Άρθρα

 

Η ανάπτυξη κοινωνικών δεξιοτήτων βοηθά στην πρόληψη της επιθετικότητας και της βίας στο σχολείο

 

Έρευνες έχουν δείξει ότι τα παιδιά της προσχολικής ηλικίας βιώνουν πολύ έντονα όλα τα συναισθήματα και αυτά συμβάλλουν στην εκδήλωση της συμπεριφοράς τους. Οι περισσότεροι επιστήμονες σημειώνουν ότι τα κύρια συναισθήματα είναι οχτώ, χαρά, λύπη, θυμός, ενδιαφέρον, έκπληξη, ενθουσιασμός, αηδία και φόβος. Ωστόσο είναι φανερό ότι τα παιδιά βιώνουν πολύ περισσότερα συναισθήματα, όπως ζήλεια, ντροπή, υπερηφάνεια και ικανοποίηση (Landy,2009).

Aνάλογα με το συναίσθημα το οποίο νιώθουν κάθε φορά εκδηλώνουν διαφορετικές συμπεριφορές. Πολύ συχνά όμως τα παιδιά δεν είναι σε θέση να αναγνωρίσουν και να ερμηνεύσουν το πώς νιώθουν, οπότε αδυνατούν και να ελέγξουν τη συμπεριφορά τους. Συναισθήματα χαράς, περηφάνιας, ικανοποίησης οδηγούν συνήθως σε αποδεκτές κοινωνικά συμπεριφορές, κάτι που δε συμβαίνει με συναισθήματα ζήλειας, θυμού, απογοήτευσης και φόβου.

Τα παιδιά της προσχολικής συνηθίζουν να χωρίζουν τα συναισθήματα σε «καλά» και «κακά», κάτι που δεν ισχύει. Τα συναισθήματα από μόνα τους δεν έχουν χαρακτήρα, οι καταστάσεις είναι αυτές που τα προσδιορίζουν. Καθώς επίσης ένας ψυχικά υγιής άνθρωπος είναι φυσικό και απαραίτητο να νιώθει όλα τα συναισθήματα. Δεν είναι τα συναισθήματα κακά, οι εκδηλώσεις συμπεριφοράς όταν νιώθουμε συνήθως δυσάρεστα συναισθήματα είναι αυτές που χαρακτηρίζονται ως αρνητικές. Και για να παρουσιάζουν τα παιδιά κοινωνικά αποδεκτές συμπεριφορές, συμπεριφορές δηλαδή που δεν εμφανίζουν φαινόμενα βίας, καταπίεσης και εκφοβισμού είναι απαραίτητο να μπορούν να διαχειρίζονται τα συναισθήματα τους.

Πιο συγκεκριμένα όταν ένα παιδί θυμώνει με ένα φίλο του γιατί του πήρε το παιχνίδι του, δεν είναι «κακό» το παιδί που θύμωσε. Είναι μια φυσική συναισθηματική αντίδραση καθώς το παιδί ενοχλήθηκε. Αν όμως ο θυμός του τον οδηγήσει σε φαινόμενα βίας, είτε αυτό είναι ένα απλό σπρώξιμο, είτε μια απειλή, είτε μια κλωτσιά, αυτό σημαίνει ότι το παιδί δεν μπορεί να ελέγξει τα συναισθήματα που το κατακλύζουν με αποτέλεσμα αυτά να το οδηγούν σε κοινωνικά μη αποδεκτές συμπεριφορές.

Το ζητούμενο σε αυτή την περίπτωση είναι το παιδί να καταφέρει να χαλιναγωγήσει το συναίσθημα του και να έχει αυτοέλεγχο. Ο αυτοέλεγχος είναι το πρώτο στάδιο για να απαλλαγεί το παιδί από το θυμό του, το φόβο του ή τη ζήλεια του και να καταφέρει να σκεφτεί πριν ενεργήσει. Στο σημείο αυτό, το νηπιαγωγείο έρχεται να εκπαιδεύσει το παιδί σε τεχνικές χαλάρωσης ώστε να εκτονωθεί και να αποσπαστεί από το συμβάν που του προκαλεί το αντίστοιχο συναίσθημα.

Τέτοιες τεχνικές χαλάρωσης θα μπορούσαν να είναι η ενασχόληση με ένα αγαπημένο παιχνίδι, η ακρόαση μουσικής, η ζωγραφική, η ασχολία με κάτι που χρειάζεται ενέργεια, η συζήτηση με τη  νηπιαγωγό ή κάποιο συμμαθητή. Όλες αυτές είναι τεχνικές στις οποίες μπορεί να οδηγηθούν τα παιδιά και υποσυνείδητα. Το νηπιαγωγείο όμως έχοντας ως στόχο την ανάπτυξη της δεξιότητας της διαχείρισης του θυμού ή οποιουδήποτε άλλου δυσάρεστου συναισθήματος, πρέπει να εντάξει τη χρήση αυτών των τεχνικών στο πρόγραμμα του, μέσα από συνεχή εξάσκηση των παιδιών σε αυτές, είτε με παιχνίδια ρόλων, είτε με παντομίμα, είτε με συζήτηση.

Σε νηπιαγωγείο που τα παιδιά μυήθηκαν στη χρήση τέτοιων τεχνικών χαλάρωσης, ο Βαγγέλης, που ήταν ένα πολύ ευέξαπτο και επιθετικό παιδί, καθώς ήταν μοναχοπαίδι και πήγαινε πρώτη φορά στο σχολείο, επέλεξε κάθε φορά που θύμωνε να πηγαίνει στο παράθυρο και να χαζεύει έξω. Ήταν μια τεχνική που χαλάρωνε τον ίδιο και του έδινε χρόνο να σκεφτεί, ώστε να ενταχθεί ξανά στην ομάδα χωρίς να έχει πια τον τίτλο του «κακού» παιδιού που χτυπάει.

Πέρα όμως από τα παιχνίδια και τη συζήτηση, η καλύτερη μέθοδος για να κατορθώσουν  τα παιδιά να χρησιμοποιούν αυτές τις τεχνικές χαλάρωσης όταν θυμώνουν, είναι η μέθοδος του προτύπου. Το παράδειγμα της συμπεριφοράς της νηπιαγωγού σε ανάλογες καταστάσεις δε μπορεί παρά να επιδράσει θετικά στην υιοθέτηση τεχνικών χαλάρωσης. Ωστόσο η εκτόνωση δεν είναι αποτελεσματική για το χειρισμό του θυμού, αν δεν ακολουθήσει η λύση του προβλήματος. Κάτι τέτοιο μπορεί μακροπρόθεσμα να αυξήσει την επιθετικότητα καθώς το πρόβλημα συνεχίζει να μη λύνεται. Η εκτόνωση λοιπόν, μπορεί να λειτουργήσει μόνο σαν ενδιάμεσο στάδιο, για τη μείωση της έντασης και επομένως για την καλύτερη εκτίμηση της κατάστασης η οποία και θα βοηθήσει στην επιλογή της κατάλληλης λύσης.

Για να γίνει η επιλογή της κατάλληλης λύσης και επομένως η επίλυση του προβλήματος, τα παιδιά χρειάζεται να είναι ικανά να συνδιαλέγονται, να  διαπραγματεύονται, να επιχειρηματολογούν, να θέτουν όρια και έπειτα να προβαίνουν στις σωστές επιλογές. Κάτι τέτοιο όμως απαιτεί λιγότερη χρήση του λόγου από την πλευρά της νηπιαγωγού καθώς επίσης και λιγότερες ενδείξεις για πειθαρχία και «σωστή» συμπεριφορά. Τέτοιου τύπου διαλέξεις άλλωστε, έχουν δείξει ότι δε βοηθούν στη βελτίωση των παραβατικών και επιθετικών συμπεριφορών, αντιθέτως μπορεί να τις ενισχύουν καθώς τις προβάλλουν συνεχώς, έστω και αρνητικά. Ο πραγματικός διάλογος χρειάζεται υπομονή και ανοιχτού τύπου ερωτήσεις από τη νηπιαγωγό, οι οποίες προάγουν τη δημιουργική και την κριτική σκέψη των παιδιών. Τα παιδιά για να κατορθώσουν να κατακτήσουν τη δεξιότητα του διαλόγου με την πραγματική του έννοια, χρειάζεται να ακούν τέτοιους ενδεικτικούς διαλόγους μέσα από κουκλοθέατρο, παιχνίδια ρόλων, παραμύθια και συνδιαλέξεις της νηπιαγωγού με συμμαθητές τους. Στους διαλόγους αυτούς είναι απαραίτητο να διαφαίνεται ο σεβασμός προς το συνομιλητή, να γίνονται ερωτήσεις για τα συναισθήματα και τις επιθυμίες  του άλλου και  να προτείνονται λύσεις.  Ενδεικτικοί είναι οι παρακάτω διάλογοι των μαθητών ενός νηπιαγωγείου που έχουν μυηθεί στη χρήση του διαλόγου όταν έχουν ένα πρόβλημα.

« Η Μελίνα θέλει να καθίσει δίπλα στη Μαρίζα ενώ εκείνη έχει καθίσει ήδη ανάμεσα σε δυο άλλα παιδιά και δε θέλει να αλλάξει θέση»

Μελίνα      – Θέλω να καθίσω δίπλα σου.

Μαρίζα      –  Μα κάθε μέρα κάθεσαι δίπλα μου.

Μελίνα      – Ναι αλλά εγώ εσένα έχω φίλη.

Μαρίζα      – Ναι αλλά εγώ θέλω να κάτσω δίπλα στη Μαργαρίτα και

στη Σοφία.

Μελίνα      – Και εγώ θέλω να κάτσω δίπλα σου.

Μαρίζα      – Ναι αλλά εμένα δε με ρώτησες τι θέλω.

Μελίνα      – Τι θέλεις;

Μαρίζα      – Να κάτσω σήμερα εδώ και θα κάτσουμε αύριο δίπλα δίπλα.

Μα έτσι κι αλλιώς δε θα χάσω την αγάπη μου για σένα αν

δεν καθίσουμε μαζί.

Μελίνα      – Καλά!

 

«Η Αγγελική και η Μαργαρίτα διαφωνούν για το ποια
θα πάρει μια φωτογραφία»

Αγγελική     – Κυρία η Μαργαρίτα  μου τραβάει την εικόνα που έκοψα

από το περιοδικό.

Νηπιαγωγός  – Γιατί σου την τραβάει;

Αγγελική        – Γιατί θέλει να μου την πάρει.

Νηπιαγωγός   – Ποιο είναι το πρόβλημα λοιπόν Αγγελική;

Αγγελική        – Ότι θέλουμε την εικόνα και οι δύο.

Νηπιαγωγός  – Πώς νιώθεις Αγγελική που σου παίρνει την εικόνα;

Αγγελική         – Θυμωμένη γιατί εγώ την βρήκα και την έκοψα.

Νηπιαγωγός    – Εσύ Μαργαρίτα;

Μαργαρίτα      – Στενοχωρημένη γιατί τη θέλω κι εγώ και ζηλεύω.

Νηπιαγωγός     – Κορίτσια τι μπορείτε να κάνετε για να λύσετε το

πρόβλημα σας;

Αγγελική          – Θέλεις να την πάρω σήμερα εγώ και αύριο να στη

δώσω εσένα; Μια μέρα να την έχω εγώ και την άλλη εσύ.

Μαργαρίτα        – Ναι αμέ. Κυρία το λύσαμε το πρόβλημά μας.

 

Μετά τη διαχείριση του θυμού και την ικανότητα του διαλόγου, η επόμενη δεξιότητα που χρειάζεται το νηπιαγωγείο να αναπτύξει στα παιδιά της προσχολικής, είναι η επίλυση του εκάστοτε προβλήματος με ειρηνικό και αποδεκτό από όλους τρόπο. Η επίλυση προβλημάτων ως δεξιότητα, μπορεί να περιγραφεί ως μια σειρά από βήματα που πρέπει να ακολουθηθούν, όπως:

  1. προσδιορισμός του προβλήματος
  2. αναζήτηση όλων των πιθανών λύσεων
  3. εκτίμηση των πλεονεκτημάτων και μειονεκτημάτων της κάθε μιας
  4. επιλογή της πλέον κατάλληλης ως λύσης και σχεδιασμός της υλοποίησης της.

(Ν. Κουρμούση, Β. Κούτρας, 2011)

Αν αυτά τα στάδια ακολουθηθούν κατά τη διάρκεια που δύο παιδιά διαφωνούν για το ποιος θα πάρει πρώτος το διεκδικούμενο παιχνίδι, ποιος θα παίξει τον επιθυμητό ρόλο, ποιος ευθύνεται για ένα ατύχημα, τότε η λύση θα δοθεί ομαλά από τα ίδια και σίγουρα δε θα είναι ο πιο δυνατός αυτός που θα «κερδίσει», ούτε αυτός που θα χτυπήσει ή θα απειλήσει. Ακόμα πιο σημαντικό είναι το γεγονός ότι τη λύση σε μια τέτοια περίπτωση δε θα τη δώσει η νηπιαγωγός, κάτι που συνηθίζεται σε μια τάξη νηπιαγωγείου. Όταν δίνει η νηπιαγωγός τη λύση τότε το πρόβλημα απλά μετατίθεται μέχρι την επόμενη φορά που θα υπάρχει μια διαφωνία ή μια διαμάχη. Χαρακτηριστικό είναι το παρακάτω αληθινό σενάριο τεσσάρων παιδιών που εκπαιδεύτηκαν στη δεξιότητα επίλυσης προβλημάτων μέσω των παραπάνω βημάτων.

«Τέσσερα παιδιά θέλουν να παίξουν το Θησέα και το Μινώταυρο και προσπαθούν να χωρίσουν τους ρόλους»

Χρήστος    – Εγώ θα είμαι ο Θησέας.

Μιχάλης     – Και εγώ ο μινώταυρος.

Βασίλης     – Κι εγώ θέλω να είμαι Θησέας.

Χρήστος    – Δε γίνεται γιατί το είπα πρώτος ότι θέλω να είμαι ο

Θησέας.

Μιχάλης     – Να έχουμε 2 Θησέες και 2 μινώταυρους.

Βαγγέλης    – Και εγώ θέλω να είμαι Θησέας.

Μιχάλης      – Λοιπόν παιδιά στο έργο που είδαμε υπήρχε 1 Θησέας και

1 μινώταυρος. Πρέπει να βρούμε μια λύση.

Βαγγέλης      – Να είναι δύο οι θεατές όπως σε μια παράσταση.

Χρήστος      – Να είμαστε οι 2 αόρατοι Θησσέες.

Βασίλης       – Ωραία ιδέα!! Αυτό να κάνουμε.

Ο διάλογος που προηγήθηκε έγινε από παιδιά που έχουν κατακτήσει δεξιότητες επικοινωνίας και επίλυσης προβλημάτων με αποτέλεσμα να μη χρειαστεί ούτε η ανάμειξη της νηπιαγωγού, ούτε η επιβολή κάποιας γνώμης, ούτε η απειλή από την πλευρά κανενός για να πάρει το ρόλο και σίγουρα ούτε η χρήση βίας.

Όλες οι παραπάνω δεξιότητες λοιπόν βοηθούν στην ομαλή κοινωνικοποίηση του παιδιού και  στην αποφυγή χρήσης βίας από την πλευρά του.  Σύμφωνα με την Παγκόσμια Οργάνωση Υγείας  (Π.Ο.Υ., 1993) οι δεξιότητες αυτές επικεντρώνονται «στην ανάπτυξη δυνατοτήτων για προσαρμοστική και θετική συμπεριφορά, που καθιστά τα άτομα ικανά να αντιμετωπίσουν αποτελεσματικά τις απαιτήσεις και τις προκλήσεις της καθημερινής ζωής» και για το λόγο αυτό θα μπορούσαν να ονομαστούν και Δεξιότητες Ζωής. Οι Δεξιότητες Ζωής όπως προαναφέρθηκε ενισχύονται στο νηπιαγωγείο μέσα από παιχνίδια ρόλων, από τεχνικές κουκλοθεάτρου, από ομαδοσυνεργατική μέθοδο διδασκαλίας, από το διάλογο και την επιχειρηματολογία, από την παρατήρηση της συμπεριφοράς των άλλων και την προσωπική εμπειρία, και βοηθούν αποτελεσματικά στην ομαλοποίηση των δυαδικών και ομαδικών σχέσεων στο σχολείο, στην ενίσχυση διαλεκτικών συμπεριφορών και στην εξάλειψη φαινομένων επιβολής.

Συμπερασματικά αν τα παιδιά μας μυηθούν σε Δεξιότητες Ζωής είναι πολύ πιθανό να μη γίνουν ούτε φορείς αλλά ούτε και αποδέκτες βίας.

 

 

Βιβλιογραφία

  1. Κουρμούση, Ν., Κούτρας, Β. (2011) Βήματα για τη ζωή, Εγχειρίδιο εκπαιδευτικού και Πρόγραμμα μαθημάτων. Αθήνα, Εκδόσεις Παπαζήση.
  2. Oiweus, D. (2009): Εκφοβισμός και βία στο σχολείο:Τι γνωρίζουμε και τι πρέπει να κάνουμε. Αθήνα, Έκδοση Ε.Ψ.Υ.Π.Ε..

 

(Στέλλα Παρδάλη, Νηπιαγωγός)