Διάλογος Ρίτσου Σεφέρη

 

 

Γιάννης Ρίτσος “Ο τόπος μας”

Ανεβήκαμε πάνω στο λόφο να δούμε τον τόπο μας –

φτωχικά, μετρημένα χωράφια, πέτρες, λιόδεντρα.

Αμπέλια τραβάν κατά τη θάλασσα. Δίπλα στ’ αλέτρι

καπνίζει μια μικρή φωτιά. Του παππουλή τα ρούχα

τα σιάξαμε σκιάχτρο για τις κάργιες. Οι μέρες μας

παίρνουν το δρόμο τους για λίγο ψωμί και μεγάλες λιακάδες.

Κάτω απ’ τις λεύκες φέγγει ένα ψάθινο καπέλο.

Ο πετεινός στο φράχτη. Η αγελάδα στο κίτρινο.

Πώς έγινε και μ’ ένα πέτρινο χέρι συγυρίσαμε

το σπίτι μας και τη ζωή μας; Πάνω στ’ ανώφλια

είναι η καπνιά, χρόνο το χρόνο, απ’ τα κεριά του Πάσχα –

μικροί μικροί μαύροι σταυροί που χάραξαν οι πεθαμένοι

γυρίζοντας απ’ την Ανάσταση. Πολύ αγαπιέται αυτός ο τόπος

με υπομονή και περηφάνεια. Κάθε νύχτα απ’ το ξερό πηγάδι

βγαίνουν τ’ αγάλματα προσεχτικά κι ανεβαίνουν στα δέντρα.

 

 


Γιώργου Σεφέρη, “Ο τόπος μας είναι κλειστός”

Ο τόπος μας είναι κλειστός, όλο βουνά
που έχουν σκεπή το χαμηλό ουρανό μέρα και νύχτα.
Δεν έχουμε ποτάμια, δεν έχουμε πηγάδια, δεν έχουμε πηγές,
μονάχα λίγες στέρνες, άδειες κι αυτές, που ηχούν και που
τις προσκυνούμε.
Ήχος στεκάμενος κούφιος, ίδιος με τη μοναξιά μας
ίδιος με την αγάπη μας, ίδιος με τα σώματά μας.
Μας φαίνεται παράξενο που κάποτε μπορέσαμε να χτίσουμε
τα σπίτια, τα καλύβια και τις στάνες μας.
Κι οι γάμοι μας, τα δροσερά στεφάνια και τα δάχτυλα
γίνουνται αινίγματα ανεξήγητα για την ψυχή μας.
Πώς γεννηθήκαν, πώς δυναμώσανε τα παιδιά μας;

Ο τόπος μας είναι κλειστός. Τον κλείνουν
οι δυο μαύρες Συμπληγάδες. Στα λιμάνια
την Κυριακή σαν κατεβούμε ν’ ανασάνουμε
βλέπουμε να φωτίζουνται στο ηλιόγερμα
σπασμένα ξύλα από ταξίδια που δεν τέλειωσαν
σώματα που δεν ξέρουν πια πώς ν’ αγαπήσουν.

 

Κατηγορίες: Χωρίς κατηγορία | Δεν επιτρέπεται σχολιασμός στο Διάλογος Ρίτσου Σεφέρη