ΣΑΒΒΟΠΟΥΛΟΣ ΝΙΚΟΛΑΟΣ BLOG

ΠΩΣ ΞΕΚΙΝΗΣΕ Η ΔΙΑΣΠΑΣΙΣ ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ (11ο ΚΑΙ 12ο ΜΕΡΟΣ)

Κάτω από: Θεολογία (Ορθόδοξη) καί ΖωήΣΑΒΒΟΠΟΥΛΟΣ ΝΙΚΟΛΑΟΣ στις 10:01 πμ στο Τετάρτη, 11 Μαΐου, 2011

ΑΠΟ “ΕΝ ΤΟΥΤΩ ΝΙΚΑ”

11ο ΜΕΡΟΣ:

Επίσης ως αντορθόδοξον και ΠΡΟΣΗΛΕΥΤΙΚΟΝ ΟΡΓΑΝΟΝ ΤΗΣ ΠΑΠΙΚΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ εχαρακτήρισαν τούτο και απάσαι αι Ορθόδοξοι Εκκλησίαι (1902) ότε Συνοδικώς συνεσκέφθησαν περί αυτού εξ΄ αφορμής σχετικής ερωτήσεως του Οικουμενικού Πατριαρχείου. Αλλά και η ειδική Επιτροπή εκ Νομικών κορυφών και θεολόγων Καθηγητών του Πανεπιστημίου, η διορισθείσα τω 1923 υπο της Κυβερνήσεως προς μελέτην του ημερολογίου απο Εκκλησιαστικής απόψεως, απεφάνθη ότι η μονομερής εφαρμογή του νέου ημερολογίου υπο της Ελληνικής Εκκλησίας, αντίκειται προς τα θέσμια και την ενότητα της Εκκλησίας δυναμένη να δημιουργήση και ΛΟΓΟΝ ΣΧΙΣΜΑΤΟΣ εκ μέρους των Εκκλησιών, τουθ΄ όπερ θα ζημιώση μεγάλως και το θενικό συμφέρον.
Ιδού δέ και αυτούσιον το πόρισμα της Επιτροπής προς μελέτη του ημερολογιακού ζητήματος, ής Μέλος ετύγχανε και ο Αρχιεπίσκοπος Αθηνών Χρυσόστομος Παπαδόπουλος ως Καθηγητής τότε (δεν είχε γίνει ακόμα Αρχιεπίσκοπος) της Εκ/τικής ιστορίας εν τω Εθνικώ Πανεπιστημίω

«Λαβόντες υπ΄ όψιν ότι η Εκκλησία της Ελλάδος ως και αι λοιπαί Ορθόδοξοι Εκκλησίαι αν και ανεξάρτητοι εσωτερικώς είνε όμως στενώς συνδεδεμέναι πρός αλλήλας και ηνωμέναι δια της αρχής και πνευματικής ενότητος της Εκκλησίας αποτελούσαι μίαν και μόνην Ορθόδοξον Εκκλησίαν και συνεπώς ουδεμία τούτων δύναται να χωρισθή των λοιπών και αποδεχθή νέον ημερολόγιον, χωρίς να καταστή Σχισματική απέναντι των άλλων. ‘Οθεν και η Εκκλησία της Ελλάδος όπως μεταβάλη το Εκκλησιαστικόν ημερολόγιον αυτής είνε απαραίτητον και οφείλει, ίνα μη αποσχισθή των λοιπών Ορθοδόξων Εκκλησιών, τουθ΄ όπερ ου μόνον, την ενότητα και αρμονία της όλης Ορθοδόξου Εκκλησίας θέλει καταστρέψει και την δύναμιν αυτής μειώσει αλλά και απο εθνικής απόψεως είναι ασύμφορον και επιζήμιον… Διά πάντας τους ανωτέρω λόγους κρίνομεν πρέπον να διατηρηθεί εν ισχύει ως Εκ/τικόν ημερολόγιον το Ιουλιανόν» (Γ. Κοφινάς, Δ. Αιγινίτης, Χ. Παπαδόπουλος, Π. Τσιτσεκλής και Α. Αλιβιζάτος. Αθήναι 16 Ιανουαρίου 1923).

Συνέπεια δέ του πορίσματος τούτου εξεδόθη και το Διάταγμα του Βασιλέως Γεωργίου, το ισχύον έτι ως μη ακυρωθέν υπό άλλου νόμου καθ΄ό Διάταγμα η μέν Πολιτεία προσλαμβάνει το νέον ημερολόγιον, η δέ Εκκλησία τηρεί δια τας εορτάς και τας θρησκευτικάς τελετάς το εκ παραδόσεως Ιουλιανόν ημερολόγιον. Ούτω το Ιουλιανόν ημερολόγιον δια την χρήσιν της Εκκλησίας επεκυρώθη δια νόμου και υπό της Πολιτείας.

Σημαντική επίσης η γνώμη του Διδυμοτείχου Φιλαρέτου εν έτει 1916, εξ΄ αφορμής της εν Βουλγαρία εισαγωγής του Νέου Ημερολογίου. Λέγει τα εξής

«Τω δε 1902 και Ιωακείμ ο Γ΄ εν τη δευτέρα αυτού Πατριαρχεία απετάνθη δια συνοδικής και πατριαρχικής εγκυκλίου απο 12 Ιουνίου 1902, προς τας άλλας πατριαρχικάς και αυτοκεφάλους Εκκλησίας δια διάφορα άλλα ζητήματα, εκ των οποίων εν ζήτημα ήτον και το νέον ημερολόγιον εάν είναι δυνατόν η μεταρρύθμισις αυτού, ή αλλαγή δια του Γρηγοριανού. Εις την εγκύκλιον ταύτην του Πατριάρχου Ιωακείμ, διαφοροτρόπως απήντησαν αί Αυτοκέφαλοι Εκκλησίαι περί του Ημερολογίου πρός τον Ιωακείμ, ότι μετά της περί αυτόν Συνόδου συνέστησεν ιδίαν επιτροπήν. Τα αποτελέσματα δέ της ερεύνης (επιτροπής) γενόμενα αποδεκτά υπό της Ιεράς Συνόδου, συμπεριελήφθησαν εν τη απο 12 Μαίου 1904 πατριαρχική και συνοδική εγκυκλίω, ανταπαντητική πρός τάς επιστολάς των Αυτοκεφάλων Εκκλησιών. Εκ της αλληλογραφίας ταύτης της αμειφθείσης μεταξύ των κατά τόπους προέδρων των αγιοτάτων της Ανατολής Εκκλησιών αριδήλως καταδείκνυται το πνεύμα και η γνώμη η κρατούσα εν τη παρ΄ ημίν εκκλησία περί τε του Πασχαλίου και της τηρήσεως ή μεταρρυθμίσεως του Ιουλιανού Ημερολογίου και της αντικατάστασεως αυτού· διότι τις ποτέ δύναται να παραδεχθή το δυνατόν της άρσεως του παρά τοίς δυτικοίς επικρατούντος πνεύματος του προσηλυτισμού ή να ανομολογήση ότι τα αποτελέσματα και πορίσματα της προόδου των αστρονομικών επιστημών είναι τοσούτον ακριβή και βέβαια, ώστε να εκλείψει εντεύθεν φόβος διαταράξεως των θρησκευτικών συνειδήσεων; Αλλά μή τοι μέχρι τούδε βλάβην τινά ησθάνθησαν οι ημέτεροι λαοί ακολουθούντες τη παλαιά μηνολογία ή και πρός ταύτην χρώμενοι και την νεωτέρα; αλλά ηδυνάμεθα να δικαιολογήσωμεν την οιανδήποτε μεταβολήν δια της τελειότητος μέν του Γρηγοριανού, ατελείας δέ του Ιουλιανού; αλλ΄ η επιστήμη αποφαίνεται ότι αμφότερα ευρίσκονται εν πλάνη· Έτι ισχύει η γνώμη του Κοπέρνικου, ότι η γνώσις του μήκους του έτους και της Σελήνης είναι ανεπαρκής πρός ακριβή διόρθωσιν του Ημερολογίου· αλλά και κατά τί η ανωμαλία του χρόνου και της των φωστήρων κινήσεως λυμαίνεται την ευσέβειαν; μήτοι δέ εκκλησιαστικώς είμεθα υποχρεωμένοι να μεταλλάτωμεν ημερολόγια, αφού επιστημονικώς αδυνατούμεν να εύρωμεν το ακριβώς τέλειον;»

Ωσαύτως και το Οικουμενικόν Πατριαρχείον δια Πατριαρχικής και Συνοδικής Εγκυκλίου, ήν απέλυσε τω 1931 επί Πατριάρχου Φωτίου του Βου πρός όλας τας Ορθοδόξους Εκκλησίας ου μόνον θεωρεί το ζήτημα επίδικον ενώπιον Πανορθοδόξου Συνόδου, αλλά και καταδικάζει διαρρήδην την μονομερή εφαρμογήν του νέου ημερολογίου λέγουσα τα εξής

«… Βεβαίως επί τινων ζητημάτων απλουστέρων και ευχερεστέρων κατά την ουσίαν αυτών, σπουδαίων δέ δια τας ανάγκας σήμερον των Εκκλησιών, οία τα ζητήματα του ημερολογίου, του Πασχαλίου, των γαμικών κωλυμάτων και ή τίνος άλλου, δύναται η Προσύνοδος γνωματεύσαι και περί αμέσου και υποχρεωτικής υπό των Εκκλησιών εφαρμογής των σχετικών πορισμάτων αυτής και πρό της υπό της Οικουμενικής Συνόδου κυρώσεως αυτών. Αλλά τούτο δύναται συμβήναι μόνον υπό τον απαραίτητον όρον ομοφώνου πάντων των Αντιπροσώπων σχετικής αποφάνσεως, ταύτης δέ τυχόν μη υπαρχούσης ου μόνον προελθείν, αλλά και υπό ουδεμιάς Εκκλησίας βεβαίως επιχειρηθήσεται εν τοιαύτη περιπτώσει μονομερής εφαρμογή» («Ορθοδοξία» έτος 6ον Δεκέμβριος 1931 τεύχος 72ον σελίς 653).

Ας ληφθή υπ΄ όψιν και η απόφασις ήν έλαβεν η Προσύνοδος εν Αγίω Όρει κατά Ιούνιον του 1930, εις ήν παρέστησαν Αντιπρόσωποι των τεσσάρων Πατριαρχείων της Ανατολής και των Αυτοκεφάλων Εκκλησιών της Ρουμανίας, της Τσεχοσλοβακίας, της Πολωνίας, της Κύπρου, της Σερβίας και της Ελλάδος, της τελευταίας ταύτης αντιπροσωπευθείσης υπό των Μητροπολιτών Θεσσαλονίκης Γενναδίου και Κερκύρας Αθηναγόρα, εν ή προσυνόδω απεφασίσθη παμψηφεί να μη μεταβληθή το Ιουλιανόν ημερολόγιον μέχρις ου συνέλθη Οικουμενική Σύνοδος (Πρακτικά της Συνόδου εν Αγίω Όρει 8 Απριλίου 1930).
Παρόμοιοι έγγραφοι απαντήσεις ανεκοινώθησαν μετέπειτα εις τον Αρχιεπίσκοπον Αθηνών Χρυσόστομο Παπαδόπουλο εκ μέρους των Πατριαρχών Αντιοχείας, Ιεροσολύμων και του Αρχιεπίσκόπου Κύπρου.

Οι πιστοί στήν Ἑλλάδα, μέ τό σχίσμα αὐτό, διασπάστηκαν σέ δύο μερίδες. Τούς Νεοημερολογίτες καί τούς Παλαιοημερολογίτες.
Το σχίσμα αυτό επηρέασε και τους δυο χώρους, δηλ. τόσο τό Παλαιό, όσο και το Νέο Ἡμερολόγιο.
Ὁ μέν χώρος τοῦ Παλαιού Ημερολογίου, περιέλαβε ίσως τα πιο συνειδητά μέλη της Ἐκκλησίας, που ενδιαφέρονταν για τα θέματα της πίστεως. Οι πλέον ένθερμοι πιστοί μάλιστα, ομιλούσαν για «Φράγκεμα» και αρνιόντουσαν τον εκκλησιασμό τους στις Εκκλησίες που είχαν το Νέο Εορτολόγιο. Ο Αρχιεπίσκοπος τότε επενόησε το σατανικόν σχέδιον της ενάρξεως διωγμών. Κατ’ ἀνάγκην περιχαρακώθηκαν οι άνθρωποι αυτοί σε μιά «κλειστή κοινωνία», λόγω του διωγμού τους που άρχισε νά υφίσταται από την κρατούσα Ἐκκλησία. ΄Ετσι, προφυλάχτηκαν από το ορατό φράγκεμα, που επεδίωκαν σκοτεινά κέντρα. Οι αξιόλογες αυτές δυνάμεις, κατ’ ουσίαν παροπλίστηκαν σε μια ιδιαίτερα κρίσιμη για την Ὀρθοδοξία περίοδο, που ήταν αναγκαία η συστράτευση όλων των πιστών για την άμυνά της. Ἡ στάση τους όμως αυτή υπαγορεύτηκε υποχρεωτικά από τίς εντολές των Πατέρων να μην έχουν ως Ὀρθόδοξοι καμία «κοινωνία» με τους καινοτόμους αδελφούς τους.Ὁ χώρος του Νέου Ἡμερολογίου επεδόθη σε μια λυσσαλέα αντίδραση εναντίον των ανθρώπων αυτών, που δεν δέχτηκαν την ημερολογιακή αλλαγή στην Παράδοσή τους.
Σ΄ ολόκληρη την Ελλάδα είχαν δημιουργηθεί εστίες αντιδράσεως κατά της εορτολογικής αλλαγής, κάτοικοι απομεμακρυσμένων νήσων και δυσπροσίτων χωρίων δεν εδέχθησαν την καινοτομία ταύτην, και έπαυσαν να εκκλησιάζωνται εις Ναούς, όπου ακολουθείτο το Νέον ημερολόγιον. Έπαυσαν να μεταβαίνουν εις την Εκκλησία, ως συνέβη εις Ικαρίαν, Καστελλόριζον και εις χωρία της περιοχής Καρύστου και αλλαχού.
Αί μεγάλαι όμως μάχες δίδονταν εις τας Μεγαλοπόλεις. Εις την Αθήνα ιδρύθηκε ο «Σύλλογος των Ορθοδόξων», που ανέλαβε την Μυστηριακή εξυπηρέτηση των πιστών ανα την Ελλάδα, και παράλληλα εφρόντιζε να επικοινωνούν και να γνωρίζονται όσοι Κληρικοί δεν εδέχθησαν την ημερολογιακή καινοτομία. Συν τω χρόνω και με την αριθμητική αύξηση των πιστών και την εξ΄ Αγίου Όρους έλευση Ιερομονάχων, ο «Σύλλογος» μετατράπηκε σε Κοινότητα. Η ίδρυσις της «Ελληνικής Θρησκευτικής Κοινότητος των Γνησίων Ορθοδόξων Χριστιανών» με καταστατικό Διοικήσεως ανεγνωρισμένο απο το Πρωτοδικείο Αθηνών, έδωσε την δυνατότητα να διευρύνει την ανάπτυξί της και να ιδρύσει 800 παραρτήματα σε όλη την επικράτεια. Όμως επειδή υπήρξεν διωγμός εναντίον τους, οι Χριστιανοί που ηκολούθησαν το παλαιό συνεκκλησιάζονταν, πότε μόνοι τους, και πότε τη παρακινήσει Ιερέων, εις οικίας και εις εξοχικούς Ναούς μακράν των διωκτών, δια να τελέσουν την Θείαν λατρείαν.
Σημαντικόν να αναφέρωμεν ότι εις μίαν τοιαύτην σύναξιν των Χριστιανών, εις τον Ιερόν Ναόν του Αγίου Ιωάννου του Θεολόγου παρά τους πρόποδας του Υμηττού, ένθα ετελείτο αγρυπνία δια την εορτήν της Υψώσεως του Τιμίου Σταυρού, κατά το παλαιόν εορτολόγιον, εφάνη εν τω Ουρανώ το Σημείον του Τιμίου Σταυρού. Η εφημερίς «ΕΛΛΗΝΙΚΗ» το ανέγραψεν εν εκτάσει την επομένην ημέραν

«Δύο χιλιάδες άνθρωποι είδον το εξαίσιον τούτο φαινόμενον της Χάριτος του Θεού γονυπετείς μετά δακρύων, πλέον της ημισείας ώρας παρηκολουθούν, διότι ακριβώς ο Τίμιος Σταυρός επεσκίαζεν άνωθεν την Εκκλησίαν. Αυτό το απόσπασμα της Χωροφυλακής (σ.σ. ο Αρχιεπίσκοπος είχε στείλει κλιμάκιο της Χωροφυλακής δια να διαλύσει την σύναξιν των παλ/των) είδε το θαύμα και εξέστη απο το γεγονός, αφήκε τα όπλα και μετά των πιστών ηνώθη δια να προσφέρη την δοξολογίαν και δέησιν εις τον Κύριον της Δόξης» (Απάνθισμα σελίς 272). Τα παρόμοια ανέφερε και η εφημερίδα «ΣΚΡΙΠ». (Δια να δείτε τα αποσπάσματα των εφημερίδων πατήστε ΕΔΩ.)

http://entoytwnika.blogspot.com/2011/05/11.html


12ο ΜΕΡΟΣ:

Η μερίς αύτη των παλαιοημερολογιτών διακόψασα πάσαν Εκκλησιαστικήν επικοινωνίαν μετά των καινοτόμων Κληρικών, μετεπέμψατο εξ Αγίου όρους ιερείς, ακολουθούντας το πάτριον εορτολόγιον, ίνα δι΄ αυτών τελώσι τα της λατρείας αυτών και δέχωνται την θείαν Χάριν και αγιασμόν. Τότε η Διοικούσα Σύνοδος, ίνα στερήση την μερίδα των παλαιοημερολογιτών των ιερέων αυτής και εξαναγκάση ταύτην να προσχωρήση εις το νέον εορτολόγιον, ενήγαγε εις δίκην τους ιερείς και δικάσασα καθήρεσεν αυτούς, αρνουμένους να συμμορφωθώσι προς την απόφασιν της Ιεραρχίας και ως ιδρύσαντας ίδιον θυσιαστήριον δια λόγους δήθεν φιλοδοξίας και ιδιοτέλειας.
Σημειωτέον δ΄ ότι η μερίς των παλαιοημερολογιτών και μετά την καθαίρεσιν των ιερέων αυτών εξηκολουθούσαν να θεωρώσιν αυτούς ως Κανονικούς των ιερείς και να περιβάλωσι δια πλείονος σεβασμού, αυτούς καθαιρεθέντας δια λόγους Ορθοδοξίας και να δέχωνται παρ΄ αυτών την Χάριν και τον αγιασμόν. Και ούτω η Ιεραρχία απο απόψεως Εκκλησιαστικής απεξενώθη της μερίδος των παλαιοημερολογιτών.
Η ημερολογιακή αύτη καινοτομία έσχεν απο ορθοδόξου και εθνικής απόψεως ολέθριον αντίκτυπον εις το αγιώνυμον Όρος. Αί ιεραί Μοναί αί περικοσμούσαι το Αγιώνυμον Όρος πλήν μιας της του Βατοπεδίου, εχόμεναι στερρώς του πατρίου εκκλησιαστικού ημερολογίου, ηρνήθησαν να συμμορφωθώσι πρός την αντικανονικήν απόφασιν της Ιεραρχίας, την σχετικήν με την ημερολογιακήν μεταρρύθμισιν και εξηκολουθούσαν να τελώσιν τας εορτάς, τας νηστείας και τας λοιπάς Εκκλησιαστικάς ακολουθίας με το παλαιόν Ιουλιανόν ημερολόγιον. Την τοιαύτην διαφωνίαν και διάστασιν μετά του Αγίου Όρους και του Οικουμενικού Πατριαρχείου, αί εν Αγίω Όρει δυο Σλαυικαί Μοναί, η Βουλγαρική του Ζωγράφου και Σερβική του Χιλιανδαρίου, ίνα αναφέρωμεν και την Ρωσσικήν Μονήν του Αγίου Παντελεήμονος, επωφελούμεναι της ημερολογιακής καινοτομίας, διέκοψαν σιωπηρώς την Εκκλησιαστικήν επικοινωνίαν μετά της Εκκλησίας της Κωνσταντινουπόλεως εξ΄ ής κανονικώς εξαρτώνται και διακηρύττουσιν, ότι το Οικουμενικόν Πατριαρχείον απεμπώλησε τα Χρυσόβουλλα της Ορθοδοξίας εις τας Αιρετικάς και κακοδόξους Εκκλησίας των Καθολικών και των Διαμαρτυρομένων.
Ούτω εξ΄ αιτίας του νέου ημερολογίου, αί εν Αγίω Όρει Μοναί, έπαυσαν του να δέχωνται την ευλογίαν και την χειροτονίαν των Κληρικών αυτών απο την Εκκλησίαν του Οικουμενικού Πατριαρχείου, υφ΄ ήν Εκκλησιαστικώς υπάγονται. Και πρός πλήρωσιν των Εκκλησιαστικών αναγκών προστρέχαν εις τας Σερβικάς και Βουλγαρικάς Εκκλησίας τας ακολουθούσας το εκ παραδόσεως ορθόδοξον ημερολόγιον. Αί Εκκλησίαι δέ αύται προθύμως αποδέχονταν την τοιαύτην προσφυγήν και μετά πολλής σπουδής προθυμοποιούνταν να υποκαταστήσωσιν εν Αγίω Όρει τα προαίωνια και αναφαίρετα δίκαια του Οικουμενικού Πατριαρχείου, τα κυρωθέντα δια του Καταστατικού Χάρτου του Αγίου Όρους. Το τοιούτον συνέβη και κατά την εγκαθίδρυσιν του Ηγουμένου της Σερβικής Μονής του Χιλιανδαρίου, προσκληθέντος επι τούτω και μεταβάντος εκεί Σέρβου Αρχιερέως άνευ της γνώσεως και της εγκρίσεως του Οικουμενικού Πατριαρχείου καθά διακελεύουσιν οι Κανόνες.
Έν τη Πολωνική Εκκλησία, ο Μητροπολίτης Πολωνίας Διονύσιος, παραπεισθείς πρός στιγμήν, εισήγαγε και αυτός εκεί το νέον ημερολόγιον, ευθύς αμέσως όμως πιεσθείς υπό του λαού ηναγκάσθη να αποκαταστήση το παλαιόν. Ιδού πως εκθέτει ο ίδιος τα διατρέξαντα εις συντάκτην της τότε εκδιδομένης εν Αθήναις εφημερίδος «Σκρίπ» ερωτήσαντα αυτόν περί του ζητήματος τούτου

«Η Πολωνική Ορθόδοξος Εκκλησία εκ σεβασμού πρός την Α.Θ.Π. τον Οικουμενικόν Πατριάρχην, τον οποίον θεωρούμε ως κεφαλήν της Ορθοδοξίας, ευρέθημεν εις την ανάγκην να εισαγάγωμεν την ημερολογιακή μεταρρύθμισιν, αλλά ευρέθημεν πρό πανδήμου εξεγέρσεως του Λαού. Εφ΄ όσον η καινοτομία εσκανδάλιζεν καθώς απεδείχθη τας ψυχάς των πιστών ορθοδόξων, το καθήκον της, της υπέβαλε να σεβασθή το πάνδημον λαικόν αίσθημα και να μην προκαλέση σκάνδαλον εις βάρος του γοήτρου της Εκκλησίας και πρός ζημίαν ίσως του θρησκευτικού συναισθήματος του Λαού.
Το δέ Κράτος άφησε το ορθόδοξον πλήρωμα να τελή ελευθέρως τα εκκλησιαστικά του καθήκοντα συμφώνως πρός την θρησκευτικήν του συνείδησιν και τας θρησκευτικάς του πεποιθήσεις»
(Εφημερίς «Σκρίπ» 13-4-1927).

Οι διωγμοί εναντίον των παλαιοημερολογιτών αφ΄ ενός και αφ΄ ετέρου η εμμονή του Αρχιεπισκόπου Χρυσοστόμου, εις την καινοτομίαν του νέου ημερολογίου, είχον προκαλέσει αγανάκτησιν της ορθοδόξου χριστιανικής συνειδήσεως.
Πάντες κατεφέροντο εναντίον του Αρχιεπισκόπου, τον οποίον εθεώρουν ως αίτιον της εκκλησιαστικής ανωμαλίας.
Ο αείμνηστος καθηγητής της ιστορίας Π. Καρολίδης εις συνέντευξίν του πρός την εφημερίδα «Σκριπ» αναφερόμενος εις το ζήτημα του ημερολογίου, λέγει τα εξής

«Πράξις αξιοκατάκριτος και απερίσκεπτος του Αρχιεπισκόπου υπήρξεν η σπουδή αυτού εν τω ζητήματι του νέου ημερολογίου. Ο Χρυσόστομος εδικαιολόγησεν την πράξιν του ταύτην δια της Ιεραρχίας και της μεγάλης Εκκλησίας. Ούτως εδικαιολογήθη, η υπό της αυταρχίας της πολιτικής εις τον Χρυσόστομο επιβληθείσα και υπό τούτου εις την Ιεραρχίαν και εις την Μεγάλην Εκκλησίαν φορτωθείσα ευθύνη των γενομένων. Και όσον μεν αφορά την Ιεραρχίαν πρέπει να ομολογήσωμεν ειλικρινώς ότι ουκ ολίγοι υπάρχουν εν αυτή άνδρες καθ΄ εαυτούς άξιοι πάσης τιμής και σεβασμού· αλλά το όλον ουδεμίαν κέκτηται δύναμιν και αξίαν, υπήκουσαν τυφλώς εις τα νεύματα της εξουσίας. Όσον αφορά δέν την μεγάλην Εκκλησίαν μετά πολλού άλγους ψυχικού, πρέπει να κατακρίνω τον Χρυσόστομον, στηρίξαντα την κατ’ επιταγήν γενομένην πράξιν εις την μεγάλην Εκκλησία.
… Εκείνο όπερ είμαι πεπεισμένος εγώ, ότι ουδέποτε η Μεγάλη Εκκλησία ηδύνατο να επιτρέψη τοιούτον νεωτερισμόν άνευ συνεννοήσεως προς την όλην Ορθόδοξον Εκκλησίαν, αλλά περί τούτου δεν δύναμαι νύν να έλθω εις λεπτομερείς εξηγήσεις. Τούτο μόνον λέγω, ότι εκείνο το οποίο έπραξε ο Μακαριώτατος εν τω ζητήματι του ημερολογίου δεν ήτο ώριμος πράξις…
Ότε εγένετο ο νεωτερισμός προσεκλήθην εγώ υπό συλλαλητηρίου εν κλειστώ χώρω γενομένου υπο πολλών ορθοδόξων ζηλωτών· καίπερ δέ εν τω βάθει της συνειδήσεώς μου καταδικάζων την πράξιν του Αρχιεπισκόπου, προσεπάθησα παντί τρόπω, λέγων και συμβουλεύων, να προλάβω πάσαν διαμαρτυρίαν εκ μέρους του υπό ζήλου εξαπτομένου ομίλου.
… Λέγω δέ και τονίζω ότι δεν είναι αληθές ότι ο υπέρ του ημερολογίου θόρυβος είναι ολίγων τινών ανθρώπων έργον, αλλ΄ ότι μέγα μέρος του Ελληνικού Λαού, ως είπεν ο Υπουργός απο βήματος της Βουλής, δεν είδε μετ΄ ευμενών διαθέσεων το γενόμενον…
Εντεύθεν δέ προηγουμένως συμφωνώ μετά των γραφέντων εν τω σημερινώ «Σκρίπ», ότι αδικαιολόγητος και ηθικώς αξιοκατάκριτος θα γίνη πάσα εκ μέρους οιασδήποτε Αρχής εκμετάλλευσις του γεγονότος τούτου πρός κατάπνιξιν της θρησκευτικής ελευθερίας.
… Η τιμωρία η επιβλητέα εις τον δράστην της πράξεως δεν δύναται να υπέρβη τα όρια του υπό του νόμου ατομικώς δια την πράξιν καθοριζομένου βαθμού της ποινής…»
(Εφημερίς «Σκρίπ» 24-5-1927).

http://entoytwnika.blogspot.com/2011/05/12.html

ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ


Δεν υπάρχουν σχόλια »

Χωρίς σχόλια ακόμα.

RSS κανάλι για τα σχόλια του άρθρου.

Αφήστε μια απάντηση

© 2024 ΣΑΒΒΟΠΟΥΛΟΣ ΝΙΚΟΛΑΟΣ BLOG   Φιλοξενείται από Blogs.sch.gr

Αλλαγή μεγέθους γραμματοσειράς
Αντίθεση