Από μία σειρά επιστημονικών ερευνών έχουν προκύψει μερικά βασικά πορίσματα για την εικόνα του παραβατικού μαθητή -εφήβου που ασκεί εκφοβισμό και μια εν γένει παραβατικότητα.
Πρώτον, οι σοβαρού χαρακτήρα διαπιστούμενες πράξεις παραβατικότητας διαπράττονται από άτομα με περιορισμένες δυνατότητες ελέγχου από το περιβάλλον τους.
Δεύτερον, το παιδί θύτης ό,τι κάνει το κάνει σε μία προσπάθεια να δώσει διέξοδο στο δυναμισμό του , να κάνει τη μικρή του επανάσταση και να ενισχύσει την αυτοπεποίθησή του.
Τρίτον, η παραβάτικότητά τους σημειώνει ύφεση όσο μικρότερη είναι η αντιμετώπισή τους με τρόπο στιγματιστικό για την τιμή και την προσωπικότητά τους.
Τέταρτον, ο παραβατικός έφηβος που εκφοβίζει και ενοχλεί έχει ροπή προς την οργή, παραφέρεται εύκολα και ακολουθεί εκείνο που αποφάσισε επάνω στον θυμό τους χωρίς να μπορούν να συγκρατηθεί. Και τούτο, επειδή από εγωισμό δε δέχεται την περιφρόνηση και αγανακτεί όταν νομίζει πως αδικείται.
Πέμπτον, αγαπά τις νίκες επειδή οι νέοι θέλουν να υπερέχουν και η νίκη είναι ένα είδος υπεροχής.
Έκτον, οι έφηβοι και γενικότερα οι νέοι , παρά την παραβατική συμπεριφορά τους δεν έχουν κακές προθέσεις . Όλα τα σφάλματά τους προέρχονται από την υπερβολή , επειδή δεν γνωρίζουν το μέτρο στη ζωή τους. Υπερβάλλουν σε όλα, αγαπούν υπερβολικά , μισούν υπερβολικά και το ίδιο συμβαίνει με όλες τις πράξεις τους . Πιστεύουν πώς ξέρουν τα πάντα και ανακατεύονται στα πάντα και γι’αυτό το λόγο είναι υπερβολικοί . Όταν ενοχλούν τον άλλον και όταν τον αδικούν αυτό το κάνουν από αυθάδεια και όχι από κακία.
Γι’αυτό δεν ξεχνάμε ότι την ίδια μέριμνα και φροντίδα χρειάζεται και το παιδί θύτης για να βγει από τα προσωπικά του αδιέξοδα και να ενσωματωθεί ισότιμα στο κοινωνικό του περιβάλλον.
Πηγή: Αντεγκληματική Πολιτική και Δικαιώματα του Ανθρώπου, Ιδρυμα Μαραγκοπούλου για τα δικαιώματα του ανθρωπου.