Παραδοσιακά παιχνίδια από τα Μέγαρα Αττικής

Αγαπητοί μας φίλοι,
σήμερα θα κάνουμε ένα μικρό ταξίδι στο χρόνο και θα σας παρουσιάσουμε μερικά από τα παιχνίδια που έπαιζαν τα παιδιά στα Μέγαρα πριν πενήντα χρόνια και πιο πίσω.
Οι μεγαλύτεροι, που σήμερα είστε παππούδες και γιαγιάδες, θα θυμηθείτε την παιδική σας ηλικία. Ποιος από σας δεν είχε παίξει αυτά τα ωραία παιχνίδια; Οι μικρότεροι πάλι θα τα μάθετε και θα διαπιστώσετε πόσο ευχάριστα κι ομαδικά έπαιζαν τα παιδιά εκείνη την εποχή.
Τότε που δεν υπήρχε η τηλεόραση, τα τάμπλετ, τα κινητά τηλέφωνα και το internet και τα παιδιά έβγαιναν στην πλατεία, στο δρόμο ή στις αλάνες της περιοχής για να παίξουν με τους φίλους τους. Σήμερα κλείνονται μέσα στο σπίτι, κάθονται μπροστά στην οθόνη του υπολογιστή και της τηλεόρασης και περνούν απομονωμένα εκεί τις ώρες τους, χωρίς να έχουν ουσιαστική επαφή με τους φίλους τους αλλά μόνο με την εικονική και σχεδόν πάντα ελεγχόμενη πραγματικότητα που τους προσφέρουν τα λεγόμενα «Μέσα Κοινωνικής Δικτύωσης», τα οποία, νομίζω, σε πολλές περιπτώσεις, θα ήταν καλύτερα να τα λέγαμε «Μέσα Κοινωνικής Απομόνωσης» σε σημείο που για το internet π.χ. οι επιστήμονες κρούουν τον κώδωνα του κινδύνου για πολλά παιδιά που εθίζονται υπερβολικά σ’  αυτό, επισημαίνοντας ότι κινδυνεύει σοβαρά η σωματική και ψυχική υγεία τους.

Έτσι έπαιζαν τα παιδιά στα Μέγαρα πριν 70 χρόνια.

Πρωτελιά
Είναι παιχνίδι κυρίως για αγόρια και παίζεται έτσι: Μπαίνει κάποιος κάτω και οι άλλοι πηδούν από πάνω του λέγοντας: «Πρωτελιά, Δευτέρα, Τρίτη και όποιος ακουμπήσει μπαίνει κάτω».

Πρωτελιά

Το Σχοινάκι
Είναι κοριτσίστικο παιχνίδι. Δυο κορίτσια γυρνούν το σχοινάκι και τα άλλα πηδούν μέσα σ’ αυτό. Το παιδί που θα μπλεχτεί στο σχοινάκι βγαίνει από το παιχνίδι.

Σχοινάκι

Οι λακκουβίτσες
Οι παίχτες σκάβουν στο έδαφος μια σειρά λακκουβίτσες, τόσες όσοι παίζουν στο παιχνίδι κι ο καθένας διαλέγει τη λακκουβίτσα του. Γύρω γύρω υπερυψώνουν λίγο το χώμα για να μη φεύγει μακριά η μπάλα όταν τη ρίχνουν αλλά να μπαίνει μέσα σ’ αυτές. Από ένα σημείο, που έχουν χαράξει μια γραμμή, ρίχνουν τη μπάλα και σε όποια λακκουβίτσα μπει, την παίρνει γρήγορα αυτός που την έχει και την πετάει για να χτυπήσει κάποιον που παίζει. Αν δεν τον χτυπήσει, τότε του ρίχνουν μια «ψείρα» δηλαδή ένα λιθαράκι. Αν τον χτυπήσει, τότε την «ψείρα» την παίρνει αυτός που χτυπήθηκε. Όποιος κάνει πρώτος πέντε «ψείρες», χάνει και πρέπει να κάνει ένα ζώο που θα του πουν οι άλλοι. Κι αρχίζουν πάλι από την αρχή.

Λακκουβίτσες

Παίξιμο καρύδια ή μύγδαλα
Το παιχνίδι αυτό παίζεται συνήθως από κορίτσια. Κάνουν ένα σούτσι κάτω στο χώμα και βάζουν μέσα καρύδια κι αμύγδαλα. Με τις αμπάδες τα σημαδεύουν από μία απόσταση, από μια γραμμή που έχουν χαράξει στο έδαφος. Ρίχνει κάθε παιδί με τη σειρά την αμπάδα του κι όποια καρύδια ή αμύγδαλα βγάλει έξω από το σούτσι τα παίρνει δικά του. Όταν βγουν όλα τα καρύδια κι αμύδγαλα από το σούτσι, βάζουν άλλα και συνεχίζεται το παιχνίδι με τον  ίδιο τρόπο.

Καρύδια ή αμύγδαλα

Κουμουλίτσα
Το παιχνίδι παίζεται έτσι: Κάνουν δυο ίσιες στον αριθμό ομάδες. Παίρνουν ένα βύσσαλο, το φτύνουν από τη μια μεριά για να γίνει πιο σκούρο και το στρίβουν για να δουν ποιος θα μπει κάτω. Οι νικητές καβαλικεύουν τους νικημένους. Κι εδώ έχουν έναν αρχηγό. Ο πάνω αρχηγός κλείνει τα μάτια του κάτω αρχηγού και κάνει νόημα σε ένα δικό του να δείξει 1 ως 5 δάχτυλα λέγοντας: «Σάκα Μαρία, πόσα είναι τούτα;» Κι άμα τα βρει ο κάτω αρχηγός, μπαίνουν κάτω οι άλλοι. Εδώ η κάτω ομάδα πιάνεται από τους ώμους και μαζεύονται ενωμένοι γύρω – γύρω (στρογγυλά).

Κουμουλίτσα

Ο φίτζος
«Πάει ο φίτζος για νερό, πάω κι εγώ κοντά να πιω!» Συνήθως παιζόταν με δύο άτομα. Ο καθένας είχε μια αμπάδα πέτρινη και κάτω ο φίτζος, που ήταν ένα στρογγυλό λιθάρι σαν αυγό. Τον χτυπούσαν με την αμπάδα και όσο μακριά πήγαινε ο φίτζος, έμπαινε καλικούρια αυτός που τον χτύπησε από κει που ήταν μέχρι εκεί που πήγαινε ο φίτζος.

Φίτζος

Κατέβα στραβοσάγωνο τσαι βάρε την καμπάνα
Το παιχνίδι «κατέβα στραβοσάγωνο» παίζεται έτσι: Δυο ισάριθμες ομάδες με έναν αρχηγό η κάθε ομάδα (η «μάνα», όπως τον λένε). Για το ποια ομάδα θα μπει κάτω, παίρνουν ένα κομμάτι βύσσαλο (κεραμίδι), το φτύνουν από τη μια μεριά και το στρίβουν. Οι χαμένοι κάνουν έναν κύκλο και οι νικητές καβαλικεύουν πάνω τους. Στη μέση του κύκλου βάζουν δυο λιθάρια, ένα μικρό κι ένα μεγάλο. Η πάνω «μάνα» (αρχηγός) κλείνει τα μάτια της κάτω «μάνας» και λέει: «Κατέεεβα στραβοσάγωνο τσαι βάρε την καμπάνα», κάμοντας νόημα σε κάποιον δικό του να κατεβεί σιγά – σιγά  και να χτυπήσει τα δυο λιθάρια, κι άμα η κάτω «μάνα» βρει ποιος τα χτύπησε, τότε αλλάζουν και μπαίνουν οι πάνω κάτω και οι κάτω πάνω.

Στραβοσάγωνο

Το τόπι μια
Δύο ισάριθμες ομάδες το στρίβουν ποιος θα μπει κάτω. Βάζουν μια πλακούτα για μπίζντακα, κι από κει πετούν το τόπι ψηλά και με την παλάμη το χτυπούν να πάει όσο μπορεί πιο μακριά. Αν το πιάσουν στον αέρα, τότε εκείνος που το ’ριξε βγαίνει στην άκρη, αν όμως δεν το πιάσουν, τότε το ρίχνουν στον μπίζντακα. Αν χτυπήσουν τον μπίζντακα, πάλι βγαίνει έξω από το παιχνίδι. Τότε παίρνει άλλος το τόπι και συνεχίζεται μέχρι να τελειώσει όλη η ομάδα, οπότε μπαίνουν κάτω οι άλλοι και γίνεται πάλι το ίδιο. Το τόπι-μία είναι συνήθως παιχνίδι για θηλυκά.

Τόπι μια

Αμπάριζα
Παίζεται με δύο ισάριθμες ομάδες παιδιών. Κάθονται η μία απέναντι στην άλλη τσαι πατούν ο καθένας σε ένα λιθάρι, τη λεγόμενη αμπάριζα. Ο αρχηγός δείχνει ποιος θα βγει. Όποιος βγει δεύτερος από την άλλη ομάδα, κυνηγάει τον πρώτο για να τον πιάσει, μετά γυρίζει πίσω στην αμπάριζά του, οπότε βγαίνει ένας άλλος, και συνεχίζει το παιχνίδι έτσι.

Αμπάριζα

Τα τσούκαλα
Όσα παιδία παίζανε, τόσα τσούκαλα είχε μέσα στο σούτσι. Τα έβαζαν το ένα πάνω στ’ άλλο. Για το ποιος θα έμπαινε κάτω, έριχναν τις αμπάδες στον μπίζντακα και ο τελευταίος από τον μπίζντακα έμπαινε κάτω. Για να κυνηγήσει και να πιάσει κάποιον έπρεπε όλα τα τσούκαλα να είναι το ένα πάνω στ’ άλλο.

Τσούκαλα

Μακριά γαϊδούρα

Μακριά γαϊδούρα

Ο παραμυθάς
Έλεγε παραμύθια και ιστορίες για νεράιδες και φαντάσματα.

Παραμυθάς

Του Αϊ-Γιαννιού
Το βράδυ του Αϊ-Γιαννιού ανάβουν φωτιές στα σταυροδρόμια και οι νέοι πηδούν πάνω από αυτές.

Του Αϊ-Γιαννιού

Σημείωση: Τα σκίτσα είναι από το βιβλίο
του Θωμά Μώλου: “ΛΑΟΓΡΑΦΙΚΑ ΤΩΝ ΜΕΓΑΡΩΝ”