Εμφανείς και άδηλες συσχτίσεις Αντιγόνης και Ιππολύτου.

Εμφανείς και άδηλες συσχετίσεις «Αντιγόνης» και «Ιππολύτου».
Στάθης Παπακωνσταντίνου
Φιλόλογος
stapapak@otenet.gr

Περίληψη

Η «Αντιγόνη» του Σοφοκλή (442 π.Χ.) ανήκει, ίσως, στα πιο προνομιούχα κείμενα της αρχαίας ελληνικής γραμματείας, λόγω του ότι διδάσκεται στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση, ως μάθημα γενικής παιδείας, αδιάλειπτα για πάνω από μισό αιώνα. Πρόκειται για ένα κείμενο με ευρύτατη απήχηση, με ποικίλες παιδαγωγικές επιδράσεις και πλούσια βιβλιογραφία να το συνοδεύει. Μήπως, όμως, από την αρχαιότητα ακόμη, το κείμενο αυτό ήταν ήδη πολύ γνωστό και η συνταγή, που χρησιμοποίησε ο Σοφοκλής, θεωρήθηκε απόλυτα επιτυχημένη, ώστε να λειτουργεί ως πρότυπο και σημείο αναφοράς; Πώς αλλιώς μπορούν να εξηγηθούν οι εκπληκτικές ομοιότητες ανάμεσα στην «Αντιγόνη» και στον «Ιππόλυτο» του Ευριπίδη (428 π.Χ.) στη μορφή, στο περιεχόμενο και στη δομή σε σημείο, που να εγείρονται ακόμη και ζητήματα αντιγραφής ή και λογοκλοπής; Αυτές τις πολλές και εντυπωσιακές ομοιότητες, που εντοπίζονται κυρίως στα ζεύγη Κρέοντας – Θησέας, Ιππόλυτος- Αίμονας, Αντιγόνη – Φαίδρα, τις οποίες δεν θεωρούμε συμπτωματικές, θα επιχειρήσουμε να αναδείξουμε και να ερμηνεύσουμε στο συγκεκριμένο άρθρο.

Λέξεις – κλειδιά: Ιππόλυτος, Αντιγόνη, Ευριπίδης, Σοφοκλής, Φαίδρα, Θησέας, Κρέοντας, έρωτας, ομοιότητες, επιδράσεις, συσχετίσεις.

Εισαγωγή

Μελετώντας προσεκτικά τον «Ιππόλυτο » του Ευριπίδη, αναπόδραστα έρχεται στο νου σου η «Αντιγόνη » του Σοφοκλή , την οποία λίγο πολύ οι νεοέλληνες γνωρίζουμε είτε επιφανειακά είτε σε βάθος, λόγω της αδιάλειπτης διδασκαλίας της στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση τα τελευταία 50 χρόνια, αλλά και πολλοί ξένοι, λάτρεις της κλασικής παιδείας, λόγω της παγκόσμιας ακτινοβολίας και της ευρύτατης απήχησης του έργου, που θεωρείται από τα κορυφαία της αρχαίας ελληνικής δραματουργίας.

Η Αντιγόνη, αν θεωρήσουμε ως terminus ante quem τη μαρτυρία του Αριστοφάνη Βυζάντιου, γραμματικού του 2ου π.Χ αιώνα, σύμφωνα με την οποία οι Αθηναίοι τίμησαν το Σοφοκλή με το αξίωμα του στρατηγού στο σαμιακό πόλεμο 441- 439π.Χ., επειδή εντυπωσιάστηκαν από την πετυχημένη διδασκαλία της «Αντιγόνης», πρέπει να πρωτοανέβηκε στη σκηνή την άνοιξη του 442 π.Χ., ενώ o Ιππόλυτος, σύμφωνα με τον αρχαίο σχολιαστή του Ευριπίδη, ανέβηκε στα Μεγάλα Διονύσια το Μάρτιο του 428 π.Χ. (ἐδιδάχθη ἐπὶ ᾿Επαμείνονος ἄρχοντος ὀλυμπιάδι πζ ἔτει δ ). Και στις δυο περιπτώσεις τα έργα απέσπασαν το πρώτο βραβείο, απόδειξη της αρτιότητας στη σύλληψη, της άψογης σκηνικής παρουσίασης και της αποθεωτικής αποδοχής που έτυχαν από το πάντα απαιτητικό κοινό της Αθήνας.

Δεν είναι ίσως ευρέως γνωστό ότι και ο Ευριπίδης έγραψε «Αντιγόνη» από την οποία σώζονται μόνο σαράντα (40) στίχοι (Euripides Tag., fragmenta 157-178, tlg), από διάφορα σημεία του έργου (και όχι πάνω δύο συνεχόμενοι), ώστε να μη μπορούν να εξαχθούν ασφαλή συμπεράσματα, παρά μόνο εικασίες, τόσο για το περιεχόμενο, όσο και για το χρόνο παράστασης. Πάντως αρκετοί μελετητές θεωρούν ότι το έργο αυτό πρέπει να γράφτηκε στην ώριμη συγγραφική περίοδο του μεγάλου τραγικού. Δεν είναι, επίσης, ευρέως γνωστό ότι ο Ευριπίδης «είχε ξαναπαρουσιάσει μερικά χρόνια πρωτύτερα, στο Αθηναϊκό θέατρο την ιστορία της Φαίδρας, της κόρης του Μίνωα, της γυναίκας του Θησέα που, από βασανιστικό έρωτα προς τον πρόγονό της τον Ιππόλυτο, καταστρέφει και τον εαυτό της και αυτόν. Σε εκείνο το έργο η Φαίδρα πρόσφερε τον έρωτά της χωρίς συστολή στον πρόγονό της, που αναστατωμένος σκέπαζε το πρόσωπό του. Γι αυτό ονόμασαν το έργο Ιππόλυτος καλυπτόμενος» . Το έργο αυτό, σύμφωνα με τον Kitto ( σελ.274), πρέπει να ανέβηκε το 432 π. Χ. Φαίνεται πως ο τρόπος παρουσίασης του θέματος σόκαρε το Αθηναϊκό κοινό και σκανδάλισε την υψηλή κοινωνία. Μοιραία το έργο γνώρισε την αποτυχία, εν αντιθέσει προς το δεύτερο Ιππόλυτο που ονομάστηκε στεφανίας και εξασφάλισε στον ποιητή, εκτός από το πρώτο βραβείο, δικαίωση, καταξίωση, φήμη και δόξα.

Εμφανείς συσχετίσεις

΄Όπως αναφέρθηκε και στην αρχή, μια εμβριθής συνανάγνωση της Αντιγόνης του Σοφοκλή και του Ιππόλυτου του Ευριπίδη, αποκαλύπτει εύγλωττα και παραστατικά κοινούς τόπους ποιητικής σύλληψης και εκπληκτικές ομοιότητες στο περιεχόμενο και τη μορφή, που εκτείνονται σε όλα τα κατά ποιόν μέρη της τραγωδίας. Αν και το θέμα τους είναι τελείως διαφορετικό, δεν μπορεί να περάσει απαρατήρητη η στενή σχέση ανάμεσα στο τρίτο στάσιμο της Αντιγόνης και στο πρώτο στάσιμο του Ιππόλυτου. Και στα δυο με τρόπο σχεδόν ταυτόσημο υμνείται ο έρωτας, ως κινητήριος μοχλός της ζωής, και η ακατανίκητη δύναμη της Αφροδίτης. Μεγαλύτερη, βέβαια, θα ήταν η δυσκολία για τον Ευριπίδη, καθώς έπρεπε να απαντήσει στο απαράμιλλο χορικό του Σοφοκλή με ύμνο εφάμιλλο για τον έρωτα, που να είναι και να δείχνει πρωτότυπος, αποτολμώντας το ρίσκο της σύγκρισης, υπό τη σκιά της αναπόδραστης καχυποψίας για απόπειρα απομίμησης.

Δε χρειάζεται και ιδιαίτερη φαντασία για να παραλληλίσει κανείς με τρόπο πετυχημένο τους βασικούς πρωταγωνιστές των δύο τραγωδιών, προκειμένου να προβεί σε συγκρίσεις και συσχετίσεις και να οδηγηθεί σε διαπιστώσεις. Ο Κρέοντας αντικατοπτρίζεται στο πρόσωπο του Θησέα, η Αντιγόνη στο πρόσωπο της Φαίδρας , ο Αίμονας στο πρόσωπο του Ιππόλυτου και η Ισμήνη στο πρόσωπο της Τροφού. Ισμήνη και Τροφός, πλαισιώνοντας τις βασικές ηρωίδες, αποτελούν το λογικό τους αντίβαρο και φωτίζουν το ήθος τους με ενάργεια. Και στις δυο τραγωδίες, στα πλαίσια των θεατρικών συμβάσεων περί ενότητας του χώρου και του χρόνου, ένα μέρος των γεγονότων που εκτυλίσσεται εκτός σκηνής γνωστοποιείται με αγγελιαφόρους, που ως θεατρικές φιγούρες εμφανίζονται ιδιαίτερα συμπαθείς.

Ειδικότερα, και στις δυο τραγωδίες έχουμε ένα βασιλιά που με τις πράξεις του ή και τις αποφάσεις του οδηγεί στο θάνατο το παιδί του. Βέβαια, για το σοφόκλειο βασιλιά η ευθύνη αντανακλά προσωπικά στον ίδιο, αφού, για να βεβαιώσει την εξουσία του, βαδίζει ενάντια σε δυνάμεις υπέρτερες και, αγνοώντας πως η πορεία του στα μονοπάτια της ύβρης είναι δίχως επιστροφή, γνωρίζει την ταπείνωση και τη συντριβή, ενώ στον ευριπίδειο βασιλιά δεν προσωποποιείται ευθύνη, αφού τα νήματα τα κινούν οι θεοί και πιο συγκεκριμένα η Αφροδίτη, που στο συγκεκριμένο δράμα προβάλλει παντοδύναμη και εκδικητική. Και στις δυο περιπτώσεις οι βασίλισσες κάτω από εφιαλτικά διλήμματα και τραγικά αδιέξοδα αυτοκτονούν με απαγχονισμό στο εσωτερικό του παλατιού, κορυφώνοντας την τραγική ένταση και σφραγίζοντας την προσωπική τους μοίρα.

΄Αξιο να μη διαλάθει της προσοχής μας είναι και το γεγονός ότι η πλοκή των δυο τραγωδιών εξυφαίνεται γύρω από τη συμπεριφορά και τις αποφάσεις της πιο σημαντικής ηρωίδας, δηλαδή της Φαίδρας και της Αντιγόνης. Κάπου στη μέση, αυτές εγκαταλείπουν τη σκηνή και χάνονται, αφού όμως πρωτύτερα σφράγισαν με τη δυναμική παρουσία τους το πρώτο μέρος και λειτούργησαν ως θρυαλλίδα που πυροδότησε τις δραματικές εξελίξεις του δεύτερου μέρους της τραγωδίας. Και στις δυο περιπτώσεις είναι ευδιάκριτη η δυνατότητα κατάτμησης του δράματος σε πρώτο και δεύτερο μέρος. Κι ενώ ο Σοφοκλής έδωσε το όνομα στο έργο του τιμώντας την πρωταγωνίστρια του πρώτου μέρους (Αντιγόνη), ο Ευριπίδης, αντίθετα, έδωσε το όνομα στο έργο του, τιμώντας τον πρωταγωνιστή του δεύτερου μέρους (Ιππόλυτος). Αν η έμφαση δινόταν στο δεύτερο μέρος, η τραγωδία του Σοφοκλή θα μπορούσε κάλλιστα να ονομάζεται Κρέων, αφού τα κύρια διδάγματα τα αντλεί κανείς από τη δική του τραγική πτώση, καρπός της αλαζονικής μονομέρειας και της έλλειψης σύνεσης και σοφίας. Για τον Ευριπίδη, αντίθετα, αν η έμφαση δινόταν στο πρώτο μέρος, η τραγωδία θα μπορούσε κάλλιστα να ονομάζεται Φαίδρα, αφού, έστω και θύμα της Αφροδίτης, η ίδια προετοιμάζει το χαμό του Ιππόλυτου αλλά και του Θησέα, που το τέλος της τραγωδίας τον βρίσκει σε μοίρα όχι κατά πολύ καλύτερη από εκείνη του Κρέοντα.

Αξιοπρόσεκτη είναι και η ομοιότητα στο ήθος και τον τρόπο προσέγγισης του θυμωμένου πατέρα, ανάμεσα στον Αίμονα και στον Ιππόλυτο. Και οι δυο εμφανίζονται, αρχικά σεμνοί, ταπεινοί και υπάκουοι, προσπαθώντας με λογικά και συναισθηματικά επιχειρήματα να καταπραΰνουν το θυμό του οργισμένου πατέρα, προσπάθεια που πέφτει ωστόσο στο κενό, καθώς η κατάσταση εξωθείται στα άκρα. Ο Αίμονας σε κλίμα απόγνωσης διαρρηγνύει τις σχέσεις με τον πατέρα του, ενώ ο Ιππόλυτος έρχεται αντιμέτωπος με την πατρική κατάρα, προάγγελο του χαμού του. Ο αγώνας λόγων Αίμονα-Κρέοντα και Ιππόλυτου-Θησέα με παρατηρητή και κριτή το χορό, εντάσσεται στις πιο εντυπωσιακές ομοιότητες των δυο τραγωδιών. Παραινέσεις και αβρότητες, αποφθεγματικές εκφράσεις, ενθυμήματα, άλματα στη συλλογιστική πορεία, λεκτικές ακροβασίες και φραστικοί διαξιφισμοί, συνθέτουν τη μάταιη προσπάθεια των δύο νέων για μεταστροφή της πατρικής γνώμης, προσπάθεια που προσκρούει στην πείσμονα άρνηση της άλλης πλευράς, αποτέλεσμα του εγωισμού και της οίησης, που τελικά εκβάλει στο αμετάκλητο της ειλημμένης απόφασης. Και στις δυο περιπτώσεις το μόνο κέρδος που καταλείπεται, είναι ότι και οι δυο νέοι απενοχοποιούνται στην κοινή γνώμη, κερδίζοντας τη συμπάθεια και τον έπαινο του χορού, που βρίσκει και λογικά και πειστικά τα επιχειρήματά τους.

Το προδιαγεγραμμένο τέλος Αίμονα και Ιππόλυτου λαμβάνει χώρα και στις δυο περιπτώσεις εκτός σκηνής και ανακοινώνεται με σχοινοτενείς αγγελικές ρήσεις. Η σκηνή του θανάτου εκτυλίσσεται σε τόπους που μοιάζουν αφιλόξενοι, που έχουν κάτι το εξωτικά απόμακρο, κάτι το αφιλόξενο, κάτι το τραχύ και μυστηριώδες και οι λεπτομέρειες μεταφέρονται στη σκηνή με θαυμαστή ακρίβεια και αναλυτικότητα ενίοτε ενοχλητική. Ακολούθως και στις δυο περιπτώσεις τα άψυχα κορμιά των νέων εμφανίζονται στη σκηνή για να αποτελέσουν το αδιάψευστο τεκμήριο της εγκυρότητας όσων ο αγγελιαφόρος ανέφερε και να διεγείρουν τον έλεο και το φόβο του θεατή, πριν από την τελική κάθαρση. Βέβαια, ο Ιππόλυτος ψυχορραγεί, πνέει τα λοίσθια, προλαβαίνει ωστόσο να αποχαιρετήσει την αγαπημένη του θεά (Άρτεμη) και να συγχωρήσει τον πατέρα του, πριν ο θάνατος σφαλίσει για πάντα τα μάτια του κι η ψυχή του γοργόφτερη ταξιδέψει στον Άδη. Στον αντίποδα, ο νεκρός Αίμονας μεταφέρεται στη σκηνή από τον ίδιο τον Κρέοντα, που ράκος πραγματικό, ελεεινό απομεινάδι της πρότερης περηφάνιας του, εμφανίζεται μετανιωμένος οικτρά και αποζητώντας το τέλος του.

΄Αδηλες συσχετίσεις

Οι ομοιότητες ανάμεσα στην Αντιγόνη και τον Ιππόλυτο που αναφέρθηκαν ως τώρα είναι λίγο πολύ εμφανείς και άμεσα αντιληπτές από ένα προσεκτικό αναγνώστη. Αν όμως εστιάσουμε στα δυο κείμενα με ματιά πιο διεισδυτική, χωρίς βέβαια να περάσουμε στη σφαίρα του σχολαστικισμού, θα εκπλαγούμε ίσως από τη διαπίστωση ότι υπάρχουν και άλλες ομοιότητες που είναι μεν άδηλες, αλλά πάρα πολλές, ώστε να θεωρηθούν τυχαίες. Οι ομοιότητες αυτές έχουν να κάνουν είτε με τα ποιητικά μοτίβα είτε με επιμέρους ιδέες που εμφανίζονται σχεδόν πανομοιότυπες.

Και η Φαίδρα και η Ισμήνη, ασφυκτιώντας στης ειμαρμένης τα δεσμά και βιώνοντας τραγικά διλήμματα, νιώθουν την ανάγκη να αναφερθούν στο γενεαλογικό τους δέντρο και να απαριθμήσουν τις οικογενειακές τους συμφορές, όχι για να γίνουν πιο συμπαθείς, αλλά για να συνδέσουν τη μοίρα τους με αυτή των προγόνων. ΄Ετσι η Ισμήνη αναφέρεται στην κακόδοξη μνήμη του πατέρα της, στην αυτοχειρία της Ιοκάστης, επώδυνο απότοκο της συνειδητοποίησης μιας επονείδιστης σχέσης, και στον πρόσφατο κοινό θάνατο του Ετεοκλή και του Πολυνείκη. Η Φαίδρα, πριν εκστομίσει το τρομερό μυστικό, αναφέρεται πρώτα στη μητέρα της (Πασιφάη) και το αφύσικο πάθος της για τον ταύρο και στη συνέχεια στη μοίρα της αδερφή της (Αριάδνη), που μετατρέπεται σε ταίρι του Διονύσου, μετά την αχάριστη εγκατάλειψή της από τον Θησέα κάπου στη Νάξο. Τόσο η Φαίδρα όσο και η Αντιγόνη, ως γυναικείες φιγούρες εμφανίζουν για την εποχή τους ένα δυναμισμό αφύσικο και προκλητικό, που δε συνάδει με τα κρατούντα, αποδοκιμαστέο από το κυρίαρχο ανδροκρατικό πνεύμα. Αν στην Αντιγόνη οι αναφορές για τη γυναικεία κατωτερότητα είναι συγκαλυμμένες και διάσπαρτες, στον Ιππόλυτο η γυναίκα εμφανίζεται ως το απόλυτο κακό, συνώνυμο της ευτέλειας, της φαυλότητας και των ποταπών επιθυμιών. Σε μια υπερβολική έξαρση κομπασμού, που αγγίζει τα όρια της αυθάδειας, ο Ιππόλυτος επικρίνει το Δία που, στην αναγκαιότητα της διαιώνισης του ανθρώπινου είδους, δεν επινόησε κάτι διαφορετικό από τη γυναίκα. Εκείνοι που προσάπτουν στον Ευριπίδη την αιτίαση του μισογυνισμού, για να τη στοιχειοθετήσουν δε χρειάζεται να καταφύγουν σε άλλες τραγωδίες, τους αρκεί ο Ιππόλυτος.

Σε επίπεδο ιδεών και ο Κρέοντας και ο Θησέας ισχυρίζονται ότι οι θεοί δεν είναι ούτε αμαθείς ούτε ανόητοι, προσπαθώντας να ερμηνεύσουν ορθολογικά την πραγματικότητα που τους περιβάλλει. Αψηφούν τη γνώμη των μάντεων, όταν δεν είναι η επιθυμητή, και δε διστάζουν να τους κατηγορήσουν για χρηματισμό. Ο Κρέοντας εμφανίζεται βέβαιος ότι ο Τειρεσίας έγινε μίσθαρνο όργανο της αντιπολίτευσης, ενώ ο Θησέας αδιαφορεί ολότελα για τους μάντεις, αποκαλώντας τους απαξιωτικά «ανθρώπους που γύρω από το κεφάλι τους πετούν τα πουλιά» , τονίζοντας με έμφαση ότι το γράμμα που άφησε η Φαίδρα είναι αδύνατο να δωροδοκηθεί. Τόσο ο Κρέοντας όσο και ο Θησέας, θεωρούν ότι, στα πλαίσια του τυραννικού πολιτεύματος, κυβερνούν δίκαια και χαίρουν της αποδοχής και της εκτίμησης των αρχομένων. Ωστόσο τα ίδια τα παιδιά τους έχουν αντίθετη γνώμη, την οποία κάποτε ασπάζεται και ο χορός. Ο Αίμονας, αυθαδιάζοντας σύμφωνα με τον πατέρα του, φαίνεται να του παραδίδει μαθήματα δημοκρατικής συμπεριφοράς, συμπληρώνοντας το περίγραμμα του αυταρχισμού του, που λίγο νωρίτερα σκιαγραφήθηκε από την Αντιγόνη. Αλλά και ο Ιππόλυτος βεβαιώνει τον πατέρα του ότι δε βρίσκει ούτε ευχάριστο αλλά ούτε και δελεαστικό το να γινόταν κάποτε ο ίδιος τύραννος κι ότι θα αποποιούνταν πρόθυμα μια τέτοια κληρονομιά, η οποία δεν αρμόζει σε ενάρετους, παρά μόνο σε υστερόβουλους και εξουσιομανείς.

Η ανάγκη της τήρησης του μέτρου και της αποφυγής των υπερβολών, ως αποτέλεσμα αλλά και προϋπόθεση της σωφροσύνης και στα δυο έργα προβάλλει επιτακτική και αποκαλύπτεται με εντυπωσιακές παρομοιώσεις. Τα δένδρα που λυγίζουν στο πέρασμα του ορμητικού χειμάρρου και το καράβι που δεν αψηφά τη δύναμη των τρικυμισμένων ανέμων χειμάζονται μεν, αλλά τελικά διασώζονται . Η αλαζονεία και η άκαμπτη πεισμονή οδηγούν στο χαμό. Το ίδιο συμβαίνει και με την Αφροδίτη. Εκείνον που υποχωρεί και ικανοποιεί τα αιτήματά της τον μεταχειρίζεται ήπια, εν αντιθέσει με εκείνον που στέκεται ανυπάκουος και περήφανος που τον ταπεινώνει και τον συντρίβει. Τέλος, πολύ σημαντική θεωρείται η άποψη ότι δεν πρέπει να είναι κανείς δοκησίσοφος μένοντας στην επιφάνεια, πρέπει να ερευνά σε βάθος και να σπα το κέλυφος που την αλήθεια καλύπτει. Για την προβολή αυτής της ιδέας και στα δυο κείμενα χρησιμοποιείται το σπάνιο ρήμα «διαπτύσσομαι ». Αν υπήρχε καθεστώς δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας και στην αρχαιότητα όμοιο με το σημερινό, ενδεχομένως στο σημείο αυτό ο Ευριπίδης θα μπορούσε να κατηγορηθεί για λογοκλοπή.

Η ιδέα της ταπεινής φιλαυτίας που μετατρέπεται σε αναλγησία προβάλλεται με ενάργεια και στα δυο κείμενα. Στην Αντιγόνη ο φύλακας θεωρεί τη σωτηρία του πιο σημαντική από της Αντιγόνης το χαμό και αυτοαθωώνεται, αποδίδοντας τη συγκεκριμένη επιλογή στη φύση, που διέπλασε έτσι το χαρακτήρα του. Στον Ιππόλυτο η Αφροδίτη δε διστάζει να συμπεριφερθεί ως κοινή θνητή και να θεωρήσει τη Φαίδρα παράπλευρη απώλεια της ανάγκης για εκδίκηση των εχθρών και ικανοποίηση του εγωισμού της, αν και, όπως ανερυθρίαστα ομολογεί, δε φταίει σε τίποτα και είναι και ευσεβής. Οι θεοί, σύμφωνα με το θεράποντα του Ιππόλυτου πρέπει να είναι σοφότεροι από τους θνητούς και μάλιστα να προσποιούνται ότι δεν ακούν, όταν οι θνητοί, λόγω της εφηβείας, ξεστομίζουν ασέβειες. Επιπρόσθετα, η ιδέα ότι πρέπει να επανεξετάζουμε τις απόψεις μας κι ότι οι δεύτερες γνώμες είναι πάντα καλύτερες από τις πρώτες εμφανίζεται πανομοιότυπη. Στην Αντιγόνη ο φύλακας το ξανασκέφθηκε και πήρε καλύτερες αποφάσεις και στον Ιππόλυτο το ίδιο έπραξε η τροφός, βρίσκοντας λύση σε μια κατάσταση φαινομενικά αδιέξοδη. Επιπλέον, στην Αντιγόνη διά στόματος Κρέοντα επαινούνται τα καλά και υπάκουα τέκνα, ενώ στον Ιππόλυτο επαινούνται οι καλοί γαμπροί, που προβάλλονται ως το παρηγορητικό αντιστάθμισμα της ατυχίας που είχε κάποιος να γεννήσει κορίτσι.

Αξιοσημείωτες είναι και οι ομοιότητες που ακολουθούν. Η επίκληση των θεών και κυρίως του Δία ως προστάτη του όρκου αποτελεί σημαντικό στοιχείο της πλοκής. Στην Αντιγόνη, οι φύλακες ορκίζονται στους θεούς για να αποδείξουν την αθωότητά τους, ενώ ο Κρέοντας ορκίζεται τρεις φορές, την πρώτη διαβεβαιώνοντας το χορό για το πώς θα κυβερνήσει, τη δεύτερη απειλώντας τους φύλακες και την τρίτη διατρανώνοντας την απόφασή του να τιμωρήσει την Αντιγόνη παραδειγματικά. Ο Ιππόλυτος, δεμένος με τον όρκο που έδωσε στην τροφό, δεν αποκαλύπτει στον πατέρα του την πλεκτάνη και μάταια ορκίζεται στο Δία για την αθωότητά του, προσπάθεια που αποβαίνει ατελέσφορη και αλυσιτελής. Η άποψη ότι ο γρήγορος θάνατος είναι ποινή ελαφρότατη διατυπώνεται και από τον Κρέοντα και από το Θησέα. Ο Κρέοντας απειλεί τους φύλακες ότι θα τους κρεμάσει ζωντανούς, μέχρι να ομολογήσουν, ενώ ο Θησέας εξορίζει και καταριέται το γιο του, επιλέγοντας γι αυτόν ένα τέλος οικτρό και βασανιστικά αργό. Κρέοντας και Θησέας αναπτύσσουν πανόμοια επιχειρηματολογία για να αιτιολογήσουν τις αποφάσεις που πήραν. Ο Κρέοντας ισχυρίζεται πως αν αφήσει ατιμώρητη τη γυναίκα, που τόλμησε την εντολή του να παραβεί, θα απολέσει την ανδρική του υπόσταση την οποία θα ενδυθεί η Αντιγόνη, ενώ ο Θησέας διατείνεται πως, αν αφήσει ατιμώρητη την προσβολή που του έγινε, κανείς δεν θα πιστεύει πλέον τους άθλους του κι όλοι θα τους θεωρούν προϊόν επινόησης. Κοινή φαίνεται και η εναγώνια προτροπή του βασιλιά για βίαιο άνοιγμα των πυλών , ώστε να προβάλει κατάματα η αλήθεια. Ο Κρέοντας έρχεται αντιμέτωπος με την αβάσταχτη μοίρα του κι ο Θησέας με τη σκληρή αλήθεια. Τέλος, κοινή φαίνεται να είναι η συμπεριφορά του Ιππόλυτου και της Αντιγόνης που μάταια επικαλούνται θεούς και ανθρώπους για την άδικη μοίρα τους. Η κραυγή τους μοιάζει περισσότερο με παράπονο παρά με λιποψυχία.

Η παρομοίωση με πουλί, κοινή και στα δυο κείμενα, δύσκολα περνά απαρατήρητη. Η Αντιγόνη, βλέποντας τον αδερφό της άταφο , βγάζει κρωγμό όμοιο με του πουλιού που βρήκε τη φωλιά ορφανή από νεογνά, και ο Θησέας, μοιρολογώντας για τη γυναίκα του λέει ότι φτερούγησε μέσα από τα χέρια του σαν το πουλί και πέταξε στον ΄Αδη. Και άλλες πολλές συσχετίσεις μπορεί κάποιος να κάνει στα δυο κείμενα, όπως η χρήση της υπερθετικής προσφώνησης , το υπερβολικό ενδιαφέρον και η αγωνία που προκαλεί φόβο και άλγος, η αξίωση για δικαίωμα στο λάθος ως αποτέλεσμα επιλογής , η συχνή αναφορά στο στερνό φως για το πέρασμα από τη ζωή στο θάνατο, το σύννεφο στο πρόσωπο για την έκφραση του θυμού και της θλίψης, το αναφαίρετο δικαίωμα στις προτιμήσεις με την εναλλαγή των ρημάτων ἁνδάνω και ἀρέσκω , τη χρήση του ρήματος δάκνω για τη μεταφορική απόδοση της ενόχλησης και άλλες πολλές.

Επίλογος

Συνοψίζοντας τα παραπάνω, συμπεραίνουμε ότι υπάρχει διαλεκτική σχέση ανάμεσα στα δυο κείμενα κι ότι το εύρος της πρωτοτυπίας του Ευριπίδη στον «Ιππόλυτο» θα πρέπει να αναθεωρηθεί υπό το πρίσμα της συγκεκριμένης οπτικής. Βέβαια, κανείς δεν κατέχει την αποκλειστικότητα των ιδεών, αφού κάθε πολιτισμικό προϊόν αναπόδραστα ενσωματώνει στοιχεία της εποχής και της κοινωνίας, στους κόλπους της οποίας παρήχθη. Από την άλλη, κάποια έργα της τέχνης ξεχωρίζουν αμέσως για την πρωτοτυπία, την ποιότητα και την αισθητική τους και λειτουργούν ως πρότυπα και ως σημεία αναφοράς. Κάτι τέτοιο φαίνεται πως συνέβη με την «Αντιγόνη», που θα πρέπει από εκείνα τα χρόνια να ενδύθηκε το μανδύα του κλασικού, αν κρίνουμε από την άμεση υψηλή επιβράβευση του ποιητή με το αξίωμα του στρατηγού. Η συνταγή του Σοφοκλή, όπως αυτή εφαρμόστηκε στην Αντιγόνη, θεωρήθηκε απόλυτα επιτυχής και είναι σχεδόν βέβαιο ότι αποτέλεσε αντικείμενο μελέτης των ομοτέχνων του.

Στο χώρο της τραγωδίας η τήρηση των παραδόσεων και η εμμονή στο αναγνωρισμένο και το αποδεκτό αποτελούσε για τους ποιητές πάντοτε μια ασφαλή επιλογή, ενώ η καινοτομία απέναντι σε ένα κοινό εξόχως συντηρητικό, ενείχε πάντοτε το στοιχείο του ρίσκου και ο φόβος της απόρριψης λειτουργούσε ως τροχοπέδη. Υπό το πρίσμα αυτό, δεν πρέπει να μας ξενίζει το γεγονός ότι ο Ευριπίδης άντλησε στοιχεία από το Σοφοκλή. Είχαν περάσει ήδη δεκατέσσερα χρόνια και ενδιάμεσα είχαν παρασταθεί αμέτρητες τραγωδίες. Με τα δεδομένα της εποχής ποιος θα μπορούσε να συσχετίσει τα κείμενα μεταξύ τους και να εντοπίσει επιδράσεις και επιρροές; Αναμφίβολα ο Σοφοκλής ως θεατής του Ιππόλυτου σε πολλά σημεία θα αναγνώρισε την δική του προσωπική πέννα και μάλλον δεν θα ένιωσε άβολα, άλλωστε σύμφωνα με τον Kitto (σελ. 271) τα επιμέρους στοιχεία που συνθέτουν τον Ιππόλυτο δημιουργούν ένα συναρπαστικό δράμα, «που ο Σοφοκλής δε θα μπορούσε ποτέ να το έχει γράψει αλλά που, σαν δραματουργός, πρέπει να το είχε θαυμάσει».

Βέβαια, αν και οι εκπληκτικές συσχετίσεις ανάμεσα στις δυο τραγωδίες είναι πολύ περισσότερες από όσες για την οικονομία του άρθρου αναφέρθηκαν, κάθε απόπειρα ερμηνείας τους, με γνώμονα τη λογική ή κάποια υπόθεση εργασίας, αναπόδραστα ενέχει το στοιχείο του υποκειμενισμού και τον κίνδυνο του μονεταρισμού. Το βέβαιο είναι ότι σε κανένα άλλο ζεύγος τραγωδιών δεν παρατηρούνται σε τέτοιο βαθμό και σε τέτοια έκταση ομοιότητες, ωστόσο το γεγονός αυτό δεν αποκλείει και το ενδεχόμενο της συνωμοσίας των συμπτώσεων και οι ομοιότητες ανάμεσα στην Αντιγόνη και τον Ιππόλυτο να οφείλονται απλά στην επίδραση άτυπα διαμορφωμένων δραματικών προτύπων, κοινών εκφραστικών τόπων και ποιητικών μοτίβων.




Βιβλιογραφικές αναφορές

Ξένη Βιβλιογραφία

Bowra, C.M. (1993). Οι τραγωδίες του Σοφοκλή, Αντιγόνη και Οιδίπους Τύραννος. Μετάφραση Αικ. Τσοτάκου-Καρβέλη. Θεσσαλονίκη: Κώδικας.
Kitto, H.D.F. (1981). H αρχαία ελληνική τραγωδία. Μετάφραση Λ. Ζενάκος. Αθήνα: Δημ. Ν. Παπαδήμας.
Lesky, Albin. (1981). Ιστορία της αρχαίας ελληνικής λογοτεχνίας. Μετάφραση Αγαπητός Τσοπανάκης. Θεσσαλονίκη: Αδελφοί Κυριακίδη.
Liddell, Henry et Scott, Robert. Μέγα λεξικόν της ελληνικής γλώσσης. Μετάφραση Ξενοφώντας Μόσχος. Αθήναι: Ιωάννης Σιδέρης.
Lloyd-Jones, H. et Wilson, N.G. (1990). Sophoclis fabulae. Oxford university press.
Murray, Gilbertus (1974). Euripides fabulae, tomus I. Oxford university press.

Ηλεκτρονικές πηγές.

Dumont, Darl et Smith, Rantal (1990). Λογισμικό Musaios – tlg. 840 Oneonta drive. Los Angeles, California 90065-4125 USA.

Κατηγορίες: Γενικά | Γράψτε σχόλιο

Μια κριτική

Στάθη  Παπακωνσταντίνου

“Το άλλο μισό μου πορτοκάλι”

Κριτική στο νέο μυθιστόρημα του Λευτέρη Μαυρόπουλου  [ εκδόσεις  ΄Ινδικτος -Ιούνιος 2007]

Πρωτότυπο και αποτελεσματικό μάθημα σύγχρονης πολιτικής και κοινωνικής ιστορίας  αλλά και δημοκρατικής ευαισθησίας  θα χαρακτήριζα το νέο μυθιστόρημα του Λευτέρη Μαυρόπουλου « Το άλλο μισό μου πορτοκάλι » . Σε μια  εποχή που η αξία του σύγχρονου λογοτεχνικού βιβλίου αμφισβητείται έντονα, λόγω της υπερπαραγωγής  συγγραφικών? ταλέντων, που μας βομβαρδίζουν με ποικίλα και  αμφιβόλου αξίας αναγνώσματα, σε συνδυασμό  με το γεγονός ότι η δύναμη της τηλεοπτικής εικόνας και το διαδικτύου  έχουν   εξακοντίσει  στο περιθώριο το λογοτεχνικό βιβλίο και το γραπτό λόγο γενικότερα,  ο Λευτέρης Μαυρόπουλος έρχεται να  μας θυμίσει ότι η ποιοτική λογοτεχνία συνεχίζει να υπάρχει στις μέρες μας. Ένας ώριμος, πλέον, συγγραφέας  επαναφέρει με τρόπο επιτακτικό κάποια  ξεχασμένα αλλά και  αμείλικτα  ερωτήματα  που σχετίζονται με τις δομές του  σύγχρονου νεοελληνικού κράτους,  καθιστώντας  μας κοινωνούς της ευαισθησίας  του και  της  γενικότερης  προβληματικής  που αναδύεται μέσα από το έργο  του.

Ο τίτλος του μυθιστορήματος  παραμένει  αινιγματικός  ως το τέλος, αν και η αρχική περιέργεια υποχωρεί σταδιακά, καθώς  από τις πρώτες κιόλας σελίδες  ο αναγνώστης  μπορεί να εντοπίσει  υπαινιγμούς ή στοιχεία για την ερμηνεία του.

Το αισθητικό αποτέλεσμα του μυθιστορήματος  είναι εντυπωσιακό. Με γλώσσα υποδειγματική, πράγμα σπάνιο για την εποχή μας,  συναρπάζει τον αναγνώστη από τις πρώτες κιόλας γραμμές του βιβλίου Τα σχήματα λόγου ποικίλουν και  οι λέξεις διοχετεύονται στο ρείθρο του ρυθμού χωρίς καμιά  απώλεια της εσωτερικής τους πνοής. Λέξεις σπάνιες ή και ξεχασμένες  αποκαλύπτουν  μέσα από τα συμφραζόμενα την ξεχασμένη τους σημασία, καθιστώντας έτσι περιττό το  σύντομο γλωσσάρι που παραθέτει  ο συγγραφέας στο τέλος του βιβλίου Οι διάλογοι των προσώπων  που καλύπτουν ένα σημαντικό μέρος του μυθιστορήματος διεξάγονται στο  ιστορικο-κοινωνικό τους πλαίσιο, φωτίζοντας έτσι καλύτερα τα κίνητρα, τις αγωνίες αλλά και τις ελπίδες που συνοδεύουν τη δράση τους. Αποκαλύπτεται έτσι ανάγλυφα  μια ολόκληρη εποχή  όχι και τόσο μακρινή ή ολότελα ξένη προς τον αναγνώστη.

Η  αφηγηματική τεχνική  δεν είναι τόσο περίπλοκη, όσο στα  προηγούμενα ( « Ο Κάλυκας »  και   « ο  Θανατοναύτης  » ) βιβλία   του . Ο αναγνωστης αιφνιδιάζεται κάπως  στο τέλος με την εισαγωγή ενός δεύτερου αφηγητή. Είναι ίσως μια προσπάθεια του συγγραφέα να ακουστεί και η altera pars, καθώς  κανείς δεν είναι a priori  καλός ή κακός, αθώος ή ένοχος .Η πορεία της αφήγησης είναι γραμμική. Ο συγγραφέας διαχειρίζεται τον ιστορικό- μυθιστορηματικό  χρόνο που εκτείνεται σε 60 περίπου χρόνια  με ανυπέρβλητη μαεστρία. ΄Αλλοτε, όταν οι στιγμές είναι πιο σημαντικές από χρόνια ολόκληρα,  θαρρείς κι ο χρόνος ακινητεί  για να προλάβει  ο συγγραφέας να  αποδώσει και την παραμικρή λεπτομέρεια  και την παραμικρή σκέψη κι άλλοτε,  όταν οι εξελίξεις είναι φυσιολογικές ή αναμενόμενες,  θαρρείς κι ο χρόνος κυλάει με εντυπωσιακή γοργότητα. Κάποιες λίγες  ανάδρομες αφηγήσεις έρχονται  στο κατάλληλο σημείο  για να φωτίσουν  πτυχές του παρόντος  ή  να προλάβουν ενστάσεις και απορίες.

Η πλοκή μας μεταφέρει σ ένα μικρό χωριό της Μακεδονίας  το 1936. Οι ήρωες είναι απλοί καθημερινοί άνθρωποι του μόχθου που το μόνο που θέλουν  είναι να έχουν  το δικαίωμα στη ζωή και στην αξιοπρέπεια. Στιγμές οικογενειακής ευτυχίας ξετυλίγονται μπροστά μας καθώς η φτώχεια  περνάει σε δεύτερη μοίρα.  Όμως αυτό δεν θα κρατήσει για πολύ, αφού  τα πρώτα ανησυχητικά  μηνύματα  ολοένα πληθαίνουν. Η εξουσία και το παρακράτος αξιώνουν υποταγή  και ταπείνωση και  στη θέληση τους  κανείς δεν φαίνεται να τολμά obviam ire.  ΄Η μόνη ελπίδα, το μόνο φως είναι η αντίσταση και η ταξική αλληλεγγύη. Ο αγώνας όμως είναι άνισος? από τη μια τα  σώματα με τη φλογισμένη από ελπίδα  αλλά και ανθρώπινη  ψυχή κι από την άλλη ο πάνοπλος φασισμός με τους μηχανισμούς του και  τους σπιούνους. Έτσι κάθε προσπάθεια  είναι καταδικασμένη και μετατρέπεται σε μίτο που οδηγεί στο θάνατο.. Ο συγγραφέας δεν προσπαθεί να  αποσιωπήσει τη βία και τη βαρβαρότητα  ούτε να την εξωραΐσει? με αφοπλιστική ειλικρίνεια  και με  ωμή γλώσσα  ξεδιπλώνει μπροστά μας όλο το μέγεθος   της  ανθρώπινης  κτηνωδίας . που πέρα από την οδύνη  που  αναπόδραστα  επιφέρει, μας γεννά ταυτόχρονα μια ανεπαίσθητη  ντροπή  αλλά  και ενοχές,  γιατί απλά  και μόνο υπήρξαμε συνάνθρωποι με   ανθρωπόμορφα κτήνη. Οι λίγες  εικόνες  ανθρωπιάς  αποτελούν μια πραγματική όαση μέσα  στα μαύρα πέτρινα χρόνια  του φασισμού, της κατοχής και του εμφυλίου Η πλοκή, καθώς το ζητούμενο  παραμένει η λύτρωση  και η κάθαρση, μας μεταφέρει σε καταστάσεις σύγχρονες με την αυλαία να πέφτει κάπου στο τέλος  του περασμένου αιώνα. Η  σκυτάλη  της δράσης παραδίδεται στους επιγόνους κι ο αναγνώστης φορτίζεται  με ποικίλα και αντιφατικά ίσως  συναισθήματα.

Το ψυχολογικό πορτρέτο των ηρώων  σκιαγραφείται τεχνηέντως και αποδίδονται με ενάργεια  και παραστατικότητα  όλα τα στοιχεία της προσωπικότητάς τους με τέτοιο τρόπο, ώστε οι πράξεις τους  να θεωρούνται  αναμενόμενες ή οι ενδεδειγμένες για την περίσταση. Αν και ανθρώπινοι κατά βάση οι ήρωες, κρύβουν μέσα τους  ένα τραγικό μεγαλείο, καθώς  στο όνομα της αξιοπρέπειας και της ελευθερίας βαδίζουν ενάντια  στη μοίρα τους για  να βεβαιώσουν  το πεπρωμένο.

 Το στοιχείο του υγιούς  έρωτα επανέρχεται στην πεζογραφία του Μαυρόπουλου, στη σωστή του  και πάλι δοσολογία, ως στοιχείο διαχρονικό που διέπει τα ανθρώπινα  και εξημερώνει  τα  πάθη,  χρωματίζοντας με  πινελιές  ευαισθησίας  μια θλιβερή όσο και αδικαιολόγητη αθλιότητα.

Συμπερασματικά, πρόκειται για ένα εξαιρετικό μυθιστόρημα  που μας θυμίζει όλα εκείνα που είτε ξεχάσαμε είτε δεν γνωρίσαμε και που  δεν είναι τόσο μακρινά ή ξένα ώστε  να μη μας αφορούν και να τα προσπερνούμε. Οι  θιασώτες της κυκλικής αντίληψης της ιστορίας μπορούν  να  βρουν πολλούς παραλληλισμούς  και να κάνουν πολλές  χρήσιμες  συγκρίσεις.

                                                                             Στάθης Παπακωνσταντίνου (φιλόλογος)

Κατηγορίες: Γενικά | Ετικέτες: , , , | Γράψτε σχόλιο