Πετάχτηκε ιδρωμένος. Πάλι ο ίδιος εφιάλτης. «Εκείνη να παλεύει με τα μανιασμένα κύματα κι η θάλασσα να τη ρουφάει στη σκοτεινή αγκαλιά της. Σαν να του φωνάζει κάτι, αλλά δεν μπορεί να την ακούσει» . Από το ζόρι του ξυπνάει, τινάζεται πάνω. Η μορφή της ήρθε ξανά να τον αναστατώσει. Να του θυμίσει. Ή μήπως να του μιλήσει;
‘Εριξε μια γρήγορη ματιά στον καθρέφτη πριν φύγει. Το εκ γενετής σημάδι πάνω στο αριστερό του μάτι χαλούσε τη μεσήλικη πια γοητεία του. Εκείνη έλεγε τότε ότι έμοιαζε με φράουλα. Τι τα θες; Αφού δεν ήταν πια κοντά του, δεν είχε κανένα νόημα η εικόνα του. ‘Αρπαξε το κομπολόι του πάνω από το τραπέζι και πήρε το δρόμο για το αγαπημένο του λιμάνι.
Με ένα γιατί σφηνωμένο στο μυαλό του, έκατσε να απολαύσει τον τελευταίο καφέ του καλοκαιριού. Το ακριανό τραπέζι στο γραφικό καφενεδάκι ήταν το ιδανικό σημείο για να ηρεμήσει, κοιτώντας τη θάλασσα. Οι αναμνήσεις καταπλάκωσαν την ψυχή του και είχε ανάγκη από τον σκέτο του για να ξελαμπικάρει, να αποφορτιστεί.
Ρούφηξε την πρώτη γουλιά και άναψε τσιγάρο. Λεπτό και κατάλευκο, όπως τα δάχτυλα Εκείνης. Μόλις το έκλεισε στο στόμα του, σφράγισε τα μάτια κι ένιωσε τα χείλη του να φυλακίζουν τα δάχτυλά της. Η ηδονή που τον πλημμύριζε τότε, όταν τα φιλούσε, τα έγλυφε, τα ρουφούσε, μπούκωσε τα κύτταρά του κι ώθησε τον καπνό να βγει από μέσα του με δύναμη. Δεν υπήρχε χώρος για τίποτα άλλο. Ξεχείλιζε ολόκληρος από Εκείνη.
Έβγαλε το κομπολόι του από την τσέπη για να εκτονώσει τη φουρτούνα του. Το ατόφιο κεχριμπάρι ακτινοβόλησε στον ήλιο. Της είχε χαρίσει ένα ολόιδιο κάποτε. Του άρεσε ο ήχος του, καθώς κροτάλιζε ανάμεσα στα λεπτεπίλεπτα δάχτυλά της. Το χρώμα του, κάτι ανάμεσα σε χρυσαφί και μελί, έφερε μπροστά του τη μορφή της. Πόσο ταίριαζε με τα μάτια της. Αυτά τα καραμελένια μάτια που γλύκαναν τη νιότη του και φαρμάκωσαν τη δύση του.
Ήταν δεν ήταν δεκαεννιά όταν τα πρωτοαντίκρισε. Πρωτοετείς και οι δύο στην Παιδαγωγική Σχολή του νησιού του, κάθισαν δίπλα δίπλα στο αμφιθέατρο κι αμέσως τον κέρδισε το ζεστό της βλέμμα. Εκείνη έψαχνε συντροφιά στον καινούριο τόπο κι αυτός θέλησε να της δείξει τις ομορφιές του. Αμέσως έγιναν αχώριστοι. Δεν χόρταινε να θαυμάζει τα μάτια της, τα κεχριμπάρια, ενώ συγχρόνως ντρεπόταν για τα δικά του. «Δεν έχεις δίκιο», έλεγε η Ίριδα, «η φραουλίτσα σου είναι μοναδική». Και του ‘δινε ένα φιλί στο αριστερό του μάτι.
«Τι τα θες», μονολόγησε ο ‘Αλκης, «δεν ήταν γραφτό μας». Είχαν περάσει είκοσι καλοκαίρια από τότε που εξαφανίστηκε Εκείνη, χωρίς ποτέ να μάθει το γιατί. Για έντεκα χρόνια έζησαν την απόλυτη αγάπη, ένιωσαν τη μέγιστη ηδονή, ανέπνεαν ο ένας για τον άλλον. Κι όμως, χάθηκε χωρίς καμία εξήγηση. Πόνεσε, προσπάθησε να την αντικαταστήσει. Όσο κι αν έψαξε, δεν συνάντησε πουθενά τέτοια μάτια μελένια. Μακάρι να είχε κάτι δικό της, θυμητάρι του έρωτά τους…
Τώρα πια; Διψούσε για έναν φρέσκο έρωτα για να λυτρωθεί. Να εμφανιζόταν μπροστά του ξαφνικά, να την έφερνε το κύμα εκεί, στο αγαπημένο του λιμάνι. Ευχήθηκε να του επιφύλασσε κάποια έκπληξη η ζωή, τώρα που ήταν πιο ώριμος να τη δεχτεί. Αρκετά τον είχε καταδικάσει στη μοναξιά και τις στείρες σκέψεις. Είχε ανάγκη να ερωτευτεί ξανά, να ζήσει! Κι ας είχε στην πλάτη του μισό αιώνα. Δεν ήταν αργά, δεν ένιωθε γέρος. Δεν ήταν γέρος. Ή μήπως ήταν;
Το μελαγχολικό του ταξίδι διέκοψε το σφύριγμα του πλοίου, που μόλις είχε πιάσει λιμάνι. «Ώρα να φεύγω», μουρμούρισε. Δεν συμπαθούσε την πολυκοσμία. Σε λίγο το καφενεδάκι θα ξεχείλιζε από τους νεοφερμένους. Ίσως είχε γεράσει τελικά. Είχαν αρχίσει οι παραξενιές. «Με περιμένουν οι φοιτητές μου άλλωστε», δικαιολογήθηκε στον εαυτό του και πήρε το δρόμο προς το πανεπιστήμιο.
Η ψηλόλιγνη κοπέλα κατέβηκε πρώτη από το πλοίο, μη μπορώντας να συγκρατήσει τον ενθουσιασμό της. Μια καινούργια ζωή την περίμενε σ’ αυτό νησί, που ήδη φαινόταν πανέμορφο από το γραφικότατο λιμάνι του. Κοίταξε γύρω της με λαχτάρα, ρουφώντας κάθε εικόνα και κάθε μυρωδιά από το φρέσκο τοπίο. Πήρε τα λιγοστά της πράγματα και κατευθύνθηκε στο απέναντι καφενεδάκι για τις πρώτες πληροφορίες. ‘Ήθελε να γραφτεί στη σχολή της, να νοικιάσει σπίτι και βιαζόταν να τα ζήσει όλα. Νέες εμπειρίες, καινούριους φίλους και γιατί όχι, έναν απρόσμενο έρωτα!
Δυο μέρες είχαν περάσει από την ώρα που ο ‘Αλκης σήκωσε το τηλέφωνο κι άκουσε μια νεανική φωνή να του εκφράζει το θαυμασμό της για το μάθημά του, αλλά και για τον ίδιο. Του ζήτησε τη βοήθειά του για κάποιες απορίες της και τον παρακάλεσε να τη δεχτεί στο γραφείο του. Δεν κατάφερε από τότε να βγάλει από το μυαλό του τη ζεστή της χροιά. Σήμερα αποφάσισε να τη δει, δεν ήθελε να το καθυστερήσει παραπάνω. Η νεαρή γυναίκα στο τηλέφωνο κατάφερε να τονώσει την αντρική του φιλαρέσκεια, που είχε για χρόνια ξεχαστεί.
Ο καθηγητής αισθάνθηκε αμηχανία αντικρίζοντας το νεαρό κορίτσι, που τον περίμενε όρθια έξω από το γραφείο του, παίζοντας ρυθμικά με ένα μπεγλέρι στο χρώμα του σταριού. Κάτι απροσδιόριστο του προκαλούσε ταραχή. Ήταν πολύ νέα, πολύ όμορφη, πολύ αιθέρια. Λεπτοκαμωμένη, γοητευτική και τον κοιτούσε με μια λατρεία που τον μπλόκαρε. Ώρα ήταν να ερωτευτεί στα γεράματα και μάλιστα μια τόσο μικρότερή του.
Ο ‘Αλκης προσπάθησε να διατηρήσει την αυτοκυριαρχία του και της είπε να περάσει μέσα. Όση ώρα μιλούσαν, πρόσεξε ότι κι εκείνη δεν έπαιρνε το βλέμμα της από πάνω του. Του εξέφρασε ξανά τον θαυμασμό της και δήλωσε ενθουσιασμένη με το μάθημά του. Ο καθηγητής μαγνητίστηκε από τα λόγια της, τη λευκή της επιδερμίδα, τα κρινοδάχτυλά της, τα μάτια της. Αχ τα μάτια της! Δυο σταγόνες μελιού πάνω σε χρυσαφένιο φόντο. Λες κι ήταν από κεχριμπάρι. Κι αυτό το κοκκινωπό σημαδάκι στα βλέφαρα τα έκανε μοναδικά. Ε ναι λοιπόν, είχε έρθει η στιγμή που τόσα χρόνια περίμενε. Ήταν ξανά ερωτευμένος και μάλιστα κεραυνοβόλα.
Στιγμιαία αποφάσισε να το ζήσει, με κάθε τίμημα. Δεν θα άφηνε κι άλλο χρόνο να πάει χαμένος. Προφασίστηκε ότι ήθελε τα στοιχεία της για το αρχείο του, για να πάρει το τηλέφωνό της χωρίς να καρφωθεί.
« Το ονοματεπώνυμό σας δεσποινίς;»
«Μαρίζα Σέκερη»
«Όνομα πατρός;»
«Αλκιβιάδης.
« Όνομα μητρός;»
«‘Ιριδα».