Τζήκας Ντιντίνος: ο κομμουνιστής – πρότυπο. Ιστορία της σύγχρονης πολιτικής ιδεολογίας μέσα από την αφήγηση ενός καπνεργάτη

tzhkasΑλλά θα φτιάξω μια ζωή κοινή, ίδια για όλους[1]

Τον παρατηρούσα από χρόνια. Τον ήξεραν όλοι στο χωριό. Γέμιζε με το σεμνό του παρόν όλες τις πολιτικές εκδηλώσεις. Μια σκυφτή, αμίλητη μορφή, με νευρικό βάδισμα κι ένα μόνιμο τσιγάρο στο χέρι. Επάγγελμα καπνεργάτης. Ιδεολογία κομμουνιστής. Μόνιμος κομμουνιστής, όχι σαν αυτούς τους μοδάτους που παρέρχονται όταν μεγαλώσουν.

Ήταν παιδί όταν ο πατέρας του μπήκε φυλακή, τέλειωσε την εφηβεία του όταν βγήκε. Διάβαζε με πάθος. Δοσμένος στο Κόμμα. Παντού και πάντα πρώτο το Κόμμα. Γραμματέας της κόβας στη μεταπολίτευση. Αποσύρθηκε από το αξίωμα στην αρχή της δεκαετίας του ΄80, γιατί οι καιροί είχαν αλλάξει. Η αγαθή αγωνιστικότητα παραχώρησε τη θέση της στον άξοδο βερμπαλισμό. Δεν χρειάζονταν πια άκαμπτοι επαναστάτες-πρότυπα αλλά εκφωνητές υποσχέσεων εργασίας και δεινοί μάστορες των ελιγμών. Πέρασε λοιπόν στην εφεδρεία: χαμαλίκι, νεροκουβάλημα, σκούπισμα, αφίσες, κουπόνια. Δεν παραπονέθηκε. Το Κόμμα δεν καταλαβαίνει από παράπονα.

Οπλίστηκα με τα ιστορικά σύνεργα κι έκατσα απέναντί του στο τραπέζι του καφενείου. «Τι θα πιεις δάσκαλι ; Φέρι έναν καφέ του δάσκαλου»! Αρχίσαμε τη συζήτηση. Συμπλήρωνα την κοφτή διήγησή του με ερωτήσεις. Αποφάσισα μετά να τη δημοσιεύσω χωρίς να τον ρωτήσω. Ως συνηθίζεται υπομνημάτισα την αφήγηση.

Πιστεύω ότι το κείμενο αξίζει να προσεχτεί γιατί ανήκει τόσο στην Ιστορία όσο και στην Κοινωνιολογία. Μέσα στην απλότητά του αφήνει να διακριθούν οι απαρχές της ιδεολογίας του ήρωα, η καταγραφή της στο χρόνο, η παρακμιακή φθορά κι ο αυριανός θάνατός της. Θα λέγαμε ότι πρόκειται για την ιστορία ενός συνδετικού κρίκου, ο οποίος γράφει και σβήνει την ύπαρξη μιας πνευματικής περιπέτειας, αν ανιχνεύαμε στο κείμενο τη φιλοσοφική του διάσταση.

Η οικογένειά μας κατάγεται από την Πάδι. Ασχολούνταν όλοι με την κτηνοτροφία και συνέχισαν το ίδιο, όταν αργότερα μετακομίσαμε στην Αιανή.[2] Ο πατέρας μου γεννήθηκε το ΄12. Όταν γεννήθηκα πήραμε κλήρο 42 στρεμμάτων.

Στον πόλεμο του ΄40 ο πατέρας μου ήταν σαλπιγκτής στο σύνταγμα του Καραθάνου. Όταν γύρισε στο χωριό μπήκε στο κομμουνιστικό κόμμα κι ανέλαβε υπεύθυνος στην ΕΤΑ. Ο πρώτος κομμουνιστής του χωριού ήταν ο Λάμπρος Μπαλιάκας. Είχε μυηθεί το ΄22 στη Μικρά Ασία και το ΄26 ψήφισε Μέτωπο Εργατών – Προσφύγων. Ήταν κρυφός όμως και δε μιλούσε πουθενά.

Μετά τη συμφωνία της Βάρκιζας άρχισε το κυνηγητό των αριστερών. Ήμουν 6 χρονών αλλά θυμούμαι τους οπλισμένους χωροφύλακες, που έρχονταν σπίτι. Ο πατέρας μου βγήκε αντάρτης το Φθινόπωρο του ΄46. Πιάστηκε τραυματισμένος στο Χρώμιο.[3] Τότε κράτησαν για καμιά βδομάδα κλεισμένους στου Μπαρούτα το σπίτι τον παππού, το θείο και τη μάννα μου.

Ο πατέρας μου δικάστηκε ισόβια και φυλακίστηκε στην Κοζάνη. Μετά στο Γεντί Κουλέ, όπου ντουφέκιζαν τους Σλαβομακεδόνες. Στα Γιούρα ως το ΄55, φυλακές Αλεξάνδρας Βόλου, Μεσολόγγι και Πάτρα απ΄ όπου αποφυλακίστηκε το ΄58. Τότε ο παππούς δώρισε ένα οικόπεδο μας κι έγινε αυλή του δημοτικού σχολειού της Αιανής.[4]

Μετά την κατοχή τα οικονομικά της οικογένειάς μας πήραν τον κάτω δρόμο. Μας έκαψαν το μαντρί μας το ΄46, ο πατέρας μου αντάρτης και μετά στη φυλακή, ο θείος μου πήγε φαντάρος, ο παππούς είχε γεράσει και τα ζώα μας αφανίστηκαν όλα. Ο πατέρας μου στερήθηκε την ελληνική ιθαγένεια, τα χωράφια μας δημεύτηκαν κι όταν πηγαίναμε να τα καλλιεργήσουμε μας έστελναν απαγορευτικά χαρτιά.[5]

Ρωτούσα στο σχολειό το δάσκαλό μου γιατί είχαν φυλακίσει τον Κολοκοτρώνη!

Ήμουν δεκαπέντε χρονών, όταν δούλεψα γελαδάρης στα Μελίσσια για να αγοράσω ένα γουμάρι. Μ΄ αυτό κουβαλούσα και πουλούσα ξύλα στην Κοζάνη κι έστελνα πενηντάδραχμες επιταγές στον πατέρα μου στη φυλακή.

Όταν άνοιξαν τα μεταλλεία λευκολίθου του Νίκου Μάστορα δούλεψα ενάμισι χρόνο κουβαλώντας με το καρότσι από τη γαλαρία προς τα έξω. Τότε είχαν κολλήσει αφίσες στο χωριό, που έγραφαν «Ντροπή στην επιτροπή ειρήνης, ντροπή στα ανθρώπινα δικαιώματα», τις οποίες σκίζαμε το βράδυ μαζί με τον Τηλέμαχο.

Ήμασταν μέλη της νεολαίας της ΕΔΑ από το ΄58 που άνοιξε γραφείο της στο χωριό. Ρίχναμε και προκηρύξεις στο χωριό μαζί με το Βύρο.[6]

Το 1960 πήγα φαντάρος στα Γιάννενα. Με είχαν ρωτήσει αν ήμουν σε καμιά οργάνωση. Είχα απαντήσει ότι «δε γνωρίζω τίποτα». Πάντως εμάς, γιατί βρήκα κι άλλους κομμουνιστές, δεν μας έστελναν στα φυλάκια της Αλβανίας. Εκεί ψήφισα το ΄61 Πανδημοκρατικό Αγροτικό Μέτωπο.

Απολύθηκα από το στρατό και δούλεψα τρία χρόνια οικοδόμος στην Αθήνα. Όταν γύρισα στο χωριό έκανα την ίδια δουλειά, καλλιεργώντας παράλληλα τα χωράφια ή δουλεύοντας τα καλοκαίρια στην «κουμπίνα».[7]

Ο Σπύρος Ζυμάρας μας οργάνωσε στη νεολαία Λαμπράκη, ήμουν και στέλεχος του νομαρχιακού συμβουλίου της. Συνεδριάζαμε και στο χωριό στο σπίτι μου ή στου Καρπενήση. Το ΄64 νοικιάσαμε το «Τζιάτζιο» και πήγαμε στο Φαρδύκαμπο, όπου ο κεντρώος βουλευτής Λαζαρίδης μίλησε για την Εθνική Αντίσταση.[8]

Το πρωί της δικτατορίας του ΄67 κρυφτήκαμε με τον πατέρα μου στο υπόγειο του Βλάχου αλλά βγήκαμε το βράδυ γιατί δεν πείραξαν κανέναν εκτός από τον Αργύρη Στάμο. Έμαθα από τον Μπαρούτα ότι πήγαν στα γραφεία της ΕΔΑ, πήραν τα βιβλία από μέσα και τα έκαψαν στη σούδα εκεί μπροστά. Απαγορεύονταν οι συγκεντρώσεις αλλά εμείς οι νεολαίοι κάναμε πηγαδάκια και σκεφτόμασταν να αφοπλίσουμε τα ΤΕΑ. Ακούγαμε για πληροφόρηση τη «φωνή της αλήθειας» του ΚΚΕ από το ραδιόφωνο.[9]7

Το ΄68 έγινε η ψηφοφορία για το ναι ή όχι στο σύνταγμα του Παπαδόπουλου. Πήγα μέσα στο παραβάν και ψήφισα. Ο μόνος που ψήφισε φανερά «όχι» ήταν ο Χαρίσης Κοντός, που ανακατεύονταν με τον Ψαρουδάκη.[10]

Την ίδια χρονιά είχε έρθει ένα χαρτί στον πατέρα μου και μάθαμε για τη διάσπαση του Κόμματος. Πρώτος στο χωριό έφυγε στο «εσωτερικό» ο Χαρίσης Πάσχος, επειδή επηρεάζονταν από τον Ζυμάρα.[11]

Όταν έγινε μεταπολίτευση μαζευτήκαμε καμιά εικοσαριά νεολαίοι στου Βύρου το σπίτι και κάναμε την ΚΝΕ Αιανής. Ανέλαβα υπεύθυνος, έγραφα την εφημερίδα τοίχου που την κολλούσαμε έξω από του Γκάγκου το σπίτι ή γράφαμε μπροσούρες σε πανό και συνθήματα σε σπίτια. Τότε δημιουργήσαμε και την ΚΟΒ του ΚΚΕ, στην οποία ανέλαβα γραμματέας για εννιά χρόνια, και τον επόμενο χρόνο νοικιάσαμε επίσημο γραφείο.

Συνδεόμασταν με την Κοζάνη και διαβάζαμε τα έντυπα του κόμματος. Η κόβα μας χρεώνονταν με 35 εφημερίδες, τις οποίες πουλούσα εγώ κάθε μέρα στους χωριανούς. Προσκαλούσαμε κι ομιλητές ή διαφωτιστές σαν τον πρώην βουλευτή της ΕΔΑ Μπούσιο ή το Λαζαρίδη, που τους φιλοξενούσα στο σπίτι μου.

Έβγαινα για κατήχηση στα χωριά της αχτίδας Τσιαρτσιαμπά ως και τα τουρκόφωνα. Στις εκλογές έμπαινα αντιπρόσωπος στα εκλογικά κέντρα άλλων χωριών: στην Αγία Παρασκευή το ΄81 είχαμε πάρει 3 ψήφους ! Έβαλα και υποψήφιος κοινοτικός σύμβουλος. Πρόσφερα εργασία στα φεστιβάλ του κόμματος, μάζευα οικονομικές ενισχύσεις, έτρεχα για το κόμμα. Όταν δεν υπήρχαν λεφτά στο γραφείο έβαζα από τα δικά μου.

Σύνταξη Εθνικής Αντίστασης δεν πήραμε, γιατί η μάννα μου δε θέλησε να κάνει χαρτιά και το αφήσαμε έτσι.

Στην εκκλησιά δεν πάω, καταλαβαίνεις τώρα, πάω πολύ σπάνια, σε γάμους και μνημόσυνα.

Είχα επιφυλάξεις για τη συνεργασία με τη Δεξιά το ΄89 αλλά υπάκουσα στο Κόμμα. Τώρα δεν διαβάζω το Ριζοσπάστη γιατί σταμάτησε να έρχεται στο περίπτερο της Αιανής. Μπορεί οι καιροί να άλλαξαν αλλά τα προβλήματα παραμένουν. Ο λαός υποφέρει.

Το Κόμμα δεν μπορώ να το αφήσω. Είμαι δεμένος μαζί του.

 

Δημοσιεύτηκε πρώτη φορά στο περιοδικό της Κοζάνης Παρέμβαση (Ιαν. – Φεβρ. ΄97) 15 -16

 

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

[1] «Αλλ΄ ένα ποιώ κοινόν πάσιν βίοτον και τούτον όμοιον» Αριστοφάνης, Εκκλησιάζουσες, τ. 3, Heineman, London 1972, σ. 594

[2] Ο ερχομός των Ντιντίνων αποτελεί δείγμα των δημογραφικών αναστατώσεων κατά την περίοδο των τελευταίων αιώνων στην περιοχή. Ενώ οι απαρχές της σύγχρονης Αιανής  χρονολογούνται τον 7ο αιώνα μ. Χ. ο καθοριστικός αιώνας για το μέλλον του οικισμού είναι ο 18ος. Τότε ενισχύεται το πληθυσμιακό δυναμικό του χωριού με την προσέλευση ανθρώπων από τα γύρω χωριά, τις Σέρρες ή και το Καρπενήσι.

[3] Ο ευκατάστατος κτηνοτρόφος Βαγγέλης Ντιντίνος βγήκε αντάρτης στο ΔΣΕ μαζί με αρκετούς άλλους χωριανούς το Νοέμβρη του ΄46. Στις 16 του Γενάρη του επόμενου χρόνου ο στρατός μπλοκάρισε το προωθημένο φυλάκιο των ανταρτών στο Χρώμιο. Η αναγκαστική έξοδος των τελευταίων στοίχισε την επιτόπια ζωή του αντάρτη Γρηγόρη Στάμου και τον θανάσιμο κοιλιακό τραυματισμό του Βασίλη Σφήκα, που πέθανε αργότερα στην Ποντινή. Ο Ντιντίνος τραυματίστηκε στο χέρι κι αιχμαλωτίστηκε μαζί με τον συνεπαναστάτη του Νίκο Μανώλα.

[4] Θεωρώ ως πολύ πιθανή την υπόθεση ότι η δωρεά του οικοπέδου στο σχολείο συνετέλεσε στην αποφυλάκιση του Βαγγέλη

[5] Εδώ ο Τζήκας μάλλον κάνει λάθος σχετικά με την ιθαγένεια και τη δήμευση. Οι αντίστοιχοι νόμοι είχαν ψηφιστεί μετά τη φυλάκιση του πατέρα του και τίποτα ενισχυτικό της γνώμης του δεν υπάρχει στα αρχεία της κοινότητας Αιανής. Η στέρηση όμως της νομής των κτημάτων πραγματοποιήθηκε σύμφωνα με το Ν’ ψήφισμα της 20-4-48, σύμφωνα με το οποίο καταδικάζονταν όλοι όσοι «από της εχθρικής κατοχής κι εντεύθεν (είχαν δράσει ) αντεθνικώς…». Ν. Αλεβιζάτος, Οι πολιτικοί θεσμοί σε κρίση 1922-1974, Θεμέλιο, Αθήνα 1983 σ. 493

[6] Ο Τηλέμαχος και ο Βύρων είναι δυο άτεγκτοι παλαιοκομμουνιστές, παιδικοί φίλοι του Τζήκα. Τα γραφεία της ΕΔΑ άλλαξαν τρεις φορές τόπο ώσπου κλείστηκαν δια παντός το 1967.

[7] Δουλειά στην «κουμπίνα» σήμαινε κουβάλημα υπέρβαρων τσουβαλιών γεμάτα σιτάρι από τα φορτηγά στα σπίτια των αγροτών, σκέτη αποκτηνωτική ξεθέωση

[8] Η αναφερόμενη γιορτή στο  Φαρδύκαμπο είναι η πρώτη αριστερή αντιστασιακή εκδήλωση τουλάχιστον στη Μακεδονία, ο  δε Τζιάτζιος ήταν ο ιδιοκτήτης του λεωφορείου, που δρομολογήθηκε για πρώτη φορά στη γραμμή Αιανής-Κοζάνης.

[9] Ο Αργύρης Στάμος έχει μια πολυτάραχη ιστορία. Μέλος του ΚΚΕ από το ΄43, Ελασίτης, εξόριστος φαντάρος στη Μακρόνησο. Την 21η Απριλίου 1967 το πρωί καταδιώχτηκε και πιάστηκε στην Αιανή από δυο ένθερμους της δικτατορίας νεολαίους. Εξορίστηκε για 4 χρόνια στη Λέρο. Ο «Μπαρούτας» ή Θανάσης Καραμανώλας ήταν ένας αγαθότατος μανιώδης πότης. Το σπίτι του χρησίμευε ως μεταγωγική φυλακή των ανταρτών στη διάρκεια του εμφυλίου. Τον θυμάμαι καλά το ΄74 όταν κυκλοφορούσε με Μ 1 όπλο στο χέρι, διαπρύσιος υποστηριχτής της «επανάστασης». Ήταν από την πάστα των απλοϊκών ανθρώπων, που αγόγγυστα προσέφεραν υπηρεσίες χωρίς καμιά ανταμοιβή.

[10] Ο Χαρίσης Κοντός, μαχητικότατος δημοκράτης,  καθηγητής σήμερα στα ΤΕΙ Λάρισας δημιούργησε έναν πυκνό χριστιανοδημοκρατικό πυρήνα στην Αιανή, τον οποίο διεύρυνε ο μεταπολιτευτικός παπάς Κώστας Κώνστας. Μέσα σ΄ αυτόν ανένηψαν αρκετοί οπαδοί της δικτατορίας. Η ενδιαφέρουσα αυτή θρησκευτικοπολιτική κίνηση διαλύθηκε άδοξα μετά τη λιποταξία του ιδρυτή της Ν.  Ψαρουδάκη και τη μετάθεση του πατρός Κώστα στο Βελβεντό

[11] Ο Χαρίσης Πάσχος, ένας θερμοκέφαλος νεολαίος με πατέρα αντάρτη του ΔΣΕ διακρίνονταν για την καυστικότατη κριτική του σε θεσμούς και πρόσωπα. Είχε την τόλμη να αποκλίνει από την «ορθοδοξία» του Κόμματος, τον καιρό που οι λέξεις ρεφορμισμός και πρακτορολογία μεσουρανούσαν ακόμη στον πολιτικό λόγο της αριστεράς. Σήμερα δεμένος με την οικογένεια και τη μόνιμη δουλειά στο μουσείο αναπολεί τις συγκινητικές εκείνες παλιές εποχές

 

Κατηγορίες: ΑΡΘΡΑ. Ετικέτες: , , , , . Προσθήκη στους σελιδοδείκτες.

Αφήστε μια απάντηση