στο κείμενό του, αλλά φαίνεται ότι εμπιστεύτηκε μόνον δύο από αυτές, τον Ιωάννη Τόζη και τον Μιλτιάδη Παπαϊωάννου. Το νέο στοιχείο που προσέθεσε ήταν ο, αμάρτυρος, ισχυρισμός ότι οι Τούρκοι ιππείς είχαν δείρει απλώς τους νομάδες.

Δύο χρόνια μετά τη σκυτάλη του Ζιάκα έλαβε ο δάσκαλος Δημήτριος Μακρής (1971:34-5) από την Φούρκα Κόνιτσας. Θεώρησε ότι η «κλήσις» του Ζιάκα για στρατολόγηση βρήκε «πλήρη ανταπόκρισιν» στην πόλη της Κοζάνης και τις επαρχίες Βοΐου και Σερβίων. Την τελευταία περιοχή επισκέφτηκε ο ίδιος ο Ζιάκας, ισχυρίστηκε ο δάσκαλος αντλώντας από «επίμονες» προφορικές παραδόσεις, χωρίς να παραθέτει όμως ονόματα πληροφορητών. Αλλά αφού οι (γνωστοί) εθελοντές από την πόλη της Κοζάνης ήταν μόνον έξι κι από τα Σέρβια δεν μνημονεύεται κανείς, πώς αποδεικνύεται η πλήρης ανταπόκριση;[15] Στο υπόλοιπο κείμενό του πληροφορεί ότι οι Τούρκοι είχαν κάψει και τα κελιά του μοναστηριού της Παναγίας Ζιδανίου, που είχε τότε δέκα μοναχούς. Το άρθρο του κοσμούν φωτογραφίες, εκ των οποίων μία είναι εξαιρετικά ενδιαφέρουσα, αφού δείχνει έφηβους προσκόπους να κάθονται στη θέση Τσιουτσιουλιάνους Σπηλαίου την πρωτομαγιά του 1971 κατά τη διάρκεια αναπαράστασης της πολιορκίας του Σπηλαίου το 1854, αναπαράσταση  που είχαν σοφιστεί τα στρατιωτικά στελέχη του καθεστώτος των συνταγματαρχών ντύνοντας και τσολιάδες ορισμένους φαντάρους.

Ο ομοχώριος του Γιομπλάκη δάσκαλος Γρηγόριος Βέλκος (1974:42-3) έγραψε σε δημοτική γλώσσα, ενώ οι προηγούμενοι χρησιμοποιούσαν την καθαρεύουσα. Θεώρησε ότι οι Βλάχοι, που επαναστάτησαν το 1854 ήδη από τη Θεσσαλία, ήταν καλά εξοπλισμένοι. Στον οικισμό Τσιούκα Δεσκάτης ο αρχιτσέλιγκας τούς διάβασε μήνυμα του «Όθωνα και του πρωθυπουργού» και ξεδιπλώθηκε η σημαία της επανάστασης. Στη θέση «Κακιά Σκάλα» οι ένοπλοι Βλάχοι, 1200 άτομα, απέκρουσαν νικηφόρα την ενέδρα του τουρκικού ιππικού, έχοντας μερικούς τραυματίες, ενώ οι Τούρκοι πολλά θύματα, τα οποία αύξησε ο Ζιάκας με την ενέδρα του στο Καρπερό. Όμως 10.000 χιλιάδες Τούρκοι κύκλωσαν τη Φυλλουριά, οι Βλάχοι αμύνθηκαν δύο μέρες, ο Ζιάκας δεν τους ενίσχυσε, οπότε βρήκαν το θάνατο «πάνω από τους μισούς (ενόπλους και γυναικόπαιδα)».

Με το ίδιο θέμα καταπιάστηκε εννέα χρόνια αργότερα και ο Σαμαριναίος δάσκαλος Μιλτιάδης Παπαθανασίου (1983:20-4). Οι «φοβεροί βλαχόφωνοι πολεμιστές», επαναστάτες ήδη από τη Θεσσαλία, απέκρουσαν επιτυχώς την επίθεση των Τουρκο-Αλβανών στη θέση «Κουμάτι» της Φυλλουριάς, αφού μάχονταν και τα γυναικόπαιδα με τις «φούρκες και τα τσαντηρόξυλα». Το βράδυ ειδοποιήθηκε ο Ζιάκας, που στρατολογούσε στο χωριό Ελάτη, κι ερχόμενος με τα «φτεροπόδαρα παλληκάρια» σε συνεργασία με τους νομάδες τσάκισαν τον εχθρό. Όσοι Τούρκοι πρόλαβαν να κλειστούν στο σχολείο και την εκκλησία του Καρπερού γλίτωσαν μόνο επειδή οι αρχηγοί τους προσέφεραν λύτρα στους Έλληνες «ένα πουγγί γεμάτο λίρες και γρόσια για κάθε Τούρκο αρχηγό». Έπειτα, θάβοντας του νεκρούς των, μερικοί νομάδες ανέβηκαν στα ορεινά βοσκοτόπια ενώ άλλοι σκορπίστηκαν στα περίγυρα μέρη. Επανέλαβε κι αυτός τη σκηνή με τα βαρέλια-οβίδες συμπληρώνοντας ότι εκτός από πέτρες είχαν μέσα και «κοτρώνια» και τελείωσε με την προτροπή να κτιστεί ένα μνημείο, «ένας τύμβος» στη Φυλλουριά.

Τις πληροφορίες οι ειρημένοι δάσκαλοι έλαβαν από την προφορική παράδοση, ο μεν Βέλκος από γιους ή εγγονούς αυτοπτών μαρτύρων κι επειδή ήταν «εντελώς όμοιες» συμπέρανε «ότι η παράδοσι διέσωσε τα γεγονότα, όπως έγιναν». Επρόκειτο μάλλον για πρωτόλειες συνεντεύξεις και για την πρώτη του εργασία, για την οποία δεν κράτησε μάλλον σημειώσεις από τα λεγόμενα των πληροφορητών, γι’ αυτό ίσως οι διηγήσεις ομοίαζαν. Ο δε Παπαθανασίου άντλησε από παιδικά ακούσματα: δικά του από την αυτόπτισσα γιαγιά του κι ενός ηλικιωμένου, ο οποίος θυμόταν από διηγήσεις του δρώντος πατρός του. Οι αφηγήσεις αυτές είναι μια πρώτης τάξεως πηγή, όχι τόσο για την ακρίβεια των γεγονότων, η ύπαρξη π.χ. σχολείου στο Καρπερό την εποχή αυτή δεν έχει διασταυρωθεί, αλλά διότι εκφράζει τον απόηχο των παλαιών γεγονότων της Φυλλουριάς στην ύστερη καλοκαιρινή Σαμαρίνα. Όταν όμως ο Βέλκος, που είχε προφανώς πιστέψει ακράδαντα τους πληροφορητές του, έδωσε το κείμενο για δημοσίευση, του έγιναν μάλλον παρατηρήσεις γι αυτό στη μοναδική του υποσημείωση υπερασπίζεται το έργο του ισχυριζόμενος ότι τα περισσότερα από τα αναγραφόμενα αναφέρονται σχεδόν ταυτόσημα και στο σχετικό βιβλίο του καθηγητή της Ιστορίας Στεφάνου Παπαδοπούλου. Αν όμως το βιβλίο αυτό ξεφύλλισε μετά την παρατήρηση ή δεν το είχε προσέξει επισταμένως εκ των προτέρων, δεν έχει διευκρινιστεί.

Η αφήγηση του Παπαθανασίου τέμνει βαθιά τον ψυχισμό των κτηνοτρόφων, ιδιαίτερα η πληροφορία ότι οι αποκλεισθέντες Τούρκοι ελευθερώθηκαν κατόπιν χρυσίου. Παλαιόθεν στην ύπαιθρο κυριαρχούσε η αδιάκοπη βία, η λατρεία της κολακείας, η λεκτική παλικαριά και η επιθυμία εύκολου πλουτισμού, φαινόμενα που διακρίνονται αδρά μέσα στο κείμενο. Πώς οι νομάδες, φοβεροί κατά τα άλλα πολεμιστές, δέχτηκαν ανύποπτοι επίθεση και μάλιστα ηττήθηκαν; Γιατί οι Έλληνες ελευθέρωσαν τους εχθρούς κατόπιν λήψης λύτρων, ενώ μπορούσαν άνετα να τους φονεύσουν και μετά με την ησυχία τους να τα λάβουν, αφού οι αρχηγοί τα είχαν ήδη επάνω τους; Για τον χρυσό ή για την πατρίδα είχε σηκωθεί η σημαία της επανάστασης; Το ίδιο κείμενο δημοσίευσε πάντως αυτούσιο στο βιβλίο του ο δάσκαλος Κώστας Μπίρκας (1987:57-68) από την Αβδέλλα, παραθέτοντας και τη δική του άποψη. Κατ’ αυτόν η σκηνή στη Φυλλουριά ήταν μια «αποτυχημένη εξέγερση αόπλων», γι’ αυτό με τις γάστρες οι άνδρες και τους τεντζερέδες οι γυναίκες αμύνθηκαν εναντίον των Τούρκων. Ως πολύπειρος καθοδηγητής του ΕΑΜ επί Κατοχής και άριστος γνώστης των ατάκτων, συμπλήρωσε: «δεν έχει βέβαια εδώ σημασία αν αυτά τα περιστατικά της παράδοσης υπήρξαν ακριβώς έτσι…», δηλώνοντας έμμεσα ότι δεν πίστευε σε καμία απολύτως από τις ηρωικές σκηνές.

Αν ο Μπίρκας αντιμετώπισε με πλάγιο τρόπο τις ηρωικές ριπές των δύο αναφερόμενων ιστοριογράφων, ένας πρόδρομός του είχε δειχθεί άκρως ευθύτερος και τολμηρότερος. Ο Γεώργιος Νασίκας (1971:39) από τη Σμίξη, απόφοιτος τριταταξίου Γυμνασίου, σε εκδοθέν βιβλίο του μεσούσης της δικτατορίας των συνταγματαρχών είχε γράψει ότι «ολόκληρος μύθος επλάσθη» για τη μάχη της Φυλλουριάς, αφού εκδήλωση της επανάστασης των νομάδων εν πορεία απείχε από την κοινή λογική. Ταυτόχρονα πρόσθεσε ότι οι άνδρες του Ζιάκα ενέδρευαν τους Τούρκους χωρίς να γνωρίζουν ότι θα περνούσαν τότε τα τσελιγκάτα. Μόνο τρία από αυτά βρέθηκαν μέσα στη μάχη «με τα γνωστά της επακόλουθα», τα άλλα συνέχισαν προς τα ορεινά, ενώ ένα κατευθύνθηκε μέσω Ελάτης προς το Βέρμιο και δεν ξαναγύρισε ποτέ στη Σμίξη. Δυστυχώς ο συγγραφέας δεν παρέθεσε λεπτομερέστερα στοιχεία, τα οποία είχε προφανώς ακούσει από αυτόπτες, αλλά επεξεργάστηκε με την κοφτερή του λογική πριν τα τοποθετήσει στα συρτάρια της μνήμης του.

Ασυναγώνιστος σε λεβεντιά, με αετίσιο μάτι και σκέψη γοργόφτερη σαν γερακιού δεχότανε το σεβασμό των αρματωμένων, που οργώνανε τα βουνά και ζούσανε ψηλά στα καταράχια, με το σπαθί στο χέρι και με τη λάμψη της λευτεριάς στα μάτια

φαντάστηκε το γερο-Ζιάκα ανώνυμος (1975:24-5) λάτρης της παράδοσης, του χορού και των κλαρίνων σε δισέλιδο αφιέρωμα στο περιοδική Μακεδονική Ζωή. Το κείμενο διατρέχουν ιδίας λογής στομφώδη επίθετα και παρομοιώσεις. Ύφος συγγενές με αυτό που χρησιμοποιούν ενίοτε ακόμη και σήμερα ορισμένοι εκπαιδευτικοί. Πιθανολογείται ότι γράφτηκε από δάσκαλο, λάτρη της μεσαιωνικής παράδοσης και των ηχηρών εκφράσεων, που απέφυγε, μάλλον εκούσια, να το υπογράψει, όχι τόσο για τους γλυκασμούς των λέξεων, που απαράλλακτες εκφωνούνται σε πλατείες και ηρώα, αλλά για την έλλειψη της αντικειμενικότητας.

Ο ανώνυμος έγραψε ότι τα αρματολίκια ήταν «αυτόνομες περιοχές», ιδιαίτερα τα Γρεβενά όπου οι κάτοικοι ποτέ «δε σκύβανε το κεφάλι». Ποιους ακριβώς εννοούσε ότι δεν έσκυβαν και ως προς τι; Στην ειρημένη περιοχή σύμφωνα με εκτίμηση της εποχής υπήρχαν 107 χωριά με 35.000 κατοίκους εκ των οποίων το 57% ήταν «Βαλαάδες», ελληνόφωνοι δηλαδή μουσουλμάνοι (Ζιάγκος 1989:26). Νομιμόφρονες στην τουρκική εξουσία εξαιρούνται από το σκύψιμο. Οι υπόλοιποι, εκτός από τους ληστές, έσκυβαν σίγουρα το κεφάλι πρώτα στους αρματολούς κι έπειτα στους Τούρκους, αφέντες των πρώτων. Πόσο αυτόνομα ήταν τα αρματολίκια ο συγγραφέας δεν θα μπορούσε μάλλον να απαντήσει.

Θεώρησε ακόμη ότι ο γερο-Ζιάκας, γεννηθείς το 1700 στην Τίστα, «δεν πολεμούσε» για «δόξα, πλούτη και αναγνώριση» παρά για το «σκλαβωμένο Γένος, τη λευτεριά» και γι’ αυτό έλαβε μέρος στα Ορλωφικά, ενώ ο γιος του «Γιώργης» μπήκε στο κίνημα του Βλαχάβα. Ο γιος του Γιώργη, ο Γιαννούλας, έλαβε το αρματολίκι «το 1768» και το 1821 με τους άνδρες του έφτασε ως τη «Λεβαδειά» πολεμώντας τους Τούρκους. Ο αδερφός του Θεόδωρος, παρόλο που το 1854 ο σουλτάνος τον δελέασε με το αρματολίκι, είπε «ή τώρα ή ποτέ» και κλείστηκε στο «Μέγα Σπήλαιο», όπου πολεμώντας «στα ζιάκικα ταμπούρια δεν έμεινε κανείς ορθός».

Εκτός άλλων ασυμφωνιών η χρονολόγηση των ηρώων αντίκειται στην ιστορική γραμμή. Αν ο Γιαννούλας είχε γεννηθεί το 1750, ο αδερφός του Θεόδωρος, κατά τι νεώτερος, έπρεπε να είναι ογδόντα τεσσάρων χρονών στην επανάσταση του 1854! Θεώρησε ο δάσκαλος τη δημιουργία τραγουδιών περί των Ζιακαίων ως ένδειξη δόξας, αλλά προφανώς δεν τα είχε όλα υπόψη, αφού τα ληστρικά δεν σκιαγραφούσαν ένα ηρωικό πρόσωπο. Ο νεωτερισμός του όμως σύγκειται στην τελευταία πράξη του δράματος, όπου οι επαναστάτες έπεσαν ηρωικά μέχρι ενός. Δύο έντυπα θεωρούσαν ότι ο Ζιάκας είχε πεθάνει στο Σπήλαιο, η εγκυκλοπαίδεια του «Ηλίου» (Ανώνυμος χ.χ.:734) και ένα δημοσίευμα της Ακαδημίας Αθηνών που περιείχε μελοποιημένα δημοτικά τραγούδια (Σπυριδάκης –Περιστέρης 1968:75). Ποιο από τα δύο είχε διαβάσει;

Στο ίδιο ηρωικό πλαίσιο εισέδυσε αναλύοντας δημοτικά τραγούδια ακόμη ένας συγγραφέας, με σπουδές στην πολιτική επιστήμη και την κοινωνιολογία, ο Κώστας Δούφλιας (1977:14-7 & 2002:487-93) από το Γέρμα Καστοριάς -μια εικοσαετία αργότερα επανέλαβε σε αυτοτελές έργο ό,τι είχε γράψει και στο περιοδικό. Ανθολόγησε τα τραγούδια των Ζιακαίων, χωρίς όμως να ενθέσει τα ληστρικά, εκτός από μία αθώα παραλλαγή της καταδρομής εναντίον της πολίχνης των Γρεβενών, στην οποία προσέδωσε τον ηρωικό τίτλο «ο Θοδωρής ο Ζιάκας ο Νάσιος Μάνταλος ελευθερώνουν τα Γρεβενά το 1831». Θεώρησε ότι ο Γιαννούλας στάθηκε «απροσκύνητος» μπροστά στον «αιώνιο τύραννο», λησμονώντας ότι ο αναφερόμενος ήδη είχε προσκυνήσει για να λάβει το αρματολίκι ή, σωστότερα, το ντερβεντζιλίκι. Παράδοξη και δύσκολα ερμηνεύσιμη είναι η άποψή του ότι οι Ζιακαίοι κατάγονταν από το «Μακρυνόρος», αφού το όνομα είχε ήδη διορθωθεί σε Μαυρονόρος. Δεν επιθυμούσε μάλλον ο συγγραφέας να πιστοποιήσει με τη λανθασμένη αυτή αναγραφή αν το αναγνωστικό κοινό διάβαζε τα άρθρα του, αφού και στο επόμενο, αυτοτελές, έργο του πάλι το ίδιο ανέγραψε. Γιατί όμως η επιτροπή του περιοδικού δεν τον μίλησε, ώστε να διορθώσει το λανθασμένο όνομα; Δεν γνώριζε σχετικώς ή δεν διάβαζε τα κείμενα των συνεργατών;

Διακρίνεται πάντως χωρίς δυσκολία ότι οι συγγραφείς της Μακεδονικής Ζωής μελετούσαν ελάχιστα από όσα είχαν εκδοθεί για τους Ζιακαίους ή ξεφύλλιζαν τα περισσότερα χωρίς την δέουσα, για τον Ιστορικό, προσοχή. Ο δάσκαλος Κλεάνθης Νάστος (1981:43-5) από το Καταφύγι Κοζάνης έγραψε ότι ο «υπαρχηγός» του Ζιάκα Μάρκος Σιακαβάρας σκοτώθηκε «στη θέση «Πλάτανος»» μπερδεύοντας ονόματα και τοποθεσίες. Δέχτηκε επίσης ότι οι Σαμαριναίοι είχαν συνδράμει «καθολικά» στο κίνημα του 1854 όπως και οι «περισσότεροι» κάτοικοι του χωριού Βλάστη (Μπλάτσι) Εορδαίας, που πολέμησαν όμως στα τμήματα της Ηπείρου. Αν διέθετε στοιχεία για την καθολική συνδρομή των Σαμαριναίων δεν τα εξέθεσε ούτε διευκρίνισε ποιοι Μπλατσιώτες συνέδραμαν, αυτοί που ξεχείμαζαν στη Θεσσαλία ή όσοι έμεναν μόνιμα στο χωριό; Πηγή του ήταν προφανώς το έργο του συναδέλφου του Ζήκου Τσίρου (1964:73), όπου αναφέρεται το δίστιχο τραγουδιού που ομιλεί για «400 διαλεχτούς Μπλατσιώτες» που ανέμεναν να πολεμήσουν στο πλευρό του «Γρίβα». Όμως ο αναφερόμενος Γρίβας είναι άλλος Γρίβας κι όχι ο Θεόδωρος Γρίβας. Ακόμη μπορεί το δίστιχο να είναι πλαστό, αφού δεν συνάδει με προηγούμενό του, ούτε ο συγγραφέας αναφέρεται εκτενώς σε αυτό.

Τελευταίος στη λίστα του περιοδικού, αλλά όχι έσχατος στην ιστοριογραφία, ήταν ο Γρεβενιώτης δικηγόρος Σωκράτης Γκούμας (1989:38-41). Ανέφερε ότι κατά τα Ορλωφικά, όπου έλαβε μέρος ο γερο Ζιάκας, καταστράφηκε η γενέτειρά του η Τίστα κι ακόμα, αντιτιθέμενος στον Παπαϊωάννου, ότι ο Απόστολος Κυρίμης καταγόταν κι αυτός από το Ζιάκα. Προσπαθώντας να αιτιολογήσει την ύπαρξη του επιθέτου Ζιάκας στο χωριό Μέγαρο ανέφερε ότι ο Γιαννούλας Ζιάκας πάντρεψε δύο αδερφές του, μία στο Μαυρονόρος και την άλλη στο Μέγαρο και το παιδί της τελευταίας δεν έλαβε το επώνυμο του ανδρός της, αλλά το Ζιάκας εξ αιτίας της «μεγάλης εθνικής δράσεως του πατρός της». Το μόνο στοιχείο που προσέθεσε, διότι τα αναφερθέντα είναι αμάρτυρα, ήταν η ύπαρξη ενός ακόμη Ζιάκα στην περιοχή.

Ορειχάλκινο προφίλ του Θεοδώρου Ζιάκα, στημένο στην πλατεία των Γρεβενών. Κατασκευασμένη στην περίοδο της Επταετίας και χρηματοδοτημένη από τον τοπικό σύλλογο δασκάλων η προτομή δήλωνε τι θεωρούσαν οι εκπαιδευτικοί της εποχής τιμώμενους τοπικούς ήρωες

Οι γραφείς της Βοϊακής Ζωής και οι λοιποί
Αρκετές ομοιότητες με τους συναδέλφους των της Μακεδονικής Ζωής παρουσίασαν οι ερευνητές της Βοϊακής Ζωής. Εξ αυτών ο δάσκαλος κι επιθεωρητής μετέπειτα Δημήτριος Τσίγκαλος (1978:5) από το Επταχώρι ανέφερε ότι 170 παλικάρια από τα χωριά του Γράμμου «ξεκινούν» για να ενωθούν με το σώμα του υποστράτηγου Χατζηπέτρου, ορκίζονται αλλά τελικά οι «200», που ήταν έτοιμοι να αναχωρήσουν, παρέμειναν στο Επταχώρι καθώς ο Χατζηπέτρος αποσύρθηκε. Τα παλικάρια του Χατζηπέτρου επέστρεψαν κι αυτά στα χωριά του Γράμμου και όλοι μαζί [οι 370] δέχτηκαν τις συνέπειες με φυλακίσεις, καψίματα σπιτιών κλπ. Το κείμενό του είναι αρκετά ασαφές και δεν είναι εύκολο να διακρίνει κανείς αν τελικά ξεκίνησαν τα παλικάρια ή παρέμειναν πίσω στα χωριά τους. Και κανείς εξ αυτών δεν αναφέρεται ονομαστικά. Δύο Διλοφίτες που συμμετείχαν πράγματι στην επανάσταση του 1854, όταν επέστρεψαν στο χωριό τους οι Τούρκοι δεν τους πείραξαν καθόλου (Τζιούφας 1997:48-9), γιατί να διώξουν τους Επταχωρίτες, που ούτε ένα μέτρο δεν κινήθηκαν;

Άλλος πολυγραφότατος δάσκαλος, ο Λάζαρος Παπαϊωάννου (1983:4) από την Κορυφή Βοΐου, παρενέβη θεωρώντας «έντονη την παρουσία των περιοχών Βοΐου –Γρεβενών» στον αγώνα του 1821. Προς απόδειξιν αντέγραψε από το Βασδραβέλλη για τις «ομηρικές» μάχες του Γιαννούλα Ζιάκα με 1500 Γκέκηδες και 5000 Τούρκους κι έδωσε τον αριθμό 250 για τους αρματολούς που κατέβηκαν με τον Κυρίμη στην νότια Ελλάδα. Σε προηγούμενη ομιλία του ο ίδιος (1973:23) είχε αριθμήσει τον αριθμό των αρματολών του Κυρίμη σε 150, εκατό δηλαδή λιγότερους, ίσως επειδή απευθυνόταν σε αξιωματικούς του Στρατού, γνώστες του πολέμου που ίσως έβρισκαν υπερβολικό τον αριθμό. Στην ερασιτεχνική ιστοριογραφία και όχι μόνο οι αριθμοί ελευθεριάζουν χωρίς ενδοιασμούς. Στις αναφερόμενες μάχες οι άνδρες του Ζιάκα παρουσιάστηκαν ως νικητές, παρόλο που ο καθένας είχε να αντιμετωπίσει δεκατρείς Τούρκους, με μόνη την ατομική ανδρεία ή την επιτελική ευφυία του αρχηγού, αφού ο οπλισμός ήταν προφανώς όμοιος. Η εξιστόρηση σε παρόμοιες περιπτώσεις μεταφέρεται από το στάδιο της αντικειμενικότητας στο αντίστοιχο της υπόκλισης στη γοητεία της κατεστημένης ιστοριογραφίας. Όταν πανεπιστημιακοί (Σφυρόερας (1975:235) έγραφαν ότι είχαν «ενδείξεις» για «συνεχιζόμενη αντίσταση των Ζιακαίων» στα Γρεβενά του 1822, γιατί να μην πλειοδοτήσουν τόσο ο διοικητικός υπάλληλος της Θεσσαλονίκης όσο και -ακόμα περισσότερο- ο δάσκαλος της επαρχίας;

Τελευταίος στο περιοδικό έγραψε ο, μετέπειτα προϊστάμενος της τοπικής Βιβλιοθήκης, Γεώργιος Μπόντας (1984:7) από τη Σιάτιστα. Εμπιστευόμενος τον Βασδραβέλλη σε κείμενό του για τους Δυτικομακεδόνες Φιλικούς ενέταξε και τον Γιαννούλα και τον Κυρίμη. Το Θεόδωρο Ζιάκα όμως δεν θεώρησε φιλικό, ίσως επειδή δεν θυμόταν το έργο του Ενισλείδη, που πλαγίως ενέτασσε και τους δύο αδερφούς, ή επειδή είχε διαβάσει κατάλογο των Φιλικών.

Σε παρόμοιες παραμέτρους κινήθηκαν έτεροι ιστοριογράφοι όπως ο δάσκαλος Αριστοτέλης Κωστόπουλος (1970:112-35) από το Σκαλοχώρι Βοΐου. Επιχείρησε να εργαστεί ως επαγγελματίας Ιστορικός, αλλά δεν το κατόρθωσε ολοσχερώς, επειδή Ιστορικοί δεν χρίζονται όσοι παραθέτουν απόψεις άλλων χωρίς να τις κρίνουν, επιδοκιμάσουν ή επικρίνουν. Σε μια περίπτωση λ.χ. αναφέρθηκε στον σκοτωμό του Κοζανίτη «Μάρκου» Σιακαβάρα παραπέμποντας στον Λιούφη, αλλά λαμβάνοντας την πληροφορία από τον συνάδελφό του Νάστο, που τον είχε διαβάσει εσφαλμένα. Παρέθεσε ακόμα ολόκληρες τις αιτήσεις των Γούλα και Θεοδώρου Ζιάκα δείχνοντας ότι είχε δει τις πρωτότυπες, αλλά μάλλον ήταν προϊόν αντιγραφής από τον Παπαϊωάννου. Το μόνο ίσως νέο στοιχείο ήταν η πληροφορία ότι η προτομή του Ζιάκα είχε στηθεί «πρό τινος» στην πλατεία των Γρεβενών. Πράγματι ο τοπικός σύλλογος δασκάλων είχε φροντίσει το 1968 για την ανέγερση μιας ορειχάλκινης προτομής με πρότυπο την πρώτη ελαιογραφία του Ζιάκα, χωρίς όμως τις ρυτίδες της.

Ο δάσκαλος Αθανάσιος Κακαφίκας (1995:38-9,51-6,63,115) από τα Γρεβενά προσέθεσε άλλες εκδοχές. Έγραψε ότι κατά τα Ορλωφικά ο Ζιάκας πιεζόμενος από τους Τούρκους κατέφυγε στο Αιτωλικό, όπου πολιορκήθηκαν για ένα τρίμηνο από τους Τούρκους και αρκετοί πέθαναν από τις στερήσεις. Τελικά σώθηκαν, επέστρεψαν κι επιτιθέμενοι εναντίον «τουρκικών και μικρών στρατιωτικών μονάδων» ανάγκασαν τους Τούρκους να τους δώσουν πάλι το αρματολίκι. Δέχτηκε ότι το Ζιάκας είναι επώνυμο και υποστήριξε ότι οι Γιαννούλας και Θεόδωρος Ζιάκας κατέβηκαν μεν στο Μεσολόγγι, αλλά επέστρεψαν στα Γρεβενά προς «αντιπερισπασμό». Σχολιάζοντας το άσμα όπου ο Γιαννούλας σκλάβωσε παιδιά για λύτρα ανέφερε μιμούμενος τον Ενισλείδη ότι επρόκειτο για παιδιά «Τούρκων». Προσθέτοντας πως ήταν και παιδιά «κοτζαμπάσηδων και τουρκοπουλημένων», τους οποίους «καταπίεζε» ο Θεόδωρος Ζιάκας, διότι «λήστευαν και χωρίς λόγο σκότωναν τους δυστυχισμένους Έλληνες». Επανέλαβε κι αυτός το περιστατικό με τα βαρέλια. Παρόλο που υπομνημάτισε το έργο του φαίνεται μία βιασύνη, εξαιτίας της οποίας έπιπτε σε παραπεμπτικά ημαρτημένα: ισχυρίστηκε π.χ. ότι «οπλαρχηγός» του Ζιάκα ήταν ο «Μήτρος» Σιακαβάρας παραπέμποντας στον Λιούφη αλλά λησμονώντας την αναγραφή της σχετικής σελίδας. Προφανώς είχε διαβάσει τον Νάστο ή τον Κωστόπουλο κι όχι τον ίδιο το Λιούφη.

Ο δάσκαλος Γιάννης Πέτρου (1997:214-5) από το Σπήλαιο χειρίστηκε την καταγωγή των Ζιακαίων, για να ικανοποιήσει μάλλον την τοπική κοινωνία. «Γέννημα και θρέμμα του χωριού Ζιάκα …κάτοικος δε Σπηλαίου» ήταν ο Θεόδωρος Ζιάκας έγραψε. Αναφερόμενος στην απόσυρση των Ελλήνων από το Σπήλαιο το 1854 ανέφερε ότι είχε γίνει «κρυφά» κι «ανύποπτα», θεωρώντας μάλλον ότι οι Έλληνες δεν ήταν δυνατόν να συνθηκολογήσουν ή ότι οι Τούρκοι πολιορκητές ήταν εντελώς ανίκανοι. Πόσες πηγές είχε μελετήσει δεν διακρίνεται εύκολα. Η μόνη νέα πληροφορία που προσέθεσε, την οποία ίσως έλαβε από ηλικιωμένο ή φιλίστορα κάτοικο του χωριού, ήταν ότι οι αποσυρθέντες του 1854 είχαν καταφύγει στο χωριό «Δαδί» της Λαμίας, τη σημερινή Αμφίκλεια.

Έπειτα από δύο χρόνια άλλος εκπαιδευτικός, ο φιλόλογος Διαμάντης Μάνος (1999:67-80), κάτοικος Θεσσαλονίκης, έγραψε δηλώνοντας εξ αρχής τις «μοναδικές» υπαρκτές πηγές για τους Ζιακαίους: την προφορική παράδοση, τα δημοτικά τραγούδια, την εφημερίδα «Αιών» και τις αιτήσεις των Ζιακαίων. Ενδιάμεσα όμως χρησιμοποίησε τον Αραβαντινό, τον Ενισλείδη, τον Παπαϊωάννου και διάφορα περιοδικά. Ισχυρίστηκε ότι ο «υψηλόσωμος» Θεόδωρος Ζιάκας είχε παντρευτεί στο Σπήλαιο, αντίθετα με πηγές της εποχής που βεβαίωναν ότι ο Θεόδωρος είχε πεθερό τον αρματολό Αθανάσιο ή Νάσιο Μάνταλο. Κατά τον ίδιο ερευνητή ο Γιαννούλας Ζιάκας είχε ταξιδέψει ως τη Βεσσαραβία για υπόθεση της Φιλικής Εταιρίας και λίγο αργότερα, στην πολιορκία το Μεσολογγίου «διεδραμάτισε πρωταρχικό ρόλο».

Ο Κοζανίτης Δρ. Φιλολογίας Χαρίτων Καρανάσιος (2003:30-3) εισήλθε  κι αυτός στον καμβά της σχετικής ιστοριογραφίας μελετώντας κυρίως δύο μόνο πηγές, τον Βακαλόπουλο και τον Βασδραβέλλη. Επανέλαβε κοινούς τόπους ότι ο λαός με την τουρκική κατάκτηση στράφηκε στα ορεινά και πως οι κλέφτες ήταν «εθνικοί αγωνιστές» που αντιδρούσαν στην τουρκική κατάκτηση.[16] Αντιδιέστειλε τις «συνεχείς εξεγέρσεις» στα ορεινά με τα «αστικά κέντρα», όπου «πρόκριτοι και κάτοικοι»  ήταν απρόθυμοι να επαναστατήσουν. Δέχτηκε δε ως «γνωστό» Φιλικό τον Ζιάκα, χωρίς να ονοματίσει ποιον ακριβώς, κι ενέταξε στην «αντίδραση» εναντίον των Τούρκων την λεηλασία των Γρεβενών από το Θεόδωρο Ζιάκα το 1831. Στο ίδιο πλαίσιο κινήθηκε κι ο Χρίστος Παπαδημητρίου (2004:173) από το Πολυνέρι Γρεβενών, που είχε εργαστεί στη Ρωσία ως καθηγητής Ιστορίας, γράφοντας ότι οι «επιθέσεις» του Θεοδώρου Ζιάκα στην Καστανιά και τους Νεγάδες το χειμώνα του 1827 πραγματοποιήθηκαν για να απαιτήσουν οι Έλληνες διπλωμάτες ευρύτερα σύνορα.

Το σχήμα ότι ο λαός δεχόταν τους κλέφτες της Τουρκοκρατίας ως εθνικούς αγωνιστές, παρόλο που είναι παλαιό, διαδίδεται αυτούσιο ακόμα και σήμερα. Πολύ παραστατικά παραδίδει ο δημοσιογράφος Γιάννης Κορδάτος (1957:651-2) μια εικόνα της αποδοχής των επαναστατών του 1854 από το λαό μεταφράζοντας από την καθαρεύουσα το κείμενο άλλου συγγραφέα: για να δει ο Άγγλος πρόξενος την αποδοχή του λαού ως προς τον Θεόδωρο Ζιάκα, ο τελευταίος χτύπησε τις καμπάνες, μαζεύτηκαν 10.000 αγρότες και ρωτήθηκαν αν ήθελαν να σταματήσει η επανάσταση. Τότε όλοι «με κραυγές και κλάματα» απάντησαν: «αν φύγουν οι αντάρτες, εμείς οι έρημοι τι θα γίνουμε…;». Αν η εικόνα έλαβε χώραν στο Σπήλαιο Γρεβενών είναι πλαστή, διότι η ημερομηνία είναι λανθασμένη και ανύπαρκτοι οι χιλιάδες αγρότες στην ορεινή Πίνδο.

Την «γοητεία του εγκλήματος» (Ζιάγκος 1989:9), η οποία είχε συνδεθεί με τους Κλέφτες, θαύμαζε ο λαός ή φλεγόταν πράγματι για τα ιδανικά της σημερινής εποχής; Ποιος ακριβώς ήταν αυτός ο λαός; Προφανώς σ΄ αυτόν δεν είχαν θέση οι αυτόπτες ιστοριογράφοι των Ζιακαίων, δάσκαλοι, ιατροί, ιερείς, η επαρχιώτικη και αστική ελίτ. Ούτε οι ευσυνείδητοι στρατιωτικοί του νεοελληνικού κράτους σαν τον Κασομούλη. Μήτε ανάμεσα στον λαό αυτόν εντάσσονταν άνδρες, γυναίκες και παιδιά που απάγονταν για λύτρα. Και βέβαια ούτε κτηνοτρόφοι ούτε γεωργοί, η περιουσία των οποίων φύραινε από τις ληστρικές επιδρομές ή κατά τη διάρκεια των κινημάτων, ιδιαίτερα μετά το τέλος τους. Και φυσικά μήτε οι κάτοικοι ολόκληρων οικισμών, όπως η Κάλιανη που ήδη αναφέρθηκε, ανήκαν στον λαό που θαύμαζε την κλεφτουριά. Ποιοι λοιπόν απομένουν; Προφανώς όσοι είχαν οικονομικά ή πολιτικά οφέλη από τις ληστείες, νέοι παραπλανημένοι από τα ένστικτα ή την πολιτική επικοινωνία και τυχοδιώκτες ή καιροσκόποι, δηλαδή αρκετά λιγότεροι από όσους προβάλλονται.

Ποιοι όμως και γιατί μετέδιδαν και μεταδίδουν φορτισμένες ή διαθλασμένες εικόνες; Οι άνθρωποι συγγράφουν για διάφορους λόγους, θεμιτούς κι αθέμιτους. Επί παραδείγματι: α) να προβάλλουν τον ικανό εαυτό τους παρουσιάζοντας νέα στοιχεία ή ερμηνείες β) να αντλήσουν δύναμη ανάμεσα σε ομοειδείς ομάδες γ) να κολακέψουν πρόσωπα επαναλαμβάνοντας όσα αυτά έχουν πει ή γράψει δ) να απολαύσουν την σύμπλευση με το συρμό. Τα κίνητρα αυτά άλλοτε συνειδητά κι άλλοτε ασυνείδητα, αναγνωρίζονται εύκολα από έμπειρους μελετητές έργων ή παρατηρητές της καθημερινής ζωής.

Ο εκπαιδευτικός Νικόλαος Ζιάγκος (1989:6-7,18-26,32-8,59,71-4,89) από την Ήπειρο έγραψε την τελευταία αυτοτελή και πλούσια βιογραφία των Ζιακαίων από την οπτική μιας προοδευτικής ιδεολογίας, μελετώντας όλες σχεδόν τις σύγχρονες και ύστερες πηγές, στις οποίες παρέπεμψε με αρκετά άψογο τρόπο. Δεν τις σχολίαζε, βέβαια, όλες. Την άποψη π.χ. του Πετρώφ για τη συμμετοχή του Θεοδώρου Ζιάκα στην πολιορκία της Νάουσας άφησε όπως είχε, ενώ τους χαρακτηρισμούς των Αραβαντινού και Λαμπρίδη για τους Ζιακαίους ως «ληστάρχους» αντέκρουσε λιτότατα ως «άκριτους, άδικους», αστήρικτους. Τους αιτιολόγησε ότι «έκφραζαν το κατεστημένο της εποχής», αφού ο πρώτος ζούσε στο κράτος του Αλή Πασά κι ο δεύτερος ακολούθησε ως μίμος. «Έχαναν το δάσος κοιτάζοντας το δέντρο» συμπλήρωσε ο Ζιάγκος κρίνοντας την οπτική των δύο ιστοριογράφων ως προς τις ληστείες του Θεοδώρου Ζιάκα. Όμως η ερμηνεία του χωλαίνει, διότι ο Αραβαντινός δεν είχε μπει ακόμα στην εφηβεία, όταν φονεύτηκε ο Αλί Πασάς (Πλουμίδης 1981:269), κι ακόμη χρειάζεται έστω και μία εξήγηση για τον «μιμητισμό» του Λαμπρίδη.

Η ηρωική εκδοχή των Ελλήνων κλεφτών φαίνεται στο κείμενό του μέσα σε εκφράσεις όπως «αδάμαστος κλεφταρματολός», ενώ παράλληλα οι Αλβανοί του ιδίου επαγγέλματος αποκαλούνται «ληστές». Αρκετές φορές όμως δεν απέφυγε αλήθειες, όπως ότι οι κλέφτες δεν διέκριναν θρησκείες ή πως διαμέσου των αρματολών οι Τούρκοι επιβάλλονταν στην ύπαιθρο. Φέροντας ως απόδειξη τα τοπωνύμια του χωριού Ζιάκας, η «Σπηλιά του Ζιάκα» επάνω στον Όρλιακα και «Του Ζιάκα το Ταμπούρι» στο Περιβόλι, ισχυρίστηκε ότι οι Ζιακαίοι κατάγονταν από την Τίστα. Αλλά και στο Σπήλαιο, όπως αναφέρθηκε, υπήρχαν παρόμοια τοπωνύμια κι εξ άλλου του Ζιάκα το Ταμπούρι βρίσκεται αρκετά μακριά από το χωριό Ζιάκας και κοντύτερα στον οικισμό Βωβούσα. Γιατί να μην κατάγονταν λοιπόν οι ήρωες από τη Βωβούσα;

Διστάζοντας εν μέρει αποδέχτηκε τελικά ότι οι Ζιακαίοι έλαβαν μέρος στα Ορλωφικά και ότι οι Γιαννούλας κι Απόστολος Κυρίμης ήταν γραμμένοι στη Φιλική Εταιρεία. Αναμφισβήτητη θεώρησε την αποστολή του Κυρίμη στο Μεσολόγγι, όπως και τις νικηφόρες μάχες του Γιαννούλα στο Περιβόλι εναντίον των Αλβανών το 1822, μην αριθμώντας όμως -έξυπνα- τους τελευταίους.

Δεν ήταν «ετεροκίνητη ή υποκινούμενη… ο λαός την ήθελε, την αγάπησε» έγραψε για την επανάσταση του 1854. Πώς όμως, αφού αφετηρία αυτής δεν ήταν η περιοχή των Γρεβενών, αλλά η Λαμία; Ποιος ένοπλος ρωτούσε πρώτα το λαό και μετά εμφανιζόταν, πώς μπορούσε να τον ρωτήσει και ποιος τελικά ήταν αυτός ο λαός; Οι Δυτικομακεδόνες «ήθελαν την επανάσταση» και «ήταν τοπικοί επικεφαλής αλλά δεν είχαν το κύρος και τη δύναμη να ξεσηκώσουν το χωρικό λαό», πράγμα που έκανε ο Ζιάκας, γράφει πιο κάτω. Ποιες τελικά από τις δύο αντιτιθέμενες γνώμες ισχύουν; Ο λαός ήθελε μόνος του την επανάσταση ή είχε χρεία «ετεροκίνησης»; Σιώπησε εντελώς ο συγγραφέας για την παραλίγο σύλληψη του Θεοδώρου Ζιάκα από τους Τούρκους, που έχει αναφερθεί, αλλά αποδέχτηκε την εκφρασθείσα άποψη ότι οι νομάδες που χτυπήθηκαν στη Φυλλουριά είχαν σηκώσει τη σημαία της επανάστασης ήδη από τη Θεσσαλία έχοντας «έγγραφες διαβεβαιώσεις» της ελληνικής κυβέρνησης. Σιώπησε ως προς την αναφερθείσα «λύτρωση» των Τούρκων αιχμαλώτων στο σχολείο του Καρπερού κι επανέλαβε ακόμα μια φορά τη σκηνή με τα βαρέλια-οβίδες.

Από τα πιο σημαντικά σημεία στο έργο του είναι η πληροφορία ότι οι εξ αίματος ή εξ αγχιστείας συγγενείς των Ζιακαίων στη Λαμία 67 φορές έγραψαν στους Ζιακαίους να επιστρέψουν από τα Γρεβενά, αλλά δυστυχώς ούτε σχολίασε τις γραφές ούτε τις παρέθεσε. Δεν εξέφρασε ακόμη τη γνώμη του για την άρνηση του Ζιάκα στη διαταγή του υποστράτηγου Χατζηπέτρου να μην επιτρέψει τις εχθρικές ενισχύσεις να περάσουν μέσω των ορεινών διαβάσεων από την Ήπειρο στη Θεσσαλία. Ο Παπαϊωάννου, περισσότερο θαρραλέος, είχε γράψει ότι ο Ζιάκας κοίταξε το συμφέρον του, ενώ ο Ζιάγκος απέφυγε κάθε σχόλιο λέγοντας ότι «δε χρειάζεται να φυτρώνεις εκεί που δε σε σπέρνουν».

Παρόμοια στάση αποφυγής αναλύσεων κράτησε και σε άλλα σημεία του έργου του, όπως π.χ. μπροστά στις αιτήσεις των δύο Ζιακαίων, τις οποίες παρέθεσε «χωρίς κανένα σχόλιο». Στο τέλος του έργου του ασχολήθηκε με την παρουσία του γέρου πια Θεοδώρου Ζιάκα, έφιππου μάλλον, στη Θεσσαλία το 1878, κατά την οποία έπαιζε μάλλον συμβουλευτικό ρόλο. Στο ένθετο φωτογραφικό υλικό, που παρέθεσε, εικόνισε και την προτομή του Θεοδώρου Ζιάκα που βρίσκεται στην πλατεία του χωριού Ζιάκας.

Οι ιντερνετικές σελίδες που αναφέρονται στους Ζιακαίους αντιγράφουν συνήθως από τα εκδοθέντα έντυπα (pamegrevena.gr & macedonianet.gr), οπότε προσφέρουν ελάχιστα νέα πράγματα. Ένα από αυτά είναι ότι ο Γιαννούλας Ζιάκας είχε γράψει ένα ποίημα κοντά στο παλαιό, ιστάμενο σήμερα βόρεια του χωριού Ζιάκας, γεφύρι, όπου ο ίδιος μαζί με τον αδερφό του Θεόδωρο είχαν συμπλακεί με Τούρκους (e-city.gr). Σε άλλον ιστότοπο αναφέρεται ότι ο Θεόδωρος Ζιάκας «ανέλαβε την αρχηγία της επαναστατικής κίνησης το 1826, εργάστηκε για την εξέγερση, στρατολόγησε και πολέμησε…» και ότι «πολλοί Σύλλογοι φέρουν το όνομά του» (e-grevena.gr) -στο Τορόντο του Καναδά υπάρχει πράγματι ο «Σύλλογος Γρεβενών και περιχώρων Καπετάν Θόδωρος Ζιάκας» (google.com.gr). Για πέντε μέρες πολέμησε ο Ζιάκας τους Τούρκους στο Σπήλαιο κι αργότερα «πέθανε εντελώς μόνος, χωρίς να απολαύσει τους κόπους από τους αγώνες του…» ανέφερε ο Γρεβενιώτης δημοσιογράφος Μάκης Νασιάδης (2000). Σε άλλο ιστοχώρο, γραμμένη από άγνωστο συντάκτη, βρίσκουμε την πρόχειρα δακτυλογραφημένη πρόταση ότι «Οι Ζιακχοω στα Γρεβενά απροοκύνητοι κι ολομόναχοι, σύναψαν ομηρικές μάχες» και επίσης ότι οι «Ζιάκας» και Κυρίμης ήταν Φιλικοί (ptolemais.com).

Αλλά δεν κολάκεψαν όλοι την κατεστημένη ιστοριογραφία -ο Γεώργιος Νασίκας έχει ήδη αναφερθεί. Ο καθηγητής της Ιστορίας Ιωάννης Κολιόπουλος (1996:11-2) από το Βοτάνι Καστοριάς, εργαζόμενος με έγγραφα της εποχής, δεν φρόντισε να εξιδανικεύσει τους κλεφταρματολούς, παρά επιχείρησε να ερμηνεύσει τα φαινόμενα σύμφωνα με το ιστορικό τους πλαίσιο: εθνική ιδεολογία, επαναστατικά κινήματα, μηχανισμοί καταδίωξης και αντικειμενικές συνθήκες. Ορισμένοι μη ειδικοί ερευνητές, που δημοσίευσαν μεταφρασμένα έγγραφα όπως ο διευθυντής του Διδασκαλείου Ιωαννίνων Ευριπίδης Σούρλας (1932:124-7) κράτησαν ουδέτερη στάση τουλάχιστον ως προς το Ζιάκα, αποφεύγοντας τις συγκρίσεις και τον σχολιασμό. Άλλοι παρόμοιοι όπως ο Ιωάννης Τόζης (1956:154) άφησαν το συναισθηματισμό τους ελεύθερο. Ο ειρημένος π.χ. θεώρησε ως μη «απολύτως ακριβή» τα αναγραφόμενα σε προξενικό έγγραφο της εποχής σχετικά με ήττα των ανδρών του Ζιάκα, τον επικίνδυνο τραυματισμό του ιδίου και τη σύλληψη των πολεμικών σκευών του από τους Τούρκους το 1854 στον Άγιο Γεώργιο Αγράφων. Εν μέρει είχε δίκιο διότι ο Ζιάκας δεν είχε τραυματιστεί επικίνδυνα, αλλά τα υπόλοιπα με ποια επιχειρήματα μπορούσε να τα αντικρούσει;

Ο πολιτικός Μιχάλης Παπακωνσταντίνου (1998:129) από την Κοζάνη θεώρησε ότι το 1831 ο Θεόδωρος Ζιάκας «είχε καταλάβει για λίγες μέρες τα Γρεβενά», όμως δεν παρέλειψε να αναφέρει ότι η επανάσταση του 1821 στην περιοχή της Κοζάνης δεν βρήκε «πρόσφορο έδαφος» γι’ αυτό και δεν συνέβη τίποτα. Αν ισχυριζόταν το αντίθετο, έπρεπε ή να βρει υποστηρικτικά στοιχεία ή να αποσυρθεί από την ιστορική λογική. Η περίπτωση του γραμματέα της Μητρόπολης Σερβίων και Κοζάνης Ιωάννη Δημόπουλου (1996:685) είναι περισσότερο αφανής. Αναδημοσιεύοντας την άποψη ενός παπα-δασκάλου στα χωριά των Καμβουνίων ως προς τους τοπικούς επαναστάτες, που ήδη αναφέρθηκε, παρόλο που απέφυγε να τη σχολιάσει, συμπλήρωσε αποκαλυπτικότατα ότι ήταν «σαφής».

Ο Θεόδωρος Ζιάκας στην τέχνη
Τρία πορτραίτα του Θεοδώρου Ζιάκα, ένα σχέδιο και δύο προτομές, έχει δει ο γράφων αλλά αυτά δεν είναι πρωτογενείς πηγές, αφού ούτε φωτογραφία του υπήρξε ούτε κανείς θυμόταν το πρόσωπό του. Εκφράζουν κυρίως τους καλλιτέχνες και μέσω αυτών την εποχή και την ιδεολογία της. Μόνον ο πρώτος από τους καλλιτέχνες δημιούργησε εκ του μηδενός, αν δεν αντέγραψε άλλον άγνωστο πίνακα ή σχέδιο. Το πρώτο ελαιογραφημένο πορτραίτο κρεμάστηκε στα γραφεία της κοινότητας Γρεβενών το 1927, οφειλόμενο προφανώς στην προσπάθεια υποστήριξης της μετονομασίας του χωριού Τίστα σε Ζιάκας. Εναύσματα για τη δημιουργία του υπήρχαν βέβαια, η έκδοση του έργου του Λιούφη και οι ιστορικο-λαογραφικές διαλέξεις στα Γρεβενά που αναφέρθηκαν.

Ο ήρωας παριστάνεται από τη μέση κι επάνω να φορεί την άσπρη στολή κι όχι τη μαύρη των ληστών ή την αντίστοιχη μαύρη που συνήθιζαν οι γέροντες Βλάχοι κι όλοι οι κάτοικοι των Χασίων. Τα κουμπιά στο γιλέκο δηλώνουν ότι είναι αξιωματικός και φέρει κρεμασμένη με κορδόνι μία πάλα, την οποία κρατά με το αριστερό, πολύ μικρό απεικονισμένο, χέρι. Μέσα στο σελάχι του έχει δύο, ατελώς ζωγραφισμένες, κουμπούρες. Παριστάνεται άσχημος, αδύνατος, ρυτιδωμένος, με μακριά μύτη, μουστακαλής, τα δε άσπρα μαλλιά του προβάλλουν αχτένιστα μέσα από το φέσι. Ο καλλιτέχνης μάλλον δεν γνώριζε από όπλα, γι’ αυτό και δεν πρόσεξε τη γεωμετρία τους.

Το πρώτο πορτραίτο του Θεοδώρου Ζιάκα, κατασκευασμένο στα τέλη της δεκαετίας του 1920. Παρά τις επιμέρους απρόσεκτες λεπτομέρειες το ύφος και τα χαρακτηριστικά του εικονιζόμενου αποπνέουν μια σκληράδα, χαρακτηριστική στην επαρχία της εποχής

Στις δημοσιευμένες φωτογραφίες δίπλα από το κεφάλι του προστέθηκε η λεζάντα «Ο ΖΙΑΚΑΣ 1854», διότι ελάχιστοι γνώριζαν ποιος ήταν ο παριστάμενος, πότε και που έδρασε. Αργότερα η παράσταση θεωρήθηκε μάλλον ελαφρώς αποκρουστική ή ατελής, αφού δεν καθόριζε ποιος ακριβώς ήταν ο παριστάμενος, γι’ αυτό δημιουργήθηκε νέα ελαιογραφία, σχεδόν όμοια με την προηγούμενη, αλλά με μια προσπάθεια γλυκασμού του προσώπου και πρόχειρο σκέπασμα των ατελειών του χεριού και των όπλων. Δημοσιογράφος της Κοζάνης, που μάλλον είχε δει και τις δύο, θεώρησε ότι η νέα είχε φιλοτεχνηθεί «λίαν επιτυχώς» (Δυτική Μακεδονία 21.6.54/4). Προφανώς εννοούσε ότι επρόκειτο για πιστή αντιγραφή, της οποίας οι νέες επεμβάσεις είχαν ομορφύνει. Εκατέρωθεν της νέας κεφαλής προστέθηκαν στις εκδοθείσες φωτογραφίες τα γράμματα «Θεοδώρος Ζιάκας». Η παράθεση του ονοματεπωνύμου ήταν αναγκαία, διότι, ήδη είχαν εκδοθεί μερικά έργα για τους Ζιακαίους και ίσως ρωτούσε κανείς ποιον από όλους παρίστανε η εικόνα.

Ένα δυνατό σκίτσο με μελάνι, αντιγραφή της δεύτερης ελαιογραφίας, εντυπωσιάζει με την απλότητά του. Είδε το φως της δημοσιότητας το 1961 κοσμώντας το βιβλίο του Παπαϊωάννου. Φαίνεται έργο έμπειρου καλλιτέχνη, που όμως δεν είχε -κι αυτός- εμπειρία από όπλα ούτε φρόντισε να αποκτήσει μερική, επισκεπτόμενος μουσεία και συλλογές ή ξεφυλλίζοντας λευκώματα. Γι’ αυτό οι λαβές της πάλας και της κουμπούρας είναι παιδικές κι ακανόνιστες.

Αργότερα δύο προτομές από ορείχαλκο, κατά τις οποίες ο Ζιάκας φαίνεται αρκετά νεότερος, συμπλήρωσαν την εικόνα του ήρωα. Αυτή που ορθώνεται στα Γρεβενά την πλήρωσε ο σύλλογος δασκάλων της περιφέρειας, ενώ την άλλη που βρίσκεται στο Ζιάκα ο «σύλλογος Ζιακαίων». Η πρώτη γράφει «ΘΕΟΔΩΡΟΣ ΖΙΑΚΑΣ/ ΟΠΛΑΡΧΗΓΟΣ/ 1800 -1882», ενώ η επόμενη ««ΘΕΟΔΩΡΟΣ ΖΙΑΚΑΣ/ 1798 -1882/ ΟΠΛΑΡΧΗΓΟΣ/ ΤΟΥ 1821». Η δεύτερη επιγραφή χαράχτηκε λανθασμένα ως προς την περίοδο οπλαρχηγίας του παριστάμενου ήρωα, λεπτομέρεια που δείχνει τις ιστορικές γνώσεις κι απόψεις του καλλιτέχνη ή, ίσως, όσων την παράγγειλαν. Την προτομή των Γρεβενών κοσμούν σήμερα εκατέρωθεν δύο παλαιά γερμανικής κατασκευής εμπροσθογεμή κανόνια, τα οποία στήθηκαν εκεί μετά το 1969 (Ταλιαδούρης 1969:76).

Τελευταία καλλιτεχνήθηκε ακόμη μία ελαιογραφία με την επιγραφή «ΘΕΟΔΩΡΟΣ ΖΙΑΚΑΣ 1798 -1882», ελευθεριάζουσα αντιγραφή της πρώτης. Ο ήρωας φορεί σκούρα γαλάζια ρούχα και γιλέκο, με το κεφάλι ελαφρώς γυρτό προς τα μπρος. Τα χαρακτηριστικά του προσώπου έχουν χρωματιστεί με βυζαντινή τεχνοτροπία.

Το διαυγές πρόσωπο του Θεοδώρου Ζιάκα
Ποια είναι η ιστορική εικόνα του Θεοδώρου Ζιάκα; Γιος αρβανίτικης πιθανώς καταγωγής κλέφτη κι αδελφός οδοφύλακα της Πίνδου ως το 1827. Κλέφτης κι αυτός μέχρι το 1835 στην ίδια περιοχή. Αρχηγός ατάκτων στο κίνημα του 1854 σε Θεσσαλία και Γρεβενά. Τέλος πρόσφυγας στη Λαμία μέχρι το θάνατό του. Άνθρωπος των όπλων σε όλη του τη ζωή, η μόνη τέχνη που γνώριζε από μικρός. Την ίδια καλλιέργησε ως την τελευτή του βίου του. Τα όπλα του ήταν μισθωμένα σε δύο μεγάλες περιόδους της ζωής του, στην οθωμανική εξουσία ως το 1836, στο ελληνικό κράτος έκτοτε. Στα ενδιάμεσα χρόνια των καταδρομών του σε Ήπειρο, Θεσσαλία και Μακεδονία, έτη 1827 έως 1836, υπηρετούσε τον εαυτό του. Απαίδευτος ως προς τα γράμματα, γνώστης όμως των κανόνων της υπαίθρου και του άτακτου πολέμου τιμήθηκε από το ελληνικό κράτος για τις υπηρεσίες του στο Έθνος ως λοχαγός.

Η εικόνα των Ζιακαίων επιζωγραφίστηκε από τους περισσότερους ιστοριογράφους, συνειδητά ή ασυνείδητα, με ποικίλους χρωστήρες. Ο βίος και η δράση τους αποτέλεσαν πεδίο όπου οι συγγραφείς άσκησαν την φαντασία και τις επιθυμίες τους παρασυρόμενοι ενίοτε από τον συρμό. Ό,τι θαύμαζε ο καθένας ή αυτό που έλειπε από την κοινωνία προβλήθηκε επάνω στην εικόνα του ως ιστορικό δεδομένο. Έτσι η έλλειψη αναστήματος μετατράπηκε σε υψηλότητα, ο δισταγμός σε θάρρος, η δειλία σε ηρωισμό, η απραξία σε δράση και το αντίθετο. Η στενότητα της πόλης ζήλεψε την άπλα του χωριού, οι κρυφές ενοχές τις φανερές αντιστάσεις. Αρκετοί πρωτόπειροι γραφείς επιδίωξαν μέσω της εικόνας αυτής την αναγνώριση, οι άσημοι τη διασημότητα και οι γνωστοί ακόμη περισσότερη φήμη.

Εκτός όμως από όσους χρησιμοποίησαν μια ευφάνταστη εικόνα των Ζιακαίων παρασυρμένοι ή ακόμα και προς ίδιον όφελος υπήρξαν ολίγοι που εν γνώσει τους επέλεξαν να αθληθούν στον απαιτητικό στίβο της Ιστορικής επιστήμης. Δεν συναίνεσαν χωρίς να κρίνουν, δεν αποδέχτηκαν απόψεις για να κολακέψουν. Αφαίρεσαν φανερά τις υπερβολές και πρόσθεσαν χωρίς να σωπάσουν τις βεβαιότητες. Απέφυγαν να δουν την επανάληψη ως πρωτοτυπία και το ελάττωμα σαν προτέρημα. Σε όσους έγραψαν για το Λόγο και την Επιστήμη παραδίδεται η παρούσα εργασία.

Βιβλιογραφία
Αδάμου Γιάννης (1994)., «Η Κοζάνη μέσα από τα ανέκδοτα αρχεία του ελληνικού προξενείου Ελασσόνος 1882 –1912», Δυτικομακεδονικά Γράμματα: Κοζάνη

Αλβανο-ελληνικό λεξικό (2001), Αθήνα: Καλοκάθης

Ανώνυμος (1975), «Οι Ζιακαίοι, αρματολοί, πουλιά των Γρεβενών», Μακεδονική Ζωή 110/24-5

Ανώνυμος (χ.χ.), «Ζιάκας», Νεώτερον Εγκυκλοπαιδικόν Λεξικόν, Αθήναι: Ήλιος, τ. 8

Αραβαντινός Παναγιώτης (1856), Χρονογραφία της Ηπείρου των τε όμορων ελληνικών τε ιλλυρικών χωρών, Αθήναι: Βλαστός, τ.1

Βακαλόπουλος Απόστολος (1986), «Νέα στοιχεία για τα ελληνικά αρματολίκια και για την επανάσταση του Θύμιου Βλαχάβα στη Θεσσαλία στα 1808», Τρικαλινά 6/59-81

Βακαλόπουλος Απόστολος (1969), Ιστορία της Μακεδονίας 1354 -1833, Θεσσαλονίκη

Βακαλόπουλος Απόστολος (1982), Ιστορία του Νέου Ελληνισμού: η μεγάλη ελληνική επανάσταση (1821 -1829), η εσωτερική κρίση (1822 -1825), Θεσσαλονίκη, τ.6

Βακαλόπουλος Απόστολος (1989) «Η ελληνική επανάσταση στη Θεσσαλία στα 1854 (με βάση κυρίως τις εκθέσεις των Αυστριακών προξένων Θεσσαλονίκης και Βόλου)», Τρικαλινά 9/43-86

Βακαλόπουλος Απόστολος (1992), «Καταπίεση και αντίσταση», Μακεδονία, 4000 χρόνια ελληνικής ιστορίας και πολιτισμού, Αθήνα: Εκδοτική Αθηνών, 385-93

Βακαλόπουλος Κωνσταντίνος (1986), Νεότερη ιστορία της Μακεδονίας (1830 -1912), από τη γένεση του νεοελληνικού κράτους ως την απελευθέρωση, Θεσσαλονίκη: Μπαρμπουνάκης

Βαλαγιάνης Μανώλης (1961), «Ο αρματολισμός στη Δυτική Μακεδονία και στις γειτονικές περιοχές», Ημερολόγιον Δυτικής Μακεδονίας 2/79-94

Βασδραβέλλης Ιωάννης (1937), Οι Μακεδόνες αγωνισταί εις τα 1821, Θεσσαλονίκη

Βασδραβέλλης Ιωάννης (1940α), Οι Μακεδόνες εις τους υπέρ της ανεξαρτησίας αγώνας 1796 -1832, Θεσσαλονίκη: ΕΜΣ

Βασδραβέλλης Ιωάννης (1940β) «Η μακεδονική λεγεών κατά το 1821», Μακεδονικά 1/77-107

Βασδραβέλλης Ιωάννης (1940γ) «Κατάλογος Μακεδόνων Φιλικών», Μακεδονικά 1/:519-25

Βασδραβέλλης Ιωάννης (1948), Αρματολοί και κλέφτες εις την Μακεδονίαν, Θεσσαλονίκη: ΕΜΣ

Βασδραβέλλης Ιωάννης (1952), Ιστορικά αρχεία Μακεδονίας, Α΄, αρχείον Θεσσαλονίκης 1695 -1912, Θεσσαλονίκη: ΕΜΣ

Βέλκος Γρηγόρης (1974), «Η μεγάλη σφαγή των Βλάχων στη «Φυλουργιά»», Μακεδονική Ζωή 97/42-3

Βέλκος Γρηγόρης (χ.χ.), «Ο συνοικισμός των Μακεδόνων προσφύγων «Νέα Πέλλα» Αταλάντης», Γ΄ συνέδριο Ιστορίας –Λαογραφίας –Γλωσσολογίας –Παραδοσιακής Αρχιτεκτονικής Δυτικομακεδονικού χώρου, Θεσσαλονίκη 3-5 Απριλίου 1982, Θεσσαλονίκη: Βοϊακή Εστία, 68-77

Βουλγαρίδης (1995), αναπλ καθηγ σε Δασολογία «Το δάσος, το ξύλο και η σημασία τους στν επιβίωση του ανθρώπου», Η Μακεδονία ασπίδα του έθνους, ιστορία –πολιτισμός –ανάπτυξη, Πρακτικά Δ΄ Πανδυτικομακεδονικού συνεδρίου, Θεσσαλονίκη: Ομοσπονδία Δυτικομακεδονικών σωματείων Θεσσαλονίκης, 151-69

Γιομπλάκης Αθανάσιος (1969), «Η επανάστασις της Μακεδονίας του 1854», Μακεδονική Ζωή 38/34-8

Γκαβανάς Δημήτριος (1933), «Η οικογένεια Ζιάκα: ο Γιαννούλης –ο Θεόδωρος –η Τίστα, τα λαϊκά τραγούδια των», Ημερολόγιον Δυτικής Μακεδονίας 3/95-7 και Ένωσις 30.5.54/1-2

Γκούμας Σωκράτης (1989), «Οι μαχόμενοι Μακεδόνες: το αρματολίκι των Γρεβενών», Μακεδονική Ζωή 281/38-41

Γουναρόπουλος Κωνσταντίνος (1872),  «Κοζανικά», Πανδώρα 22/525/488-97

ΓΥΣ (χ.χ.), Καλαμπάκα, κλίμαξ 1:100.000, λεπτομέρεια χάρτη (προσφορά Αθανασίου Πουλακάκη)

Δελιαλής Νικόλαος (1954), «Θεόδωρος Ζιάκας», Ένωσις 23.5.54/1, εβδομαδιαία εφημερίς εν Κοζάνη, διευθ: Μ. Ζωγράφος και Δ. Γκαβανάς

Δημόπουλος Ιωάννης (1994) Τα παρά τον Αλιάκμονα εκκλησιαστικά, Θεσσαλονίκη (προσφορά Στεφάνου Γκριτζέλη)

Δούφλιας Κωνσταντίνος (1977), «Ζιακαίοι οι τουρκομάχοι, ο θρύλος της Δυτικής Μακεδονίας», Μακεδονική Ζωή 130/14-7

Δούφλιας Κωνσταντίνος (2002), Τα δημοτικά τραγούδια της Άνω Μακεδονίας, Αθήνα: Αιγαίο

Δρόσος Ζαχαρίας (1938), «Οι αγωνισταί περιφερείας Γρεβενών», Ημερολόγιον Δυτικής Μακεδονίας 7/125-8

Δυτική Μακεδονία (1954), ανεξάρτητος εβδομαδιαία εφημερίς εν Κοζάνη, διευθ: Ι. Ζηκόπουλος, συντ: Κ. Σακκελαρίου

Ελλαδίτης Δ. (1933), βλ. Γκαβανάς Δημήτριος (1933)

Ενισλείδης Χρήστος (1996), Η Πίνδος και τα χωριά της: Σπήλαιον –Γρεβενά –Σαμαρίνα, Αθήνα: εκδοτική Αθηνών

Ζηκόπουλος Ιωάννης (1971), «Ο καπετάν Ζιάκας εις το προσκήνιον», Δυτική Μακεδονία 8.5.71/1

Ζιάγκος Νικόλαος (1989), Ο Θεόδωρος Ζιάκας Στους Εθνικούς απελευθερωτικούς Αγώνες, Θεσσαλονίκη: Σύλλογος Ζιακαίων

«Ζιάκας» (1970), Βασική Εγκυκλοπαίδεια Κοντέου, Θεσσαλονίκη: Κοντέος

Θάρρος 4.5.71/1, «Η επέτειος της νίκης του οπλαρχηγού Ζιάκα»

Κ. (1954) «Ο εορτασμός της εκατονταετηρίδος της επαναστάσεως του Θ. Ζιάκα εν Θεσ/νίκη», Δυτική Μακεδονία 21.6.54/4

Κακαφίκας Αθανάσιος δάσκαλος (1995), Ιστορία της περιφέρειας Γρεβενών, Θεσσαλονίκη: Τζιαμπίρης –Πυραμίδα

Καλινδέρης Μιχαήλ (1939), Γραπτά μνημεία από τη Δυτική Μακεδονία χρόνων Τουρκοκρατίας, Πτολεμαϊς: Επαρχιακή Φωνή

Καλινδέρης Μιχαήλ (1940), Σημειώματα ιστορικά (εκ της Δυτ. Μακεδονίας), Πτολεμαϊς: Επαρχιακή Φωνή

Καλλιανιώτης Θανάσης (2003), «Αρματολοί κι αντάρτες στην νεότερη και σύγχρονη Κοζάνη», Θάρρος 28.1.03/1,3 & Πτολεμαίος 30.1.03/6-7

Καλλιανιώτης Κωνσταντίνος (1990), έμπορος, γενν. Κοζάνη 1905

Κανδηλώρος Τ. (1929), «Ζιάκας», Εγκυκλοπαιδικόν Λεξικόν, Αθήναι: Ελευθερουδάκης, τ.6/211

Καρανάσιος Χαρίτων (2003), «Τοπικές εξεγέρσεις», Ιστορικά [Ελευθεροτυπίας] 168/30-33

Κασομούλης Νικόλαος (χ.χ.), Απομνημονεύματα της επαναστάσεως των Ελλήνων 1821 -1833, Αθήναι: Κοσμαδάκης, τ. Α΄

Κασομούλης Νικόλαος (1942), Απομνημονεύματα της επαναστάσεως των Ελλήνων 1821 -1833, Αθήναι, τ. Γ΄

Κασομούλης Νικόλαος (1968), Ημερολόγιον, Αθήναι: Βαγιονάκης

Κόλιας Γ. (1940), «Βιβλιοκριτική του έργου του Ι Κ Βασδραβέλλη Αρματολοί και κλέφτες εις την Μακεδονίαν», Μακεδονικά 794-5

Κολιόπουλος Ιωάννης (1996), Περί λύχνων αφάς: η ληστεία στην Ελλάδα (19ος αι.), Θεσσαλονίκη: Παρατηρητής (προσφορά του συγγραφέα)

Κολιόπουλος Ιωάννης (χ.χ.), «Απελευθερωτικά κινήματα στη Μακεδονία (1830- 1870)» Η νεότερη και σύγχρονη Μακεδονία, Αθήνα: Παπαζήσης -Παρατηρητής, τ. Α΄

Κολιόπουλος Ιωάννης (2003) Η «πέραν» Ελλάς και οι «άλλοι»  Έλληνες: το σύγχρονο ελληνικό έθνος και οι ετερόγλωσσοι σύνοικοι χριστιανοί (1800 -1912), Θεσσαλονίκη: Βάνιας (προσφορά του συγγραφέα)

Κορομηλάς Γεώργιος (1930), «Ζιάκας», Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια,  Αθήναι: Πυρσός, τ. 12/47

Κουτρούμπας Δημήτριος (1976), Η επανάστασις του 1854 και αι εν Θεσσαλία, ιδία, επιχειρήσεις, Αθήνα, (διατριβή επί διδακτορία)

Κρυστάλλης Κώστας (1888χ.χ.). Άπαντα, Αθήναι: Αυλός

Κωστόπουλος Αριστοτέλης (1970), Η συμβολή της Δυτικής Μακεδονίας εις τους απελευθερωτικούς αγώνας του Έθνους, Κοζάνη: ΣΓΚΤΝΚ

Κωφός Ευάγγελος (1992), «Αγώνες για την απελευθέρωση (1830-1912)», Μακεδονία, 4000 χρόνια ελληνικής ιστορίας και πολιτισμού, Αθήνα: Εκδοτική Αθηνών, 444-484

Λαμπρίδης Ιωάννης (1971) Ηπειρωτικά αγοθοεργήματα και άλλα δημοσιεύματα (Ζαγοριακά -1870, διάφοροι λόγοι κτλ), Ιωάννινα: Εταιρία Ηπειρωτικών Μελετών

Λιόλιος Χρίστος (1982), Οδοιπορικό στα χωριά της Φιλουριάς Χασίων του νομού Γρεβενών, επιγραφές –τοπωνύμια –ιστορία

Λιούφης Παναγιώτης (1924), Ιστορία της Κοζάνης, Αθήναι: Βάρτσος 1924

Μακρής Δημήτριος (1971) «Η επανάστασις του 1854 εις τον νομόν Κοζάνης», Μακεδονική Ζωή 61/33-5

Μάνος Διαμάντης φιλόλογος (1999), «Θεόδωρος Ζιάκας, ο θρυλικός ηγέτης της μάχης του Σπηλαίου Γρεβενών», Σπήλαιο Γρεβενών, Θεσσαλονίκη: Σύλλογος Σπηλιωτών Θεσσαλονίκης, 67-80

Μπίρκας Κώστας (1987), Αθάνατη Πίνδο: εθνικοί αγώνες και χοροάσματα της Βλαχουριάς: δοκίμιο  ιστορικά –λαογραφία φολκλόρ, Αθήνα: Σύλλογος Βελεστινιωτών Αθηνών

Μπόντας Γεώργιος (1983), «Δυτικομακεδόνες Φιλικοί», Βοϊακή Ζωή 67/7

Μυλωνάς Γεώργιος (2005), Το μοναστήρι της αγίας Παρασκευής στο Δήμο Αιανής, ιστορική αναδρομή του μοναστηριού διαμέσου των αιώνων, Κοζάνη: ΝΑ

Νασιάδης Μάκης (2000), «ο άγνωστος αγώνας των Γρεβενιωτών, http://find.in.gr/results.page?data=cache:www.fora.gr/grevena/themata/21.html+ΖΙΑΚΑΣ

Νασίκας Γεώργιος (1971), Το χωριό μου η Σμίξη: ιστορία, ήθη και έθιμα του Ν. Γρεβενών, Αθήνα

Νάστος Κλεάνθης (1981), «Οι αγώνες για την ελευθερία: λαϊκές μνήμες, τραγούδια και έγγραφα ενθυμήματα από τον ξεσηκωμό του 1854», Μακεδονική Ζωή 177/43-5

Νίκου –Γιωλτζόγλου Έφη Λιβαδερό (Μόκρο): η λαϊκή μας παράδοση, επιμ: Σταύρος Γιωλτζόγλου, Θεσσαλονίκη 1999

Νούσκας Κωνσταντίνος υποστράτηγος ε.α.(2002), «Εθνικοί αγωνιστές, οι αρματολοί και οι κλέφτες», Ημερολόγιον Κοζάνης 17/33

Ντίνας Κωνσταντίνος (1995), Κοζανίτικα επώνυμα 1759 –1916, ΙΝΒΑ: Κοζάνη (προσφορά Βασιλείου Καραγιάννη)

Παπαδημητρίου Απόστολος (2002), Σελίδες ιστορίας των Γρεβενών, Γρεβενά: ΝΑΓ, ΑΝΓ Α.Ε.

Παπαδημητρίου Χρίστος (2004), «Η περιοχή Γρεβενών κατά την τελευταία περίοδο της οθωμανικής κυριαρχίας», Κοζάνη και Γρεβενά, ο χώρος και οι άνθρωποι, Θεσσαλονίκη: University Studio Press, 172-6

Παπαδόπουλος Στέφανος (1965), «Μακεδονικά σύμμεικτα», Μακεδονικά 6/152-72

Παπαδόπουλος Στέφανος από Ρητίνη Πιερίας (1970), Οι επαναστάσεις του 1854 και 1878 στην Μακεδονία, Θεσσαλονίκη: ΕΜΣ

Παπαθανασίου Μιλτιάδης (1983) « Η εθνική εξέγερση του 1854: οι σταυραετοί των βουνών μάχονται και πέφτουν για το Γένος στη Φιλουργιά», Μακεδονική Ζωή 204/20-4

Παπαϊωάννου Λάζαρος (1973), Ο ξεσηκωμός των Δυτικομακεδόνων για την αποτίναξη του τουρκικού ζυγού: διάλεξη για τους αξιωματικούς του Α΄ Σ.Σ., Κοζάνη

Παπαϊωάννου Λάζαρος (1983), «Επαναστατική κινήματα του ΄21 Στο Βόιο και στα Γεβενά», Βοϊακή Ζωή 63:4

Παπαϊωάννου Μιλτιάδης (1940), «Ο Θεόδωρος Ζιάκας και η επανάστασις του 1854», Μακεδονικόν Ημερολόγιον 179 -90

Παπαϊωάννου Μιλτιάδης (1961), Ο Θεόδωρος Ζιάκας και η επανάσταση του 1854, Θεσσαλονίκη

Παπαϊωάννου Μιλτιάδης (1981), Ο Θεόδωρος Ζιάκας και η συμμετοχή του στους απελευθερωτικούς αγώνες του έθνους, Θεσσαλονίκη: ΕΜΣ

Passow Arnoldus (1958), Δημοτικά τραγούδια, Αθήναι: Νίκας –Σπανός

Πέτρου Γιάννης (1997), «Το χωριό Σπήλαιον Γρεβενών», Δυτικομακεδονικά Γράμματα 8/209-19

Πετρώφ Ιωάννης (1972), Περίδοξος κλεφτουριά της Μακεδονίας, βιογραφίαι 28 κλεφταρματολών της, Θεσσαλονίκη: Πουρνάρας

Πίνδος, Βάλια Κάλντα 1:50.000 (2002), Αθήνα: Ανάβαση

Πλουμίδης Γ. (1981), «Αραβαντινός Παναγιώτης», Πάπυρος –Λαρούς –Μπριττάνικα, Αθήνα, 10/269

Σούρλας Ευρυπίδης διευθυντής Διδασκ Ιωαννίνων (1932), «Ήπειρος και αυστριακή διπλωματία», Ηπειρωτικά χρονικά, Ιωάννινα 7/67-130

Σπανός Κώστας (1991), Ενθυμήσεις και επιγραφές από την περιοχή Δεσκάτης 1585 -1914, Λάρισα: ΕΜΟ Δεσκάτης

Σπυριδάκης Γεώργιος –Περιστέρης Σπύρος (1968), Ελληνικά δημοτικά τραγούδια, μουσική εκλογή, Αθήναι: Ακαδημία Αθηνών

Στεφάνου Αναστάσιος (1956), «Η κλεφτουργιά της Ρούμελης στη λαϊκή μας παράδοση, ένα ανέκδοτο δημοτικό τραγούδι», Ηπειρωτική Εστία 45/15-21

Στοιχεία συστάσεως και εξελίξεως των δήμων και κοινοτήτων, 26, νομός Κοζάνης (1961), Αθήναι: ΚΕΔΚΕ

Σφυρόερας Βασίλειος (1975), «Σταθεροποίηση της επαναστάσεως 1822 -1823», Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, Αθήναι: Εκδοτική Αθηνών, τ.12

Σχινάς Νικόλαος (1886), Οδοιπορικαί σημειώσεις Μακεδονίας, Ηπείρου, νέας οροθετικής γραμμής και Θεσσαλίας, Αθήναι: Messager d` Athenes, τ.Α΄

Ταλιαδούρης Κώστας Από τη μακραίωνη ιστορία της αρχαίας μακεδονίας και των Γρεβενών (Ελιμιώτιδας), Θεσσαλονίκη 1969

Τέρπου Αστέριος (1930), «Τα τέκνα της Κοζάνης τα τιμήσαντα την πόλιν εις τον αγώνα της εθνικής παλιγγεννησίας», Λεύκωμα νομού Κοζάνης επί τη εκατονταετηρίδι της Ελλάδος, Κοζάνη: Βόρειος Ελλάς, 68

Τζιούφας Στέφανος (1997), Το Δίλοφο Βοϊου, Θεσσαλονίκη

Τόζης Γιάννης (1956), «Αμερικανικαί και αγγλικαί πληροφορίαι περί της επαναστάσεως του 1854 εν Μακεδονία», Μακεδονικά 3/142-207

Τσαρμανίδης Αθανάσιος (1995), Συμβολή στην Ιστορία της Επαρχία Σερβίων κατά την περίοδο 1350 -1912, τ. Α 1350 -1880, Σέρβια: ΜΟΣ

Τσιάρας Γιάννης (1968) «Το ημερολόγιο του παπα -Νικόλα Κοκόλη από το Δίλοφο», Μακεδονικά 8/257-306

Τσιάρας Γιάννης (1971), «Βιβλιοκριτική για το έργο του Ιωάννη Βασδραβέλλη Αρματωλοί και Κλέφτες εις την Μακεδονίαν, β΄έκδοση», Μακεδονικά 425-35

Τσίγκαλος Δημήτριος (1978), «Το Επταχώρι (Βουρβουτσικό) στα αντάρτικα κινήματα 1854 -1878 -1897», Βοϊακή Ζωή 20/5

Τσίρος Γ. Ζήκος, Η Βλάστη (τ. Μπλάτσι), τ. Α΄-Γ΄, Θεσσαλονίκη 1964

Χαραμή Όλγα (2005), «Διακοπές , Σπήλαιο Γρεβενών, στη σκιά του Όρλιακα», http://ta-nea.dolnet.gr/print_article.php?e=A&f=18203&m=N34&aa=1

Χιονίδης Γεώργιος (1972), «Οι εις τα μητρώα των αγωνιστών του 1821 αναγραφόμενοι Μακεδόνες», Μακεδονικά 12/34-64

Wace Alan –Thompson Maurice (1987), Οι νομάδες των Βαλκανίων, Θεσσαλονίκη: Κυριακίδης

 

Υ.Γ. Για τους Ζιακαίους βρίσκει κανείς γρήγορα στοιχεία γράφοντας τη λέξη Ζιάκα στις μηχανές αναζήτησης, π.χ. στο www.google.com.gr. Ειδάλλως τους αναζητεί στους παρακάτω ιστότοπους και ιστοχώρους:

www.e-city.gr, Hellas informatics, Αθήνα

www.e-grevena.gr, Γρεβενά

www.macedonianet.gr, Κοζάνη

www.pamegrevena.gr, Γρεβενά

www.ptolemais.com, Η Ιστοσελίδα της Επαρχίας Εορδαίας, Πτολεμαΐδα

…………………………………………………………………………………………………………

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

[1] Δημοσιεύτηκε εντύπως για πρώτη φορά ως «Η εικόνα του Θεοδώρου Ζιάκα στην τοπική ιστοριογραφία», Ο Θεόδωρος Ζιάκας και η Επανάσταση της Δ. Μακεδονίας του 1854, Νομαρχιακή Αυτοδιοίκηση Γρεβενών, Γρεβενά 2008, 175-238. Ανακτενίστηκε σήμερα 11η Φεβρουαρίου 2018

[2] Το έργο του Αραβαντινού Συλλογή δημωδών ασμάτων Ηπείρου, όπως και μερικά άλλα, δεν ήταν διαθέσιμο στο γράφοντα, οπότε θα αντλούνται στοιχεία μέσω των συγγραφέων που το ανέγνωσαν

[3] Για τις αλλαγές στρατοπέδων του Ολύμπιου οπλαρχηγού Διαμαντή Νικολάου, βλ. Βασδραβέλλης 1940β:100-1. Η περίπτωση του Σωτηρίου Στράτου είναι χαρακτηριστική: αρματολός των Αγράφων είχε κατά μια πηγή, φονεύσει κατόπιν τουρκικών διαταγών ένα συνάδελφό του (Κασομούλης 1942:345), αλλά διωχθείς έπειτα από τους Τούρκους πέρασε στην Ελλάδα. Το 1836 μετέβη στα Άγραφα για να προσκυνήσει λαμβάνοντας το παλαιό αρματολίκι του και, προξενώντας προβλήματα, επικηρύχτηκε από το ελληνικό κράτος. Είκοσι χρόνια αργότερα, στην επανάσταση του 1854, ο Στράτος εισχώρησε στη Θεσσαλία ως συνταγματάρχης του ελληνικού στρατού

[4] Αν και υπάρχουν οι γραφές «Μαυρονόλο» και «Μακρυνόρο» (Σχινάς 1886:Α50 & Αδάμου 1994:244) το χωριό συναντάται τον 17ο αιώνα γραμμένο ως Μαυρονόρος (Καλλινδέρης 1940:60) και οι κάτοικοι το αποκαλούσαν Μαυρουνόρου, οπότε σωστά έπραξαν οι Βρετανοί.

[5] Στα σχετικά μητρώα οι αδερφοί Ζιάκα αναφέρονται λανθασμένα ως Θεσσαλοί με το επώνυμο «Ζάκος» (Χιονίδης 1972:12/35,41), επειδή η Λαμία ως τόπος κι έννοια απείχε πολύ μακριά από τα μέλη της εξεταστικής επιτροπής των Αθηνών. Καταγράφτηκαν βεβαίως με συνήθεις στις παρόμοιες περιπτώσεις υπερβολές: δηλώνεται π.χ. ότι είχαν υπηρετήσει «καθ΄ όλον τον αγώνα» και μάλιστα πώς ο Ιωάννης είχε τραυματιστεί κατά τη διάρκειά του. Πρόκειται προφανώς για αναγνώριση των υπηρεσιών που προσέφεραν οι Ζιακαίοι στη Μεγάλη Ιδέα κι όχι βέβαια το 1821.

[6] Säge καλείται το πριόνι στα γερμανικά και saw στα αγγλικά, οπότε προέρχονται προφανώς από την ίδια ινδοευρωπαϊκή ρίζα

[7] Το επώνυμο Ζιάκας συναντάται στην Κοζάνη του 1887, βλ. Ντίνας 1995:130 αλλά χωρίς προσπάθεια ετυμολόγησης, αλλά και στη Φυλλουριά των Χασίων, βλ. Λιόλιος 1982:95

[8] Επειδή ο γράφων δεν έχει μελετήσει αυτούσια τις εφημερίδες, τα προξενικά και τα κρατικά έγγραφα, θα ιδωθούν εξ ανάγκης μέσα από αποσπάσματα άλλων ερευνητών

[9] Για την επιθυμία βίαιης επίταξης τροφίμων από τον οπλαρχηγό Θεόδωρο Γρίβα στα Ζαγόρια το Φεβρουάριο του 1854 βλ. Λαμπρίδης 1889:55

[10] Ο όρος «αντάρτηδες» συναντάται σε εποχιακή ενθύμηση της Θεσσαλίας, βλ. Κολιόπουλος 1998:129

[11] Μυλωνάς 2005:107

[12] Ως Κονσουλάτα αναφέρεται αλλού η ίδια τοποθεσία, βλ. Χαραμή 2005:www

[13] Το ύπερθεν του Σπηλαίου όρος καλείται Όρλιακας, από το σλ. οrel =αετός, σύνηθες τοπωνύμιο σε απόκρημνα μέρη της Ελλάδας

[14] Ο συγγραφέας έγραψε λανθασμένα ότι η αναπαράσταση έλαβε χώραν το 1973

[15] «Αρκετούς» θεωρεί τους Κοζανίτες εθελοντές στο Σώμα του Ζιάκα και ο ερευνητής Ευάγγελος Κωφός (1992:447), χωρίς βέβαια να τους έχει μετρήσει

[16] «Οι Κλέφτες …βγήκαν στα βουνά και στους κάμπους, όχι για να κάνουν πλιάτσικο, αλλά γιατί μισούσαν θανάσιμα τον Τούρκο δυνάστη» είχε γράψει ένα χρόνο νωρίτερα ο συνταξιούχος υποστράτηγος και κάτοικος Έδεσσας Κ. Νούσκας 2002:33

Κατηγορίες: ΒΙΒΛΙΑ. Ετικέτες: , , , , . Προσθήκη στους σελιδοδείκτες.

Αφήστε μια απάντηση