Άρθρα με ετικέτα “εξουσία”

clipboard01-82-thumb-small.jpgΜας λένε κάποιοι, που δίνουν την εντύπωση ότι βρίσκονται σε κατάσταση μόνιμης ανησυχίας για την επιβίωση του ελληνικού έθνους, ότι η ελληνική γλώσσα κινδυνεύει να χαθεί.

Και σπεύδουν να μας δώσουν παραδείγματα λαθών που ψάρεψαν στο δημόσιο λόγο, οικτίροντας τους αμαθείς που λένε «ανταπεξέρχομαι» αντί για το σωστό «αντεπεξέρχομαι», «απανέκαθεν» αντί «ανέκαθεν», «όλους όσους» αντί «όλους όσοι».

Η γλωσσολογία τούς διαψεύδει. Η γλώσσα μας όχι μόνο δεν φαίνεται να χάνεται, αλλά συνεχίζει ακμαία την πορεία της στο χρόνο. Οπως κάθε γλώσσα, έτσι και η ελληνική εμπλουτίζεται, προσαρμόζεται και εξελίσσεται. Μας λέει, επίσης, η γλωσσολογία ότι το σωστό και το λάθος στη γλώσσα δεν είναι απόλυτες έννοιες και ότι η υπόδειξη του σωστού δεν είναι πάντα όσο αθώα φαίνεται. Συχνά η υπόδειξη του σωστού και ο στιγματισμός του λάθους λειτουργούν εξουσιαστικά, προάγοντας κοινωνικές ανισότητες.

«Η “σωστή” χρήση της γλώσσας» γράφει στο βιβλίο της «Γλώσσα και ιδεολογία» η Αννα Φραγκουδάκη, καθηγήτρια Κοινωνιολογίας της Εκπαίδευσης στο Παιδαγωγικό Τμήμα Νηπιαγωγών του Πανεπιστημίου Αθηνών, «αποτελεί, κατά την κοινωνιογλωσσολογία, τυπικό σύστημα, προϊόν καθαρά κοινωνικής επεξεργασίας, που ορίζει ποιες επιλογές πρέπει να κάνει ο ομιλητής για να προσαρμόζεται στο αισθητικό ή κοινωνικό και μορφωτικό γλωσσικό ιδεώδες των κοινωνικών ομάδων που διαθέτουν κύρος και εξουσία».

Αυτό συμβαίνει διότι η γλώσσα δεν είναι ουδέτερη και αθώα. Κάθε γλωσσική ανταλλαγή, λέει ο ανθρωπολόγος Πιέρ Μπουρντιέ στο βιβλίο του «Γλώσσα και συμβολική εξουσία», εκτός από σχέση επικοινωνίας, «είναι επίσης μια οικονομική ανταλλαγή […], η οποία είναι ικανή να προσπορίσει ένα ορισμένο κέρδος, υλικό ή συμβολικό». Ως χρήστες της γλώσσας, διαθέτουμε κατά τον Μπουρντιέ ένα γλωσσικό κεφάλαιο, μια ικανότητα να ελισσόμαστε μέσα στη γλώσσα. Οσο μεγαλύτερο είναι το γλωσσικό μας κεφάλαιο τόσο περισσότερο διακρινόμαστε από τους άλλους και άλλο τόσο περισσότερο καταφέρνουμε να ελιχθούμε στον κοινωνικό καταμερισμό.

«Δεν υπάρχουν για τη γλωσσολογία τυχαία ή ανόητα λάθη» λέει η Μάρω Κακριδή – Φερράρι. «Τα λάθη γίνονται σε σημεία του συστήματος που είτε είναι αδιαφανή είτε αποτελούν εξαιρέσεις στους γλωσσικούς κανόνες. Οταν κάποιος λέει: “Τα αποτελέσματα επεξεργάστηκαν από ειδικούς”, το λέει επειδή παρασύρεται από την ενεργητική διάθεση του ρήματος επεξεργάζομαι, που όμως είναι αποθετικό και δεν έχει ενεργητική φωνή. Πιθανότατα αυτό το λάθος κάποια στιγμή να ενταχθεί στην πρότυπη γλώσσα και να μη θυμόμαστε ότι κάποτε ήταν λάθος. Οπως δεν θυμόμαστε σήμερα ότι κάποτε το “δείχνω” ήταν λάθος και το σωστό ήταν το “δεικνύω”, και ότι ακόμη παλιότερα το σωστό ήταν το “δείκνυμι”».

Αλλο λάθος, για το οποίο έχει γίνει μεγάλος θόρυβος, είναι το «απανέκαθεν». Εξηγεί ο μεταφραστής Γιάννης Η. Χάρης, που αρθρογραφεί χρόνια για τη γλώσσα: «Το αρχαϊκό επίθημα “-θεν” δεν είναι διαφανές. Δεν μπορεί να το αναγνωρίσει κάποιος, να καταλάβει μόνος του ότι σημαίνει “από”, παρά μόνο αν το έχει διδαχτεί ειδικά. Οταν θέλει, λοιπόν, να χρησιμοποιήσει το “ανέκαθεν” ως επίρρημα, βάζει μπροστά την πρόθεση “από”, την οποία δεν αναγνωρίζει στο “-θεν” – όπως λέει “από μακριά”, “από κοντά” ή “από παλιά”, που έχει, μάλιστα, παραπλήσια σημασία με το ανέκαθεν».

Για όσους διαμαρτυρηθούν, ο Γιάννης Η. Χάρης επισημαίνει ότι αυτό το λάθος βρίσκεται μεταξύ άλλων στον Ομηρο («απ’ ουρανόθεν», καθώς και «εξ ουρανόθεν»), στους Ευαγγελιστές («από μακρόθεν») και στον Ελύτη, έστω κι αν ο ποιητής το χρησιμοποίησε για λόγους προσωδίας («πάλι βγήκα εκεί / που το κολύμπι μ’ έβγαζε απ’ ανέκαθεν» («Τα ελεγεία της οξώπετρας»). Μάλιστα, ο Εμμανουήλ Κριαράς το έβαλε στο λεξικό του ως λαϊκό τύπο.

Πρέπει, λοιπόν, να σταματήσουμε να διορθώνουμε; «Αν δεν διορθώσουμε κάποιον», λέει η Μάρω Κακριδή – Φερράρι, «τον αφήνουμε εκτεθειμένο στην κριτική και στο στιγματισμό, μια που το σχολείο και η κοινωνία έχουν συγκεκριμένη αντίληψη για το “λάθος”. Η διόρθωση είναι μια κοινωνική πράξη, όχι γλωσσολογική. Στοχεύει στο να μάθει κάποιος, για δικό του κέρδος, αυτό που είναι γενικότερα αποδεκτό σε μια συγκεκριμένη στιγμή».

«Διορθώνουμε και περιμένουμε να δούμε, γιατί απλούστατα δεν ξέρουμε τι, αν και πότε θα επικρατήσει» λέει ο Γιάννης Η. Χάρης. «Το θέμα είναι η ιδεολογία που διέπει τη διόρθωση, αν η διόρθωση έχει αυστηρά ρυθμιστικό χαρακτήρα, που αποκλείει δηλαδή, που απορρίπτει προγραμματικά την εξέλιξη της γλώσσας. Γε- νικότερα, ο ίδιος ο λόγος για τη γλώσσα μπορεί να θεωρηθεί εξουσιαστικός· ακόμη και η κουβέντα που κάνουμε εδώ».

Με εξουσιαστικό τρόπο λειτουργεί ως προς το ύφος η χρήση λόγιας και, κυρίως, αρχαΐζουσας γλώσσας, διότι εμφανίζει τον ομιλητή ως κάτοχο μιας ανώτερης, υποτίθεται, μορφής γλώσσας. Λέμε πολύ συχνά πια «λαμβάνω» αντί για «παίρνω» και όλο και συχνότερα «ουδείς» αντί για «κανένας». Στην τηλεόραση, στις πλημμύρες τα νερά δεν ξεχειλίζουν, αλλά «τα ύδατα υπερχειλίζουν»· ο ασθενής δεν μεταφέρεται στο νοσοκομείο, αλλά «διακομίζεται» και η νύφη δεν μπαίνει στην εκκλησία, αλλά «εισέρχεται του ναού» (που είναι και γραμματικό λάθος, διότι το εισέρχομαι δεν συντάσσεται με γενική, όπως το εξέρχομαι· λάθη τέτοιου είδους αφθονούν σ’ αυτές τις περιπτώσεις βεβιασμένης χρήσης αρχαΐζουσας γλώσσας, ακριβώς διότι εκεί παραβιάζεται το γλωσσικό αίσθημα).

«Ο μορφωμένος ομιλητής της επίσημης παραλλαγής» γράφει η Αννα Φραγκουδάκη (αναφερόμενη στη μελέτη του Μιχαήλ Σετάτου για την παρεμβολή στοιχείων της καθαρεύουσας στην καθημερινή ομιλία) «που χρησιμοποιεί καθαρευουσιανισμούς, όπως “εκ προοιμίου”, “δεδομένου του θέματος”, “εις άγραν”, “ουδενός εξαιρουμένου”, “τας παρούσας συνθήκας”, στοχεύει αλλά και πετυχαίνει την κοινωνική διάκριση, τη μετάδοση του έμμεσου μηνύματος της κοινωνικής του ανωτερότητας που αποδεικνύουν η γνώση και χρήση των καθαρευουσιανισμών». Αντίθετα, προσθέτει, ο λαϊκός ομιλητής χρησιμοποιεί την καθαρεύουσα με διάθεση ειρωνείας, όταν λέει «η συμβία μου» και «στας διαταγάς σας».

Ο Γιάννης Η. Χάρης αποδίδει την τάση προς ένα ύφος λόγιο και αρχαϊκό στην ανασφάλεια που νιώθουμε για τη γλώσσα. «Γιατί πριν από 15 χρόνια καταργήσαμε το “Σαπφώς” και κρατήσαμε αποκλειστικά το “Σαπφούς”; Και, μάλιστα, επιβάλαμε την αρχαϊκή κατάληξη ακόμα και σε λαϊκά ονόματα: της Γωγούς, της Ζωζούς; Διότι κάποιος μας το υπέδειξε και επειδή νιώθουμε ανασφάλεια για τη γλώσσα μας, λόγω της συστηματικής απαξίωσής της. Καταφεύγουμε, λοιπόν, στον λόγιο τύπο όπου νιώθουμε ασφαλείς, γιατί αυτόν, ακόμα και λανθασμένο, δεν τον διορθώνει κανείς. Βέβαια, ακόμα και αυτά όλα ενδέχεται να επικρατήσουν, ακόμα κι όταν πρόκειται για αναντίλεκτα λάθη. Δεν θα πάθει τίποτα η γλώσσα. Εχει, όμως, σημασία να αναδεικνύεται ο κοινωνικός λόγος μιας τέτοιας αλλαγής».

Ελευθεροτυπία

Comments 0 σχόλια »

clipboard01-82-thumb-small.jpgΚατηγορούμε συχνά τους πολιτικούς ότι χρησιμοποιούν γλώσσα «ξύλινη», μια έννοια μάλλον ασαφή, που σημαίνει συνήθως γλώσσα άκαμπτη, δυσνόητη και απομακρυσμένη από την πραγματικότητα.

Δεν είναι, βέβαια, μόνον ο πολιτικός λόγος που οργανώνεται με συγκεκριμένο τρόπο, προκειμένου να πετύχει έναν συγκεκριμένο σκοπό. Ολοι οι ομιλητές, κάθε φορά, κάνουν συγκεκριμένες επιλογές λεξιλογίου και γραμματικής. Αυτές οι επιλογές υποβάλλουν μια συγκεκριμένη οπτική της πραγματικότητας και αποκλείουν άλλες, οι οποίες θα προέκυπταν αν οι επιλογές των ομιλητών ήταν διαφορετικές. Αλλο είναι να πεις: «Απωθήθηκαν ταραχοποιά στοιχεία» και άλλο «Η αστυνομία χτύπησε διαδηλωτές». Οι δύο φράσεις νοηματοδοτούν τελείως διαφορετικά το ίδιο περιστατικό.

«Οταν επαναλαμβάνονται συγκεκριμένες επιλογές λεξιλογίου και γραμματικής, τότε όχι απλώς υποβάλλουν, αλλά ουσιαστικά επιβάλλουν εμμέσως την οπτική τού ομιλητή» λέει η Μάρω Κακριδή – Φερράρι. «Αυτή είναι η περίπτωση του πολιτικού λόγου, ενός κειμενικού είδους που αποκτά την οργάνωση και τις συμβάσεις του από την κοινωνική πρακτική της πολιτικής δραστηριότητας στις διάφορες εκφάνσεις της (συνέντευξη, κοινοβουλευτική ομιλία, προεκλογική ομιλία κ.ά.) και από τα υποκείμενα που εμπλέκονται σ’ αυτήν: τους πολιτικούς και το ακροατήριό τους, ως πιθανούς ψηφοφόρους».

Στην προσπάθειά του να κερδίσει την ψήφο μας, ο πολιτικός δεν χρησιμοποιεί μόνο το λόγο. Ο λόγος συμβάλλει σε άλλες σημειωτικές πρακτικές, από το ντύσιμο ώς τις χειρονομίες που χρησιμοποιεί ο πολιτικός, στο πλαίσιο πάντα της δεδομένης πολιτικής και κοινωνικής πραγματικότητας. Ο κόμπος της γραβάτας που έλυσε ο Κ. Καραμανλής στο τέλος της ομιλίας του προς τα μέλη της ΟΝΝΕΔ, στο Αιγάλεω, είναι ένα παράδειγμα.

Αλλο παράδειγμα είναι ο τρόπος που συνηθίζει να χτυπά τα χέρια του στο βάθρο ή ο τρόπος που κινείται στην εξέδρα, πηγαινοερχόμενος από τη μία άκρη στην άλλη, με το χέρι σηκωμένο να δείχνει κάπου μέσα στο ακροατήριο τη στιγμή που ένα χαμόγελο συνενοχής σχηματίζεται στο πρόσωπό του, μια κινησιολογία η οποία έχει αντιγραφεί από τις προεκλογικές εμφανίσεις της Χίλαρι Κλίντον. Αν κρίνουμε από τις διαφορές στον σωματότυπο των δύο πολιτικών, η επιλογή της συγκεκριμένης κινησιολογίας είναι μάλλον ατυχής για τον πρωθυπουργό, στοχεύει όμως στη δημιουργία συνοχής με το ακροατήριο.

Αν και η παράθεση επιχειρημάτων δίνει την εντύπωση ότι ο πολιτικός λόγος απευθύνεται στη λογική μας, στην πραγματικότητα απευθύνεται στο θυμικό μας με διπλό στόχο: από τη μια, να επιφέρει την ταύτιση του ακροατηρίου με τον ομιλητή· από την άλλη, να εμποδίσει την ορθολογική ανάλυση του λόγου, η οποία θα μπορούσε να θέσει υπό αμφισβήτηση τη μοναδική αλήθεια που ο πολιτικός λόγος διατείνεται ότι πρεσβεύει.

Για να επιτευχθεί η συναισθηματική φόρτιση του ακροατηρίου, επιστρατεύεται μια ολόκληρη σειρά λεξικών και γραμματικών επιλογών. Δεν είναι όλες τους ιδιαίτερα επιτυχημένες, πρέπει να ομολογήσουμε – έχουν, όμως, το σκοπό τους. Μεταφορές: «η καρδιά της Ελλάδας», «νοικοκύρεμα του τόπου», «η πρώτη γραμμή της μάχης», «ο ήλιος θα φωτίσει όλη την Ελλάδα», εικόνες οικείες, συναισθηματικά φορτισμένες, που μεταφέρουν, πέρα απ’ αυτό που δηλώνουν, μιαν αύρα που απευθύνεται στο θυμικό.

Διαβάστε το άρθρο στην Ελευθεροτυπία

Comments 0 σχόλια »

11841.gifΠέρασαν δύο χρόνια από την εποχή που ο δημόσιος διάλογος με αφορμή το (εσαεί) νέο βιβλίο Ιστορίας της ΣΤ΄ Δημοτικού είχε επικεντρωθεί σε ζητήματα ιστορίας (και αυτογνωσίας). Το ζήτημα φάνηκε να κλείνει με την απόφαση του διαδόχου της κ. Μαριέττας Γιαννάκου τελικώς να μην ενταχθεί το νέο βιβλίο στο αναλυτικό πρόγραμμα. Ωστόσο, η καθοριστική παρέμβαση της εκκλησιαστικής ιεραρχίας στο φίλμ του Κ. Γαβρά, αλλά και πρόσφατες παρεμβάσεις του ΛΑΟΣ σε τμήματα ιστορίας ΑΕΙ δικαιώνουν όσους έλεγαν πως η διαμάχη μόνο επιστημονική δεν ήταν.

Oταν ο κ. Π. Στάθης εργαζόταν ως ιστορικός ερευνητής στο Πανεπιστήμιο Κρήτης παρατήρησε την ανθεκτικότητα του πιο γνωστού μύθου (το ανέφερε ο ίδιος σε ομιλία του στο πλαίσιο των επιστημονικών συμποσίων της Σχολής Μωραΐτη): «Από τους πρωτοετείς φοιτητές του Τμήματος Κοινωνιολογίας των ετών 2001, 2002 και 2004, όσο και από τους σπουδαστές της σχολής Ξεναγών Ηρακλείου των ετών 2000 – 2005, ελάχιστοι γνώριζαν ότι κρυφό σχολειό δεν υπήρξε. Οι υπόλοιποι όχι απλώς έμεναν έκπληκτοι μπροστά στην «αποκάλυψη», αλλά αδυνατούσαν να το αποδεχθούν αδιαμαρτύρητα και το θέμα ξεσήκωνε ζωηρές συζητήσεις που ξεπερνούσαν τα χρονικά όρια του μαθήματος».

Η απόδειξη δεν αρκεί

Γιατί άραγε -αναρωτήθηκε ο Π. Στάθης- δεν αρκεί η αποδεδειγμένη λειτουργία πάρα πολλών νόμιμων και φανερών σχολείων κατά τη διάρκεια της οθωμανικής αυτοκρατορίας, ώστε να καταρριφθεί ο μύθος; Στο «Νορβηγικό Δάσος», ένα από τα καλύτερά του έργα (στα ελληνικά από τις εκδόσεις «Ωκεανίδα»), ο Χαρούκι Μουρακάμι αναφέρεται και στις ωμότητες των (συμπατριωτών του) Ιαπώνων στη Μαντζουρία. Επίσης ένα θέμα που, αν και (ιστορικά) τεκμηριωμένο, παρέμεινε για δεκαετίες ταμπού στη νεότερη ιαπωνική ιστοριογραφία.

Αυτές οι «παραλείψεις» συμβαίνουν όχι μόνο μεταξύ εθνών αλλά και εντός του ίδιου έθνους. Αρκεί να θυμηθούμε τις κατά καιρούς κυρίαρχες απόψεις για τον Ελληνικό Εμφύλιο ή τη Μικρασιατική Καταστροφή ή ακόμη την επίσημη για μερικές δεκαετίες θέση της σοβιετικής ιστοριογραφίας σχετικά με το (βίαιο) τέλος των Ρομανόφ.

Η σχέση της Εξουσίας με την Ιστορία είναι τόσο στενή, ώστε συνήθως η μάχη για την «ιστορική αλήθεια» δεν είναι επιστημονική αλλά πολιτική. Και αν το «παντεσπάνι» της Μαρίας Αντουανέτας σήμερα φαίνεται απλώς μία ανόητη παρατήρηση, ωστόσο το 1793 η σχετική φημολογία την οδήγησε στα σκαλιά της γκιλοτίνας. Τι και αν έπειτα από 200 χρόνια αμφισβητήθηκε ο συγκεκριμένος μύθος. Η «ιστορία» αποφάσισε ότι η Αυστριακή πριγκίπισσα το είχε πει.

Θέμα αυτοπροσδιορισμού

Η ιεραρχία της Εκκλησίας δεν ήθελε την προβολή ενός φιλμ (και μάλιστα ενός σκηνοθέτη της εμβέλειας του Κ. Γαβρά) όπου ο ρόλος κληρικών δεν συνάδει με την εικόνα που επιθυμεί για το παρελθόν της.

Το ζήτημα δεν είναι επιστημονικό. Δεν πρόκειται για μία αμφισβητούμενη διαμάχη ιστορικών με την εκατέρωθεν κατάθεση σχετικών τεκμηρίων. Είναι πρωτίστως θέμα αυτοπροσδιορισμού. Και η ελλαδική Εκκλησία, ως δημιούργημα του ελληνικού κράτους, δεν μπορεί να επιτρέψει την ανατροπή του κεντρικού θεμελίου της, δηλαδή τον ρόλο της στη διαμόρφωση της σημερινής «εθνικής ταυτότητας». Δεν είναι η ιστορική αλήθεια που αγνοείται από την Εκκλησία (πολλοί ιεράρχες γνωρίζουν εξαιρετικά καλά και Ιστορία και Πολιτική Επιστήμη), αλλά η χρήση της. Δι’ ο και επεμβαίνουν προλητπικά.

Άρθρο του Τάκη Καμπύλη στην Καθημερινή

Οι γελοιογραφίες του Τάσου Αναστασίου

11858.gif

Comments 0 σχόλια »

Αλλαγή μεγέθους γραμματοσειράς
Αντίθεση
Μετάβαση σε γραμμή εργαλείων