Πασχαλινά κεριά



Υλικά:
Παραφίνη
Φυτίλια
χρώμα για κεριά (ή κηρομπογιές)
Άρωμα
Φόρμες αλουμινίου

Λιώνουμε την παραφίνη και προσθέτουμε το χρώμα και το άρωμα. Ρίχνουμε το μείγμα στις φόρμες και προσέχουμε τα φυτίλια να είναι στο κέντρο. Επαναλαμβάνουμε τη διαδικασία με διαφορετικό χρώμα, έχοντας αφήσει το προηγούμενο να στερεοποιηθεί.

ΟΙ ΠΕΡΙΠΕΤΕΙΕΣ ΤΟΥ ΔΑΚΗ ΤΟΥ ΦΙΔΑΚΗ

DAKISΗ ιστορία του Δάκη του φιδάκη, ενός φιδιού που μεγαλώνει στην αιχμαλωσία, για να καταλήξει μετά από αρκετές περιπέτειες στο ζωολογικό κήπο. Μια ιστορία για την ευαισθητοποίηση των παιδιών ενάντια στην αγορά και κατοχή εξωτικών, άγριων ζώων για κατοικίδια. Η εικονογράφηση έγινε από τα νήπια.]

ΟΙ ΠΕΡΙΠΕΤΕΙΕΣ ΤΟΥ ΔΑΚΗ ΤΟΥ ΦΙΔΑΚΗ

Ο  Δάκης ο φιδάκης μόλις έσκασε μύτη από το αβγό του αντίκρυσε μπροστά του μια περίεργη γυάλα. Ένοιωθε τόσο μόνος…

-Που είναι η μαμά μου; Αναρωτήθηκε.

Δεν ήξερε όμως ότι ποτέ δε θα έβλεπε τη μαμά του. Βλέπετε ήταν ένα από αυτά τα φίδια που προορίζονταν για κατοικίδια σε άλλες χώρες.

Λίγο αργότερα ήρθε κάποιος κύριος και του έφερε φαγητό. Ο Δάκης ο φιδάκης έφαγε απρόθυμα και ξάπλωσε σε μια γωνιά του κλουβιού. Άλλωστε δεν είχε και τίποτα άλλο να κάνει…

Οι μέρες περνούσαν και ο Δάκης μεγάλωνε και μεγάλωνε…ώσπου άρχισε να μη χωράει καλά καλά στο κλουβί του. Είχε βαρεθεί να είναι συνέχεια κλεισμένος σ’ αυτό το απαίσιο κλουβί που δεν είχε τίποτα άλλο να κάνει από το να τρώει και να κάθεται να βλέπει με τις ώρες τον απέναντι τοίχο. Μια μέρα άκουσε να λένε πως είναι αρκετά μεγάλος για να ταξιδέψει. Δεν ήξερε τι είναι το ταξίδι, αλλά είχε την ελπίδα ότι θα ήταν κάτι καλύτερο από το να είναι κλεισμένος στο κλουβί του και περίμενε με ανυπομονησία…

Η μέρα του ταξιδιού έφθασε και ο Δάκης, παρά τις προβλέψεις του, βρέθηκε σ’ ένα ακόμα πιο στενό κλουβί μέσα σ’ ένα αυτοκίνητο που έτρεχε. Απ’ το παράθυρο έβλεπε έξω: τι ωραία που ήταν! Χώμα, χορτάρια,δέντρα, άλλα ζώα, πρώτη φορά τα έβλεπε αλλά κατάλαβε ότι αυτό ήταν το σπίτι του…Μα τότε γιατί αυτός δεν ήταν εκεί;;; Τι είχε συμβεί;;;Πού τον πήγαιναν;;; Μια δύναμη τον τραβούσε να βγει εκεί έξω…να τρέξει ανάμεσα στα χορτάρια, να βρει φίλους να παίξει, αλλά όλα αυτά φαίνονταν τόσο μακρυά…Τα έβλεπε να περνάνε έξω απ’ το παράθυρό του και να χάνονται, ώσπου δεν τα ξαναείδε πια…

Είχαν φθάσει στο αεροδρόμιο. Εκεί άκουσε να λένε ότι το αεροπλάνο για Ελλάδα φεύγει σε λίγο και κατάλαβε ότι εκεί θα πήγαινε. Στο αεροπλάνο δεν του άρεσε καθόλου. Ήταν στριμωγμένος μέσα σε ένα στενό κλουβί, χωρίς φως και ένοιωθε να ζαλίζεται…

Κάποια στιγμή το ταξίδι τελείωσε και ο Δάκης ο φιδάκης βρέθηκε αυτή τη φορά με το κλουβί του σ’ ένα άλλο αυτοκίνητο, να βλέπει έξω ένα τελείως διαφορετικό περιβάλλον.

“Μάλλον αυτό θα είναι η Ελλάδα”, σκέφτηκε.

Το αυτοκίνητο σταμάτησε σ’ ένα μαγαζί που έγραφε απ’ έξω «Μαγαζί μικρών ζώων»  και ύστερα από λίγο ο Δάκης βρέθηκε σε ένα καινούριο κλουβί στη βιτρίνα του καταστήματος να βλέπει έξω  ένα δρόμο που περνούσαν συνέχεια αυτοκίνητα και άνθρωποι. Κουρασμένος απ’ το ταξίδι τον πήρε ο ύπνος…Ονειρεύτηκε ότι ήταν σ’ εκείνο τον τόπο που είδε να περνάει δίπλα του πριν πάρει το αεροπλάνο…Τι όμορφα που ήταν…Μπορούσε να τρέξει ελεύθερος στο ζεστό ήλιο, να παίξει με άλλα μικρά φίδια, να κυνηγήσει για το φαγητό του, αλλά τι κρίμα…ήταν μόνο ένα όνειρο…

Ο Δάκης πέρασε τις επόμενες μέρες του σ’ αυτή τη βιτρίνα μέχρι που μια μέρα είδε ένα μπαμπά με ένα μικρό παιδάκι έξω απ’ το κλουβί του και άκουσε τον πατέρα να λέει:

-Κοίτα αυτό το φίδι, Δημήτρη! Δεν είναι πολύ όμορφο; Και πολύ δυνατό νομίζω. Τι θα έλεγες να το πάρουμε σπίτι μας;

Το μικρό παιδί απάντησε απρόθυμα:

– Εντάξει. Δεν ήθελε να το κοροιδεύουν  ότι φοβάται.

Ο Δάκης λοιπόν βρέθηκε για ακόμα μια φορά να ταξιδεύει προς το σπίτι του μικρού αγοριού.

Εκεί τα πράγματα δεν ήταν καλύτερα. Η μαμά του Δημήτρη μόλις είδε το Δάκη τρόμαξε και είπε ότι δεν τον θέλει σπίτι. Ο μπαμπάς του όμως επέμενε και τελικά ο Δάκης βρέθηκε σ’ ένα δωμάτιο που το λένε σαλόνι, με ένα πλήθος από άλλα μικροπράγματα: βάζα, φωτογραφίες, κ.α. Δεν του έρεσε καθόλου εκεί, αλλά δεν μπορούσε να κάνει τίποτα.

Η μαμά του Δημήτρη δεν πλησίαζε να δει το Δάκη το φιδάκη, παρά τις παρακλήσεις του άντρα της. Ο Δημήτρης κι αυτός στην πραγματικότητα φοβόταν και δεν είχε διάθεση να παίξει με το Δάκη. Μόνο ο μπαμπάς του Δημήτρη τον τάιζε και που και που τον χάιδευε.

Οι μέρες πέρασαν και κάποια στιγμή ο μπαμπάς του Δημήτρη έπρεπε να λείψει για μερικές μέρες, λόγω της δουλειάς του. Αυτό ήταν το δράμα του Δάκη. Η μαμά του Δημήτρη του έδινε γρήγορα γρήγορα το φαγητό του και έφευγε φοβισμένη.Ο Δημήτρης δεν πλησίαζε καθόλου για να δει το Δάκη, και να παίξει μαζί του, και αυτός έμενε μόνος του και στενοχωρημένος.

Μια μέρα εκεί που καθόταν στενοχωρημένος, ανακάλυψε ότι το κλουβί του δεν ήταν καλά  κλεισμένο. Μάλλον η μαμά του Δημήτρη απ’ το φόβο της να φύγει γρήγορα δεν το έκλεισε καλά…

Ο Δάκης ο φιδάκης σύρθηκε και βγήκε απ’ το κλουβί του…πέρασε το σαλόνι, το διάδρομο, σύρθηκε κάτω απ’ την πόρτα της εισόδου, και βρέθηκε έξω απ’ το σπίτι. Για πρώτη φορά μόνος του έξω…για πρώτη φορά μπορούσε να τεντώσει το κορμί του ολόκληρο. Επιτέλους ελευθερία …

Βιάστηκε όμως να πανηγυρίσει. Όπου περνούσε οι άνθρωποι τρόμαζαν και έτρεχαν, και ο ίδιος δεν ένιωθε και τόσο καλά…Αυτά τα μικρά λεπτά πραγματάκια που έπεφταν πάνω του τον έκαναν να κρυώνει…να κρυώνει πολύ…ώσπου δεν μπορούσε πια να κουνηθεί καθόλου. Ήταν το χιόνι που έπεφτε, γιατί ήταν χειμώνας και άρχισε να σκεπάζει το παγωμένο κορμί του, όταν ξαφνικά…

-Μα τι άνθρωποι είναι αυτοί; Ποιός σε άφησε φίλε μου μέσα στο χιόνι; Μη φοβάσαι! Εγώ θα σε βοηθήσω. Ηταν ο άνθρωπος που δούλευε στο ζωολογικό κήπο. Εκεί είχαν και άλλα φίδια και ο άνθρωπος αυτός ήξερε πώς να τα φροντίζει…

-Τυχερός είσαι φιλαράκο που σε βρήκα. Θα πέθαινες απ’ το κρύο…

Ο Δάκης βρέθηκε μέσα σ’ ένα κλουβί με άλλα φίδια. Πρώτη φορά συναντούσε συγγενείς από κοντά.

-Καλώς τον! Από πού μας έρχεσαι φίλε; Τον ρώτησαν.

Ο Δάκης ο φιδάκης είπε όλη την ιστορία του και όταν τελείωσε πήρε κι αυτός τη θέση του δίπλα στα άλλα φίδια, μέσα στο ζεστό μεγάλο κλουβί. Μάλλον θα γίνονταν καλοί φίλοι.

Τελικά, μετά από όλη αυτή την ταλαιπωρία ο Δάκης ο φιδάκης βρήκε ένα σπίτι. Ίσως όχι αυτό που ονειρευόταν, αλλά ήταν ό,τι καλύτερο μπορούσε να έχει…