Αρχαίο ελληνικό θέατρο

ΤΟ ΑΡΧΑΙΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΘΕΑΤΡΟ

Θέατρο: Είναι η τέχνη της παράστασης επί σκηνής μιας υπόθεσης δραματοποιημένης. Από πρώτη άποψη θέατρο είναι ό,τι “παρίσταται” ως γεγονός, μέσα σε μια σύμβαση, της οποίας είτε γνωρίζουμε τους κανόνες της, είτε δεν τους γνωρίζουμε και συμμετέχουμε, από ένστικτο, οπότε τους δημιουργούμε ως θεώμενα και θεατές.

Θεώμενα και θεατές: Μεταξύ τους υπάρχει μια σύμβαση αποδοχής που βασίζεται στην επικοινωνία μέσω της εικόνας και του λόγου. Η σχέση αυτή εξελίσσεται σε έκφραση συμπάθεια ή αντιπάθειας.

Το Θέατρο
είναι σύνθετο είδος τέχνης που υπηρετεί και υπηρετείται συνάμα, από το λόγο και την εικόνα.

Ο άνθρωπος μέσα από το θέατρο προσπαθεί διαχρονικά να δώσει μια πειστική απάντηση στα διαχρονικά ερωτήματα: «Ποιος είμαι;», «Ποιος είναι ο προορισμός μου;», «Τι γίνεται όταν πεθάνω;» κι έτσι ξεκινάει ο πρώτος υπαρξιακός, θεατρικός, «καλλιτεχνικός διάλογος» του ανθρώπου. Αιτία και αποτέλεσμα αυτού του διαλόγου είναι το θέατρο…

Το αρχαίο ελληνικό θέατρο,
θεσμός της αρχαιοελληνικής πόλης κράτους αναπτύχθηκε στα τέλη της αρχαϊκής περιόδου (Αρχαϊκή περίοδος: 750 π.Χ.- 480 π.Χ.) και διαμορφώθηκε πλήρως κατά την κλασική περίοδο (480π.Χ – 323π.Χ.) κυρίως στην Αθήνα. Έχει τις ρίζες του στις λατρευτικές γιορτές του Διονύσου.

Ο Διόνυσος ήταν θεός της γονιμότητας και της βλάστησης και προς τιμήν του οι αρχαίοι Έλληνες διοργά-νωναν πολλές γιορτές μέσα στις οποίες παίζονταν θεατρικές παραστάσεις (τραγωδίες και κωμωδίες).

Η πρώτη θεατρική πράξη ήταν ο διθύραμβος που ήταν χορική ποίηση με θέμα τη ζωή και τη λατρεία του θεού Διονύσου. Τραγουδιόταν γύρω απ’ το βωμό του θεού του κρασιού. Ερμηνευόταν από ένα χορό πενήντα ανδρών (πέντε άνδρες για κάθε μια απ’ τις δέκα φυλές της Αττικής). Αργότερα ο διθύραμβος άρχισε να διαπραγματεύεται και άλλα θέματα με ιστορίες για τους ημίθεους και τους ήρωες, τους μυθολογικούς προγόνους των Ελλήνων και των συγγενικών λαών.

Ο Θέσπις, αρχηγός ενός διθυραμβικού χορού, έκανε μια καινοτομία. Απέσπασε τον εαυτό του από το σύ-νολο του χορού και, παίρνοντας τη μορφή του θεού ή του ήρωα του οποίου τα κατορθώματα εξυμνούνται, ανοίγει διάλογο με το χορό. Έτσι γίνεται ο πρώτος “θιασάρχης” και ο πρώτος “ηθοποιός”.

Το αρχαίο ελληνικό θέατρο κατείχε από νωρίς σημαντική θέση στην κοινωνική ζωή. Από τη θεματο-γραφία των έργων και τη κατασκευή των θεάτρων μέχρι την οργάνωση των παραστάσεων, οι παραστάσεις διοργανώνονται από το κράτος με δαπάνες ευπόρων πολιτών (χορηγών). Το θέατρο ήταν δωρεάν για όλους τους πολίτες, γεγονός το οποίο μαρτυρά τη σημασία του. Ο χαρακτήρας των θεατρικών παραστάσεων είναι διαγωνιστικός. Οι ρόλοι δίνονται αυστηρά μόνο σε άντρες οι οποίοι φορούσαν μάσκες. Τις μάσκες αυτές ορισμένες φορές τις άλλαζαν ακόμη και για τον ίδιο ρόλο ανάλογα με τις ανάγκες της παράστασης. Προκειμένου, να φαίνονται πιο επιβλητικοί, φορούσαν ειδικά παπούτσια με ψηλά χοντρά πέλματα (τους κοθόρνους).

Τα πρώτα θέατρα της Ελλάδας ήταν πάντοτε χτισμένα κοντά σε κάποιο ναό. Οι θεατές εξακολουθούσαν βέβαια να έχουν συνείδηση της θρησκευτικής σημασίας του έργου, έμαθαν όμως σιγά σιγά και να αντιμετωπίζουν τα δρώμενα σαν έργο τέχνης και κάποτε σαν ψυχαγωγία.

ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ ΤΟΥ ΑΡΧΑΙΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΘΕΑΤΡΟΥ (χώροι του θεάτρου)

Οι πρώτες παραστάσεις στην Αγορά της Αθήνας δίνονταν με κατασκευή ικριωμάτων (ικρίων). Σταδιακά το θέατρο αποκτά την μορφή του, συντιθέμενο από τρία διακριτά μέρη, το κοίλον, την ορχήστρα και την σκηνή. H αναζήτηση χώρων καλής ακουστικής οδήγησε, σε πλαγιές λόφων. Συχνά γινόταν συμπλήρωση χωμάτων, ακόμη και πλήρης επίχωση (Δίο, Mαντίνεια).

800px-Ancient_greek_theater_greek.svg

0014-16-sx04

Η ορχήστρα: Πρόκειται για έναν ισοπεδωµένο, υπαίθριο, κυκλικό χώρο µε ένα βωµό στο κέντρο (αφιερωµένο στο θεό), γνωστό ως θυµέλη. Στην πρώτη αυτή φάση, ο κόσµος συγκεντρωνόταν όρθιος γύρω από την ορχήστρα.

Το κοίλον: Σχηματίστηκε σκάβοντας την πλαγιά ενός λόφου και χρησίμευε για να κάθονται οι θεατές, αποτελεί δηµιούργηµα του 5ου αι. π.Χ. Οι αρχικές συµπληρώσεις µε ξύλινες κατασκευές (ικρία) εξέλιπαν οριστικά, ύστερα από τα θανατηφόρα ατυχήµατα που προξένησε η πτώση των ξύλινων εδωλίων στην Αθήνα (5ος αι. π.Χ.) Οι οµόκεντρες σειρές των εδωλίων του κοίλου χωρίζονται κάθετα µε στενές κλίµακες , τις κερκίδες. Το κοίλο χωρίζεται καθ. ύψος από ένα οµόκεντρο διάδροµο, το διάζωµα. Το ανώτερο µέρος του κοίλου καλείται επιθέατρον. Προνοµιούχα θεωρούνται τα εδώλια της πρώτης σειράς του κάτω µέρους του κοίλου και του επιθεάτρου, τα οποία ξεχώριζαν ως προς την κατασκευή τους. Στο θέατρο του Διονύσου τα πολυτελή καθίσµατα φέρουν επιγραφές µε τα ονόµατα των διακεκριµένων προσώπων για τα οποία προορίζονται και ονοµάζονται προεδρίαι.

Η σκηνή: Ήταν ο χώρος των υποκριτών (ηθοποιών). Ήταν στην παρυφή της ορχήστρας, στον άξονα του κοίλου, κατασκευασµένη πρόχειρα από ξύλα και ύφασµα. Χρησίµευε ως αποδυτήριο και ως αποθήκη για τη θεατρική σκευή. Ο κύριος χώρος δράσης των υποκριτών ήταν το λογείον, υπερυψωµένη εξέδρα ανάµεσα στη σκηνή και την ορχήστρα. Μεταξύ της σκηνής και των πλαγίων αναληµατικών τοίχων σχηµατίζονται δύο προσβάσεις του χορού στην ορχήστρα, οι πάροδοι. Μπροστά από τον τοίχο της πρόχειρης σκηνής προστέθηκε µια ελαφρά κιονοστοιχία που ονοµάστηκε προσκήνιον. Το προσκήνιον άρχισε να αποκτά ειδική σηµασία στην παρουσίαση κάθε έργου µε τους ζωγραφικούς πίνακες που κοσµούσαν τα µετακιόνια διαστήµατά του και τις τρεις θύρες-πύλες που έφεραν ανάλογο γραπτό διάκοσµο και επιπλέον είχαν µια ιδιαίτερη συµβολική σηµασία. Δύο µικρές πτέρυγες στις άκρες ονοµάζονται παρασκήνια. Σκηνή και παρασκήνιο στον 5ο αι. π.Χ. ήταν πρόχειρες κατασκευές. Τον 4ο αι. π.Χ. εµφανίζονται τα πρώτα λίθινα σκηνικά συγκροτήµατα. Στους ελληνιστικούς χρόνους το λογείον στο οποίο κινούνται οι υποκριτές είναι ένα υπερυψωµένο πάτωµα. Στο χώρο µεταξύ σκηνής και ορχήστρας έχει δηµιουργηθεί σε ορισµένες περιπτώσεις µια υπόγεια διάβαση, γνωστή ως Χαρώνειος Κλίµαξ , που χρησίµευε για την εµφάνιση του Χάροντα.

Το κτήριο του θεάτρου ήταν πάντοτε υπαίθριο και αρµονικά ενταγµένο στο γύρω τοπίο. H ακουστική του µαρµάρινου θεάτρου είναι εξαιρετική. Το σκηνικό υλικό δεν είχε καµία σχέση µε το σηµερινό. Καταρχήν, αφού οι παραστάσεις γίνονταν σε εξωτερικό χώρο, πολύ συχνά είχαν ως φόντο την θάλασσα, το ηλιοβασίλεµα ή ένα βουνό. Γενικά υπήρχε απλούστερο σκηνικό υλικό και δεν υπήρχαν τεχνητοί φωτισµοί. Τέλος η δυνατότητα αλλαγής ενός σκηνικού ήταν περιορισµένη. Έτσι οι ζωγραφικοί πίνακες ήταν σταθεροί και προσαρτηµένοι πάνω σε δυο ξύλινους περιστρεφόµενους άξονες, τους περίακτους και οι αλλαγές σκηνικού στη διάρκεια της παράστασης µηδαµινές.

Αρχαίο ελληνικό θέατρο

epiimg02

ΣΚΗΝΟΓΡΑΦΙΑ – ΘΕΑΤΡΙΚΟΙ ΜΗΧΑΝΙΣΜΟΙ

Η ανακάλυψη της πραγµατικής σκηνογραφίας αποδίδεται από τον Αριστοτέλη στο Σοφοκλή ενώ η ζωγραφική σαν µέσο διαµόρφωσης του σκηνικού χώρου είχε χρησιµοποιηθεί και από τον Αισχύλο. Τόσο στον κάτω όροφο της ελληνιστικής σκηνής, στα µεσοδιαστήµατα των ηµικιόνων που συνέθεταν τη στοά του προσκηνίου όσο και στον πάνω όροφο, στα κενά που δηµιουργούσαν µεγάλα ανοίγµατα, γνωστά ως θυρώµατα, υπήρχε η δυνατότητα παρεµβολής ελαφρών σκηνογραφικών στοιχείων. Τέτοια ήταν τα καταβλήµατα, µε µορφή είτε υφασµάτινων παραπετασµάτων είτε ζωγραφικών πινάκων. Ίχνη στερέωσης των τελευταίων έχουν αποκαλυφθεί σε πολλά µνηµεία της ελληνιστικής περιόδου. Η εµφάνιση ενός θεού ή ενός προσώπου του εξωσκηνικού χώρου ή η θεατρική αναπαράσταση ενός φυσικού φαινοµένου ήταν δυνατά µόνο µε τη βοήθεια ειδικών µηχανισµών. Πολύτιµες πληροφορίες λαµβάνουµε από αναπαραστάσεις θεατρικών σκηνών σε αγγεία. Η διαπίστωση ότι στις περιγραφές των αρχαίων θεατρικών µηχανισµών αναγνωρίζεται σήµερα η κεντρική ιδέα πολλών στοιχείων της σύγχρονης σκηνικής τεχνολογίας, είναι οπωσδήποτε ιδιαιτέρου ενδιαφέροντος. Το εκκύκληµα αποτελούσε ένα χαµηλό τροχοφόρο όχηµα επί του οποίου εµφανιζόταν ή εξαφανιζόταν, από την κεντρική είσοδο της σκηνής, πρόσωπα ή και το εσωτερικό ενός χώρου. Πιθανή ήταν και η περιστροφική κίνηση του εκκυκλήµατος, ανάλογη µε τη σηµερινή χρήση της περιστροφικής σκηνής πάνω σε βαγονέτο. Παρόµοιος µηχανισµός ήταν και η εξώστρα, για την αλλαγή του εσωτερικού σκηνικού. Ένας άλλος σηµαντικός και εύχρηστος µηχανισµός ήταν η µηχανή, ένα ανυψωτικό µηχάνηµα για τη µεταφορά στη σκηνή καθοριστικών για τη δράση προσώπων, όπως οι ήρωες και οι θεοί, γνωστό ως ο «από µηχανής θεός». Η µηχανή µπορεί να θεωρηθεί ο πρόδροµος των ανυψωτικών µηχανισµών υψηλής τεχνολογίας του σηµερινού θεάτρου και λειτουργούσε ως γερανός µε σχοινί που ονοµαζόταν αιώρα. Για την άµεση εµφάνιση και αποµάκρυνση προσώπων ή αντικειµένων στο αρχαίο θέατρο χρησιµοποιούνταν επίσης και τα λεγόµενα αναπιέσµατα, ένα είδος καταπακτών που λειτουργούσαν όπως οι αντίστοιχες καταπακτές των σύγχρονων θεατρικών σκηνών. Ένας ιδιαίτερα συνήθης θεατρικός µηχανισµός για την άµεση αλλαγή σκηνικών εικονογραφικών στοιχείων αποτελούσαν οι περίακτοι, πρισµατικής µορφής περιστρεφόµενες κατασκευές, που τοποθετούνταν σε κατάλληλα σηµεία του σκηνικού οικοδοµήµατος. Η σκηνική παρουσίαση εντόνων φυσικών φαινοµένων επιτυγχανόταν µε τη βοήθεια του κεραυνοσκοπείου, ενός τύπου περιάκτου που διέθετε είτε πλευρές µε σχέδια κεραυνών, είτε µια γυαλιστερή επιφάνεια πάνω στην οποία αντανακλούσε το φως του ήλιου. Για την παραγωγή του χαρακτηριστικού ήχου της βροντής χρησιµοποιούσαν το βροντείον, µεταλλικό δοχείο µε χαλίκια για την παραγωγή θορύβου.

ΑΚΟΥΣΤΙΚΗ ΤΟΥ ΑΡΧΑΙΟΥ ΘΕΑΤΡΟΥ

Η ακουστική ποιότητα των αρχαίων ελληνικών θεάτρων είναι τόσο γνωστή όσο και αξιοθαύµαστη. Γνωρίζουµε ότι η ακουστική δεν υπήρχε ως επιστήµη στο αρχαίο θέατρο, οι πρόγονοί µας όµως, ως φιλόσοφοι, είχαν την ικανότητα να παρατηρούν το περιβάλλον τους, να βγάζουν συµπεράσµατα , να τα µεταφέρουν και να τα εφαρµόζουν στη ζωή τους. Έτσι διαπίστωσαν ότι ο κύκλος αποτελεί το καλύτερο σχήµα για να µπορεί να βλέπει και να ακούει άνετα ένας µεγαλύτερος αριθµός θεατών και αυτό γιατί επιβάλλει σχεδόν οµοιόµορφη κατανοµή της ηχητικής ενέργειας της φωνής γύρω από ένα οµιλητή. Παράλληλα αυτή η κυκλική διάταξη του θεάτρου υποχρεώνει σε µια απόλυτη συγκέντρωση όλου του θεάτρου στα δρώµενα, απαραίτητη για τη µεταφορά των θεατών από τον πραγµατικό στο θεατρικό χώρο. Απ’ την άλλη η σκηνή στην οποία έπαιζαν οι υποκριτές υψωνόταν µπροστά από την ορχήστρα, ενίσχυε την ανάκλαση της φωνής και την καθιστούσε ικανή να ακουστεί σε µεγάλες αποστάσεις. Τέλος, σηµαντικός παράγοντας ήταν και η σωστή επιλογή χώρου του αρχαίου θεάτρου ώστε η ησυχία και η ηρεµία του τοπίου να συµβάλλει τα µέγιστα στον τοµέα της ακουστικής. Συµπερασµατικά, το αρχαίο θέατρο, παρά τα πενιχρά µέσα που διέθετε, κατάφερε να αναδειχθεί σε δάσκαλο της σύγχρονης ακουστικής επιστήµης, υποδεικνύοντας τρόπους και µεθόδους που για άλλη µια φορά αναδεικνύουν το µεγαλείο του αρχαίου ελληνικού πνεύµατος.

ΤΑ ΕΝΔΥΜΑΤΑ

Η παρουσίαση και η σκηνική ολοκλήρωση ενός έργου στο αρχαίο ελληνικό θέατρο περιελάµβανε και τη σκευή των υποκριτών (κοστούµι, µάσκα, υπόδηµα), απαραίτητο στοιχείο της διδασκαλίας που ανάγεται στη λατρεία του Διονύσου και ενσωµατώθηκε στην παράσταση ως σηµασιολογικό και λειτουργικό στοιχείο της. Η πατρότητα της ουσιαστικής αναβάθµισης της σκευής στην αρχαία τραγωδία ανήκει στον Αισχύλο, που πιστεύεται ότι διακόσµησε µε µεγαλοπρεπή τρόπο το θέατρο και προσδιόρισε συγκεκριµένα κοστούµια στους ηθοποιούς. Το χαρακτηριστικό είναι ότι ενώ τα τραγικά έργα αναφέρονταν σε προηγούµενες εποχές και σε µυθολογικά κατά βάση θέµατα, η θεατρική σκευή ήταν κατά κανόνα σύγχρονη της εποχής που παίχτηκαν οι τραγωδίες. Τα βασικότερα κοστούµια της τραγωδίας ήταν τα επιβλήµατα (ιµάτιον, χλαµύς κλπ.) και οι πολύχρωµοι χιτώνες. Τα κυριότερα αρχαιοελληνικά ενδύµατα ήταν τα εξής:
ΠΕΠΛΟΣ: Ένδυµα από µάλλινο συνήθως ύφασµα που φορούσαν γυναίκες. Πριν το τυλίξουν γύρω από το σώµα τους, το αναδίπλωναν στο πάνω µέρος σχηµατίζοντας το απόπτυγµα. Το ρούχο στερεωνόταν στους ώµους µε περόνες ή πόρπες. Μερικές φορές φόραγαν και ζώνη στη µέση. Επίσης δηµιουργούνται πτυχές πάνω από τη µέση, από το ζώσιµο του ρούχου, και ονοµάζονται κόλπος. Ο Δωρικός πέπλος φοριόταν χωρίς ζώνη, ήταν ανοιχτός στο πλάι και γι’ αυτό ονοµαζόταν «φαινοµηρίς ».
ΧΙΤΩΝΑΣ: Ένδυµα από λεπτό ύφασµα, λινό ή µάλλινο, που φορούσαν άνδρες ή γυναίκες κατάσαρκα. Ήταν ραµµένος στο ένα πλάι και γι’ αυτό τον φορούσαν από το κεφάλι και τον συγκρατούσαν στους ώµους µε κουµπιά ή πόρπες, ώστε να σχηµατίζονται µακριά ή κοντά µανίκια. Στην πρώτη περίπτωση ονοµαζόταν χειριδωτός και στη δεύτερη αχειρίδωτος. Μπορεί να ήταν κοντός ή µακρύς και συνήθως τον φορούσαν µε ζώνη. Στο αρχαίο θέατρο οι χιτώνες είχαν χρωµατιστές κατακόρυφες ραβδώσεις και οι µανδύες ήταν στολισµένοι µε κεντήµατα και ταινίες.
ΙΜΑΤΙΟ: Ένδυµα από, συνήθως, µάλλινο ή χοντρό ύφασµα. Οι γυναίκες το φορούσαν πάνω από το χιτώνα και οι άντρες είτε πάνω από το χιτώνα είτε κατάσαρκα. Το Ιωνικό ιµάτιο ήταν ένα στενό ορθογώνιο ύφασµα, που τυλιγόταν κατά µήκος του πάνω µέρους του κορµού, περνούσε κάτω από το αριστερό χέρι σχηµατίζοντας µια αναδίπλωση και στερεωνόταν πάνω από τον δεξιό ώµο µε κουµπιά ή πόρπες. Οι γυναίκες συχνά κάλυπταν το κεφάλι τους µ’ αυτό. Οι άντρες συχνά το έβαζαν πάνω από το χιτώνα και το τύλιγαν γύρω από τους ώµους έτσι ώστε να πέφτει το ίδιο κι απ’ τις δύο πλευρές.
ΧΙΤΩΝΙΣΚΟΣ: Κοντός χιτώνας που φορούσαν κυρίως οι στρατιώτες κάτω από την πανοπλία τους. (µε χιτωνίσκο απεικονίζονται συχνά η Άρτεµις και οι Αµαζόνες )
ΧΛΑΜΥΔΑ: Κοντό ιµάτιο στερεωµένο στον ένα ώµο µε πόρπη. Τη χλαµύδα φορούσαν κυρίως οι έφηβοι, οι ιππείς, οι αγγελιοφόροι και γενικά όσοι χρειάζονταν ελευθερία κινήσεων.
ΕΞΩΜΙΣ: Είδος κοντού χιτώνα που άφηνε τον δεξιό ώµο ελεύθερο. Την εξωµίδα φορούσαν όσοι χρειάζονταν ελευθερία κινήσεων όπως οι αναβάτες, οι τεχνίτες κ. ά.

Ο Σοφοκλής ακολούθησε τις βασικές ενδυµατολογικές αρχές του Αισχύλου, ενώ ο Ευριπίδης εισήγαγε το φτωχό, έως και εξαθλιωµένο, ένδυµα σε πολλά από τα έργα του. Στην αρχαία κωµωδία χρησιµοποιούνταν συνήθως το σωµάτιον, ένα εφαρµοστό µάλλινο ρούχο στο χρώµα του δέρµατος µε παραγεµίσµατα στην κοιλιά και στα οπίσθια και µε ενσωµατωµένο ένα δερµάτινο φαλλό. Σε άλλες περιπτώσεις φορούσαν ζωόµορφα ενδύµατα (όρνιθες, σφήκες, βάτραχοι κλπ.) ως κληρονοµιές από τις διονυσιακές γιορτές, ενώ σπανιότερα εµφανιζόταν ο κωµικός χιτών, η εξωµίς και τα κωµικά επιβλήµατα.

Τυπικό στοιχείο υπόδησης των ηθοποιών ήταν ο γνωστός κόθορνος. Αρχικά αποτελούσε ένα µαλακό υπόδηµα µε λεπτό τακούνι και κορδόνια που µπορούσε να φορεθεί αδιάκριτα είτε στο αριστερό είτε στο δεξί πόδι. Στην εξέλιξη του αποκτούσε όλο και ψηλότερη σόλα για να καταλήξει στη ρωµαϊκή περίοδο πανύψηλος. Με τον τρόπο αυτό οι χαρακτήρες των έργων φαίνονταν πιο µεγαλόσωµοι και εξέφραζαν την ανωτερότητά τους. Υπεύθυνος για την ενδυµασία των υποκριτών ήταν ο ποιητής, που αναλάµβανε και χρέη ενδυµατολόγου.

ΜΑΣΚΑ – ΠΡΟΣΩΠΕΙΟ

Η ιστορία της µάσκας µας πάει πολλούς αιώνες πίσω, σε µια φυλή της Νέας Γουινέας, τους Παπούα. Αυτοί ήταν οι πρώτοι που κατασκεύασαν µάσκα. Η µάσκα αυτή ή κάλυπτε όλο το κεφάλι ή πολλές φορές ήταν υπερυψωµένη και τόνιζε την επιβλητικότητα του προσώπου που τη φορούσε. Σε άλλες περιπτώσεις έβαφαν και τα πρόσωπά τους. Στην αρχή η µάσκα χρησιµοποιούνταν για θρησκευτικές τελετές και χορούς, όπως συνέβαινε µε τους αρχαίους Αιγύπτιους που κάλυπταν τις µούµιες µε µάσκες. Φαίνεται λοιπόν ότι η µάσκα είχε και µνηµειακή λειτουργία. Η χρήση της µάσκας εµφανίστηκε στην αρχαία Ελλάδα και συγκεκριµένα στις τελετές προς τιµή του θεού Διόνυσου. Οι θιασώτες του Διόνυσου έβαφαν το πρόσωπό τους µε το κατακάθι του κρασιού. Έβγαιναν από τον εαυτό τους, οδηγούνταν στην έκσταση και αυτοµάτως στη θεοληψία, στην κατάληψή τους από το πνεύµα του θεού. Στη συνέχεια η µάσκα έγινε αναπόσπαστο κοµµάτι του αρχαίου θεάτρου. Σύµφωνα µε την αρχαία παράδοση, πρώτος ο Θέσπης, το δεύτερο µισό του 6ου π.Χ. αι., έβαψε τα πρόσωπα των υποκριτών µε διάφορες χρωστικές ουσίες και πρώτος εισήγαγε τα προσωπεία από λινό ύφασµα. Με την αύξηση των απαιτήσεων του δράµατος κατά τον 5ο π. Χ. αι. το προσωπείο βοηθούσε τον ηθοποιό να υπερβεί την ατοµική του προσωπικότητα και να εναλλάσσει διαφορετικούς αντρικούς και γυναικείους χαρακτήρες στα δραµατικά είδη. Στο αρχαίο θέατρο τα προσωπεία (µάσκες) ήταν κατασκευασµένα ανάλογα µε το είδος του έργου, ώστε να δίνεται η κατάλληλη έκφραση (γελαστή, λυπηµένη, ειρωνική). Είχαν µεγάλα ανοίγµατα για το στόµα και τα µάτια και µε αδρές γραµµές ήταν ζωγραφισµένα τα χαρακτηριστικά των προσώπων του δράµατος. Την αναβίωση της µάσκας τη συναντάµε και στη σηµερινή εποχή να βρίσκει την πλήρη της έκφραση στα αποκριάτικα έθιµα, κατάλοιπα και αυτά της διονυσιακής λατρείας. Με τη µάσκα δίνεται η δυνατότητα αλλά και η ευκαιρία στο σύγχρονο άνθρωπο να βγει έξω από τον εαυτό του και να υποδυθεί ένα άλλο πρόσωπο.

Η ΣΗΜΑΣΙΑ ΤΟΥ ΘΕΑΤΡΟΥ

Το αρχαίο θέατρο ήταν ένας χώρος κατάλληλα διαµορφωµένος για να δίνονται σ’ αυτόν παραστάσεις.   Οι παραστάσεις άρχιζαν πολύ πρωί και κρατούσαν ως το βράδυ. Το εισιτήριο ήταν φτηνό αλλά και για όσους δεν είχαν να το πληρώσουν, το πλήρωνε η πολιτεία. Έπρεπε όλοι να βλέπουν θέατρο: άντρες, γυναίκες και παιδιά. Γιατί το θεωρούσαν όχι µόνο ευχαρίστηση και ψυχαγωγία αλλά ένα από τα καλύτερα µέσα διαπαιδαγώγησης, ένα αληθινό σχολείο. Από το θέατρο, µάθαιναν τη ζωή, τα πάθη και τα συναισθήµατα που θα βίωναν στη ζωή τους. Οι θεατές αισθάνονταν συµπάθεια ή ανησυχία για την τύχη των ηρώων. Ο ποιητής έδινε τέτοια τροπή στην εξέλιξη του µύθου ώστε ο ήρωας έπεφτε µε αξιοπρέπεια και υπέκυπτε στους νόµους της ηθικής τάξης. Έτσι η ψυχή του θεατή που άρχιζε να συγκλονίζεται από τον έλεο και τον φόβο, εξαγνιζόταν από τα παθήµατα ενώ µε τη δοκιµασία που είχε περάσει, ανακουφιζόταν. Τέλος πηγαίνοντας να δει θέατρο, ο αρχαίος θεατής πίστευε πως θα απαλλασσόταν από το ψυχικό βάρος που κουβαλούσε και ότι θα ελευθερωνόταν από τα αρνητικά συναισθήµατα που βίωνε, µε αποτέλεσµα να αποκτά ψυχική ευεξία και ηθική ισορροπία. Γενικά το θέατρο σε κάθε εποχή αποτελεί γέννηµα της ανάγκης που αισθάνονται οι άνθρωποι να βρίσκονται κοντά στους οµοίους τους και να επικοινωνούν µαζί τους. Αυτή η προσωπική και κοινωνική ανάγκη που είναι συνυφασµένη µε την ίδια υπόσταση του ανθρώπου σαν όντος και εµφανίστηκε µαζί του, εκδηλώνεται µε πολλές µορφές. Μια από αυτές είναι η ανάγκη που νιώθουν οι άνθρωποι, να εκφραστούν µε την υπόκριση ή να βλέπουν άλλους να εκφράζονται µε τον τρόπο αυτό. Όταν αυτή η ανάγκη ικανοποιείται, οι άνθρωποι νιώθουν απόλαυση.      Η ίδια αυτή ανάγκη για έκφραση µέσω της υπόκρισης, σπρώχνει τα παιδιά να παρασταίνουν στα παιχνίδια τους διάφορα ζώα ή γνωστά τους πρόσωπα και ακόµα περισσότερο να παίζουν διάφορα παιχνίδια, όπως οι «κουµπάρες», ο «µπακάλης» κ.α. Παιχνίδια που χάνονται ίσως στις αστικές συνθήκες των σύγχρονων πόλεων και που «ανακαλύπτουµε» ξανά σήµερα µέσα από τα «παιχνίδια ρόλων» του θεατρικού παιχνιδιού αλλά και των σύγχρονων επικοινωνιακών τεχνικών. Βλέπουµε λοιπόν ότι το θέατρο έχει παίξει και παίζει ένα πολύ σηµαντικό ρόλο στη ζωή µας αφού όχι µόνο µας βοηθά να ξαναβρούµε τη χαµένη παιδικότητά µας αλλά και τον τρόπο να συνυπάρχουµε µε τους άλλους γύρω µας καθώς και να ερχόµαστε σε επαφή µε τις σηµαντικότερες ιδέες που γέννησε κάθε εποχή και βρήκαν την αµεσότερη έκφρασή τους στη θεατρική δράση.

Πηγές:

1) ΣΥΝΤΟΜΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ΘΕΑΤΡΟΥ: Εισαγωγική διάλεξη σε ακροατήριο εκπαιδευτικών στο σεμινάριο του ΙΝ.ΠΑΙ.ΘΕ.ΘΕ. σε συνεργασία με τον Δήμο Καισαριανής με θέμα “το θέατρο ως παιδαγωγικό εργαλείο” τον Δεκέμβριο 2002. Εισηγητής Τάκης Χρυσούλης
2) Εφημερίδα: «Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ», Επτά ημέρες, Κυριακή 25/7/1999.
3) ΤΟ ΘΕΑΤΡΟ ΩΣ ΧΩΡΟΣ ΠΑΡΑΣΤΑΣΕΩΝ (από το πρόγραµµα της θεατρικής οµάδας Γυµν-Λυκ Καλλιµασιάς Χίου 2004 για τη παράσταση «Το µέγα δέος ο άνθρωπος γεννά» επιµέλεια Μαρία Ρεβελάκη
4) Η γένεση του θεάτρου (από τη μαθήτρια  Έλενα Σεβαστοπούλου)