ΣΑΒΒΟΠΟΥΛΟΣ ΝΙΚΟΛΑΟΣ BLOG

ΠΩΣ ΞΕΚΙΝΗΣΕ Η ΔΙΑΣΠΑΣΙΣ ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ (20ο ΚΑΙ 21ο ΜΕΡΟΣ)

Κάτω από: Θεολογία (Ορθόδοξη) καί ΖωήΣΑΒΒΟΠΟΥΛΟΣ ΝΙΚΟΛΑΟΣ στις 7:32 μμ στο Κυριακή, 29 Μαΐου, 2011

ΑΠΟ “ΕΝ ΤΟΥΤΩ ΝΙΚΑ”

20ο ΜΕΡΟΣ:

«Το Εκκλησιαστικόν Ημερολόγιον ως κριτήριον της Ορθοδοξίας» (Δ΄ΜΕΡΟΣ)

Είναι δέ γνωστή εις τους Εκκλησιαστικούς κύκλους η εκκλησιαστική δράσις των πρωτεργατών της ημερολογιακής καινοτομίας οίοι είναι ο Μελέτιος Μεταξάκης , και ο Χρυσόστομος Παπαδόπουλος, αρχηγοί κρίμασιν οίς οίδε Κύριος, ο μεν της Εκκλησίας των Αλεξανδρέων, ο δέ της Εκκλησίας της Ελλάδος. Ούτοι εκδιωχθέντες ως εξεδιώχθησαν εκ της γειναμένης και θρεψαμένην αυτούς Εκκλησίας των Ιεροσολύμων, επεκάθησαν επι των θρόνων των Ελληνικών Εκκλησιών με τον απροκάλυπτον σκοπόν να οδηγήσωσιν αυτάς εις τον συγχρονισμόν, δηλαδή εις τον Καθολικισμόν και τον προτεσταντισμόν.
Διότι εις τίνα άλλον σκοπόν αποβλέπουσιν αί Εκκλησιαστικαί μεταρρυθμίσεις ας εισηγήθησαν εν τω κακώς ονομασθέντι Πανορθοδόξω Συνεδρίω της Κωνσταντινουπόλεως οι δυο ούτοι μεταρρυθμισταί, περί της ενδυμασίας των Κληρικών, της αγαμίας των Αρχιερέων, μη δευτερογαμίας των χηρευόντων Ιερέων, της τροποποιήσεως των νηστειών, της συντομίας των ακολουθιών, της διαρρυθμίσεως του Πασχαλίου Κανόνος, της προσαρμογής του Ιουλιανού ημερολογίου, και της αναθεωρήσεως της όλης Εκκλησιαστικής νομοθεσίας και της προσαρμογής ταύτης προς τας συγχρόνους ανάγκας της ορθοδόξου χριστιανικής κοινωνίας; Ταύτα πάντα τι άλλο σημαίνουσιν, παρά το νεωτεριστικόν πνεύμα των δυο τούτων Εκκλησιαστικών ανδρών, οίτινες εν τη επιπολαίω αντιλήψει της Εκκλησιαστικής αυτών αποστολής, ενόμισαν ότι δύνανται να μετακινήσωσι τα αιώνια όρια α έθεντο οι Άγιοι και θεοφόροι Πατέρες ημών;
Τους ρηξικελεύθους και κενοδόξους τούτους μεταρρυθμιστάς άριστα χαρακτηρίζει ο μέγας εν Πατριάρχαις και Αγίοις Νικηφόρος ο ομολογητής, λέγων τα εξής «ούτοι τους οσίους Πατέρας ημών και Διδασκάλους της Εκκλησίας κατευτελίζουσι και φαυλίζουσι κατά μηδέν των άλλων ανθρώπων προς τε αρετήν και την εις Θεόν οικείωσιν διενηνυχέναι, αλλ΄ ωσεί τινα και των πολλών ένα αυτών έκαστον είναι περιθρυλούντες… Σοφούς δέ χειροτονούσιν εαυτούς οι σαρκοφιλόσοφοι και παρά των σπουδαστών εξιούσι καλείσθαι θεολόγοι οι κενολόγοι και Χρυσόστομοι οι αισχρόστομοι… ούτω πάντα της Εκκλησίας κατασείοντες έθη τε νόμους, και Μυστήρια, τας οδούς Κυρίου τας ευθείας διαστρέφουσι» (Απολογητ. Μινις Τ. 100).
Όντως ο έχων βαθύ Εκκλησιαστικόν πνεύμα και συνειδητήν Ορθόδοξον αντίληψιν Ιεράρχης ποτέ δεν σκέπτεται μεταρρυθμίσεις και τροποποιήσεις ορθοδόξων θεσμών και Κανόνων Εκκλησιαστικών, καθιερωθέντων υπο των Αποστόλων και θεσπισθέντων υπο των Αγίων και Θεοφόρων Πατέρων των 7 Οικουμενικών Συνόδων, αίτινες αποτελούσι την στάθμη της θείας αληθείας και την λυδίαν λίθον της ορθοδοξίας. Άλλως τε αν η Ορθόδοξος Ανατολική Εκκλησία έχει απαράθραυστον κύρος και ασκεί απόλυτον σεβασμόν εις την παγκόσμιον χριστιανικήν συνείδησιν τούτο οφείλει εις την Αποστολικότητα Αυτής, και την συντηρητικότητα ήν δεικνύει Αύτη εις την πίστιν και τας παραδόσεις, άτινα φυλάττει αναλλοίωτα και απαραχάρακτα ως ταύτα παρέλαβε παρά των Αποστόλων και Αποστολικών Πατέρων, εν αντιθέσει προς την Καθολικήν και Προτεσταντικήν Εκκλησία, αίτινες απεμακρύνθησαν των Αποστολικών και Συνοδικών Διατάξεων. Καθ΄ όσον δέ μια Χριστιανική Εκκλησία απομακρύνεται απο την στάθμην της ορθής πίστεως των δογμάτων και των παραδόσεων, ήν μας έδωκαν οι Θείοι Απόστολοι και θεοφόροι Πατέρες των Οικουμενικών Συνόδων, επι τοσούτον απόλλυσι αύτη το κύρος και την αυθεντίαν υπό έποψιν της θείας αληθείας και της ακραιφνούς ορθοδοξίας. Εκ της τάσεως δέ ταύτης του συγχρονισμού και της προσαρμογής των δογματικών και ηθικών διδασκαλιών της Εκκλησίας προς την απαίτησιν των επιστημονικών πορισμάτων και θεωριών, προήλθον αί διάφοροι Αιρέσεις και τα Σχίσματα εις την Εκκλησίαν του Χριστού. Ιδού διατί πάς νεωτεριστής εν τη Εκκλησία δικαίως χαρακτηρίζεται ως εστερημένος βαθέως εκκλησιαστικού πνεύματος, και βαθείας ορθοδόξου πίστεως και συνειδήσεως.
Φέρε εξετάσωμεν αν και κατα πόσο οι νεωτερισταί ούτοι της Ορθοδόξου Ελληνικής Εκκλησίας εμπνέονται εις τας καινοτομίας αυτών υπό μιάς τουλάχιστον εθνικής ιδεολογίας. Άν και η άποψις αύτη κατ΄ αρχήν δεν συμβιβάζεται προς το πνεύμα της Ορθοδόξου Εκκλησίας, ήτις καταδικάζει τον φυλετισμόν, ουχ΄ ήττον πρός απογύμνωσιν των αντιπάλων ημών εκ παντός ευγενούς, ελατηρίου δια τας καινοτομίας αυτών, επιτραπήτω μοι η εξέτασις και της εθνικής ταύτης πλευράς.
Η χριστιανική πίστις και λατρεία, απλή και στοιχειώδη εις τους πρώτους χρόνους του Χριστιανισμού διετηρήθη απλή και ενιαία εις την διατύπωσιν και την εκδήλωσιν αυτής υπό των Αποστόλων. Μετ΄ αυτούς ήλθον ως διάδοχοι οι Αποστολικοί Πατέρες, οίτινες εις την διατύπωσιν και την ανάπτυξιν των Δογμάτων και την διατύπωσιν της Θείας Λατρείας ενεφορούντο μεν υπό του Αγίου Πνεύματος, αλλά και δεν εξηφανίζετο τελείως και η προσωπική αυτών αντίληψις και ο εθνικός χαρακτήρ, όν απετύπωσαν κατά την ανάπτυξιν της χριστιανικής διδασκαλίας εις τε τα δόγματα και τον τύπο της Θείας Λατρείας.
Ούτω παρήχθη το Ανατολικόν και το Δυτικόν πνεύμα του Χριστιανισμού, όπερ εχώρισεν την μίαν Χριστιανικήν Εκκλησίαν εις Ανατολικήν και Δυτικήν τοιαύτην.
Της Ανατολικής Εκκλησίας τον τύπον και την σφραγίδα έδωκε το Δογματικόν και θεωρητικόν Ελληνικόν πνεύμα, της δέ Δυτικής τον τύπον και την σφραγίδα έδωκε το κοσμοπολίτικον και το νομικόν Ρωμαικόν πνεύμα. Ούτω εκ των πρώτων Αποστολικών Πατέρων της Εκκλησίας και ομολογητών της πίστεως, όσοι ήσαν Έλληνες ούτοι, ως μύσται και των ιδεών της Ελληνικής φιλοσοφίας, ήτις είναι απαύγασμα της θείας αληθείας εις την διατύπωσιν των Δογμάτων και την ανάπτυξιν της χριστιανικής διδασκαλίας, δεν ηδύναντο παρά να συνδυάσωσι το πνεύμα της Ελληνικής φιλοσοφίας προς το πνεύμα της Χριστιανικής θρησκείας, ούτως ώστε εκ του συνδυασμού και εναρμονισμού αμφοτέρων τούτων των πνευματικών, ήτοι του θείου και του ανθρωπίνου να παραχθή, εν και το αυτό ενιαίον και αδιαίρετον το Ελληνοχριστιανικόν καλούμενον πνεύμα, όπερ εξεπροσώπησε την ορθοδοξίαν εν τη Εκκλησία του Θεανθρώπου Χριστού.
Όσοι δέ πάλιν εκ των Αποστολικών Πατέρων και ομολογητών της πίστεως ήσαν Ρωμαίοι την εθνικότητα, έδωκαν εις την διατύπωσιν των Δογμάτων και την ανάπτυξιν της Χριστιανικής διδασκαλίας τον τύπον του κοσμοπολίτικου και απολυταρχικού Ρωμαικού πνεύματος, όπερ εις τους μετά ταύτα χρόνους παρήγαγε την αίρεσιν και την κακοδοξίαν εις την χριστιανικήν Εκκλησίαν. Εντεύθεν παρήχθησαν αί δύο αύται θεμελιώδεις αρχαί και αντιλήψεις της Χριστιανικής θρησκείας, καθ΄ άς εις μεν την πρώτην, την θεωρητικήν και την φιλελευθέραν επεκράτησεν η ιδέα του θείου νόμου και του φιλελευθέρου Ελληνικού πνεύματος, εξ΄ών η ελευθερία της θρησκευτικής συνειδήσεως, εις δέ την δευτέραν την κοσμοπολίτικην και την νομικήν επεκράτησεν η ιδέα του ανθρωπίνου νόμου και το απολυταρχικόν Ρωμαικόν πνεύμα, εξ΄ών η υποδούλωσις της θρησκευτικής συνειδήσεως. Ούτω εκατέρα των Εκκλησιών τούτων διαμορφωθείσα εν τω οικείω εθνικώ περιβάλλοντι , και εν τω πλαισίω των ιδίων πολιτικών και κοινωνικών συνθηκών, απετέλεσε και ίδιον τύπον της αντιλήψεως της πίστεως και της εκδηλώσεως της θείας λατρείας, καθιερωθέντος δι΄ εκατέραν των Εκκλησιών και αναλόγου Εκκλησιαστικού πολιτεύματος και διοικητικού συστήματος, Συνταγματικού μεν και κοινοβουλευτικού δια την Ανατολικήν Εκκλησίαν, Μοναρχικού δέ και αριστοκρατικού δια την Δυτικήν Εκκλησίαν.
Εντεύθεν ο αδιάρρηκτος και αδιάσπαστος σύνδεσμος της ορθοδοξίας και της Ελληνικής ιδεολογίας ούτως ώστε, να μη δύναται τις να λογισθή ακραιφνής Έλλην εάν δεν είναι και ορθόδοξος χριστιανός. Τούτων ούτως εχόντων, πως δύναται Έλλην Ιεράρχης γαλουχηθείς με τα ζωογόνα νάματα της ορθοδοξίας και φερέσβια ρείθρα της εθνικής μυσταγωγίας να ρέπη εις Εκκλησιαστικάς μεταρρυθμίσεις και καινοτομίας εξυπηρετούσας σκανδαλωδώς τους μυχίους και ανομολογήτους πόθους των προαιωνίων και ασπόνδων της ορθοδοξίας εχθρών;
Μόνον όσοι των Ελλήνων Ιεραρχών επιψαύδην και επιπολαίως εμυήθησαν της μυσταγωγίας της ορθοδοξίας και ερραντίσθησαν μόνον χωρίς να βαπτισθώσιν εις τα ζείδωρα και φερέζωα νάματα της Ελληνικής Κασταλίας, μόνον ούτοι δύνανται να διισχυρίζωνται ότι εξυπηρετούσι την εθνικήν ιδέαν, προσεγγίζοντες την ορθόδοξον ομολογίαν προς την αιρετικήν κακοδοξίαν ουχί δια της προσχωρήσεως ταύτης προς εκείνην, αλλά δια τας θυσίας του ελευθέρου πνεύματος της ορθοδοξίας εις το κοσμοπολίτικον και απολυταρχικόν ή και το άκρως δημοκρατικόν πνεύμα της Καθολικής και Προτεσταντικής Εκκλησίας.
Ιδού οι βαθύτεροι λόγοι, δι΄ ούς δεν δύναται τις να πιστεύση ότι οι εν λόγω Έλληνες Ιεράρχαι, ο Μελέτιος Μεταξάκης και ο Χρυσόστομος Παπαδόπουλος ορμώνται τουλάχιστον εξ΄ εθνικής ιδεολογίας όταν δια νεωτερισμών και καινοτομιών αυτών υποσκάπτωσιν αυτά τα θεμέλεια τα αρραγή και Θεοπαγή της ορθοδοξίας, μεθ΄ ής απ΄ αιωνίων αδιαρρήκτως και αναποσπάστως συνεδέθη το ζωογόνον πνεύμα της Ελληνικής Εκκλησίας.

http://entoytwnika.blogspot.com/2011/05/20.html


21ο ΜΕΡΟΣ:

«Το Εκκλησιαστικόν Ημερολόγιον ως κριτήριον της Ορθοδοξίας» (Ε΄ ΜΕΡΟΣ)

Ερχόμεθα εις την εξέτασιν του τρίτου λόγου, όστις είναι το αλληλέγγυον και συνυπεύθυνον του οικουμενικού Πατριαρχείου μετά της Αυτοκεφάλου Ελληνικής Εκκλησίας εις το ζήτημα της ημερολογιακής καινοτομίας. Εις το σημείον τούτο εκ πρώτης όψεως φαίνεται έχων δίκιο ο Μακαριώτατος, αλλ΄ όταν υποβάλωμεν τούτο εις την βάσανον της αναλυτικής ερεύνης και της αιτιολογικής εξετάσεως θα εύρωμεν αυτόν και μόνον υπαίτιον της καινοτομίας ταύτης εις ήν κατώρθωσε δια της ψευδολογίας και της επιρροής της επαναστατικής τότε Κυβερνήσεως να παρασύρη και την Σύνοδον του Οικουμ. Πατριαρχείου, και ούτω να καταστήση και ταύτην αλληλέγγυον και συνυπεύθυνον δια το Εκκλησιαστικόν τούτο πραξικόπημα της αλλαγής του ημερολογίου. Και εξηγούμεθα. Ο Μακαριώτατος κατά την ιστορική Συνεδρίαν της Ιεραρχίας της Ελλάδος της 27 Δεκεμβρίου 1923 επέτυχε μεν να υφαρπάση την γνώμην της πλειοψηφίας της Ιεραρχίας, μειοψηφισάντων τεσσάρων μόνον, όπως θέση ούτος εις εφαρμογήν το νέον ημερολόγιον , αλλ΄ υπο την προυπόθεσιν να έχη προς τούτο και την συμφωνίαν των λοιπών Εκκλησιών απαραιτήτως δέ του Οικουμενικού Πατριαρχείου, η μεθ΄ού συμφωνία ήτο εκ των ών ουκ άνευ και δια το πρωτεύον κύρος Αυτού, αλλά και διότι αί Εκκλησίαι των νέων χωρών της Ελλάδος εξηρτώντο τότε εξ Αυτού. Εφ΄ ώ και ο Μακαριώτατος κατέβαλε όπως προσελκύση πρός τας απόψεις αυτού την Ιεράν Σύνοδον του Οικουμενικού Πατριαρχείου. Είναι δέ γνωστόν εξ επισήμων εγγράφων ότι η Σύνοδος του Οικουμενικού Πατριαρχείου δεν απεδέχθη ευμενώς κατ΄ αρχήν την υπό του Μακαριωτάτου προταθείσα γνώμην περί μεταρρυθμίσεως του Εκκλησιαστικού ημερολογίου
Ιδού τι έγραφεν ο Οικουμενικός Πατριάρχης, ο αείμνηστος Γρηγόριος προς τον Μακαριώτατον Αρχιεπίσκοπον Αθηνών κ. Χρυσόστομον Παπαδόπουλον.

«Η μεταρρύθμισις την οποίαν πρόκειται να κάμωμεν δεν πρέπει να επιφέρη σκανδαλισμόν εις το χριστεπώνυμον πλήρωμα· λαμβάνομεν σοβαρώς υπ΄όψιν, ότι δεν είναι τι αδιάφορον το πως θα διατεθώσιν αί μάζαι των χριστιανών μας απέναντι μεταρρυθμίσεως αποδεχομένης το Γρηγοριανόν σύστημα»
.

Είναι δέ επίσης, γνωστόν ότι η Σύνοδος του Οικουμενικού Πατριαρχείου παρεπείσθη υπό του Μακαριωτάτου, όστις δι΄ επανειλημμένων γραμμάτων παρίστα την μεταβολήν του ημερολογίου ως μέλλουσαν να εξυπηρετήση ύψιστα εθνικά συμφέροντα και ούτω απεφάσισε να δεχθή κατ΄ αρχήν την πρότασιν αυτού, αλλ΄ υπό τον όρον της κοινής συμφωνίας απασών των ορθοδόξων Εκκλησιών. Ούτω εκ της απαντήσεως ταύτης του Οικουμενικού Πατριαρχείου αριδήλως καταφαίνεται ότι τούτο εθεώρει απαραίτητον την συμφωνίαν πασών των αδελφών Εκκλησιών δια την μεταβολή του ημερολογίου. Άλλ΄ επειδή ο Μακαριώτατος εγνώριζεν ότι όλαι αί άλλαι ορθόδοξοι Εκκλησίαι ηρνήθησαν διαρρήδην να προσχωρήσωσιν εις την μεταρρυθμιστικήν άποψιν Αυτού και θέλων να προκαταλάβη και να εξασφαλίση πρός εφαρμογήν του νέου ημερολογίου την γνώμην μόνον του Οικουμενικού Πατριαρχείου, ήτις τω ήτο απαραίτητος κατά την σχετική απόφασιν της Ιεραρχίας της Ελλάδος, απηύθυνε προς τον αοίδιμο Οικουμενικόν Πατριάρχην Γρηγόριον το εξής έγγραφον υπ΄ αρ. 70 και χρονολογίαν 3 Ιανουαρίου 1924.

«Η Ιερά Σύνοδος της Εκκλησίας της Ελλάδος επί του ημερολογιακού έκρινε χάριν του Ορθοδόξου Ελληνικού λαού την προσαρμογήν του Εκκλησιαστικού προς το πολιτικόν ημερολόγιον. Επειδή δέ δυσεπίτευκτος εν γε τω παρόντι φαίνεται η συμφωνία πασών των ορθοδόξων Εκκλησιών φρονεί, ότι μετά την αφομοίωσιν των ημερολογίων και μέχρι της επιτεύξεως τοιαύτης ποθητής συμφωνίας και της οριστικής διαρρυθμίσεως του πασχαλίου, το Πάσχα, και αί μετ΄ αυτού συνδεόμεναι εορταί δύνανται να εξακολουθήσωσι, τελούμεναι κατά το Ιουλιανόν ημερολόγιον εν ταίς αντιστοίχοις ημέραις του πολιτικού ημερολογίου. Ούτω δέ το Πάσχα του 1924, συμπίπτον κατά το Εκκλησιαστικόν ημερολόγιον τη 14η Απριλίου εορτασθήσεται τη 27η του αυτού μηνός. Και τούτο ίνα μηδεμία απολύτως εν τω Πασχαλίω επέλθη μεταβολή ως πρός τας κινητάς εορτάς εκτός της ονομασίας των ημερομηνιών… Την μέσην ταύτην λύσιν μέχρι της οριστικής προτείνουσα η Ιερά Σύνοδος, παρακαλεί την Υμετέραν Παναγιότητα, όπως αποδέξηται αυτήν… Ου διαφεύγει πάντως την σύνεσιν της Υμετέρας Παναγιότητος ή τε σπουδαιότης του ζητήματος και η ανάγκη της καθ΄ οιονδήποτε τρόπον επιλύσεως αυτού. Καίτοι δέ απαραίτητον και επιβεβλημένην θεωρούμεν την μεταβολήν του ημερολογίου, όμως απαραίτητον ωσαύτως και επιβεβλημένην κρίνομεν και την συμφωνίαν της Υμετέρας Παναγιότητος δια τε το τη καθόλου Εκκλησία μέγα κύρος Οικουμενικού Θρόνου, και διά την εν τω θεοσώστω Βασιλείω της Ελλάδος ύπαρξιν Μητροπόλεων εχουσών έτι την αναφοράν αυτών προς τον Οικουμενικόν θρόνον. Λυπηρόν ότι οι λοιποί Πατριάρχαι της Ανατολής ουδαμώς απεδέχθησαν την μεταβολήν του ημερολογίου, ως αύτη ιδίως προυτάθη υπό του εν Κωνσταντινουπόλει Πανορθοδόξου Συνεδρίου. Η Ιερά Σύνοδος τςη Εκκλησίας της Ελλάδος θερμήν υποβάλλουσα παράκλησιν πρός την Υμετέραν Παναγιότητα,
πως σπουδαίως μεριμνήση περί του ημερολογίου απεκδέχεται, είτε την συμφωνίαν πρός την προταθείσα υπ΄ Αυτής λύσιν, είτε νέαν ενέργειαν πρός οριστικωτέραν διευθέτησιν του σοβαρού τούτου ζητήματος. Πόθω δέ Αυτήν κατασπαζόμενοι…».

Τις αναγινώσκων την επιστολήν ταύτην δεν πείθεται περί του ηθικού εκβιασμού, όν ήσκησε ο Μακαριώτατος επί του πνεύματος της Ιεράς Συνόδου του Οικουμενικού Πατριαρχείου, όπως υφαρπάση την γνώμην αυτής δια την ποθεινήν υπ΄ Αυτού μεταβολήν του Εκκλησιαστικού ημερολογίου; Αλλ΄ επίσης χαρακτηριστική είναι και η σχετική προς τον Μακαριώτατον απάντησις του Οικουμενικού Πατριάρχου έχουσα ούτω

«Αριθ. 221-20 Ιανουαρίου 1924

Μακαριώτατε,

Ληφθείσα, μετά προσηκούσης, ανεγνώσθη προσοχής ή απο 3ης λήγοντος μηνός επιστολής της Υμετέρας Μακαριότητος, εν ή ανακοινοί της υπό της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος ληφθείσαν απόφασιν και διατυπωθείσαν πρότασιν και παράκλησιν περί του ημερολογίου… Έγνωμεν αποδέξασθαι την υπό της αδελφής Εκκλησίας της Ελλάδος εισηγούμενην γνώμην…. και προτείνομεν ως ημέραν κοινής υπό πάντων των αδελφών Εκκλησιών εφαρμογής του νέου ημερολογίου την 10ην του μηνός Μαρτίου του αρξαμένου έτους 1924… Ταύτα ούν τα ούτως υφ΄ ημών Συνοδικώς της Ελλάδος εγκριθέντα και αποφασισθέντα γνωρίζοντες την απάντησιν, παρακαλούμεν την Υμετέραν Μακαριότητα, εί που νομίζει πρόσφορον, ενεργήση, ίνα και υπό άλλων Εκκλησιών ομοία εξενέχθη απόφασις και ταχέως φθάση πρός ημάς η αναγκαία δήλωσις της συναινέσεως αυτών.
Επί τούτοις και αύθις εν Κυρίω κατασπαζόμενοι Αυτήν διατελούμεν… Της υμετέρας Σεβασμίας Μακαριότητος αγαπητός εν Χριστώ αδελφός και όλως πρόθυμος».

Εκ του απαντητικού τούτου γράμματος του Πατριάρχου τις δεν πείθεται, ότι την πρωτοβουλίαν εν τω ζητήματι τούτω είχεν ο Μακαριώτατος και η Εκκλησίας της Ελλάδος, και όχι ο Πατριάρχης και η Σύνοδος του Πατριαρχείου, μετά πολλού κόπου ενδώσασα εις την παράκλησιν του Μακαριωτάτου και προσχωρήσασα εις την πρότασιν της Εκκλησίας της Ελλάδος; Και όμως ο Μακαριώτατος είχε την τόλμην, ίνα μη τι άλλο είπω να δηλώση δημοσία ότι την έμπνευσιν και την πρωτοβουλίαν εις το ζήτημα της διορθώσεως του Εκκλησιαστικού ημερολογίου είχεν ο Οικ. Πατριάρχης και το Πατριαρχείου και όχι ο ίδιος και η Εκκλησίας της Ελλάδος. Άλλωστε τούτο μοι επεβεβαίωσεν προφορικώς και ο αοίδιμος Οικουμενικός Πατριάρχης Κωνσταντίνος, όν επισκεφθείς εν νέα Φιλαδελφεία ένθα εφησύχαζε μετά την παραίτησιν του εκ του θρόνου και ερωτήσας έλαβον της εξής απάντησιν παρ΄ Αυτού απάντησιν

ερώτησις

«Πως Παναγιώτατε το Οικουμενικόν Πατριαρχείον το Πρυτάνειον τούτο και ο Άρειος Πάγος της Ορθοδοξίας έσπευσε πρώτον εις την Εκκλησιαστικήν ταύτην μεταρρύθμισιν άνευ της συναινέσεως μάλιστα των λοιπών ορθοδόξων Εκκλησιών, και δή των τριών πατριαρχείων της Ανατολής»;

απάντησις

«Η Σύνοδος του Οικουμενικού Πατριαρχείου παρεπείσθη υπό του Μακαριωτάτου Αρχιεπισκόπου Αθηνών, όστις δι΄ επανειλημμένων γραμμάτων παρίστα εις την Σύνοδον την διόρθωσιν του ημερολογίου ως πάγκοινον πόθον του Ελληνικού λαού, και ως επιβεβλημένην υπό υψίστων εθνικών συμφερόντων και αναγκών», προσθέσας μάλιστα ότι ούτος, ως Μητροπολίτης Δέρκων τότε, εμειοψήφισε κατ΄ αρχήν εις την σχετικήν απόφασιν.

Ούτω ο Μακαριώτατος αποσπάσας κατ΄ αρχήν την γνώμην του Οικουμενικού Πατριάρχου και της Συνόδου δια την μεταβολήν του ημερολογίου και θέλων να προκαταλάβη ενεδεχομένην αναθεώρησιν της αποφάσεως ταύτης του Οικουμενικού Πατριαρχείου εξ΄ αιτίας της μη συναινέσεως των λοιπών Εκκλησιών, και της διαμαρτυρίας μάλιστα του Πατριαρχείου Αλεξανδρείας, έσπευσε να τηλεγραφήση προς τον Οικ. Πατριάρχη τα εξής

Αριθ. 320-14 Φεβρουαρίου 1934 Πατριαρχείον Κωνσταντινουπόλεως

«Συμφώνως εγγράφω νέου ημερολογίου 10η μηνός Μαρτίου ονομασθήσεται 23η Μαρτίου και παρακαλούμεν αναγγείλατε Μητροπολίταις Νέων χωρών Ελλάδος σχετικήν αποφάσιν Οικουμενικού Πατριαρχείο και γνωρίσατε ημίν αμέσως τούτο προς συμμόρφωσιν και ενέργειαν δεόντων!! Αθηνών Χρυσόστομος».

Συγχρόνως δέ ο Μακαριώτατος θέλων αφ΄ ενός μέν να κατοχυρώση την ουτωσεί εκμαιευθείσαν απόφασιν της εφαρμογής του νέου ημερολογίου και δια του Κυβερνητικού κύρους απέναντι του Πατριαρχείου και αφ΄ ετέρου να πείση τας άλλας Εκκλησίας, ότι εις την μεταρρύθμισιν ταύτην του ημερολογίου ηγείται το Οικουμενικόν Πατριαρχείον επ΄ ελπίδι να παρασύρη και αυτάς εν τέλει εις την καινοτομίαν ταύτην, απηύθυνε τα εξής εις το Υπουργείον των Εξωτερικών εν τη 4η Μαρτίου 1924

«Παρακαλούμεν ειδοποιήσατε επειγόντως τηλεγραφικώς τους Μακαριωτάτους Πατριάρχας Ιεροσολύμων, Αντιοχείας, Αλεξανδρείας, Σερβίας, και τους Αρχιεπισκόπους Ρουμανίας και Κύπρου ότι Εκκλησία Ελλάδος απεδέχθη απόφασιν Οικουμενικού Πατριαρχείου περί συνταυτισμού εκκλησιαστικού ημερολογίου και πολιτικού τοιούτου, οριζομένης 10ης Μαρτίου ως 23ης. Τον δέ Οικουμενικόν Πατριάρχην Κωνσταντινουπόλεως ότι έθηκεν εις εφαρμογήν την περί ημερολογίου σχετικήν απόφασιν Αυτού. Ο Αθηνών Χρυσόστομος».

Ούτω ο Μακαριώτατος παρενέβαλεν εις καθαρώς Εκκλησιαστικόν ζήτημα και την Κυβερνητικήν μεσολάβησιν, το μεν ίνα θέση την Ιεραρχίαν της Ελλάδος προ τετελεσμένου γεγονότος εγκριθέντος και υπό της Κυβερνήσεως, το δέ ίνα αποκλείση πάσαν ενδεχομένην αναβολήν της εφαρμογής εκ μέρους του Οικουμενικού Πατριαρχείου, λόγω της μη συναινέσεως των λοιπών Εκκλησιών, και της διαμαρτυρίας του Πατριαρχείου Αλεξανδρείας αποστείλαντος εις τον Οικουμενικόν Πατριάρχην το εξής τηλεγράφημα

Αριθ. 23. Πατριάρχη Γρηγορίω Κωνσταντινούπολιν

«Συνεπεία τηλεγραφήματος Υμετέρας Παναγιότητος συνελθούσα σήμερον η Ιερά καθ΄ ημάς Σύνοδος έγνω τα εξής
Έχοντες υπ΄ όψει γράμματα των Εκκλησιών Ρουμανίας, και Σερβίας εμμένομεν εν προδεδογμένοις εν προτέραις Συνοδικαίς Συνεδριάσεσι και αποκρούομεν πάσαν προσθήκην ή πάσαν μεταρρύθμισιν ημερολογίου πρό συγκλήσεως μόνης αρμοδίας εις συζήτησιν αυτού Οικουμενικής Συνόδου ής σύγκλησιν προτείνομεν ταχίστην». Κάιρον 15 Ιανουαρίου (παλαιά ημερομηνία) 1924 Πατριάρχης Φώτιος».

Σημειωτέον δ΄ ότι την απάντησιν ταύτην ο Πατριάρχης Φώτιος ανεκοίνωσε και προς τους Πατριάρχας Αντιοχείας, Ιεροσολύμων, και τον Αρχιεπίσκοπον Κύπρου, οίτινες και απήντησαν πρός τον Πατριάρχην Φώτιον, αποκρούοντες και ούτοι την μεταρρύθμισιν. Κατόπιν πάντων τούτων τις λογικός και αμερόληπτος Κριτής δύναται να αμφισβητήση ότι ο Μακαριώτατος εξεβίασε την ερμαφρόδιτον ταύτην, ήν εκείνος απεκάλει μέσην λύσιν του ημερολογιακού ζητήματος, επωφεληθείς της ψυχολογικής καταστάσεως του Πατριαρχείου και χρησιμοποιήσας όλως ακαίρως και ανοήτως και την επιρροή της Ελληνικής Κυβερνήσεως;
Εκ πάντων τούτων, νομίζομεν επαρκώς κατεδείχθη, ότι ο Μακαριώτατος κατώρθωσε να θέση ως επικάλυμμα και προμετωπίδα της αρχεβούλου εισηγήσεως αυτού περί της μεταβολής του ημερολογίου, οιχί βεβαίως την έννοιαν του Οικουμενικού Πατριαρχείου, του Παλλαδίου τούτου της ορθοδοξίας, αλλά την δωδεκαμελή Σύνοδον Αυτού, ήν εξεβίασε ηθικώς εις την αντορθόδοξον ταύτην Εκκλησιαστικήν μεταρρύθμισιν. Εποιησάμεθα δέ την διαστολήν ταύτην της εννοίας του Οικουμενικού Πατριαρχείου απο την διαρκή δωδεκαμελή Σύνοδον Αυτού, διότι δεν είναι ούτε ορθόν, αλλ΄ ούτε κανονικόν και δίκαιον να αποδώσωμεν την πράξιν ταύτην της Συνόδου εις το Οικουμενικόν Πατριαρχείον, όπερ αποτελεί, ου μόνον η δωδεκαμελής, ήτις εκλέγεται δια την τρέχουσα διοικητικήν υπηρεσίαν , αλλ΄ η υπερεβδομηκοντάριθμος χορεία της Ιεραρχίας του Οικουμενικού θρόνου, ής η γνώμη, ου μόνον δεν ελήφθη πρός τούτο, αλλ΄ ουδέ καν ηρωτήθη.
Τούτου ένεκα η μεταβολή του Εκκλησιαστικού ημερολογίου εν τω οικουμενικώ Πατριαρχείω δεν φέρει την σφραγίδα και το Εκκλησιαστικόν κύρος του Πατριαρχείου, διότι αύτη εγένετο υπό μόνης της δωδεκαμελούς Συνόδου αρμοδίας μόνον δια την τρέχουσαν διοικητικήν υπηρεσίαν του θρόνου, και ουχί υφ΄ όλης της Ιεραρχίας του θρόνου μόνης δικαιουμένης να επιλαμβάνηται εγκύρως της λύσεως ζητημάτων γενικής Εκκλησιαστικής φύσεως, οίον είναι και το ζήτημα του Εκκλησιαστικού ημερολογίου.

http://entoytwnika.blogspot.com/2011/05/21.html

ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ



Δεν υπάρχουν σχόλια

Χωρίς σχόλια ακόμα.

RSS κανάλι για τα σχόλια του άρθρου.

© 2024 ΣΑΒΒΟΠΟΥΛΟΣ ΝΙΚΟΛΑΟΣ BLOG   Φιλοξενείται από Blogs.sch.gr

Αλλαγή μεγέθους γραμματοσειράς
Αντίθεση