Πίνακας Περιεχομένων
1. Η Οδηγία 29.2001 ΕΚ
1.1 Εισαγωγή – εννοιολογικοί προσδιορισμοί ……………………………………… 3
1.2 Το περιεχόμενο της οδηγίας …………………………………………………………… 3
1.3 Κριτική ……………………………………………………………………………………………. 6
1.4 Συμπεράσματα ……………………………………………………………………………….. 9
2. Σχολιασμός των σχετικών αποφάσεων του ΔΕΚ
2.1 Η υπόθεση C-275/06
2.1.1. Εισαγωγή ……………………………………………………………………………… 10
2.1.2. Τα στοιχεία της υπόθεσης …………………………………………………….. 10
2.1.3. Νομικό πλαίσιο ……………………………………………………………………… 11
2.1.4. Η απόφαση του ΔΕΚ ………………………………………………………………. 14
2.1.5. Συμπεράσματα ………………………………………………………………………. 15
2.2 Η υπόθεση C-306/05
2.2.1. Εισαγωγή ………………………………………………………………………………… 16
2.2.2. Τα στοιχεία της υπόθεσης ………………………………………………………. 17
2.2.3. Η απόφαση του ΔΕΚ ……………………………………………………………….. 18
2.2.4. Συμπεράσματα ……………………………………………………………………….. 20
3. Γενικά Συμπεράσματα- η Πνευματική Ιδιοκτησία στον Κυβερνοχώρο..…. 21
4. Βιβλιογραφία ……………………………………………………………….…………………………. 23
1. Η Οδηγία 29/2001 ΕΚ
1.1. Εισαγωγή – Εννοιολογικοί προσδιορισμοί
Στο δευτερογενές ή παράγωγο κοινοτικό δίκαιο εντάσσονται οι πράξεις εκείνες που παράγονται από τα κοινοτικά όργανα, το Συμβούλιο των Υπουργών και το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, βάσει των αρμοδιοτήτων που προβλέπονται στο πρωτογενές δίκαιο. Στο παράγωγο δίκαιο περιλαμβάνονται και οι οδηγίες.
Η Οδηγία δεσμεύει το κράτος -μέλος στο οποίο απευθύνεται όσον αφορά στο επιδιωκόμενο αποτέλεσμα, αλλά αφήνει την επιλογή της δικαιικής μορφής που θα λάβει στην αρμοδιότητα των εθνικών αρχών. Η Οδηγία χαρακτηρίζεται από τη μερική της ισχύ (μπορεί να ισχύσει σε όλα αλλά και σε μερικά μόνο κράτη-μέλη της Ε.Ε.) καθώς και από τη μερική της δεσμευτικότητα. Η δεύτερη περιορίζεται μόνον στον καθορισμό του επιδιωκόμενου αποτελέσματος και της προθεσμίας επίτευξής του, αφήνει όμως στις αρχές των επιμέρους κρατών-μελών να επιλέξουν τον τρόπο, τα μέσα και τη δικαιϊκή μορφή που θα θεωρήσουν πρόσφορα για την επίτευξή του. Η Οδηγία έχει μετονομαστεί με τη συνθήκη της Λισσαβόνας σε ευρωπαϊκό νόμο- πλαίσιο (Μαραβέγιας, Τσινισιζέλης, 2007: 83-85) και Βικιπαίδεια .
1.2. Το περιεχόμενο της Οδηγίας
Η οδηγία 29/2001 Ε.Κ εκδόθηκε στις 22 Μαΐου 2001 και δημοσιεύθηκε στην επίσημη εφημερίδα της Ε.Ε αριθ. L 167 της 22/06/2001 σ. 0010 – 0019 (Καλλινίκου, 2001: 100). Αντιστοιχεί κατά ένα μεγάλο μέρος στις διατάξεις των δύο συνθηκών WIPO- αυτής για την πνευματική ιδιοκτησία και αυτής για τις ερμηνείες- εκτελέσεις και τα φωνογραφήματα (Καλλινίκου, 2001: 22). Στόχος γενικά των κανόνων Δικαίου της Ε.Ε είναι η εναρμόνιση των νομοθεσιών των κρατών μελών σύμφωνα και τη συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η εναρμόνιση, στη συγκεκριμένη περίπτωση, έχει σκοπό να αμβλύνει τις διαφορές μεταξύ των διαφόρων νομοθεσιών των κρατών- μελών, να αυξήσει την ασφάλεια δικαίου και να διασφαλίσει ένα υψηλό επίπεδο προστασίας της διανοητικής ιδιοκτησίας (Καλλινίκου, 2001:23). Η οδηγία, σεβόμενη τις θεμελιώδεις αρχές του δικαίου, ιδίως δε αυτή της ιδιοκτησίας, συμπεριλαμβανομένης της διανοητικής ιδιοκτησίας, της ελευθερίας της έκφρασης και του δημόσιου συμφέροντος, λειτουργεί στην κατεύθυνση παροχής νομικής προστασίας προς ορισμένες πτυχές του δικαιώματος του δημιουργού και των συγγενικών δικαιωμάτων στο πλαίσιο της εσωτερικής αγοράς της Ε.Ε στην κοινωνία της πληροφορίας (άρθρο 1).
Συγκεκριμένα, στη βάση της αποφυγής των στρεβλώσεων στη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς της Ε.Ε., της ενθάρρυνσης σημαντικών επενδύσεων στη δημιουργικότητα και την καινοτομία, με απώτερο στόχο την ανάπτυξη της κοινωνίας της πληροφορίας, ο νομοθέτης κρίνει αναγκαία την εναρμόνιση των νομοθεσιών των κρατών μελών στο θέμα των δικαιωμάτων του δημιουργού και των συγγενικών δικαιωμάτων.
Η εκτίμηση της κατάστασης, από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο της Ευρώπης σχετικά με τα δικαιώματα αυτά, έχει ως κεντρικό άξονα την εύρυθμη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς της Ευρωπαϊκής Ένωσης, μέσω της προστασίας των απολαβών των δημιουργών και των δικαιούχων των πνευματικών έργων και των αποδόσεων των σχετικών επενδύσεων. Η ρύθμιση, δηλαδή, που αποφασίστηκε να ζητηθεί από τα κράτη μέλη έχει πρωτίστως στόχους οικονομικούς, που συνοψίζονται στην αντίληψη των πνευματικών δικαιωμάτων ως ιδιοκτησίας του δημιουργού και των νόμιμων δικαιούχων, ικανής να τους αποφέρει κέρδη από την εκμετάλλευσή της ως προϊόντος στην αγορά. Δεν είναι τυχαίο ότι η φράση «εσωτερική αγορά» αναφέρεται δεκαπέντε φορές στο κείμενο με τις 61 αιτιολογικές σκέψεις. Για το λόγο αυτό, άλλωστε, το κομμάτι των ηθικών δικαιωμάτων της πνευματικής ιδιοκτησίας παραμένει εκτός του πεδίου εφαρμογής της οδηγίας (αιτιολ. σκέψη 19).
Η προστασία των έργων νοείται με διευρυμένη έννοια, στην οποία περιλαμβάνονται κάθε λογής δυνατότητες, όπως η αναπαραγωγή του έργου, η παρουσίαση στο κοινό, η διάθεση προστατευόμενων αντικειμένων, η κατ’ αίτησιν μετάδοση έργων. Ως παρουσίαση ενός έργου στο κοινό, νοείται και κάθε παρουσίαση σε κοινό ακόμη κι όταν αυτό δεν παρίσταται στον τόπο της αρχικής παρουσίασης, είτε αυτή επιτυγχάνεται με μετάδοση ή αναμετάδοση με ενσύρματα ή ασύρματα μέσα. Ως κατ’ αίτησιν μεταδόσεις χαρακτηρίζονται αυτές στις οποίες το κοινό δύναται να έχει πρόσβαση σε τόπο και χρόνο που επιλέγει ατομικώς.
Οι εξελίξεις, τις οποίες επιδιώκει να ωθήσει να λάβουν υπόψη τους στην νομοθετική πρακτική τους τα κράτη μέλη, αφορούν στις νέες τεχνολογικές προκλήσεις. Με το σκεπτικό ότι οι νέες τεχνολογίες έχουν πολλαπλασιάσει και διαφοροποιήσει τους φορείς δημιουργίας, παραγωγής και εκμετάλλευσης των πνευματικών έργων, ιδίως δε, οι νέες μορφές εκμετάλλευσης των πνευματικών έργων μέσω δικτύων έχουν πολλαπλασιαστεί, επιχειρείται η εναρμόνιση στις αντίστοιχες νομοθεσίες των κρατών μελών, ώστε να ελεγχθούν όλες αυτές οι νέες δυνατότητες και να υφίστανται στο μέτρο του νομίμου (αιτιολ. σκέψεις 5-6). Καθώς οι τεχνολογικές δυνατότητες στο πλαίσιο του ηλεκτρονικού περιβάλλοντος προϋποθέτουν ορισμένες προσωρινές και βοηθητικές πράξεις αναπαραγωγής του έργου ως τμήμα της τεχνολογικής μεθόδου της μετάδοσης του και δεν έχουν ίδια οικονομική αξία, πράξεις όπως η αναζήτηση (browsing), η αποθήκευση σε κρυφή μνήμη (caching), προνοεί ο νομοθέτης ότι τίθενται εκτός της απαγόρευσης που προβλέπει η οδηγία (αιτιολ. σκέψη 33).
Οι τεχνολογικές εξελίξεις, άλλωστε, θα είναι αυτές που συμβάλλουν θετικά στην προστασία των πνευματικών έργων, καθώς οι δικαιούχοι μπορούν να χρησιμοποιούν τεχνολογικά μέτρα προς παρεμπόδιση των μη επιτρεπτών πράξεων και προς ενημέρωση του καθεστώτος προστασίας του κάθε έργου. Σε κάθε περίπτωση, η οδηγία προβλέπει ότι πρέπει να προστατευτούν οι δημιουργοί και άλλοι δικαιούχοι από δραστηριότητες που εξουδετερώνουν τα τεχνολογικά μέτρα προστασίας των έργων (αιτιολ. σκέψη 47). Η δε τεχνολογική προστασία που παρέχεται μέσω τεχνικών συστημάτων αναγνώρισης έργων δηλώνεται ότι, θα πρέπει να ληφθεί μέριμνα, ώστε να είναι το δυνατότερο συμβατή και διαλειτουργική με παγκόσμια εμβέλεια (αιτιολ. σκέψη 54). Ωστόσο, ως προς την ειδική κατηγορία έργων που είναι τα προγράμματα υπολογιστών, η οδηγία δεν θίγει τις διατάξεις της προηγούμενης οδηγίας 91/250/ΕΟΚ.
Σημαντική εξέλιξη που προωθείται μέσω της οδηγίας αφορά στο καθεστώς των παρόχων των ψηφιακών υπηρεσιών, δηλαδή τις υπηρεσίες των διαμεσολαβητών μέσω των οποίων τρίτοι προσβάλλουν τα πνευματικά δικαιώματα των δημιουργών. Έτσι, η οδηγία προβλέπει ότι οι δικαιούχοι θα μπορούν να στραφούν με ασφαλιστικά μέτρα κατά των διαμεσολαβητών (αιτιολ. σκέψη 59).
Για την προστασία των τεχνολογικών μέτρων και την ενημέρωση για το καθεστώς των δικαιωμάτων η Οδηγία καθιστά υπεύθυνα τα κράτη μέλη. Σε αυτά μεταφέρεται η ευθύνη της κατάλληλης και αποτελεσματικής έννομης προστασίας, καθώς και της επιβολής αποτελεσματικών, ανάλογων και αποτρεπτικών κυρώσεων σε περιπτώσεις προσβολής των δικαιωμάτων. Για τον έλεγχο της προόδου της εφαρμογής της οδηγίας στα κράτη μέλη προβλέπει τη δημιουργία επιτροπής επαφών που θα συλλέγει τις σχετικές πληροφορίες και θα ενημερώνεται για τις δυσλειτουργίες που θα προκύπτουν κατά την εφαρμογή.
1.3. Κριτική
Ο βαθμός της προστασίας των πνευματικών δικαιωμάτων, όπως κρίνει ο νομοθέτης, θα πρέπει να είναι υψηλός (αιτιολ. σκέψη 9) και τα τεχνολογικά μέτρα που θα λάβουν τα κράτη μέλη για την προστασία των δικαιωμάτων συντονισμένα (αιτιολ. σκέψη 13). Οι κυρώσεις για τις παραβάσεις θα πρέπει να έχουν χαρακτήρα αποτελεσματικό, αναλογικό και αποτρεπτικό (αιτιολ. σκέψη 58).
Προβλέπεται ένας εξαντλητικός κατάλογος εξαιρέσεων και περιορισμών σε πράξεις αναπαραγωγής των έργων, που αφορούν, αποκλειστικά σε περιστάσεις μη-οικονομικής εκμετάλλευσης των έργων. Ο κλειστός χαρακτήρας έχει την έννοια ότι τα κράτη μέλη δεν μπορούν να προβλέψουν στην εθνική τους νομοθεσία άλλους περιορισμούς από τους προβλεπόμενους στην Οδηγία (Καλλινίκου, 2001:65) Διατηρείται έτσι η ισχύς του ελέγχου των τριών σταδίων, που είχε εισαχθεί στο διεθνές δίκαιο με τη Διεθνή Σύμβαση της Βέρνης. Ο έλεγχος των τριών σταδίων επιτρέπει την εφαρμογή των εξαιρέσεων μόνο εφ’ όσον πληρούνται τρία κριτήρια: α) η αναπαραγωγή πραγματοποιείται για ειδικές περιπτώσεις, β) δεν αντίκειται στην κανονική εκμετάλλευση του έργου και γ) δεν προκαλεί αδικαιολόγητη βλάβη στα έννομα συμφέροντα του δικαιούχου (Καλλινίκου, 2001: 51). Πρόκειται για έναν μηχανισμό ελέγχου και περιορισμού της λειτουργίας όλων των εξαιρέσεων. Ως ειδική θεωρείται η περίπτωση στην οποία προβλέπεται συγκεκριμένος λόγος δημοσίου συμφέροντος, κοινωνικής πολιτικής ή άλλη εξαιρετική περίπτωση. Η κανονική εκμετάλλευση του έργου στη σύγχρονη εποχή χρήζει ιδιαίτερης προσοχής, καθ’ όσον, ενώ στην αναλογική μορφή οι τρόποι εκμετάλλευσης ενός έργου ήταν απολύτως δεδομένοι, στο ψηφιακό περιβάλλον οι τρόποι «κανονικής» εκμετάλλευσης διαφέρουν και συνεχώς ανανεώνονται με καινούριες χρήσεις, γεγονός που καθιστά συνεχώς διαμορφούμενη την έννοια. Τέλος η υφιστάμενη βλάβη δικαιολογείται από τον σκοπό του περιορισμού (Κοριατοπούλου, Τσίγκου, 2008: 184-5). Η εκτίμηση της λειτουργίας του ελέγχου των τριών σταδίων σχετίζεται με την προσπάθεια εξισορρόπησης δύο αντιτιθέμενων και συνταγματικά κατοχυρωμένων έννομων αγαθών: του δικαιώματος της πνευματικής ιδιοκτησίας αφενός και της ελεύθερης κυκλοφορίας των ιδεών αφετέρου. Ωστόσο, εναπόκειται στο δικαστή να εξετάσει σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση αν η εφαρμογή της εξαίρεσης στην κάθε συγκεκριμένη περίπτωση πληροί τις προϋποθέσεις του νόμου. Καθώς τα τρία κριτήρια ελέγχονται σωρευτικά, αν έστω και ένα δεν πληρούται, τότε συνάγεται ότι ο συγκεκριμένος περιορισμός θίγει τα δικαιώματα του δημιουργού. Ως εκ τούτου η εμβέλεια ορισμένων εξαιρέσεων μπορεί ανά πάσα στιγμή να περιοριστεί, γεγονός που δημιουργεί μεγάλη ασάφεια στις ψηφιακές χρήσεις των έργων των οποίων οι επιπτώσεις στα συμφέροντα των δημιουργών δεν μπορούν να προβλεφθούν εκ των προτέρων (Κοριατοπούλου, Τσίγκου, 2008: 185).
Λαμβάνοντας υπόψη τα παραπάνω, θεωρούμε ότι η οδηγία 2001/29/ΕΚ προωθεί μία συγκεντρωτική και υπό την ευρύτερη δυνατή έννοια προστασία των πνευματικών δικαιωμάτων, επιχειρώντας να αντιμετωπίσει τις προσβολές αυτών στο νέο ψηφιακό-ηλεκτρονικό περιβάλλον, όπως έχει διαμορφωθεί κυρίως από το διαδίκτυο και τις ψηφιακές δυνατότητες των ηλεκτρονικών υπολογιστών. Κατά την Καλλινίκου (2001: 94) η ψηφιακή τεχνολογία προχώρησε πιο γρήγορα από το δίκαιο και η ισχύουσα νομοθεσία προσαρμόστηκε στις ανάγκες του διαδικτύου. Το πιο πρωτοποριακό, θεωρεί η ίδια, είναι το γεγονός ότι για την προστασία των δικαιωμάτων πέραν των νομικών κανόνων εισάγονται και τεχνολογικά μέτρα, τα οποία ο νομοθέτης καλείται να εντάξει στο νομικό σύστημα. Καθώς ο νομοθέτης αντιλαμβάνεται την ευκολία που παρέχουν οι νέες τεχνολογικές δυνατότητες για προσβολές των πνευματικών δικαιωμάτων και κατά συνέπεια τον κίνδυνο της εκμετάλλευσής τους χωρίς απόδοση εισοδημάτων των δημιουργών και της πολιτιστικής βιομηχανίας, προσπαθεί να τις αντιμετωπίσει συγκεντρώνοντας όσο το δυνατό περισσότερες εξουσίες σχετικές με το περιουσιακό δικαίωμα του πνευματικού του έργου στο δημιουργό και τους δικαιούχους και αφήνοντας, αντιστοίχως, τα περιθώρια απόδοσης στις έννοιες που συνιστούν το δικαίωμα αυτό την ευρύτερη δυνατή ερμηνεία. Για το λόγο αυτό προβλέπει εξαντλητικό κατάλογο εξαιρέσεων και περιορισμών του δικαιώματος και τον έλεγχο των τριών σταδίων όπως είδαμε παραπάνω. Στο πλαίσιο, όμως, του ηλεκτρονικού περιβάλλοντος, προβλέπει ακόμη και περιορισμούς για τις εξαιρέσεις και τους περιορισμούς του δικαιώματος (αιτιολ. σκέψη 44). Προκειμένου δε να προστατέψει το δικαίωμα του δημιουργού, φτάνει στο σημείο, αφενός να εμπλέκει τους τρίτους (διαμεσολαβητές-παροχείς ψηφιακών υπηρεσιών) στη δικαιοπρακτική διαδικασία, αφετέρου να επιτρέπει την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα σχετικά με τις καταναλωτικές συνήθειες των ιδιωτών και την παρατήρηση των συμπεριφορών τους σε σχέση με τα προστατευόμενα έργα, στο μέτρο που δεν προσβάλλουν τις αρχές της ιδιωτικής ζωής που προβλέπει η οδηγία 95/46/ΕΚ (αιτιολ. σκέψη 57).
Όπως αναφέρει η Ε. Δεληγιάννη (2008: 5) «Η ένταξη των κανόνων του διεθνούς εμπορίου στο πεδίο της πνευματικής ιδιοκτησίας και η παγκοσμιοποίηση σηματοδότησαν την εμπορευματοποίηση του θεσμού της πνευματικής ιδιοκτησίας». Στο πλαίσιο αυτό, οι σύγχρονοι δικαιούχοι της πνευματικής ιδιοκτησίας λειτουργούν ως διαμεσολαβητές και ως προνομιούχοι «επικοινωνητές» του κυβερνοχώρου εκτελώντας, πλέον, λειτουργίες ξένες προς την παραδοσιακή σύνδεση της πνευματικής ιδιοκτησίας με την πνευματική δημιουργία, γεγονός που συνιστά σημαντική απόκλιση του θεσμού από τη φιλοσοφία του (Δεληγιάννη, 2008:10). Θα συμφωνήσουμε, λοιπόν, με την Καλλινίκου (2001: 94) ότι κρίσιμο σημείο αποτελεί η διαπίστωση ότι η πνευματική ιδιοκτησία πρέπει να παραμείνει ένα ιδιωτικό δικαίωμα με επίκεντρο το δημιουργό και, συνεπώς, η μεταβίβαση δικαιωμάτων στην πολιτιστική βιομηχανία δεν θα πρέπει να καταλήξει στην αλλοίωση του χαρακτήρα του δικαιώματος αυτού.
1.4. Συμπεράσματα
Επίκεντρο της οδηγίας παραμένει ο δημιουργός και το έργο. Είναι σαφής η προσπάθεια της Ε.Ε να προσπαθήσει να θέσει κανόνες προστασίας των δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας στην πρόκληση του κυβερνοχώρου. Παρέχεται ένα πλαίσιο προστασίας των εμπλεκομένων στη δημιουργία και διαχείριση του πνευματικού-πολιτιστικού κεφαλαίου μέσω της προσαρμογής των νομοθετημάτων των κρατών-μελών στις τεχνολογικές εξελίξεις. Το πλαίσιο προστασίας οφείλει να είναι ισχυρό διότι τα εν λόγω δικαιώματα είναι ουσιώδη για την πνευματική δημιουργία και η προστασία τους συμβάλλει στη διατήρηση και ανάπτυξη της δημιουργικότητας προς όφελος των δημιουργών, των ερμηνευτών ή εκτελεστών καλλιτεχνών, των παραγωγών, των καταναλωτών, του πολιτισμού, της βιομηχανίας και του κοινού γενικότερα. Πέραν αυτών, οι δημιουργοί πρέπει να λαμβάνουν εύλογη αμοιβή για τη χρήση των έργων τους. Το ίδιο ισχύει και για τους λοιπούς εμπλεκομένους (παραγωγοί κ.λπ.). Στόχος της εναρμόνισης του νομικού πλαισίου είναι και η ενθάρρυνση-προώθηση σημαντικών επενδύσεων στη δημιουργικότητα και την καινοτομία, συμπεριλαμβανομένης της υποδομής των δικτύων, η οποία θα οδηγήσει με τη σειρά της στην ανάπτυξη και την αύξηση της ανταγωνιστικότητας της ευρωπαϊκής βιομηχανίας, όσον αφορά τόσο τη διάθεση του περιεχομένου των έργων και την πληροφορική, αλλά και γενικότερα ένα ευρύ φάσμα βιομηχανικών και πολιτιστικών κλάδων. Αυτό θα συμβάλει στη διατήρηση θέσεων απασχόλησης και στη δημιουργία νέων. (αιτιολ. σκέψεις 4, 10).
Ως εκ τούτου, η πνευματική ιδιοκτησία έχει αναγνωρισθεί ως αναπόσπαστο μέρος της ιδιοκτησίας. (αιτιολ. σκέψη 9). Οι εξαιρέσεις που προβλέπονται αφορούν κυρίως σε μη κερδοσκοπικές δραστηριότητες, εκπαιδευτικούς/ ερευνητικούς σκοπούς, διοικητικές ή δικαστικές διαδικασίες και θέματα δημόσιας ασφάλειας.
2. Σχολιασμός των σχετικών αποφάσεων του ΔΕΚ
2.1. Η υπόθεση C-275/06 – Productores de Musica de Espana (Promusicae) κατά Telefonica de Espana
2.1.1. Περίληψη
Η παρούσα μελέτη εξετάζει την απόφαση του ΔΕΚ επί της C-275/06 υποθέσεως που αφορούσε σε προδικαστικό ερώτημα Ισπανικού δικαστηρίου προς το ΔΕΚ στα πλαίσια ένδικης διαφοράς μεταξύ των εταιριών PROMUSICAE κατά της εταιρίας Telefónica. Γίνεται αναφορά στα βασικά σημεία των κανόνων δικαίου που χρησιμοποιήθηκαν, με έμφαση στην οδηγία 29/2001 Ε.Κ, στη δικαστική σκέψη και τέλος, μια κριτική ανάλυση της οδηγίας και της αποφάσεως του ΔΕΚ επί της συγκεκριμένης υποθέσεως.
2.1.2. Γενικά στοιχεία της υπόθεσης
Η εταιρία PROMUSICAE (ένωση παραγωγών-εκδοτών μουσικών και οπτικοακουστικών έργων) υπέβαλλε σε Ισπανικό δικαστήριο της Μαδρίτης αίτηση λήψης ασφαλιστικών (προκριματικών) μέτρων κατά της εταιρίας Telefónica- εμπορικής εταιρίας, με σκοπό μεταξύ άλλων την παροχή υπηρεσιών πρόσβασης στο Διαδίκτυο, ζητώντας να υποχρεωθεί η Telefónica να αποκαλύψει την ταυτότητα και την υλική διεύθυνση συνδρομητών της στους οποίους παρέχει υπηρεσίες πρόσβασης στο Διαδίκτυο και των οποίων η διεύθυνση IP και η ημερομηνία και ώρα πρόσβασης ήταν γνωστές, προκειμένου στη συνέχεια να ασκηθεί αστική δίκη (αγωγή) από την PROMUSICAE κατά των ατόμων αυτών. Κατά την PROMUSICAE, τα άτομα αυτά, χρησιμοποιώντας το πρόγραμμα ανταλλαγής αρχείων με το όνομα KaZaA, απέκτησαν πρόσβαση μέσω του προσωπικού τους Η/Υ σε μουσικά έργα –φωνογραφήματα των οποίων τα περιουσιακά δικαιώματα ανήκουν σε μέλη της PROMUSICAE. Η εταιρία Telefónica αρνήθηκε να γνωστοποιήσει στην PROMUSICAE δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα χρηστών των υπηρεσιών της.
Το ΔΕΚ δεν είχε ως αντικείμενό του την ουσία της διαφοράς. Δέχτηκε προδικαστικό ερώτημα (αίτηση) από το καθ’ ύλη αρμόδιο Ισπανικό Δικαστήριο ως προς την ερμηνεία των οδηγιών 2000/31/ΕΚ, 2001/29/ΕΚ, και 2004/48/ΕΚ- σχετιζόμενες με την Κοινωνία της Πληροφορίας και το ηλεκτρονικό εμπόριο, την εναρμόνιση ορισμένων πτυχών του δικαιώματος του δημιουργού και συγγενών δικαιωμάτων στην Κοινωνία της Πληροφορίας και την επιβολή δικαιωμάτων διανοητικής ιδιοκτησίας, αλλά και ορισμένων άρθρων της διακήρυξης της Ευρωπαϊκής Χάρτας Θεμελιωδών Δικαιωμάτων. Το δικαστήριο της Μαδρίτης ανέστειλε την υπόθεση και υπέβαλε στο ΔΕΚ το ακόλουθο προδικαστικό ερώτημα:
{…} επιτρέπεται σύμφωνα με τις διατάξεις του κοινοτικού δικαίου, αλλά και με τις διατάξεις του Χάρτη θεμελιωδών δικαιωμάτων της Ε.Ε (διακήρυξη Νίκαιας, 7/12/2000) στα κράτη μέλη να περιορίζουν μόνο σε περιπτώσεις ποινικής έρευνας, προστασίας της δημόσιας ασφάλειας και της εθνικής άμυνας, και άρα να αποκλείουν σε άλλες περιπτώσεις όπως αυτές των αστικών-πολιτικών δικών την υποχρέωση φορέων παροχής τηλεπικοινωνιακών-ηλεκτρονικών υπηρεσιών να διατηρούν και να διαθέτουν δεδομένα συνδέσεως και κινήσεως επικοινωνιών από παροχή υπηρεσίας στο πλαίσιο της κοινωνίας της πληροφορίας;
Επί της ουσίας, το ΔΕΚ καλείτο να αποφασίσει συνδυαστικά με βάση την ισχύουσα διεθνή, κοινοτική και Ισπανική νομοθεσία για το τι υπερισχύει- η προστασία της πνευματικής ιδιοκτησίας- ενός περιουσιακού δικαιώματος- ή η προστασία των προσωπικών δεδομένων και άρα του απαραβίαστου της προσωπικής ζωής. Ακόμη όφειλε να λάβει θέση για το αν τα κράτη-μέλη, υπό το πρίσμα των κοινοτικών διατάξεων, αλλά και των διατάξεων 17 και 47 του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων οφείλουν, προς διασφάλιση του δικαιώματος του δημιουργού, να προβλέπουν την υποχρέωση παροχής στοιχείων που αφορούν σε προσωπικά δεδομένα με σκοπό τη χρήση αυτών σε πολιτική δίκη και όχι σε θέμα ποινικής έρευνας, προστασίας της δημόσιας ασφάλειας ή/και της εθνικής άμυνας.
2.1.3. Νομικό πλαίσιο
Α. Διεθνές δίκαιο- Μέρος ΙΙΙ της συμφωνίας για τα δικαιώματα Π.Ι. στον τομέα του εμπορίου (άρθρο 41, παρ.1,2) όπου προβλέπεται η μέριμνα των μελών της συμφωνίας για λήψη αποτελεσματικών μέτρων αντιμετώπισης παραβιάσεων των δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας, αλλά και δυνατότητες δικαιοδοτικής διαδικασίας αστικού δικαίου (αγωγές αποζημίωσης, κ.λ.π). Το σημαντικότερο όμως σημείο της συμφωνίας (άρθρο 47) αφορά στη δυνατότητα (και όχι την υποχρέωση) των μελών μέσω των δικαστικών αρχών να διατάσσουν τον παραβάτη να γνωστοποιήσει στον δικαιούχο την ταυτότητα τυχόν τρίτων ενεχόμενων στην παραγωγή και διακίνηση παράνομων αγαθών και υπηρεσιών. Άρα, εναπόκειται στα μέλη της συμφωνίας να κάνουν χρήση ή όχι αυτής της δυνατότητας. Η πρόβλεψη όμως αυτή είναι δυνητική και όχι υποχρεωτική.
Β. Κοινοτικό δίκαιο – Οι διατάξεις που έλαβε υπ’ όψιν του το ΔΕΚ αφορούν ιδιαίτερα αφ’ ενός στην προστασία της πνευματικής ιδιοκτησίας με έμφαση στο δικαίωμα του δημιουργού και αφ’ ετέρου, το θέμα της προστασίας του απαραβίαστου της ιδιωτικής ζωής, ιδίως δε το θέμα παροχής πληροφοριών για προσωπικά δεδομένα. Στο άρθρο 1 της οδηγίας 2000/31 αναφέρεται ως στόχος της η ελεύθερη κυκλοφορία των υπηρεσιών της κοινωνίας της πληροφορίας στα κράτη-μέλη. Τα άρθρα 2 και 3 εξασφαλίζουν την προσέγγιση των εθνικών διατάξεων για την πραγμάτωση του στόχου και συμπληρώνουν το ισχύον κοινοτικό δίκαιο σε επίπεδο προστασίας του καταναλωτή. Σημαντικό όμως είναι το άρθρο 15 της οδηγίας 2000/31 στο οποίο προβλέπεται η μη επιβολή της γενικής υποχρέωσης στους φορείς τηλεπικοινωνιακών υπηρεσιών για έλεγχο των μεταδιδόμενων ή αποθηκευμένων πληροφοριών (παρ. 1) . Όμως, τα κράτη μέλη έχουν τη δυνατότητα (εφ’ όσον το επιθυμούν) να ενσωματώσουν στο εθνικό τους δίκαιο την υποχρέωση των φορέων τηλεπικοινωνιακών υπηρεσιών να ενημερώνουν άμεσα τις αρχές για τυχόν υπόνοιες περί παράνομων δραστηριοτήτων, γεγονότων ή περιστατικών που επιχειρούν πελάτες τους ή να χορηγούν κατόπιν αιτήσεως των αρχών πληροφορίες που διευκολύνουν τον εντοπισμό τους. (παρ. 2). Όπως όμως ήδη προαναφέρθηκε, αυτό είναι δυνητικό και όχι υποχρεωτικό. Στο άρθρο 18 της ίδιας οδηγίας προβλέπεται η μέριμνα των κρατών- μελών ώστε τα ένδικα μέσα του εθνικού δικαίου σε σχέση με τις υπηρεσίες της κοινωνίας της πληροφορίας να επιτρέπουν τη λήψη τόσο προληπτικών-για περαιτέρω ζημία όσο και κατασταλτικών μέτρων.
Στο άρθρο 8 της οδηγίας 2001/29 προβλέπονται εκ νέου κυρώσεις και μέσα έννομης προστασίας για θέματα που σχετίζονται με την προστασία των δικαιωμάτων του δημιουργού και συγγενών δικαιωμάτων, έτσι ώστε οι δικαιούχοι των οποίων τα συμφέροντα θίγονται να μπορούν να ασκούν αγωγές αποζημίωσης ή να ζητούν ασφαλιστικά μέτρα, κ.λ.π.
Ακόμη, στο ίδιο άρθρο το οποίο αφορά στη νομική προστασία των Πνευματικών Δικαιωμάτων στην εποχή της Τεχνολογίας, αναφέρεται ρητά ότι τα κράτη- μέλη οφείλουν να προβλέψουν κατάλληλες κυρώσεις και μέσα έννομης προστασίας για τους δικαιούχους των οποίων τα συμφέροντα θίγονται. Επιπλέον, η οδηγία 2004/48 ορίζει ρητά την ισχύ των εθνικών διατάξεων των κρατών-μελών, που αφορούν σε ποινικές διαδικασίες ή κυρώσεις λόγω προσβολής δικαιωμάτων Π.Ι. Στο άρθρο 8 της ίδιας οδηγίας αναφέρεται η μέριμνα των κρατών- μελών ώστε, στο πλαίσιο της διαδικασίας που αφορά στην προσβολή δικαιωμάτων διανοητικής ιδιοκτησίας, μετά από αιτιολογημένο αναλογικό αίτημα του προσφεύγοντος οι δικαστικές αρχές δύνανται να διατάσσουν την παροχή πληροφοριών για πράξεις που προσβάλλουν τα ως άνω δικαιώματα, με την επιφύλαξη όμως άλλων κανονιστικών διατάξεων που διέπουν τη χρήση, στο πλαίσιο αστικής ή ποινικής διαδικασίας των πληροφοριών που γνωστοποιούνται, καθώς και την δυνατότητα άρνησης παροχής πληροφοριών και την ευθύνη καταχρηστικής άσκησης του δικαιώματος ενημέρωσης. (οδηγία 2004/48, άρθρο 8, παρ. 1,2,3.)
Ιδιαίτερα σημαντικό όμως είναι το άρθρο 7 της οδηγίας 95/46 το οποίο ορίζει ότι η πρόβλεψη των κρατών- μελών για επεξεργασία προσωπικών δεδομένων μπορεί να γίνεται μόνο όταν είναι απαραίτητη για την επίτευξη έννομου συμφέροντος που επιδιώκει ο υπεύθυνος της επεξεργασίας ή τρίτοι στους οποίους ανακοινώνονται, υπό τον όρο ότι δεν προέχει το συμφέρον ή τα θεμελιώδη δικαιώματα και οι ελευθερίες του ενδιαφερομένου, τα οποία χρήζουν προστασίας. Περαιτέρω, στο άρθρο 13 γίνεται λόγος για τη δυνατότητα των κρατών- μελών νομοθετικού περιορισμού της εμβέλειας ορισμένων δικαιωμάτων που σχετίζονται με δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα, όταν αυτό απαιτείται για λόγους κρατικής-δημόσιας ασφάλειας, άμυνας, ποινικών παραβάσεων, σημαντικού κρατικού οικονομικού συμφέροντος κράτους- μέλους ή της ίδιας της Ε.Ε, κ.λ.π.
Γ. Ισπανικό- εθνικό δίκαιο – Το ΔΕΚ έλαβε υπ’ όψιν του, πέραν των κανόνων του κοινοτικού δικαίου, τον τρόπο ενσωμάτωσης αυτών στο Ισπανικό δίκαιο. Συγκεκριμένα, το άρθρο 12 του νόμου 34/2002 περί των υπηρεσιών της κοινωνίας της πληροφορίας και περί του ηλεκτρονικού εμπορίου (Ley 34/2002 de servicios de la sociedad de la información y de comercio electrónico), της 11ης Ιουλίου 2002 (ΒΟΕ 166, της 12ης Ιουλίου 2000, σ. 25388, στο εξής: LSSI), ορίζει τα εξής, ιδιαίτερα στα άρθρα 2, 3:
2) […] Οι φορείς εκμεταλλεύσεως δικτύων και παροχής υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών και οι φορείς παροχής υπηρεσιών τους οποίους αφορά το παρόν άρθρο δεν δύνανται να χρησιμοποιούν τα διατηρούμενα (προσωπικά) δεδομένα για άλλους σκοπούς πλην των προβλεπομένων στην επόμενη παράγραφο….
3) Τα δεδομένα διατηρούνται για τη χρήση τους μόνο στο πλαίσιο ποινικής έρευνας ή με σκοπό την προστασία της δημόσιας ασφάλειας και της εθνικής άμυνας και τίθενται στη διάθεση των δικαστών ή δικαστηρίων ή εισαγγελέων που τα ζητούν. Η γνωστοποίηση των δεδομένων αυτών στις δυνάμεις και στα σώματα ασφαλείας πραγματοποιείται υπό τους όρους που προβλέπει η νομοθεσία για την προστασία προσωπικών δεδομένων.
Στην υπόθεση άσκησαν παρέμβαση η κυβέρνηση της Ιταλίας, της Σλοβενίας, της Φινλανδίας, της Αγγλίας και η Κομισιόν.
2.1.4. Η απόφαση
Η απόφαση του ΔΕΚ συνοψίζεται στο ότι οι οδηγίες 2000/31, 2001/29, 2004/48 και 2002/58 δεν επιβάλλουν στα κράτη μέλη να προβλέπουν, σε περίπτωση όπως αυτή της υποθέσεως της κύριας δίκης, την υποχρέωση γνωστοποιήσεως των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, προκειμένου να διασφαλίσουν την αποτελεσματική προστασία του δικαιώματος του δημιουργού στο πλαίσιο αστικής δίκης. Ωστόσο, το κοινοτικό δίκαιο επιτάσσει όπως τα εν λόγω κράτη, κατά τη μεταφορά των οδηγιών αυτών στο εσωτερικό δίκαιο, μεριμνούν ώστε να βασίζονται σε ερμηνεία αυτών που καθιστά δυνατή τη διασφάλιση της ορθής ισορροπίας μεταξύ των διαφόρων θεμελιωδών δικαιωμάτων που προστατεύει η κοινοτική έννομη τάξη. Περαιτέρω, κατά την εφαρμογή των μέτρων μεταφοράς των εν λόγω οδηγιών στο εσωτερικό δίκαιο, οι αρχές και τα δικαστήρια των κρατών μελών οφείλουν όχι μόνο να ερμηνεύουν το εθνικό τους δίκαιο κατά τρόπο σύμφωνο προς τις ίδιες αυτές οδηγίες, αλλά και να μη βασίζονται σε ερμηνεία αυτών που θα μπορούσε να έλθει σε σύγκρουση με τα εν λόγω θεμελιώδη δικαιώματα ή με τις λοιπές γενικές αρχές του κοινοτικού δικαίου, όπως η αρχή της αναλογικότητας.
2.1.5. Συμπεράσματα
Το Δικαστήριο, ερμηνεύοντας το ισχύον κοινοτικό και διεθνές δίκαιο, δέχθηκε ότι οι εξαιρέσεις από την υποχρέωση διασφάλισης του απορρήτου των δεδομένων κίνησης δεν αναφέρονται κατ’ αρχήν σε ζητήματα που αφορούν αστικές διαφορές, όπως η επίδικη, καθώς αφορούν την εθνική ασφάλεια, εθνική άμυνα και δημόσια ασφάλεια, αλλά και τη δίωξη ποινικών παραβάσεων.
Επίσης, η προστασία του δικαιώματος του δημιουργού, όπως προβλέπεται από τις οδηγίες 2000/31 (άρθρ. 1 § 5β΄), 2001/29 (άρθρ. 9) και 2004/48 (άρθρ. 8 § 3 ε΄), δεν συνεπάγεται κατ’ ανάγκη τη συρρίκνωση της προστασίας των προσωπικών δεδομένων.
Η συνέπεια αυτής της απόφασης είναι ότι καθίσταται θεωρητικά αδύνατη η αναζήτηση των στοιχείων των χρηστών η/υ με βάση τον αριθμό IP, τον τρέχοντα δηλ. αριθμό σύνδεσης στο Διαδίκτυο και πιο συγκεκριμένα, γίνεται σαφές ότι οι μεσολαβήτριες εταιρίες δεν υποχρεούνται κατ’ αρχήν να παρέχουν στοιχεία των συνδρομητών τους, οι οποίοι εμπλέκονται σε παράνομη διακίνηση προστατευόμενων έργων (μουσικών, οπτικοακουστικών κλπ.), στους δημιουργούς ή τους οργανισμούς συλλογικής εκμετάλλευσης δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας, χωρίς ρητή νομοθετική πρόβλεψη, ρύθμιση η οποία δεν έχει ενσωματωθεί στο Ισπανικό δίκαιο. Αυτό δεν αποκλείει όμως τη θέσπιση ειδικής νομοθεσίας στο μέλλον από τα κράτη μέλη όπου να προβλέπεται η γνωστοποίηση των προσωπικών δεδομένων των χρηστών του Διαδικτύου σε περιπτώσεις παραβιάσεων πνευματικών δικαιωμάτων. Ωστόσο, και πάλι θα ήταν διακινδυνευμένο για ένα κράτος να θεσπίσει παρόμοια νομοθεσία, η οποία θα ήταν ενδεχομένως αντίθετη με το κοινοτικό δίκαιο ή και αντισυνταγματική.
Όπως όμως αναφέρει ο Ι. Ιγγλεζάκης, «…σε συνέχεια της απόφασης του ΔΕΚ της 29.1.2008 στην υπόθεση C-275/06, το Δικαστήριο εξέδωσε τη διάταξη της 19ης Φεβρουαρίου 2009 στην υπόθεση C 557/07 (SG-Gesellschaft zur Wahrnehmung von Leistungsschutzrechten GmbH κατά Tele2 Telecommunication GmbH), στην οποία έκρινε ότι το κοινοτικό δίκαιο δεν απαγορεύει στα κράτη μέλη να προβλέπουν υποχρέωση γνωστοποίησης σε τρίτους ιδιώτες προσωπικών δεδομένων κινήσεως προκειμένου αυτοί να ασκήσουν ενώπιον των αστικών δικαστηρίων αγωγές κατά προσβολών του δικαιώματος του δημιουργού. Με τον τρόπο αυτό καθιστά σαφές ότι εθνικές ρυθμίσεις που θα ρυθμίζουν την επιβολή των δικαιωμάτων του δημιουργού με την αποκάλυψη της ταυτότητας των χρηστών του Διαδικτύου δεν είναι αντίθετες στο κοινοτικό δίκαιο. Επίσης, διευκρινίζεται ότι ο παροχέας υπηρεσίας πρόσβασης στο Διαδικτύου είναι «διαμεσολαβητής», κατά την έννοια του άρθρου 8, παράγραφος 3, της οδηγίας 2001/29 και συνεπώς, μπορεί να ασκηθούν εναντίον του τα μέτρα που προβλέπονται στη διάταξη αυτή .
2.2. Η υπόθεση C-306/05 – Sociedad General de Autores y Editores de Espana (SGAE) κατά Rafael Hoteles SA
2.2.1. Εισαγωγή
Στην υπόθεση C-306/05, με διάδικους τις Sociedad General de Autores y Editores de Espana (SGAE) κατά της Rafel Hoteles SA, το δικαστήριο της Audiencia Provincial της Βαρκελώνης απευθύνει αίτημα προδικαστικής αποφάσεως στο ΔΕΚ με θέμα την ερμηνεία του άρθρου 3 της οδηγίας 2001/29/ΕΚ στο πλαίσιο της διαφοράς των διαδίκων. Το άρθρο 3 της οδηγίας αφορά στο «δικαίωμα παρουσίασης έργων στο κοινό και το δικαίωμα διάθεσης άλλων αντικειμένων στο κοινό» και ορίζει ότι οι δημιουργοί και όσοι έχουν συγγενικά δικαιώματα «έχουν το αποκλειστικό δικαίωμα να επιτρέπουν ή να απαγορεύουν κάθε παρουσίαση στο κοινό ενσυρμάτως ή ασυρμάτως των έργων τους, καθώς και να τα καθιστούν προσιτά στο κοινό κατά τρόπο ώστε οποιοσδήποτε να έχει πρόσβαση σε αυτά όπου και όταν επιλέγει ο ίδιος».
2.2.2. Τα στοιχεία της υπόθεσης
Όσον αφορά στα πραγματικά γεγονότα, η εταιρία Rafel Hoteles SA είχε εγκαταστήσει τηλεοπτικούς δέκτες και συσκευές αναμετάδοσης μουσικής και μετέδιδε ραδιοτηλεοπτικό σήμα στα δωμάτια των ξενοδοχείων της και στους χώρους συγκέντρωσης πελατών την περίοδο μεταξύ Ιουνίου 2002 και Μαρτίου 2003. Η SGAE, ο οργανισμός διαχείρισης των πνευματικών δικαιωμάτων στην Ισπανία, προσέφυγε στο δικαστήριο θεωρώντας ότι οι πράξεις αυτές είναι πράξεις παρουσιάσεως στο κοινό έργων που διαχειρίζεται, καθώς και ότι εκτελέστηκαν κατά προσβολή των δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας των έργων αυτών. Για το λόγο αυτό άσκησε αγωγή αποζημιώσεως. Πρωτοδίκως, το εθνικό δικαστήριο έκρινε ότι η χρήση συσκευών τηλεοράσεως στα δωμάτια ξενοδοχείου δεν συνεπάγεται πράξη παρουσιάσεως στο κοινό. Έκρινε, όμως, ως παρουσίαση στο κοινό την μετάδοση στους κοινόχρηστους χώρους ξενοδοχείων εξοπλισμένων με συσκευές τηλεοράσεως. Κατά της αποφάσεως άσκησαν έφεση και οι δύο διάδικοι. Η Rafel Hoteles SA ισχυριζόμενη ότι η υπόθεση της κύριας δίκης εμπίπτει στην οδηγία 93/83/ΕΟΚ «περί συντονισμού ορισμένων κανόνων όσον αφορά στο δικαίωμα του δημιουργού και συγγενικά δικαιώματα για τις δορυφορικές ραδιοτηλεοπτικές μεταδόσεις και την καλωδιακή αναμετάδοση», η δε SGAE θεωρώντας ότι σε κάθε περίπτωση θίγονται τα νόμιμα δικαιώματα των δημιουργών. Παρατηρήσεις στην υπόθεση υπέβαλλαν οι Κυβερνήσεις της Γαλλίας, Ιρλανδίας, Αυστρίας, Πολωνίας και η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.
Το Εφετείο ανέστειλε την υπόθεση προκειμένου να απευθύνει προδικαστικά ερωτήματα στο ΔΕΚ. Τα προδικαστικά ερωτήματα τα οποία το Δικαστήριο της Βαρκελώνης απεύθυνε στο ΔΕΚ ήταν τρία:
1) Η εγκατάσταση στα δωμάτια ξενοδοχείου συσκευών τηλεοράσεως μέσω των οποίων αναμεταδίδεται καλωδιακώς το τηλεοπτικό σήμα που λαμβάνεται μέσω δορυφόρου ή μέσω επίγειου δικτύου, συνιστά πράξη παρουσιάσεως στο κοινό όπως προβλέπει το άρθρο 3 της Οδηγίας 2001/29;
2) Η ερμηνεία ότι το δωμάτιο ξενοδοχείου αποτελεί αμιγώς ιδιωτικό χώρο και συνεπώς δεν θεωρείται ως παρουσίαση στο κοινό η παρουσίαση που πραγματοποιείται μέσω συσκευών τηλεοράσεως δια των οποίων αναμεταδίδεται το τηλεοπτικό σήμα που λαμβάνει το ξενοδοχείο, αντιβαίνει στην διαλαμβανόμενη από την Οδηγία 2001/29 προστασία των δικαιωμάτων του δημιουργού;
3) Είναι δυνατόν να θεωρηθεί, με βάση την Οδηγία 2001/29, ότι η παρουσίαση που πραγματοποιείται μέσω συσκευών τηλεόρασης εντός υπνοδωματίου είναι δημόσια επειδή έχει πρόσβαση στο έργο κοινό που εναλλάσσεται;
2.2.3. Η απόφαση του ΔΕΚ
Το ΔΕΚ, λαμβάνοντας υπόψη του το εύρος του νομικού πλαισίου που ορίζεται από το εφαρμοστέο διεθνές δίκαιο και την κοινοτική νομοθεσία, αναλύει το σκεπτικό του για να καταλήξει σε συγκεκριμένες αποφάσεις. Καταρχήν, θεωρεί ότι η υπόθεση της κύριας δίκης εμπίπτει στην Οδηγία 29/2001/ΕΚ, καθώς, η εν λόγω Οδηγία έχει εφαρμογή σε όλες τις παρουσιάσεις προστατευόμενων έργων στο κοινό. Η δε Οδηγία 93/83/ΕΟΚ θεωρείται ότι δεν παρέχει στοιχεία προς απάντηση των προδικαστικών ερωτημάτων, καθώς προβλέπει μόνο την ελάχιστη εναρμόνιση ορισμένων πλευρών της προστασίας των δικαιωμάτων του δημιουργού και συγγενικών δικαιωμάτων σε περιπτώσεις δορυφορικών ραδιοτηλεοπτικών μεταδόσεων και καλωδιακής αναμετάδοσης εκπομπών προερχόμενων από άλλα κράτη μέλη. Βασικός στόχος της νομολογίας του ΔΕΚ είναι να ληφθεί υπόψη όχι μόνο το γράμμα της Οδηγίας 29/2001/ΕΚ, αλλά και το «πνεύμα της», ήτοι το πλαίσιο στο οποίο εντάσσεται και οι σκοποί που επιδιώκονται με τις ρυθμίσεις που επιβάλλει. Η Οδηγία 29/2001/ΕΚ σκοπεύει στην καθιέρωση υψηλότερου επιπέδου προστασίας των δημιουργών ώστε να λαμβάνουν εύλογη αμοιβή από τη χρήση των έργων τους, ιδίως από την παρουσίαση τους στο κοινό (9η,10η αιτ. σκ.). Η δε παρουσίαση του έργου στο κοινό πρέπει να νοείται υπό ευρεία έννοια (23η αιτ. σκ.).
Το ΔΕΚ κρίνει ότι το πρώτο και τρίτο ερώτημα πρέπει να εξεταστούν από κοινού, καθώς, ουσιαστικά, το δικαστήριο της Βαρκελώνης ερωτά αν η διανομή σήματος μέσω συσκευών τηλεοράσεως σε πελάτες που διαμένουν στα δωμάτια ξενοδοχείου συνιστά πράξη παρουσιάσεως στο κοινό υπό την έννοια του άρθρου 3 της Οδηγίας 29/2001/ΕΚ. Σε προγενέστερες αποφάσεις του, το ΔΕΚ, έχει ήδη κρίνει ότι ως κοινό νοείται ακαθόριστος αριθμός δυνητικών τηλεθεατών. Καθώς οι πελάτες στο ξενοδοχείο εναλλάσσονται ταχέως, πρόκειται για έναν αρκετά μεγάλο αριθμό προσώπων που μπορεί να θεωρηθεί κοινό. Αν προστεθούν τα σωρευτικά αποτελέσματα από τη διάθεση των έργων με τον τρόπο αυτό στους δυνητικούς τηλεθεατές, σε συνδυασμό με το γεγονός ότι η διάθεση γίνεται από οργανισμό διαφορετικό από αυτόν από τον οποίο προέρχεται, δηλαδή σε κοινό διαφορετικό από αυτό της πρωτότυπης παρουσιάσεως του έργου για το οποίο έχει δοθεί άδεια, καταλήγει, ότι η πελατεία του ξενοδοχείου πρέπει να θεωρείται νέο κοινό. Η παρουσίαση αυτή μπορεί να θεωρηθεί πρόσθετη υπηρεσία με σκοπό τον προσπορισμό ορισμένου οφέλους, που μπορεί να επηρεάζει την ποιοτική κατάταξη του ξενοδοχείου και συνεπώς την τιμή του δωματίου. Έτσι, το ΔΕΚ καταλήγει ότι, αν και η απλή παροχή υλικών εγκαταστάσεων δεν συνιστά παρουσίαση υπό την έννοια της Οδηγίας 29/2001/ΕΚ, ωστόσο η εγκατάσταση αυτή καθιστά δυνατή την πρόσβαση νέου κοινού στα έργα. Άρα η διανομή σήματος από ξενοδοχειακό συγκρότημα μέσω συσκευών τηλεοράσεως σε πελάτες που διαμένουν στα δωμάτια, ασχέτως της τεχνικής μεταδόσεως του σήματος, συνιστά πράξη παρουσιάσεως στο κοινό υπό την έννοια του άρθρου 3 παρ. 1 της Οδηγίας.
Όσον αφορά στο δεύτερο ερώτημα το ΔΕΚ αποφαίνεται ότι ο ιδιωτικός χαρακτήρας των δωματίων δεν σημαίνει ότι η αναμετάδοση δεν αποτελεί πράξη παρουσιάσεως έργου στο κοινό, καθώς μέσω των συσκευών οι ένοικοι των δωματίων αποκτούν πρόσβαση στο έργο σε τόπο και χρόνο της προσωπικής τους επιλογής, γεγονός που για την Οδηγία 29/2001/ΕΚ συνιστά διάθεση του έργου στο κοινό και, συνεπώς, πράξη προστατευόμενη από τα δικαιώματα πνευματικής ιδιοκτησίας. Το Δικαστήριο διευκρίνισε, ειδικότερα, το ζήτημα αν η έννοια αυτή καλύπτει τη μετάδοση προγραμμάτων από τηλεοράσεις εγκατεστημένες στα δωμάτια του ξενοδοχείου. Προβαίνοντας σε ερμηνεία της σχετικής διατάξεως της οδηγίας 2001/29 υπό το πρίσμα του διεθνούς δικαίου, προς μεταφορά του οποίου στην κοινοτική έννομη τάξη εκδόθηκε η οδηγία, συγκεκριμένα της Συμβάσεως της Βέρνης για την προστασία των λογοτεχνικών και καλλιτεχνικών έργων, της 24ης Ιουλίου 1971, και της Συνθήκης της Παγκόσμιας Οργάνωσης Πνευματικής Ιδιοκτησίας (ΠΟΠΙ) περί του δικαιώματος του δημιουργού, της 20ής Δεκεμβρίου 1996, το Δικαστήριο προχώρησε σε μια γενική προσέγγιση του ζητήματος. Επισήμανε ότι ενδεχόμενοι τηλεθεατές των έργων δεν είναι μόνον οι εγκατεστημένοι στα δωμάτια πελάτες ή οι πελάτες που είναι παρόντες σε έναν άλλο χώρο του ξενοδοχείου που διαθέτει τηλεόραση, αλλά και οι διαδοχικοί πελάτες του ξενοδοχείου. Αυτό αντιπροσωπεύει ένα σημαντικό αριθμό ατόμων που μπορούν να θεωρηθούν ως κοινό, κατά την έννοια της οδηγίας 2001/29. Εξάλλου, ο χαρακτήρας των δωματίων του ξενοδοχείου ως ιδιωτικών χώρων δεν έχει σημασία .
2.2.4. Συμπεράσματα
Στην παραπάνω απόφαση παρατηρούμε ότι η νομολογία του ΔΕΚ σχετικά με την Οδηγία 29/2001/ΕΚ γίνεται στην πιο διευρυμένη δυνατή αιτιολογική βάση τόσο της έννοιας της παρουσίασης όσο και της έννοιας του κοινού. Η πρώτη σκέψη εκλαμβάνει τον ιδιωτικό χώρο ενός δωματίου σε ξενοδοχείο ως τόπο όπου μπορεί να συντελεστεί παρουσίαση έργου, εφόσον οι χρήστες του δωματίου εναλλάσσονται και, καθώς υφίσταται έμμεσο οικονομικό όφελος για την ξενοδοχειακή μονάδα. Και η δεύτερη θεωρεί ως κοινό τους ενοίκους των δωματίων των ξενοδοχείων καθώς έχουν τους δίνεται στα έργα σε χρόνο και τόπο που επιλέγουν αυτοί, διαφορετικό από το κοινό για το οποίο έχει αρχικά δοθεί άδεια. Η πολιτική που ασκείται με βάση τη συγκεκριμένη απόφαση διευρύνει την προστασία των δικαιωμάτων των δημιουργών με κάθε δυνατό τρόπο, ακόμη και σε περιπτώσεις που προηγουμένως δεν νοούνταν ότι εμπίπτουν σε διατάξεις σχετικές με την προστασία της πνευματικής ιδιοκτησίας, όπως αυτή της προβολής ραδιοτηλεοπτικού σήματος σε δωμάτια ξενοδοχείων.
3. Γενικά συμπεράσματα-η Πνευματική Ιδιοκτησία στον Κυβερνοχώρο
Είναι πλέον γεγονός ότι οι τεχνολογίες πληροφοριών και επικοινωνιών έχουν αλλάξει θεμελιωδώς τους τρόπους πρόσβασης και ανάκτησης της πληροφορίας. Η ψηφιοποίηση επέφερε την ταυτόχρονη διανομή αρχείων, μουσικών, κινηματογραφικών ή άλλων, ακόμα και αυτών που έχουν ιδιαίτερη πνευματική η πολιτιστική αξία, σε πολλούς χρήστες, συχνά με τρόπους οι οποίοι παραβιάζουν το κλασσικό δικαίωμα του δημιουργού. Οι Νέες Τεχνολογίες βοήθησαν μεν στην παγκοσμιοποίηση της γνώσης και της πολιτιστικής κληρονομιάς, επέφεραν όμως και σοβαρή βλάβη στα δικαιώματα των δημιουργών, ή, ορθότερα, των εταιριών διαχείρισης αυτών. Όπως όμως επισημαίνει η Ε. Δεληγιάννη (2008), μια εκ διαμέτρου αντίθετη θέση κερδίζει συνεχώς έδαφος, ιδίως, στους κύκλους των χρηστών του διαδικτύου, σύμφωνα με την οποία, το απόλυτο δικαίωμα του δημιουργού και το μονοπώλιο που το απόλυτο αυτό δικαίωμα εγκαθιδρύει υπέρ των μεγάλων επιχειρήσεων της βιομηχανίας της πληροφορίας και της επικοινωνίας (ΙCT industry), καταλήγει να αποτελεί εμπόδιο στην ελευθερία της έκφρασης της πληροφόρησης και της επικοινωνίας και αδικαιολόγητο περιορισμό των δικαιωμάτων πρόσβασης των πολιτών στην πληροφορία και στη γνώση και της ενεργής τους συμμετοχής στο πολιτικό και πολιτιστικό γίγνεσθαι.
Το φαινόμενο έχει λάβει υπερεθνικές διαστάσεις και τα κράτη φαίνονται αδύναμα να το αντιμετωπίσουν. Ήδη από το 1886 με την υπογραφή της Διεθνούς Σύμβασης της Βέρνης αλλά και αργότερα με τη Διεθνή Σύμβαση της Ρώμης (1961), με τη συμφωνία TRIPS (1994-ίσχυσε από 1/1/1996) και με τις συμφωνίες WIPO (1996), η διεθνής κοινότητα προσπάθησε να θέσει αρχικά ένα κίνητρο παραγωγής πνευματικών έργων και αποτύπωσης ιδεών, και στη συνέχεια (Οδηγία 29/2001ΕΚ) όρους και προϋποθέσεις ως προς την προστασία αυτών των δικαιωμάτων, έλεγχο στην ελεύθερη διακίνηση της πληροφορίας στο διαδίκτυο και περιορισμό- εξάλειψη της αντιγραφής. Τα κράτη αντιλήφθηκαν ότι ήταν αδύνατο να ενεργήσουν μεμονωμένα απέναντι στο νέο περιβάλλον και προσπάθησαν να απαντήσουν μέσω μιας παγκοσμιοποιημένης-κοινής νομοθεσίας σε ένα φαινόμενο που έχει λάβει διαστάσεις χιονοστιβάδας. Μέχρι σήμερα οι προσπάθειες ελέγχου και αποτροπής της ¨παράνομης¨ διακίνησης αρχείων φαίνεται να έχουν πέσει στο κενό. Η προσπάθεια εφαρμογής και μετατροπής «φυσικών» νόμων και κανονισμών σε ψηφιακούς δεν φαίνεται να έχει επιφέρει τα αναμενόμενα αποτελέσματα. Ο κυβερνοχώρος δεν κυβερνιέται, καθ’ όσον το διαδίκτυο έχει το πλεονέκτημα των πολλαπλών διαύλων διακίνησης της πληροφορίας. Αυτό σημαίνει ότι πάντα βρίσκεται τρόπος να παρακάμπτεται ο έλεγχος και τελικά η πληροφορία να λαμβάνεται από τον παραλήπτη. Άλλωστε, ο σχεδιασμός του internet προβλέπει επιβίωσή του ακόμα και μετά από πυρηνική καταστροφή.
Εν μέσω αυτού του κλίματος, βασική μέριμνα της Ευρωπαϊκής Ένωσης αποτελεί η απρόσκοπτη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς. Καθώς η αγορά που σχετίζεται με την πνευματική ιδιοκτησία περιπλέκεται, όπως αναλύθηκε, με ποικίλους τρόπους, η Ένωση προκρίνει μέχρι στιγμής, χειρισμούς καθολικά απαγορευτικούς. Ωστόσο, ακριβώς λόγω του συνδυασμού των ιδιομορφιών της πνευματικής ιδιοκτησίας και των τεχνολογικών δυνατοτήτων, το πλέον πιθανό είναι να οδηγηθούμε σε νέες πολιτικές μορφές λύσης των θεμάτων, που θα πριμοδοτούν την κοινή χρήση για ιδιωτικούς – προσωπικούς σκοπούς και την απαγόρευση μόνο σε περιπτώσεις δημιουργίας κέρδους.
4. Βιβλιογραφία
Δεληγιάννη, Ε. (2008). Πνευματική Ιδιοκτησία και επικοινωνία στον Κυβερνοχώρο: P2P, «creative commons” και το μέλλον του θεσμού στο ψηφιακό περιβάλλον. Ζητήματα Επικοινωνίας.
Καλλινίκου, Δ. (2001). Πνευματική Ιδιοκτησία και Ίντερνετ. Αθήνα: Σάκκουλας.
Κοριατοπούλου-Αγγέλη, Π., Τσίγκου, Χ. (2008). Πνευματική Ιδιοκτησία. Λημματογραφημένη ερμηνεία. Αθήνα: Νομική Βιβλιοθήκη.
Μαραβέγιας Ν., Τσινισιζέλης, Μ. (2007). Νέα Ευρωπαϊκή Ένωση: Θεωρία – Θεσμοί – Πολιτικές. Αθήνα: Θεμέλιο.
Οδηγίες: 2000/31, 2001/29, 2004/48 και 2002/58 Ε.Κ.
Υποθέσεις: C-275/06 και C-306/05 ΔΕΚ
Διαδικτυακές πηγές
Έκθεση πεπραγμένων 2006 του Δ.Ε.Κ Ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης: 17-1-2010.
Ευρωπαϊκό Δίκαιο. Βικιπαίδεια Ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης: 13-11-2009.
Ιγγλεζάκης, Ι. (2009). Το δίκαιο του ηλεκτρονικού εμπορίου. Αθήνα: Επιτομή. Ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης: 17-1-2010.